Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic; otherwise the spelling of the book has not been changed. Words in italics are included in _. Footnotes have been converted to endnotes and their numbers are included in (). The translator has added many footnotes that were not in the original. The text of these is in most cases included in []. He has also chosen to find and replace the English text of ancient works with the original in ancient Greek. As many Greeks have a better knowledge of English to ancient Greek, I also include the English translation within {}. In some instances there is a difference between the length or even the content of the chosen texts or the text in ancient Greek is not quoted in the book. I have also taken into account the table with errors/omissions of the Greek book.// Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με πλαγίους χαρακτήρες έχουν σημειωθεί με _. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και οι αριθμοί τους περικλείονται σε (). Ο Μεταφραστής έχει προσθέσει πολλές υποσημειώσεις που δεν είναι μέρος του αρχικού βιβλίου. Το κείμενό τους τις περισσότερες φορές περικλείεται σε []. Επίσης, επέλεξε να βρει και να παραθέσει στην αρχαία γλώσσα όλα τα αρχαία κείμενα που παραθέτει στα αγγλικά ο Murray. Επειδή πολλοί έλληνες έχουν καλλίτερη γνώση των αγγλικών από τα αρχαία ελληνικά, παραθέτω προς διευκόλυνσή τους το αγγλικό κείμενο, εντός {}. Σπάνια, υπάρχουν διαφορές εντός των δυο επιλεγμένων κειμένων (μήκος ή ακόμα και κείμενο) ή το αρχαίο κείμενο δεν υπάρχει στα αγγλικά στο βιβλίο. Έχω λάβει επίσης υπόψη τον πίνακα παροραμάτων του ελληνικού βιβλίου.
Ιστορίας των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων έχομεν ελληνιστί αρκετάς. Πλην των
πρωτοτύπων έργων των καθηγητών του Πανεπιστημίου Κ. Ασωπίου
(1) Σπ.
Σακελλαροπούλου
(2) και Γ.
Μιστριώτου
(3), έχομεν και
μεταφράσεις των σπουδαιοτάτων ξένων συγγραφών. Δηλαδή (πλην των
παλαιοτέρων) την του Κ. Οδ. Μυλλέρου
(4), την
συνέχειαν αυτής υπό Ι. Γ. Δοναλσώνος
(5), και την υπό
Emil Heitz
(6), το
Εγχειρίδιον του Β. Κοππίου
(7), και τέλος την
Ιστορίαν της ελληνικής λογοτεχνίας του W. Christ
(8). Ιδίως δε το
τελευταίον τούτο έργον το πληρέστατον των σήμερον υπαρχόντων, δύναται να
χρησιμεύση ως ασφαλής οδηγός εις τας μελέτας των φιλολόγων.
Προφανώς όμως στερούμεθα νεωτέρου συντόμου έργου, αποτεινομένου προς ευρύτερον κύκλον λογίων αναγνωστών μετά της αναγκαίας ακριβείας και σαφηνείας, την δ' έλλειψιν ταύτην εθεωρήσαμεν εξ αρχής ως σπουδαίαν κοινωνικήν ανάγκην, δεομένην ταχείας θεραπείας.
Τοιαύτα σύντομα έργα εδημοσίευσαν από των αρχών του τρέχοντος αιώνος γαλλιστί μεν ο Α. και Μ. Croiset (1900) αγγλιστί δε o Gilbert Murray (1902) γερμανιστί δε ο U. v. Wilamowitz-Mœllendorff (1912). Τούτων το μεν αξιόλογον Μanuel των αδελφών Croiset είναι περίληψις της πεντατόμου αυτών Histoire de la Litterature Grecque, το δε του Wilamowitz (δημοσιευθέν εν τη σειρά Die Kultur der Gegenwart του Paul Hinneberg) αποτείνεται μάλλον προς φιλολόγους εκφράζον τας γνώμας του ρηξικελεύθου καθηγητού, ενώ το προκείμενον έργον του Murray, καίπερ ουχ ήττον νεωτερίζον, δεν είναι τόσον δογματικόν, επειδή δ' εγράφη χάριν ευρυτέρου κοινού (εν τη σειρά Short Histories of the Literatures of the World) υπερέχει των λοιπών κατά την σαφήνειαν και την λογογραφικήν αξίαν.
Ο συγγραφεύς αυτού συνδυάζει τω όντι πολλά χαρίσματα και τίτλους. Είναι βασιλικός καθηγητής των Ελληνικών γραμμάτων εν Οξφόρδη και εταίρος της Βρεττανικής Ακαδημείας, είναι ο νεώτατος εκδότης του κειμένου του Ευριπίδου εν τη Bibliotheca Oxoniensis, αλλ' είναι και ο ποιητικώτατος του Ευριπίδου και του Αριστοφάνους μεταφράστης. Ο Murray θεωρείται καλλιτέχνης του αγγλικού στίχου και συγχρόνως είς των γλαφυρωτέρων της σήμερον πεζογράφων. Την ενάργειαν του ύφους του μαρτυρεί και το βιβλίον τούτο, ο δε τρόπος καθ' όν πραγματεύεται, καθώς παρετήρησεν ο H. Weil (9), τα αρχαία πράγματα «dans le style le plus moderne, dans le gout du jour» καθιστά το έργον αληθώς ευάρεστον ανάγνωσμα.
«Η γενική μου μέθοδος (λέγει εν τω προλόγω της α' εκδόσεως του βιβλίου) είναι κάπως προσωπική και ανεξάρτητος των λοιπών. Εζήτησα κατ' αρχάς μεν απροβουλεύτως, έπειτα δε συστηματικώς — να γνωρίσω, όσον είναι δυνατόν — ποίοι άνθρωποι ήσαν οι παντοδαποί Έλληνες συγγραφείς, τι ηγάπα καθείς και τι εμίσει, πώς απέζη και πώς εδαπάνα τον καιρόν του. Εννοείται ότι τοιαύτη ζήτησις είναι δυνατή μόνον κατά την αττικήν περίοδον και ίσως κατά την εξαιρετικήν περίπτωσιν του Πινδάρου. Αλλ' η απόπειρα και αν μη άγη εις σαφή πορίσματα, δεν είναι ματαία. Διότι απαλλάσσει τον μελετητήν από της σφαλεράς αντιλήψεως των Ελλήνων ως ομοιομόρφων, ως πινακοθήκης ομογενών πλασμάτων, εχόντων τας αυτάς ιδέας, πεποιθήσεις και βλέψεις. Αληθώς η ποικιλία των μορφών εκείνων τας κάμνει τόσον ζωηράς, η μεγάλη απόστασις των σκοπών των, η διαφορά των κατορθωμάτων των και η δραστηρία ενέργεια ενός εκάστου, ήτις κατέστησε τα κατορθώματα δυνατά. Ουχί διά της «κλασσικής γαλήνης», ουδέ διά της «λατρείας του ανθρωπίνου σώματος», αλλ' ουδέ διά μόνων των διανοητικών και καλαισθητικών χαρισμάτων ανυψώθησαν εκείνοι από της βαρβαρότητος εις τα ύψη του μοναδικού των πολιτισμού· αλλά δι' ατρύτων κόπων και αγώνων, διά τόλμης και υπομονής, δι' αφοσιώσεως εις αρχάς, εθεώρουν υψηλάς, και προ πάντων διά επιμόνου και βαθείας σκέψεως.
«Αληθώς η εξωτερική, η πολιτική των ιστορία, καθώς πάντων των άλλων λαών, γέμει πολεμικής σκληρότητας και διπλωματικής πανουργίας. Αλλ' η εσωτερική των ιστορία, η ιστορία των στοχασμών, των αισθημάτων και των χαρακτήρων, είναι αληθώς μεγάλη. Είχον εμπόδια ενώπιόν των, σχεδόν ανύπαρκτα εις τον δρόμον ημών. Δεν είχον πείραν αρκετήν, διότι πρώτοι έπραττον τα πάντα· είχον όλως γλίσχρα τα υλικά μέσα και αι συγκινήσεις, οι πόθοι, οι φόβοι και αι ορμαί των ήσαν ίσως σφοδρότεραι και αγριώτεραι των ημετέρων. Αλλ' όμως εδημιούργησαν τας Αθήνας του Περικλέους και του Πλάτωνος».
Η τοιαύτη προς πάσαν άποψιν του αρχαίου βίου προσοχή είναι χαρακτηριστική. Ο Gilbert Murray είναι αντιπρόσωπος της νέας εν Αγγλία σχολής των Ελληνιστών, ήτις ζητεί ν' αναπαραστήση όχι μόνον την λογοτεχνίαν και την καλλιτεχνίαν των παλαιών Ελλήνων, αλλά και να διαδώση τι εφρόνουν εκείνοι περί ζητημάτων, όσα και σήμερον απασχολούσι την κοινωνίαν, περί των προβλημάτων των νέων επιστημών, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της παιδαγωγικής, της οικονομικής, και μάλιστα της πολιτικής επιστήμης, ώστε αι παλαιαί εκείναι θεωρίαι να γίνωσι συντελεσταί της σημερινής σκέψεως και προόδου. Διότι ευλογώτατα πιστεύουσιν ούτοι ότι οι παλαιοί Έλληνες αν και δεν εστερέωσαν μέγα κράτος, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσαι, και οι Ρωμαίοι — και κατόπιν οι Έλληνες του Βυζαντίου, — κατενόησαν όμως κάλλιον παντός άλλου λαού την σχετικήν αξίαν της ανθρωπίνης ζωής, είδον βαθύτερον τα μεγάλα της προβλήματα και αν μη έλυσαν αυτά, επεζήτησαν την προσφορωτέραν λύσιν.
Αληθώς οι Άγγλοι φιλόλογοι καυχώνται ανέκαθεν ότι κατέστησαν την ελληνομάθειαν ενεργόν, ούτως ώστε, καθώς έλεγεν, αρχόμενος της εν Οξφόρδη διδασκαλίας του ο Murray, ο Όμηρος, ο Σοφοκλής και ο Πλάτων είναι δυνάμεις συνεχώς επιδρώσαι εις την αγγλικήν ψυχήν, σχεδόν όπως ο Σαικσπήρος, ο Βάκων και ο Μίλτων».
Τοιαύτης ισχυράς παρορμήσεως έχει, νομίζομεν, ανάγκην και το πολύ κοινόν της Ελλάδος, όπου διδάσκονται μεν επί πολλά έτη καθ' όλην την μέσην εκπαίδευσιν οι αρχαίοι συγγραφείς, αλλά δυστυχώς εφαρμόζεται περί αυτών ό,τι λέγει γενικώτερον ο Faguet· «la scolarité est d' abord le triomphe et puis le trombeau des auteurs» (10).
Ημείς πιστεύοντες ότι το κακόν της αδιαφορίας ταύτης σπουδαίον λόγον έχει και την έλλειψιν βιβλίων αρεστών και προσιτών εις αναγνώστας έχοντας άλλην κυρίαν ασχολίαν παρά τας αρχαίας σπουδάς, προέβημεν εις την μετάφρασιν του ωραίου τούτου έργου, ελπίζοντες ότι θ' αγαπηθή τούτο και εν Ελλάδι όσον εν Αγγλία.
Η μετάφρασις γενομένη κατόπιν αδείας του φιλέλληνος συγγραφέως συνετελέσθη από του 1912. Αλλά διά να χρησιμεύση και ως εγχειρίδιον των φοιτητών και εις την γυμνασιακήν διδασκαλίαν, επεχειρήσαμεν κατ' ανάγκην όχι ολίγας προσθήκας, των οποίων αρκετάς επέβαλλεν ο από της συντάξεως αυτού διαρρεύσας χρόνος.
Εν πρώτοις, επειδή ευτυχώς εξηκολούθησεν εν Αιγύπτω η ανακάλυψις ελληνικών παπύρων και δημοσίευσις πολλών και αξιολόγων αρχαίων έργων, προσεθέσαμεν ακριβείς σημειώσεις περί των νέων ευρημάτων και της σπουδαιότητος εκάστου. Διότι άτοπον είναι ν' αγνοή αυτά το πολύ ελληνικόν κοινόν (11) όπερ ώφειλε να δείξη θερμότατον περί των παπύρων διαφέρον. Αλλά δεν εμνημονεύσαμεν, εννοείται, τους πολυαρίθμους παπύρους, όσοι περιέχουσι γνωστά ήδη κείμενα σωζομένων ποιητών και συγγραφέων, διότι τούτο κείται έξω του όμματος του προκειμένου τόμου.
Εξεθέσαμεν έπειτα υπό το κείμενον τας εν τω μεταξύ εκφρασθείσας περί τινων ζητημάτων νέας θεωρίας, ως π. χ. περί του θεάτρου, περί της διδασκαλίας των δραμάτων, περί της συμμετοχής του χορού, περί του σατυρικού δράματος κτλ., παρεπέμψαμεν δε και εις τα νέα σχετικά έργα. Εκ των νέων τούτων γνωμών σπουδαιοτάτη βεβαίως είναι η περί του Ομηρικού ζητήματος, καταλήξασα σήμερον εις τελείαν απόρριψιν της Βολφιανής θεωρίας. Επειδή δε την θεωρίαν ταύτην υποστηρίζει και ο ημέτερος συγγραφεύς, υποσελίδιοι δε παρατηρήσεις δεν θα ήσαν αρκετά σαφείς, καταχωρίζομεν το σχετικόν σημείωμα, κατ' ανάγκην βραχύ, μετά το τέλος του προλόγου τούτου.
Αναγκαίον εθεωρήσαμεν προσέτι να προσαρτήσωμεν βιβλιογραφίαν όπου καταλέγονται αι νεώτεραι και δοκιμώτεραι των συγγραφέων εκδόσεις· διότι παρετηρήσαμεν ότι πολλάκις και αι δημόσιαι βιβλιοθήκαι, αίτινες έχουσιν αρκετάς ελληνικάς εκδόσεις, στερούνται των νέων βοηθημάτων, ευλόγως δ' ελπίζομεν ότι σήμερον και των παλαιών και των νέων επαρχιών αι πόλεις θα φιλοτιμηθώσι να καταρτίσωσι χρησίμους βιβλιοθήκας, τουλάχιστον των Ελλήνων συγγραφέων, αρχαίων, μεσαιωνικών και νέων (12). Ευνόητον δε είναι ότι η βιβλιογραφία αύτη είναι σύμμετρος προς την έκτασιν και τον σκοπόν του έργου τούτου, πολλάκις δε περιωρίσθη εις τα κυριώτατα προς οικονομίαν χώρου.
Άλλη διαφορά της προκειμένης μεταφράσεως είναι ότι ενώ ο συγγραφεύς μεταφράζει πάντοτε τα κείμενα έμμετρα και πεζά, πολλάκις ελευθέρως, ημείς παρεθέσαμεν τα πρωτότυπα μετά των σχετικών παραπομπών, θεωρούντες οικειότερον προς αυτά τον κύκλον των ημετέρων αναγνωστών (13). Προσφεύγοντες δε συχνότερον εις τα κείμενα, επηνωρθώσαμεν ενίοτε φανεράς τινας παραδρομάς. Ουχί δε άπαξ εδηλώσαμεν και την διαφοράν της ημετέρας γνώμης. Αλλ' ίνα μη το βιβλίον μεταβάλη χαρακτήρα, απεφύγομεν τούτο, όσον ήτο δυνατόν. Διά τον αυτόν δε λόγον δεν επεξετείναμεν το τελευταίον κεφάλαιον του βιβλίου, το συντομώτατα πραγματευόμενον ως παράρτημα τα μετά τον Δημοσθένην.
«Όπως χρησιμοποιήσω κάλλιστα τον καθωρισμένον εις εμέ χώρον (λέγει ο συγγραφεύς), επιτύχω δε ποιάν τινα ενότητα του συνόλου, περιώρισα πολλαχώς τον σκοπόν του βιβλίου τούτου. Θεωρών τας Αθήνας ως το μόνον μέρος της Ελλάδος, περί ού έχομεν αρκετάς πραγματικάς ειδήσεις, επεχείρησα τρόπον τινά να συγκεντρώσω την προσοχήν του αναγνώστου εις την αττικήν περίοδον, την από Αισχύλου μέχρι Πλάτωνος. Περιώρισα λοιπόν εις το ελάχιστον την εξιστόρησιν της φιλοσοφίας και μετά πολλής στενοχωρίας απεφάσισα να παραλείψω εντελώς τον Ιπποκράτη και τους άλλους επιστήμονας. Τέλος δε διέκοψα την αφήγησιν εις τον θάνατον του Δημοσθένους και προσήρτησα μόνον ταχύ και ίσως δογματικόν διάγραμμα της μεταγενεστέρας λογοτεχνίας μέχρι της πτώσεως της αρχαίας θρησκείας, παραλείπων και βιβλία τόσον σπουδαία ως τους Χαρακτήρας του Θεοφράστου και την Περί ύψους πραγματείαν».
Ο μεταφράστης διδάσκων από του 1908 εν τω Πανεπιστημίω της Οξφόρδης την ιστορίαν της ελληνικής γλώσσης και των γραμμάτων, την από του σχηματισμού της αρχαίας κοινής διαλέκτου μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν, από δε του 1911 παραδίδων το αυτό μάθημα εν τω Καποδιστριακώ Πανεπιστημίω έτι εκτενέστερον, ήτοι αρχόμενος από των αρχαιοτάτων χρόνων, παρασκευάζει πεντάτομον Ιστορίαν της ελληνικής γραμματείας (14), αρχομένην από του Ομήρου και λήγουσαν εις τον Ροΐδην και τον Παλαμάν. Τοιαύτη μόνον ιστορία παριστάνει την ημετέραν γραμματείαν οποία πραγματικώς είναι, όχι δηλαδή ως πάλαι ποτέ νεκρωθείσαν, αλλ' ως αδιακόπως εξακολουθούσαν από τριών χιλιάδων ετών τον μοναδικόν της δρόμον.
Αλλ' έργον τόσον διεξοδικόν, όσον και αν είναι μετά εκατονταετή ελεύθερον βίον απαραίτητον εις το έθνος, είναι δυστυχώς απίθανον ότι θα εκδοθή ελληνιστί — τουλάχιστον εντός των προσεχών ετών, — ένεκα δυσκολιών πολλών, των οποίων μία βεβαίως είναι και ο πενταπλασιασμός, της τυπογραφικής δαπάνης.
Και του προκειμένου εγχειριδίου η έκδοσις αρξαμένη από του 1915, προσέκοψεν ένεκα του πολέμου εις την έλλειψιν ομοιομόρφου χάρτου. Όθεν υπήρξεν αναγκαίον να διαιρεθή εις δύο τεύχη, ών το πρώτον (μέχρι της σελ. 208) εδημοσιεύθη τω 1916, το δε δεύτερον και τελευταίον παραδίδεται σήμερον εις την φιλομουσίαν του ελληνικού κοινού.
&Σ. Μ.&
Εν Αθήναις 25 Μαρτίου 1922.
Η καθ' όλον τον παρελθόντα ΙΘ' αιώνα κρατήσασα θεωρία του Φριδ. Wolf (1795) από των αρχών του τρέχοντος ήρχισε να καταρρέη, σχεδόν αφ' εαυτής.
Η άρνησις δηλαδή της ενότητος των Ομηρικών επών, στηριζομένη κυρίως εις την υπόθεσιν ότι κατά τον ένατον π. Χ. αιώνα δεν υπήρχε γραφή, παρεθάρρυνε τους Γερμανούς ιδίως φιλολόγους ν' ανευρίσκωσιν εκ πόσων και ποίων παλαιών μικροτέρων τεμαχίων και νεωτέρων προσθηκών είχον συρραφή κατά τον έκτον π. Χ. αιώνα υπό διαφόρων στιχουργών η Ιλιάς και η Οδύσσεια. Επειδή δε μέτρον του τεμαχισμού τούτου ήτο φυσικά το ίδιον εκάστου κριτήριον, το ζήτημα κατά την φράσιν του Blass, κατηντήσε «τέλμα». Ούτω δύο των επιφανεστέρων φιλολόγων — ίνα παραλείψωμεν τους αφανεστέρους — ο επιγραφικός A. Kirchoff ετεμάχιζε την Οδύσσειαν (15) ο δε W. Christ την Ιλιάδα (1884). Συγχρόνως δε ο von Wilamowitz- Mœllendorff (16) ανεύρισκεν εντός των δύο επών ίχνη πολλών διασκευαστών, παραχαρακτών, συμπιλητών και άλλων απροσκλήτων συνεργατών, ο δε Carl Robert (17) διεμέλιζε κατ' άλλον ευφυά τρόπον την Ιλιάδα τω 1901. Τοιουτοτρόπως ολίγιστοι απέμενον υπερασπισταί της ενότητος των επών, εξ αυτών δε διεκρίνοντο ο Andrew Lang εν Αγγλία (18) και ο Carl Rothe εν Γερμανία. Αλλά μετ' ολίγον τα πράγματα μετεβλήθησαν ουσιωδώς, καθώς αρκούσι να μαρτυρήσωσι τα επόμενα βιβλία, καίπερ πολλαχώς διαφωνούντα (19).
Τω 1904 ο Fr. Blass εξέδωκεν το έργον (20) όπου ανεύρισκε και αυτός νοθείας της Οδυσσείας. Αλλά παραβάλλων τας δήθεν ανακολουθίας αυτής προς τον Φάουστ του Gœthe, εφώνει δικαίως προς τους πατριώτας του (σ 10) «ψέγετε και κατακόπτετε την Οδύσσειαν· και τυφλοί και μωροί, δεν βλέπετε ότι όλοι σας οι ψόγοι επαναπίπτουσιν εκατοντάκις περισσότεροι κατά του μεγίστου έργου του μεγίστου των ποιητών σας».
Δύο έτη βραδύτερον ο Άγγλος εκδότης των Ομηρικών επών και ύμνων, I. W. Allen, επαινών τον νεωτερισμόν του Blass αντέτασσεν αυτόν προς την στενότητα των ιδεών των προτού και των συγχρόνων (21).
Τω 1909 εν Γαλλία ο λαογράφος Α. van Gennep μελετών αρχαιολογικώς και λαογραφικώς το ζήτημα (22), συνεπέραινεν (σ. 60) ότι «εάν συνδέσωμεν τα ποιητικά φιλολογικά και αρχαιολογικά τεκμήρια, υποχρεούμεθα να αναγάγωμεν τα Ομηρικά έπη εις τον όγδοον ή ένατον π. Χ. αιώνα και να τοποθετήσωμεν αυτά εις τας νήσους . . . . Ταύτα κατά μέγα μέρος εποιήθησαν υπό μεγαλοφυούς ποιητού, όστις εχρησιμοποίησε μεν αρχαιοτέρας λαϊκάς παραδόσεις, αλλ' εξ αυτών συνέθεσεν έν αρμονικόν όλον».
Μετ' ολίγον ο Carl Rothe εξέδωκε το περί Ιλιάδος έργον (23) συμπεραίνων ότι «αι περί του χαρακτήρος του ποιήματος έρευναι καθιστώσι φανερώτερον ότι η ενότης αυτού δεν δύναται να είναι ή έργον συνειδητής δημιουργίας».
Τω 1911 ο γνωστός Ολλανδός φιλόλογος, ο κατόπιν εκδότης της Ιλιάδος (1912) και της Οδυσσείας (1917) J. van Leeuwen εξέδιδε βιβλίον περί της συνθέσεως των επών (24)· αντικρούων δε τους Βολφιανούς έγραφεν εν τη «Μνημοσύνη» (25) ότι «και άλλα έθνη είχον ποιητάς, υμνήσαντας τους ήρωάς των αλλά μόνον η Ελλάς είχεν Όμηρον, οι δε κερματίζοντες αυτόν . . . καταστρέφουσιν αυτήν την ποίησιν του αθανάτου έπους». Εν δε τοις Προλεγομένοις (Ilias σ. XXII) επιφωνεί «Una hæc via salutis. Ουχί εκ βιβλίων άλλων, αλλ' εξ αυτού του Ομήρου πρέπει να ζητηθή και δύναται να ευρεθή η γνώσις του Ομήρου».
Πολύ λεπτομερέστερον αναλύων προσφάτως (1914) εν Γερμανία την Ιλιάδα ο Erich Bethe, κατέληξεν εις το πόρισμα, ότι «η ημετέρα Ιλιάς στηρίζεται μεν επί παλαιού περιφήμου έπους 1500 περίπου στίχων . . αλλ' ιδρύθη επί στερεού, ζωηρότατα συγκινούντος και εις πέρας αγομένου σχεδίου. Βεβαίως στίχοι τινές παρενεβλήθησαν, αλλ' ουχί σκηναί» (26).
Κατά το αυτό έτος ο Georg Finsler εξέδιδε το δεύτερον τον Homer αυτού και εν μεν τω α' τόμω εξήταζε «τον ποιητήν και τον κόσμον του» [εν δε τω β' (1918) την σύστασιν των επών] (27). Εν άλλω βιβλίω (28) τω 1912 αναπτύσσων τας περί του Ομήρου γνώμας των νεωτέρων, τας από Dante μέχρι Gœthe, επέλεγε· «προ πάντων ας αναγνωρίσωμεν το πρόσωπον του ποιητού» και ηύχετο επάνοδον «εις τους αλησμονήτους καιρούς του Herder».
Τοιουτοτρόπως ο A. Shewan συνώψιζε την από του τέλους του ιθ' αιώνος μέχρι του 1912 ιστορίαν του Ομηρικού ζητήματος διά της λέξεως Reaction (αντίδρασις) (29). Ο δε Γάλλος L. Laurand (30) τω 1913 επέγραφε το τελευταίον του βιβλιαρίου του κεφάλαιον «Écroulement des theories de Wolf» περαίνων το προηγούμενον εις την φράσιν «Sic transit gloria Wolfii!»! (σ. 60).
Αλλά σημειωτέον ότι ο Wolf εις την θεωρίαν του (31) παρήχθη εκ λόγων όχι τόσον εσωτερικών, δηλαδή των λεγομένων αντιφάσεων των επών, όσον εξωτερικών, της ελλείψεως γραφής, και εστήριξεν αυτήν εις επιμελέστατα συλλεχθείσας μαρτυρίας περί της συγκεχυμένης παραδόσεως αυτών (βλ. σελ. 77 σημ. 38, σελ. 143 σημ. 5, σελ. 147 σημ. 9).
Των μαρτυριών όμως τούτων ουδεμία είναι αρχαιοτέρα του Κικέρωνος, άλλου δε γνωστού συγγραφέως μόνον η του Ιουδαίου Ιωσήπου, αι δε πλείσται προέρχονται εξ ανωνύμων σχολίων (άπερ είχε προσφάτως εκδώσει ο Villoison) και του Σουίδα. Αλλά ποία κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής δουλείας κατέλαβε τους πενομένους λογίους της Ελλάδος ολιγωρία και ακρισία, βλέπομεν συχνά μεν παρά τω Παυσανία, συχνότατα δ' εν τω Λεξικώ του Σουίδα, όπου συνεφορήθησαν πλείστα χωρία τοιούτων γραμματικών (32). Οι δε προσάγοντες ως αρχαίον μάρτυρα και τον Ιωάννην Τζέτζην, τον ταλαίπωρον στιχουργόν των Κομνηνείων χρόνων, αγνοούσι βεβαίως ότι ο δεινός εκείνος Ομηριστής ηρμήνευε τα κατά την κρίσιν του Πάριδος ως εξής· «ρήτωρ γεγονώς ο Αλέξανδρος, πολλά συγγεγράφηκεν, οίμαι δε και αρχαιολογίας λόγους εξέθετο, οι δε ποιηταί εμυθεύσαντο ως θεαίς τε κριτής εγεγόνει και Αφροδίτη το μήλον επέδωκεν», έγραφε δε καυχώμενος ο Τζέτζης
εμοί βιβλιοθήκη γαρ η κεφαλή τυγχάνει.
Αλλά και των μεταγενεστέρων τούτων μαρτυριών ουδεμία λέγει ότι επί Πεισιστράτου συνετέθησαν τα Ομηρικά έπη, αλλά μόνον ότι συνηθροίσθησαν και κατετάχθησαν, η δε υπόθεσις της συνθέσεως ανήκεν εις τον Wolf, όστις ενόμιζεν αυτήν ως ιστορικήν· historia loquitur (σ.142).
Αλλά σύνθεσις Ιλιάδος και Oδυσσείας εκ μικροτέρων ασμάτων επί Πεισιστράτου ή Ιππάρχου εν Αθήναις είναι πράγματι απιθανωτάτη, υποστηρίζεται δε μόνον υπό ολιγίστων, εν οίς ο Μurray εν Αγγλία (33) και ο Cauer εν Γερμανία. Ως ορθώς παρατηρεί ο v. Leeuwen, και αν πιστευθή η μεταγενεστέρα παράδοσις, αύτη αναφέρεται μόνον εις την αθηναϊκήν έκδοσιν των επών, ουχί δε εις την σύνθεσιν αυτών. Και πρώτον ποίος επετέλεσεν αυτήν; Ως άνδρας δυναμένους να «βοηθήσωσι» τους τυράννους εις την σύνθεσιν ο Wolf μνημονεύει nominatim Ορφέα τον Κροτωνιάτην, τον ποιητήν των Αργοναυτικών, τον Ονομάκριτον τον Αθηναίον, Σιμωνίδην τον Κείον και τον Τήιον Ανακρέοντα». Αλλά περί μεν του Ονομακρίτου εφρόντισε να μας είπη ο Ηρόδοτος (Ζ, 6') ότι «επ' αυτοφώρω αλούς υπό Λάσου του Ερμιονέως εμποιέων εις τα Μουσαίου χρησμόν» εξωρίσθη υπό του Ιππάρχου, βδελυσσομένου τας παραποιήσεις αρχαίων ποιητών. Ο δε Σιμωνίδης αντί πόσου μισθού ειργάσθη και διατί απέκρυψε το κατόρθωμά του; Του δε Τηίου μελωδού η λύρα προφανώς δεν ήτο κατεσκευασμένη διά πράγματα τόσον τραγικά. Απομένει λοιπόν ο Ορφεύς ο Κροτωνιάτης· αλλ' αν ούτος συνειργάσθη, διατί φέρεται γράψας Αργοναυτικά και ουχί Ιλιάδα και Οδύσσειαν, αφού παρέλαβε μόνον άσματα διεσπαρμένα; Αλλά και αν όντως υπήρχε τότ' εν Αθήναις άλλος ποιητής, κρυπτόμενος υπό το ψευδώνυμον του Ομήρου, γεννώνται μέγισται απορίαι. Πώς κατώρθωσεν ο ποιητής εκείνος εκ των παλαιών «συγκεχυμένων ασμάτων» ν' αναπλάση όλην την προ 400 ή 500 ετών ιστορικήν περίοδον, αφού και πράγματα και έθιμα και γλώσσα είχον εν τω μεταξύ σπουδαιότατα μεταβληθή; Ούτω κατά τα 550 π. Χ. αι Μυκήναι είχον ήδη αφανισθή υπό του Άργους, και τούτου ισχυροτέρα είχεν αυξηθή η Σπάρτη, εν Ασία δ' είχον επικρατήσει καθώς ήδη παρετηρήθη, αι αποικίαι, προς δυσμάς δε όπου εμυθολόγει τας πλάνας του ο Οδυσσεύς, ήκμαζεν η Μεγάλη Ελλάς και η Σικελία, εις τους στρατούς είχεν εισαχθή το ιππικόν, εκ δε των πολιτειών είχον εκπέσει οι διοτρεφείς βασιλείς, και τα οχυρά των επί των ακροπόλεων μέγαρα είχον αντικαταστήσει ναοί των θεών. Εις την θρησκείαν επεφάνησαν νέοι θεοί, ο Διόνυσος, η Δημήτηρ και η Κόρη, ελατρεύθησαν ήρωες, ιδίως οι Διόσκουροι, οι κατά την Οδύσσειαν αποθανόντες αδελφοί της Ελένης. Οι Δελφοί προσέλαβον δύναμιν μεγίστην, αντί δε της Ομηρικής «δίκης» και «θέμιδος» και της «αιδούς» υπήρχον πλέον «ρήτραι» και «θεσμοί» και «νόμοι». Τα κοινωνικά έθιμα είχον μεταβληθή και μάλιστα όχι προς το βέλτιον, αν παρατηρήσωμεν πόσον υψηλήν είχε θέσιν η Ελένη εν τω γ και η Αρήτη εν τω η και πόσον υποδεεστέραν είχεν εν Αθήναις θέσιν η σύζυγος και επ' αυτού του Περικλέους. Γλωσσικώς δε μόνον η εκ της ιωνικής διαλέκτου εξάλειψις του δίγαμμα δεικνύει πόσον ήτο το από του 800-550 π. Χ. ιστορικόν χάσμα.
Αλλ' ας ομιλήσωμεν και άλλως. Ήτο δυνατόν να συντελεσθή τοιαύτη «σύνθεσις» επών επί Ιππάρχου και να μη ακούση τίποτε ο Ηρόδοτος, ο ακούσας και διατυμπανίσας την μικράν πλαστογραφίαν του Ονομακρίτου; Ηδύνατο να παραπλανηθή την επαύριον ο Θουκυδίδης, ο γινώσκων και τας ελαχίστας λεπτομέρειας περί των Πεισιστρατιδών; Ήτο εύκολον ν' απατηθή ο Αριστοτέλης, ο γινώσκων τόσον ακριβώς την ιστορίαν του έκτου αιώνος των Αθηνών, και να θαυμάζη ως κατόρθωμα του παλαιού «θεσπεσίου» Ομήρου την «σύστασιν» των δύο επών, ενώ ακριβώς η σύστασις αύτη ήτο έργον άλλου, σχεδόν προχθεσινόν; Πάντως φανταζόμενοι τους μεγίστους εκείνους των αρχαίων ιστορικών ερευνητών ως ετοίμους να χάψωσι τας παραποιήσεις οιουδήποτε Συμαίου Σιμωνίδου, κάμνομεν φοβερόν αναχρονισμόν.
Αλλά καταβιβάζοντες αυθαιρέτως την σύνθεσιν των δύο επών από του παραδιδομένου χρόνου και τόπου, ήτοι από της Ιωνίας του 820 π. Χ. εις τας Αθήνας του 520, έν και μόνον έχομεν σπουδαίον εκ πρώτης όψεως πλεονέκτημα, την υποτιθεμένην περισσοτέραν τότε διάδοσιν της γραφής και της αναγνώσεως. Αληθώς εις την απόδειξιν ότι ο Όμηρος εντελώς ηγνόει την γραφήν και ότι «πρώτον επί των Πεισιστρατιδών είδεν η Ελλάς καταγραφόμενα τα παλαιά των αοιδών έπη» επέστησε την προσοχήν ο Wolf (σ. 156) αύτη δ' έπεισε τους πλείστους Βολφιανούς. Και ο ημέτερος συγγραφεύς πιστεύει (σ. 22 του ανά χείρας βιβλίου) ότι «τα δύο έπη προσαρμόζονται μάλλον εις τας απαιτήσεις αναγνωστών· αναγνώστας δε πολλούς ούτε αι Αθήναι, ούτε η Ιωνία είχε περί τα 470 π. Χ . . . μόλις 40 έτη βραδύτερον· ο Ηρόδοτος συνέπηξε τας διηγήσεις του εις βιβλίον».
Αλλ' ενταύθα βεβαίως υπάρχει παρεξήγησις, καταφανής εις ημάς τους γνωρίσαντας τόπους, όπου δυστυχώς οι γράφοντες και αναγινώσκοντες Έλληνες ήσαν σπανιώτατοι ένεκα της φρικτής τουρκικής δουλείας. Οι κατά τοιούτους χρόνους στιχουργούντες δεν αποτείνονται βεβαίως προς αναγνώστας, αλλ' απαγγέλλουσι τους στίχους των αυτοί. Και όμως γράφουσιν ή φροντίζουσι να γραφή το ποίημά των, όχι βεβαίως όπως αναγνωσθή υπό του κοινού — ουδέ φαντάζονται τοιούτο αναγνωστικόν κοινόν, — αλλά μόνον όπως άλλος ομότεχνος — συνήθως οικείος — το εκμάθη καλώς ολόκληρον και το απαγγείλη προς άλλους ακροατάς, πολυπληθείς ως οι ιδικοί των. Εν Κύπρω π. χ. εσώθησαν από των φραγκικών και των πρώτων τουρκικών χρόνων μακρά τινα τραγούδια π. χ. της Αροδαφνούς, της Ζωγγραφούς, του Χριστοφή, πασίγνωστα μεν από των ποιητάριδων εις τους αγρότας, άνδρας και γυναίκας, αλλά φυλασσόμενα μόνον εις τρία τέσσαρα τρισάθλια χειρόγραφα «παπαδίστικα γραμμένα» (34). Ίσως και αι λεγόμεναι εικαιότεραι εκδόσεις του Ομήρου είχον γραφή εκ μνήμης, ίσως δε και περίφημοι κατά πόλεις εκδόσεις ήσαν κατ' αρχάς τα μόνα χειρόγραφα των επών, τα τηρούμενα π. χ. εν Σινώπη και Μασσαλία, καθώς και το μόνον τετραυάγγελον το υπάρχον επί τουρκοκρατίας εν πολίχνη, ήτο το αναγινωσκόμενον επ' εκκλησίας. Αλλ εξ άπαντος η Ιωνία του ογδόου ή τουλάχιστον του εβδόμου π. Χ. αιώνος είχε πολύ περισσοτέρους εγγραμμάτους και πολύ ευκολώτερα τα μέσα της γραφής ή η Κύπρος του δεκάτου ογδόου μ. Χ.
Διότι, αν οιαδήποτε δυσκολία της γραφής και της αναγνώσεως απεθάρρυνε τότε τους ποιητάς, ή εξηφάνιζε τα έργα των, θα ήτο πολύ θαυμαστότερον παρά τα Ομηρικά έπη πρόβλημα πώς εσώθη η άλλη πλουσία επική, η πλουσιωτέρα ελεγειακή, και η πλουσιωτάτη μελική και χορική ποίησις του εβδόμου π. Χ. αιώνος από της Ιωνίας μέχρι της Ιμέρας της Σικελίας, έργα δηλαδή εν τω συνόλω τουλάχιστον δεκαπλάσια των Ομηρικών. Αν μη π. χ. αυτός ο Αρχίλοχος (περί τα 650 π. Χ) κατέγραφεν έστω και διά γραφέως τα πολλά και ποικίλα κατά το μέτρον ποιήματά του, ποίος κατόπιν Πεισίστρατος — και προς τι; — θα εφρόντιζε να συνάξη — και πώς ; — στίχους κατά το πλείστον δηκτικούς και στενώτατα σχετιζομένους προς το πρόσωπον του ποιητού των; Περί τους αυτούς χρόνους ο Στησίχορος εύρισκεν εν Σικελία τα μέσα ν' ασφαλίζη ποικιλώτατα λυρικά ποιήματα, γεμίζοντα 26 όλα βιβλία, ο δε Μίμνερμος, προφανώς αυτός, κατήρτιζεν ελεγειακήν συλλογήν, ήν επέγραφε «Ναννώ». Της Σαπφούς τα έργα γινώσκομεν σήμερον εκ των παπύρων, ότι δεν ήσαν εν όλω βραχύτερα της Οδυσσείας, του δε Αλκαίου βεβαίως δεν θα ήσαν ολιγώτερα.
Αλλ' αφού προφανώς αντεγράφοντο κατά τινα τρόπον — διότι άλλως δεν θα εσώζοντο μέχρι των Πτολεμαϊκών χρόνων — τοσούτοι και τοιούτοι τόμοι κατά τον έβδομον αιώνα, αφού επέζησαν έκτοτε και αυτοί οι ίαμβοι του Αμοργίνου Σημωνίδου, διατί τάχα δεν θ' αντεγράφοντο τότε πιστώς ποιήματα, περί της απαγγελίας των οποίων γινώσκομεν ασφαλώς ότι έτασσον και έπαθλα πόλεις ως η Σικυών, (Ηροδότου Ε' 67) αδιστάκτως δε πιστεύομεν ότι περισσότερον εφρόντιζον άλλαι πόλεις ισχυραί, ως το Άργος και η Σπάρτη, διεφέροντο δ' επίσης οι απανταχού της Ελλάδος υπερήφανοι απόγονοι των υμνουμένων βασιλέων;
Αλλ' αφού ήμεθα λογικώς υπόχρεοι να παραδεχθώμεν τούτο περί του εβδόμου π. Χ. αιώνος, ποία τεχνική δυσκολία ή ποία μαρτυρία κωλύει ν' αναβώμεν και υψηλότερον; Το μόνον τεκμήριον, όπερ έχομεν, μαρτυρεί την τότε πλήρη χρήσιν της γραφής· ότι δηλαδή από του 776 κατέγραφον οι Ηλείοι πάντας τους νικητάς των Ολυμπιακών αγώνων. Διατί τάχα οι Ιάονες οι επικοινωνούντες προς τους ασιατικούς λαούς τους έχοντας από πολλού και βιβλιοθήκας, δεν θα είχον τα μέσα να διασώζωσι τα έπη των αοιδών των; Ο Wolf εδικαιούτο ίσως να φαντάζεται τελείαν τότε άγνοιαν της γραφής ανά την Ελλάδα (35). Αλλ' ημείς οι έχοντες σήμερον προ οφθαλμών τα κρητικά γράμματα, δυνάμεθα να πιστεύσωμεν ότι οι Έλληνες, γνωρίσαντες άπαξ την γραφήν, έπεσον κατόπιν εις πλήρη αυτής αμάθειαν, ενώ πέριξ αυτών έγραφον πάντες οι λοιποί λαοί, ούς αυτοί ωνόμαζον βαρβάρους; Και ηγνόουν κατά τον όγδοον αιώνα την γραφήν, ενώ κατά τον έβδομον ανέδειξαν αίφνης ποιητάς, όπως την Σαπφώ και τον Αλκαίον, και τον Αλκμάνα, οίτινες έγραφον πιθανώτατα και μουσικά σημεία;
Και το μεν ιστορικόν σφάλμα του ονομαστού Γερμανού φιλολόγου ότι «πρώτον επί των Πεισιστρατιδών είδεν η Ελλάς καταγραφόμενα μονίμως τα παλαιά άσματα των αοιδών» (σ. 156) προήλθεν εκ των σφαλερών περί της γραφής μεταγενεστέρων μαρτυριών, αίτινες από των νέων ανασκαφών απεδείχθησαν απέχουσαι πάμπολυ της αληθείας.
Αλλ' ουχί μικρότερον υπήρξε το φιλολογικόν αμάρτημα, ότι συνέκρινεν ο Wolf την σύνθεσιν των Ομηρικών επών προς την επί Καρόλου του μεγάλου καταγραφήν των γερμανικών ασμάτων και προς τας συλλογάς των αραβικών (σ. 156). Τα σφάλμα τούτο επεδείνωσεν ο Κάρολος Lachmann, όστις αφού ανέλυσεν εις άσματα το έπος των Νιβελούγγεν, ανέτεμε τω 1837 και την Ιλιάδα από του Α μέχρι του Χ εις 16 ηρωικά άσματα και άλλα 2 το Ψ και τα Ω, φρονών ότι πάντα ταύτα συνηνώθησαν πρώτον επί Πεισιστράτου. Μικράς αντιφάσεις εκατέρου έπους πρoς εαυτό και περισσοτέρας πρoς άλληλα είχον ήδη σημειώσει ουχί ολίγας και οι αρχαίοι γραμματικοί και σχολιασταί, αλλ' από του Lachmann πάντες οι μελετώντες την Ιλιάδα — από δε του μαθητού αυτού Köchly και την Οδύσσειαν — ανεύρισκον εντός των επών ασυναρτησίας, αναχρονισμούς, μεταπηδήσεις, κενά, συγκολλήσεις, έλλειψιν αλληλουχίας και απέδιδον αυτά εις την εργασίαν των επί Πεισιστράτου συγκολλησάντων τα τότε συναχθέντα διάφορα τραγούδια εις τα δύο σωθέντα έπη.
Εις τας περί των Ομηρικών παραδρομών δεινολογίας των επαγγελματικών φιλολόγων αντέτασσον άνδρες έμπειροι της καθόλου (35α) ποιήσεως όμοια και χειρότερα παραδείγματα νέων και νεωτάτων έργων, ευλόγως δε ισχυρίσθη ο Macktail, ότι αν υποβληθώσιν εις ομοίαν βάσανον ομοίων κριτικών και οι δύο Παράδεισοι του Μίλτωνος, θ' αποδειχθώσιν ως έργα διαφόρων πολιτισμών και χρόνων (36) .
Αλλά τομώτερος υπήρξεν άλλος έλεγχος. Κατά τους τελευταίους δηλαδή χρόνους εμελετήθησαν τα δημοτικά τραγούδια των λαών της πλείστης οικουμένης, εμελετήθησαν δε παραλλήλως και τα έπη της Ινδικής, της Περσίας, της Βρεττανίας, της Γαλλίας κλ. και ουδαμού απεδείχθη τοιούτος εκ δημοτικών ασμάτων καταρτισμός επών, οποίον εφαντάζετο ο Lachmann. Σχετικώς ομοιότερα προς τα Ομηρικά θεωρούνται τα γαλλικά Chansons de Geste, ιδίως το Chanson de Roland, άπερ έψαλλον επαγγελματικοί αοιδοί, οι jongleurs· αλλ' ενώ προ αυτών υπήρχον σχετικά τραγούδια, ουδαμού φαίνονται οι jongleurs συνενώσαντες αυτά, αμφισβητείται δε και αν όλως ενεπνεύσθησαν εξ αυτών. Όθεν ορθώς υπεστήριξεν ο Andrew Lang, ότι «ουδέποτε υπήρξεν έπος λαϊκόν». Αληθώς η Ελλάς είχε δημοτικά τραγούδια και κατά τους μέσους χρόνους, εξυμνούντα τα κλέα των ακριτών, αλλά το μέτριον έπος του Βασιλείου Διγενή Ακρίτου συνέθεσε λόγιος ποιητής, όν εμιμήθη άλλος, ο δε τρίτος ωνομάζετο Πετρίτσης (37). Και κατά την τουρκοκρατίαν είχεν έξοχα δημώδη άσματα η Ελλάς, αλλά τον Βλαχάβαν και την Κυρά Φροσύνην συνέθεσεν ο Βαλαωρίτης.
Πράγματι η Ομηρική ποίησις δύναται να ονομασθή, νομίζομεν, ο αντίπους οιασδήποτε δημοτικής. Ο ποιητής αισθάνεται εαυτόν διάδοχον και ποιητικόν κληρονόμον των «αοιδών», ούς περιγράφει. Αλλ' οι αοιδοί εκείνοι ήσαν πρόσωπα αυλικά, ιερά και απαραβίαστα, χρησιμώτατοι εις τους διοτρεφείς βασιλείς, διότι νομιζόμενοι θεόπνευστοι ως οι μάντεις, ήσαν στηρίγματα των βασιλικών οίκων, πιστοποιούντες την θείαν αυτών καταγωγήν και εξυμνούντες ενώπιον των λαών τα κλέα των ανάκτων, οιονεί επίσημοι ιστοριογράφοι και αρχειοφύλακες των μεγάρων. Αλλά ζώντες εντός αυτών, απέβαινον τρόπον τινά και μυστικοσύμβουλοι των βασιλέων, ως ο αοιδός, εις τον οποίον ο Αγαμέμνων ανέθεσε την επιτήρησιν της Κλυταιμήστρας (γ 265). Προεξήρχον εις πάσαν δημοσίαν εορτήν ή πένθος του οίκου, ως οι θρηνούντες επί του νεκρού του Έκτορος αοιδοί της Τροίας (Ω 728). Καθόλου δε ήσαν οδηγοί και διδάσκαλοι της ηθικής και της ευπρεπείας των αυλών εις το λέγειν και το πράττειν. Τοιούτους παριστά τους αοιδούς και ο Ησίοδος, ήτοι ως πρόσωπα δεύτερα μόνον των βασιλέων (Θεογονίας 94). Ότι τοιούτος ήτο και ο Όμηρος, αποδεικνύει η μεγίστη διαφορά του αριστοκρατικού του ήθους από των μετά 100 ή 150 έτη βαναύσων επιθέσεων του Αρχιλόχου, των χονδρών πειραγμάτων του Σημωνίδου, των σαρκασμών του Αλκαίου και μάλιστα των κατόπιν βωμολοχιών του Αριστοφάνους. Αυτός δε ήτο και ο λόγος, δι' όν ο αοιδός της βασιλευομένης Ελλάδος είχεν ενωρίτατα φημισθή ως ο άριστος παιδαγωγός και διδάσκαλος της αρετής.
Πότε ακριβώς συνέβη η έξωσις των βασιλικών οικογενειών εκ των οχυρών ανακτόρων της Τίρυνθος, των Μυκηνών και των άλλων, αγνοούμεν. Φυσικά η κατάργησις του αξιώματος δεν επήλθε πανταχού κατά τον αυτόν χρόνον και τρόπον, ενιαχού δ' επέζησε τούτο και μακρότερον ως εν τω Αρκαδικώ Ορχομενώ. Αλλά πλην του Ησιόδου, όστις πολλούς γνωρίζει βασιλήας, και Σημωνίδης ο Αμοργίνος αναφέρει ότι γυναίκα καλλωπιζομένην χάριν άλλων αποστρέφεται πας σύζυγος. «ήν μη τις ή τύραννος ή σκεπτούχος η» (στ. 69) μαρτυρών ότι και τότε (650 π. X.) υπήρχον έτι «σκηπτούχοι» επειδή δε ο αυτός μνημονεύει και των επών του «Χίου αοιδού», πάντως ο Όμηρος συνήκμασε μετά πολλών «σκηπτούχων», ών εξύμνησε τους προγόνους. Αλλά και μετά την πτώσιν των περισσοτέρων βασιλέων επέζησεν εκέραιον το αξίωμα των αοιδών, διότι ήσαν απαραίτητοι εις τας θρησκευτικάς και εμπορικάς πανηγύρεις του λαού, όπου πολλαχόθεν εκαλούντο. Ο εις τον Δήλιον Απόλλωνα ύμνος πιστοποιεί ότι οι αοιδοί, καθώς κατόπιν οι ραψωδοί, ήσαν πολλοί και ημιλλώντο προς αλλήλους, ο δε τότε τυφλός πλέον ποιητής ομιλεί προς το άνθος των κορών, ως διδάσκαλος πολυσέβαστος και γνωστότατος εις πολλάς πόλεις, «ευ ναιεταώσας». Ούτω κατά τα 300-350 έτη, τα μεσολαβήσαντα μεταξύ του Τρωικού πολέμου και του Ομήρου, πολλοί ποιηταί, καθώς λέγει ο Αριστοτέλης, επραγματεύθησαν ως θεματοφύλακες της ιστορίας εκείνης ενώπιον ανάκτων και λαών τα κατ' αυτήν· χαρακτηριστικόν δε είναι ότι ο αοιδός ως μουσόληπτος ήτοι θεόπνευστος έπρεπε να λέγη πάντοτε πράγματα «ετύμοισιν ομοία», (όπερ ερμηνεύει το τέχνασμα του Ομήρου ότι τα πλέον απίστευτα μέρη των πλανών παρέστησε διηγούμενον αυτόν τον πολυμήχανον Οδυσσέα), και να μη φωραθή αντιφάσκων ποτέ προς εαυτόν. Ουδέποτε άλλοτε εν τω κόσμω έτυχον οι ποιηταί, πλην ίσως των Εβραίων προφητών, βαθυτέρου και γενικωτέρου σεβασμού, και ουδέποτε κατέλαβον κοινωνικώς υψηλοτέραν των αοιδών θέσιν. Η μακρά αύτη διαδοχή και η αυξανομένη άμιλλα δύναται να εξηγήση το θαύμα της εμφανίσεως του Ομήρου και της δημιουργίας των Ομηρικών επών κατά χρόνους, ούς ο μεν Wolf εφαντάζετο ως προγενεστέρους πάσης ελληνικής παιδείας και ακμής, η δε αρχαιολογία κατέδειξεν ήδη ως μεταγενεστέρους παλαιοτάτου εν Ελλάδι πολιτισμού και τέχνης.
Τι ώφειλεν ο Όμηρος εις τους προδρόμους του, νομίζομεν μάταιον να εικοτολογώμεν. Εσχάτως η έρευνα εστράφη προς την εύρεσιν των παλαιών «πυρήνων» των δύο επών και αν ταύτα είναι «Αχαϊκής» ή «Ιωνικής» καταγωγής. Αλλ' ενώ τα ζητήματα ταύτα βεβαίως είναι περιεργότατα, είναι προδήλως και ανεπίδεκτα λύσεως πειστικής. Μόνον ότι ο ποιητής ευτύχησε να εύρη ετοίμην πλουσίαν ποιητικήν ύλην και πλουσίαν γλώσσαν ποιητικήν, τούτο συνάγεται ασφαλώς και εκ των επών. Εκεί πάντα τα πρωτεύοντα πρόσωπα φαίνονται ως ιστορικά και γνωστά εις τους ακροατάς μετά των οικείων χαρακτήρων και αυτών των κοσμητικών έκαστον επιθέτων, εκ δε της προς την Μούσαν επικλήσεως (α 10) «ειπέ και ημίν» πιθανόν είναι ότι και άλλοι αοιδοί ήσαν ήδη γνωστοί, ως διηγηθέντες τας πλάνας του Οδυσσέως. Αλλ' εκ των αναριθμήτων εικασιών περί της συνθέσεως των επών, — δύσκολον είναι ν' αποδιώξη τις εντελώς τας αναμνήσεις τόσων βιβλίων — πιθανώτερον φαίνεται, ότι ο ποιητής της Ιλιάδος και της Οδυσσείας συνέπλεξε μάλλον ή επενόησεν εξ υπαρχής τας υποθέσεις αυτών. Αι υποθέσεις αύται θα ήσαν από πολλού γνωσταί και πιθανώς είχον ιστορικόν πυρήνα. Δεν είναι δε απίθανον ότι εχρησιμοποίησε και πολλούς παλαιοτέρους στίχους, παρομοιώσεις κλ. Αλλ' ακριβώς η θαυμασία οικονομία των ποιημάτων, η εντεχνοτάτη παρεμβολή ποικιλωτάτων επεισοδίων, ο εξαίσιος χαρακτηρισμός των προσώπων, η βαθυτάτη γνώσις του ανθρωπίνου βίου, ιδίως δε ο μεγαλοπρεπής, άνετος και οιονεί ολύμπιος τόνος της διηγήσεως — ο τόσον χαρακτηριστικός του ήθους του ποιητού, — το «συγκρατούμενον μεγαλείον» του Ομήρου, ως έλεγεν ο Shelley, αποδεικνύουσιν ότι μία υπέροχος διάνοια μετά μακράν άσκησιν, μία ευγενής καρδία, αγαπώσα πάντα τα πρόσωπα των δύο ποιημάτων — όχι παρείσακτοι διασκευασταί και συμπιληταί, όχι ανεύθυνος και παντοδαπή επιτροπή εκ του προχείρου! — συνέθεσεν εκάτερον των επών, πιθανώτατα δε και τα δύο (38).
Το όνομα του «ηδίστου» αοιδού προς διαστολήν από των αντιζήλων θα επευφήμησαν πλειστάκις κατά τας πανηγύρεις και θα διελάλησαν οι «ελκεχίτωνες Ιάονες» και αι «καλλίζωνοι» γυναίκες και παρθένοι, ότι δε δήθεν εξευρέθη τούτο κατόπιν, είναι αυθαίρετος και παντελώς αστήρικτος ισχυρισμός. Ότι δεν εσώθη έκτοτε βάσιμος βίος του ανδρός, ήτο φυσικόν κατά χρόνους, ότε δεν υπήρχεν ιστορία, ότι δε κατόπιν πολλαί πόλεις ήριζον περί της γεννήσεως αυτού και του απεδίδοντο και άλλα έπη, πάντα τα εις έκαστον αρέσκοντα, ήτο έτι φυσικώτερον.
Πιθανόν επίσης είναι ότι οι παραλαβόντες και καθώς λέγομεν, εκμεταλλευόμενοι τα δύο έπη ραψωδοί παρενέβαλον π. χ. τον κατάλογον των νεών ή επεξέτειναν την μάχην του Αχιλλέως και του Αινείου (Υ 75-352) εις την Ιλιάδα και πολλά της Νεκυίας ή προσέθεσαν όλον το ω εις Οδύσσειαν. Αλλά τοιαύτας προσθήκας δύναται να υποπτεύση τις και περί των έργων των τραγικών, ιδίως του Ευριπίδου.
Παν ό,τι άλλο ελέχθη περί οιασδήποτε ατεχνίας ή ανακολουθίας των επών υπό νεωτέρων αγαθών φιλολόγων, προήλθεν εκ της τότε πιστευομένης πλάνης του Wolf, ότι πράγματι πρώτον επί Πεισιστράτου συνερράφησαν τα έπη εκ πολλών αδεσπότων τεμαχίων.
Ευτυχώς εν Ελλάδι, όπου από του Κοραή ανεζωογονήθη η πατροπαράδοτος προς τον ποιητήν αγάπη, ουδείς των αλλοδαπών εκείνων φιλολόγων ουδέ πάντες ίσως ομού απέκτησαν τόσην δόξαν, ώστε να σαλεύσωσι την προς το κύρος του Αριστοτέλους πίστιν των ημετέρων (39). Ως γνωστόν, ο αθάνατος συγγραφεύς της Ποιητικής εξήρεν ακριβώς την ενότητα των επών, αποδείξας ότι ο Όμηρος «περί μίαν πράξιν οίαν λέγομεν την Οδύσσειαν συνέστησεν, ομοίως δε και την Ιλιάδα» (σ. 1451 α 25) κατωτέρω δε αποκαλεί τον Όμηρον «θεσπέσιον» διά τούτο (σ. 1459 α 30) και επαναλαμβάνει «ταύτα τα ποιήματα συνέστηκεν ως ενδέχεται άριστα» (σ. 1462 β 10). Η φράσις αύτη αντισηκώνει χιλιάδας τόμων νεωτέρας κριτικής.
Η κυριωτάτη δυσκολία, ήν ευρίσκομεν ζητούντες να εννοήσωμεν την πορείαν και
την εξέλιξιν της ελληνικής λογοτεχνίας, είναι ότι τεμάχια μόνον αυτής
παρεδόθησαν εις ημάς και ταύτα μονομερή. Ίσως ουδεμία άλλη εν τη ιστορία
κοινωνία υπήρξε τόσον πλησίον της νυν πεπαιδευμένης, όσον αι Αθήναι του
Ευριπίδου και Πλάτωνος. Η πνευματική ζωηρότης και θρησκευτική ελευθερία των
ανδρών εκείνων, η αγνότης της αγωγής και του πολιτισμού αυτών, η έλλογος τόλμη
των κοινωνικών και πολιτικών αυτών ιδανικών, είναι σχεδόν βαθύτερον αισθητή
εις ημάς ή αυτός ο ημέτερος δέκατος όγδοος αιών. Αλλά μεταξύ εκείνων και ημών
παρήλθον πολλαί γενεαί ανθρώπων, οίτινες είδον αυτούς διαφόρως, ή εζήτησαν
εις όσα βιβλία των ανέγνωσαν άλλα πράγματα παρά την αλήθειαν και το ιδεώδες
κάλλος, ή οίτινες ουδ' εφρόντισαν ν' αναγνώσωσι βιβλία. Τοιουτοτρόπως της υπό
των Ελλήνων δημιουργηθείσης κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα λογοτεχνίας έχομεν
μόνον το εικοστόν περίπου μέρος, της δε κατά τον έβδομον, έκτον, τέταρτον και
τρίτον αιώνα ουδέ τόσον. Παν δε διασωθέν έργον έπαθεν αδιακρίτως πολλάς
δοκιμασίας. Επί πολύν χρόνον εξησφάλιζεν έκαστον την ζωήν του, καθόσον
απέμενε σύμφωνον προς την κρατούσαν αισθητικήν, καθόσον ανταπεκρίνετο προς
την ζήτησιν των βιβλίων διά μέσου περιόδων διαφόρου καλαισθησίας, διά της
Ελλάδος του τετάρτου αιώνος, της προχριστιανικής Αλεξανδρείας, της Ρώμης του
Αυγούστου, της μεγάλης επί των Αντωνίνων ελληνικής αναγεννήσεως, του
σχολαστικού αττικισμού των μεταγενεστέρων σοφιστών.
Μετά δε τον θάνατον του Ιουλιανού και του Λιβανίου άγεταί τις να πιστεύση ότι ουδείς εφρόντιζε πλέον περί λογοτεχνίας (40), αλλά βιβλία τινά καθιερώθησαν κατ' έθος εις τα σχολεία ως «κλασσικά» και ταύτα εξηκολούθησαν ν' αναγινώσκωνται, ολιγοστεύοντα οσημέραι, μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της αναγεννήσεως. Αι ιδιοτροπίαι της παραδόσεως περιγραφόμεναι δύνανται ν' αποτελέσωσιν ολόκληρον τόμον. Όπως λατινιστί διεσώθησαν επιμελώς ο Βεργίλιος και Αβιανός ο μυθογράφος, ούτως ελληνιστί επολλαπλασιάζοντο τα αντίγραφα του Ομήρου και του ιατρού Απολλωνίου του Κιτιέως (41). Καθώς εκ των Ρωμαίων θα ηφανίζετο ο Λουκρήτιος, αν μη τυχαίως διεσώζετο έν μοναδικόν χειρόγραφον, εχάθη δε ολόκληρος ο Κάλβος, ούτως εκ των Ελλήνων παρ' ολίγον θα ηφανίζετο ο Αισχύλος, οι δε κάλλιστοι των Ομηρικών ύμνων διεσώθησαν απλώς εξ αβλεψίας. Καθόλου δε η παράδοσις περί ουδενός εφρόντισεν αν μη ήτο ή χρήσιμον εις τον καθ' ημέραν βίον, καθώς μηχανικά τινα και ιατρικά βιβλία, ή άλλως κατάλληλον εις σχολικήν ανάγνωσιν. Τοιουτοτρόπως συγγραφέων, ως η Σαπφώ, ο Επίχαρμος, ο Δημόκριτος, ο Μένανδρος, ο Χρύσιππος, απέμειναν ολίγα ασύναπτα αποσπάσματα, αρκετά μόνον όπως δείξωσι ποία πολύτιμα βιβλία αφέθησαν ν' αποθάνωσιν ένεκα της ασθενείας του Βυζαντίου (42). Αλλ' η Ρώμη και η Αλεξάνδρεια κατά την ακμήν αυτών είχον ήδη κάμει και εξεπίτηδες κοσκίνισμα. Διότι αγαπώσαι τον κανόνα και την ευρυθμίαν, ημέλησαν ν' αντιγράψωσι τους ταραχωδεστέρους συγγραφείς. Ούτως οι μυστικοί και οι ασκητικοί, οι μάλλον ανεξάρτητοι φιλόσοφοι, οι άγαν δημοκρατικοί και εν γένει οι ενθουσιασταί κατά μέγα μέρος απεσκορακίσθησαν. Αλλ' ημείς πρέπει να ενθυμηθώμεν ότι υπήρξαν και να προσπαθήσωμεν εκ των λειψάνων να αναπαραστήσωμεν και τούτους.
Αλλά τα πρώτα μεγάλα χάσματα της παραδόσεως είναι φύσεως διαφόρου. Είναι
φυσικόν ότι μέγας όγκος λογοτεχνίας ουδέποτε διετηρείτο. Διότι γενικώς αληθεύει
ότι κατά πάσαν δημιουργικήν περίοδον τα παλαιότερα έργα παραμελούνται. Διατί
να φροντίζη ν' αντιγράφη κανείς επί καλής ύλης και να φυλάττη ασφαλώς ό,τι
παράγεται καθ' ημέραν; Μόνον ό,τι δυσκόλως ανευρίσκεται διεγείρει τον φόβον
μήπως επιλείψη εντελώς. Ούτω παρημέλησαν οι Έλληνες μέγα μέρος της
τραγωδίας, της λυρικής ποιήσεως, της ρητορικής και της πρώτης ιστοριογραφίας.
Δηλαδή πολύ μέρος εκάστου είδους είχεν ήδη εκλείψει πριν να φροντίση τις περί
διατηρήσεως αυτού. Ιδίως δε συνέβη τούτο επί του πρώτου εις ημάς γνωστού
είδους συνθέσεως, του εξαμέτρου έπους.
Το έπος, όσον γινώσκομεν αυτό, δύναται να διαιρεθή κατά τον ποιητήν και την υπόθεσιν εις τρεις κλάδους. Πραγματεύεται δηλαδή είτε ηρωικούς μύθους, αποδιδομένους εις τον «Όμηρον», είτε χρήσιμα διδάγματα, ιδίως καταλόγους και γενεαλογίας, από όνομα είναι είς των Ribhu, των ηρώων των Βεδών, των πρώτων ανθρώπων των γενομένων αθανάτων (43). Άλλος δε αρχαίος αοιδός, ο Αίνος, είναι καθ' ολοκληρίαν σκιά. Ότε δηλαδή Έλλην τις άποικος ή φυγάς ήκουσεν επί των Σημιτικών ακτών τους παραδόξους ανατολικούς θρήνους και την συχνήν επωδόν Ai lenû (αλίμονόν μας) εξέλαβε τας λέξεις ως ελληνικάς, αι Λίνου (ω του Λίνου) και εφαντάσθη τον Λίνον ως δύσμοιρον ποιητήν ή φονευθέντα βασιλέα. Οι δε πρόγονοι του Ομήρου αν μη είναι θεοί και ποταμοί, φέρουσι πλαστά ονόματα, ως Μαίων ή Μέλης. Οι δε συγγενείς αυτού — τα πρόσωπα, τα διαμεριζόμενα τα μικρότερα έπη — φέρουσιν ονόματα, άλλοτε μεν διαφανή, άλλοτε δε σκοτεινά, αλλά πάντοτε όλως ασυνήθη μεταξύ των Ελλήνων. Τοιουτοτρόπως το όνομα του γαμβρού του Κρεωφύλου υποδεικνύει κωμικήν τινα σχέσιν μιας φυλής αοιδών προς το κρέας και την χύτραν. Άλλος δε ποιητής συχνά μνημονευόμενος διά τας επί της Λέσχης των Δελφών απεικονιζομένας μυθικάς παραστάσεις ονομάζεται Λέσχης ή Λέσχεως ή Λεσχαίος· άλλος, υμνητής ταξειδίων, φέρει το όνομα Αρκτίνος, παραγόμενον, ως ουδέν άλλο ελληνικόν όνομα, εκ του αστερισμού της άρκτου. Ο δε ποιητής της Τηλεγονείας, όπου ο περί Οδυσσέως μύθος απέληγεν εις ευτυχείς γάμους, ευλόγως ονομάζεται Ευγάμων ή Ευγάμμων (44).
Αυτού δε του Ομήρου το όνομα σημαίνει όμηρον, είναι δε ουχί πλήρες ελληνικόν όνομα, ίσως δε θα ηδύνατο να είναι υποκοριστική συγκοπή του Ομηροδόκος, (ο δεχόμενος όμηρον), εάν υπήρχον ελληνικά ονόματα σύνθετα εκ της λέξεως όμηρος. Αλλ' όπως έχει τούτο, πρέπει να λάβωμεν ως αρχήν την ύπαρξιν των Ομηριδών καθόλου ως αοιδών και ως γένους, ούτω δε Όμηρος είναι κατ' αναλογίαν αρχαίος τις πρόγονος, εξευρεθείς όπως παραστήση διδομένας εις τον «Ησίοδον», είτε, τρίτον, θρησκευτικάς αποκαλύψεις, απορρρεούσας αρχικώς εκ μορφών, ως ο «Ορφεύς» ο «Μουσαίος» και ο «Βάκις». Και ο μεν «Βάκις» εξηφανίσθη, τα δε ποιήματα του «Ομήρου» και του «Ησιόδου» είναι ταρχαιότατα λογοτεχνικά ημών μνημεία.
Παν έμμετρον περί μύθου έργον είναι κατ' ανάγκην ολιγώτερον παλαιόν ή αυτός ο μύθος. Αλλά και κάτι άλλο είναι φανερόν, ότι η σωζόμενη Ιλιάς, η Οδύσσεια, τα Έργα και η Θεογονία, δεν είναι ούτε τα πρώτα, ούτε τα δεύτερα, ούτε τα δωδέκατα τοιαύτα δημιουργήματα. Διότι τα προφανώς πανάρχαια ταύτα ποιήματα δεικνύουσι μήκος και πλοκήν συνθέσεως τοιαύτην, οποία δύναται ν' αποτελεσθή μόνον μετά καλλιτεχνικάς προσπαθείας πολλών γενεών. Η δε γλώσσα των είναι όλως άσχετος προς τον συνήθη λόγον και πλήρης λησμονημένων σημασιών και εικόνων παρωχημένης κοινωνικής καταστάσεως· ποιητική γλώσσα, προφανώς καταρτιζομένη και ρυθμιζομένη κατά τας εκάστοτε ανάγκας του εξαμέτρου στίχου. Υπήρξαν άρα εξάμετρα ποιήματα προ της ημετέρας Ιλιάδος. Αλλά και αυτό το εξάμετρον είναι υψηλόν και σύνθετον επιγέννημα πολλών απλουστέρων μέτρων, οποία φαίνεται ότι περιεβάλλοντο οι μύθοι εν Ελλάδι, καθώς και εν Ινδική, Γερμανία και Σκανδιναυία. Αλλ' εάν έχωμεν ανάγκην αποδείξεως ότι τα παλαιότατα ημών μνημεία είναι σχετικώς μεταγενέστερα, ταύτην παρέχει αυτός Όμηρος, οσάκις αναφέρει την προ αυτού ποιητικόν πλούτον και εκφράζει την κοινήν γνώμην ότι επί των ημερών του επαλαιώθησαν πλείστα θέματα μεγάλα (45).
Τα πρόσωπα των υποτιθεμένων ποιητών των διαφόρων επών ή επυλλίων κείνται όλως πέρα των ιστορικών γνώσεων ημών. Ως επί το πλείστον δε έχουσι κάτι φανταστικόν ή μυθικόν. Ο Ορφεύς π. χ. ως μυθική μορφή διεπλάσθη υπό των Ελλήνων αλλ' ως προσθήκαι, προσθήκη δε φαίνεται και η εν τοις Έργοις μνεία του Ησιόδου. Οι πραγματικοί «βάρδοι» (46) της παλαιάς Ελλάδος πάντες ήσαν ανώνυμοι και απρόσωποι· και γινώσκομεν ακριβώς τον χρόνον, ότε ο ποιητής αρχίζει ως άτομον να παρουσιάζη εαυτόν ήτο η περίοδος των λυρικών ποιητών και των Ιώνων φιλοσόφων. Τα χωρία δε ταύτα δεν μαρτυρούσι, τι ο Ησίοδος και ο Όμηρος είπον περί εαυτών, αλλά τι η κατά τον έκτον αιώνα παράδοσις εμυθολόγει περί εκείνων.
Αλλά μόνον αμυδρώς δυνάμεθα να διακρίνωμεν την αρχήν της παραδόσεως. Βεβαίως υπόκειται ιστορική τις αλήθεια. Διότι αι βιογραφίαι και αι μνείαι του Ομήρου, καίπερ διαφωνούσαι κατά τάλλα, συμφωνούσι κατά τούτο, ότι κατήγετο εξ Ιωνίας. Συγκεντρούνται δε εις δύο πόλεις, την Σμύρνην και την Χίον· εν εκατέρα αιολικός λαός υπέκειτο εις ιωνικόν, εν Χίω δε υπήρχε και γένος «Ομηριδών». Θα ίδωμεν δε ότι εάν «γέννησιν του Ομήρου» εννοούμεν την γένεσιν των ομηρικών ποιημάτων, η παράδοσις κατά τούτο αληθεύει. Επίσης δε παριστάνουσα τον Ησίοδον και τον πατέρα αυτού ερχομένους εκ της Ασιατικής Κύμης εις την Βοιωτίαν, αληθεύει κατά τούτο, ότι η Ησιόδειος ποίησις είναι κατ' ουσίαν η Ομηρική, εφαρμοσθείσα εις επιχώριον Βοιωτικόν θέμα.
Ο Όμηρος λοιπόν ελέγετο Χίος ή Σμυρναίος διά λόγους ιστορικούς· αλλά διατί ήτο τυφλός; Ίσως έχομεν ενταύθα αμυδράν ανάμνησιν αρχαϊκής τινος περιόδου, ότε πάντες οι αρτιμελείς ήσαν πολεμισταί, οι χωλοί αλλά δυνατοί ήσαν χαλκείς, οι δε τυφλοί, εις ουδέν άλλο χρήσιμοι, ήσαν απλοί αοιδοί. Αλλά πιθανωτέραν ερμηνείαν παρέχει αυτός ο μύθος, συνήθως παριστάνων τυφλούς τους μεγάλους ποιητάς και μάντεις και κατόπιν αυτούς μίαν οικογένειαν, καθώς εξευρέθησαν ο Δώρος, ο Ίων και ο Έλλην, και καθώς οι Αμφικτίονες, ήτοι κατοικούντες πέριξ των Θερμοπυλών, ανεκάλυψαν κοινόν πρόγονον καλούμενον Αμφικτύονα. Τοιαύτη εικασία ερμηνεύει το όνομα «Όμηρος», αφήνει όμως ανερμήνευτον το «Ομηρίδαι». Αλλ' εάν τούτο είναι, όπως φαίνεται, πατρωνυμικόν (υιοί του Ομήρου), είν' εύκολον να φαντασθώμεν κατάστασιν κοινωνίας, όπου οι υιοί των ομήρων, μη μαχόμενοι, εχρησίμευον ως αοιδοί. Επίσης δε όμως δύναται να είναι σύνθετον (ομή αρ-) σημαίνον «συναρμοστάς» μετά καταλήξεως μετασχηματισθείσης εις πατρωνυμικήν, αφ' ότου οι αοιδοί ήρχισαν ν' αποτελώσιν εταιρείαν και να ζητώσι πρόγονον κοινόν.
Είναι αληθινόν, ότι έχομεν πολλούς εκ παραδόσεως «βίους» των προϊστορικών ποιητών και διήγησιν περί αγώνος Ομήρου και Ησιόδου, διασκευήν αντιγραφείσαν εκ της περί το 400 π. Χ. υπό του σοφιστού Αλκιδάμαντος συντεθείσης, όστις επίσης διεσκεύασε προϋπάρχοντά τινα θρύλον. Και αυτά τα έπη παρέχουσι κατά το φαινόμενον προσωπικάς των ποιητών ειδήσεις· ούτως αναφέρεται το όνομα του Ησιόδου εν τω προλόγω της Θεογονίας, εν δε τοις Έργοις (στ. 633 κεξ.) λέγεται ότι ο πατήρ του είχε μετοικήσει εκ της Κύμης εις την Άσκραν. Ο δε εις τον Δήλιον Απόλλωνα ομηρικός ύμνος καταλήγει εις παράκλησιν του ποιητού προς τας ακροωμένας παρθένους να μη λησμονήσωσιν αυτόν και αν κανείς τας ερωτήση
ω κούραι, τις δ' ύμμιν ανήρ ήδιστος αοιδών;
{ who is the sweetest of singers ?}
ν' απαντήσωσιν ευφήμως
τυφλός ανήρ, οικεί δε Χίω ενι παιπαλοέσση.
{ ’Tis a blind man; he dwells in craggy Chios}
Αλλά δυστυχώς ταύτα είναι μόνον προσωποποιίαι. Ο απαγγέλλων τους στίχους τούτους ραψωδός δεν ενόει ότι αυτός ήτο τυφλός Χίος και ότι τα ιδικά του έπη ήσαν τα ήδιστα· ενόει μόνον ότι το απαγγελλόμενον ποίημα ήτο έργον του τυφλού Ομήρου, του ηδίστου των αοιδών. Αληθώς, και τα δύο ταύτα χωρία και ο πρόλογος της Θεογονίας είναι προφανώς μεταγενέστεραι εμπνεόμενος εκ της τυφλότητος αυτών. Ο Όμηρος είναι ο Δημόδοκος του μύθου (θ. 63),
τον πέρι μούσα φίλησε, δίδου δ' αγαθόν τε κακόν τε·
οφθαλμών μεν άμερσε, δίδου δ' ηδείαν αοιδήν.
{whom the Muse greatly loved, and gave him both good and evil ; she took away his eyes and gave him sweet minstrelsy.}
Ούτος είναι καθαρός θρύλος, ο αυτός θρύλος, ο εμπνεύσας την εν τω Μουσείω της Νεαπόλεως εξαισίαν του Ομήρου προτομήν· ο θρύλος, όν αισθανόμεθα εν τω θαυμαστώ εις Λουτρά της Παλλάδος ύμνω του Καλλιμάχου, όπου ο Τειρεσίας, μάντις αυτός και ουχί ποιητής, αποβάλλει την όρασιν. Άλλα δε της παραδόσεως σημεία έχουσιν ομοίαν αφορμήν, είτε δηλαδή την προς τον άγνωστον επαίτην κατά τα γαμήλια συμπόσια περιφρόνησιν, μέχρις ού εγειρόμενος ούτος απήγγελλεν, είτε την προς τους Κυμαίους χλεύην, ότι εξεδίωξαν τον ποιητήν. Κατ' άλλον δε θρύλον διά των *Κυπρίων, του μόνου έπους, όπερ ήτο κατώτερον της ποιήσεως αυτού, επροίκισε τάχα την κόρην του πλουσίως.
Αν ήδη ζητήσωμεν, τίνα ποιήματα εθεωρούντο ως έργα του Ομήρου κατά τας
αρχάς της σωζομένης παραδόσεως, θα εύρωμεν ότι εθεωρούντο πάντα όσα ήσαν
«ομηρικά» ή «ηρωικά», δηλαδή πάντα τα επικώς πραγματευόμενα τους δύο
κυρίους μυθικούς κύκλους, τον Τρωικόν και τον Θηβαϊκόν. Διότι η παλαιοτάτη περί
Ομήρου μνεία είναι η υπό του ποιητού Καλλίνου (περί τα 660 π. Χ.) όστις
μνημονεύει την *Θηβαΐδα ως έργον αυτού· η δε μετ' αυτήν είναι πιθανώς
(47) η υπό του
Αμοργίνου Σημωνίδου (περί τα 630 π. Χ.), όστις αναφέρει ως λόγους «Χίου ανδρός»
παροιμιώδη φράσιν απαντώσαν εν τη ημετέρα Ιλιάδι [Ζ 146]
οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών.
{As the passing of leaves is, so is the passing of men}
Ο Σημωνίδης ηδύνατο να εννοή ωρισμένον τινά Χίον, η δε φράσις της Ιλιάδος ίσως ήτο απλώς περιφερομένη παροιμία, παραληφθείσα εις το έπος· αλλά πιθανώτερον είναι ότι ο Αμοργίνος ανέφερε τον διασωθέντα στίχον. Ο δε Κείος Σιμωνίδης, ένα όλον αιώνα κατόπιν (556-468 π. Χ.) λαλών περί Μελεάγρου
ός δουρί πάντας
νίκασε νέους δινάεντα βαλών
Άναυρον ύπερ πολυβότρυος εξ Ιωλκού,
{conquered all youths in spear-throwing across the wild Anauros}
επιλέγει
ούτω γαρ Όμηρος ηδέ Στασίχορος άεισε λαοίς.
Αλλά τούτο δεν ευρίσκεται εν τη ημετέρα Ιλιάδι ή Οδυσσεία και αδύνατον είναι ν' ανακαλύψωμεν έκ τινος ποιήματος πηγάζει. Ολίγον δε κατόπιν ο Πίνδαρος μνημονεύει πολλάκις του Ομήρου. Ψέγει αυτόν, ότι επαινεί τον Οδυσσέα [Νεμ. ζ' 21] — εννοών την Οδύσσειαν, — αλλά εγκωμιάζει αυτόν [Ισθμ. γ' 55] ότι ετίμησε τον Αίαντα, «αυτού πάσαν ορθώσαις αρετάν κατά ράβδον» {straightly by rod and plummet the whole prowess of Aias} ιδίως δε, ως φαίνεται, διά την διάσωσιν του σώματος του Αχιλλέως, την περιγραφομένην υπό δύο απολομένων επών, της *Μικράς Ιλιάδος και της *Αιθιοπίδος. Τέλος ο Πίνδαρος λέγει [Πυθ. δ' 278).
Των δ' Ομήρου και τόδε συνθέμενος
ρήμα πάρσυν'· άγγελον εσλόν έφα τιμάν μεγίσταν πράγματι
παντί φέρειν.
{remember Homer’s word : A good messenger brings honour to any dealing}
ρητόν, όπερ ο ημέτερος Όμηρος ουδαμού λέγει· και αναφέρει [Νεμ. β' 1] τους Ομηρίδας
ραπτών επέων τα πόλλ' αοιδούς.
{Homeridæ, singers of stitched lays}
Εάν δε πράγματι ο Αισχύλος ωνόμασέ ποτε τας τραγωδίας του «τεμάχη των Ομήρου μεγάλων δείπνων», (48) τα δείπνα εκείνα φαίνεται ότι θα ήσαν πολύ πλουσιώτερα των εις ημάς προσιτών. Διότι μεταξύ των 90 αυτού δραμάτων μόλις επτά ευρίσκομεν απορρέοντα εκ του σωζομένου Ομήρου, συμπεριλαμβανομένων και των Χοηφόρων και του Αγαμέμνονος (49), ήτοι δραμάτων, άπερ μόνον παραδοξολόγος τις δύναται να ονομάση «τεμάχη» της Οδυσσείας. Λέγων άρα Όμηρον ο Αισχύλος ενόει καθόλου τους ηρωικούς μύθους. Και ο Σοφοκλής, ο επονομαζόμενος Ομηρικώτατος, κατά τον Αθήναιον (Ζ' σελ. 277 ε,) έχαιρε «τω επικώ κύκλω ως και όλα δράματα ποιήσαι, κατακολουθών τη εν τούτω μυθοποιία» {rejoice in the epic cycle and make whole dramas out of it}, δηλαδή επραγματεύετο τους επικούς εκείνους μύθους, ούς ο Αθηναίος εγίνωσκε μόνον εκ των «κύκλων», ήτοι εγχειριδίων, άπερ συνέταξε κάποιος Διονύσιος κατά τον β' αιώνα π. Χ. και ο Απολλόδωρος κατά τον α'. Ο Ξενοφάνης (κατά τον ς' αιώνα) «Όμηρον και Ησίοδον» εννοεί πάσαν την επικήν παράδοσιν, τους μύθους και τας θεογονίας, ομοίως δε και ο Ηρόδοτος, λέγων (Β' 53) «ούτοι δε εισι οι ποιήσαντες θεογονίαν Έλλησι και τοίσι θεοίσι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημήναντες». {made the Greek religion, and distributed to the gods their titles and honours and crafts, and described what they were like.} Ο Ηρόδοτος εκφράζει την καθιερωμένην γνώμην, αλλ' έχει και ιδικήν του κριτικήν, διαφωνούσαν προς αυτήν· θεωρεί αδιστάκτως τον Όμηρον ως ποιητήν της Ιλιάδος και της Οδυσσείας· και αμφιβάλλει μεν [Δ' 32] περί των Επιγόνων, αν τω όντι ο Όμηρος εποίησε τα έπη ταύτα, αλλ' είναι βέβαιος [Β' 117] ότι τα *Κύπρια δεν είναι του Ομήρου, αφού διαφωνούσι προς την Ιλιάδα. Τούτο είναι το πρώτον ίχνος της εν τέλει κρατησάσης θεωρίας. Ο δε Θουκυδίδης [Α' 3,3. 9,3. 10,3. Γ' 104,4] ρητώς θεωρεί την Ιλιάδα, τον εις Απόλλωνα ύμνον και την Οδύσσειαν ως έργα του Ομήρου. Ο Αριστοτέλης [Ποιητ. Δ' σελ. 1448 β 34 και αλλ.] ουδέν άλλο αποδίδει εις αυτόν παρά την Ιλιάδα, την Οδύσσειαν και το κωμικόν έπος Μαργίτην. Αι παραπομπαί του Πλάτωνος δεν εκτείνονται πέρα της Ιλιάδος και της Οδυσσείας, και μόνα τα δύο ταύτα ποιήματα εγένοντο δεκτά υπό του μεγάλου γραμματικού της Αλεξανδρείας Αριστάρχου (περί τα 160 π. Χ.) και παρέμειναν έκτοτε ως «Ομηρικά».
Αλλά διατί εξ αρχής τα δύο ταύτα εξεχωρίσθησαν ως «Όμηρος»; Και διατί παρά πάσας τας ουσιώδεις μεταξύ των διαφοράς, εξηκολούθησαν ομού να θεωρώνται ως γνήσια του Ομήρου έργα, ενώ τόσα άλλα έπη κατ' ολίγον απεσπάσθησαν απ' αυτού; Τούτο γίνεται μάλλον άξιον απορίας, όταν ενθυμηθώμεν ότι αι διαφοραί και ανακολουθίαι αυτών κατεδείχθησαν ήδη κατά τους Πτολεμαϊκούς χρόνους υπό των «χωριζόντων», του Ξένωνος και του Ελλανίκου.
Μία παράδοσις έρχεται εις βοήθειαν ημών, ερμηνευομένη διαφόρως υπό των
διαφόρων κριτικών, ήτοι ο θρύλος περί αναγραφής των επών υπό του
Πεισιστράτου, του τυράννου των Αθηνών κατά μέσα του έκτου π. Χ. αιώνος. Αύτη
καλείται υπό του Wolf «vox totius antiquitatis», μνημονεύεται δε διαφόρως υπό
του Κικέρωνος, του Παυσανίου, του Αιλιανού και του Ιωσήπου· αναφέρεται δε ως
πασίγνωστον γεγονός εν μεταγενεστέρω επιγράμματι, όπερ φέρεται ως επιγραφή
ανδριάντος του Πεισιστράτου [Ανθολ. ΙΑ' 442]
ός τον Όμηρον
ήθροισα σποράδην το πριν αειδόμενον
{who collected Homer, formerly sung in fragments.}
του δε Κικέρωνος η φράσις [de orat. 3, 34, 137] λέγει ότι ο Πεισίστρατος κατέταξε κατά την παρούσαν τάξιν τα βιβλία του Ομήρου, «προτού συγκεχυμένα» (confusos antea). Ο Βυζάντιος Τζέτζης — το όνομα τούτο είναι κατά προφοράν γραφή του Cæcius — διακοσμεί την παράδοσιν διά προσθηκών και σφαλμάτων, λέγων ότι ο Πεισίστρατος κατώρθωσε το εγχείρημα διά «τεσσάρων . . . συνθέντων τον Όμηρον, οίτινές εισιν ούτοι· Επικόγχυλος, Ονομάκριτος Αθηναίος, Ζώπυρος Ηρακλεώτης και Ορφεύς Κροτωνιάτης». Αλλ' ο Επικόγκυλος είναι βεβαίως κακή ανάγνωσις των λέξεων «επικόν κύκλον»! Και η όλη επιτροπεία έχει χροιάν μυθώδη και φαίνεται μάλλον πτολεμαϊκή ή πεισιστράτειος. Αξιοσημείωτον δε είναι ότι τα σχόλια, τα απορρέοντα εκ των Αλεξανδρέων γραμματικών και ιδία του Αριστάρχου, δεν μνημονεύουσι τον Πεισίστρατον ως προηγούμενον εκδότην.
Η περί τούτου σιγή των Αλεξανδρέων εθεωρείτο συνήθως ως πλήρης απόδειξις, ότι ο περί Πεισιστράτου λόγος ήτο τότε ανύπαρκτος. Αλλ' ήδη ανευρέθησαν αμυδρά αυτού ίχνη, ανερχόμενα μέχρις αυτού του τετάρτου π Χ. αιώνος. Και ήτο μεν ανέκαθεν γνωστόν ότι Μεγαρεύς τις Διευχίδας είχε κατηγορήσει τον Πεισίστρατον ως παρεγγράψαντα στίχους εις τον Όμηρον προς όφελος των Αθηνών, τούτο δε προφανώς εσήμαινεν ότι ο Πεισίστρατος είχεν έλεγχόν τινα επί του κειμένου. Αλλά πρώτος ο Βιλαμόβιτζ έδειξεν ότι ο Διευχίδας ήτο συγγραφεύς πολύ παλαιότερος των Αλεξανδρέων γραμματικών, και ότι είχεν αφορμήν προς τοιαύτην κατηγορίαν (50). Αύτη αποτελεί μέρος ευρυτέρας κατά των Αθηνών γραμματολογικής συκοφαντίας, δι' ής τα Μέγαρα εξεδικούντο κατά τον τέταρτον αιώνα π. Χ. το παρακμάζον άστυ· ότι δηλ. την κωμωδίαν εύρον όχι αι Αθήναι, αλλά τα Μέγαρα· την δε τραγωδίαν εύρεν η Σικυών· αι Αθήναι είχον μόνον παραχαράξει και διαφθείρει κείμενα. Εάν ο Διευχίδας εξέφερε τα περί Πεισιστράτου ως γεγονός κοινώς παραδεκτόν, ή απλώς ως υπόθεσιν, είναι άδηλον. Φαίνεται όμως ότι δεν ηδύνατο να εύρη προς απόδειξιν κείμενα μη αττικά, και προς υπόδειξιν της γνησίας γραφής έπρεπε να καταφύγη εις τα ιδικά του φώτα. Εκείνος εύρε την υποτιθεμένην αρχικήν μορφήν του παραποιηθέντος χωρίου της Ιλιάδος, Β 671· και πιθανώς εκείνος εφαντάσθη την ύπαρξιν Σπαρτιατικής εκδόσεως του Ομήρου υπό του Λυκούργου, κειμένου αδιαφθόρου, όπερ τάχα πιστώς είχον αντιγράψει οι τίμιοι Δωριείς!
Ο λόγος λοιπόν ότι ο Πεισίστρατος είχε παραχαράξει τον Όμηρον περιεφέρετο προ των Πτολεμαϊκών χρόνων. Αλλά τότε διατί ο Αρίσταρχος δεν εμνημόνευσε το πράγμα; Δύσκολος η απάντησις. Ίσως και εκείνος εξελάμβανε τούτο ως γνωστόν, όπως ο ποιητής του επιγράμματος. Αλλ' οπωςδήποτε βέβαιον είναι ότι ο Αρίσταρχος ωβέλιζε διά λόγους τινάς πλείστους των στίχων, ούς οι νεώτεροι θεωρούσιν ως «αθηναϊκάς παραχαράξεις», και τούτο έπραξεν όχι διά λόγους εσωτερικούς, αφού παραδόξως επίστευεν ότι αυτός ο Όμηρος ήτο Αθηναίος. Περίεργον δε είναι ότι η περί Πεισιστράτου μαρτυρία του Κικέρωνος φαίνεται προερχομένη εκ της Περγαμηνής σχολής, ής ο ιδρυτής Κράτης ήτο σχεδόν ο μόνος επιτυχώς πολεμήσας το κύρος του Αριστάρχου. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι ο Αρίσταρχος επεζήτει να περιορίση την ερμηνευτικήν μέθοδον, της οποίας έκαμε κατάχρησιν η αντίζηλος σχολή.
Ο Διευχίδας λοιπόν εγνώριζεν ότι ο Πεισίστρατος είχεν οπωσδήποτε διαφθείρει τα ομηρικά έπη. Άλλοι όμως Μεγαρείς κατά τον Πλούταρχον (Σόλωνι 10) έλεγον ότι ο Σόλων παρενέβαλεν «έπος εις νεών κατάλογον», πασίγνωστος δε παράδοσις απέδιδεν εις αυτόν ειδικόν νόμον περί της απαγγελίας των Ομηρικών επών κατά τας εορτάς των Παναθηναίων. Εξ άλλου ο νόμος εκείνος απεδίδετο εις τον Ίππαρχον εν τω φερωνύμω ψευδοπλατωνικώ διαλόγω (51), όστις δεν είναι νεώτερον του τρίτου αιώνος έργον, υπό δε Λυκούργου του ρήτορος απλώς εις τους προγόνους (52), και εκεί πρέπει και ημείς ν' αφήσωμεν αυτόν διότι αφού εψηφίζετο νόμος τις εν Αθήναις, έτεινε να νομισθή αμέσως ως του Σόλωνος, του μεγάλου «νομοθέτου». Εάν δε ο Πεισίστρατος ή ο Ίππαρχος εθεωρούντο συμμέτοχοι του νόμου, τούτο προήρχετο αφ' ενός μεν επειδή ανεμειγνύοντο και φήμαι περί παραποιήσεως, αφ' ετέρου δε διότι πάντοτε οι τύραννοι συνεδέοντο μετά των Παναθηναίων.
Αλλά τι έλεγεν ο νόμος; Είναι φανερόν ότι η απαγγελία των Ομηρικών επών ήτο μέρος της εορτής και είναι πιθανόν ότι υπήρχε και αγών. Εξ άλλου δε γινώσκομεν ότι ερραψωδούντο κατ' ίδιον τινα τρόπον. Αλλά πώς άρα γε; εξ υποβολής, δηλαδή εξ οιουδήποτε προτεινομένου στίχου, — πράγμα σχεδόν απίστευτον, — ή εξ υπολήψεως, δηλαδή αρχομένου του επομένου ραψωδού εκείθεν, όπου κατέληξεν ο προ αυτού; Διογένης ο Λαέρτιος [Α' β' 9] λέγει εξ υποβολής και κατόπιν ερμηνεύει «οίον όπου ο πρώτος έληξεν, εκείθεν άρχεσθαι τον εχόμενον»!
Καθόλου λοιπόν έχομεν μαρτυρίας πρώτον μεν περί των εξής· ότι εν Αθήναις υπήρχεν έθος, τουλάχιστον από των αρχών του πέμπτου π. Χ. αιώνος, καθ' ό τα Ομηρικά έπη απηγγέλλοντο δημοσία κατά τάξιν ωρισμένην και ότι η αρχή του έθους απεδίδετο εις νόμον της πολιτείας. Έπειτα δε βλέπομεν ότι κατά πάντας τους μέχρι του Πινδάρου γράψαντας, τους μη Αθηναίους, «Όμηρος» φαίνεται καλούμενος ο ποιητής επών πολύ περισσοτέρων ή όσα κατέχομεν ημείς, — πιθανώς πάντων των Τρωικών και Θηβαϊκών επών — ενώ εν τη αττική λογοτεχνία από του πέμπτου αιώνος και εξής Όμηρος είναι μόνον ο ποιητής της Ιλιάδος και της Οδυσσείας, τα δε λοιπά έπη κατ' αρχάς μεν εθεωρήθησαν ως αμφίβολα, έπειτα δ' ερρίφθησαν εις την λήθην. Ενθυμούμενοι δε, ότι πάντες οι περί Παναθηναίων γράψαντες λέγοντες «Όμηρον» εννοούσιν απλώς ως πράγμα αυτόδηλον την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν, συμπεραίνομεν αμέσως, ότι μόνα τα δυο ταύτα ποιήματα είχον τότ' εκλεγή προς απαγγελίαν και ότι ακριβώς η απαγγελία εκείνη εγέννησε την εξαιρετικήν υπόληψιν, ότι ταύτα είναι ο «γνήσιος» Όμηρος.
Αλλά διατί εξελέγησαν αυτά; Τούτο δεν είναι εντελώς φανερόν. Αλλά πρώτον παραβολή εν γένει του ύφους των αποδοκιμασθέντων επών προς τα δύο διασωθέντα δεικνύει ότι ταύτα είναι πολύ πλέον επεξειργασμένα ή εκείνα· έχουσι μεγαλυτέραν ενότητα, φαινόμενα πολύ ολιγώτερον εκείνων ως απλαί ραψωδίαι, δυνατώτερον δραματικόν πάθος και περισσότερον ρητορικόν διάκοσμον. Προς ταύτα έν μόνον έπος ηδύνατο να παραβληθή, το και πρώτον μνημονευόμενον ως έργον του Ομήρου, η * Θηβαΐς· αλλ' η δόξα των Θηβών ήτο βεβαίως το πάντων ήκιστα ευάρεστον εις τους Αθηναίους θέμα· αι Αθήναι δηλαδή θ' απέρριπτον αυτό μάλλον αδιστάκτως ή όσον απέρριψεν η Σικυών τον «Όμηρον», τον εγκωμιάσαντα το Άργος (53).
Τοιουτοτρόπως ορίζομεν σπουδαιότατον εν τη ιστορία των επών σταθμόν, υπολείπεται δε να διαγράψωμεν τον προτού και τον κατόπιν δρόμον. Αρχόμενοι δε από των κατόπιν, παρατηρούμεν ότι η παραδιδομένη ερμηνεία του Ομήρου απορρέει από των γραμματικών της Αλεξανδρείας, των ακμασάντων κατά τον τρίτον και τον δεύτερον αιώνα π. Χ., ήτοι Ζηνοδότου του Εφεσίου (γεννηθέντος περί τα 325), Αριστοφάνους του Βυζαντίου (γεννηθέντος περί τα 257) και ιδίως Αριστάρχου του εκ Σαμοθράκης (215-145), του εγκυροτάτου περί της πρώτης εις τους αρχαίους γνωστής ποιήσεως κριτικού. Αλλ' η περί αυτού γνώσις ημών προέρχεται εξ επιτομής των έργων τεσσάρων μεταγενεστέρων λογίων, ήτοι του περί της Αρισταρχείου διορθώσεως έργου του Διδύμου, της περί σημείων Ιλιάδος και Οδυσσείας πραγματείας του Αριστονίκου (ήτοι των σημείων, άπερ μετεχειρίσθη ο Αρίσταρχος) της Ιλιακής προσωδίας του Ηρωδιανού και του περί της στιγμής της παρ' Ομήρω έργου του Νικάνορος. Τούτων ο Δίδυμος και ο Αριστόνικος ήκμαζον επί Αυγούστου, η δε επιτομή απετελέσθη κατά τον τρίτον μ. Χ. αιώνα· το χειρόγραφον εν ώ σώζεται, είναι ο περίφημος Ενετικός (Α) κώδιξ της δεκάτης εκατονταετηρίδος, ο περιέχων την Ιλιάδα, ουχί δε και την Οδύσσειαν.
Δυνάμεθα λοιπόν να είπωμεν αρκετά περί της καταστάσεως των Ομηρικών επών κατά τον δεύτερον π. Χ. αιώνα, και να ελπίζωμεν ότι θα αποκαταστήσωμεν μετά μικρών μόνον σφαλμάτων το «κατ' Αρίσταρχον» κείμενον αυτών, δηλαδή κείμενον, όπερ θα ηδύνατο οπωςδήποτε να εγκρίνη και ο δοκιμώτατος εκείνος κατά την ακμήν της ελληνικής κριτικής γραμματικός. Αλλ' όμως οφείλομεν να προχωρήσωμεν και περαιτέρω, εκτός αν θέλωμεν να φανώμεν ανάξιοι του Αριστάρχου οπαδοί και αδιάφοροι προς την Φιλολογίαν. Και εν πρώτοις, εάν τα σχόλια ημών προέρχονται από του Αριστάρχου, πόθεν έρχεται το κείμενον ημών; Βεβαίως εκ του Αριστάρχου, αλλ' εκ του παραδεδομένου κειμένου, — της «βουλγάτας» των ημερών αυτού — προς διόρθωσιν του οποίου εξέδωκε τας δύο του εκδόσεις και επί του οποίου ούτ' εκείνος ούτε άλλος ουδείς ηδυνήθη να επιθέση αυθεντικήν σφραγίδα. Ουδέ μετέβαλε τολμηρώς το κείμενον ο Αρίσταρχος· απ' εναντίας, σπανίως ή ουδέποτε «διώρθωσεν» εξ απλής εικασίας, και ηθέτησε μεν πολλούς στίχους ως νόθους, αλλά δεν εξέβαλεν αυτούς. Ούτως αι μέγισται μεταξύ της Αρισταρχείου. και των κοινών εκδόσεων διαφοραί δεν είναι ουδέ τόσον μεγάλαι, όσον αι μεταξύ των εις τέταρτον και των εις φύλλον εκδόσεων του Αμλέτου του Σαιξπήρου.
Βλέπομεν όμως ότι ο Αρίσταρχος είχε πολλάς ενώπιόν του εκδόσεις ή «διορθώσεις», διαφερούσας από τε της «κοινής» και απ' αλλήλων· διότι αναφέρει τρεις τάξεις αυτών, τας κατ' άνδρα, περιεχούσας αναγνώσεις ή σημειώσεις ποιητών, ως ο Αντίμαχος και ο Ριανός, ή λογίων, ως ο Ζηνόδοτος· τας κατά πόλεις, προερχομένας εκ Μασσαλίας, Χίου, Άργους, Σινώπης και καθόλου πανταχόθεν πλην των Αθηνών, της πατρίδος του κοινού κειμένου· και τέλος εκείνας, άς αποκαλεί τετριμμένας, δημώδεις, ή εικαιοτέρας, εις άς ασφαλώς δυνάμεθα να κατατάξωμεν την πολύστιχον.
Των διαφορών τούτων την έκτασιν και τα όρια δεικνύουσιν αι εκ του Ομήρου περικοπαί των προ των γραμματικών της Αλεξανδρείας συγγραφέων. Και δη μαρτυρούσι πρώτον ότι και εν Αθήναις το κοινόν κείμενον δεν είχεν ασφαλώς αποκατασταθή προ του 300 έτους π. Χ. Διότι ο Αισχίνης, ανήρ λόγιος, όχι μόνον ισχυρίζεται (54) ότι η φράσις «φήμη δ ες στρατόν ήλθεν» απαντά «πολλάκις εν τη Ιλιάδι», ενώ είναι ανύπαρκτος εν τοις ημετέροις κειμένοις, αλλά και παραθέτει αυτολεξεί χωρία του Θ και του Ψ μετά στίχων όλως διαφόρων. Το αυτό δε μαρτυρούσι και οι του τρίτου αιώνος πάπυροι, και μάλιστα το απόσπασμα του Λ, όπερ εδημοσίευσε τω 1891 ο καθηγητής Mahaffy (55) και το εκ της αυτής ραψωδίας απόσπασμα, όπερ εδημοσίευσε τω 1894 ο κ. Nicole (56). Το πρώτον λόγου χάριν, περιέχον τας αρχάς ή τα τέλη 38 στίχων του Λ μεταξύ 502 και 537, παραλείπει ένα των ημετέρων στίχων, περιλαμβάνει τέσσαρας ξένους και έχει δύο άλλους διαφόρους των ημετέρων, περιέχει δηλαδή σπουδαίας διαφοράς εντός χώρου τόσον μικρού. Εξ άλλου όμως αι διαφοραί και τούτου και των λοιπών παπύρων φαίνονται μόνον λεκτικαί. Πραγματικάς διαφοράς ουδέν του τετάρτου αιώνος κείμενον παρέχει.
Το πόρισμα της μαρτυρίας ταύτης δεικνύει τους δύο τελευταίους σταθμούς των Ομηρικών επών. Η κανονική αφήγησις των γεγονότων και η τάξις των επεισοδίων καθωρίσθη βαθμηδόν, κυρία δε αρχή του καθορισμού τούτου υπήρξεν η κατά τα Παναθήναια ραψωδία των επών (57). Η δε λέξις του κειμένου καθ' έκαστον στίχον απεκρυσταλλώθη διά της συνεχούς σχολικής επαναλήψεως και των ιδιαιτέρων αναγνώσεων και διά φιλολογικών σπουδών, ών κορωνίς υπήρξεν η λεπτομερής κριτική του Ζηνοδότου και των εν τω Μουσείω διαδόχων αυτού.
Στρεφόμενοι δε προς τα οπίσω, εκπλησσόμεθα παρατηρούντες ότι ενώ αι ομηρικαί περικοπαί των πλείστων συγγραφέων του τετάρτου και πέμπτου π. Χ. αιώνος, και αυτού του Αριστοτέλους λόγου χάριν, διαφέρουσιν ικανώς του ημετέρου κειμένου, αι παρά Πλάτωνι συμφωνούσι προς αυτό σχεδόν κατά λέξιν (58). Αναγκαίως λοιπόν αγόμεθα εις το εξ άλλης αφορμής συμπέρασμα του Grote, ότι Δημήτριος ο Φαληρεύς, προςκληθείς υπό Πτολεμαίου του α' να συστήση την εν Αλεξανδρεία βιβλιοθήκην, μετεχειρίσθη τας υπό του Πλάτωνος εις την Ακαδήμειαν κληροδοτηθείσας βίβλους (59).
Η ανάλυσις αύτη επαναφέρει ημάς εις την κατά τα Παναθήναια ραψωδίαν των επών. Καθώς είδομεν, ταύτης αποτέλεσμα η καθιέρωσις της Ιλιάδος και της Οδυσσείας ως του κατ' εξοχήν «Ομήρου», ο καθορισμός της τάξεως των επεισοδίων και, εννοείται, η διαφύλαξις αυτού ως ιερού κειμηλίου των Αθηνών. Αλλά πότε ενομοθετήθη τούτο; Και ήτο πράγματι νόμος ή απλώς βαθμιαία πρόοδος, ήν η παράδοσις κατά το σύνηθες παρέστησεν ως νόμον;
Και περί μεν του χρόνου, βεβαίως η καθιέρωσις του εθίμου δεν ήτο παλαιοτέρα του Ιππάρχου, του τελευταίου των ανδρών, εις ούς αποδίδεται· επεκράτησε δηλαδή τούτο ουχί πριν ο Ιππίας τυραννεύση, πιθανώς δε και μετά την κατάλυσιν της τυραννίδος. Αλλ' η καθιέρωσις των έργων του μεγάλου Ίωνος ποιητού ως σπουδαίου μέρους της σεμνοτάτης θρησκευτικής τελετής των Αθηνών ήτο γεγονός, δυνάμενον να συμβή μόνον κατά περίοδον πλήρους αδελφώσεως μετά της Ιωνίας. Τοιαύτη δε τάσις αρχίζει εν Αθήναις από της επαναστάσεως των Ιώνων διότι προ του 500 π. Χ. οι Αθηναίοι περιεφρόνουν τους υποτιθεμένους εκείνους συγγενείς, ο δε Κλεισθένης είχε καταργήσει και τα Ιωνικά των φυλών ονόματα. Το έτος 499 είναι η αρχή της μεγάλης πανιωνικής περιόδου της Αθηναϊκής πολιτικής, ότε αι Αθήναι αναδέχονται την θέσιν μητροπόλεως και προστάτιδος της Ιωνίας, ασπάζονται την ιωνικήν παιδείαν, και ανέρχονται εις την πνευματικήν ηγεμονίαν της Ελλάδος. Παιδεία και γράμματα φαίνεται ότι κατέλιπον τότε την Μίλητον, όπως κατέλιπον την Κωνσταντινούπολιν μετά τα 1453, φυσικόν δε καταφύγιον αυτών υπήρξαν αι Αθήναι. Κατωτέρω θα γνωρίσωμεν τους μεγάλους άνδρας, και τους σπουδαίους νεωτερισμούς, όσοι τότε επέρασαν εκ της Ασίας εις τας Αθήνας· εκ τούτων ήτο και η παραδοχή του ιωνικού αλφαβήτου υπό των ιδιωτών και των λογογράφων.
Το μεν αττικόν αλφάβητον ήτο αρχαϊκόν και άκομψον, στερούμενον διπλών συμφώνων και μακρών φωνηέντων, το δε ιωνικόν είναι περίπου τα και νυν εύχρηστα κεφαλαία. Ενώ δ' επισήμως δεν έγινε δεκτόν εν Αθήναις προ του 404 — τα δημόσια ψηφίσματα διετήρουν το αρχαϊκόν μεγαλείον — ήδη κατά τα Μηδικά εχρησιμοποιείτο υπό των ιδιωτών (60)· ήλθε δηλαδή ότε αι Αθήναι ανεδείχθησαν μητρόπολις της Ιωνίας και παρέλαβον την ιωνικήν ποίησιν ως μέρος του ιερού των θησαυρού. Αλλ' όμως εδώ προκύπτει παράδοξος δυσκολία. Ο Όμηρος εν Ιωνία εγράφετο βεβαίως διά ιωνικού αλφαβήτου. Η δε ημετέρα παράδοσις, υποστηριζομένη ρητώς υπό πολλών μαρτυριών των Αλεξανδρέων, και διά κριτικών εκ του κειμένου εικασιών (61), δεικνύει σταθερώς ότι τα παλαιά του Ομήρου κείμενα ήσαν γραμμένα δι' Αττικού αλφαβήτου. Αλλ' αν ο Όμηρος προσήλθεν εις τα Παναθήναια ακριβώς ότε και το νέον Ιωνικόν αλφάβητον ήλθεν εις τας Αθήνας, διατί μετεγράφη από της τελειοτέρας γραφής εις την ατελεστέραν; Η απάντησις δεν είναι δύσκολος, λύει δε και άλλο ζήτημα, άλυτον προτού. Αντίγραφα του Ομήρου εγράφησαν διά του επισήμου αττικού αλφαβήτου, καθόσον η κατά τα Παναθήναια ραψωδία των επών ήτο τελετή επίσημος, νομίμως καθωρισμένη (62).
Yπήρχεν άρα γραπτός νόμος, σύμπτωμα της καθόλου ιωνιζούσης διαθέσεως των πρώτων δεκαετηρίδων του πέμπτου π. Χ. αιώνος. Αλλά δυνάμεθα να διακρίνωμεν ακριβέστερον ταποτελέσματα του νόμου τούτου;
Βεβαίως διέγραφε τάξιν τινά και υπήρξεν αφορμή προς καταρτισμόν επισήμου κειμένου. Είναι δε φανερόν ότι προσήλωσις εις μεν τας λέξεις δεν ήτο αναγκαία, αλλ' εις την ύλην ήτο. Φαίνεται δε σχεδόν βέβαιον ότι η επιβληθείσα τάξις δεν ήτο νέα τις και αυθαίρετος, αλλά ήδη γνωστή και αγαπητή εις τους Αθηναίους· εννοείται δ' όμως ότι δυνατόν να ήτο απλώς και μία των ποικίλων εκδόσεων των φερομένων ανά τα διάφορα Ομηρικά κέντρα της Ιωνίας, αλλά πιθανώς ουδαμού υποχρεωτική και δεσπόζουσα· οπωςδήποτε τούτο είναι βέβαιον, ότι ο νόμος εκείνος ήτο σπουδαία αρχή, όπως οριστικώς αφαιρεθή το έπος εκ των χειρών των ραψωδών.
Γινώσκομεν ότι κάτοχοι του έπους εν τη Ιωνία ήσαν οι «Ομηρίδαι» ή «ραψωδοί», και έχομεν τεκμήρια, ότι ούτοι απετέλουν εταιρείας ή σχολάς (63). Γινώσκομεν δε καθόλου πώς απήγγελλεν ο ραψωδός· ηδύνατο δηλαδή να εκλέξη το θέμα του εξ οιουδήποτε μύθου, καθώς οι αοιδοί της Οδυσσείας (64)· είχε δε πιθανώς στίχους τινάς ως εισαγωγήν — τούτο λέγει ο Πίνδαρος, οι δε Ομηρικοί ύμνοι δεικνύουσι τι εννοεί — και πιθανώς στίχους τινάς ως τέλος. Πάντως δε θα εδοκίμαζε να παρεμβάλη στίχους ιδίους και επεισόδια, διά να καταστήση την ραψωδίαν του τερπνήν όσον ήσαν και των άλλων. Ώστε θ' απέρριπτε παν καθωρισμένον κείμενον, και θ' απέκρουε πάσαν υποταγήν των μερών εις έν όλον.
Τα σωζόμενα έπη γέμουσι τοιούτων ιχνών των ραψωδών· ταύτα είναι αναπτύξεις των απαγγελλομένων μύθων και όπου δεν υπάρχει αρκετή ενότης και συνοχή, έχουσι πολλά τα τρωτά. Ούτω λόγου χάριν, εν τω Ε η υπεράνθρωπος αριστεία του Διομήδους επισκιάζει τον Αχιλλέα και διασπά την πλοκήν της Ιλιάδος. Αλλά τι έμελε τούτο τον ραψωδόν, τον επιζητούντα επευφημίας και αποτεινόμενον προς ακροατάς, αγαπώντας τον Διομήδη; Η Δολώνεια του Κ εκεί, όπου ευρίσκεται, δεν είναι δυνατή· διότι όχι μόνον παρατείνει τεραστίως μίαν νύκτα, αλλά και διχοτομεί συνεχή διήγησιν. Αλλά χωριστή θα ήτο θαυμασία. Άλλο παράδειγμα είναι η περιγραφή καθαράς νυκτός, καθ' ήν υπάρχει νηνεμία
εκ τ' έφανεν πάσαι σκοπιαί και πρώονες άκροι
και νάπαι· ουρανόθεν δ' άρ' υπερράγη άσπετος αιθήρ.
{when all the high peaks stand out, and the jutting promontories and glens; and above the sky the infinite heaven breaks open!}
Ταύτα υπάρχουσιν εν τω θ 557, όπου αι πυραί των Τρώων παραβάλλονται προς άστρα· αλλ' υπάρχουσι και εν τω Π 299, όπου η στενοχωρία των Δαναών παρέρχεται ως νεφέλη, αφήνουσα καθαράν νύκτα. Οι σχολιασταί διαφωνούσι πού ήτο η αρχική θέσις. Πανταχού και οπουδήποτε. Τοιούτοι ωραίοι στίχοι, άπαξ ακουόμενοι, ήσαν πειρασμός παντός ραψωδού και ήτο επόμενον να ευρίσκωνται όπου εδίδετο αφορμή. Το αυτό και περί των πολλαπλών παρομοιώσεων του Β 455 κεξ., δηλαδή δεν απηγγέλλοντο πάσαι ομού, αλλ' εξ αυτών ο ραψωδός εξέλεγε την αρέσκουσαν.
Αλλά και όπου η σύνθεσις φαίνεται άψογος, αι μεταξύ των επεισοδίων συνεκτικαί φράσεις «ως οι μεν τοιαύτα προς αλλήλους αγόρευαν» «ως έφατ' ευχόμενος» {Thus then did they fight, Thus then did they pray} και αι αρχαί άλλων θεμάτων διά φράσεων, ως «ήμος δ' ηριγένεια φάνη», {Thus rose Dawn from her bed} υποδηλούσιν ότι άλλος ραψωδός ήρχιζεν εκ του μέσου ενός επικού συνόλου, τα δε προηγούμενα και τα επόμενα εθεωρούντο οπωςδήποτε γνωστά εις τους ακροατάς.
Αλλά περί των σωζομένων ομηρικών επών το θαυμαστόν είναι όχι ότι έχουσιν ίχνη των χειρών των ραψωδών, αλλά ότι δεν έχουσι και περισσότερα. Όπως ευρίσκονται σήμερον, δεν είναι κατάλληλα εις ραψωδίαν. Διότι ως σύνολα είναι παραπολύ μακρά προς απαγγελίαν, πλην εξαιρετικής τινος ευκαιρίας, ως η τότε νομοθετηθείσα, και αρκετά συμπαγή, ώστε δυσκόλως να καταμερίζωνται εις αποσπάσματα στρογγύλα, είναι δε απίθανον ότι ο νόμος προςέδωκεν εις αυτά την παρούσαν μορφήν διά μιας. Απέβλεπε μάλλον εις την ορθήν συνέχειαν της αληθινής αφηγήσεως. Δεχόμενος δε ραψωδούς (65), επέτρεπε πιθανώς εις αυτούς ελευθερίαν εις τον διάκοσμον, και δεν επέβαλλε την προςκόλλησιν εις τας λέξεις του κειμένου.
Την ταξινόμησιν ταύτην μαρτυρεί η όλη ιστορία των επών κατά τον τέταρτον π. Χ. αιώνα, σπουδαίον δε είναι, ότι ταύτα όπως είναι σήμερον οργανικώς αδιαίρετα, προσαρμόζονται μάλλον εις τας απαιτήσεις αναγνωστών· αναγνώστας δε πολλούς ούτε αι Αθήναι, ούτε η Ιωνία είχε περί το 470 π. Χ. Τότε ο μεν Αναξίμανδρος έγραψε τα σοφά του διδάγματα χάριν ολίγων μαθητών, όπως απομνημονεύσωσιν αυτά, ο δε Ξενοφάνης απετείνετο κυρίως διά στίχων εις τα ώτα· μόλις 40 έτη βραδύτερον ο μεν Ηρόδοτος συνέπηξε τας διηγήσεις του εις βιβλίον χάριν των φιλομούσων προς ιδιαιτέραν ανάγνωσιν, ο δ' Ευριπίδης ήρχισε να συνάγη βιβλία.
Τούτο συντελεί όπως εννοήσωμεν πώς έζη και πώς ανεπτύσσετο το ιωνικόν έπος, πριν μεταφυτευθή. Δηλαδή απηγγέλλετο, δεν ανεγινώσκετο· τα επεισόδια της Ιλιάδος και της Οδυσσείας είχον κατά το πλείστον την υπάρχουσαν τάξιν, και τα έπη είχον περίπου το σημερινόν μάκρος, αν και βεβαίως υπήρχον Ιλιάδες χωρίς Κ και Οδύσσειαι, λήγουσαι εκεί, όπου και ο Αρίσταρχος επέραινε το έπος, παραλείπων 1 1/2 ραψωδίαν, ήτοι εις το ψ 296. Αλλά το σπουδαιότερον, η Ιλιάς δεν έληγε κατ' ανάγκην εις την ταφήν του Έκτορος. Διότι γινώσκομεν έκδοσιν, εξακολουθούσαν μετά τον τελευταίον ημών στίχον
Ως οί γ' αμφίεπον τάφον Έκτορος, ήλθε δ' Αμαζών (66)
{So dealt they with the burying of Hector; but there came the Amazon, daughter of Ares, great-hearted slayer of men}
και διηγουμένην τον έρωτα του Αχιλλέως προς την Αμαζόνα, τον φόνον αυτής υπ' αυτού, ίσως δε και τον ανδρείον θάνατον και τούτου. Διότι ο θάνατος του Αχιλλέως, καθώς ενόησεν ο Γκαίτε, είναι το απαιτούμενον τέλος της σωζομένης Ιλιάδος. Ότε ο αθάνατος ίππος Ξάνθος και ο αποθνήσκων Έκτωρ προλέγουσιν αυτόν, αισθανόμεθα ότι οι λόγοι των πρέπει να επαληθεύσωσι, διότι άλλως ο μύθος δεν έχει έννοιαν. Και αν ήτο πράγματι κανείς εκ των επιφανεστέρων Ομηριδών ο απεικονίσας το τελευταίον εκείνο ψυχορράγημα, ότε όχι πλέον ο Κεβριόνης ή ο Πάτροκλος, αλλ' αυτός ο Αχιλλεύς
κείτο μέγας μεγαλωστί, λελασμένος ιπποσυνάων,
{under the blind dust-storm, the mighty limbs flung mightily, and the riding of war forgotten,}
Ο κόσμος πρέπει να μνησικακή κατ' εκείνων, οίτινες εξ υπερβολικής φιλοπατρίας δεν ηνείχοντο τέλος του εθνικού έπους, καταλήγον εις θρίαμβον των Τρώων.
Εννοείται ότι ο ιωνικός Όμηρος δεν είχεν «Αθηναϊκάς παρεμβολάς» ήτοι χωρία ως το εγκώμιον του Μενεσθέως, η περί Σαλαμίνος αξίωσις, η μνεία του Θησέως, της Φαίδρας και της Αριάδνης και τέλος των Αθηναίων, οίτινες καταλέγονται ως «Ιάονες ελκεχίτωνες» { long-robed Ionians}, πολεμούντες ως πεζικόν τάγμα (Ν 685). Προ πάντων δε η γλώσσα του έπους, ει και μη καθαρά, ήτο τουλάχιστον αρκετά διάφορος του κοινού ημών κειμένου· ήτο δηλαδή απηλλαγμένη αττικισμών.
Πρέπει ν' αναλύσωμεν την διάλεκτον ταύτην και να ίδωμεν την ιστορικήν αυτής
ανάπτυξιν.
Αρχαία και μυκτηρισθείσα διαίρεσις της ελληνικής γλώσσης ήτο η εις τέσσαρας διαλέκτους, ιωνικήν, αιολικήν, δωρικήν και «επικήν». Τούτων αι μεν τρεις πρώται, σημαίνουσιν ή εμφαίνουσιν πραγματικάς φυλετικάς διακρίσεις, η δ' «επική» είναι προδήλως τεχνητόν όνομα. Αλλά και το δηλούμενον πράγμα είν' επίσης τεχνητόν — γλώσσα, ήν ούτε οι Ίωνες, ούτε οι Δωριείς, ούτε οι Αιολείς ελάλησάν ποτε· πλουσία γλώσσα, ρυθμική και κινητική, πολυσύνθετόν τι όργανον προς έκφρασιν του ηρωικού μύθου· διάλεκτος, ως ελέχθη, υποκειμένη καθ' εκάστην φράσιν εις τας απαιτήσεις του επικού μέτρου· τα στερεότυπα αυτών επίθετα, οι φραστικοί τύποι, αι τροπαί του λόγου οιονεί βαίνουσιν επί του εξαμέτρου. Αλλά ενώ υπό μίαν έποψιν είναι τεχνητή, εξ άλλου εμποιεί την εντύπωσιν αυτής της φύσεως λαλούσης. Κοιναί και τυχαίαι φράσεις
[Λ 492] ως δ' οπότε πλήθων ποταμός πεδίονδε κάτεισιν . . . .
{ down from the hills on their head}
[Ο 626]. . . ανέμοιο δε δεινός αήτη| ιστίω εμβρέμεται
{high West wind shouting over a wine-faced sea}
φαίνονται ζωνταναί· δεν αποδίδουσι μεν τον θόρυβον ακριβώς ή τον ήχον, αλλά την όλην αισθητικήν εντύπωσιν χειμάρρου και ανέμου. Αι δε περί ανθρωπίνων αισθημάτων εκφράσεις είν' έτι μαγικώτεραι·
[τ,18] τέτλαθι δη, κραδίη, και κύντερον άλλο ποτ έτλης.
{Bear, O my heart, thou hast borne yet a harder thing.}
Δεν υποβιβάζομεν λοιπόν την επικήν διάλεκτον, λέγοντες ότι, όπως έχει, δεν είναι γλώσσα, αλλά μείγμα γλωσσικώς ασυμφύλων τύπων, νεωτέρων και πρωτογενών.
Υπάρχουσι πρώτον αττικισμοί. Τύποι καθώς Τυδή, έως, νικώντες μόνον επί αττικής γης ηδύναντο να ειςχωρήσωσιν εις τα έπη και μάλιστα όχι πολύ προ του 500 π. Χ. Τουλάχιστον ταποσπάσματα των νόμων του Σόλωνος φαίνονται εν τω συνόλω αρχαϊκώτερα. Αλλά χάριν ακριβολογίας πρέπει να διακρίνωμεν πρώτον μεν τους αντικαταστατούς αττικισμούς — π. χ. υπάρχουσι στίχοι αρχόμενοι από του έως και μετρικώς επανορθούμενοι μόνον διά του Ιωνικού ήος, είναι δηλ. κατά τάλλα δόκιμοι ιωνικοί στίχοι, ο δε αττικός τύπος απλούν σφάλμα του Αθηναίου βιβλιογράφου, — έπειτα δε τους αναποσπάστους αττικισμούς, δηλ. στίχους, μετρικώς ορθούς, όπως ευρίσκονται, αλλά χωλαίνοντας, εάν οι τύποι τραπώσιν εις ιωνικούς· οι στίχοι ούτοι βεβαίως είναι μεταγενέστεροι, συντεθέντες εν τη Αττική, αφού αι Αθήναι παρέλαβον το έπος.
Υπάρχουσι δε και πολυάριθμοι τύποι νόθοι — δηλαδή απόπειραι, γενόμεναι υπό Αθηναίου ραψωδού ή βιβλιογράφου προς συνδυασμόν δυσνοήτου Ιωνικού τύπου και του ιδίου αττικού, οσάκις ο αττικός δεν ήρμοζεν εις το μέτρον. π.χ. ο ιωνικός ήτο ορέοντες, ο δε αττικός ορώντες, ήτοι τρεις συλλαβαί αντί τεσσάρων· τα ημέτερα κείμενα παρέχουσιν ορόωντες, δηλαδή διέστρεψαν τον αττικόν τύπον διά παρατάσεως του ω. Ομοίως το σπείους είναι απόπειρα προς αντικατάστασιν του ασυναιρέτου σπέεος διά του αττικού σπέους και το ευχετάασθαι είναι παράτασις του ευχετάσθαι. Η γραφή βεβαίως ηκολούθει την προφοράν· ο γραφεύς δηλ. έγραφεν ό,τι έλεγεν ο απαγγέλλων.
Αι τοιαύται μεταβολαί θα συνέβησαν μόνον ότε αι Αθήναι δεν ηδύναντο ν' αποβλέψωσιν αλλού προς ακριβεστέραν πληροφορίαν, ότε δηλαδή δεν υπήρχον ιωνιστί λαλούντες αοιδοί, ώστε να διορθώσωσι τους Αθηναίους βιβλιογράφους. Μερικοί μάλιστα τότε μόνον δεν θα εφαίνοντο ανόητοι, ότε η κοινή λεγομένη διάλεκτος ήρχισε να συγχέη τα πραγματικά ιδιώματα και να δανείζεται τα πάντα εκ της αττικής, δηλαδή θα επλάσθησαν περί τα τέλη του τετάρτου π. Χ. αιώνος.
Και ο μεν αποχωρισμός των αττικών τύπων είναι ευκολώτατος· υπάρχει όμως και άλλο μη ιωνικόν στοιχείον της Ομηρικής γλώσσης, πάντοτε αναγνωρισθέν, αλλ' από των αρχαίων ήδη χρόνων διαφόρως εκτιμώμενον, όπερ φαίνεται ότι ανήκεν εις το σύμπλεγμα των διαλέκτων, των λαλουμένων εν Θεσσαλία, Λέσβω και τη Αιολική παραλία της Ασίας, περιλαμβανομένης και της Τρωάδος. Τύποι, καθώς Ατρείδαο, Μουσάων, κεν αντί αν, πίσυρες αντί τέσσαρες, σύνθετα διά του ερι- , επίθετα εις -εννος και πολλαί ρημάτων εγκλίσεις απεδείχθησαν αιολικαί, επίσης δε και πολλαί λέξεις, ως πολυπάμμονος, Θερσίτης, άμυδις.
Αλλ' υπάρχει και άλλη πρωιμωτέρα τάξις «νόθων τύπων», ούτ' αιολικών, ούτε ιωνικών, αλλ' εξηγουμένων μόνον εκ της αναμείξεως αμφοτέρων. Π. χ. το κεκληγώτες δεν είναι γνήσιον· είναι το αρχικώς αιολικόν κεκλήγοντες συνδυαζόμενον καθόσον επιτρέπει το μέτρον προς το ιωνικόν κεκληγότες. Το ηπύτα κήρυξ είναι το αιολικόν άπυτα, συνδυαζόμενον κατά το μέτρον προς το ιωνικόν ηπύτης. Σπουδαιοτάτη δε πασών είναι η χρήσις του F, δίγαμμα ή βαυ, ήχου παρομοίου προς το αγγλικόν W, όστις ηφανίσθη εκ της ιωνικής και της αττικής διαλέκτου και εν τω μέσω λέξεως (ως εις το αγγλικόν Νorwich, Berwich) και εν τη αρχή (όπως εις το who και το λαγκαστριανόν 'ooman). Επέζησεν όμως εν ταις δωρικαίς επιγραφαίς, και όπου της Αιολίδος δεν κατίσχυσεν η ιωνική, μέχρι του πέμπτου και ενιαχού του τετάρτου π. Χ. αιώνος· υπό δε των αρχαίων ωνομάζετο «αιολικόν γράμμα». Υπάρχουσι λοιπόν 3354 χωρία των επών, απαιτούντα την αποκατάστασιν του δίγαμμα — , δηλ. οι στίχοι χωλαίνουσιν άνευ αυτού· εξ άλλου υπάρχουσιν 617 χωρία, όπου κατά την αρχαίαν αιολικήν έπρεπε να υπάρχη, αλλά το μέτρον δεν επιτρέπει τούτο. Δηλαδή το μέγα μέρος των επών εφύλαξε την συνήθειαν και την παράδοσιν της αιολικής προφοράς, μικρόν δε μόνον μέρος την ιωνικήν.
Τα γεγονότα ταύτα συνεζητήθησαν σφοδρότατα· αλλ' ο μόνος τρόπος προς ελάττωσιν της σημασίας αυτών είναι ν' αποδειχθή ότι πάντα δεν είναι αιολικά λείψανα του εβδόμου αιώνος, αλλά πανάρχαιοι ελληνικοί τύποι ανερχόμενοι εις χρόνους, ότε τα επί της ασιατικής ακτής διεσπαρμένα πολίσματα δεν είχον ακόμη συνενωθή εις κοινά «Ιώνων» και «Αιολέων», αλλ' η ιστορική αύτη εικασία άγει ημάς εις δυσκολίας.
Αναμφισβήτητον είναι ότι το «αιολικόν» στοιχείον είναι το παλαιότατον (67)· η γλωσσική και η ιστορία τούτο μαρτυρούσι, σπουδαίον δε φαίνεται το περίεργον γεγονός ότι η εις την αιολικήν μετατύπωσις των επών παράγει ομοιοτέλευτα και παρηχήσεις μηνυούσας παναρχαίαν ποίησιν, τόσον πολλάς, ώστε να μη θεωρηθώσιν ως απλαί συμπτώσεις. Κρατεί δε ως γενικός κανών ότι όπου οι αιολικοί και ιωνικοί τύποι είναι μετρικώς αδιάφοροι — όπου δηλαδή ο στίχος ευοδούται κατ' αμφοτέρους — υπάρχει ο ιωνικός· όπου δε δεν είναι αδιάφορος, τότε επί μεν των παλαιοτέρων του ποιήματος μερών αρμόζει μόνος ο αιολικός, επί δε των μεταγενεστέρων μόνος ο ιωνικός. Όπου δε πάλιν αι δύο διάλεκτοι σημαίνουσι το αυτό πράγμα διά λέξεων όλως διαφόρων, η αιολική λέξις παραμένει καθώς είχε· π. χ. το λαός φυλάττει το α, διότι το ιωνικόν ήτο δήμος. Το δε ιωνικόν νηός (ναός) υπάρχει πανταχού, αλλ' ακριβώς επειδή οι ναοί είναι μεταγενέστεροι· διότι η παναρχαία λατρεία εγίνετο επί βωμών υπαίθρων (68).
Αλλ' υπάρχουσι και πολλαί των κανόνων τούτων εξαιρέσεις. Ο Fick, όστις μετέφρασε πάντα «ταρχαιότερα μέρη» του Ομήρου εις υποτιθέμενον αιολικόν πρωτότυπον, παραλείπων ό,τι δεν δύναται να μετατυπωθή ως μεταγενέστερον ή νόθον, ηναγκάσθη να φανή ανακόλουθος προς την μέθοδόν του· π. χ. οσάκις το Fιδέσθαι δεν επιδέχεται δίγαμμα, πότε θεωρεί αυτό μεταγενέστερον και πότε τρέπει εις ικέσθαι. Καθ' όμοιον τρόπον η συναίρεσις του νικώντες είτ' εμφαίνει αιολικόν τι νικάντες, είτε είναι πρόδηλος αττικισμός. Οσάκις δ' έπειτα παρατηρείται ότι πλην των ιωνισμών όσοι μένουσιν αμετακίνητοι, υπάρχουσι και πολλοί αιολισμοί, ουδαμώς χωρούντες εις το μέτρον, δεν πρέπει να συμπεραίνωμεν ότι ο ιωνισμός των επών είναι αποτέλεσμα σκοπίμου εργασίας Ίωνός τινος αοιδού — ο Fick τολμηρώς αποδίδει τούτο εις Κύναιθον τον Χίον — αλλ' ότι είναι μέρος της βαθμιαίας και μόλις συνειδητής μεταπλάσεως και μετατυπώσεως, εις ήν υπόκειται πάσα παραδιδομένη ποίησις. Η αυτή πορεία διακρίνεται και εις τας ποικίλας διαλεκτικάς παραλλαγάς του Niebelungenlied και του Chanson de Roland. Καλόν δε παράδειγμα παρέχει και η αγγλική Ballad of Sir Degrevant, όπου ο ήρως Agravain έχει D προ του ονόματός του, και πότε μεν ομοιοκαταληκτεί προς το retenaunce ή chaunce, πότε δε προς το recreaunt ή το avaunt. και τούτο διότι κατάγεται εξ αγγλονορμανδικού προτύπου, όπου ο Sieur d' Agrivauns εσχημάτιζεν αιτιατικήν λήγουσαν εις t, d' Agrivaunt (69).
Το εκ της γλώσσης τεκμήριον είναι ελλιπές, αν μη παρεξετάσωμεν και την υπόθεσιν
των επών. Ποία φυλή, λόγου χάριν, ηδύνατο να ενδιαφέρεται περί του θέματος της
Ιλιάδος; Η σκηνή υπόκειται εν Τροία επί αιολικού εδάφους. Ήρως δε είναι ο
Αχιλλεύς εκ της αιολικής Θεσσαλίας. Ο δε κατ' εξοχήν βασιλεύς, ο Αγαμέμνων,
είναι πρόγονος των βασιλέων της αιολικής Κύμης. Άλλοι ήρωες κατάγονται εκ της
βορείας και της στερεάς Ελλάδος, εκ Κρήτης και εκ Λυκίας. Τους δε Ίωνας
αντιπροσωπεύει μόνον ο Νέστωρ, ήρως υποδεέστερος και μη αναγκαίος εις την
πλοκήν του έπους.
Η μαρτυρία αύτη σαλεύει την περί ιωνικής καταγωγής του πυρήνος της Ιλιάδος γνώμην· αλλά μήπως το αυτό επιχείρημα, αγόμενον περαιτέρω, δεν υποδεικνύει κάτι παραδοξότερον, δηλαδή πελοποννησιακήν καταγωγήν; Ο Αγαμέμνων είναι βασιλεύς του Άργους και των Μυκηνών· ο Μενέλαος βασιλεύς της Σπάρτης· ο Διομήδης κατά μικράν τινα σύγχυσιν επίσης βασιλεύς του Άργους· ο Νέστωρ της εν Μεσσηνία Πύλου. Αλλ' η απάντησις εις την απορίαν ταύτην ρίπτει απροσδόκητον φως εις την ιστορίαν των επών. Δηλαδή πάντες οι ήρωες εκείνοι εσύρθησαν εις την Πελοπόννησον εκ των εν τη βόρεια Ελλάδι κατοικιών αυτών!
Ο Διομήδης πρώτον δεν έχει τόπον εις το Άργος· πλην της μετά του Αγαμέμνονος περιπλοκής, η γενεαλογία του μόνον εκ μητρός επιτρέπει την κληρονομίαν ταύτην. Μικρά δε μελέτη των κατά τόπους λατρειών δεικνύει ότι ήτο Αιτωλός ήρως. Ήτο ιδρυτής πόλεων εν Ιταλία και σταθερός σύντροφος του Οδυσσέως, όστις αντιπροσωπεύει τας βορειοδυτικάς νήσους. Ήτο δε υιός του Τυδέως, όστις έφαγε την κεφαλήν του αντιπάλου του, και συγγενής του Αγρίου και των υιών αυτού, ο πράγματι λεοντώδης ήρως των αγρίων φύλων του Βορρά.
Αυτός ο Αγαμέμνων κατήγετο εκ της πεδιάδος της Θεσσαλίας. Είναι βασιλεύς του Άργους και μόνον κατά τινας μεταγενεστέρους στίχους, των Μυκηνών. Ήδη δε ο Αρίσταρχος εσημείωσεν ότι Πελασγικόν Άργος παρ' Ομήρω εσήμαινε την Θεσσαλικήν πεδιάδα. Αλλά και το «ιππόβοτον Άργος» {horse-rearing Argos} θα ήτο το αυτό, διότι το Άργος της Πελοποννήσου δεν είχεν ιππικόν ουδέ κατά τους ιστορικούς χρόνους. Βαθυτέρα δε μελέτη της λέξεως Άργος εντός των επών δεικνύει την βαθμιαίαν αυτής διάδοσιν από της Θεσσαλίας εις την όλην Ελλάδα και κατόπιν τον δεύτερον αυτής εντοπισμόν εν Πελοποννήσω. Ο Αγαμέμνων είναι ο πολυτάλαντος βασιλεύς της Θεσσαλικής πεδιάδος· διά τούτο ανέκαθεν συνδέεται προς τον Αχιλλέα, τον πτωχόν, αλλ' ισχυρόν βασιλέα των παρά την θάλασσαν βουνών, διά τούτο δ' εκλέγει την Αυλίδα ως τόπον συναθροίσεως του στόλου.
Ο δε Αίας κατά την μεταγενεστέραν παράδοσιν είναι Σαλαμίνιος ήρως· αλλά παρ' Ομήρω ουδεμίαν έχει πράγματι πατρίδα. Είναι ο ήρως της επταβοείου ασπίδος, έχων πατέρα τον Τελαμώνα (τον κρατούντα την ασπίδα) και υιόν τον Ευρυσάκη (τον έχοντα ευρύ σάκος)· εάν δ' έχη συγγενείς, πρέπει ν' αναζητήσωμεν αυτούς μεταξύ των γειτόνων του αδελφού του, του Λοκρού, και του Φώκου, αδελφού του πατρός του, όστις ενθυμίζει την Φωκίδα· καίτοι πολλοί μύθοι φαίνονται συνάπτοντες το όνομά του προς την φώκην και παριστώσιν αυτόν ως ήρωα των ακτών (70). Μέχρι τούδε εσχηματίσαμεν γενικήν τινα υπόθεσιν αρχικής του μύθου σκηνής, όπου πάντες οι ήρωες ήσαν εκ της βορείας Ελλάδος. Αλλά πού έγινεν η μάχη;
Ο Αχιλλεύς και Αγαμέμνων υπήρχον εξ αρχής, επίσης δε ο Έκτωρ και το Ίλιον και προ πάντων ο Αλέξανδρος ή Πάρις και η Ελένη. Αλλά πρέπει κατ' ανάγκην το Ίλιον να ήτο εν Τροία εκεί, όπου το Χισαρλίκ; Αξιοσημείωτον είναι ότι η σκηνή των παρομοιώσεων εις ταρχαιότερα μέρη των επών είναι θεσσαλική και όχι ασιατική· ότι ο Έκτωρ (ο κρατών) κατά τους τοπικούς μύθους δεν συνάπτεται προς την ιστορικήν Τροίαν — οι ήρωες αυτής είναι Αινείας καί τις Δάρης (71) ότι ο Αινείας εκείνος καίπερ έπειτα ταυτισθείς προς ένα των ηρώων της χώρας του Χισαρλίκ, αρχικώς φαίνεται φυλετικός ήρως των εν τη νοτία Θεσσαλία Αινιάνων, ακριβώς όπως ο Τεύκρος (ο επιτυγχάνων), ο τοξότης, συνάπτεται βραδύτερον προς το Ίλιον και οι κάτοικοι αυτού γίνονται Τεύκροι. Εν τέλει δε βεβαίως υπάρχει κάποιος μύθος, τον οποίον πρέπει να ερευνήσωμεν. Η αρχική περί της Ελένης μάχη ήτο αναμφιβόλως αγών μεταξύ φωτός και σκότους εν τω ουρανώ, ακριβώς ως οι Νιβελούγγοι απεικόνιζον τα νέφη, ο δε Sigurd ήτο ηλιακός ήρως, πριν καταβιβασθώσιν εις την Ουορματίαν (Worms) και την Βουργουνδίαν. Αλλά φαίνεται ότι πρώτος επίγειος τόπος της Ελένης υπήρξεν όχι η Τροία, αλλά τα νότια της Θεσσαλίας, όπου και οι πρώτοι αοιδοί (72).
Ο Σλήμαν, ότε ανεκάλυψε τα πρώτα θαυμάσια ευρήματα των Μυκηνών και του Χισαρλίκ, επίστευεν ότι εύρεν αυτόν τον νεκρόν του Αγαμέμνονος και αυτό εκείνο το κύπελλον, όπου έπινεν ο Νέστωρ, φέρον άθικτα τα περιστέρια εις τας λαβάς. Σήμερον μειδιώμεν πάντες διά ταύτα· αλλά δύσκολον είναι να ορίσωμεν την πραγματικήν σχέσιν, την υπάρχουσαν μεταξύ του πολιτισμού, του περιγραφομένου υπό του Ομήρου, και των μεγάλων ανακτόρων και τειχών, των τάφων και των όπλων και των αγγείων, άπερ ήδη ανεσκάφησαν εκ τόσων τόπων της Ελλάδος.
Των εννέα διαδοχικών πόλεων του Χισαρλίκ η έκτη κάτωθεν αντιστοιχεί εγγύτατα προς τον πολιτισμόν των Μυκηνών, πολιτισμόν κατά πολλά όμοιον προς τον παριστώμενον εις ταρχαιότερα της Ιλιάδος μέρη. Ο Ομηρικός οίκος δύναται να διαφωτισθή υπό του ανακτόρου της Τίρυνθος. Ο «θριγκός κυάνοιο» {cornice of blue kyanos}, αίνιγμα προτού, εξηγείται υπό των κυανών υαλοειδών τεμαχίων των ευρεθέντων εν Μυκήναις. Οι ανασκαφέντες τάφοι και ταρχαιότερα μέρη του Ομήρου συμφωνούσιν ως προς τούτο, ότι έχουσιν όπλα χαλκά και σιδηρά κοσμήματα, συμφωνούσι δε ουσιωδώς κατά τον οπλισμόν και τα έργα της τέχνης, τα τορευτά ξίφη και τας ασπίδας, τας θήρας λεόντων και ταύρων υπό αρματηλατών, επίσης δε ως προς την πρόδηλον άγνοιαν της γραφής.
Εξ άλλου όμως η ομοιότης επικρατεί μόνον εις ταρχαιότερα μέρη των επών και μάλιστα όχι εντελώς ουδέ εις ταύτα. Οι μεν Μυκηναίοι έθαπτον τους νεκρούς, οι δε ήρωες των επών έκαιον αυτούς· το έθος δε τούτο φαίνεται ότι εκράτησε κατά τας θαλασσίας μεταναστάσεις, ότε οι πλανώμενοι δεν είχον έδαφος ασφαλές προς ενταφιασμόν των οικείων. Οι κάτοικοι της Τίρυνθος μετεχειρίζοντο εργαλεία λίθινα προς κατασκευήν χαλκίνων όπλων, ενώ το αρχαιότατον έπος περιγράφει σιδηρά εργαλεία· εν γένει δε δυνάμεθα ν' αποδεχθώμεν την θεωρίαν του Ε. Μeyer, ότι το έπος ήκμασε κατά τινα «μεσαίωνα» πίπτοντα μεταξύ των μυκηναϊκών και των ενδόξων χρόνων της Ελλάδος (73).
Τοιουτοτρόπως η καθόλου εκ της υποθέσεως των επών μαρτυρία συμφωνεί προς την εκ της γλώσσης, ότι ταρχαιότερα στρώματα του έπους μετεπλάσθησαν εξ αιολικού εις ιωνικόν σχήμα· τα δε νεώτερα μέρη εποιήθησαν εν Ιωνία εν τη διαλέκτω, ήτις τότ' εθεωρείτο ως «επική», ήτοι εν τη αυτή διαλέκτω οποίαν τότε παρουσίαζον τα λοιπά έπη, αλλά μετά τινων ακουσίως ακράτων ιωνισμών· προσέτι δε ότι η μετάφρασις εγίνετο βαθμηδόν, η δε γενική ανάπτυξις διήρκεσεν επί τινας αιώνας· τέλος δε ότι πιθανώς η σπουδαιοτάτη περίοδος της αναπτύξεως ταύτης προήλθεν εκ των μεγάλων μεταναστάσεων των φυλών, όσαι συνέβησαν περίπου χίλια έτη π. Χ. Φαίνεται δε ότι αι μεταναστάσεις εκείναι μετέθεσαν και τον μυθικόν πόλεμον πέραν της θαλάσσης καθ' ούς χρόνους οι ιστορικοί Αιολείς μαχόμενοι κατά της Τροίας, της κάτωθεν του Χισαρλίκ, ηρέσκοντο να ταυτίζωσι τους ιδικούς των πολεμίους προς τους προγονικούς εχθρούς· αι μεταναστάσεις εκείναι κατεβίβασαν και τους εκ Βορρά ήρωας εις την Πελοπόννησον καθ' όν χρόνον ρεύμα Ελλήνων εκ της κοιλάδος του Ινάχου συνήντησεν εν Ασία άλλο, εκ Θεσσαλίας ρεύμα. Και ούτοι μεν συνέβαλον τους ηρωικούς των μύθους, εκείνοι δε τας αναμνήσεις των γιγαντωδών ανακτόρων και της αίγλης της Τίρυνθας και των Μυκηνών.
Αι τοιαύται μεταναστάσεις δεν είναι σπάνια ιστορικά φαινόμενα, αλλ' όμως είναι φαινόμενα εκπλήσσοντα ρωμαντικώς την φαντασίαν των νεωτέρων· π. χ. ο αόριστος θρύλος περί πολέμου εκεί πέραν, προς Βορράν· η ανθρωπίνη χαρά διά τας συμφοράς παλαιών εχθρών υπερορίων· η σκληρά αφύπνισις και φυγή ανδρών, γυναικών και παιδίων· η βιαστική κατασκευή πλοίου· η παράδοσις ζωής και περιουσίας εις άγνωστα πελάγη. Διότι τα σκάφη του καιρού εκείνου ήσαν έρμαια παντός ανέμου, οι δε κοινοί αγρόται θα ήσαν ελάχιστα ναυτικοί. Τοιουτοτρόπως θα εχάνοντο χιλιάδες μεταναστών· αποβιβαζόμενοι δε επί ακτών αξένων, απέθνησκον υπό πείνης ή μαχαίρας. Αλλά και αν κατά καλήν τύχην φιλική πόλις εδέχετο τας γυναίκας και τα παιδία, πάλιν οι ταλαίπωροι άνδρες εξεκίνουν όπως ζητήσωσι διά μέσου αγνώστων και υπό τεράτων οικουμένων θαλασσών τεμάχιον ακατοικήτου γης, όπου ν' αναπαυθώσιν. Ο Αρίσταρχος έθετε τον Όμηρον επί της Ιωνικής μεταναστάσεως. Η γνώμη αύτη θα ήτο κατά τούτο αληθής, ότι αι μεταναστάσεις — και η αιολική και η ιωνική — ανεκίνουν παλαιάς αναμνήσεις οικείας πείρας, εξ ών σειρά επυλλίων συνεχωνεύετο εις μέγα έπος και εδημιουργείτο ο «Όμηρος». Εκ των περιπετειών εκείνων ανυψώθη η Ιωνία· η δε ακμή αυτής υπήρξε και ακμή του έπους.
Περί της σχετικής ηλικίας των ποικίλων μερών των Ομηρικών επών έχομεν ήδη
σημειώσει πολλά τεκμήρια. Τα χαλκά όπλα είναι αρχαιότερα των σιδηρών, οι
ύπαιθροι βωμοί αρχαιότεροι των ναών, η εκ δέρματος ασπίς αρχαιοτέρα της εκ
μετάλλου, το πεζή μάχεσθαι (μάρτυς ο «πόδας ωκύς Αχιλλεύς») αρχαιότερον του
επί άρματος και τούτο πάλιν αρχαιότερον της ιππασίας και της παρατάξεως
πεζικών ταγμάτων. Η δε χρήσις του ονόματος «Άργους» περί της θεσσαλικής
πεδιάδος είναι παλαιοτέρα ή η ασαφής αυτού περί της Ελλάδος χρήσις, και αύτη
πάλιν παλαιοτέρα της περί Πελοποννήσου. Αλλά πάντα τα τεκμήρια ταύτα πρέπει
να χρησιμοποιώνται μετά μεγάλης προσοχής. Όχι μόνον διότι και μεταγενέστερος
ποιητής δύναται να μεταχειρισθή αρχαϊκόν τύπον — και ο Σοφοκλής μεταχειρίζεται
το χαλκός αντί του ξίφους — αλλά και διότι ταρχαιότερα και σπουδαιότατα
επεισόδια είναι και κατά τους τελευταίους χρόνους επανειλημμένως
επεξειργασμένα και εξωραϊσμένα. Παραδείγματος χάριν, ο φόνος του Πατρόκλου
περιλαμβάνει μέρη τινά νεώτατα· αλλ' ήτο εξ αρχής αγαπητόν θέμα,
μεταγενέστεροι δε αοιδοί εξηκολούθουν να καλλωπίζωσιν αυτό.
Τα ονόματα «Ελλάς» και «Αχαιίς γαία» φαίνονται ακολουθούντα την αυτήν περίπου οδόν καθώς το «Άργος». Σημαίνουσι πρώτον την εν Φθία χώραν του Αχιλλέως, την πατρίδα των φυλών εκείνων, όσαι κατόπιν ωνόμασαν την εν Πελοποννήσω αποικίαν των «Αχαΐαν» και την εν Ιταλία «Μεγάλην Ελλάδα». Αλλά κατά το πλείστον μέρος της Ιλιάδος «Αχαιοί» ονομάζονται εν γένει οι Έλληνες, Ελλάς δε σημαίνει την εν Φθία. Εν τη Οδυσσεία ευρίσκομεν το όνομα «Ελλάς» έχον την έπειτα γενικήν σημασίαν, και εν τω Β της Ιλιάδος άπαντα και το «Πανέλληνες». Τούτο μαρτυρεί επέκτασιν του γεωγραφικού ορίζοντος του ποιητού· δηλαδή πρώτον πάντες οι δρώντες ήσαν «Αχαιοί» ή «Αργείοι»· έπειτα τα παλαιά ονόματα Αχαιοί και Αργείοι εξηκολούθουν σημαίνοντα πάντας εκείνους, αλλά το πεδίον των επών επεξετάθη πολύ πέρα των παλαιών ορίων και επεξετείνετο έτι μάλλον. Τα δε τελευταία μέρη της Οδυσσείας περιλαμβάνουσι και την Σικελίαν και την Κυρήνην και περιέχουσιν ειδήσεις τινάς περί των σκυθικών χωρών, ίσως δε και των υπερβορείων. (74)
Άλλην βαθμιαίαν πρόοδον δεικνύουσι τα έθιμα του γάμου. Καθώς παρετήρησεν ο Αριστοτέλης, οι Έλληνες κατ' αρχάς απλώς ηγόραζον τας συζύγους· ωραία κόρη ήτο πολύτιμος, καθό αλφεσίβοια, ήτοι παρέχουσα βόας, διά των έδνων, ήτοι της αμοιβής, ήν προσέφερον χάριν της οι μνηστήρες. Αλλά κατά τους ενδόξους χρόνους το έθιμον αντεστράφη· αντί να λαμβάνη αμοιβήν διά την θυγατέρα του ο πατήρ, έδιδεν αυτός και προίκα· κατά δε τα μεταγενέστερα μέρη των επών τα έδνα σημαίνουσι προίκα. Αλλ' υπάρχουσι και διάμεσοι σταθμοί, έν δε των αδικημάτων των μνηστήρων είναι ότι αρνούνται να πληρώσωσι τα έδνα.
Άλλο χρονολογικόν τεκμήριον παρέχει η χρήσις του υπερφυσικού. Τα έπη όχι μόνον περιέχουσι, καθώς έδειξεν ο Rohde (75) ίχνη παναρχαίας θρησκείας, ήτοι λατρείας των προγόνων και του εξιλασμού των νεκρών ανάμεικτα μετά μεταγενεστέρου «Ιωνισμού», τολμηρού και αθρήσκου, αγνοούντος οιονδήποτε μυστήριον και μεταχειριζομένου τους θεούς ως ρητορικά κοσμήματα ή και χάριν κωμικής διασκεδάσεως, αλλά περιέχουσι και ίχνη εντάσεως ή χαλαρώσεως της υπερφυσικής μηχανής. Εις τας παλαιοτάτας σκηνάς το θείον πρόσωπον εισάγεται μόνον όπου υπάρχει πραγματικόν μυστήριον, όπου δηλαδή υπερφυσική εξήγησις είναι αναγκαία χάριν των απλουστέρων. Ο Οδυσσεύς εμβαίνει εις την πόλιν των Φαιάκων αφανής, και προχωρεί απαρατήρητος, επειδή η Αθηνά περιέβαλεν αυτόν νέφος· εάν δε ο Αχιλλεύς σύρων το ξίφος εναντίον του βασιλέως, αισθάνεται κάτι να τον συγκρατή και να τον νουθετή, τούτο ενέφαινε θείαν χείρα και φωνήν. Αλλά βραδύτερον οι θεοί εισάγονται ως απλά κοσμήματα, πολεμούντες προς αλλήλους και καταντώντες κοινά πρόσωπα των επών. Όσον περισσοτέρας ευρίσκομεν θείας αναμείξεις, τόσον νεώτερον είναι το ποίημα εκείνο, μέχρις ού φθάνομεν εις τας κωμικάς μεταμορφώσεις της Αθηνάς εν τη Οδυσσεία και τας δυσαρέστους σκηνάς των μαχομένων θεών εν τω Ε και τω Υ. Βεβαίως ουδέ τα πρωιμώτατα μέρη των επών ήσαν όλως διόλου άνευ θεών, διότι οι θεοί δεν εδημιουργήθησαν εν τη Ασία· ήσαν «Ολύμπιοι» και είλκον την καταγωγήν και τα στερεότυπα επίθετα εκ της πρώτης πατρίδος των Αχαιών.
Αλλά και η προς έκαστον θεόν σχέσις των επών έχει σημασίαν, όχι μεν χρονολογικήν, αλλά τοπικήν. Ο Ζεύς και η Ήρα ολίγου αξιούνται σεβασμού. Η δε Ίρις είναι καθώς οι αδέξιοι άγγελοι του Ευριπίδου. Ο Άρης φανερά μισείται ως αιμοδιψής και θρασύδειλος Θραξ, Η δε Αφροδίτη η μαχομένη κατ' απήχησιν της φοινικικής Αστάρτης, της αληθώς πολεμικής, γελωτοποιείται και μυκτηρίζεται διά την αδεξιότητά της. Δύο μόνον θεοί ευρίσκουσι σεβασμόν — ο Απόλλων, σύμμαχος μεν των Τρώων, αλλά καθ' όλα θεία μορφή, και ο Ποσειδών, ο κινούμενος εντός ιδιαζούσης αίγλης. Ο λόγος είν' ευνόητος· αυτοί είναι οι πραγματικοί θεοί της Ιωνίας. Και οι άλλοι βεβαίως είναι θεοί· αλλά είναι θεοί άλλων λαών και η περί αυτών γνώμη μας εξαρτάται κατά μέρος εκ της περί των λατρευόντων αυτούς γνώμης. Η Αθηνά τιμάται αμέσως μετά τους δύο ιωνικούς θεούς· εν δε τη Οδυσσεία και τω Κ της Ιλιάδος υπερτερεί αυτών. Αλλ' αι Αθήναι τόσον μόνον κατώρθωσαν· δεν ηδυνήθησαν να πείσωσι την ιωνικήν ποίησιν ν' απεικονίση την σκυθρωπήν θεάν των ως μεγάλην κατά πάντα· η Αθηνά παρέμεινεν εν τω έπει φιλοπόλεμος επίβουλος και αδυσώπητος, καίτοι πιστή σύμμαχος· εκείνη διέπραξε την ασυγχώρητον του Έκτορος προδοσίαν.
Μεγάλη προσοχή χρειάζεται εις την εκτίμησιν της σημασίας των επαναλήψεων και παραθέσεων των στίχων. Παραδείγματος χάριν, ο μετημφιεσμένος Οδυσσεύς αρχίζει να προλέγη την επάνοδόν του [προς την Πηνελόπην] εν τω τ 303 μετά της φυσικής επικλήσεως
ίστω νυν Ζευς πρώτα, θεών ύπατος και άριστος
ιστίη τ' Οδυσήος αμύμονος, ήν αφικάνω.
{Zeus hear me first, of gods most high and great, And brave Odysseus' hearth, where I am come}
Αλλ' ότε λέγει το αυτό [προς τον Εύμαιον] εν τω ξ 158 η πρόρρησις είναι όχι μόνον ασύνετος, αλλά και όλως έκτοπος, αφού ο Οδυσσεύς δεν θέλει ν' αναγνωρισθή, ελαφρά δε προσθήκη
ίστω νυν Ζευς πρώτα θεών, ξενίη τε τράπεζα
{ Zeus, hear me first of gods and thy kind board}
ελέγχει την μίμησιν. Το χωρίον έχει καλώς εν τω τ και κακώς εν τω ξ. Ομοίως το λεγόμενον εν κ 135 είναι φυσικόν·
ένθα δ' έναιεν
Κίρκη ευπλόκαμος, δεινή θεός αυδήεσσα,
{In the isle there dwelt Kirke fair-tress'd, dread goddess full of song}
διότι η Κίρκη ήτο πράγματι δεινή και η αυδή αυτής ήτο μαγική επωδή· αλλά το εν τω μ 448
ένθα Καλυψώ
ναίει ευπλόκαμος, δεινή θεός αυδήεσσα
{Calypso in the isle Dwelleth fair-tress 'd, dread goddess full of song}
είναι άτοπον· διότι η Καλυψώ δεν ήτο δεινή, ουδέ αυδήεσσα, πλην κατά μίμησιν της Κίρκης, το δε σπουδαιότερον, η σύνδεσις τοιούτου ρήματος και τοιούτου επιθέτου «ναίει ευπλόκαμος» δεν είναι ομηρικός τρόπος εκφράσεως.
Επίσης η περιγραφή του Ταρτάρου εν τη Θεογονία 720
τόσσον ένερθ' υπό γης όσον ουρανός έστ' από γαίης
{As far 'neath earth as is the heaven above}
είναι φυσική και πρωτότυπος. Αλλά το Ομηρικόν (Θ, 16)
τόσσον ένερθ' Αίδεω, όσον ουρανός έστ' από γαίης
{As far 'neath hell as heaven is 'der the earth}
φαίνεται μίμησις και υπερβολή.
Αλλ' όμως πράγματι η μεν Καλυψώ (δηλ. η καλύπτουσα) είναι πιθανώς αρχέτυπος εν τω μύθω του Οδυσσέως, η δε Κίρκη δευτερεύουσα. Υπήρχον δε άλλοι μύθοι, όπου η Κίρκη είχεν ανεξάρτητον ύπαρξιν και μετέβαλλε τους Αργοναύτας εις άρκτους και τίγρεις, πριν μεταβάλη εις χοίρους τους εταίρους του Οδυσσέως. Η δε Θεογονία, ής το χωρίον δανείζεται η Ιλιάς, δανείζεται και αυτή πολλά χωρία της Ιλιάδος και της Οδυσσείας.
Δύο τινά δύνανται να υποτεθώσι περί των τοιούτων επαναλήψεων· πρώτον μεν ότι πάντα τα τοιαύτα χωρία ανάγονται εις αρχέτυπον μη υπάρχον ήδη, είτε δηλαδή εις ωρισμένον χωρίον μη σωζομένου έπους, είτε εις κοινόν εν τη εποποιία τύπον· δεύτερον δε, ότι τα μεγάλα έπη εξηκολούθουν ν' αναπτύσσωνται επί τόσον χρόνον, ώστε πάντα είχον τον καιρόν να παραλαμβάνωσι στίχους αλλήλων. Εμνημονεύσαμεν ήδη ότι η περιγραφή του φόνου του Πατρόκλου (Π 380-480) περιέχει φράσεις της Οδυσσείας και της Θεογονίας. Αλλά το παραδοξότατον παράδειγμα είναι ότι η εν Άδου σκηνή του ω της Οδυσσείας, το νεώτατον αυτής επίρραμμα, περιγράφει την μνηστηροφονίαν κατά τρόπον, μη συμφωνούντα προς την σωζομένην διασκευήν του έπους, αλλά προς προηγουμένην, ήν εξηφάνισεν η σωθείσα.
Πλην των κατά λέξιν μιμήσεων έχομεν και άλλας, γενικωτέρας. Παραδείγματος χάριν οι μεγάλοι παρ' Ομήρω κατάλογοι, ο των πλοίων εν τω Β, των Μυρμιδόνων εν τω Π της Ιλιάδος, ο των γυναικών εν τω λ της Οδυσσείας σχεδόν αναμφιβόλως απορρέουσιν εκ βοιωτικής ή «Ησιοδείου» πηγής. Επίσης πολλά μέρη του δ’ αποτελούνται εκ συντόμων και ατελών αποσπασμάτων των Νόστων του Αγαμέμνονος, του Αίαντος του μικρού και του Μενελάου. Φαίνονται δε αναφερόμενα εις πληρέστερον και λεπτομερέστερον πρωτότυπον, πιθανώτατα εις την σειράν των * Νόστων, ενός των απορριφθέντων επών. Την δε διήγησιν της Ελένης (δ 247 κεξ.) ότι εν Τροία εβοήθησε τον Οδυσσέα αναφέρει ο Πρόκλος — μάρτυς εννοείται ύποπτος — ως υπάρχουσαν εν τη *Μικρά Ιλιάδι. Η δε επομένη (271 κεξ.) παριστά την Ελένην εχθρικήν προς τους Έλληνας και δεν δύναται ν' απορρέη εκ της αυτής πηγής. Αλλά και αυτή φαίνεται ως επιτομή. Όμοιον είναι και το περί Βελλεροφώντος εν τω Ζ 179, ότι ο Προίτος
πρώτον μεν ρα χίμαιραν αμαιμακέτην εκέλευσεν
πεφνέμεν· η δ' άρ' έην θείον γένος ουδ' ανθρώπων,
πρόσθε λέων, όπιθεν δε δράκων, μέση δε χίμαιρα
δεινόν αποπνείονσα πυρός μένος αιθομένοιο·
και την μεν κατέπεφνε θεών τεράεσσι πιθήσας.
{Proitos first sent him to slay the Chimaira : now she was a thing divine and not mortal, in front a lion, and behind a serpent, and in the middle a wild goat, breathing furious fire. Yet he slew her, obeying the signs of the gods.}
Τίνα σημεία εννοεί και πώς; και ποία η έννοια των επομένων;
αλλ' ότε δη και κείνος απήχθετο πάσι θεοίσιν
ήτοι ο κάπ πεδίον το Αλήιον οίος αλάτο
όν θυμόν κατέδων, πάτον ανθρώπων αλεείνων· (200 κεξ)
{But when he, too, was hated of all the gods, then verily down the Plain of Wandering alone he wandered, eating his heart, shunning the tread of men!}
το αρχικόν έπος θα έλεγεν, αλλ' η σύνοψις θεωρεί πάσας τας λεπτομερείας ως γνωστάς.
Ο χώρος επιτρέπει μόνον απλάς νύξεις περί του άλλου χρονολογικού τεκμηρίου, όπερ ήδη χρησιμοποιείται μεγάλως εν τη «υψηλοτέρα κριτική», λέγω την ανάλυσιν του μύθου. Αλλ' αξιοσημείωτον είναι π. χ. ότι το περί τα πλοία τείχος εν τη Ιλιάδι είναι μεταγενεστέρα προσθήκη· διότι κτίζεται κατά περίστασιν αδύνατον, πότε υπάρχει και πότε δεν υπάρχει και πάλιν αναφαίνεται μυστηριωδώς, αφού ο Απόλλων κατηδάφισεν αυτό. Ο δε Αχιλλεύς εν τω Π της Ιλιάδος λαλεί ως εάν μη συνέβησαν τα εν τω I. Του Οδυσσέως αι πλάναι εν τω κ και τω μ και ίσως εν τω ι φαίνεται κατ αρχάς ότι συνετέθησαν εις τρίτον πρόσωπον, όχι πρώτον, αι δε εν τω ξ και τω τ πλασταί αυτού διηγήσεις φαίνονται προερχόμεναι εκ παλαιοτέρας του μύθου διασκευής. Του δε τ και των επομένων ραψωδιών οι ποιηταί φαίνονται αγνοούντες ότι η Αθηνά είχε μεταμορφώσει τον ήρωα εν τω ν εις παλαιόν γέροντα και ότι ούτος παρέμεινε γέρων μέχρι του τέλους του σ. Αλλά ψυχή της τοιαύτης κριτικής είναι η λεπτομερής ανάλυσις. Όθεν εκλέγομεν έν προς διασάφησιν παράδειγμα, την μνηστηροφονίαν.
Κατά την σωζομένην έκδοσιν ο Οδυσσεύς αρχίζει διά του τόξου, εξαντλεί όλα του τα βέλη, καταθέτει το τόξον και λαμβάνει δόρυ και ασπίδα και περικεφαλαίαν, άπερ εν τω μεταξύ εκόμισεν ο Τηλέμαχος. Αλλ' ενώ αυτός ήλλασσεν όπλα, τι έκαμνον τα ξίφη των οι 50 εκείνοι απηλπισμένοι άνδρες; Πάντες σχεδόν οι κριτικοί διακρίνουσιν εδώ συνδυασμόν παλαιοτέρας τοξομαχίας προς νεωτέραν δοριμαχίαν. Περί της πρώτης ας αρχίσωμεν από των νίπτρων του τ. Εκεί ο Οδυσσεύς ομιλεί μετά της Πηνελόπης, παρούσης της Ευρυκλείας και των αμφιπόλων. Ο Οδυσσεύς δεν τολμά ν' αναγνωρισθή αμέσως, επειδή γνωρίζει ότι αι αμφίπολοι δεν είναι πισταί. Λαλεί προς την γυναίκα του δι' υπαινιγμών, λέγει ότι είδε τον Οδυσσέα, ότι ο Οδυσσεύς είναι εν τη Θεσπρωτία και ότι αναμφιβόλως θα έλθη προ της λήξεως του έτους εκείνου. Θα ήθελε βεβαίως να αποπέμψη τας αμφιπόλους, αλλά, εννοείται, δεν ημπορεί. Ενθυμείται την Ευρύκλειαν, την παλαιάν τροφόν του· και ότε η Πηνελόπη διατάσσει τας αμφιπόλους ν' απονίψωσιν αυτόν, εκείνος ζητεί όπως η Ευρύκλεια και όχι άλλη πλύνη τους πόδας του. Τότε η γραία διά μιας (τ 392) τον αναγνωρίζει εκ της ουλής. Αλλά κατά την σωζομένην διασκευήν ο «πολύμητις» εκπλήσσεται διά τούτο· απειλεί την Ευρύκλειαν ίνα σιωπήση και δεν επακολουθεί τίποτε. Το δε σπουδαιότερον, η Πηνελόπη, ενώ προ μικρού έμαθε παρ' αξιοπίστου ανθρώπου, ότι ο Οδυσσεύς ζη και τάχιστα θα επανέλθη, αίφνης αποφασίζει ότι δεν ημπορεί πλέον ν' αναβάλη την μνηστείαν, φέρει κάτω το τόξον του ανδρός της, και δηλοί ότι θα υπανδρευθή εκείνον, όστις ήθελε περάσει το βέλος διά μέσου δώδεκα πελέκεων· ο δε Οδυσσεύς ακούει και ευχαριστείται. Δεν υπήρχεν άρα γε αρχικώς κάποιος λόγος της προτάσεως της Πηνελόπης και της χαράς του Οδυσσέως; Βεβαίως υπήρχε δολοπλοκία. Ο Οδυσσεύς ήθελε να τον αναγνωρίση η Ευρύκλεια, ν' αποπέμψη τας αμφιπόλους και ν' αποκαλύψη την είδησιν εις την Πηνελόπην. Κατόπιν οι δύο σύζυγοι εξύφαινον το τέχνασμα του τόξου. Τούτο βεβαίως μέχρι τούδε είναι απλή εικασία· αλλά παραδόξως πιστοποιεί αυτήν η εν τω ω διήγησις του φάσματος του Αμφιμέδοντος. Αύτη δεν είναι η της σωζομένης Οδυσσείας· είναι η παλαιά, η περί φόνου διά του τόξου, σκευωρηθέντος διά συνεννοήσεως των συζύγων (στ. 167).
Την δε δοριμαχίαν προαγγέλλει χωρίον του π (281-298) αθετηθέν υπό των αρχαίων γραμματικών, ως ανακόλουθον προς τα λοιπά. Εκεί ο Οδυσσεύς συνεννοείται μετά του Τηλεμάχου ν' αποκομίση πάντα τα άλλα όπλα εκ του μεγάρου και ν' αφήση μόνον δύο φάσγανα, δύο δόρατα και δύο ασπίδας προς ιδικήν των χρήσιν. Τούτο υπήρξεν αφορμή της διά δοράτων μνηστηροφονίας υπό του Οδυσσέως και του Τηλεμάχου, ήτις εν τη σωζομένη διασκευή συνεδυάσθη ως δεύτερον του φόνου μέρος. Τα ίχνη ταύτα της διά τόξου μάχης και της διά δοράτων (ήτις και πάλιν ετροποποιήθη) ανεζήτησεν ο Otto Seeck (76) καθ' όλα τα σχετικά της Οδυσσείας μέρη.
Περίεργον δε είναι ότι οσάκις δυνάμεθα να παραβάλωμεν τους μύθους των ημετέρων επών προς τους υπό άλλων ποιητών εκφραζομένους και προς την αγγειογραφίαν του πέμπτου π. Χ. αιώνος, πολλάκις — ίσως πάντοτε — τα ημέτερα έπη φαίνονται μάλλον επεξειργασμένα και νεωτερίζοντα. Ούτως εν ταις *Μεγάλαις Ηοίαις ο Αλκίνοος και η Αρήτη δεν είναι σύζυγοι αλλ' αδελφοί· η δε ημετέρα Οδύσσεια μετά προσοχής προσπαθεί να δείξη ότι ήσαν απλώς πρώτοι εξάδελφοι. Ότε δε ο ναυαγός Οδυσσεύς συναντά την Ναυσικάαν, αποσπά κλάδον δένδρου — διά τι; Προφανώς, διά να δειχθή ικέτης, ως ικέτην δε απεικονίζει αυτόν αγγείον του πέμπτου αιώνος. Αλλ' η ημετέρα Οδύσσεια παριστάνει αυτόν κρύπτοντα διά του κλάδου το γυμνόν σώμα, ομοίως δε και ταγγεία του τετάρτου αιώνος. Μία παράδοσις του φόνου του Έκτορος, ήν ηκολούθει ο Σοφοκλής εν τοις *Νίπτροις, παρίστανε τον Αχιλλέα σύροντα τον αντίπαλον ζωντανόν όπισθεν του άρματος. Αύτη είναι η ωμοτέρα και σκληροτέρα παραλλαγή. Η ημετέρα Ιλιάς δεν δύναται μεν ν' αποσιωπήση την αγρίαν ύβριν, αλλά παραλείπει την βάσανον. Πώς και πότε επήλθεν η φιλάνθρωπος αυτή τροπή; Δεν δυνάμεθα να είπωμεν, αλλά βεβαίως προεκρίθη μετά σκέψιν και θα εκανονίσθη ότε τα έπη διεσκευάζοντο χάριν της ιεράς τελετής των Αθηνών.
Η ηθική αυτή βελτίωσις είναι έν των σημείων της τελικής επεξεργασίας των επών. Αύτη παρέδωκεν εις ημάς τας εξαισίας μορφάς της Ελένης και της Ανδρομάχης, όχι ως ευτελών αντικειμένων αγοράς και αρπαγής οποία ποτε υπήρξαν, αλλ' ως γυναικών ετοίμων να εμφανισθώσιν επί της τραγικής σκηνής. Αύτη παρέδωκε τον ευγενή και λαμπρόν των Λυκίων ιπποτισμόν, του Σαρπηδόνος και του Γλαύκου· τον γλυκύν χαρακτήρα του χοιροβοσκού Ευμαίου· την πρόθυμον αυτού περιποίησιν προς τον ξένον, τον δυνάμενον να δώση πληροφορίαν τινά περί του Οδυσσέως, εφόσον εκείνος κρύπτεται· την μοναδικήν του τιμιότητα, ότι και αυτός τρώγει και εις τον ξένον και εις αυτόν τον Τηλέμαχον προσφέρει κρέας χοίρων κατωτέρων, φυλάττων τους καλυτέρους, καθόσον επιτρέπουσιν οι μνηστήρες, διά τον κύριόν του (ξ 3,80· π 49)· και την συγκινητικήν παράβασιν της αρχής του ταύτης, συνοδευομένην υπό πολλών δικαιολογιών, ότ' εχαροποίησεν αυτόν ο πλαστός του Οδυσσέως λόγος· «άξεθ' υών τον άριστον.» (ξ 414) {Bring forth the best of the hogs!}. Αλλ' υπέρ πάντας ο Έκτωρ διεμορφώθη προς το συμπαθέστερον. Η παλαιοτάτη ποίησις βεβαίως τον εμίσει και έχαιρε διά τον σπαραγμόν του, αν και αναμφιβόλως εκεί θα ήτο φοβερώτερος και θ' απεδεικνύετο μάλλον «ανδροφόνος» ή όσον παριστάνει αυτόν η Ιλιάς, όπου όχι μόνον ο Αχιλλεύς, αλλά και ο Διομήδης και ο Αίας και ο Ιδομενεύς και αυτός ο Μενέλαος πλέον ή άπαξ αντιτάσσονται προς αυτόν. Εκ της απόψεως ταύτης εζημιώθη ο Έκτωρ, αλλ' εξάλλου ωφελήθη. Διότι αι τελευταίαι ραψωδίαι τρέπουσι προς αυτόν την συμπάθειαν ημών. Αι δύο κυριώταται ηθικαί αποφάσεις του έπους κατακρίνουσι τον Αχιλλέα ότι έσυρεν αυτόν· οι θεοί φυλάττουσιν άθικτον τον νεκρόν του και αποδοκιμάζουσι την σκληρότητα του νικητού. Αι δε σκηναί του Ζ, ο αποχωρισμός αυτού από της Ανδρομάχης, η προς τον μικρόν Αστυάνακτα τον φοβηθέντα την πατρικήν περικεφαλαίαν συμβουλή, η ήρεμος αποδοχή πάλης κατ' αυτόν ολεθρίας και αγώνος κατ' αυτόν απεγνωσμένου, πάντα ταύτα είναι αληθώς πλήρη μεγάλης φαντασίας. Αλλά το τέλειον αριστοτέχνημα, έν των μεγίστων ποιητικών κατορθωμάτων, είναι η φυγή του Έκτορος εν τω Χ. Η φυγή εκείνη είναι καθαρός, απροκάλυπτος φόβος· και όμως όλοι αισθανόμεθα ότι ο φεύγων είναι ανήρ γενναίος. Μόνον ότι εστάθη έξω των πυλών είναι αρκετόν και δύναται να εμπνεύση θάρρος. Αλλ' ο τρόμος του μακρόθεν επερχομένου Αχιλλέως αυξάνεται καθ' όσον αναμένομεν αυτόν, μέχρις ού καταντά πλέον ακατάσχετος. Ο Έκτωρ τότε φεύγει κατ' ανάγκην και ουδείς δικαιούται να τον ονειδίση· διότι η φυγή εκείνη είναι απλώς νέα σταγών εις το ποτήριον της ειμαρμένης, ήτις απεφάσισεν όπως ο Έκτωρ φονευθή, καή η Τροία, ο Αστυάναξ κατασφαγή και η Ανδρομάχη συρθή δούλη. Εάν ο παλαιός ποιητής απέκλινε προς τον θριαμβευτήν και επέχαιρε διά την καταισχύνην του Έκτορος, ήλθε κατόπιν άλλος, όστις λαμβάνων πάντα τα περιστατικά, μεταστρέφει αυτά αντιθέτως, διότι αισθάνεται πόσον οξυτέρα είναι πάντοτε του ηττημένου η συμφορά και επομένως παθητικωτέρα.
Το δε θαυμαστόν είναι ότι ουδ' ο Αχιλλεύς παραβλάπτεται ενώπιον ημών. Παραμένει τρόπον τινά μέγας μέχρι τέλους· και θλιβόμεθα μεν διά τας ωμάς πράξεις, όπου τον εξωθεί η λύπη, αλλά δεν τον αντιπαθούμεν. Τούτο καταφαίνεται προ πάντων εν τω Ω, όπου ο Πρίαμος εισέρχεται εις την σκηνήν του Αχιλλέως. Ο είς σέβεται τον άλλον, και καθείς καταπνίγει τον πόνον του διά προσποιητής φιλοφροσύνης· αλλά το όνομα του Έκτορος μόλις δύναται να μνημονευθή και οι θεράποντες φυλάττουσι σκεπασμένον τον νεκρόν, μήπως εκ της θέας εκραγή η οδύνη του Πριάμου και θυμωθή ο Αχιλλεύς
και ε κατακτείνειε, Διός δ' αλίτηται εφετμάς
{and Achilles slay him and sin against God}
(Ω 586). Τούτο είναι το αληθινόν πάθος του πολέμου, η όψις των πραγμάτων εξ αμφοτέρων των μερών η αμέτρητος θλίψις, διά την οποίαν ουδείς ατομικώς είναι ορθόν να κατακριθή. Ενίοτε ο Όμηρος, καθό αρχαίος ποιητής, θεωρείται ως μη αβρός και ως μη βαθύς ακόμη. Αλλά δεν είναι τάχα θαύμα λεπτοτάτης φαντασίας ότι συμπαθούμεν προς τον φεύγοντα Έκτορα, τον ωμόν Αχιλλέα, την άπιστον Ελένην, χωρίς μηδ' επί στιγμήν να λησμονήσωμεν τα ιδανικά της ανδρείας, της φιλανθρωπίας και της αρετής;
Η δύναμις αύτη των Ελλήνων, όπως εισχωρώσι ζωηρώς εις τα αισθήματα αμφοτέρων των συγκρουομένων, είναι ίσως το κάλλιστον χάρισμα της ελληνικής μεγαλοφυίας· κατά τούτο συγγενεύουσιν ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης και τούτο καθωδήγησε τας Αθήνας όπως εύρωσι το δράμα (77).
Αφού εκ των περιφερομένων πολυπληθών επών απεχωρίσθησαν και
συνεπήχθησαν δύο πολυσύνθετα ποιήματα, πολλή και πάλιν απέμενεν ανώνυμος
ποίησις, προτού μεν ισότιμος προς τα προτιμηθέντα δύο, αλλά κατόπιν
καταμερισθείσα και εγκαταλειφθείσα. Η απορριφθείσα αύτη ποίησις δεν
συνετάχθη εις σύνολα χωριστά, αλλ' αφέθη εις πάντα ραψωδόν να τροποποιή
αυτήν και να εκλέγη ό,τι θέλει. Είναι δε σήμερον αναχρονισμός η κατάστρωσις
σειράς επών, οία τα * Κύπρια, η Ιλιάς, η *Αιθιοπίς, η
*Μικρά Ιλιάς, η *Ιλίου Πέρσις, οι *Νόστοι, η Οδύσσεια
και η *Τηλιγόνεια, ως ποιημάτων χωριστών και συνεχών, συντεθέντων υπό
διαφόρων ποιητών. Τα * Κύπρια π. χ., μέγας όγκος επών, εχόντων κέντρον
τας προ του πολέμου πράξεις του Πάριδος και της Κυπρίας θεάς, αποδίδονται εις
τον Όμηρον, τον Κρεώφυλον, τον Κυπρίαν, τον Ηγησίαν και τον Στασίνον· η δε
*Πέρσις απονέμεται εις τον Όμηρον, τον Αρκτίνον και τον Λέσχην και εις
άλλον ποιητήν ονομαζόμενον Ηγίαν, Αγίαν ή Αυγίαν, και καταγόμενον εκ της
Τροιζήνος ή της Κολοφώνος. Τινά των ονομάτων τούτων ανήκον ίσως εις
πραγματικούς ραψωδούς, άλλα δ' όμως ήσαν εντελώς πλαστά. Ο Κυπρίας π. χ.
οφείλει την ύπαρξίν του εις την ανακάλυψιν ότι εν τη φράσει «τα Κύπρια έπη» θα
υπήρχεν η δωρική γενική του ονόματος Κυπρίας, ούτω δ' ελύετο το πρόβλημα της
πατρότητος των επών.
Αφού δε απέθανεν η προφορική ποίησις — ίσως κατά τον τέταρτον π. Χ. αιώνα — , οι λόγιοι ήρχισαν να συνάγωσι τα λείψανα αυτής. Αλλ' η συναγωγή εκείνη των αρχαίων επυλλίων ολίγους ηύρεν αναγνώστας και ταχέως εξηφανίσθη. Ό,τι δε γινώσκομεν περί των απορριφθέντων επών προέρχεται σχεδόν ολόκληρον εκ των μυθολογικών εγχειριδίων, όσα κατέγραφον την μυθικήν ιστορίαν εις κεφάλαια ή «κύκλους». Έχομεν δε λιθίνους πίνακας, παριστώντας την επικήν ιστορίαν εις σειράν εικόνων. Γνωστοτέρα τούτων είναι η Tabula Iliaca του Καπιτωλίνου Μουσείου, χαραχθείσα ολίγον π. Χ. [και φέρουσα την επιγραφήν
[ω φίλε παι, Θεοδώρειον μάθε τάξιν Ομήρου]
{ the arrangement of Homer }
ήτοι την κατά τινα Θεόδωρον κατάταξιν (78). Είς των πινάκων αναφέρει «Τρωικόν κύκλον» και «Θηβαϊκόν κύκλον». Αλλά μνημονεύεται και ιστορικός κύκλος, όν έγραψε Διονύσιος ο Σάμιος (79) κατά τον γ' ή τον β' π. Χ. αιώνα. Η φράσις λοιπόν «επικός κύκλος» σημαίνει κυρίως μέρος επικής ιστορίας περιλαμβανόμενον εντός μιας επιτομής. Κατά συνήθη δε κατάχρησιν ελέγοντο «κύκλος» και αυτά τα αρχαία έπη, τα γνωστά μόνον ως πηγαί των εγχειριδίων. Ούτω σφάλλεται ο Αθηναίος παραπέμπων (εν βιβλ. ΙΑ' σ. 477 e και 481 e) εις τον ιστορικόν Κύκλον του Διονυσίου διά των λέξεων «εν τοις περί του Κύκλου», ήτοι εκλαμβάνων τον κύκλον ως σημαίνοντα τα έπη.
Κυριωτάτη ημών πηγή είναι κάποιος Πρόκλος, πιθανώς Βυζαντινός (80), εξ ού αντλούμεν περίληψίν τινα του Τρωικού κύκλου, φερομένην εν τω ενετικώ κώδικι Α και εν τη Μυριοβίβλω του Φωτίου. Εάν παν ό,τι λέγει ο Πρόκλος ήτο αληθινόν, θα ήτο σπουδαιότατον. Αλλ' όχι μόνον αναχωρεί από ψευδούς αντιλήψεως της συστάσεως των επών — ταύτα πιθανώς εξηφανίσθησαν αιώνας όλους προ του Παυσανίου — αλλά και φαίνεται ότι έγραψε παραλαβών το κείμενον εξ επιτομής τινος, συμφωνούσης ενίοτε κατά λέξιν προς την του Απολλοδώρου — έπειτα δε είτ' εξ εικασίας είτε άλλως πως παρενέβαλε τας φράσεις «Εξής δε εστιν Ιλιάδος μικρής βιβλία τέσσαρα Λεσχέω Μυτιληναίου περιέχοντα τάδε» «Έπεται δε τούτοις Ιλίου Πέρσιδος βιβλία δύο Αρκτίνου Μιλησίου, περιέχοντα τάδε». Διότι γνωστόν εκ της μνείας παλαιοτέρων συγγραφέων είναι ότι τα έπη εκείνα είχον έκτασιν πολύ περισσοτέραν ή όσην ο Πρόκλος παραχωρεί. Π. χ. η *Μικρά Ιλιάς αρχίζει κατ' αυτόν εκ της περί των όπλων του Αχιλλέως φιλονικίας του Αίαντος και του Οδυσσέως και καταλήγει εις την παραδοχήν του Δουρείου ίππου. Αλλά πολύ απωτέραν αρχήν μηνύει αυτό το σωθέν προοίμιον του έπους
Ίλιον αείδω και Δαρδανίην εΰπωλον,
ης πέρι πολλά πάθον Δαναοί θεράποντες Άρηος·
{ I sing of Ilion and Dardania, land of chivalry, for which the Danaoi, henchmen of Ares, suffered many things; }
απώτερον δε τέλος αποδεικνύουσι τα εξ αυτού αποσπάσματα τα περιγράφοντα την άλωσιν. Εκείθεν πηγάζουσι π. χ. οι στίχοι του Βεργιλίου [Aen. II 575] περί του Αινείου, όστις εσκόπει να φονεύση την Ελένην, αλλά συνεκρατήθη υπό της Αφροδίτης· εν τη Μικρά Ιλιάδι αυτή της Ελένης η καλλονή παρέλυε τον Μενέλαον. Αλλ' εν γένει ο Βεργίλιος, καθώς και η πηγή του Πρόκλου, προτιμά την πληρεστέραν παραλλαγήν, την προερχομένην εκ του κυρίου περί της αλώσεως έπους, του «Αρκτίνου του Μιλησίου», ενώ ο Θεόδωρος απορρίπτων αμφότερα τα έπη, ακολουθεί την λυρικήν Πέρσιν του Στησιχόρου.
Επίσης ο Πρόκλος παριστάνει την * Αιθιοπίδα και την *Πέρσιν ως δύο χωριστά έπη, έχοντα μεταξύ μέγα χάσμα. Η κατ' αυτόν *Αιθιοπίς αρχίζει αμέσως από του τέλους της Ιλιάδος, περιγράφει τους άθλους της Αμαζόνος Πενθεσιλείας και του Αιθίοπος Μέμνονος και λήγει εις την περί των όπλων του Αχιλλέως φιλονικίαν. Η δε *Ιλίου Πέρσις αρχίζει από της εισαγωγής του Δουρείου ίππου. Η *Αιθιοπίς είχε πέντε βιβλία, η δε *Πέρσις δύο, ήτοι εν όλω επτά. Είς όμως των πινάκων παριστά και τα δύο ποιήματα ως έν συνεχές εξ 9500 στίχων, τόσοι δε θ' απετέλουν δέκα τουλάχιστον βιβλία. Εξάλλου ο Πρόκλος αναφέρει τους *Νόστους, οι οποίοι θα ήσαν σειρά χωριστών ραψωδιών καθώς περίπου αι *Ηοίαι, (βλ. κατωτέρω), ως έν έπος.
Περί δε της χρονολογίας των επών τούτων λέγομεν ότι την τελικήν των μορφήν προσέλαβον πολύ βραδύτερον ή τα σωζόμενα Ομηρικά και τότε, καθώς φαίνεται, μάλλον χάριν της ιστορικής ύλης ή της ποιητικής αξίας. Περιέχουσι φράσεις της Ιλιάδος, της Οδυσσείας και της Θεογονίας· παραμελούσι δε οικτρώς το δίγαμμα και νεωτερίζουσιν εις την γλώσσαν. Εξ άλλου όμως είναι σφάλμα να εκλάβωμεν τας περί προγονολατρείας, μαγικής, καθαρμών και των τοιούτων μαρτυρίας αυτών ως μεταγενέστερα σημεία. Ταύτα πάντα είναι παμπάλαια έθιμα, άπερ ο Όμηρος αφήκεν αμνημόνευτα, όπως και άλλα πολλά, εξ οιαςδήποτε είτε φυλετικής, είτε κοινωνικής, είτε και άλλης αντιπαθείας προς αυτά. Και η ύλη των απορριφθέντων επών είναι συχνά παλαιοτάτη. Είδομεν ήδη την σχέσιν του δ της Οδυσσείας προς την *Μικράν Ιλιάδα. Εν δε τοις *Κυπρίοις ο Αλέξανδρος επιφαίνεται εν όλη τη παλαιά του δόξη, ως κατακτητής της Σιδώνος· υπάρχει δε κατάλογος των Τρώων, όστις αδύνατον ήτο ν' αντιγραφή εκ του σωζομένου ισχνού του Β, είναι δε μάλλον πηγή αυτού· υπάρχει μία διήγησις του Νέστορος φαινομένη μάλλον ως το πρωτότυπον της Νεκυίας· Η δε φράσις «Διός δ' ετελείετο βουλή» είναι βεβαίως ολιγώτερον φυσική εκεί όπου ευρίσκεται εν τη Ιλιάδι ή εν τοις *Κυπρίοις, όπου αναφέρεται εις το όλον σχέδιον της διά του Τρωικού πολέμου ανακουφίσεως της γης από του ανθρωπίνου βάρους. Έχομεν 125 διάφορα των *Κυπρίων αποσπάσματα, εξ ών το έπος φαίνεται χωριστόν και ανεξάρτητον από της άλλης επικής παραδόσεως.
Και η *Τηλεγόνεια, αν και καθ' ύλην ήτο απλώς συνέχεια της Οδυσσείας, παριστάνουσα τον υιόν του Οδυσσέως και της Κίρκης Τηλέγονον πλέοντα προς αναζήτησιν του πατρός του, ακριβώς όπως έπραξε και ο Τηλέμαχος, είναι πλήρης γνησίως αρχαϊκού μύθου. Ο Οδυσσεύς επαναλαμβάνεται εν τω υιώ, καθώς ο Αχιλλεύς, και καθώς ο Λανσελώτος και ο Τριστάνος. Υιός του «μακράν περιπλανωμένου» είναι ο «μακράν μαχόμενος» (Τηλέμαχος) και άλλος εκ της Καλυψούς ο «μακράν δαμάζων» (Τηλέδαμος). Ο τοξότης είχε τοξότην υιόν και ο υιός πλανάται, διότι και ο πατήρ επλανήθη. Το δε τέλος της *Τηλεγονείας φέρει τον απλούστατον μυθικόν τύπον. Ο Τηλέγονος ακουσίως πληγώνει θανασίμως τον πατέρα του, εκείνος δε του δίδει την Πηνελόπην ως γυναίκα. Αυτός φέρει πάντας εις την μαγικήν νήσον της Κίρκης, εκείνη καθαρίζει αυτόν του φόνου και καθιστά τον Τηλέμαχον και την Πηνελόπην αθανάτους· εντέλει δε οι δύο υιοί νυμφεύονται τας μητρυιάς των· αλλ' ο Οδυσσεύς μένει, ως φαίνεται, νεκρός. Τούτο δεν είναι μεταγενέστερον ή διεσκευασμένον έπος. Ο ποιητής αυτού, ο Κυρηναίος Ευγάμων (ο καλούς γάμους ποιών) εθεωρείτο ίσως τραχύς υπό των Ελλήνων του πέμπτου αιώνος· αλλά θα ήτο αγαπητός μεταξύ των παλαιών μυθοποιών, οίτινες εποίουν τον Ηρακλή αρμόζοντα την Δηιάνειραν μετά του Ύλλου, και τον Οιδίποδα νυμφευόμενον την χήραν του αποθανόντος βασιλέως ως μέρος της βασιλείας.
Τα κριτικά ζητήματα, τα γεννώμενα εκ των απορριφθέντων επών, είναι πολλά. Πώς π.χ. μόνη η *Μικρά Ιλιάς αφέθη φέρουσα το γλωσσικόν του έπους ένδυμα τόσον λεπτόν, ώστε να διαφαίνεται πανταχού το αιολικόν ιδίωμα; Ο στίχος
νυξ μεν έην μέσσα, λαμπρά δ' επέτελλε σελάνα
παρέχει το μακρόν αιολικόν α και πιθανώς τα διπλά σύμφωνα, άλλοι δε στίχοι ετροποποιήθησαν μόνον επιπολαίως. Πιθανώς έπη τινά εξηκολούθησαν να άδωνται μόνον εν τη Λέσβω κατά την επιχώριον διάλεκτον μέχρι του χρόνου των αρχαϊκών συλλογών του τετάρτου π. Χ. αιώνος ή και κατόπιν· και ίσως εάν ποτε το ποίημα τούτο ανεκαλύπτετο εξ αιγυπτιακού τινος τάφου, θα είχομεν δείγμα του κοινού και δημοτικού έπους, πριν τορνευθή υπό της ιωνικής ευφυίας. Καθόλου το ύφος αυτού φαίνεται άκαμπτον, παραβαλλόμενον προς την γλώσσαν, ήν εμφαίνουσιν η μιλησιακή Αιθιοπίς και η * Ιλίου Πέρσις.
Μεταξύ των άλλων απορριφθέντων επών ήσαν καί τινα ανήκοντα εις «κύκλον» δυνάμενον να ονομασθή κοσμικόν, ως η [υπό του Αθηναίου μνημονευομένη] *Τιτανομαχία. Ο δε Θηβαϊκός κύκλος, ο θεωρούμενος υπό των γραμματικών ως εισαγωγή εις τον Τρωικόν, περιελάμβανεν *Οιδιπόδειαν, *Θηβαΐδα και *Επιγόνους, έπος πραγματευόμενον περί των απογόνων των Επτά, οίτινες εκυρίευσαν τας Θήβας. Παρασιωπώμεν την *Μινυάδα, την *Οιχαλίας Άλωσιν, την *Δαναΐδα, την *Ατθίδα και άλλα (81).
Έθιμον των ραψωδών ήτο «από θεού άρχεσθαι» ήτοι συνήθως εκ «Διός» ή από των
Μουσών.
(82) Τούτο
έδωκεν αφορμήν εις ανάπτυξιν του προοιμίου, ως χωριστού είδους ποιήσεως, ής
δείγματα παρέμειναν οι λεγόμενοι Ομηρικοί ύμνοι· η λέξις «ύμνος» δεν είχεν
ακόμη την έπειτα θρησκευτικήν χροιάν. Τα βραχύτατα των προοιμίων τούτων
απλώς επικαλούνται τον θεόν διά των οικείων επιθέτων, αναφέρουσί τινα των
κατορθωμάτων αυτού και καταλήγουσι συνήθως εις τον στίχον
αυτάρ εγώ και σείο και άλλης μνήσομ' αοιδής.
{ Beginning from thee, I will pass to another song }
Οι πέντε μακρότεροι ύμνοι είναι, όπως και οι Πινδαρικοί επίνικοι, παραδείγματα
του πού δύναται να φθάση λογοτεχνικόν είδος, απομακρυνόμενον του αρχικού
σκοπού του, μέχρις κατανοηθή ότι υπερέβη τα όριά του. Το προοίμιον ανεπτύχθη
ως κάτι χωριστόν, μέχρις ού δεν ήτο πλέον προοίμιον.
Η σωζομένη συλλογή περιλαμβάνει 34 ποιήματα διαφόρων χρόνων και τόπων, η δε παράδοσις του κειμένου είναι σφόδρα συγκεχυμένη Π. χ. οι πρώτοι 546 στίχοι φέρονται ως είς ύμνος, εις τον Απόλλωνα. Αλλά πάντως περιλαμβάνουσι δύο ύμνους, τον μεν πρώτον (1-178) υπό Ίωνος ποιητού περί της γεννήσεως του ιωνικού θεού επί της τραχείας Δήλου, τον δε δεύτερον υπό ποιητού της Στερεάς Ελλάδος περί του φόνου της δρακαίνης [στ. 300] και της εν Δελφοίς εγκαταστάσεως του δωρικού θεού. Αλλά και πάλιν τα δύο ταύτα μέρη δεν είναι απλά, αλλ' αποτελούνται υπό χωριστών, πράγματι δε ο Αθήναιος [Α' σ. 22 β] λέγει «εν τοις εις Απόλλωνα ύμνοις». Το ιωνικόν μέρος του ύμνου είναι πιθανώτατα το παλαιότερον μέρος της σωζομένης συλλογής. Και αναφέρεται μεν ως Ομηρικόν υπό του Θουκυδίδου (Γ' 104,4) και του Αριστοφάνους (Όρν. 575), αλλ' αποδίδεται εις τον Ομηρίδην Κύναιθον τον Χίον υπό του γραμματικού Διδύμου· τούτο σημαίνει ότι δεν ήτο νεώτερον των απορριφθέντων επών. Ο δε εις Ερμήν ύμνος παρέχει χρονολογικόν τεκμήριον, περιγράφων την επτάχορδον φόρμιγγα ως αμέσως ευρεθείσαν υπό του θεού, εγράφη δηλαδή αφού η αρχική τετράχορδος είχεν όχι μόνον παλαιωθή, αλλά και λησμονηθή. Το ωραίον απόσπασμα (ζ') το περί της συλλήψεως του Διονύσου υπό Τυρσηνών πειρατών, φαίνεται ως αττικόν έργον του πέμπτου ή και του τετάρτου π. Χ. αιώνος. Το δε εις Πάνα προοίμιον (ιθ') είναι πιθανώς των Πτολεμαϊκών χρόνων. Τέλος δε ο εις Άρη (η') ύμνος φαίνεται μάλλον του τετάρτου μ. Χ. αιώνος.
Όσον εφθαρμένοι και αν είναι οι σωθέντες ύμνοι, αναγινώσκονται πάντοτε λίαν ευαρέστως. Ο εις Αφροδίτην, περιγράφων μόνον την επίσκεψιν της Αφροδίτης εις τον Αγχίσην, βόσκοντα τους βους επί της Ίδης, εκφράζει κάλλιον παντός άλλου ελληνικού έργου την άνετον εκείνην χαράν του φυσικού βίου, ήτις κοινώς νομίζεται ως ελληνικόν γνώρισμα. Ο εις Δήμητρα, όστις ανευρέθη [κατά τα 1780] εν Μόσχα (83) «μεταξύ χοίρων και ορνίθων», είναι πιθανώτατα ο κάλλιστος πάντων. Είναι δε περίεργος καθό πρώιμον αττικόν ή ελευσινιακόν έργον. Μέρη τινά είναι ίσως υδαρά και αδύνατα, αλλά το πλείστον είναι άξιον του μεγαλοπρεπούς μύθου, εξ ού εβλάστησεν, ως λ. χ. το εν αρχή μέρος, το παριστών την Περσεφόνην
παίζουσαν κούρησι συν Ωκεανού βαθυκόλποις 5
άνθεά τ' αινυμένην, ρόδα και κρόκον ηδ' ία καλά
λειμών' αμ μαλακόν και αγαλλίδας ηδ υάκινθον
νάρκισσόν θ' όν φύσε δόλον καλυκώπιδι κούρη
Γαία, Διός βουλήσι, χαριζομένη Πολυδέκτη,
θαυμαστόν γανόωντα, σέβας δε τε πάσιν ιδέσθαι . . .
Η δ' άρα θαμβήσασ' ωρέξατο χερσίν αμ' άμφω 15
καλόν άθυρμα λαβείν· χάνε δε χθων ευρυάγυια
Νύσιον αμ πεδίον, τη όρουσεν άναξ πολυδέγμων
ίπποις αθανάτοισι, Κρόνου πολυώνυμος υιός.
Αρπάξας δ' αέκουσαν επί χρυσέοισιν όχοισιν
ήγ' ολοφυρομένην . . .
{ Okeanos' 'deep-breasted daughters, and plucking flowers, roses and crocus and pretty pansies, in a soft meadow, and flags and hyacinth, and that great narcissus that Earth sent up for a snare to the rose-face maiden, doing service by Gods will to Him of the Many Guests. The bloom of it was wonderful, a marvel for gods undying and mortal men; from the root of it there grew out a hundred heads, and the incensed smell of it made all the wide sky laugh above, and all the earth laugh and the salt swell of the sea. And the girl in wonder reached out both her hands to take the beautiful thing to play with ; then yawned the broad-trod ground by the Flat of Nysa, and the deathless steeds brake forth, and the Cronos-born king, He of the Many Names, of the Many Guests ; and He swept her away on his golden chariot.}
Αυτό το επίθετον του Αϊδωνέως «πολυσημάντωρ Πολυδέγμων» { Him of the Many Thralls, of the Many Guests, } απεικονίζει το μεγαλείον αυτού επαξίως του όλου μύθου (84).
Των εις τον Όμηρον αποδιδομένων κωμικών ποιημάτων το μόνον σωζόμενον
παράδειγμα είναι η Βατραχομυομαχία, καλή παρωδία του πολεμικού έπους.
Πρόδηλον μύθευμα, παραδόξως πιστευόμενον υπό του Α. Ludwig εν τη μεγάλη
αυτού εκδόσει, απέδιδεν αυτήν εις τον Κάρα Πίγρητα, όστις επολέμησε κατά τα
Μηδικά. Η μάχη ήρχισε διότι ο μυς Ψιχάρπαξ, ελθών εις λίμνην, διά να σβήση την
δίψαν του, επείσθη υπό του βασιλέως των βατράχων Φυσιγνάθου, υιού του
Πηλέως (ο ήρως του Πηλίου κατήντησεν εδώ του πηλού!) να καθίση εις την ράχιν
του, διά να ίδη τα βασίλειά του. Δυστυχώς ύδρος τις — συνήθως σημαίνει
νεροφείδι, αλλ' εδώ ίσως νοείται άλλο είδος υδροβίου ζώου — έδειξε την κεφαλήν
του έξω του νερού και ο βάτραχος αμέσως εχώσθη εις το βάθος. Ο ποντικός επνίγη,
αλλ' όχι ανεκδίκητος. Κάποιος συγγενής τον είδεν εκ της όχθης, και ήρχισε φοβερός
πόλεμος, όπου διέπρεψαν οι ποντικοί. Τέλος η Αθηνά παρεκάλεσε τον Δία να
προλάβη τον όλεθρον των βατράχων. Ο Ζευς κατέπεμψε πρώτον κεραυνούς, έπειτα
δε καρκίνους, οίτινες έτρεψαν τους ποντικούς, και ούτως έληξεν ο πόλεμος
(85).
Τοιαύτα κωμικά περί μαχών ποιήματα φέρονται πολλά· Αραχνομαχία, *Γερανομαχία, *Επάκτιον. Τινά τούτων ήσαν ιαμβικά και επομένως ξένα της Ομηρικής ποιήσεως. Ονομαστότατον δε πάντων των κωμικών επών ήτο ο *Μαργίτης, επονομαζόμενος ούτως εκ του ήρωος, όστις ήτο μάργος, κενοδόξος και ανίκανος κατά τον αθάνατον στίχον
Πόλλ' ηπίστατο έργα, κακώς δ' ηπίστατο πάντα.
και πάλιν
Τον δ' ούτ' αρ σκαπτήρα θεοί θέσαν, ούτ' αροτήρα
ούτ' άλλως τι σοφόν πάσης δ' ημάρτανε τέχνης.
{ He was not meant by the gods for a digger or a ploughman, nor generally for anything sensible; he was deficient in all manner of wisdom. }
Μεταγενέστεροι μετρικοί συγγραφείς λέγουσιν ότι το ποίημα ήτο μείγμα ηρωικών και ιαμβικών στίχων, τούτο δ' εμφαίνει μεταγενεστέραν νοθείαν παλαιού έργου, αδύνατον δε ν' αληθεύη περί του ποιήματος, όπερ ο Αριστοτέλης ενόμιζεν ως Ομηρικόν (86). Ο Μαργίτης θα ήτο κωμικώτερος του Σχολαστικού του Ιεροκλέους, του ήρωος των Αστείων, βιβλίου, εξ ού ελήφθησαν και πολλοί αστεϊσμοί του αγγλικού Joe Millers. Ο Σχολαστικός ήτο εντελώς μωρός μετά τινος αγαστής μετριοφροσύνης.
Αλλά τι εννοούσιν οι καλούντες τα ποιήματα ταύτα Ομηρικά; Τούτο μόνον, ότι προέρχονται εκ χρόνων, ότε το όνομα των ποιητών ενομίζετο ανάξιον μνείας και ίσως και τούτο, ότι, προκειμένου περί κωμικής μάχης, αστειότερον ήτο να παρασταθή αυτή ως έργον του θείου Ομήρου.
Ως το περί πολέμων και περιπλανήσεων έπος επροσωποποιήθη, αποδοθέν εις τον
«Όμηρον», τον αοιδόν των βασιλέων, ούτω το απλώς διδακτικόν έπος
επροσωποποιήθη, αποδοθέν εις τον αγροτικόν ποιητήν «Ησίοδον». Είναι αλήθεια
ότι τα Ησιόδεια ποιήματα περιέχουσι προσωπικάς τινας μνείας και έν αυτών, τα
Έργα συχνότατ' αποτείνεται προς τον «Πέρσην», υποτιθέμενον ως φίλον του
ποιητού, άπαξ δε ως αδελφόν του. Αλλ' είδομεν ότι αι μνείαι είναι πλασταί,
πιθανώς δε και ο Πέρσης είν' επίσης πλάσμα. Διότι αν πραγματικός άνθρωπος είχεν
αρπάσει την κληρονομίαν του Ησιόδου διά διαφθοράς των «δωροφάγων
βασιλέων», ο Ησίοδος δεν θ' απέμενε φίλος του. Ο Πέρσης είναι πρόσωπον
πλασθέν, όπως ακούη το διδακτικόν έπος και πράγματι εκτελεί το καθήκον τούτο.
Αφού ο Ησίοδος θέλει να επαινέση την φιλεργίαν και να ψέξη τας αδικίας των
ανθρώπων και ιδίως των δικαστών, ο «Πέρσης» πρέπει να είναι οκνηρός ως
σκύλος, άπειρος του κόσμου και φιλόδικος. Αφού δε ο Ησίοδος θέλει να
εγκωμιάση την δικαιοσύνην, ο Πέρσης πρέπει να φαίνεται φίλος πάσης
λαθροχειρίας. Δεν έχομεν λοιπόν πληροφορίαν τι ήτο ο Ησίοδος, αλλά μόνον
παράδοσιν ποίος εικάζετο ότι ήτο. Κατ' αυτήν εγεννήθη εν Κύμη της Αιολίδος· ο
πατήρ του μετοικήσας εις Βοιωτίαν, ήλθεν εις την Άσκραν, κώμην εύμορφον και
εύφορον, ήτις κείται επί των προπόδων του Ελικώνος, αλλ' υπό του ποιητού
περιγράφεται ως
χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέποτ' εσθλή.
{ bad in winter, insufferable in summer }
Εκεί έβοσκε ποίμνια επί του Ελικώνος, μέχρις ού μίαν ημέραν αι Μούσαι τον εχαιρέτισαν ως εξής [Θεογ. 26]
«Ποιμένες άγραυλοι, κάκ' ελέγχεα, γαστέρες οίον,
ίδμεν ψεύδεα πολλά λέγειν ετύμοισιν ομοία
ίδμεν δ' εύτ' εθέλωμεν, αληθέα γηρύσασθαι»·
{Boors of the wild fields, by-words of shame, nothing but belly! We know how to tell many false things true-seeming, but we know how to speak the real truth when we will. }
τούτο έκαμε τον Ησίοδον ποιητήν. Αλλ' ουδέν άλλο πληροφορούμεθα περί αυτού μέχρι του θανάτου του, πλην μόνον ότι διέβη ποτέ το μεταξύ Αυλίδος και Χαλκίδος στενόν, όπως αγωνισθή και αυτός εις τον κατά την ταφήν του βασιλέως της Ευβοίας Αμφιδάμαντος ποιητικόν αγώνα και ότι ουδέποτε επέρασε θάλασσαν, καίτοι πολλά συμβουλεύει περί ναυτικών πραγμάτων. Απέφευγε δε την Πελοπόννησον, διότι χρησμός προείπεν ότι θ' απέθνησκεν εν Νεμέα· αλλ' εφονεύθη εν τω ιερώ του Νεμείου Διός παρά την Οινόην και ερρίφθη εις την θάλασσαν υπό των αδελφών της Κλυμένης ή Κτιμένης, ήτις ελέγετο ότι εγέννησεν υιόν εις τον ογδοηκοντούτη ποιητήν· αλλ' οι δελφίνες εκόμισαν το σώμα εις την ξηράν και επίσημος τάφος ανηγέρθη εν Ορχομενώ. Ο υιός ήτο ο πολύς λυρικός Στησίχορος!
Αλλά τούτο δεν είναι ουδέ μύθος γνήσιος· είναι πλαστόν μύθευμα των αρχαίων γραμματικών. Αλλ' ίσως εκ των μυθευμάτων τούτων δυνάμεθα να πορισθώμεν ιστορικήν τινα είδησιν. Τα περί των επών λεγόμενα μαρτυρούσι πάντα ότι εν Βοιωτία υπήρχε παλαιά αγροτική ποίησις, πιθανώτατα απότοκος των παλαιών αιολικών ραψωδιών των Αχαιών, εξ ών ανεπτύχθη ο «Όμηρος»· και ότι η ποίησις εκείνη επλουτίσθη ποτέ και ενισχύθη διά του υψηλού έπους της Ιωνίας. Ότι δηλαδή πιθανώς Ίωνες ποιηταί εγκατεστάθησαν εις την Βοιωτίαν και παρέλαβον την επιχώριον ποίησιν. Εάν δε είς εξ αυτών ωνομάζετο Ησίοδος, τούτο είναι σχεδόν ασήμαντον· το όνομα δεν φαίνεται πλαστόν (87). Οπωςδήποτε η βοιωτική ποίησις ήνθησεν ως χωριστόν επικόν είδος, καταγόμενον μεν εκ του ιωνικού «Ομήρου», αλλά φέρον και πολλά εντόπια χαρακτηριστικά.
Ο δε θάνατος του Ησιόδου; Γινώσκομεν ότι η Ησιόδειος ποίησις εξετείνετο εις τε την Λοκρίδα και την Βοιωτίαν, ιδίως δε οι κατάλογοι των γυναικών ήσαν λοκρικοί. Ο περί Κλυμένης λόγος επλάσθη βεβαίως εκ της επιθυμίας όπως η καταγωγή του Στησιχόρου δειχθή ποιητική και ένδοξος. Το επίλοιπον του μύθου σημαίνει άρα γε ότι η Λοκρίς εθεώρει τον Ησίοδον ως ιδικόν της, ενώ οι Βοιωτοί έλεγον ότι ήτο Βοιωτός, ως εξήγησιν δε του τάφου εύρισκον ότι οι Λοκροί εφόνευσαν αυτόν; Η κατά την ταφήν του Αμφιδάμαντος νίκη του Ησιόδου είναι προςθήκη μεταγενεστέρα, φαίνεται δε ότι μεταξύ των ανταγωνιστών κατελέγετο και ο Όμηρος. Ο λόγος όμως περί αγώνος μεταξύ Ομήρου και Ησιόδου, και νίκης του Ησιόδου δύναται, καθώς είδομεν, να αναχθή μέχρι του πέμπτου τουλάχιστον αιώνος.
Των ποιημάτων του Ησιόδου έχομεν κατ' όνομα τρία διασωθέντα, αλλά ταύτα δύνανται να θεωρηθώσι και δώδεκα· τόσον μικράν ενότητα έχει έκαστον — η Θεογονία, τα Έργα και η Ασπίς του Ηρακλέους.
Τα «Έργα και Ημέραι» είναι ποίημα περί των έργων, δηλαδή των γεωργικών, μετά παραρτήματος περί των αισίων και απαισίων ημερών του μηνός και παρεμβολής ηθικών προς τον Πέρσην συμβουλών. Είναι δε μονότονον, απέριττον και ταπεινόν, δηλ. κάπως άξεστον και τραχύ, λαλιά εκείνων των Μουσών, όσαι αγαπώσι ταληθέα· οι στίχοι ουδεμίαν έχουσιν έξαρσιν· φαίνονται τρόπον τινά λεγόμενοι υπό ανθρώπου κουρασμένου και σκυμμένου κατά το τέλος του ημερινού καμάτου, ανθρώπου, όστις αγαπά την αγροτικήν ζωήν, αλλά θα την ηγάπα περισσότερον, αν είχε περισσοτέραν τροφήν και ολιγωτέραν εργασίαν. Το αίσθημα είναι ολιγοστόν. Το πικρόχολον της πρώτης γνώμης είναι χαρακτηριστικόν
25] και κεραμεύς κεραμεί κοτέει και τέκτονι τέκτων
και πτωχός πτωχώ
φθονέει και αοιδός αοιδώ.
{ Potter is wroth with potter, and carpenter with carpenter; aye, beggar is envious of beggar, and minstrel of minstrel! }
Πικρά είναι και η γνώμη περί των δικαστών, όσοι ληστεύουσι τους πτωχούς
40] νήπιοι, ουδέ ίσασιν όσω πλέον ήμισυ παντός
ουδ' όσον εν μαλάχη τε
και ασφοδέλω μέγ όνειαρ.
{ Fools, they know not how the half is more than the whole, nor the great joy there is in mallow and asphodel. }
Η μολόχα και ο ασφόδελος ήσαν τροφή των πτωχών. Αι ηθικαί γνώμαι γίνονται βαθύτεραι κατά το μέσον του έργου, και δεικνύουσιν αληθινήν και αγαστή του καθήκοντος αντίληψιν·
311] Έργον δ' ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ' όνειδος.
349] Ευ μεν μετρείσθαι παρά γείτονος, ευ δ' αποδούναι
αυτώ τω μέτρω, και λώιον,
αι κε δύνηαι.
356] Δως αγαθή, άρπαξ δε κακή, θανάτοιο δότειρα.
695] Ωραίος δε γυναίκα τεόν ποτί οίκον άγεσθαι
701] πάντα μάλ' αμφίς ιδών, μη γείτοσι χάρματα γήμης.
Ου μεν γαρ τι γηναικός
ανήρ ληίζετ' άμεινον
της αγαθής, της δ' ούτε
κακής ου ρίγιον άλλο,
δειπνολόχης, ήτ' άνδρα
και ίφθιμόν περ εόντα,
εύει άτερ δαλοίο και ωμώ
γήραϊ δώκε.
{ " Hard work is no shame ; the shame is idleness." " Help your neighbour, and he will help you. A neighbour matters more than a kinsman." " Take fair measure, and give a little over the measure — if you can." " Give willingly; a willing gift is a pleasure!' " Give is a good girl, and Snatch is a bad girl, a bringer of death! " " It is best to marry a wife; but be very careful, or your neighbours may be merry at your expense. There is no prize like a good wife: nothing that makes you shudder like a bad; she roasts you without fire, and brings you to a raw old age!' “
Αι γνώμαι αύται, κατά το τέλος εκπίπτουσιν εις δημώδεις δεισιδαιμονίας·
744 Μη ποτ' οινοχόην τιθέμεν κρατήρος ύπερθεν
πινόντων· ολοή γαρ επ'
αυτώ μοίρα τέτυκται.
{not to put the jug on the mixing-bowl when drinking; that means death!}
Μία δε συμβουλή
737 Μηδέποτ' αιενάων ποταμών καλλίρροον ύδωρ
ποσσί περάν πριν γ' εύξη
ιδών ες καλά ρέεθρα
{ not to cross a river without washing your hands and your sins }
όζει Ορφισμού.
Τα γεωργικά μέρη των Έργων φαίνονται γνήσια και αληθώς αγροτικά· δύνανται δε να θεωρηθώσιν ως το κέντρον του έργου, τα δε λοιπά ως παρεμβολαί και προσθήκαι. Τοιούτος είναι ο μύθος,
42] κρύψαντες γαρ έχουσι θεοί βίον ανθρώποισι
{ the gods had "hidden away his life from man" }
μέχρις ού ο Προμηθεύς έκλεψε το «πυρ» και το διέδωκε· τότε ο Ζευς κατεσκεύασεν είδος ωραίας παρθένου και έκαστος θεός της εχάρισε χωριστόν χάρισμα, τελευταίος δε ο Ερμής της ενέβαλε
78] ψεύδεα δ' αιμυλίους τε λόγους και επίκλοπον ήθος
{ the heart of a clog and the ways of a thief. }
και οι θεοί την ωνόμασαν Πανδώραν και την έδωσαν εις τον Επιμηθέα, ο οποίος την εδέχθη εκ μέρους των ανθρώπων. Άλλος μύθος είναι ο περί τεσσάρων γενών — τουλάχιστον έπρεπε να είναι τέσσαρα, ήτοι χρυσούν, αργυρούν, χαλκούν και σιδηρούν. Αλλά χάριν του Ομήρου οι πολεμισταί της Τροίας καταλαμβάνουσι θέσιν τινά τασσόμενοι μετά το χαλκούν γένος και προ του ημετέρου. Ημείς είμεθα το σιδηρούν και κινδυνεύομεν να καταντήσωμεν και χειρότεροι. Διότι μας αφήκαν πάντες οι θεοί, εκτός της Αιδούς και της Νεμέσεως — των δύο ερασμίων ιδεών, άς ο σοφιστής Πρωταγόρας εθεώρει ως βάσεις της κοινωνικής ηθικής. Αλλ' ο Ησίοδος φρονεί ότι εν τέλει θαποδιώξωμεν και αυτάς και τότε θαφανισθώμεν. Δύο δε μόνον χωρία επιτρέπουσι την ελπίδα αισιωτέρου μέλλοντος·
260] όφρ' αποτείση δήμος
ατασθαλίας βασιλέων, οι λυγρά νοεύντες
άλλη παρκλίνωσι δίκας, σκολιώς ενέποντες (πρβ. 175)
{all may be well when the Demos at last arises and punishes the sins of the princes}
Αξιοπαρατήρητος είναι η διαφορά της προς τους αρχαίους βασιλείς νομιμοφροσύνης του ευτυχούς ιωνικού έπους από της πίκρας εναντίον των ευγενών αδημονίας του αγροτικού έπους της Βοιωτίας.
Τα Έργα είναι δροσερώτατα εις τας περιγραφάς των ωρών του έτους — θέματος αγαπητού εις το ελληνικόν αίσθημα μέχρι των ημερών του Λόγγου. Π. χ.
Μήνα δε ληναιώνα, κάκ' ήματα, βουδόρα πάντα,
505] τούτον αλεύασθαι και πηγάδας, αίτ' επί γαίαν
πνεύσαντος Βορέαο δυσηλεγέες τελέθουσιν,
όςτε διά Θρήκης ιπποτρόφου ευρέι πόντω
εμπνεύσας ώρινε· μέμυκε δε γαία και ύλη·
πολλάς δε δρυς υψικόμους ελάτας τε παχείας
510] ούρεος εν βήσσης πιλνά χθονί πουλυβοτείρη
εμπίπτων, και πάσα βοά τότε νήριτος ύλη, κτλ.
{ bad days, enough to flay an ox, when the north wind rides down from Thrace, and earth and the plants shut themselves up ; and he falls on the forest and brings down great oaks and pines; and all the wood groans, and the wild beasts shiver and put their tails between their legs. Their hides are thick with fur, but the cold blows through them, and through the bull's hide and the goat's thick hair; but it cannot blow through to the gentle little girl who sits in the cottage with her mother, }
Πόσον δε ωραίον είναι το θέρος, διά το οποίον πολλοί έψεξαν την αισθητικήν του Ησιόδου, ότι αγαπά να κάθηται εις την σκιάν, τρώγων κρέας τράγου και πίνων γάλα και οίνον.
Η Θεογονία είναι δοκίμιον, εννοείται όλως ασύμμετρον, περί θεών, της καταγωγής και της συγγενείας αυτών· αλλά μέρη τινά είναι πλέον ή παλαιά· είναι ωγύγια· διότι απαντώσι διάφοροι δημώδεις θεοί, ών τα ονόματα ανευρίσκονται εν τη σανσκριτική και επομένως δύνανται να θεωρηθώσιν ως αναγόμενοι εις τους ιαπετικούς χρόνους, αν και οι θεοί ούτοι, ως λίαν οικείοι, δεν μνημονεύονται υπό του ηρωικού έπους· η Εστία, η Ρέα, ο Όρθρος, ο Κέρβερος. Αλλ' όσον παλαιούς και αν ευρίσκωμεν εν τη Θεογονία μύθους, η γλώσσα, δηλαδή η παρούσα του έπους μορφή, και ίσως αυτή η επίνοια της συστηματοποιήσεως των θεών, είναι σχετικώς μεταγενεστέρα. Μίαν φράσιν των Έργων (στ. 702) δανείζεται ο Σημωνίδης (περί τα 650 π. Χ.), αλλ' είναι αδύνατον να ορισθή η χρονολογία των επών. Είδομεν ότι φράσεις της Θεογονίας περιλαμβάνονται εις την Ιλιάδα — και τανάπαλιν η Θεογονία παραλαμβάνει φράσεις της Ιλιάδος και της Οδυσσείας, εν τέλει δε αναφέρεται εις την υπόθεσιν πολλών των απορριφθέντων επών. Η κατάστασις του κειμένου είναι αθλία· πολλάκις είναι δύσκολον να εύρωμεν τον ειρμόν ή την έννοιαν, φαίνεται δε σχεδόν ως να ήσαν σημειώσεις ραψωδού, δυνάμεναι να επεκταθώσι κατά την απαγγελίαν. Υπάρχουσι δε λείψανα πραγματικής, όχι απλώς ποιητικής θρησκείας. Ο Έρως κατέχει θέσιν εξέχουσαν (στ. 120) διότι ελατρεύετο εν Θεσπιαίς, ήτις ήτο η πλησιεστάτη εις την Άσκραν πόλις. Η δ' Εκάτη έχει ύμνον (στ. 411-452) τόσον περιπαθή, ώστε φαίνεται ότι προέρχεται πάντως εκ τοπικής τινος λατρείας. Πολλά μέρη του ποιήματος, ο ακρωτηριασμός του Ουρανού και ο «καννιβαλισμός» του Κρόνου, τότε μόνον δεν προξενούσιν αηδίαν, όταν μελετηθώσιν ως αληθή λείψανα θρησκείας αγρίας. Όθεν εις εκείνους των μεταγενεστέρων Ελλήνων, όσοι σοβαρώτερον εξήταζον αυτά, εφαίνοντο, εννοείται, ανυπόφορα. Αλλά τα περί της μάχης των Τιτάνων έχουσιν αληθινήν μεγαλοπρέπειαν, ήτις θα ήτο βεβαίως ευεξήγητος, εάν είχομεν την Ομηρικήν *Τιτανομαχίαν. Αληθινή δε αγάπη της θαλάσσης χαρακτηρίζει τον κατάλογον των Νηρηίδων (στ. 347 κεξ.).
Η Θεογονία λήγει διά καταλόγου των θεαινών, όσαι «θνητοίσι παρ' ανδράσιν ευνηθείσαι» εγέννησαν ανθρώπους ομοίους προς θεούς. Κατά δε τους τελευταίους στίχους ο ποιητής αλλάσσει θέμα·
Νυν δε γυναικών φύλον αείσατε, ηδυέπειαι Μούσαι,
{ Now, sweet Muses, sing the race of mortal women!}
εννοείται δε ότι αι Μούσαι υπήκουσαν, αλλά το ποίημα εχάθη· υπό αρχαίων μνημονεύεται διά διαφόρων ονομάτων, Γυναικών κατάλογος, Γυναικών ηρωινών κατάλογος, μέρη δε αυτού μνημονεύονται ως Ηοίαι, (εκτενέστερα δε και χωριστά Μεγάλαι Ηοίαι].
Αλλά διατί εγράφοντο κατάλογοι γυναικών; Διά δύο λόγους. Πρώτον μεν λέγεται ότι οι Λοκροί εμέτρουν τας γενεαλογίας αυτών από των γυναικών αλλά και αν τούτο, τοιουτοτρόπως λεγόμενον, θεωρηθή απαράδεκτον, υπάρχει αξιόπιστος μαρτυρία, εκτός της Νοσσίδος και των άλλων ποιητριών, περί της εν Λοκρίδι μεγάλης σημασίας των γυναικών. Έπειτα δε πλείστα βασιλικά γένη της Ελλάδος ελέγοντο καταγόμενα εκ θεών· τούτο δε κατά τους χρόνους της τοπικής τρόπον τινά μονοθεϊστικής θρησκείας εξοικονομείτο ως εξής· ο τοπικός βασιλεύς εγίνετο απόγονος του τοπικού θεού. Ότε όμως οι γεωγραφικοί φραγμοί κατερρίφθησαν και επομένως επληθύνθησαν οι γνωστοί θεοί, αι γενεαλογίαι εκείναι έπρεπε να συστηματοποιηθώσι και πολλαχού να διορθωθώσι. Παραδείγματος χάριν, θεσσαλικοί τινες βασιλείς κατήγοντο εκ της Τυρούς και του ποταμού Ενιπέως· τούτο βεβαίως εντός της πεδιάδος αυτών ήτο αρκετόν· αλλ' όμως ότ' εξήλθον πέραν αυτής, ανεκάλυψαν ότι τα γένη των ανήγοντο εις τον Ποσειδώνα, τον βασιλέα του «ευρέος πόντου» και ίσως πάντων των υδάτων, και δεν ηρκούντο πλέον εις τον τοπικόν ποταμόν. Εν δε τη Νεκυία της Οδυσσείας ευρίσκομεν τον δεύτερον του μύθου σταθμόν· πραγματικός πρόγονος ήτο ο Ποσειδών αλλ' επλησίασε την Τυρώ μεταμορφωθείς εις ποταμόν! Όθεν αι σχετικώς μόνιμοι πρόγονοι, αι θνηταί γυναίκες, απετέλουν την ασφαλεστέραν βάσιν προς απαρίθμησιν των μεταβαλλομένων θείων προπατόρων. Η εν Αλεξανδρεία έκδοσις είχε πέντε βιβλία *Γυναικών καταλόγου, τα δε δύο τελευταία ήσαν αι καλούμεναι *Ηοίαι. Η περίεργος αύτη επιγραφή είναι νόστιμος πληθυντικός της φράσεως ή οίη, «ή καθώς η . . . .», ήτο δε τρόπος μεταβάσεως εις νέαν ηρωίνην.
Η οίη Φθίη, Χαρίτων από κάλλος έχουσα
Πηνειού παρ' ύδωρ καλή ναίεσκε Κυρήνη.
Or like her who dwelt in Phthia, with the Charites' own loveliness, by the waters of Pênêus, Cyrene the fair.
Υπάρχουσιν 124 αποσπάσματα του *Καταλόγου και 26 των *Ηοιών. Εάν δε κάποτε αντιφάσκουσιν, τούτο δεν είναι παράδοξον, ουδέ δύναται να βεβαιωθή ότι τα πέντε βιβλία της εν Αλεξανδρεία εκδόσεως περιείχον πάσας τας γυναίκας των Ησιοδείων καταλόγων. Αφού άπαξ ο τύπος ή οίη καθιερώθη, ευκολώτατον ήτο να παρεντεθή εις τον κατάλογον και άλλη πρόγονος. Εξίσου δ' εύκολον ήτο να επεκταθή μία ηοίη εις επύλλιον, και πράγματι τοιαύτη είναι η γένεσις του τρίτου σωθέντος Ησιοδείου ποιήματος, της Ασπίδος του Ηρακλέους, όπου πρόγονος, εννοείται, είναι η μήτηρ του ήρωος, η Αλκμήνη.
Η Ασπίς αρχίζει
. . . ή οίη, προλιπούσα δόμους και πατρίδα γαίαν
ήλυθεν εις Θήβας μετ' Αρήιον Αμφιτρύωνα | Αλκμήνη
{ Or like Alcmênê, when she fled her home and fatherland, and came to Thebes }
προχωρεί δε εις την γέννησιν του Ηρακλέους, όστις, λέγει, εφόνευσε τον Κύκνον, έπειτα δε διηγείται τον φόνον τούτον. Προκειμένου δε περί του οπλισμού του Ηρακλέους, ακολουθεί μακρά της ασπίδος περιγραφή (88).
Υπήρχον και Ησιόδεια έπη αποδοκιμασθέντα. Γνωστότατα τούτων ήσαν τα *Ναυπάκτια, σειρά μακρών γενεαλογιών αλλά και αι αργείαι και κορινθιακαί συλλογαί, αι αποδιδόμεναι εις τον «Εύμηλον» περιείχον Ησιόδεια στοιχεία. Ο δε κύριος αυτού αντίζηλος έφερε κωμικώς το πλαστόν όνομα Κέρκωψ (πιθηκοειδής) Μιλήσιος. Τα Έργα είναι η Ιλιάς του Ησιόδου, ήτοι το μόνον ομοφώνως εις αυτόν αποδιδόμενον έπος. Οι περί τον Ελικώνα οικούντες έδειξαν εις τον Παυσανίαν (ή τον υπ' αυτού αντιγραφόμενον Θ' 31,4) μολίβινον πίνακα των Έργων άνευ του προοιμίου και του είπον ότι ουδέν άλλο εποίησεν ο Ησίοδος παρά τα Έργα.
Ο *Κήυκος γάμος αναφερόμενος εις Τραχίνιον ηγεμόνα, όστις εφιλοξένησε τον Ηρακλή, ήτο πιθανώς εκτεταμένη Ηοίη όπως η Ασπίς· το αυτό ήτο πιθανώς και ο *Αιγίμιος, επύλλιον δύο βιβλίων διηγούμενον την μάχην του προγόνου εκείνου των Δωριέων εναντίον των Λαπιθών. Η *εις Άδου κατάβασις είχεν ήρωα τον Θησέα. Η δε * Μελαμπόδεια ήτο πιθανώς αφήγησις περί ονομαστών μάντεων. Περιεργότερα φαίνονται τα ολιγοστά λείψανα των *Χείρωνος υποθηκών προς τον μαθητήν του Αχιλλέα. Ο σοφός Κένταυρος παρήγγελλε θυσίας εις τους θεούς κατά την πρώτην είσοδον εις οικίαν και διώριζεν αρχήν της παιδείας την επτά ετών ηλικίαν.
Των Έργων ήτο γνωστή και μακροτέρα έκδοσις, τα *Μεγάλα Έργα. Yπήρχον δε και έπη περί *Αστρονομίας και *Οιωνοσκοπίας και *Γης περίοδος και *Ιδαίοι Δάκτυλοι, — οι εν Κρήτη αναθρέψαντες τον Δία. Τα ονόματα ταύτα δεικνύουσιν οπόσος όγκος βοιωτικής ποιήσεως υπήρχε το πάλαι. Καθώς πας ηρωικός μύθος έτεινε να διαμορφωθή εις έπος, ούτω και παν μόριον τέχνης ή γνώσεως ή ηθικής αρχής, όπερ εξήγειρεν είτε την περιεργίαν του λαού είτε του ποιητού την φαντασίαν (89).
Εξετάζοντες την κοινωνικήν και την λογοτεχνικήν ιστορίαν της Ελλάδος,
παρατηρούμεν μεγίστην μεταξύ αυτών αντίθεσιν. Η μεν κοινωνική ιστορία δεικνύει
τους Ελληνας κατ' εξοχήν ευσεβείς, ως οι Αθηναίοι ενόμιζον εαυτούς, ή κατά την
φράσιν του αποστόλου Παύλου «δεισιδαιμονεστέρους» [Πράξ. 17, 22], η δε
σωθείσα λογοτεχνία είναι εντελώς άθρησκος. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος έχουσιν ανά
στόμα τους θεούς, αλλ' ο μεν Όμηρος μεταχειρίζεται αυτούς ως στοιχεία
διηγήσεως, ο δε Ησίοδος ως άρθρα προς κατάταξιν. Πού λοιπόν είναι τα
θρησκευτικά συγγράμματα των Ελλήνων, τα ποιήματα τα πραγματευόμενα περί
θεών ως θεών; Βεβαίως υπήρχον. Το έθνος, όπερ είχε βωμόν εις εκάστην καμπήν
των ορεινών ατραπών, και είχε θρησκευτικήν τελετήν διά πάσαν πράξιν του
καθημερινού βίου, θεούς παντός δάσους και ποταμού και κρήνης και ήρωας
παντός μεγάλου γεγονότος ή μεγάλης ιδέας, αληθινής ή φανταστικής· όπερ
προετίμησε να θυσιάση την άμυναν των Θερμοπυλών παρά την τέλεσιν μιας
εορτής· του οποίου η πρώτη ως προς την παιδείαν πόλις κατά την ήκιστα ευσεβή
περίοδον επέτρεψε ν' αφεθή ολόκληρος στρατός να καταστραφή ένεκεν εκλείψεως
της σελήνης
(90) και
εξεμάνη διότι απεκόπησαν τα άσεμνα άκρα ολίγων αρχαίων αγαλμάτων — το
έθνος τούτο δεν αντιπροσωπεύεται επαρκώς διά μόνης της μη θρησκευτικής
λογοτεχνίας. Πράγματι δε δυνάμεθα να διακρίνωμεν ότι τα θρησκευτικά
συγγράμματα των Ελλήνων ήσαν και παλαιά και πολυάριθμα.
Ανάλογοι προς εκείνα φαίνονται οι Βεδικοί ύμνοι των Ινδών. Δηλαδή θα υπήρχον όμοιοι προς αυτούς ελληνικοί ύμνοι, καθόσον τα επίθετα των Ομηρικών θεών «εκαεργός Απόλλων, πότνια Ήρη, εκατηβελέταο άνακτος» είναι προδήλως αρχαία και συνετέθησαν συμφώνως προς το δακτυλικόν μέτρον. Γινώσκομεν δε ότι οι παλαιοί χρησμοί ήσαν έμμετροι· ότι υπήρχον ιεροί ύμνοι χάριν των ναών όλως διόλου διάφοροι των σωζομένων Ομηρικών ύμνων. Έχομεν δε και μαρτυρίας ότι κατά τα μυστήρια της Ελευσίνος εψάλλοντο και άσματα ιερά.
Τα μυστήρια ταύτα δεν αναφέρονται υπό του Ομήρου. Αλλά τούτο δεν σημαίνει βεβαίως ότι ήσαν μεταγενέστερα· σημαίνει μάλλον ότι ήσαν είτε λίαν ιερά, είτε πάγκοινα. Αι ανθρωπολογικαί ανακαλύψεις υποδεικνύουσιν ότι τα Ελευσίνια μυστήρια είναι μορφή της πρωτογόνου εκείνης θρησκείας, της μόλις διακρινομένης από της λεγομένης «συμπαθητικής μαγείας», ήτις εκράτησε μεταξύ πολλών και διαφόρων φυλών. Τα Ελευσίνια ήσαν δράμα· δηλαδή ο μύθος της Μητρός (του σίτου) και της Κόρης (του νέου σίτου), ήτις αναβαίνει εκ των μυχών της γης και σκορπίζει τον πλούτον, παριστάνετο δραματικώς. Κατά τους πρώτους γνωστούς εις ημάς χρόνους το δράμα περιελάμβανε τον θεόν των αμπέλων ή γενικώτερον των δένδρων, τον Διόνυσον. Τούτο είναι σιτολατρεία και βλαστολατρεία, δεν είναι δε απλώς αρχαϊκή, είναι πρωτόγονος.
Πλην των Ελευσινίων υπήρχον και άλλα μυστήρια, Ορφικά ή Βακχικά. Κοινή δε των αρχαίων και των σημερινών γνώμη είναι ότι τα Βακχικά όργια ήσαν επείσακτα, δηλαδή ότι ο θεός των Θρακών παρά πάσαν αντίστασιν κατήλθεν εις την Ελλάδα. Αν αληθεύη τούτο, θα ήλθεν ενωρίτατα. Αλλά φαίνεται πιθανώτερον ότι ο Διόνυσος ήτο μάλλον «νέηλυς» {new-comer} ή αλλοδαπός· ομοιάζει τον νέον ενιαυτόν, την άνοιξιν, το θέρος, τον τρυγητόν. Είναι παν έτος εν πάση χώρα, ξένος ερχόμενος και γινόμενος δεκτός ως ξένος κατά δε το τέλος του ωρισμένου χρόνου εξορίζεται, εξορκίζεται κατακόπτεται εις μικρά ή αποδιώκεται. Οπωςδήποτε είναι παλαιότατος και διά την πραγματικήν θρησκείαν της Ελλάδος εξαιρέτως σημαντικός. Πραγματική δε θρησκεία είναι η λαϊκή θρησκεία. Ο πολυπλόκως συνδυαζόμενος Διόνυσος και Βάκχος ήτο κοινός λαϊκός θεός ή μάλλον είχεν εντός εαυτού συνηνωμένου αναριθμήτους ομοίους θεούς, λατρευομένους υπό του κοινού λαού καθ' όλην την Ελλάδα. Περί αυτού μανθάνομεν κυρίως εξ αλεξανδρεωτικών και ρωμαϊκών πηγών, όλως αθρήσκων, όπου φαίνεται απλώς ως θεός του οίνου και των δένδρων, αλλά προ πάντων είναι προσωποποιία του πνεύματος της εκστάσεως, της έξω φρενών ορμής, ήτις εξαίρει τον άνθρωπον υπεράνω εαυτού, παρέχει εις αυτόν δύναμιν και «χάριν» και αφήνει την ψυχήν ελευθέραν των δεσμών του σώματος. Το αυτό πνεύμα κατά τρόπον ημερώτερον, υγιέστερον και καλλιτεχνικώτερον διεπλάσθη εις την όλως αλλοίαν ιδέαν του Απόλλωνος. Η θρησκεία αύτη είχε βεβαίως μορφάς ποικιλωτάτας, διότι οι θεοί ούς ελάτρευεν, είχον ποικίλα ονόματα και ιδιότητας, καθόσον διέφερον εν ταις χώραις της καταγωγής αυτών. Αλλά αι σπουδαιόταται αυτής απόψεις φαίνεται ότι περιελαμβάνοντο κατά το μάλλον ή ήττον εις τας αποκαλύψεις του «Ορφέως».
Πλείστα των παλαιών θρησκευτικών ποιημάτων ανήγοντο εις τον Ορφέα ή τον συγγενή αυτού Μουσαίον, όπως τα ηρωικά εις Όμηρον και τα διδακτικά εις τον Ησίοδον. Αλλά δεν είναι τίποτε γνωστόν περί της τύχης αυτών προ της μεγάλης θρησκευτικής αναγεννήσεως του έκτου αιώνος, της συνδεομένης προς το όνομα του Ονομακρίτου. Αι παλαιαί χωρισταί λατρείαι της φυλής και της οικογενείας διεταράχθησαν υπό της αυξανομένης επικοινωνίας των ανθρώπων. Χωνευθείσαι δε εις την Ομηρικήν θεολογίαν, απέβαλον την αγιότητα αυτών· ουδέ ηδύναντο να επιζήσωσι μετά τον Ησίοδον και τους καταλόγους αυτού. Κατόπιν ήλθεν αφ' ενός μεν η απιστία της ιωνικής φιλοσοφίας και η εξήγησις του κόσμου διά της φυσικής, αφ' ετέρου δε άλλη, βαθυτέρα και περιπαθεστέρα πίστις. Ο Θαλής ηδύνατο κάλλιστα να ελπίζη εις την γνώσιν, αλλ' ο κοινός άνθρωπος επίστευεν εις άλλα. Μεταξύ των ατυχημάτων του έκτου αιώνος, της παρακμής των αποικιών, των εμφυλίων πολέμων, της πτώσεως της Συβάρεως και της ιεράς Νινευί επήλθε και η μεταστροφή από της παρούσης εις την μέλλουσαν ζωήν, η πεποίθησις εις ευτυχίαν υπερφυσικήν, κειμένην πέρα των ατυχιών και των πολέμων.
Έκτοτε υψώθη μέγα θρησκευτικόν κύμα, μόλις μεν διακρινόμενον εντός των σωθέντων έργων, αλλά συγκινήσαν πάντα τα μαντεία και τους δημώδεις ναούς από της Καρίας μέχρι της Iταλίας. Η κυρία εκδήλωσις του κινήματος εκείνου ήτο η Ορφική. Αύτη επιφαίνεται κατά πρώτον ως προσωπική θαυματοποιός θρησκεία, σχετιζομένη προς την λατρείαν του Διονύσου. Πολλά δε των κυριωτέρων αυτής δογμάτων είν' ευδιάκριτα. Επίστευεν εις την αμαρτίαν και εις τον θρησκευτικόν καθαρμόν αυτής, εις την αθανασίαν και την θεότητα της ψυχής, εις αιωνίαν πέραν του τάφου ανταμοιβήν των αγνών και των εναγών, — εννοείται δε ότι ουδείς εκτός των μεμυημένων ήτο εντελώς αγνός — και τέλος εις την ενσάρκωσιν και τα πάθη του Διονύσου του Ζαγρέως. Ο Ζαγρεύς ήτο υιός του Διός και της Κόρης· κατεσπαράχθη δε υπό των Τιτάνων, οίτινες εκεραυνώθησαν διά τούτο. Και από μεν της νεκράς τέφρας αυτών επλάσθη το άνθρώπινον σώμα, εκ δε του ζώντος αίματος του Ζαγρέως η ψυχή. Ο Ζαγρεύς εγεννήθη και πάλιν εκ του Διός και της θνητής Σεμέλης και έζησε μεν ως άνθρωπος, αλλ' ήτο θεός· ανέβη δε εις τον ουρανόν και κατέστη ο μέγιστος και υπό μίαν έποψιν ο μόνος θεός. Έκαστος λάτρις του Βάκχου ηδύνατο να επαυξήση το αθάνατόν του κεφάλαιον μέχρις ού γίνη «Βάκχος» και αυτός, πραγματοποιών την δυνάμει θεότητά του.
Τοιουτοτρόπως λάτρις της εν Φρυγία Κυβήβης έγινε Κύβηβος και πολλοί Ορφικοί μάντεις κατήντησαν Ορφείς. Τα μυθικά όργια των Μαινάδων ουδέποτ' ενεφανίσθησαν πράγματι εν Ελλάδι. Η προς τον οίνον σχέσις απεκρούετο υπό των εκλεκτών, και ήτο δευτερεύουσα. Ο Διόνυσος ήτο κυρίως ο έσω θεός, το πνεύμα της λατρείας και της ανεξηγήτου χαράς· εμφανίζεται δε κάλλιστα επικοινωνών προς τας αγνάς ψυχάς και προς τα άγρια πλάσματα της φύσεως, επί των αβάτων βουνών κάτωθεν των άστρων.
Οι Ορφικοί ύμνοι εκχειλίζουσιν εκ της χαράς ταύτης· είναι πλήρεις επαναλήψεων και μεγαληγορίας και διεγείρουσι την συγκίνησιν. Ο πρώτος ύμνος — πολύ μεταγενέστερος, αλλά χαρακτηριστικός — λέγει·
Εινοδίην Εκάτην κλήζω, τριοδίτιν εραννήν,
ουρανίην, χθονίην τε και ειναλίην κροκόπεπλον,
τυμβιδίην, ψυχαίς νεκύων μέτα βακχεύουσαν —
λισομένοις κούρην τελεταίς οσίησι παρείναι.
{ I call Hecatê of the Ways, of the Cross-ways, of the darkness, of the Heaven and the Earth and the Sea; saffron-clad goddess of the grave, exalting amid the spirits of the dead, Perseia, lover of loneliness, Queen who holdest the Keys of the World, . . . be present at our pure service with the fulness of joy in thine heart! }
Ο ύμνος ούτος είναι του τετάρτου μετά Χριστόν αιώνος όπως και τα πλείστα των σωθέντων ακεραίων Ορφικών ποιημάτων. Τοιουτοτρόπιος έχομεν αυτά μόνον υπό την εσχάτην αυτών μορφήν, ότε η θρησκεία εξέπνεε (91) Αλλά σπουδαίον είναι το γεγονός ότι κατά πάντας τους αιώνας τους από του τετάρτου μ. Χ. μέχρι του έκτου π. Χ. υπάρχουσιν Ορφικοί διδάσκαλοι, μάλλον ή ήττον επιφανείς. Κατά τους ενδοξοτάτους χρόνους, λόγου χάριν, πολλά παρέχουσιν Ορφικά σημεία ο Πίνδαρος, ο Εμπεδοκλής, Ίων ο Χίος, Κρατίνος ο κωμικός, Πρόδικος ο σοφιστής, ίσως δε και ο Ευριπίδης. Ο δε Πλάτων (92) παραπονείται ότι βίβλων όμαδον παρέχονται Μουσαίου και Ορφέως, Σελήνης τε και Μουσών εκγόνων. { crowd of books by Orpheus and Musæus }. Εκτός του πλήθους τούτου — τα του Μουσαίου ήσαν τουλάχιστον ένδεκα σειραί ποιημάτων και πολυάριθμοι χρησμοί — υπήρχον έργα παντοδαπών άλλων ολιγώτερον επισήμων μάντεων και καθαρτών. Υπήρχεν ο καλούμενος «Βάκις» — πας οπωςδήποτε αγνός ηδύνατο πιθανώς να γίνη Βάκις — ού οι χρησμοί ήσαν εμπόρευμα της αθηναϊκής αγοράς (93). Ο Επιμενίδης, ο εκ Κρήτης ιατρός, ο καθαρίσας τας Αθήνας από του Κυλωνείου άγους, ήτο διάσημος ποιητής *Αργούς ναυπηγίας, *Καθαρμών και *Χρησμών. Αν και εκοιμήθη 57 έτη εντός σπηλαίου, δύναται να θεωρηθή πραγματικώτερος παρά κάποιον άλλον όμοιον, τον Υπερβόρειον Άβαριν, όστις περιήλθε τον κόσμον μετά χρυσού — ή κατ' άλλους επί χρυσού — οϊστού { golden arrow } (94), όν έδωκεν εις αυτόν ο Απόλλων. Ο Άβαρις ενομίζετο ως προομηρικός· αλλά τα περίφημα αυτού ποιήματα εστηρίζοντο εις έργον ανθρώπου ιστορικού, Αριστέου του Προκοννησίου, το περί Αριμασπών έπος, το περιέχον αποκαλύψεις περί των Υπερβορείων και των γρυπών, γενομένας εν εκστάσει. Ο Αριστέας ενεφανίσθη εν Μεταποντίω, ενώ δις είχεν αποθάνει εν Προκοννήσω (95).
Και αυτοί μεν ήσαν οι παράσιτοι των Ορφικών· κύριον δε πρόσωπον φαίνεται ότι υπήρξεν ο Ονομάκριτος. Ούτος αφιερώθη εις την διεύθυνσιν της θρησκευτικής πολιτικής του Πεισιστράτου και του Ιππάρχου και την παραποίησιν ή έκδοσιν αρχαίων Ορφικών ποιημάτων. Και ουδέποτε μεν μνημονεύεται ως ποιητής αυτός, ουδ' ετιμάτο υπό των μεταγενεστέρων, ελέγετο δε ότι εφωράθη πλαστογραφών χρησμούς του Μουσαίου και εξωρίσθη κακός κακώς υπό του Ιππάρχου. Αλλ' όμως ο Ηρόδοτος (Ζ, 6) μαρτυρεί και τούτο, ότι κατόπιν ήτο φίλος [των Πεισιστρατιδών] κατά την εξορίαν των, ουδείς δε αρνείται ότι υπήρξε των σημαντικωτάτων ανδρών του έκτου π. Χ. αιώνος.
Προ του έκτου αιώνος ουδέν έχομεν καθαρώς Ορφικόν ποίημα, αλλά νομίζομεν ότι ανευρίσκομεν ίχνη της επιδράσεως ή ίσως του πνεύματος, εξ ού επήγασαν αυτά. Ο περίεργος εις την Εκάτην την μοννογενή ύμνος της Θεογονίας (στ. 411 κεξ.) δεν δύναται να ονομασθή ασφαλώς Ορφικός, αλλ' είναι αλλότριος της θρησκείας των Ησιοδείων επών. Αι παρ' Ομήρω μνείαι του Διονύσου φαίνονται νόθαι ή ουχί Ομηρικαί και τα περί αμαρτήματος και της τιμωρίας του Λυκούργου λεγόμενα μηνύουσι την ύπαρξιν Ορφικών θρύλων (96). Η αιωνία ποινή των αμαρτωλών εν τη Νεκυία φαίνεται Ορφική. Τοιούτο φαίνεται και το άλλο, ότι ο ήρως ουδένα των μακάρων είδε· και τούτο διότι δεν ήτο μεμυημένος. Ο εις τον Άρη και ο εις την Αθηνάν Ομηρικός ύμνος, ίσως δε και ο εις τον Ποσειδώνα, ενέχουσιν ίχνη μυστηρίων. Εκ δε των παλαιών επών η * Αλκμεωνίς έλεγε πολλά περί καθαρμών και περιείχε και επίκλησιν εις τον Ζαγρέα (97). Τα δε *Κορινθιακά του Ευμήλου δεικνύουσιν ομοίας τάσεις. Ο Εύμηλος ήτο των Βακχιαδών, η δε *Ευρωπία αυτού ανεφέρετο εις τον Διόνυσον, και επραγματεύετο τα Ορφικά θέματα της Μηδείας και της Τιτανομαχίας. Άλλα δε έπη, καθώς η *Μινυάς, είχον αποκαλύψεις περί του Άδου (98). Το σπουδαίον γεγονός είναι ότι η μυστική και «οργιαστική» του κόσμου ερμηνεία είχε πάντοτε υποφήτας εν Ελλάδι, καίτοι το κύριον ρεύμα της απιστίας, το διευθυνόμενον εξ Αθηνών, εχώρει πάντοτε αντιθέτως, τείνον να καταλάβη την έννοιαν των πραγμάτων διά μόνης της σκέψεως.
Το τέλος του παλαιού έπους επήλθεν ότ' εγεννήθη η ιδέα της συγγραφικής
ιδιοκτησίας. Ραψωδός ως ο Κύναιθος θα ηδύνατο να διασκευάζη τον Όμηρον, όν
απήγγελλε, χωρίς να έχη ανάγκην να δημοσιεύση τα έπη ως ιδικά του. Ο δε
Ονομάκριτος ηδύνατο να καταλογίζη την ιδικήν του θεολογίαν εις τον Ορφέα χωρίς
να διανοήται μήτε ν' απατήση κανένα, μήτε ν' αρνηθή τα εαυτού. Τοιαύτη
συνιδιοκτησία των λογοτεχνημάτων διήρκεσε μακρότερον επί του έπους ή του
μέλους. Αλλά κατά τον έκτον και πέμπτον αιώνα ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Ορφεύς
παρεμερίσθησαν υπό ζώντων αυθυπάρκτων ποιητών.
Πρώτος επικός ποιητής εν τη πραγματική ιστορία φέρεται ΠΕΙΣΑΝΔΡΟΣ ο εκ Καμείρου της Ρόδου, ο γράψας την * Ηράκλειαν. Η παράδοσις αναβιβάζει αυτόν εις παμπαλαίους χρόνους, αλλά πράγματι φαίνεται ότι ήτο ο «Όμηρος» της Ρόδου. Αυτά ταποσπάσματα φέρουσι την σφραγίδα του έκτου αιώνος, δηλαδή την ομολογίαν της αμαρτίας και την επίκλησιν του καθαρμού. Ο Πείσανδρος δεν μνημονεύεται κατά τους ενδόξους χρόνους· ίσως «ανεκαλύφθη» κατά την αρχαΐζουσαν τάσιν του τρίτου αιώνος, ως η παλαιοτάτη πηγή των δώδεκα του Ηρακλέους άθλων, της λεοντής και του ροπάλου (99). Τον Ηρακλή έλαβεν επίσης ως ήρωα και ο μάντις και ποιητής ΠΑΝΥΑΣ(Σ)ΙΣ ο Αλικαρνασσεύς. Το όνομα τούτο ήτο καρικόν, αλλ' ο Πανύασις ήτο θείος του Ηροδότου, εφονεύθη δε κατά τινα στάσιν εναντίον του Λυγδάμιδος, του Καρός τυράννου της πατρίδος του. Κατά τινα των Αλεξανδρέων κριτικών ο Πανύασις ήρχετο αμέσως μετά τον Όμηρον ως επικός ποιητής· κατ' άλλους δε τέταρτος, ήτοι μετά τον Ησίοδον και τον Αντίμαχον. Παρά Κοϊντιλιανώ [Χ, 1,56] φέρεται μεταξύ των δύο τούτων ποιητών — υπερτερών του μεν Ησιόδου κατά την υπόθεσιν, του δε Αντιμάχου κατά την πλοκήν. Τα αποσπάσματα δεν ομοιάζουσι προς Ομηρικά, αλλ' είναι δυνατά και εύμορφα. Κατά τύχην διεσώθησαν τρία τεμάχια, φέροντα κάπως τον τόνον της τότε συμποτικής ελεγείας. Κατά το έν τούτων το πρώτον κύπελλον ανήκει εις τας Χάριτας και τας Ώρας και τον Διόνυσον, το δεύτερον εις την Αφροδίτην και το τρίτον εις την Ύβριν και την Άτην.
6,10] Αλλά, πέπον, μέτρον γαρ έχεις γλυκεροίο ποτοίο,
στείχε παρά μνηστήν άλοχον, κοίμιζε δ' εταίρους.
{ and so you had better go home to your wedded wife!}
Μερικοί στίχοι δυσκόλως διαφεύγουσι την μνήμην του αναγνώστου
15] Τλη μεν Δημήτηρ, τλη δε κλυτός Αμφιγυήεις,
τλη δε Ποσειδάων, τλη δ' αργυρότοξος Απόλλων
ανδρί παρά θνητώ θητευέμεν εις ενιαυτόν.
{ Demeter bare, and the great Craftsman bare, Silver Apollo and Poseidon bare, To serve a year, a mortal master's thrall. }
ΧΟΙΡΙΛΟΣ ο Σάμιος ήτο επίσης φίλος του Ηροδότου και εμιμήθη αυτόν και τον Αισχύλον [ποιήσας *Περσηίδα ή Περσικά] ήτοι λαβών θέμα την περσικήν επιδρομήν και εγκωμιάσας τας Αθήνας. Μανθάνομεν δε ότι ηκολούθησε τον Λύσανδρον τον Σπαρτιάτην στρατηγόν — πιθανώς ως οικιακός ποιητής — και κατόπιν ότι μετέβη εις την αυλήν Αρχελάου του Μακεδόνος. Το έπος του Χοιρίλου ήτο το πρώτον «ιστορικόν», ως ημείς εννοούμεν την λέξιν ταύτην· σωζόμενον αυτού απόσπασμα παραπονείται ότι πάντα τα μυθικά θέματα είχον εξαντληθή (100). Ο δε νεώτερος Χοιρίλος, ο εγκωμιάσας τον Αλέξανδρον δι' αθλίων στίχων και διαβοηθείς ότι έλαβεν ένα χρυσούν Φίλιππον δι' έκαστον αυτών (101) — το αυτό ανέκδοτον λέγεται και περί άλλων — θα ήτο εγγονός εκείνου. Εάν δε πράγματι εποίησε το επιτύμβιον του Σαρδαναπάλλου, δεν ήτο κακός ποιητής, αν και το πρωτότυπον πεζόν ήτο καλύτερον.
Αντίζηλος Χοιρίλου του πρεσβυτέρου ήτο ΑΝΤΙΜΑΧΟΣ ο Κολοφώνιος, ο λόγιος ποιητής της *Θηβαΐδος, ο προςποιούμενος ότι περιφρονεί την δημοτικότητα και υπό πολλάς επόψεις Αλεξανδρεύς γεννηθείς προώρως. +Εννοείται ότι η Αλεξάνδρεια τον εθαύμαζε, θεωρούσα αυτόν, όπως και τον Εμπεδοκλή, διδάσκαλον της «αυστηράς αρμονίας» { the austere style, } και γενικώς έτασσεν αυτόν παρά τον Όμηρον, αν και ο Κοϊντιλιανός [Χ, Ι,53] αναφέρων την κρίσιν ταύτην παρατηρεί ότι άλλο σημαίνει να είναι τις εγγύς και άλλο δεύτερος. Τον Αντίμαχον συνδέει προς τον Πλάτωνα το ακόλουθον αόριστον ανέκδοτον. Ο Πλάτων έπεμψε τον μαθητήν του Ηρακλείδην να συλλέξη τα έργα του Αντιμάχου ή κατ' άλλους αυτός παρέμεινεν ακούων του Αντιμάχου, ενώ οι λοιποί ακροαταί αφήκαν το δωμάτιον κενόν· τότε ο Αντίμαχος είπε «Πλάτων είς εμοί χίλιοι» (102). { Plato to me is worth a thousand.} Περί τούτου συνέβησαν κατόπιν πολλαί φιλολογικαί συζητήσεις. Οι μεν φίλοι του σοφού έπους, όπως ο Απολλώνιος, εθεώρουν αυτό ως εγκώμιον του Αντιμάχου, ο δε Καλλίμαχος και ο Δούρις ως απλήν απόδειξιν του ισχυρισμού των, ότι ο Πλάτων ήτο αναρμόδιος της ποιήσεως κριτής. Τα πλείστα των αποσπασμάτων του Αντιμάχου είναι τόσον μικρά, ώστε δεν έχουσι διαφέρον, τα δε μακρότερα ή είναι γραμματικά ή αναφέρονται υπό του Αθηναίου μόνον εξ αφορμής διαφόρων αγγείων. Το ύφος εις ημάς τους νεωτέρους φαίνεται πενιχρόν και άκαμπτον, αλλά η ακαμψία αυτή και αι παράδοξοι λέξεις είναι τεχνηταί. Ο Αντίμαχος την αληθινήν του δόξαν ώφειλε μάλλον εις την ελεγείαν *Λύδην παρά την *Θηβαΐδα (103).
Ο Παυσανίας εν τέλει του έργου του [Ι' 38, 13] διηγείται, ότι ενώ Φαλύσιός τις εκινδύνευε να τυφλωθή, «ο εν Επιδαύρω πέμπει θεός Ανύτην την ποιήσασαν τα έπη, φέρουσαν σεσημασμένην δέλτον» προς αυτόν { the god sent to him Anyte, the epic poetess, with a sealed tablet }. Ο Φαλύσιος αναγνώσας την δέλτον, ανέλαβεν, αλλ' ημείς ουδέν άλλο γνωρίζομεν περί της ΑΝΥΤΗΣ ει μη μόνον ότι ήτο Τεγεάτις, και ότι ωνομάσθη θήλυς Όμηρος υπό του Αντιπάτρου του Θεσσαλονικέως (104) όστις παρέδωκε πολλά των επιγραμμάτων αυτής, αλλά πιθανόν και να μη ανέγνωσε τα έπη της.
Και ούτοι μεν είναι οι απόγονοι του Ομήρου. Οι δε του Ησιόδου είναι ποικιλώτεροι και αφανέστεροι. Το γενεαλογικόν έπος αναπτυσσόμενον εδιχάσθη· και ο μεν συνήθης αυτού τύπος εξηκολούθησε να ζη πολλαχού της Ελλάδος· τοιαύτα ελέγοντο τα Ναυπάκτια έπη, τα Κορινθιακά, τα Σαμιακά, τα Φωκαϊκά· αλλ' είτε φέρονται ανωνύμως, είτε αποδίδονται εις τοπικούς μυθώδεις ποιητάς, παραλλήλους του Ησιόδου, «Καρκίνον» τον Ναυπάκτιον, «Εύμηλον» τον Κορίνθιον, «Άσιον» τον Σάμιον (105). Ο δε τύπος Ηοίη εδημιούργησε την «ρωμαντικήν» ή ερωτικήν ελεγείαν. Η τοιαύτη ποίησις διαπλασσομένη υπό καλλιτεχνών ως ο Μίμνερμος, ο Αντίμαχος και ο Ερμησιάναξ, λαμβάνει την μορφήν καταλόγων παλαιών εραστών, ών τα τέκνα άλλοτε μεν αναφέρονται, άλλοτε δε όχι. Τα ποιήματα ταύτα είναι Ηοίαι άλλης απόψεως. Η δε διδακτική ποίησις του Ησιόδου αφ' ενός μεν ανεπτύχθη εις το ηθικόν ή γνωμικόν έπος του Φωκυλίδου, τα αποφθέγματα των Επτά σοφών και τας ελεγείας του Σόλωνος και του Θεόγνιδος, έπειτα δε τους ιάμβους Σημωνίδου του Αμοργίνου, του Αρχιλόχου και του Ιππώνακτος (βλ. κατωτ.). Αφ' ετέρου δ' έδωκεν αφορμήν εις την λογίαν περί φυσικής και γεωγραφίας ποίησιν. Αυτός ο Ησίοδος ελέγετο ποιήσας Αστρονομίαν και *Γης Περίοδον· αλλά τοιαύτα επικά θέματα δεν αποδίδονται εις ωρισμένους ποιητάς προ του τετάρτου αιώνος και δεν ήσαν αρεστά προ του Αράτου του Σολέως (περί τα 276 π. Χ.). Ο πρώτος αναφερόμενος αστρονομικός ποιητής Κλεόστρατος ο Τενέδιος, όστις παρετήρει τα άστρα εκ της Ίδης, φέρεται ότι έζη κατά την έκτην εκατονταετηρίδα. Πρώτον δε ιατρικόν ποίημα είναι ίσως το του Περιάνδρου κατά την τετάρτην. Τα δε περί μαγειρικής έπη, όσα αναφέρει ο Αθήναιος, ήσαν μάλλον παρωδίαι. Ο φοβερός γαστρίμαργος Αρχέστρατος ο εκ Γέλας ήτο σύγχρονος του Αριστοτέλους· επίσης δε ο Μάτρων. Ήτο τότε ο καιρός της μέσης κωμωδίας, ότε τα όψα και η μαγειρική ήσαν ανεγνωρισμένα ως θέματα τερπνά.
Αλλά το κύριον ρεύμα του διδακτικού έπους ενωρίς ήδη απέβη θρησκευτικόν. Ο Ησίοδος έπεσεν υπό την επήρειαν του Ορφέως· και αυτά δε τα παραδεδομένα έπη επηρεάσθησαν. Ο Κέρκωψ, ο λεγόμενος ως ο πραγματικός ποιητής Ησιοδείων τινών επών, έγραψε θρησκευτικόν βιβλίον και εκαλείτο Πυθαγόρειος· τούτο δε κατ' εκείνους τους χρόνους, ότε ο Πυθαγόρας ήτο αγέννητος, εσήμαινεν Ορφικός. Ο δε Εύμηλος εγίνωσκε τόσα περί του κόσμου, όσα θα ηδύνατο να μάθη μόνον παρά του Ονομακρίτου. Και αυτό δε το έπος του Αριστέου, όπερ ηδύνατο να λογισθή ως γεωγραφικόν, πρόδρομος των ποικίλων «Περιηγήσεων», είλκυε βεβαίως την προσοχήν διά των θαυμάτων και της θεολογίας.
Η Ορφική θεοσέβεια συνεκίνει κυρίως τον κοινόν λαόν και δεν επιφαίνεται εν τη λογοτεχνία· αλλά διακρίνομεν αυτήν οσάκις υποκινεί την φιλοσοφίαν. Αύτη εξηγεί τον Πυθαγόραν, τον σοφόν και ευσεβή άνδρα, όστις αποχαιρετίσας τον κόσμον, έγινεν ιερεύς ασκητικής αδελφότητος, πιστευούσης εις καθαρμόν και εις μυστήρια.
Η ανάδειξις χωριστού φιλοσοφικού έπους οφείλεται αμέσως εις την περίεργον πνευματικήν επανάστασιν του ΞΕΝΟΦΑΝΟΥΣ του Κολοφωνίου, μαθητού του Αναξιμάνδρου. Ο Ξενοφάνης διωχθείς υπό της περσικής επιδρομής του 546 π. Χ., ηναγκάζετο να πορίζεται τον άρτον ως ραψωδός· αλλά παρά του Αναξιμάνδρου είχε διδαχθή ότι όσα ερραψώδει ήσαν ψεύδη.
7] Πάντα θεοίσ' ανέθηκαν Όμηρος θ' Ησίοδός τε
όσσα παρ' ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν,
κλέπτειν μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν.
{ Homer and Hesiod fastened on the gods all that is a shame and a rebuke to man, thieving and adultery and the cheating one of another. }
Μετέβαλε το «άπειρον» του διδασκάλου του εις θεόν·
1] είς θεός εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος . . .
{ there is one God most high over men and gods }
2] ούλος ορά, ούλος δε νοεί, ούλος δε τ' ακούει.
{ all of him sees, thinks, and hears }
Έγραψε λοιπόν αληθινήν ποίησιν ιδικήν του — το μέγα διδακτικόν έπος *Περί φύσεως, ιστορικόν έπος *Κολοφώνος κτίσιν και Αποικισμόν εις Ελέαν εαυτού και των συνεξορίστων. Οι δ' 67 ενιαυτοί, ούς αναφέρει ότι παρήλθον,
24] βληστρίζοντες εμήν φροντίδ' αν' Ελλάδα γην,
{ tossed his troubled thoughts up and down Hellas }
φαίνεται ότι περιελάμβανον πολλούς χαλεπούς αγώνας κατά ωργανωμένης αντιδράσεως, της οποίας ηχώ έχομεν εν τοις *Σίλλοις. Ο Ξενοφάνης ούτε μέγας φιλόσοφος, ούτε μέγας ποιητής ήτο· αλλά το γεγονός, ότι κατ' αυτήν την επικράτησιν της επικής παραδόσεως εκήρυξε το ευαγγέλιον της ελευθέρας φιλοσοφίας και διελάλησε τολμηρώς όσα καθείς ησθάνετο κρυφίως, ανέδειξεν αυτόν μεγάλην δύναμιν εν τη ζωή και τη λογοτεχνία της Ελλάδος. Κίναι ίσως ο μόνος απροκάλυπτος θρησκευτικός επικριτής ο σωθείς εκ των αρχαίων χρόνων. Οι κατόπιν σκεπτικοί ή αδιάφοροι επροσποιούντο ότι εθεώρουν την περί θρησκείας ελευθεροστομίαν ως σκιαμαχίαν ή και ακαλαισθησίαν.
Το παράδειγμα του Ξενοφάνους ωδήγησε τον μέγαν εν τη φιλοσοφία μαθητήν αυτού να στιχουργήση τας αφηρημένας του δοξασίας. Το *Περί φύσεως έπος του ΠΑΡΜΕΝΙΔΟΥ ήτο διηρημένον εις δύο βιβλία, το μεν πρώτον περί αληθείας, το δε δεύτερον περί ψεύδους· είχε δε μυθολογικόν τέλος· η ανάβασις του ποιητού μετά των θυγατέρων του Ηλίου, αίτινες οδηγούσιν αυτόν διά των πυλών της Νυκτός και της Ημέρας εις το ιερόν της Σοφίας, προξενεί δυνατήν εντύπωσιν· το όλον όμως έργον θα ήτο προτιμότερον αν εγράφετο εις πεζόν λόγον.
Αλλ' αληθής ποιητής ήτο ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ο Ακραγαντίνος, ίσως τόσον μέγας, όσον ο θαυμαστής αυτού Λουκρήτιος (106), ειργάζετο δε και ωραιοτέραν ύλην. Διέπρεψε και ως πολίτης, πρωταγωνιστήσας υπέρ ελευθερίας κατά των τυράννων Θήρωνος και Θρασυδαίου. Αλλ' ο βίος του, καθώς και των συγγενών αυτού πνευμάτων, του Πυθαγόρου και κατόπιν Απολλωνίου του Τυανέως, εκαλύφθη διά θαυμάτων· εσταμάτησε τους ανέμους· απεξήρανε τεράστιον έλος· ανέστησε γυναίκα νεκράν· προείπε την ώραν ότε θ' ανεκαλείτο υπό των θεών και εξηφανίσθη χωρίς ν' αποθάνη. Οι αντίζηλοί του έλεγον ότι εξ απλής κενοδοξίας ερρίφθη εις την Αίτναν, όπως αφανίση παν ίχνος του και πιστευθή ως αθάνατος (107). Αλλά πώς λοιπόν εγνώσθη τούτο; Εφόρει χαλκάς «κρηπίδας» και το ηφαίστειον έρριψεν έξω μίαν! Υγιεστέρα παράδοσις έλεγεν ότι απέθανεν εξόριστος εν Πελοποννήσω· ο δε χαρακτήρ αυτού αφήκε βαθείαν εντύπωσιν εις το πνεύμα των Ελλήνων και των Αράβων. Περί του συστήματος αυτού λαλούμεν κατόπιν· αλλ' αληθής της ποιήσεως αυτού ζωή είναι η θαυματουργία· ιδού τι λέγει εξόριστος θεός [εν τω *Περί φύσεως 1]·
Έστιν ανάγκης χρήμα, θεών ψήφισμα παλαιόν
αΐδιον, πλατέεσσι κατεσφραγισμένον όρκοις
εύτε τις αμπλακίησι φόνω φίλα γυία μιήνη
αύτως ή επίορκον αμαρτήσας επομόσση
(δαίμων οίτε βίοιο λελόγχασι μακραίωνος)
τρις μεν μυρίας ώρας από μακάρων αλάλησθαι
γεινόμενον παντοία διά χρόνου είδεα θνητών.
{ There is an utterance of Fate, an ancient decree of the gods, everlasting, sealed with broad oaths ; when any being stains his hand with sin of heart or swears an oath of deceiving, aye, though he be a Spirit, whose life is for ever, for thrice ten thousand years he wanders away from the Blessed, growing, as the ages pass, through all the shapes of mortal things, passing from one to another of the weary ways of life.}
32] Αιθέριον γαρ σφε μένος πόντονδε διώκει
πόντος δ' ες χθονός ούδας απέπτυσε, γαία δ' ες αυγάς
ηελίου ακάμαντος, ο δ' αιθέρος έμβαλε δίναις,
άλλος δ' εξ άλλου δέχεται, στυγέονσι δε πάντες.
{The might of the Aether hunts him to the Sea, the Sea vomits him back to the floor of Earth, and Earth flings him to the fires of Helios the unwearied, and he to the whirlwinds of Aether. He is received of one after another, and abhorred of all. }
Ο Εμπεδοκλής ενεθυμείτο προηγουμένους βίους·
11] Ήδη γαρ ποτ' εγώ γενόμην κουρός τε κόρη τε
θάμνος τ' οιωνός τε και είν' αλί έλλοπος ιχθύς·
{I have been a youth and a maiden and a bush and a bird and a gleaming fish in the sea.}
απεστρέφετο δε την σφαγήν των ζώων προς τροφήν των ανθρώπων·
440] Ου παύσεσθε φόνοιο δυσηχέος; ουκ εσοράτε
αλλήλους δάπτοντες ακηδείησι νόοιο;
{Will ye never cease from the horror of bloodshedding? See ye not that ye devour your brethren, and your hearts reck not of it ?}
Αλλά κατ' αυτόν και η κυαμοφαγία είναι επίσης φοβερά·
δειλοί, πάνδειλοι, κυάμων από χείρας έχεσθε.
{Wretched, thrice-wretched, keep your hands from beans. }
Όχι διότι τα «κουκκιά» είναι τροφή ερεθιστική, αλλά διότι θρησκευτικώς ενομίζοντο ως ακάθαρτα (108).
Η χρήσις της λέξεως «λυρική» προς δήλωσιν πάσης ποιήσεως μη επικής και
δραματικής, είναι νέα και ανακριβής. Η λέξις σημαίνει ότι η ποίησις εψάλλετο προς
λύραν ή κατά μικράν επέκτασιν προς άλλο τι όργανον. Αλλά και το έπος κατ' αρχάς
εψάλλετο· ο «Όμηρος» εκράτει φόρμιγγα, ο δε «Ησίοδος» φόρμιγγα ή ράβδον. Εξ
άλλου δε η «λυρική» ελεγεία και ο ίαμβος ενωρίτατα ήρχισαν να παραλείπωσι την
μουσικήν. Πάσα ελληνική ποίησις επήγαζεν έκ τινος μορφής του μέλους, δηλαδή
λέξεων αρμοζομένων προς μουσικήν· αλλά βαθμηδόν τα ποικίλα είδη της
ποιήσεως ή απέρριψαν την μουσικήν, εφόσον εχρειάζοντο προσοχήν και
σαφήνειαν ιδεών, ή έπεσον έτι μάλλον υπό το κράτος της μουσικής, εφόσον
απέβλεπον εις την έκφρασιν αισθήματος αορίστου. Ώστε σπανίως δυνάμεθα να
είπωμεν, εάν ωρισμένοι στίχοι απηγγέλλοντο ή εψάλλοντο. Αι ελεγείαι του
Θεόγνιδος φαίνεται ότι εψάλλοντο κατά τα συμπόσια προς αυλόν. Αλλ' ο Πλάτων,
λαλών περί του Σόλωνος, μεταχειρίζεται οτέ μεν το άδειν, οτέ δε το ραψωδείν· τα
δύο κύρια διακριτικά του μέλους και του λόγου είναι η καλουμένη «στροφή» και η
επί μιας συλλαβής παράτασις της φωνής. Λόγου χάριν, ο πεντάμετρος, όστις
προήλθεν εκ του εξαμέτρου, λογιζομένης μιας μακράς συλλαβής ως δύο κατά το
τέλος εκάστου ημιστιχίου, είναι «λυρικώτερος» του απλού εξαμέτρου· και η
ελεγεία, ήν αποτελούσι ζεύγη εξαμέτρων και πενταμέτρων, είναι «λυρικωτέρα»
του ομοιομόρφου εξαμέτρου έπους. Αι ιαμβικαί στροφαί παράγουσιν
μεγαλοπρεπέστατον μέλος του Αισχύλου
(109), ενώ ο
κοινός ιαμβικός τρίμετρος είναι η εγγυτάτη προς τον πεζόν λόγον ποιητική
μορφή.
Περί των αρχαίων ελληνικών μελών υπάρχουσιν όλως ανακόλουθοι και αόριστοι ειδήσεις. Τα «σκόλια» ή συμποτικά άσματα είχον εκ παραδόσεως ωραιότατον μέλος, αλλά είναι άδηλον τίνος ποιητού. Ποικίλα δε αθλητικά μέλη, καλούμενα «νόμοι», καθώς ο «πολυκέφαλος νόμος», ο «αρμάτειος νόμος» (110) αποδίδονται εις «Όλυμπον» τον Φρύγα, όστις ελέγετο υιός Μαρσύου του Σατύρου, [ζων επί Μίδα του β', ήτοι περί τα 700 π. Χ.] δύσκολον δε είναι να πιστοποιηθή ως ιστορικόν πρόσωπον, απλώς επειδή επικαλείται «Όλυμπος ο νεώτερος». Τα δε λυρικά μέλη κατά μέγα μέρος ανάγονται εις τον ΤΕΡΠΑΝΔΡΟΝ τον εξ Αντίσσης της Λέσβου. Περί τούτου φέρονται δύο θρύλοι, διδακτικοί· ελέγετο δηλ. ότι αφού ο Ορφεύς κατεσπαράχθη — καθό Βακχική ενσάρκωσις — υπό των γυναικών της Θράκης, η κεφαλή του και η λύρα του ερρίφθησαν υπό των κυμάτων εις την πατρίδα του Τερπάνδρου. Ούτως ο Τέρπανδρος είναι ο αναπτύξας την αιολικήν ή εγχώριον ελληνικήν μουσικήν. Επίσης όμως ελέγετο ότι διδάσκαλον είχε Χρυσόθεμιν τον Κρήτα. Αλλ' η Κρήτη ήτο μία των πρώτων δωρικών αποικιών. Ούτως ο Τέρπανδρος συνενώνει την ιθαγενή έγχορδον μουσικήν μετά της μουσικής των Δωριέων κατακτητών. Παν ό,τι παραδίδεται περί αυτού, και αυτό το όνομά του (ο τέρπων τους άνδρας) φέρει μυθικήν χροιάν (111). Ούτω π. χ. ηύξησε τας χορδάς της λύρας από τεσσάρων εις επτά· εποίησεν επτά κιθαρωδικούς νόμους· είς ιδίως, καλούμενος «Τερπάνδρειος νόμος» είχεν επτά μέρη (112) αντί των τριών απλών, αρχής, μέσου και τέλους. Ενίκησε δε τετράκις εν Δελφοίς, πριν ακόμη ιδρυθή οιοσδήποτε αγών! Ήτο και ο πρώτος νικητής κατά τα Κάρνεια της Σπάρτης. Αλλά πάντες οι τοιούτοι αγώνες δεν κατεγράφοντο κατ' αρχάς, ο δε πρώτος νικητής συνήθως ήτο μυθώδης (113).
Το πόρισμα είναι ότι καθώς υπήρχον έπη, ούτως υπήρχον και μέλη πολλαχού της Ελλάδος προ των αρχαιοτάτων ημών μνημείων. Οι τοπικοί ρυθμοί ήσαν ποικίλοι και η αρμονία γενικώς εταξινομείτο γεωγραφικώς, η δωριστί, η φρυγιστί, η λυδιστί, η αιολιστί, η ιαστί αρμονία και ούτω καθεξής. Η τοιαύτη διαίρεσις φαίνεται εις ημάς άτεχνος, εξ άλλου όμως δεικνύει ότι ωρμήθη εξ ωρισμένης γνώσεως εκάστου είδους. Οι μαθηταί του Σωκράτους, οίτινες έβλεπον τα πάντα ως ηθικολόγοι, εφιλοσόφησαν πολλά περί της ηθικής αξίας εκάστης αρμονίας. Κατ' αυτούς η δωριστί το ανδρώδες εμφαίνει και μεγαλοπρεπές, η φρυγιστί ήτο αγρία και διεγερτική, η λυδιστί θηλυπρεπής, η δε αιολίς είχε «το γαύρον και ογκώδες» { turbulent chivalry}. Αλλά ταύτα φαίνονται αυθαίρετα· διότι ενώ ο Πλάτων περιλαμβάνει την ιαστί αρμονίαν εις τας «μαλάκας τε και συμποτικάς» { effeminate and bibulous } (114) ο μαθητής αυτού Ηρακλείδης ο Ποντικός λέγει «το της ιαστί γένος αρμονίας . . . . . αυστηρόν και σκληρόν» { austere and proud. } (115). Η Σωκρατική παράδοσις ανεύρισκεν ιδίως ηθικήν έννοιαν εις τας διαφοράς εγχόρδων και εμπνευστών οργάνων, ενώ δε η λύρα και η κιθάρα εθεωρούντο χρήσιμοι εις τους αγαθούς πολίτας, ο αυλός ή ο πλαγίαυλος ή ό,τι άλλο αντιστοιχεί προς τα διάφορα του αρχαίου «αυλού» είδη, ενομίζετο αρμόζων εις γυναίκας ή βαρβάρους. Και όμως ο αυλός ήτο το αγαπητόν όργανον των Σπαρτιατών, των Βοιωτών και των Δελφών· όσον και αν ετάρασσε τους ευαισθήτους Αθηναίους, ήρεσκεν εις τους Δωριείς· αλλ' ίσως εις ημάς θα εφαίνετο εντελώς ανούσιος.
Τα τοπικά γένη της μουσικής είχον και αντίστοιχα μετρικά γένη. Λόγου χάριν τα μέλη της Λέσβου και της Τέω παρέμειναν απλά· η μουσική δηλαδή εκείνη έθελγε και αγύμναστα ωτία. Οι δε συνήθεις ιωνικοί ρυθμοί και άπαξ ακουόμενοι, εφαίνοντο εξαίσιοι, αλλ' οι δωρικοί κάπως ήσαν τραχύτεροι, οι δε πολλοί των αιολικών ήσαν αισθητοί μόνον εις ολίγους μουσικωτέρους. Καθόλου οι σταθεροί κανόνες, η υπήχησις της ρυθμικής κινήσεως και η συνεχής αλλ' υποτεταγμένη μουσική, κατέστησε τους Έλληνας ικανούς να παράγωσι διά του μέτρου εντυπώσεις, τας οποίας ουδέ ο τολμηρότατος και μελωδικώτατος των Άγγλων ποιητών ουδέποτε θα ωνειρεύετο να πλησιάση. Κανέν ίσως άλλο των αρχαίων κατορθωμάτων δεν ευρίσκεται τόσον μακράν ημών, όσον το υψηλότερον λυρικόν ποίημα. Ανεπτύξαμεν αληθώς οι νεώτεροι την μουσικήν ως χωριστήν τέχνην και υπερέβημεν κατά πολύ τους Έλληνας εις τούτο, αλλ' αντί ποίας φοβεράς θυσίας!
Η ετυμολογία της λέξεως «έλεγος» είναι σκοτεινή. Ίσως αρχικώς ήτο μέτρον πένθιμον, συνοδευόμενον, οπότ' εψάλλετο, υπό αυλού. Αλλ' απαντά πρώτον επί πολεμικών ωδών και συν τω χρόνω κατήντησεν ο ειδικός του έρωτος στίχος.
Ο πρώτος γνωστός ελεγειακός, ο ΚΑΛΛΙΝΟΣ, ήτο Εφέσιος και έγραψε διάλεκτον μικρόν απέχουσαν των ιωνικών μερών του Ομήρου. Επολέμησε κατά των εισβαλόντων Κιμμερίων (περί τα 650 π. Χ.) και κατά της πόλεως Μαγνησίας. Συνεχρόνησε δε περίπου μετά του μεγάλου Αρχιλόχου, αλλ' ο μεν Καλλίνος ελάλει περί της Μαγνησίας ως μαχομένης, ο δε Αρχίλοχος εγίνωσκε την άλωσιν αυτής (116). Ο δε ΤΥΡΤΑΙΟΣ ο Αφιδναίος έγραψε χάριν των Σπαρτιατών επί του δευτέρου μεσσηνιακού πολέμου πολεμικάς ελεγείας, όπου λαλεί ως Δωριεύς ευπατρίδης, ως Σπαρτιάτης. Αλλ' επειδή υπήρχεν Άφιδνα και εν τη Αττική, καθώς εν τη Λακωνική, η αθηναϊκή κακολογία, τροποποιούσα παλαιόν ανέκδοτον, έπλασεν ότι δήθεν η Σπάρτη, στενοχωρουμένη δεινώς εκ του πολέμου, εζήτησεν εξ Αθηνών αρχηγόν και ότι οι Αθηναίοι απέστειλαν ένα χωλόν γραμματοδιδάσκαλον, όστις έδωκε τόσον θάρρος εις τους απηλπισμένους, ώστ' ενίκησαν (117). Ομοίως οι Σάμιοι διηγούντο ότι εδάνεισαν εις τους Πριηνείς μίαν μάντιδα προς βοήθειαν εναντίον των Καρών· ότι δηλαδή και μία γραία της Σάμου έφθανε να διδάξη τους Πριηνείς το πολεμείν! Ο Τυρταίος κατά την μεταγενεστέραν παράδοσιν την μη σπαρτιατικήν, καταντά πρόσωπον σχεδόν κωμικόν — λόγου χάριν κατά τα Μεσσηνιακά του Ριανού (του τρίτου π. Χ. αιώνος). Αλλά το δωρικόν αυτού όνομα, το γεγονός ότι αι ελεγείαι του εψάλλοντο εν Κρήτη ως και εν Πελοποννήσω και αι προς αυτόν απονεμόμεναι κατά τας λακωνικάς εορτάς τιμαί υπεμφαίνουσιν ότι ήτο προσωποποιία του δωρικού πολεμικού ελέγου και ότι παν ανώνυμον δωρικόν πολεμικόν άσμα εγίνετο ιδικόν του — λόγου χάριν οι ολίγον αρχαϊκοί στίχοι, ούς διέσωσεν ο Λυκούργος (118). Τα ποιήματα πιθανώς ήσαν κατ' αρχάς δωρικά· αλλά τα σωθέντα αποσπάσματα φέρουσιν ιωνικόν ένδυμα και μάλιστα νεώτερον. Η συλλογή περιέχει και έν αναπαιστικόν εμβατήριον, προέρχεται ο εξ Αλεξανδρείας και επιγράφεται «Ευνομία». (119)
Μέγιστος των ελεγειακών ποιητών είναι ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ ο Κολοφώνιος. Εδοξάσθη κυρίως διά την *Ναννώ, μακρόν ποίημα ή ποιητικήν συλλογήν περί έρωτος ή παλαιών ερωτικών μύθων, φέρουσαν το όνομα της ερωμένης του, ήτις ήτο αυλητρίς, όπως και αυτός ήτο αυλητής. Αλλά και οι πολεμικοί του στίχοι είναι τεχνικώτεροι των του Τυρταίου και του Καλλίνου (120). Ο Μίμνερμος πλην του έρωτος και της μάχης αισθάνεται βαθύτατα και την φύσιν. Ωραίον είναι λόγου χάριν το απόσπασμα [11]
Ηέλιος μεν γαρ πόνον έλλαχεν ήματα πάντα·
ουδέ κοτ' άμπαυσις γίγνεται ουδεμία
ίπποίσίν τε και αυτώ, επεί ροδοδάκτυλος Ηώς
Ωκεανόν προλιπούσ' ουρανόν εισαναβή.
Τον μεν γαρ διά κύμα φέρει πολυήρατος ευνή
κοιίλη, Ηφαίστου χερσίν εληλαμένη
χρυσού τιμήεντος υπόπτερος, άκρον εφ' ύδωρ
εύδονθ' αρπαλέως χώρου αφ' Εσπερίδων
γαίαν ες Αιθιόπων, ίνα δη θοόν άρμα και ίπποι
εκτάσ', όφρ' Ηώς ηριγένεια μόλη.
{ Surely the Sun has labour all his days, And never any respite, steeds nor god, Since Êos first, whose hands are rosy rays, Ocean forsook, and Heaven's high pathway trod; At night across the sea that wondrous bed Shell-hollow, beaten by Hephaistos' hand, Of winged gold and gorgeous, bears his head Half-waking on the wave, from eve's red strand To the Ethiop shore, where steeds and chariot are, Keen-mettled, waiting for the morning star» }
Η επίδρασις του Μιμνέρμου εμεγαλύνετο συν τω χρόνω και το σχέδιον της *Ναννούς παρέμεινεν ως δημιουργόν σπέρμα της μεγάλης ελεγειακής ποιήσεως της Αλεξανδρείας και των Ρωμαϊκών αυτής απομιμήσεων (121). Παν ό,τι έγραψεν ο Μίμνερμος έχει χρώμα και μελωδίαν, αλλά και πνεύμα όπου χρειάζεται, καθώς εν τη περιγραφή της αλώσεως της Σμύρνης (122).
Μετά τους μη αττικούς τούτους ποιητάς, ούς μόλις βλέπομεν ως σκιάς, θαυμάζομεν ακούοντες όσα διηγείτο η Αττική παράδοσις περί του ΣΟΛΩΝΟΣ, του υιού του Εξηκεστίβου (639-559 π. Χ.). Η παράδοσις είναι θρύλος μάλλον ή ιστορία, και αναφέρεται εις τα εξής· τας περιηγήσεις, την μανίαν του, και τας προς τον Πεισίστρατον συμφωνίας. Αι περιηγήσεις ήσαν πιθανώς κοινά εμπορικά ταξείδια, αλλ' απετέλουν ωραίον πλαίσιον διά την ελληνικήν αντίληψιν του περιπλανωμένου σοφού. Ακούομεν, εναντίον πάσης χρονολογίας, πώς συνήντησε τον πλουσιώτατον των βασιλέων, τον Κροίσον, όστις του επέδειξε τους θησαυρούς του και κατόπιν τον ηρώτησεν αν είδε κανένα «πάντων ολβιώτατον» { most fortunate } (123). Ο Σόλων ωνόμασε μερικούς αφανείς ανθρώπους, οίτινες αφού έπραξαν το καθήκον των, αγαπώμενοι υπό των πολιτών απέθανον άριστα. Και τότε μεν τα λόγια εκείνα εφάνησαν ανόητα, αλλά κατόπιν ωμολογήθη όλη των η αλήθεια υπ' αυτού του Κροίσου, ότε ο Κύρος ητοιμάζετο να τον καύση, και του Κύρου, όστις ακούσας το πράγμα, δεν εξετέλεσε την καταδίκην. Ο Σόλων ήτο στρατιωτικός και πολιτικός ανήρ, όστις νέος μεν έγραψεν ερωτικά ποιήματα, έπειτα δ' έστρεψε την στιχουργικήν του τέχνην εις πρακτικούς σκοπούς, κυκλοφορών πολιτικά ποιήματα, καθώς και οι μετά δύο αιώνας διάδοχοί του εκυκλοφόρουν πολιτικά φυλλάδια και λόγους. Άγνωστον είναι κατά πόσον το σύστημα τούτο ήτο δάνειον εκ των μεγάλων πόλεων της Ιωνίας ή ανεπτύχθη εκ της ιδίας αττικής πολιτικής ροπής. Του Σόλωνος σώζονται πολλά εκτενή αποσπάσματα ελεγειακά, ιαμβικά, και τροχαϊκά· πάντα βεβαίως έχουσι μεγάλην ιστορικήν σημασίαν, αλλά ως ποιήματα έχουσι την ακαμψίαν και την πεζότητα του πρακτικού ανθρώπου (124). Τούτων περιεργότατα είναι τα αναφερόμενα εις τον κατά των Μεγαρέων πόλεμον περί της κατοχής της Σαλαμίνος και εις την «σεισάχθειαν», την μεγάλην νομοθετικήν του Σόλωνος καινοτομίαν. Ως μεταρρυθμιστής ο Σόλων ηττήθη υπό των εκτάκτων του καιρού εκείνου δυσχερειών· επιζήσας είδε την πτώσιν του πολιτεύματος, όπερ ενομοθέτησεν, και την αύξησιν του Πεισιστράτου· αλλ' ο χαρακτήρ αυτού εφυλάχθη ζωηρός εν τη μνήμη των Αθηναίων, και παρέμεινεν ως τύπος αγαθού και μεγάλου νομοθέτου, όστις ηδύνατο, αλλ' ως τίμιος άνθρωπος, δεν ηθέλησε να τυραννεύση (125).
ΘΕΟΓΝΙΣ ο Μεγαρεύς (126), ο κάλλιστα σωζόμενος των ελεγειακών, χρεωστεί την αθανασίαν εις τα γνωμικά του, τα σύντομα αποφθέγματα πρακτικής φιλοσοφίας, άπερ οι αρχαίοι Έλληνες ωνόμαζον «γνώμας», οι δε Ρωμαίοι sententias. Τινά είναι απλώς ηθικά
255] Κάλλιστον το δικαιότατον λώστον δ' υγιαίνειν,
πράγμα δε τερπνότατον, την τις ερά, το τυχείν.
{ " Fairest is righteousness, and best is health, And sweetest is to win the heart's
desire."}
Άλλα είναι πικρά·
575 οι με φίλοι προδιδούσιν, επεί τον γ' εχθρόν αλεύμαι,
ώστε κυβερνήτης χοιράδας ειναλίας.
{ " Few men can cheat their haters, Kyrnos mine; Only true love is easy to betray! " }
Άλλα εκφράζουσι δίψαν προς εκδίκησιν·
361 Ανδρός τοι κραδίη μινύθει μέγα πήμα παθόντος,
Κύρν' αποτινυμένου δ' αύξεται εξοπίσω.
Ευ κώτιλλε τον εχθρόν· όταν δ' υποχείριος έλθη,
τείσαι μιν, πρόφασιν μηδεμίαν θέμενος.
{ " Drink while they drink, and, though thine heart be galled, Let no man living count the wounds of it: There comes a day for patience, and a day For deeds and joy, to all men and to thee! "}
Τα γνωμικά του Θεόγνιδος δεν είναι βρεφική τροφή. Ο Θέογνις είναι Δωριεύς ευπατρίδης, και σφοδρότατος φατριαστής πολιτείας ονομαστής διά τα κόμματα· πίνων αλύπητα, μισεί θανασίμως τους δημοκρατικούς, «των είη μέλαν αίμα πιείν» [349] { give him their black blood to drink } διότι εφόνευσαν τους φίλους του και τον εξώρισαν, συλήσαντες τα χρήματά του. Έκτοτε ο υπερήφανος ανήρ ηναγκάσθη να γράφη ποιήματα χάριν των ξενιζόντων αυτόν. Ούτω λέγεται ότι έγραψεν ελεγείαν «εις τους σωθέντας των Συρακοσίων εν τη πολιορκία». Τα σωζόμενα αποσπάσματα είν' εκρήξεις προσωπικού πάθους ή παραινέσεις, απευθυνόμεναι προ πάντων προς τον εταίρον αυτού Κύρνον. Η προς αυτόν σχέσις του Θεόγνιδος είναι χαρακτηριστική του Δωριέως στρατιώτου. Παραλαμβάνει μαζί του παίδα της αυτής κοινωνικής τάξεως, και τον διδάσκει «οία τε παιδί πατήρ» { like a father } (1049) όλα τα καθήκοντα του δωρικού ιπποτισμού· να πολεμή, να υπομένη σιωπών, να είναι πιστός εις την φιλίαν, να λέγη την αλήθειαν και να μη έχη σχέσεις προς κακούς [1164]. Είναι υπόχρεος να φέρη τον εταίρον οπίσω σώον ή ν' αποθάνη και αυτός· στενοχωρείται, ότι ο μικρός δεν ήλθεν εις ηλικίαν, ώστε να γίνη και αυτός καλός και άξιος Δωριεύς. Περί των λοιπών σχέσεων αυτού προς τον Κύρνον λέγομεν τόσον μόνον, ότι δεν υπήρχον γυναίκες εν τοις δωρικοίς στρατοπέδοις. Αληθώς, οι Δωριείς επιδρομείς εκόμισαν εις την Ελλάδα μείγμα τι αγαθού και πονηρού, όπερ ο γνήσιος Έλλην εθαύμαζεν ενίοτε υπέρ το δέον, καθόσον ήτο ξένον προς αυτόν — εγκράτειαν, αντοχήν, τραχύτητα, αλαζονείαν, αφοσίωσιν εις στενόν κύκλον φίλων και απολίτιστον ιδανικόν. Τα χειρόγραφα του Θεόγνιδος προέρχονται εκ συλλογής γενομένης χάριν των σχολείων κατά τον τρίτον αιώνα π. Χ. και φέρουσι παρεμβολάς χαρακτηριστικάς των διδακτικών βιβλίων. Ολόκληρα δηλαδή χωρία του Σόλωνος, του Μιμνέρμου, του Τυρταίου και άλλου ελεγειακού, του Ευήνου, κατ' αρχάς φερόμενα εν τη ώα χάριν παραβολής, παρεισέφρησαν εις το κείμενον· η δε τάξις των γνωμών συνεχύθη και ενίοτε έχομεν ηνωμένους δύο αρχικώς διαφόρους τύπους της αυτής γνώμης, ένα πρωτότυπον και ένα συντομώτερον. Αι γνώμαι πολλάκις έχουσι πολύ το αγέρωχον και δωρικόν, υπερβολήν μίσους και αγάπης και δόσιν συμβολισμού, ήτις αποδεικνύει τον Θέογνιν άξιον του ονόματος του ποιητού (127).
Η προς τας γνώμας τάσις κατέληξεν εις την δημιουργίαν των Επτά σοφών. Αυτοί ανέλαβον την πατρότητα των περιφερομένων παροιμιών και γνωμικών, του Γνώθι σαυτόν — όπερ επεγράφη επί του εν Δελφοίς ναού — του Μηδέν άγαν, του Εγγύη, πάρα δ' άτα { Surety; loss to follow } και των άλλων, όσα εφέροντο εις το στόμα του λαού. Αλλ' οι «σοφοί» εκείνοι δεν ήσαν πάντοτε και αγαθοί· το όνομα του τυράννου Περιάνδρου φέρεται επί τινων καταλόγων, το δε του αισυμνήτου Πιττακού επί πάντων· η δε σοφία των ήτο κυρίως φρόνησις. Των γνωμών τούτων ελέγετο ότι κατήρτισεν έκδοσιν Λόβων ο Αργείος, ρήτωρ του τετάρτου ίσως αιώνος. Αλλά και τα αινίγματα, καθώς αι γνώμαι, είναι είδος σοφίας· και πολλοί αρχαίοι γρίφοι αποδίδονται εις τον σοφόν Κλεόβουλον ή άλλως την Κλεοβουλίνην, λεγομένην θυγατέρα του Κλεοβούλου· ίσως είναι απλώς θηλυκή μορφή της σοφίας (128).
Την «γνώμην» έκαμαν δηκτικήν οι δύο συνηλικιώται, ΦΩΚΥΛΙΔΗΣ ο Μιλήσιος και ΔΗΜΟΔΟΚΟΣ ο Λέριος (περί τα 550 π. Χ.) Τα μόνα σωζόμενα τούτων έργα είν' επιγράμματα εν ελεγειακώ μέτρω. Ο Δημοδόκος αξιοί ότι ανεκάλυψε το εξής γονιμώτατον σκώμμα·
Και το δε Δημοδόκου· Χίοι κακοί· ουχ ο μεν, ός δ' ου,
πάντες πλην Προκλέους· και Προκλέης δε Χίος.
{ This, too, is of Demodocus : The Chians are bad; not this man good and that bad, but all bad, except Procles. And even Procles is a Chian! }
Του επιγράμματος τούτου υπάρχουσι πολλαί, ελληνικαί και λατινικαί απομιμήσεις, τελευταία δε είναι η του Πόρσωνος καταδίκη των Γερμανών φιλολόγων «πάντων, πλην του Hermann, αλλά και ο Hermann είναι Γερμανός!» Ο δε τρόπος της εισαγωγής «και τόδε Φωκυλίδεω» ή «Δημοδόκου», φαίνεται ότι εχρησίμευεν εις τους δυο ποιητάς, ως η μνεία του Κύρνου εις τον Θεόγνιν· ήτο δηλαδή σφραγίς, αποτυπούσα το όνομα του ποιητού. Υπό το όνομα του Φωκυλίδου έχομεν ποίημα 239 εξαμέτρων, περιέχον ηθικά παραγγέλματα, αλλ' ο Bernays (129) απέδειξεν αυτό έργον ελληνίζοντος Ιουδαίου, διότι λαλεί περί αναστάσεως και συμφωνεί προς το Δευτερονόμιον (κβ', 6) περί μη λήψεως των νεοσσών εκ των φωλεών (130).
ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ ο Αμοργίνος οφείλει την ιδιάζουσαν ορθογραφίαν του ονόματός του εις τους γραμματικούς, τους θέλοντας να διακρίνωσιν αυτόν από του ενδοξοτέρου ομωνύμου, Σιμωνίδου του Κείου (131). Αι ελεγείαι του, μεταξύ των οποίων υπήρχε και αρχαιολογία των Σαμίων, δεν υπάρχουσι πλέον, αλλ' ο Στοβαίος διέσωσεν εν τη Ανθολογία του ιαμβικόν ποίημα περί γυναικών — πιθανώς απάντησιν εις τα εξ αμάξης ποιήματα, όσα κατά τινας εορτάς αι χωρικαί γυναίκες απέτειναν αφόβως προς τους άνδρας. Ο Σημωνίδης παραβάλλει την αγαθήν γυναίκα προς την μέλισσαν, την φιλάρεσκον και σπάταλον προς «ίππον αβρήν» { like a mare} και ούτω καθεξής. Η «εξ υός τανύτριχος» { The pig-woman } είναι η άλουτος και άπλυτος (132).
Τρεις ήσαν οι ιαμβικοί ποιηταί οι καταριθμούμενοι εις τον Αλεξανδρεωτικόν κανόνα — ο Σημωνίδης, ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ. Αλλ' εξαιρουμένου ίσως του Ιππώνακτος, ουδείς ποιητής έγραψε μόνον ιάμβους. Η δ' εσωτερική συγγένεια, λόγου χάριν, του Θεόγνιδος και του Αρχιλόχου προς τον Ησίοδον αποδεικνύει ότι η μετρική κατάταξις δεν είχε μεγάλην σημασίαν. Πολλά δε των έργων του Σόλωνος εκ της υποθέσεώς των ηδύναντο aδιαφόρως να γραφώσιν είτε εις ελεγειακούς στίχους είτε εις ιαμβικούς. Το ιαμβείον φαίνεται συνδεόμενον προς λαϊκούς και οικογενειακούς θεούς, τον Διόνυσον και την Δήμητρα, καθώς το μεγαλοπρεπές εξάμετρον προς τον Απόλλωνα και τον Δία. Είναι δε το ιαμβείον το πλησιέστερον εις τον συνήθη λόγον μέτρον· ελληνικός ρητορικός λόγος, ως και αγγλική εφημερίς, έχει πολλούς ιαμβικούς στίχους εν μια στήλη. Τοιουτοτρόπως το ιαμβείον εξυπηρέτησε τον ελληνικόν δραματικόν διάλογον και άλλον αδιακόπως ευρυνόμενον κύκλον θεμάτων, όπου βαθμηδόν εισήλθεν. Ο Ευριπίδης, λόγου χάριν, όστις έβλεπε ποίησιν και έννοιαν υπό πάσαν πέτραν των οδών, εύρισκε το ιαμβικόν τρίμετρον ευχερέστερον και αυτού του πεζού λόγου. Αλλ' ότε κατά πρώτον εστιχουργήθη τούτο, είχε σκωπτικήν χροιάν.
ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ο Πάριος (περί τα 650 π. Χ;) επεσκίασε πάντας τους προγενεστέρους ιαμβογράφους και εθεωρείτο κοινώς ως ο άριστος, τασσόμενος πλησίον του Ομήρου. Η τοιαύτη δόξα είχε δύο λόγους· πρώτον, ένα φιλολογικόν πόλεμον εν Αλεξανδρεία, και δεύτερον, ότι ο Αρχίλοχος εν τω κύκλω του δεν είχεν αντιπάλους. Και τα ολιγοστά του αποσπάσματα (133) δικαιολογούσι την κρίσιν του Κοϊντιλιανού, [Χ,1,16] «βραχείαι και ισχυραί αι γνώμαι, πλήρεις αίματος και νεύρων, ώστε τινές νομίζουσιν ότι και οσάκις ελαττούται, το σφάλμα είναι της ύλης (των ποιημάτων) ουχί της ευφυίας αυτού». Τούτο έχει, εννοείται, άλλον λόγον. Ο Αρχίλοχος ήτο των δυνατών εκείνων ανδρών, όσοι δεν ανέχονται την ήτταν. Δεν αγαπά την μεγαλοπρέπειαν των πραγμάτων, θέλει θέματα τοιαύτα, ώστε να αισθάνεται την υπεροχήν του. Πλην των λυσσαλέων ιάμβων, και οι μικρότατοί του στίχοι έχουσιν αγρίαν καλλονήν·
κρύπτωμεν δ' ανιηρά Ποσειδάωνος άνακτος δώρα
{ Oh, hide the bitter gifts of our lord Poseidon! }
λέγει, εννοών «ας θάψωμεν τους πνιγμένους μας συντρόφους»·
Εν δορί μεν μοι μάζα μεμαγμένη, εν δορί ο οίνος
Ισμαρικός, πίνω ο εν δορί κεκλιμένος·
τούτο είναι καύχημα ληστού.
{ In my spear is kneaded bread, in my spear is wine of Ismarus ; and I lie upon my spear as I drink! }
Επτά γαρ νεκρών πεσόντων, ούς εμάρψαμεν ποσίν,
χίλιοι φονήες ειμέν.
{ There were seven dead men trampled under foot, and we were a thousand murderers! }
Τι σημαίνει άρα γε τούτο; δύναται να εικάση τις πολλά. Αλλ' οι ολίγοι ερωτικοί του στίχοι δεικνύουσι την μεγάλην από της Σαπφούς διαφοράν. Το φλογερόν και ωχρόν πάθος, όπερ εκφράζεται σχεδόν όλον εις γλώσσαν φυσικήν, ημπορεί να φαίνεται ωραίον εντός καρδίας όπως η ιδική της· αλλά τι άγριον και απροσπέλαστον πράγμα καταντά εντός της ψυχής του πικραμένου τούτου μισθοφόρου! Η φοβερά έντασις του αισθήματος και του νου του παριστάνουσιν ενίοτε αυτόν ως τον αθλιώτατον των αθλίων αυτού συντρόφων. Περί του βίου του ολίγα μανθάνομεν. Ηναγκάσθη ν' αφήση την Πάρον — δύναται να υποθέση τις και άλλους σπουδαιοτέρους λόγους εκτός της φερομένης αυτού πενίας — και αποκατεστάθη εις την Θάσον μετ' άλλων τυχοδιωκτών·
ως Πανελλήνων οϊζύς ες Θάσον συνέδραμον
{ a wretched island, bare and rough as a hog's back in the sea}
Κατά τινα μάχην προς τους κατοίκους της απέναντι στερεάς έρριψε την ασπίδα τρεπόμενος εις φυγήν, και κατόπιν έλεγε κωμικούς αστεϊσμούς διά το πάθημά του. Είχε μνηστευθή μετά της Νεοβούλης, θυγατρός σεβαστού πολίτου της Πάρου, του Λυκάμβου. Αλλ' ο Λυκάμβης διέλυσε την μνηστείαν, ο δε Αρχίλοχος ελύσσα καθ' όλην του την ζωήν εναντίον του πατρός και της κόρης. Οι μεταγενέστεροι έλεγον ότι και οι δύο εκρεμάσθησαν. Ο Αρχίλοχος δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εν τη Πάρω· η εν Θάσω αποικία είχεν αποτύχει· εδίωκε λοιπόν την τύχην, ζων πότε ως στρατιώτης και πότε ως πειρατής, μέχρις ού εσκοτώθη πολεμών κατά της Νάξου.
Ειμί δ' εγώ θεράπων μεν Ενυαλίοιο άνακτος
και Μουσέων ερατόν δώρον επιστάμενος.
{ I am a servant of the lord god of war, and I know the lovely gift of the Muses! }
Ο Αρχίλοχος επολέμει και έγραφε στίχους εξαισίους. Αλλά φαίνεται ότι ουδέν άλλο καλόν ηδύνατο να κάμη (134).
Πολύ κατώτερος του Αρχιλόχου ήτο ΙΠΠΩΝΑΞ ο Εφέσιος. Η παράδοσις παρίστανεν αυτόν επαίτην, χωλόν, στρεβλώσαντα εαυτόν και ευρόντα τον σκάζοντα ίαμβον { halting iambic}, ήτοι τρίμετρον διάστροφον, έχοντα τον τελευταίον πόδα παρά πάσαν του αναγώστου προςδοκίαν σπονδείον ή τροχαίον. Πάντα τα έργα του Ιππώνακτος ήσαν υβριστικά. Εμαστίγωσε δε προ πάντων τους καλλιτέχνας Βούπαλον και Άθηνιν, επειδή τον είχον γελοιογραφήσει· επετέθη δ' εννοείται, και κατά των γυναικών.
Δυ ημέραι γυναικός εισιν ήδισται,
Όταν γαμή τις κακφέρη τεθνηκυίαν
(135).
{ A woman gives a man two days of pleasure: the day he marries her, and the day he carries out her corpse! }
Οι αρχαιότεροι ιαμβογράφοι δεν είχον πολύ πνεύμα, έδιδον μόνον δυνατά κτυπήματα διά λέξεων αντί ράβδων και πετρών (136). Οι δε των ενδόξων χρόνων, ο Έρμιππος, ο Κερκιδάς και ο Αισχρίων, δεν εθαυμάζοντο, καθώς φαίνεται, εν Αλεξανδρεία.
Άλλο είδος ιαμβικής ποιήσεως, ο αίνος, ο περί ζώων μύθος, ανεπτύχθη κυρίως υπό το όνομα του Αισώπου. Ο ΑΙΣΩΠΟΣ φαίνεται μάλλον μυθικός, όπως ο Κέρκωψ και ο Κρεώφυλος, επινοηθείς διά ν' αποκτήσωσι πατέρα και οι μύθοι. Ήτο ξένος δούλος — εκ της Θράκης, της Φρυγίας ή της Αιθιοπίας — δουλεύων εις του αυτού κυρίου τον οίκον, όπου και η Ροδώπις, η εταίρα, η καταστρέψασα της Σαπφούς τον αδελφόν· εφονεύθη δε ο Αίσωπος εν Δελφοίς. Οι Δελφοί αναφέρονται συχνά προκειμένου περί τάφων ή θανάτων επιφανών ανδρών· είχον τους τάφους του Νεοπτολέμου και του Ησιόδου, οίτινες είλκυον πολλούς θεατάς· διά δε τον φόνον του εμπνευσμένου του Απόλλωνος λειτουργού, του Αρχιλόχου, εζήτουν αποζημίωσιν παρά του φονέως. Αλλά, προκειμένου περί του Αισώπου, κάποιος απόγονος του κυρίου του, Ιάδμων, έλαβε τον φόνον αυτού ως βάσιν, όπως αξιώση αποζημίωσιν παρά των Δελφών· είναι λοιπόν δύσκολον να εννοήσωμεν, πώς αντεστράφη το διήγημα. Κατά την παράδοσιν ο Αίσωπος ωμίλησε μετά του Κροίσου και των Επτά σοφών· ο δε Αριστοφάνης λέγει κωμικώς [Όρν. 471] «ουδ' Αίσωπον πεπάτηκας». { a jocular reproach, not to have 'trodden well' your Aesop}. Οπωςδήποτε ο Αίσωπος δεν ήτο ποιητής, αλλ' ο μυθικός ευρετής ιδίου τύπου διηγήματος, όπερ οιοςδήποτε ηδύνατο να στιχουργή, καθώς έκαμεν ο Σωκράτης (137), ή να συλλέξη εν πεζώ λόγω, καθώς ο Δημήτριος ο Φαληρεύς. Αι παλαιοτάται των ημετέρων συλλογών είναι οι ίαμβοι του Φαίδρου, αι λατινικαί ελεγείαι του Αβιανού και οι σκάζοντες του Βαβρίου, και οι τρεις χριστιανικών χρόνων.
Το κυρίως άσμα, το μέλος, των αρχαίων διαιρείται εις δύο, α') το ίδιον του ποιητού
άσμα και β') το χορικόν άσμα, δηλαδή των υπ' αυτού διδαχθέντων χορευτών.
Υπάρχουσι λείψανα παλαιών δημοτικών μελών, όλως αδεσπότων εις ποικίλους
ήχους· π. χ. το άσμα του μύλου — καθαυτό τραγούδι διά να περνά η ώρα —
Άλει, μύλε, άλει
Και γαρ Πιττακό άλει, μεγάλας
Μυτιλάνας βασιλεύων
{ Grind, Mill, grind; Even Pittacus grinds; Who is king of the great Mytilene }
και το Χελιδόνισμα όπερ έψαλλον κατά την άνοιξιν περιερχόμενα τα παιδία της Ρόδου. Κάπως υψηλότερα τούτων ήσαν τα Σκόλια, άσματα συμποτικά, εξ ών εμορφώθη χωριστή μελωδία εις τέσσαρας στίχους κατά την Λεσβίαν μετρικήν. Τούτων περιφημότατατον είναι το εις Αρμόδιον και Αριστογείτονα σκόλιον, αλλά πάντα σχεδόν τα σωζόμενα λείψανα είναι ωραία έργα, το δε
Αιαί, Λειψύδριον προδωσέταιρον,
οίους άνδρας απώλεσας, μάχεσθαι
αγαθούς τε και ευπατρίδας
οί τότ' έδειξαν οίων πατέρων έσαν·
{ Ah, Leipsydrion, false to them who loved thee, . . .}
το άσμα των εξορίστων, οίτινες ήλθον εις τον βράχον εκείνον φεύγοντες τον Πεισίστρατον, είναι καθαυτό θελκτικόν (138).
Το Λέσβιον μέλος κατά το τέλος του εβδόμου αιώνος εκορυφώθη εις δύο ονόματα, τον Αλκαίον και την Σαπφώ (139). Αλλ' η γυνή ενίκησε τον άνδρα, αν μη κατ' αλήθειαν, τουλάχιστον κατά την αντίληψιν των επιγενομένων. Μετ' αυτήν ολόκληρος εσμός ποιητριών εξεχύθη εκ διαφόρων της Ελλάδος μερών, η Κόριννα και η Μυρτίς εκ Βοιωτίας, η Τελέσιλλα εξ Άργους, η Πράξιλλα εκ Σικυώνος, η δε Ήριννα, [η κατά Σουίδαν «εταίρα Σαπφούς και ομόχρονος» κατά τον Ευσέβιον ήκμαζε] περί τα μέσα του τετάρτου αιώνος (140).
Ο ΑΛΚΑΙΟΣ κατέτριψε την ζωήν πολεμών, πρώτον μεν κατά των Αθηναίων περί της κατοχής του Σιγείου, όπου και αυτός, καθώς ο Αρχίλοχος, έρριψε την ασπίδα, ήν οι εχθροί αφιέρωσαν εις την Αθηνάν, έπειτα δε κατά του δημοκρατικού τυράννου Μελάγχρου και του διαδόχου αυτού Μυρτίλου. Αλλ' εν τέλει οι Μυτιληναίοι έθεσαν πέρας εις τον εμφύλιον σπαραγμόν, αναδείξαντες «αισυμνήτην» τον «σοφόν» Πιττακόν, τότε δε ο Αλκαίος εξωρίσθη. Έκτοτε υπηρέτει ως μισθοφόρος εν Αιγύπτω και αλλαχού, ο δε αδελφός του Αντιμενίδας εν Βαβυλώνι, οπόθεν και επανήλθε
λάβαν του ξίφεος χρυσοδέταν έχων,
αφού παλαίσας εφόνευσεν ένα Ιουδαίον ή Αιγύπτιον γίγαντα. Κατόπιν ο ποιητής έτυχεν αμνηστίας και ανεκλήθη. Τα έργα του εν Αλεξανδρεία διηρούντο εις δέκα βιβλία· ήσαν δε πάντα ποιήματα χάριν ευκαιριών, ύμνοι, στασιωτικά (δηλαδή φατριαστικά), συμποτικά και ερωτικά. Την κυρίαν του Αλκαίου δύναμιν φαίνεται ότι απετέλουν αι πολιτικαί και προσωπικαί αναμνήσεις, τα βάσανα των πλανών της εξορίας και των εκστρατειών, η gravis militia, καθώς λέγει Ο Οράτιος [Carm. Ι,18,5]. Η Σαπφώ και ο Αλκαίος απεικονίζονται ομού επί πολλών αγγείων και ο θρύλος περί ειδυλλίου μεταξύ των ήτο αναπόφευκτος. Η παράδοσις εφύλαξεν ωραίαν αυτού φράσιν εν μέτρω Σαπφικώ «Ιόπλοκ' άγνα, μελλιχόμειδε Σάπφοί», { Thou violet-crowned, pure, softly-smiling Sappho, } και απάντησιν της Σαπφούς εν Αλκαϊκώ μέτρω — λεπτόν αμοιβαίον φιλοφρόνημα (141). Πας του Αλκαίου στίχος έχει χάριν περισσήν, η δ' εξ αυτού ονομασθείσα στροφή είν' εξαίσιον μετρικόν επινόημα. Ο λόγος του ρέει αυτομάτως και μελωδικώς και φαίνεται πηγάζων αμέσως από καρδίας εκχειλιζούσης ως η του Αρχιλόχου, αλλά πολύ ευγενεστέρας. Ο Αλκαίος είναι υπερήφανος Αιολεύς ευπατρίδης, ελευθέριος, φιλοπότης, ελευθερόστομος, περιπαθής· καίτοι δ' επολέμησεν αντί μισθού κατά τας ημέρας της δυστυχίας, ουδέποτε φαίνεται και ότι έγραψεν αντί μισθού (142).
Η νεωτέρα αυτού ΣΑΠΦΩ — το όνομα φέρεται διαφόρως Ψάπφα, και Ψάπφω (143), — γεννηθείσα εν Ερέσω της Λέσβου, διαμένουσα δε εν Μυτιλήνη, συνεμερίσθη τας πολιτικάς τύχας της φατρίας του Αλκαίου [κατά το Πάριον χρονικόν φυγούσα εις Σικελίαν]. Μανθάνομεν ότι είχε σύζυγον εξ Άνδρου, — το όνομά του Κερκώλας δεν είναι βέβαιον, — και θυγατέρα Κληίδα, ής η ύπαρξις ίσως υπετέθη σφαλερώς εκ των στίχων [84 (76)]
Έστι μοι κάλα πάις, χρυσίοισιν ανθέμοισιν
εμφέρην έχοισα μόρφαν, Κλήις αγαπάτα.
{ I have a fair little child, with a shape like a golden flower, Kle4is, my darling! }
Η Σαπφώ φαίνεται προϊσταμένη ομίλου ποιητριών και μαθητριών, συνδεομένων διά ισχυράς φιλίας και αγάπης, κύκλου κατά Μάξιμον τον Τύριον ομοίου προς τους μαθητάς του Σωκράτους. Έγραψε δε εις ποικιλωτάτους ρυθμούς, αλλά πάντα τα σωζόμενα ολίγα αποσπάσματά της φέρουσι βαθύν προσωπικόν τύπον. Όταν τεθή παραπλεύρως του Αλκαίου, αμέσως αισθανόμεθα την γυναίκα. Ο μεν Αλκαίος παθαίνεται χάριν του πολέμου, του πότου, των κινδύνων, και της πολιτικής· η δε Σαπφώ χάριν προσωπικής αγάπης τρυφεράς και ενδομύχου· οι υποβλητικοί στίχοι, όπου διαγράφει την φύσιν, η θαυμασία σύγκρισις [κόρης, ήτις έμενεν άγαμος, προς το μήλον το επί της κορυφής του δένδρου]
οίον το γλυκύμαλον ερεύθεται άκρω επ' ύσδω
άκρον επ' ακροτάτω, λελάθοντο δε μαλοδρόπηες·
ου μάν εκλελάθοντ' αλλ' ουκ εδύναντ' επίεσθαι·
{ Like the one sweet apple very red, up high on the highest bough, that the apple-gatherers have forgotten; no, not forgotten, but could never reach so far }
είναι ίσως ευμορφότερα και αυτών των ερωτικών ασμάτων, όσα ανέδειξαν αθάνατον το όνομα της Σαπφούς. Και δεν πρέπει μεν να υπερτιμώμεν τα παραδιδόμενα περισσά προς την Σαπφώ φιλοφρονήματα — ωνομάζετο κατ' εξοχήν «ποιήτρια», ως ο Όμηρος «ποιητής», «δεκάτη μούσα», «Πιερία μέλισσα», ο δε σοφός Σόλων ηύχετο να μάθη έν άσμα της Σαπφούς και κατόπιν ν' αποθάνη — αλλά βέβαιον είναι ότι η Σαπφώ αμέσως μετά θάνατον εγνωρίζετο και εθαυμάζετο καθ' όλην την Ελλάδα· πάσα δε απαθής κρίσις πρέπει να oμολογήση ότι η ερωτική αυτής ποίησις, έστω και περιωρισμένη, έχει απαράμιλλον λαμπρότητα εις την έκφρασιν του πάθους, όπερ είναι εντονώτερον ή ώστε να περιέχη και χαράν, σοβαρώτερον ή ώστε να δεχθή μεταφοράν ή διακόσμησιν (144). Αλλά δυστυχώς η απαθής κρίσις είναι σπάνιον φυτόν. Ακόρεστος ήτο η περιεργία των μεταγενεστέρων περί της γυναικός, ήτις, ενώ δεν ήτο «εταίρα», εν τούτοις εδημοσίευσε περιπαθείς ερωτικούς στίχους· η Σαπφώ λοιπόν κατήντησε μυθιστορική ηρωίνη· λόγου χάριν, ανέφερε κάπου τον βράχον της Λευκάδος· τούτο έφθανεν· εκ του βράχου εκείνου εκρημνίσθησαν άλλοι μυθικοί ήρωες· και αυτή λοιπόν εκρημνίσθη εξ άπαντος ένεκεν ανεκπληρώτου πάθους! Κατόπιν επήλθεν η προς τα ερωτικά κλίσις, η απερίσκεπτος ευθυμία της αττικής κωμωδίας και η διεφθαρμένη της Ρώμης φαντασία. Αλλά σήμερον ημείς ματαιοπονούμεν συζητούντες περί της τιμιότητος γυναικός, ήτις έζη προ 2500 ετών εν κοινωνία, περί της οποίας δεν έχομεν καμμίαν σχεδόν είδησιν. Είναι φανερόν ότι η Σαπφώ ήτο «σεβαστόν πρόσωπον» εν Λέσβω· δεν υπάρχει δ' ενωρίς αξιόπιστος μαρτυρία, ότι τα Λεσβία ήθη ήσαν έκλυτα. Είναι αλήθεια, ότι τα ποιήματά της αποτείνονται προς τας φίλας λίαν περιπαθώς, αλλά πριν να δεχθώμεν αυτά ως βασίμους μαρτυρίας, έχομεν να λύσωμεν δωδεκάδας ζητημάτων. Π. χ. είναι η δείνα λέξις ορθή; η Σαπφώ λαλεί αφ' εαυτής, ή δραματικώς; χάριν ποίας ευκαιρίας εγράφησαν οι στίχοι και δεν είναι άρα γε απλά ποιητικά πλάσματα κατά τον τρόπον των προς τον Λύκον ωδών του Αλκαίου ή, κατόπιν, του Θεόγνιδος προς τον Κύρνον; (145).
Ουδεμίαν επιζητεί του χαρακτήρος του υπεράσπισιν ΑΝΑΚΡΕΩΝ ο Τήιος· καίτοι, αφού έζησε μετά καλών συντρόφων μέχρι των 85 ετών, ήτο αδύνατον να ήτο τόσον έκλυτος, όσον αυτός θέλει να πιστεύσωμεν. Η ποίησίς του επήγαζεν εκ των Λεσβίων ποιητών και των σκολίων του συμπολίτου του Πυθέρμου. Τω 545 π. Χ. έφυγεν εκ της πατρίδος του ένεκα της περσικής επιδρομής, και εγκατεστάθη εις τα Άβδηρα, την εν Θράκη αποικίαν των Τηίων· εκεί είδεν ολίγην μάχην, όπου, καθώς επιμελώς διηγείτο, έπαθεν ό,τι και ο Αρχίλοχος και ο Αλκαίος· τέλος εκολλήθη εις πολλούς ηγεμονικούς φίλους, τον Πολυκράτη εν Σάμω, τον Ίππαρχον εν Αθήναις, Εχεκράτη τον Αλευάδην εν Θεσσαλία. Των έργων αυτού, ελεγειών, επιγραμμάτων, ιάμβων και ωδών, εν Αλεξανδρεία υπήρχον πέντε βιβλία· ημείς έχομεν έν απόσπασμα σαρκαστικόν [το κατά του πονηρού Αρτέμωνος] και πολλάς βακχικάς και ερωτικάς ωδάς, αποτεινομένας ιδίως προς τον εταίρον αυτού Βάθυλλον. Πάντα ήσαν δημοτικώτατα και εγέννησαν πλείστας απομιμήσεις κατά πάσας τας περιόδους ελληνικής λογοτεχνίας· ούτως έχομεν Ανακρεόντεια ποικίλων χρόνων από του τρίτου αιώνος π. Χ. μέχρι της αναγεννήσεως. Τα Ανακρεόντεια είναι αθώα πάσης νοθείας· λ. χ. έν παριστάνει τον Ανακρέοντα φαινόμενον εις το όνειρον του ποιητού του· άλλων ο ποιητής απλώς λαμβάνει την λύραν του Ανακρέοντος, ίνα ψάλη τον έρωτά του προς «νεώτερον Βάθυλλον». Η διάλεκτος, η παράστασις του Έρωτος ως ανησύχου παιδαρίου, αι προσωποποιίαι, αι περιγραφαί καλλιτεχνημάτων, πάντα είναι μαρτύρια μεταγενεστέρων χρόνων. Αλλ' όμως αναμφίβολος είναι η σπανία χάρις των ποιημάτων τούτων, αληθινών και ψευδών. Ο Ανακρέων διακρίνεται μεταξύ των Ελλήνων διά την ρέουσαν ευκολίαν του ρυθμού, της σκέψεως και της φράσεως. Τον κατανοεί και παιδίον, είναι δε μουσικώτατος. Αλλά τα μη γνήσια ποιήματα είναι πλέον Ανακρεόντεια ή αυτός ο Ανακρέων. Συγκρινόμενος προς αυτά ο γνήσιος Ανακρέων έχει πολλήν ποικιλίαν θεμάτων και ρυθμών, ακόμη δε και αρκετήν μεγαλοπρέπειαν και εγκράτειαν της έκτης εκατονταετηρίδος. Πιθανώτατα δε η όλη περί του ανθρώπου έννοια ημών θα ήτο υψηλοτέρα, εάν έλειπον αι αδιάκοποι απομιμήσεις, αίτινες καθώρισαν τον Ανακρέοντα ως τύπον γέροντος ευθύμου και ερωτύλου (146).
Οι τρεις ούτοι ποιηταί παριστώσι την προσωπικήν λυρικήν ποίησιν της Ελλάδος. Ο Αλκαίος περικλείει πάσαν εκδήλωσιν ανησύχου και ίσως πατριωτικού βίου. Η Σαπφώ εκφράζει μετά φλεγούσης αγωνίας την εσωτερικήν ζωήν, τα συνήθως σιωπηλά πάθη. Ο Ανακρέων σκορπίζει ελαφρά τεμάχια ωδών, αναφερόμενα εις απλήν διασκέδασιν των αισθήσεων ή της φαντασίας. Αλλ' η προσωπική ωδή δεν έφθασε ποτέ το καλλιτεχνικόν μεγαλείον, τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά ύψη του χορικού άσματος. Είναι δε δηλωτικόν της ημετέρας αδυναμίας προς εντελή κατανόησιν της ελληνικής ποιήσεως τούτο, ότι συνήθως ημείς προτιμώμεν μάλλον εκείνο το είδος, όπερ ολόκληρος η αρχαιότης εθεώρει ως ευκολώτερον και υποδεέστερον.
Πλην της προσωπικής λυρικής υπήρχε βεβαίως εν Ελλάδι κατά χρόνους
αρχαιοτέρους των παλαιοτάτων σωζομένων ποιημάτων η συνήθεια του εορτασμού
σπουδαίων περιστάσεων διά του χορού και του άσματος ολοκλήρου ομίλου. Η
περίστασις ηδύνατο, εννοείται, να είναι δημοσία ή ιδιωτική, αλλά κατά τους
πρώτους χρόνους ήτο μάλλον ή ήττον θρησκευτική, π. χ. νίκη, θέρος, εορτή,
γέννησις, θάνατος ή γάμος. Κατά δε τους χρόνους, ότε πρώτον ημείς γνωρίζομεν τα
χορικά, ταύτα πάντοτε μηνύουσιν εξ επαγγέλματος ποιητήν και όμιλον εξ
επαγγέλματος χορευτών, και συνήθως κάτι νέον, — δηλαδή νέον χορόν, νέαν
μουσικήν, νέα λόγια — διά πάσαν νέαν περίστασιν. Είναι δε τούτο καθολικόν. Οι
μεγάλοι λυρικοί είναι Λέσβιοι, Ιταλιώται, Ρηγίνοι, Κείοι, Βοιωτοί, ο δε αρχαιότατος
λέγεται ότι ήτο Λυδός. Ο ποιητής ηδύνατο να στείλη προς εκτέλεσιν το έργον του
και αλλού, βέβαιος ότι εκεί θα ευρεθώσι δόκιμοι εκτελεσταί, δυνάμενοι να
νοήσωσι και τον χορόν και το άσμα. Και η διάλεκτος είναι τρόπον τινά καθολική.
Έχει δηλαδή αιολικά, «επικά» και δωρικά στοιχεία, και μόνον η αναλογία τούτων
ποικίλλει κατά τους διαφόρους ποιητάς. Τα γεγονότα ταύτα αρκούσι να δείξωσιν
ότι τα χορικά και αυτού του Αλκμάνος, πολύ δε μάλλον τα του Σιμωνίδου είναι
υψηλώς ανεπτυγμένα έργα. Τα δε άριστα των σωζομένων ειδών, οι επίνικοι του
Πινδάρου, παριστώσι την τελείαν ανάπτυξιν άνθους, όπου αρχίζει πλέον η
παρακμή.
Τι σημαίνει άρα γε η μείξις αύτη των διαλέκτων; Η αιολική είναι η γλώσσα του άσματος ένεκα της Σαπφούς και του Αλκαίου· διότι πας ψάλτης, ακολουθών αυτούς, επηρεάζετο υπ' αυτών. Το δε επικόν στοιχείον απορρέει εκ του Ομήρου, όστις τότε περίπου διεδόθη ως κοινόν κτήμα της Ελλάδος (147). Αλλά το δωρικόν είναι ανάγκη να εξηγηθή.
Οι ποιηταί, καθώς είδομεν, δεν ήσαν μόνον Δωριείς· αλλ' οι προστάται της ποιήσεως ήσαν, δωρικόν δε κατά μέγα μέρος ήτο και το πνεύμα αυτής. Διότι της μεν ιωνικής και αιολικής παιδείας σκοπός ήτο η ελευθερία του ατόμου· η δε δωρική υπέτασσεν αυτόν προκειμένου και περί αυτής της ποιήσεως, εις κοινόν ευρύτερον και αδιαφορούσα περί των αισθημάτων ενός εκάστου, εζήτει παρ' αυτού να εκφράση τα αισθήματα του συνόλου. Οι πρώτοι χορικοί ποιηταί, ο Αλκμάν και ο Στησίχορος, ήσαν πιθανώς δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι έκαστος χάριν της ιδίας πόλεως. Τούτο είναι έν δωρικόν στοιχείον των χορικών ασμάτων. Άλλο δε είναι, ότι ευθύς ως έπαυσε να εκτελήται υπ' αυτού του κοινού ως δημόσιον καθήκον, απέβη διασκέδασις κατά παραγγελίαν ενός προστάτου, δαπανώντος. Οι μη χορικοί ποιηταί, Αλκαίος, Σαπφώ, Αρχίλοχος, έγραφον προς ιδίαν ευχαρίστησιν και ήσαν κατά την Αριστοτελικήν φράσιν «εαυτών» και ουχί «άλλου». Ο Ανακρέων έζησεν εν αυλαίς και θα συνετηρείτο βεβαίως εκ της αυλικής προστασίας, αλλά τα ποιήματά του προφανώς εγράφησαν προς ιδίαν τέρψιν και όχι κατ' εντολήν του Πολυκράτους. Αλλ' η άσκησις χορού εξ επαγγέλματος σημαίνει δαπάνην, και η δαπάνη σημαίνει προστάτην δαπανώντα. Όθεν ο Πίνδαρος και ο Σιμωνίδης μετά των εξησκημένων αυτών χορευτών ηδύναντο να υπάρχωσι μόνον διά της προστασίας πλουσίων ολιγαρχικών.
Το πλουσιώτατον ιωνικόν κράτος, αι Αθήναι, δυσαρέστως έβλεπον την ανάπτυξιν ταύτην του χορού. Οι αθηναϊκοί διθύραμβοι και αι τραγωδίαι δεν εγράφοντο κατ' εντολήν ενός, ουδέ παριστάνοντο υπό εμμίσθων υποκριτών, αλλ' εδιδάσκοντο πανηγυρικώς υπό ελευθέρων πολιτών, ως υπηρετών του μεγάλου Δήμου. Και ενίοτε μεν πλουσιώτατός τις πολίτης ηδύνατο να παρασκευάζη, καθώς Δωριεύς ευπατρίδης, διδασκαλίαν ιδίου διθυράμβου· αλλά και αυτός ο Μεγακλής, όστις παρήγγειλε διθύραμβον εις τον Πίνδαρον, φαίνεται μέτριος και φειδωλός παραβαλλόμενος προς τους Αιγινήτας και προς τους τυράννους. Ο Αλκιβιάδης παρήγγειλε διθύραμβον εις τον Ευριπίδην, αλλά τούτο ήτο δείγμα της επιδεικτικής του σπατάλης. Εν γένει δ' αι ιωνικαί πολιτείαι ήσαν είτε πτωχοτέραι είτε δημοκρατικώτεραι ή ώστε ν' αναπτύξωσιν επαγγελματικά χορικά άσματα.
Το χορικόν άσμα απετέλει χωριστόν είδος, έχον ιδίαν ενότητα, αλλά δεν είχεν έν όνομα. Όθεν ο Αριστοτέλης συχνά μεταχειρίζεται το ειδικόν όνομα «διθύραμβος» προς δήλωσιν του όλου γένους· τούτο είναι λαϊκή επέκτασις της εννοίας, επελθούσα μετά την ανάπτυξιν του νεωτέρου αττικού διθυράμβου υπό του Τιμοθέου και του Φιλοξένου. Και αυτά δε τα ονόματα των διαφόρων ειδών των χορικών ασμάτων είναι όλως αόριστα. Δηλαδή ότε οι γραμματικοί της Αλεξανδρείας συνήθροισαν τα διεσπαρμένα έργα του Πινδάρου και του Σιμωνίδου εχρειάζοντο βάσιν τινά προς διαίρεσιν και κατάταξιν. Ούτω κατά τα θέματα έχομεν συμποτικά, επιθαλάμια, θρήνους, επινίκια· κατά δε την σύστασιν του χορού, παρθένια, παιδικά, ή πάλιν εξ άλλης απόψεως, στάσιμα, εμβατήρια, χορικά. Κατόπιν έρχονται ίδια ονόματα, εις ουδεμίαν υπαγόμενα τάξιν· παιάν είναι ύμνος εις τον Απόλλωνα· διθύραμβος εις τον Διόνυσον (148) ιάλεμος είναι ίσως θρήνος δι' ασθένειαν και όχι θάνατον. Η σύγχυσις είναι φανερά· οι κατ' ιδίαν συλλέκται έκαμνον καθείς άλλην διαίρεσιν· μετεχειρίζοντο δε και τοπικά ονόματα διά τοπικάς ποικιλίας ασμάτων, αρχικώς ασχέτων π. χ. εάν ιάλεμός τις πράγματι διέφερε θρήνου και θρήνος επικηδείου, τούτο εσήμαινε μόνον, ότι πάντα ταύτα ήσαν ονόματα τοπικά και ότι ο ρυθμός αυτών συνέβαινεν ακασταχού { in the different localities } να διαφέρη.
Ο καθαυτό διθύραμβος ήτο άσμα και χορός εις τιμήν του Διονύσου, έκπαλαι τελούμενος εν Νάξω, Θάσω, Βοιωτία και Αττική· το όνομα φαίνεται ως σύνθετον εκ του Δι (=Διο-, θεο-) και θρίαμβος, triumphus. Ήτο δε άγριον και χαροποιόν άσμα, επιφαινόμενον κατά πρώτον μετά στροφής και αντιστροφής, αλλά κατόπιν αποβάλλει ταύτας και μένει σχεδόν άμετρον. Συνωδεύετο δε πιθανώς υπό μεταμφιέσεων· οι χορευταί παρίστανον τους ακολούθους του Βάκχου, όν ευρίσκομεν εν μέσω τοιούτων θιάσων επί των παλαιοτέρων αττικών αγγείων. Συνήθως καλούμεν αυτούς Σατύρους· αλλ' ο Σάτυρος είναι δαίμων τραγογενής, αυτοί δ' έχουσιν ώτα και ουράν ίππου, καθώς οι Κένταυροι. Η διαφορά του αισθήματος δεν είναι μεγάλη· οι Κένταυροι είναι πάσαι αι άγριαι δυνάμεις, όσαι θορυβούσι και σοβούσι και μέλπουσιν εντός των θεσσαλικών δασών· οι δε Σάτυροι είναι οι αρκαδικοί ορεινοί τράγοι, η προσωποποιία της αγριότητος, όλα τα ένστικτα, κείμενα και υπεράνω και υποκάτω του ορθού λόγου· κύριος αντιπρόσωπος αυτών είναι ο Παν, ο Αρκάς ποιμενικός θεός, όστις λίαν έχει προς τον Διόνυσον συγγένειαν. Εάν δε λέγεται ότι ο Αρίων ηύρεν, εδίδαξε και ωνόμασε τον διθύραμβον εν Κορίνθω, τούτο σημαίνει, πιθανώς ότι πρώτος ήνωσε το παλαιόν Διονυσιακόν άσμα μετά της ιδέας του Πανός· ότι πρώτος μετημφίεσε τους χορευτάς εις Σατύρους. Η Κόρινθος, η μετάγουσα εκ της Αρκαδίας εις την θάλασσαν, θα ήτο ο φυσικός τόπος τοιαύτης μεταβάσεως. Ούτως ο διθύραμβος ήτο ωδή τράγου, ήτοι «τραγωδία» και πράγματι, εξ αυτού λέγει ο Αριστοτέλης ότι προήλθεν η τραγωδία. Είναι δε άξιοσημείωτον ότι ο διθύραμβος, αφού εγέννησε την τραγωδίαν, συνέζησεν επί πολύ μετ' αυτής και επέζησε. Κατά τους χρόνους του Αριστοτέλους η τραγωδία ήτο πράγματι νεκρά, ενώ η θυγάτηρ αυτής, η νέα κωμωδία, και ο πατήρ αυτής, ο αττικός διθύραμβος, έζων και εβασίλευον ακόμη.
Το όνομα ΑΛΚΜΑΝ είναι ο δωρικός τύπος του Αλκμέων, ο δε φέρων αυτό [κατά τον
Σουίδαν] ήτο «Λάκων από Μεσσόας» (περί τα 650 π. Χ.)· αλλ' η αθηναϊκή φαντασία
δεν ηδύνατο να χωνεύση την ιδέαν, ότι άνθρωπος Σπαρτιάτης υπήρξε ποιητής. Και
περί μεν του Τυρταίου έπλασαν ότι ήτο Αθηναίος· περί δε του Αλκμάνος, εξ ολίγων
τυχαίων λέξεων ενός των ποιημάτων του επενόησαν ότι αυτός ή οι πρόγονοί του
ήλθον εκ της Λυδίας. Εντεύθεν εδημιουργήθη ολόκληρον μυθιστόρημα, ότι ήτο
Λυδός, ότι υπήρξεν αιχμάλωτος των Κιμμερίων και επωλήθη κατόπιν πέραν της
θαλάσσης εις την Σπάρτην, όπου τα χαριτωμένα του ποιήματα τού απέδωσαν την
ελευθερίαν. Ο Αλκμάν πλησιάζει πολύ τους Λεσβίους ποιητάς· λαλεί εξ ιδίου
ονόματος, μεταχειριζόμενος τον χορόν ως απλούν όργανον, διά δε τον προσωπικόν
των ερωτικών του ασμάτων ήχον ο Αρχύτας (κατά τον δ' αιώνα π. Χ.) εθεώρει
αυτόν ως ευρετήν της ερωτικής ποιήσεως. Γράφει δε ο Αλκμάν, όπως και η Σαπφώ,
την δροσεράν διάλεκτον της κώμης του, ελευθέραν λογοτεχνικού ψιμυθίου· ο
πολύς του ενθουσιασμός διά το έτνος της Σπάρτης [17 (23)] ομοιάζει τον του
Καρλάιλ διά το σκωτικόν porridge. Τα δε μέτρα του είναι απλά και καθαρά· το
απόσπασμα [8(12)] — όπερ εμιμήθη ο Τέννυσον εν τω In Memoriam —
δεικνύει πού έφθανεν η ποίησίς του.
Ου μ' έτι, παρθενικαί μελιγάρυες ιμερόφωνοι,
γυία φέρειν δύναται· βάλε δη βάλε κηρύλος είην,
όςτ' επί κύματος άνθος άμ' αλκυόνεσσι ποτήται
νηδεές ήτορ έχων, αλιπόρφυρος είαρος όρνις.
{ No more, oh, wild sweet throats, voices of love, will my limbs bear me; would, would I were a ceryl-bird, that flies on the flower of the wave amid the halcyons, with never a care in his heart, the sea-purple bird of the spring! }
Το μακρότατον απόσπασμα του Αλκμάνος είναι το επί αιγυπτιακού παπύρου, ευρεθέντος υπό του Mariette τω 1855, μέρος ωραίου παρθενίου, ήτοι χορικού άσματος παρθένων, περιέχον διαλόγους ημιχορίων. Όπου ακούομεν π. χ. ότι η Αγιδώ μεταξύ του λοιπού χορού είναι [στ. 46]
εκπρεπής τως, ώσπερ αίτις
εν βοτοίς στάσειεν ίππον
παγόν αεθλοφόρον
{ a race-horse among cows, }
και ότι [51]
α δε χαίτα
τας εμάς ανεψιάς
Αγησιχόρας επανθεί
χρυσός ως ακήρατος,
{ the hair of my cousin Agesichora gleams like pure gold }
τούτο δεν σημαίνει ότι ο ποιητής εκφράζει «αγροίκως» και αναφανδόν τας ιδικάς του προτιμήσεις — αι αμνάδες του χορού θα εδέχοντο τότε να ψάλλωσι τοιούτους στίχους; — σημαίνει μόνον τα δύο ημιχόρια ανταλλάσσουσι φιλοφρονήματα. Το ποίημα τούτο, ανόμοιον προς τα λεσβιακά, έχει στροφικήν διαίρεσιν και είναι αξιόλογον ότι δεικνύει φανεράν τάσιν προς την ομοιοκαταληξίαν [στ. 4-5, 79-81]. Τοιαύτα ίχνη σκοπίμου ομοιοκαταληξίας ευρίσκονται και παρ' Ομήρω και Αισχύλω [Επτά, 778 κεξ. 785 κεξ.), ενώ οι ρήτορες και ο Σοφοκλής, παρά πάσαν την άλλην επιμέλειαν της ευφωνίας, δέχονται και οχληρά και πτωχά ομοιοκατάληκτα μετά τόσης ελευθερίας, όση σημαίνει απλώς ότι δεν ησθάνοντο την ιδιαιτέραν ταύτην σχέσιν των ήχων (149).
ΑΡΙΩΝ ο Μηθυμναίος είναι πολυθρύλητος ως ευρετής του διθυράμβου και διά την θαυμαστήν διάσωσίν του εκ της θαλάσσης· οι πειραταί του επέτρεψαν να παίξη τελευταίαν φοράν πριν τον ρίψωσιν εις την θάλασσαν· αλλ' οι δελφίνες, όσοι συναχθέντες ήκουον, τον εκόμισαν βαστακτόν εις το Ταίναρον. Τούτο είναι μύθος παλαιός, λεγόμενος περί [του Τάραντος] του υιού του Ποσειδώνος, του Ενάλου εν Λέσβω και των θαλασσίων δαιμόνων Παλαίμονος, Μελικέρτου, και Γλαύκου αλλαχού. Τα έργα του Αρίονος εχάθησαν ενωρίς· ήδη κατά τον β' π. Χ. αιώνα Αριστοφάνης ο Βυζάντιος δεν ηδύνατο να εύρη ουδέ έν· αλλ' αξιόλογον απόσπασμα διθυράμβου του τετάρτου αιώνος, όπου ο ποιητής παριστά τον Αρίονα, περιήλθεν εις ημάς ως ιδικόν του κατά παραδρομήν του Αιλιανού, [του διηγουμένου τον μύθον της διασώσεως του ποιητού. (Ζώων ιδιότ. ΙΒ' 45)] (150).
Μέγιστος της παλαιοτέρας χορικής ποιήσεως αντιπρόσωπος είναι ΤΕΙΣΙΑΣ, ο επονομαζόμενος ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ, ο Ιμεραίος. Κυρίως ήτο Επιζεφύριος Λοκρός εκ Ματαύρου, εγράφη δε πολίτης της Ιμέρας κατά τους μακρούς εναντίον του εξακουστού τυράννου Φαλάριδος αγώνας. Μία των κατ' αυτού παρορμήσεων του Στησιχόρου ήτο ο μύθος ο περί του ίππου, όστις έγινε δούλος του ανθρώπου, διά να εκδικηθή την έλαφον. Ότε δε ο Φάλαρις κατίσχυσεν οριστικώς, ο Στησίχορος απεσύρθη εις την Κατάνην, όπου ο έξω της πύλης της πόλεως οκτάγωνος αυτού τάφος ήτο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους έν των αξιοθεάτων της Σικελίας. Περί δε του ιδιωτικού του βίου πλην των κόκκων της γνησίας παραδόσεως, όσοι είναι δυνατόν να επιζώσιν εντός των πασιγνώστων εκείνων πλαστογραφιών, των Επιστολών του Φαλάριδος (151), γινώσκομεν έν μόνον γεγονός· ο ποιητής έπαθεν οφθαλμίαν, του εκολλήθη δε η ιδέα, ότι τούτο ήτο θεία οργή της Ελένης, την οποίαν είχε παραστήσει κατά τον συνήθη τρόπον πιθανώς εν τη Ελένη ή τη Ιλίου Πέρσει. Τας δε τύψεις της συνειδήσεως επέτεινον και ιστορικαί απορίαι· ο ποιητής δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι όλη η Τροία αφέθη να καταστραφή απλώς διά να τέρπεται ο Πάρις. Εάν οι Τρώες δεν ηθέλησαν να παραδώσωσι την Ελένην, σημαίνει ότι ουδέποτε θα την είχον. Ο Στησίχορος λοιπόν εποίησε την διαβόητον εκείνην Παλινωδίαν·
Ουκ έστ' έτυμος λόγος ούτος,
ουδ' έβας εν ναυσίν ευσέλμοις,
ουδ' ίκεο πέργαμα Τροίας.
{ That tale was never true! Thy foot never stepped on the benched galley, nor crossed to the towers of Troy! }
Αγνοούμεν ακριβώς ποία ήτο η παραλλαγή του Στησιχόρου· ίσως ήτο η παρά Ηροδότω και Ευριπίδη, η παριστάνουσα την Ελένην ως διαφυγούσαν εις την Αίγυπτον, και όχι την Τροίαν. Αλλ' όπωςδήποτε ο ποιητής ικανοποίησε την Ελένην και ανέκτησε την όρασιν· κάτι τοιούτο λέγεται και περί του Ισλανδικού Skald Thormod.
Η προς την ελληνικήν ποίησιν υπηρεσία του Στησιχόρου ήτο τριττή· εισήγαγε τον επικόν μύθον εις την Δύσιν· ηύρε το σοβαρόν διηγηματικόν ύφος της λυρικής ποιήσεως· εζωογόνησε και μετεμόρφωσε μετά της αυτής τόλμης και καλής πίστεως, όπως τον μύθον της Ελένης, πλείστους των μεγάλων κανονικών μύθων. Όθεν αποκαλείται λυρικός Όμηρος και περιγράφεται υπό του Κοϊντιλιανού (Χ 1,62), ως «βαστάσας επί της λύρας τα βάρη του έπους».
Τα μέτρα, τα συνήθως ονομαζόμενα Στησιχόρεια — αν και είχον μεταχειρισθή αυτά προ του Στησιχόρου και άλλοι — δεικνύουσι τον κατά το ήμισυ επικόν χαρακτήρα. Σύγκεινται εξ ημιστιχίων εξαμέτρου, κατεσπαρμένων διά συντόμων ποικίλων στίχων, — επιτρίτων, αναπαίστων, ή απλώς καταληκτικών — όσοι ακριβώς αρκούσι διά να συντρίψωσι την μονοτονίαν και να καταστήσωσι τον στίχον λυρικόν. Και η λέξις συμφωνεί προς το σοβαρόν τούτο διάγραμμα· δεν είναι παθητική ουδέ λίαν ασματική, αλλά παρακολουθείται ευκόλως και είναι μάλλον αφηγηματική. Τούτο εξηγεί διατί τοιούτος ποιητής αφήκε τόσον ολίγα λείψανα· διότι διά μεν τους γραμματικούς δεν ήτο αρκετά δύσκολος, διά δε τους έπειτα φιλομούσους δεν είχε στίχους λαξευτούς. Οι αρχαίοι κριτικοί επαινούντες κατά τάλλα τον Στησίχορον, παραπονούνται ότι ήτο διεξοδικός· μόνη η Ορέστεια εξετείνετο εις δύο βιβλία, και βεβαίως η Ιλίου Πέρσις δεν ήτο βραχυτέρα· τα δε άπαντα αυτού κατά τους Πτολεμαϊκούς χρόνους κατελάμβανον 26 βιβλία. Ο Στησίχορος είχε την αφθονίαν επικού ποιητού, όχι την λαμπρότητα, την οποίαν ο Πίνδαρος εσυνήθισε την Ελλάδα να προσδοκά παρά λυρικού· αλλ' όμως κατέλαβε θέσιν όλως εξαίρετον. (152) Ο Σιμωνίδης, όστις δεν θα υπερύψωνε ποιητήν, όν ήλπιζε να υπερβάλη, τον παρέζευξε μετά του Ομήρου·
ούτω γαρ Όμηρος ηδέ Στησίχορος άεισε λαοίς.
{ So sang to the nations Homer and St4esichorus. }
Εν Αθήναις κατά τον πέμπτον αιώνα ήτο πασίγνωστος· ο Σωκράτης τον επαινεί εν τω Φαίδρω, [243 Α] κωμωδεί δε αυτόν ο Αριστοφάνης. «Ουδέ τα τρία των Στησιχόρου γινώσκει» { Not to know three lines of Stesichorus } ήτο παροιμιώδης περιγραφή αγραμμάτου. Ουδείς δε σχεδόν υπήρχε τότε ποιητής, όστις έμεινεν ανεπηρέαστος υπό του Στησιχόρου, ουδέ ζωγράφος ή αγγειογράφος, όστις δεν παρέστησε, συνειδητώς ή μη, τας ποιητικάς αυτού αναπλάσεις των αρχαίων μύθων. Ο παρακολουθών την ιστορικήν ανάπτυξιν εκάστου μύθου πάντοτε σχεδόν ευρίσκει παρά Στησιχόρω την κυρίαν φάσιν, την μετάγουσαν από των παλαιοτέρων του μύθου λειψάνων εις την μορφήν ήν δεικνύει κατόπιν εν τη τραγωδία. Λόγου χάριν εν τω μύθω του Αγαμέμνονος η συγκέντρωσις της δράσεως εις την Κλυταιμήστραν, η δημιουργούσα αληθινήν τραγωδίαν εκ κοινού «φεουδαλικού» παραμυθίου, είναι ιδική του· το όνειρον της Κλυταιμήστρας, ότι εθήλαζεν όφιν, είναι ιδικόν του (153)· η προςποιητή παραφροσύνη του Ορέστου είναι πιθανώς ιδική του· ιδικά του είναι και πολλά επεισόδια της αλώσεως της Τροίας, μεταξύ δε τούτων, αν η παράδοσις αληθεύη, ήτο και η φυγή του Αινείου εις την Ιταλίαν.
Ταύτα αρκούσι προς απόδειξιν ότι ο Στησίχορος ήτο πρώτης τάξεως δημιουργική φαντασία — καίτοι, εννοείται, κανείς των μύθων εκείνων δεν ήτο εντελώς ιδικόν του εύρημα. Πλήρης μυθοπλαστία δεν ήτο δυνατή ειμή πολύ κατόπιν. Διά τους συγχρόνους του Στησιχόρου πας μύθος ήτο αληθινή ιστορία· ειδεμή, τι το όφελος της διηγήσεως αυτού; Η πρωτοτυπία έγκειται κατά μέγα μέρος εις την τόλμην, μεθ' ής ο αρχαίος εκείνος νους εξήταζε τους μύθους επικρίνων και μεταβάλλων ελευθέρως τας λεπτομερείας, αλλ' ουδ' επί στιγμήν υποπτεύων ότι ο όλος μύθος ήτο πλάσμα ή ότι αυτός έπλαττε. Και ο Πίνδαρος ήτο όμοιος· δεν ηδύνατο π. χ. να παραδεχθή ότι ο Τάνταλος παρέθεσε τον υιόν του ως δείπνον εις τους θεούς και ότι η Δημήτηρ έφαγε μέρος του ώμου του· αποδεικνύει λοιπόν, όχι ότι το όλον είναι μύθος, ουδέ ότι κείται πέρα των γνώσεων ημών — τοιούτος πυρρωνισμός δεν του ήρεσκεν — αποδεικνύει ότι ο Ποσειδών θα είχεν αναβιβάσει τον Πέλοπα εις τον ουρανόν ως οινοχόον, και ότι εν τω μεταξύ κάποιος «των φθονερών γειτόνων» [Ολυμπ. α', 75] επενόησε τον καννιβαλικόν μύθον. Τούτο είναι ακριβώς το πνεύμα της «παλινωδίας».
Αλλά πλην τούτου, και οσάκις ο Στησίχορος δεν μετέβαλλε την μυθικήν ύλην, υπεδείκνυε γόνιμον ευφυίαν, επεκτείνων τον ποιητικόν αγρόν· πρώτος ενόησε πόσον εύμορφοι ήσαν μερικοί θρύλοι, περιφερόμενοι μεταξύ του ταπεινού λαού, ο θάνατος του εντροπαλού Δάφνιδος από λύπην, ότι κάποτε δεν εφάνη πιστός εις την αγάπην του — το ανεξάντλητον τούτο θέμα πάσης βουκολικής ποιήσεως κατόπιν· το διήγημα της ωραίας Καλύκης, η οποία λησμονηθείσα, ηυτοκτόνησε, της πιστής Ραδίνης, ήτις επέμενε ν' αγαπά τον εξάδελφόν της και όχι τον τύραννον της Κορίνθου. Τούτο είναι μέγιστον κατόρθωμα· είναι ό,τι έκαμε διά τον κόσμον ο Ευριπίδης ολίγον έπειτα, ότε το πνεύμα της Ελλάδος ελευθερωθέν από της αυστηράς αττικής παραδόσεως, ήτο έτοιμον πλέον να εννοή (154).
ΙΒΥΚΟΣ ο Ρηγίνος, δύο περίπου γενεάς μετά τον Στησίχορον, επέρασε βίον
οδοιπόρου, διελθών και διά των αυλών του Πολυκράτους και του Περιάνδρου. Ως
ο Αρίων, και αυτός ήτο γνωστός εις τους μεταγενεστέρους μάλλον εξ ενός μύθου,
ότι ο φόνος του εξεδικήθη υπό των γερανών «ιβύκων»
(155). Των
δε μελών αυτού επαινούνται ιδίως τα χάριν παιδικών χορών. Ο Ίβυκος λέγεται ότι
επέδειξεν αιολικόν και ιωνικόν πνεύμα διά δωρικής διαλέκτου και μουσικής, τα δε
χαριτωμένα του αποσπάσματα, τα πλήρη γυναικείων θελγήτρων και ανθέων και
πτηνών εξωτικών
(156)
τάμος άυπνος κλυτός όρθρος εγείρησιν αηδόνας
{ bright sleepless dawn awaking the nightingales }
μαρτυρούσι τι σημαίνει τούτο. Περίεργον δε είναι ότι έργα του Στησιχόρου απεδίδοντο κάποτε εις αυτόν, λόγου χάριν τα *Άθλα επί Πελία. Αλλά τα σωζόμενα λείψανα των δύο ποιητών ολίγην έχουσιν ομοιότητα, πλην του μέτρου (157).
Κατά την αυτήν ημέραν, έλεγον, καθ' ήν απέθανεν ο Στησίχορος, εγεννήθη εν Κέω ο
μετ' αυτόν μέγας της όλης Ελλάδος λυρικός, ο Σιμωνίδης (556-468 π. Χ.). Έχων
πολλήν παιδείαν και πολλάς συμπαθείας, ταχέως έγινε περίφημος και εκτός του
κύκλου των ιωνικών νήσων. Ο γέρων Ξενοφάνης, ο ζων εν Ιταλία και αποθανών
πριν ο Σιμωνίδης συμπληρώση τα 30, έφθασε να εξαγγείλη αυτόν ως ένδοξον. Ο
Σιμωνίδης εταξείδευσε πολύ, πρώτον μεν, ως λέγεται, εις την Ελλάδα της Δύσεως
κατά πρόςκλησιν των συμπολιτών του Στησιχόρου, έπειτα δε εις τας Αθήνας, εις την
αυλήν του Ιππάρχου, μετά δε την δολοφονίαν του προστάτου του, εις την
Θεσσαλίαν παρά τους Αλευάδας, και μίαν φοράν εις την Ασίαν κατά δε τα μηδικά
ετάχθη όπου ώφειλε να ταχθή, δηλαδή μετά των εθνικών. Επέρασε δε τα γηρατεία
του, καθώς και ο Αισχύλος, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Επίχαρμος και άλλοι, εν τη
αυλή του Ιέρωνος των Συρακουσών. Αφού δε ήτο ήδη εξακουστός κατά το
τριακοστόν της ηλικίας έτος, ηλικιωμένος είχεν οικουμενικήν υπόληψιν, ανάλογον
περίπου προς την του Βολταίρου. Ήτο ο τέλειος «σοφός», ο έξυπνος, ο ποιητής, ο
φίλος των ισχυρών της γης, ο εξισούμενος προς αυτούς διά μόνης της δυνάμεως
του πνεύματός του. Ταποφθέγματά του απεθησαυρίζοντο, τα δε ποιήματά του
εσπουδάζοντο μετ' ακριβολογίας, εμφαινούσης είδος ειδωλολατρείας. Η φήμη
ηγάπα να επαναλέγη την θαυμαστήν αυτού διάσωσιν εκ ναυαγίου και εκ της
πτώσεως της στέγης του εν Κραννώνι μεγάρου, ότ' εφονεύθησαν οι πλείστοι του
Σκόπα ξένοι. Ο Σιμωνίδης είχε βεβαίως πολύμορφον και πολύτροπον χαρακτήρα·
ήτο ο εξ απορρήτων πολλών τυράννων, αλλά συγχρόνως και του αθηναϊκού δήμου·
επήνεσε τον Ίππαρχον, αλλ' ύμνησε και τον Αρμόδιον και Αριστογείτονα· γέρων δε
[τω 476] προσεκλήθη εις την Σικελίαν διά να διαλλάξη τους δύο ισχυροτάτους
τυράννους της Ελλάδος, [τον Θήρωνα του Ακράγαντος] και τον Ιέρωνα των
Συρακουσών
(158). Ο
περί φιλαργυρίας ψόγος, ο επισκιάζων το όνομά του, προήρχετο πιθανώς εκ της
συνηθείας του να γράφη κατά συμφωνίαν — όχι χάριν αορίστου και γενικής
προστασίας, καθώς οι προγενέστεροι ποιηταί. Βεβαίως το παλαιόν σύστημα ήτο
φιλικώτερον και ρωμαντικώτερον, αλλά κάπως δουλικόν. Ο Πίνδαρος εθρήνησε
μεν την κατάργησιν αυτού, αλλά δεν εδοκίμασε να το επαναφέρη. Και πράγματι η
αρχή του Σιμωνίδου ήτο η πλησιεστάτη προςέγγισις, η τότε δυνατή, προς τον
ημέτερον τρόπον της ελευθέρας πωλήσεως της διανοητικής εργασίας εις το κοινόν.
Ο Σιμωνίδης καθώς οι παλαιοτέροι λυρικοί, εποίει προ πάντων χάριν διαφόρων
ευκαιριών — η ευκαιρία ήτο πότε εορτή, πότε νεογνόν, πότε η μάχη των
Θερμοπυλών — και φαίνεται ότι πρώτος ηύρε τον επίνικον, το σοβαρόν
καλλιτεχνικόν ποίημα προς τιμήν των κατά τους αγώνας νικητών. Βεβαίως ο
επίνικος δεν είναι απλή ωδή επί νίκη — επί τη νίκη, λόγου χάριν, των ημιόνων του
Σκόπα. Τοιαύτη ωδή μικράν θα είχε δύναμιν να χαρίση την αθανασίαν. Είναι
ποίημα καθ' εαυτό εύμορφον και περίεργον, όπου ο ποιητής, — πληρωμένος, —
παρενείρει μνείαν τινά των ημιόνων και του κυρίου αυτών.
Ο Σιμωνίδης έγραψε πολλά και ποικίλα· φέρονται διθύραμβοι, υπορχήματα, θρήνοι — πάντα ταύτα ιδίως θαυμαζόμενα — παρθένια, προςόδια, παιάνες, εγκώμια, επιγράμματα· αλλά τα θρησκευτικά του έργα δεν επαινούνται πολύ. Εάν όμως είναι δυνατόν να μεταχειρισθώμεν την λέξιν «τέλειον» περί οιουδήποτε καλλιτεχνήματος, αύτη πρέπει να εφαρμοσθή κυρίως εις τα περί του μεγάλου αγώνος έργα του Σιμωνίδου — την περί της εν Αρτεμισίω ναυμαχίας ωδήν, και το εις τους νεκρούς των Θερμοπυλών επίγραμμα. Ταύτα παριστώσι το άκρον άωτον της ελληνικής σωφροσύνης, δηλαδή της εγκρατείας και της νηφαλιότητος, το αυστηρόν κάλλος, το απηλλαγμένον πάσης υπερβολής ή επιτηδεύσεως· είναι κοινός λόγος λεγόμενος περί απλών και αιωνίων πραγμάτων.
Ω ξείν' αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε
κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι
(159).
{ Stranger, bear word to the Spartans that we lie here obedient to their charge! }
Ο Σιμωνίδης είναι δεινός επίσης, όταν εκφράζη τον ανθρώπινον έλεον. Το μακρόν εκείνο απόσπασμα [Hiller 22] το παριστάνον την Δανάην, φερομένην εντός λάρνακος [επί των κυμάτων και κοιμίζουσαν το βρέφος] δικαιολογεί τον θαυμασμόν των αρχαίων κριτικών διά το ανυπέρβλητον πάθος. Εξ άλλου δ' όμως ο Σιμωνίδης είναι κατ' ουσίαν Ίων, «άνθρωπος του κόσμου» και είς των πατέρων της μαθήσεως. Δεν έχει δε ούτε λαμπρότητα, ούτε δύναμιν, ούτε θρησκευτικόν βάθος. Ο άλλος ποιητής, ο έχων πάντα ταύτα, έδειξε στάσιν όχι πρέπουσαν κατά τον ιερόν της πατρίδος του αγώνα. Όθεν η Ελλάς εστράφη προς τον Σιμωνίδην, όχι τον Πίνδαρον, όπως γράψη τα επιτύμβια των ηρωικών νεκρών της (160).
Ο «οίκος των μεγαλοφυών» όπως κατήντησεν η αυλή του Ιέρωνος, φαίνεται ότι δεν
ήτο και καταφύγιον της ειρήνης. Ιδίως ο Πίνδαρος ήτο γεννημένος διά να παρεξηγή
και να μισή τον Σιμωνίδην. Ο δε Σιμωνίδης, αν και μεταξύ των ελαττωμάτων του
δεν αναφέρεται και ο φθόνος, ήτο δηκτικός και ήξευρε να εκδικήται. Ότε,
παραδείγματος χάριν, επείραξεν αυτόν άσημος ποιητής, ΤΙΜΟΚΡΕΩΝ ο Ρόδιος,
γνωστός κυρίως εκ της απρεπούς ωδής διά την καταδίκην του Θεμιστοκλέους, ως
προδότου,
«Ουκ άρα Τιμοκρέων μούνος
Μήδεσσιν ορκιατομεί·
αλλ' εντί κάλλοι δη πονηροί·
ουκ εγώ μόνα κόλουρις·
εντί και άλλαι αλώπεκες»
{ " Not Timocreon alone makes compacts with the Medes ; I am not the only dock-tail ; there are other foxes too! }
Ο Σιμωνίδης απήντησεν απλώς γράψας το επιτύμβιόν του ως εξής·
Πολλά φαγών και πολλά πιών και πολλά κακ ειπών
ανθρώπους, κείμαι Τιμοκρέων Ρόδιος.
{ Here lies Timocreon of Rhodes, who ate much, drank much, and said many evil things. }
Περί των ποιημάτων του Τιμοκρέοντος σιωπή (161).
Και ο ανεψιός του Σιμωνίδου, ο Βακχυλίδης, έζη εν τη αυλή του Ιέρωνος και
έγραφε κατά τα παραδείγματα του θείου του και του Πινδάρου. Κατόπιν ηύρε
μιμητήν τον Οράτιον και θαυμαστήν τον αυτοκράτορα Ιουλιανόν, — αν και γενικώς
εθεωρείτο δευτέρας τάξεως ποιητής
(162). Το
μέγιστον των τέως γνωστών αυτού αποσπασμάτων ήσαν 12 στίχοι παιάνος εις την
Ειρήνην [Hiller].
(163) Αλλ' ο
νέος πάπυρος του Βρεττανικού Μουσείου — ωραιότατον χειρόγραφον των μέσων
του πρώτου π. Χ. αιώνος — περιέχει είκοσιν ωδάς του Βακχυλίδου, έξ αθίκτους, τας
δε λοιπάς ευρισκομένας εις τα διάφορα στάδια της φθοράς. Τούτων έξ δεν είν'
επίνικοι. Το ιδ' και ιε' φαίνονται ως μύθοι άνευ «θέσεως», ήτοι μεσαία μέρη,
έτοιμα να προςαρμοσθώσιν εις ωδήν, όταν ήθελε παρουσιασθή ευκαιρία και
πελάτης. Η τοιαύτη συνήθεια διασαφείται εκ πολλών ποιημάτων του Πινδάρου και
του ε' αυτού του Βακχυλίδου, όπου ο μύθος αποτελεί χωριστόν σύνολον,
δυνάμενον να παρεντεθή αλλαχού (αντιστροφή β' — αντιστρ. ε'). Ταύτα δηλαδή
είναι ως οι loci communes, ούς έχουσι συντάξει οι εξ επαγγέλματος ρήτορες,
ευρίσκονται δε και συνημμένοι εις λόγους και χωριστοί.
Ο Βακχυλίδης μας συγκινεί κυρίως ως ανήκων εις θαυμαστήν ομάδα, ως αναπνεύσας τον αυτόν αέρα και ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής. Αλλ' όμως και αυτός είναι πραγματικός και θελκτικός ποιητής. Η παλαιά κρίσις του Λογγίνου, ήν απεδέχοντο πάντες και καθ' ούς χρόνους ουδείς ηδύνατο να την πιστοποιήση, αποδεικνύεται σήμερον αληθινή και ακριβής. Ο Βακχυλίδης πράγματι δεν είναι Πίνδαρος, αλλ' όμως είναι «αδιάπτωτος» ποιητής και «πάντη κεκαλλιγραφημένος». Αυτό δ' επαυξάνει την αξίαν του νέου ερμαίου, διότι τώρα πρώτον μανθάνομεν τι ήτο κανονικός λυρικός ποιητής του πέμπτου π. Χ. αιώνος.
Μέχρι τούδε είχομεν μόνον τον Πίνδαρον, αλλ' ο Πίνδαρος ήτο όλως ακανόνιστος και αμίμητος. Ο Βακχυλίδης δεν είναι. Πιθανώς, οσάκις Αθηναίος τις ανελογίζετο λυρικήν ποίησιν, ενόει την ιδιάζουσαν ταύτην τέχνην του να κατεργάζεται κανείς και να σφυρηλατή τόσην γλώσσαν, όπως τόσον μέταλλον, κόπτων παράδοξα και ωραία σύνθετα, και καλλιτεχνών λεπτουργήματα γλωσσικά και μουσικά. Τοιαύτα περίπου είναι το χάος και αι πτέρυγες και η νυξ και το έαρ του χορικού των Ορνίθων του Αριστοφάνους. Αληθώς ο Αριστοφάνης λαμβανόμενος ως λυρικός και απαλλασσόμενος του κωμικού φαίνεται αρκετά όμοιος προς τον ανευρεθέντα Βακχυλίδην.
Εξετάζοντες λεπτομερέστερον, παρατηρούμεν ότι η διάλεκτος, τα μέτρα, και τα θέματα του Βακχυλίδου είναι Πινδαρικά. Έχει δε προς τούτοις και Πινδαρικάς τινας αρχάς, την αντιπάθειαν προς την δημοκρατίαν, την θρησκευτικήν γαλήνην, την ελαφράν ηθικολογίαν, ήτις ίσως ήτο συνήθεια των ποιητών, των προσκολλωμένων εις δωρικούς τυράννους. Αλλ' αντί του ισχυρού και σκοτεινού μεγαλείου, όπερ είναι το κύριον του Πινδάρου χαρακτηριστικόν, ευρίσκομεν εδώ εύκολον διαφάνειαν, μαρτυρούσαν την ιωνικήν καταγωγήν και την Σιμωνίδειον διδασκαλίαν. Ο ρυθμός και ο τρόπος του Βακχυλίδου ομοιάζει τόσον συχνά προς τα νεώτερα επύλλια (ballades), ώστε ευκόλως ημπορούμεν να πιστεύσωμεν ότι τους στίχους του έψαλλον και ναύται, όπως λέγει μεν, αλλ' είναι σχεδόν απίστευτον, περί των ιδικών του στόχων ο Θηβαίος. [βλ. σ. 123]. Η μίμησις του Πινδάρου είναι συχνά καταφανεστάτη. Ιδίως εν τη ωραία ε' ωδή, όπου διηγείται τον εν τω Άδη διάλογον του Ηρακλέους και του Μιλεάγρου, η περιγραφή του αετού [στ. 24-26]
ου νιν κορυφαί μεγάλας ίσχουσι γαίας
ουδ' αλός ακαμάτας
δυοπαίπαλα κύματα
ενθυμίζει τον Πίνδαρον αμέσως· επίσης η αστραπιαία και ζωηρά εικών [στ. 63- 67]
ένθα δυστάνων βροτών
ψυχάς εδάη παρά Κωκυτού ρεέθροις,
οία τε φύλλ' άνεμος
Ίδας ανά μηλοβότους
πρώνας αργηστάς δονεί.
Κατά το τέλος της ωδής ταύτης διερωτώμεθα, μήπως ευρέθημεν ενώπιον νέου τινός Πινδάρου. Αλλ' η ωδή εγράφη διά την αυτήν και ο α' Ολυμπιόνικος του Θηβαίου νίκην και κατά το μέτρον είναι ομοιοτάτη προς τον β'. Στρεφόμενοι δε και πάλιν προς τα ποιήματα εκείνα, επανερχόμεθα εις το συμπέρασμα, ότι ο Πίνδαρος είναι απαράμιλλος και μόνος.
Πράγματι το ήκιστα Πινδαρικόν ποίημα του Βακχυλίδου είναι και το κάλλιστον. Η ις' ωδή, Ηίθεοι ή Θησεύς, διηγείται τον μέχρι τούδε σχεδόν άγνωστον μύθον, ότι ο Μίνως κομίζων εις την Κρήτην τους επτά νέους και τας επτά κόρας, επείραξεν εντός του πλοίου μίαν εξ αυτών και συνεκρατήθη υπό του Θησέως· ο θυμωθείς ήρως επεκαλέσθη τον πατέρα του, τον Δία, και προεκάλεσε τον Θησέα ν' αποδείξη ότι και αυτός ήτο υιός του Ποσειδώνος· τότε ο Θησεύς επήδησεν εις την θάλασσαν και έγινεν ευμενέστατα δεκτός [υπό της Αμφιτρίτης] και εστεφανώθη και περιεβλήθη πορφύραν εντός των ερατών ανακτόρων, [όπου εχόρευον αι Νηρηίδες]. Ίσως ο Πίνδαρος και πολλοί άλλοι αρχαίοι θα εδίσταζον να παραστήσωσι τον Μίνωα τόσον χονδροειδή ή τον Δία αναγνωρίζοντα αυτόν ως υιόν του κατά τοιαύτην ώραν· αλλ' ουδ' ο Πίνδαρος ηδύνατο να φθάση την χαριτωμένην και διαυγή δροσερότητα, το πνεύμα εκείνο το νεουργόν και την θαλασσινήν πνοήν, ήτις αγλαΐζει την εκ του τάφου αναστηθείσαν ταύτην ωδήν του Βακχυλίδου.
Ο ιζ' διθύραμβος είναι μοναδικός μεταξύ των σωζομένων λειψάνων της αρχαίας ελληνικής ποιήσεως, — πλην εάν συγκρίνωμεν αυτόν κατά την μορφήν προς το μακρόν απόσπασμα του Αλκμάνος (σ. 102), — διότι παρέχει τον εκ της ιστορίας του δράματος λείποντα κρίκον, ήτοι παράδειγμα δραματικής προσωποποιίας του χορικού άσματος. Επιγράφεται Θησεύς και αποτελείται εκ διαλόγου δύο ημιχορίων, εξ ών το μεν έν παριστάνει τον βασιλέα των Αθηνών Αιγέα και τους ακολούθους του, το δε άλλο όμιλον Αθηναίων. Είναι λαμπρόν έργον ομοιάζον προς επύλλιον και πλην της τεχνικής αξίας έχει και περισσήν ποιητικήν χάριν (164).
Ο ΠΙΝΔΑΡΟΣ, ο ύπατος των εννέα λυρικών, ως ονομάζει αυτόν ο Κοϊντιλιανός,
(165)
εγεννήθη 34 μετά τον Σιμωνίδην έτη και επέζησεν 20 περίπου μετ' αυτόν (522-448
π. Χ.). Είναι δε ο πρώτος Έλλην ποιητής, περί ού έχομεν στερεάς βάσεις
βιογραφίας. Διότι όχι μόνον τα πλείστα των σωζομένων ποιημάτων του δύνανται
να χρονολογηθώσιν, αλλά και η παράδοσις, η αγαπώσα αυτόν διά τας γραμματικάς
του δυσκολίας και διά την μεγαλοφυίαν, διέσωσε και αρκετά πιστήν ανάμνησιν
των άλλων αυτού περιστατικών. Εγεννήθη εν τη κώμη Κυνός Κεφαλαίς της
Βοιωτίας, κατήγετο δε από των Αιγειδών, οίκου κατακτητών, πιθανώς «Καδμείων»,
επειδή το όνομα Πίνδαρος ευρίσκεται και εν Θήρα και εν Εφέσω. Αλλά ο μικρός
Βοιωτός χωρικός έδειξεν ενωρίς μουσικήν ιδιοφυίαν. Την λύραν, εννοείται,
εδιδάχθη πολύ μικρός· είχε κατ' οίκον κάποιον Σκοπελίνον, θείον ή πατρυιόν, όστις
ηδύνατο να τον διδάξη. Αλλά προς σπουδήν της διδασκαλίας του χορού έπρεπε να
έλθη εις τας Αθήνας εις του Αγαθοκλέους και Απολλοδώρου. Εκεί πολλά διηγούντο
περί των σχέσεων αυτού προς τους λοιπούς των χρόνων εκείνων «μεγάλους» .
Κατά την παράδοσιν ήτο μαθητής του Λάσου του Ερμιονέως, και ηγωνίσθη προς την συμπολίτιδά του Κόρινναν και ηττήθη, αν και η Κόριννα μέμφεται την Μυρτίδα ότι γυνή αυτή, εφιλονίκησε προς τον Πίνδαρον [Hiller 12 σ. 271]
μέμφομαι δε
και λιγυράν Μυρτίδ' ιώνγα
ότι βανά φύσ' έβα
Πινδάροιο ποτ' έριν.
{I praise not the gracious Myrtis, not I, for coming to contest with Pindar, a woman born! }
Άλλο ανέκδοτον παριστά την Κόρινναν απλώς συμβουλεύουσαν τον ποιητήν «τη χειρί σπείρειν, αλλά μη όλω τω θυλάκω», { to sow with the hand, not with the whole sack } διότι εκείνος εσκόρπιζεν αφειδέστατα τους μυθικούς διακόσμους. (166)
Το πρώτον σωζόμενον ποίημα, [Πύθιον. ι'] γραφέν ότε ο Πίνδαρος ήτο είκοσι ή ίσως είκοσι τεσσάρων ετών, ήτο παραγγελία των Αλευαδών, των τυράννων της εν Θεσσαλία Φαρσάλου. Τούτο σημαίνει ότι η φήμη του εξηπλώθη μετά θαυμαστής ταχύτητος. Αμέσως δ' έπειτα ευρίσκομεν αυτόν γράφοντα χάριν των μεγάλων της Αιγίνης αριστοκρατικών, προστατών, οποίους επόθει η ψυχή του· δηλαδή εμπόρων αρχαιοτάτης δωρικής καταγωγής. Κατόπιν ανοίγεται στάδιον πανελληνίου δόξης· ο Πίνδαρος γίνεται ξένος των μεγάλων οίκων της Ρόδου, της Τενέδου, της Κορίνθου, των Αθηνών των μεγάλων βασιλέων, Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, του Αρκεσιλάου της Κυρήνης, του Θήρωνος του Ακράγαντος, του Ιέρωνος των Συρακουσών· αποκτά όσην και ο Σιμωνίδης δόξαν, αν και ίσως όχι τόσον οικουμενικήν. Διότι κατά βάθος ο Πίνδαρος ηγάπα να γράφη χάριν των αληθώς ευπατριδών, των απογόνων του Αιακού και του Ηρακλέους· οι εν Σικελία βασιλείς δεν ήσαν ευπατρίδαι, αλλά ποίος ηδύνατο ν' αποκρούση φιλικήν περί ευγενείας αίτησιν ενός τυράννου; Το αρχαίον δωρικόν αίμα προδήλως έχει πολλήν σχέσιν προς την περί ζωής αντίληψιν του Πινδάρου, τούτο δε αποδεικνύει και ο τρόπος καθ' όν εξαγγέλλει ότι είναι ίσος προς τους προστάτας του. Ο μεν Σιμωνίδης αρέσκεται να δεικνύεται ως μέγας ποιητής, ο δε Πίνδαρος καυχάται μεν διά την ποιητικήν του ευφυίαν, αλλ' αφήνει την εντύπωσιν, ότι περισσότερον συλλογίζεται την αρχαίαν καταγωγήν του. Αλλά και κατ' άλλο είναι ανόμοιος προς τον Σιμωνίδην· ο Πίνδαρος δηλαδή ήτο το «σκεύος εκλογής» παντός ιερατείου, αφωσιωμένος εις την Ρέαν και τον Πάνα, και προ πάντων εις τον δωρικόν Απόλλωνα. Εκήρυσσε δε τας ιδέας των Δελφών, την αναμόρφωσιν της παραδεδομένης θρησκείας. Και ζων μεν είχεν ιδιαίτερα προνόμια εν Δελφοίς, μετά δε τον θάνατον η σκιά του εκαλείτο κατ' έτος εις τα Θεοξένια να δειπνήση μετά του θεού. Οι δε ιερείς του Διός Άμμωνος εν τη ερήμω είχον εν τω ιερώ τον ζ' Ολυμπιόνικον χαραγμένον διά χρυσών γραμμάτων.
Τα γεγονότα ταύτα εξηγούσι, καθ' όσον είναι δυνατόν να εξηγηθή, την μεγάλην κηλίδα του βίου του Πινδάρου. Έζη κατά τα μηδικά και είδε την αρχομένην μεγάλην περίοδον της ελληνικής γνώσεως και προόδου· αλλ' όμως και κατά τας δύο βαρβαρικάς επιδρομάς ετάχθη μετά της Βοιωτίας και των Δελφών, παράλογος υπηρέτης της θρησκευτικής παραδόσεως και της φυλετικής μισαλληλίας. Αφού δ' αι Θήβαι συνεμάχησαν μετά των Περσών, θα ηδύνατο κανείς να προσδοκά τουλάχιστον ότι ο ποιητής, ο φίλος τόσων αρχόντων και τυράννων, ο μαθητεύσας εν Αθήναις, ήθελε διαμαρτυρηθή. Απ' εναντίας, ενώ μετά την νίκην δεν εδίστασε να γράψη τον δ' Νεμεόνικον και τον διθύραμβον των Αθηνών, τότε, κατά τον αγώνα, έπραξεν ό,τι ο Πολύβιος (Δ' 31) ονομάζει «αισχίστην και βλαβερωτάτην απόφασιν»· έγραψε παράλογον ποίημα, του οποίου σώζονται δύο μεγάλοι στίχοι, λαλούντες περί ουδετερότητος και ησυχίας! Τοιούτος ήτο ως άνθρωπος. Πολλάκις θαυμάζοντες τας καλλίστας απόψεις του Πινδάρου — την μεγαλοπρεπή μουσικήν οργάνωσιν, την σοβαρότητα της γλώσσης, τας αστραπάς του μόλις αποκαλυπτομένου μυστηρίου, — απορούμεν πώς δεν ανεγνωρίσθη ως ο μέγιστος του κόσμου ποιητής, πώς δεν έδρασε περισσότερον, πώς δεν ανεδείχθη έτι μάλλον. Ο λόγος είναι πιθανώς ότι ο Πίνδαρος ήτο ποιητής και ουδέν άλλο. Εσκέπτετο μουσικώς· ηγάπα να ζη μεταξύ μεγάλων και περικαλλών εικόνων — του Ηρακλέους, του Αχιλλέως, του Περσέως, του Ιάσονος, των κορών του Κάδμου. Οσάκις δ' οιονδήποτε μέρος αγαπητού του μύθου ετάρασσε την ηθικήν του ευαισθησίαν, απεμακρύνετο αθορύβως, προσέχων μήπως εκφράση καμμίαν δυσπιστίαν, μήπως πειράξη κανένα θεόν. Ηγάπα την ποίησιν και την μουσικήν, ιδίως δε την ιδικήν του· ουδενός άλλου ποιήματα ωμοίαζον τα ιδικά του, και οσάκις άλλοι έψαλλον, του εφαίνοντο — και το λέγει — «κολοιοί»).
Ο Πίνδαρος ηγάπα την θρησκείαν και κατά το υποβλητικόν μέρος είναι μέγας θρησκευτικός ποιητής. Η αρχή του ζ' Νεμεονίκου είναι χαρακτηριστική· επίσης δε το τέλος του τελευταίου χρονολογουμένου επινίκου, ήτοι του η' Πυθιονίκου [στ. 135-145]
Επάμεροι· τι δε τις; τι δ' ου τις; σκιάς όναρ
άνθρωπος· αλλ' όταν αίγλα διόσδοτος έλθη,
λαμπρόν φέγγος έπεστιν ανδρών και μείλιχος αιών.
Αίγινα, φίλα μάτερ, ελευθέρω στόλω
πάλιν τάνδε κόμιζε Δι και κρέοντι συν Αιακώ
Πηλεί τε καγαθώ Τελαμώνι συν τ' Αχιλλεί.
{ Things of a day! what are we and what not? A dream about a shadow is man; yet when some god-given splendour falls, a glory of light comes over him and his life is sweet. Oh, Blessed Mother Aegina, guard thou this city in the ways of freedom, with Zeus and Prince Aeacus and Peleus and good Telamon and Achilles! }
— λαμπρόν βάθος συγκινήσεως, αλλά και παιδαριώδης λιτανεία πατροπαραδότων αγίων. Αι θρησκευτικαί του καινοτομίαι συνήθως είναι πολύ ολίγον επιτυχείς, ως αι του α' Ολυμπιονίκου, και σπανίως βελτιώνουσι τους μύθους. Παραδείγματος χάριν, ο μεν παλαιός μύθος έλεγεν ότι η νύμφη Κορωνίς, την οποίαν ηγάπα ο Απόλλων, κρυφίως τον ηπάτα· αλλά κόραξ την είδε και το είπεν εις τον θεόν. Ο δε Πίνδαρος διώρθωσεν ως εξής, [Πυθ. Γ', 50] ότι
πάντα Fίσαντι νόω
{ the god's all-seeing mind }
ο Απόλλων το ενόησε χωρίς της βοηθείας του κόρακος. Η τοιαύτη κατά την λογικήν υπεράσπισις συνάδει τελείως προς το πνεύμα της Δελφικής θρησκευτικής αναμορφώσεως. (167) Ο Πίνδαρος είναι ηθικολόγος· αγαπά πολύ το παρεκβατικόν κήρυγμα· είναι το αγαπητόν του στόλισμα· το εισάγει σιγά σιγά, καθώς τα λογοπαίγνια και τας παρηχήσεις ο Σαιξπήρος. Αλλ' η ουσία της ηθικής του δεν έχει προχωρήσει πολύ πέραν του Ησιόδου· η διαφορά είναι ότι ο μεν Ησίοδος παραγγέλλει εις τον χωρικόν του να εργάζεται και να οικονομή, ο δε Πίνδαρος προτρέπει τον ευπατρίδην του να επιζητή δόξαν και να είναι ελευθέριος. Το ιδανικόν του πηγάζει κατ' ευθείαν εκ της δωρικής αριστοκρατικής παραδόσεως· δηλαδή πρώτον πρέπει να είσαι ευγενής και ανδρείος και δυνατός· έπειτα να κάμνης δύο πράγματα, να εργάζεσαι και να δαπανάς· να εργάζεσαι ψυχή και σώματι· να δαπανάς χρόνον και χρήματα και δυνάμεις, επιδιώκων αρετάν. Αλλά τι είναι αρετή; Το άθροισμα των πλεονεκτημάτων του γνησίου Δωριέως, του καταγομένου εκ του ήρωος, του φιλοπόνου, του ατρομήτου, του ακαταπονήτου εξολοθρευτού των εχθρών των θεών και των ανθρώπων — του Ηρακλέους. Δεν είναι απαραίτητον να είσαι πλούσιος — υπήρχον και άποροι Σπαρτιάται — ουδέ ωραίος — μερικοί πυγμάχοι θα ήσαν άσχημοι — αλλά τιμήν και δόξαν πρέπει εξ άπαντος να έχης. Παραδοξολόγοι σχολιασταί μετέφρασαν το αρετά ως «νίκη κατά τους αγώνας»· αλλά τούτο περιλαμβάνεται, καθώς εις το ιδανικόν των μεσαιωνικών ιπποτών περιελαμβάνετο και η νίκη εις την «τζώστρα».
Αυτός ο Πίνδαρος δεν φαίνεται άπιστος εις το ιδανικόν τούτο. Το παράδοξον ύφος του «ανθρώπου του κόσμου», όπερ ενίοτε αναλαμβάνει, δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει το ιδανικόν, αλλ' ότι δεν έχει την αίσθησιν των πραγμάτων. Ηγάπα παν ηρωικόν, αλλά δεν ηδύνατο να ίδη αυτό έξω του αρχαίου χώρου· οσάκις δε είχε τον χώρον εκείνον, η φαντασία του έφθανε να δημιουργήση και τον ήρωα. Εθαύμαζε βαθύτατα την ιεράν λάμψιν των Δελφών και της Ολυμπίας· ηγάπα την διάκρισιν και την από του όχλου απόστασιν της αυλής μεγάλου τινός τυράννου και εξιδανίκευε τον ισχυρόν Ιέρωνα, καθώς και τον γενναίον Χρόμιον [Νέμ. α']. Αλλά δεν έκλινε πάντοτε να ταυτίση την επιτυχίαν προς την αξίαν· απεναντίας μάλιστα αισθάνεται βαθείαν αποστροφήν προς την επιτυχίαν των φθονερών και των πανούργων — προς την νίκην του επιτηδείου Ίωνος, του Οδυσσέως, εναντίον του γνησίου Αιακίδου, του Αίαντος. Ίσως η αρχή του αυτή τον εβοήθησε να εννοήση πώς απέκτησε τόσην δόξαν ο Σιμωνίδης και πώς ο ναυτικός όχλος των Αθηνών άνευ μυώνων και άνευ αγρών ηδύνατο να εξεγείρη τόσον πάταγον εν τω κόσμω.
Είναι περίεργος ιδιοτροπία της ιστορίας, ότι διεσώθησαν μόνον οι Επίνικοι — ωδαί εις τους νικητάς των ιερών αγώνων της Ολυμπίας, των Δελφών, της Νεμέας και του Ισθμού. (168) Των δέκα επτά βιβλίων του (υπήρχον δύο βιβλία ύμνων, παιάνων και διθυράμβων, δύο προσοδίων, τρία παρθενίων, δύο υπορχημάτων, τέσσαρα εγκωμίων, θρήνων και επινίκων) τα σωζόμενα τέσσαρα δεν είναι βεβαίως τα τέσσαρα, τα οποία ημείς ηθέλομεν εκλέξει. Και όμως έχουσι κάτι, το οποίον ιδιάζει εις το πνεύμα του Πινδάρου. Υπό μίαν έποψιν, ελάχιστα σημαίνει το περί τίνος γράφει· π. χ. δύο των υψηλοτάτων αυτού ποιημάτων αναφέρονται εις αγώνας ημιόνων. Το δε γεγονός ότι κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα Ξενοφών ο Κορίνθιος ενίκησε το στάδιον και το πένταθλον, είναι τόσον αδιάφορον δι' ημάς, όσον και αν ο νεαρός Εδουάρδος Κιγκ επνίγη κατά τον δέκατον έβδομον μ. Χ. Ποιήματα, όπως ο ιγ' Ολυμπιόνικος είναι ανεξάρτητα των γεγονότων, εξ ών εβλάστησαν. Εξ άλλου δύσκολον είναι να μη αισθανθώμεν ότι ο Πίνδαρος ειλικρινώς αγαπά τους ίππους, τους ημιόνους και τους αναβάτας. Εάν έτυχε να νικήση ποτέ κατά τινας τοπικούς αγώνας ίππος των Κυνός κεφαλών, ο μικρός Πίνδαρος και τα λοιπά παιδία του χωρίου θα είχον συζητήσει μετά πραγματικής θέρμης πώς ήτο το άλογον εκείνο και τι έκαμνεν ο αναβάτης. Είτε δε ήτο ιδιαιτέρως πληρωμένος ο ποιητής, είτε μη, όπως μνημονεύση και τον Μελησίαν και τους διαφόρους θείους και πάππους των νικητών, βέβαιον είναι ότι παρεισάγει αυτούς ως εάν ειλικρινώς τους αγαπά. Διότι ο Πίνδαρος ήτο, φαίνεται, εκ των μη συνειδητών εκείνων φύσεων, αίτινες δεν διακρίνουσι καλά καλά διά τι συγκινούνται· αισθάνεται ρίγος βλέπων την «μάκαιραν Ιέρωνος εστίαν» [Ολυμπ. α', 17] { Hiero's full-dress banquet board } ή μίαν πυγμαχίαν, ή ιππικόν αγώνα, ακριβώς όπως και όταν μελετά τους άθλους και την δόξαν του Ηρακλέους· και έκαστον ρίγος αυτού παράγει μελωδίαν.
Ο Πίνδαρος ήτο πράγματι νεώτερος του Αισχύλου κατά τρία έτη· και όμως φαίνεται μίαν γενεάν πρεσβύτερος του Σιμωνίδου. Διότι ο χαρακτήρ και αι σκέψεις του ήσαν αρχαϊκαί· τοιούτον είναι και το ύφος του. Καθώς πλείστοι άλλοι κλάδοι της ελληνικής λογοτεχνίας, και η λυρική ποίησις προέβαινεν εκ του σκότους προς το φως, έφθασε δε εις αυτό διά του Σιμωνίδου και του Βακχυλίδου. Αλλά ο Πίνδαρος μας ρίπτει και πάλιν οπίσω, σχεδόν εις τον Αλκμάνα. Και αναγινωσκόμενος είναι δύσκολος· ηδύνατο άρα γε να εννοή κανείς αδομένους τους στίχους του; Εκείνος λέγει, αποτεινόμενος προς την ωδήν του [Νεμ. ε' 4]
επί πάσας ολκάδος εν τ' ακάτω, γλυκεί αοιδά,
στείχ' απ' Αιγίνης,
{ sail off from Aegina in the big ships and the little fishing-boats }
ήτοι ότι οι ναύται πάντων των ακατίων θα ψάλλωσι την ωδήν αφού μετά την πανήγυριν της Αιγίνης χωρισθώσιν επιστρέφοντες καθείς εις την πατρίδα. Αλλ' απίστευτον είναι ότι οι Δωριείς ναύται ηδύναντο μετά το πρώτον άκουσμα να δράξωσι τόσον δύσκολον ωδήν. Ίσως ήρπαζον μόνον το μέλος, και την είδησιν της νίκης. Διότι ο Πίνδαρος ήτο κυρίως υπερήφανος διά την μουσικήν του, την οποίαν ο άριστος των σωζομένων κριτών, ο Αριστόξενος, δεν ευρίσκει λέξεις, ίνα εγκωμιάση. Ακόμη και σήμερον, αν και παν μουσικόν ίχνος εξηλείφθη, — το εκ Μεσσήνης μουσικόν απόσπασμα του α' Πυθιονίκου είναι νόθον — αισθανόμεθα ότι αι λέξεις χρειάζονται μουσικήν, όπως εννοηθώσιν. Αυτή η έννοια και το πάθος του δ' Πυθιονίκου ή του β' Ολυμπιονίκου — διά να λάβωμεν δύο τύπους αντιθέτους — φέρουσι τας λέξεις προς άσμα ποικιλλόμενον, ταχύ ή βραδύ, μεγαλόφωνον ή σιγαλόν. Τα τέλη των στροφών έχουσιν ήχον μουσικόν π. χ. παλίγκοτον δαμασθέν { angry and overborne }[Ολυμπ. β' 35]. Ο βασιλεύς των Επειών, [Ολυμπ. ι' 45] όστις
ίδε πατρίδα πολυκτέανον υπό στερεώ πυρί
πλαγαίς τε σιδάρου βαθύν εις οχετόν άτας
ίζοισαν εάν πόλιν,
{ into the deep channel running deathwards, he watched his own city sink }
απομένει εν τη μνήμη του αναγνώστου απηχών το «εάν πόλιν». { his own city sink }. Επίσης ο Πέλοψ, ο προσευχόμενος μόνος εις το σκότος, «οίος εν όρφνα» { alone in the darkness } [Ολυμπ. α' 115]. Τοιούτο δε είναι και το θαυμάσιον εκείνο σάλπισμα του δ' Πυθιονίκου, το καταλήγον εις την αδράν λέξιν τιμάν. Διά τούτο πολλοί του Πινδάρου θαυμασταί συμφωνούσιν ότι παν ό,τι απομένει εξ αυτού, απομένει εν τη μνήμη όχι ως ιδέα, αλλ' ως μουσική.
Αλλά οι άξιοι αυτού ερασταί είναι ολίγοι. Διότι εις το πρωτότυπον είναι δύσκολος — η διάλεκτος, ο λογικός ειρμός, η πνευματική διάθεσις είναι δυσπρόσιτα, τον δε κοινόν αναγνώστην ζαλίζει το ανακάτωμα των ημιόνων και της σελήνης και των ηνιόχων και των Αιακιδών. Μεταφραζόμενος δε — και υπό δεξιών μεταφραστών — είναι πιθανώς ο ατεχνοτέρον παντός άλλου απογυμνούμενος ποιητής· και τούτο, καθώς είδομεν ανωτέρω, πάντοτε διά τον λόγον, ότι είναι μόνον ποιητής. Ολίγην έχει ρητορικήν, ουδεμίαν φιλοσοφίαν, μικρόν ανθρώπινον διαφέρον· έχει μόνον την λεπτήν εκείνην δρόσον — ό,τι ονομάζει άωτον — η οποία γεννάται οσάκις η παθητικωτάτη γλώσσα συγκιρνάται προς τον αβρότατον στοχασμόν, και την οποίαν ουδέ θεός «και πολλά μογήσας» { though he worked hard } θα ηδύνατο να διαφυλάξη άθικτον εν άλλη γλώσση.
Ο Πίνδαρος ολίγον επηρεάσθη υπό του πνεύματος του καιρού του ή των παλαιοτέρων ποιητών. Ο Στησίχορος και ο Όμηρος βεβαίως επέδρασαν επ' αυτόν. Αλλά μόλις ολίγαι λέξεις φαίνονται απηχήσεις του Αισχύλου. Την έκρηξιν της Αίτνης αναφέρουσι και οι δύο· αλλά του Πινδάρου η εξαισία περιγραφή [Πυθ.. α'40-58] φαίνεται όλως διόλου χωριστή· είναι όμως πιθανόν ότι ο μέγας αυτού στίχος
λύσε δε Ζευς άφθιτος Τιτάνας
{ Everlasting Zeus set free the Titans }
είχεν αφορμήν την τριλογίαν του Προμηθέως, ής τούτο είναι το συμπέρασμα, ότι ο αιώνιος Ζευς εξαπέλυσε τους Τιτάνας. (169)
Εάν τα πρωιμώτατα δείγματα του ελληνικού πεζού λόγου είναι χαραγμένα επί
λίθου και χαλκού, τούτο σημαίνει μόνον ότι ταύτα ως διαρκέστερα υλικά, επέζησαν
μετά το ξύλον, τον κηρόν και τα δέρματα. Κατά τους χρόνους της μεταξύ Ήλιδος και
Hραίας συνθήκης
(170) κατά
τον έκτον δηλαδή αιώνα, βεβαίως υπήρχε πολλή εμπορική και πολιτική
αλληλογραφία, πολύ δε προ της μεταγενεστέρας συνθήκης ηδύνατο να έγινεν άλλη
μεταξύ Οιανθέων και Χαλαίων, κανονίζουσα το δικαίωμα των αυλών και ορίζουσα
το ελαφρόν πρόστιμον των τεσσάρων δραχμών διά πάσαν υπέρβασιν του είδους
εκείνου της πειρατείας. Αλλά φαίνεται ότι ο παλαιοτάτος πεζός λόγος ήτο κατ'
ουσίαν όμοιος προς τας επιγραφάς εκείνας, ήτοι σαφές και ακριβές υπόμνημα
δημοσίων πράξεων, μη δυναμένων να εμπιστευθώσιν εις τα πηδήματα της
φαντασίας ποιητού και εις του μέτρου τας απαιτήσεις. Ιδίως οι ναοί έγεμον
τοιαύτης πεζογραφίας. Ούτως υπήρχον κανονισμοί περί ασεβείας· π. χ. εν Ιαλυσώ
της Ρόδου η θεά Αλεκτρώνα απηγόρευε την εις τον περίβολόν της είσοδον ίππων,
όνων, ημιόνων και ανθρώπων φορούντων υποδήματα ή «ύειον μηθέν» {
pig-skin shoes }.
(171)
Yπήρχον πλήρεις δημόσιοι απολογισμοί. Υπήρχον υπομνήματα των ευχών, όσας
εξεπλήρωσεν ο θεός, χαραγμένα δι' εξόδων των προσκυνητών, και των
παραπτωμάτων, όσα παραδειγματικώς ετιμώρησε, χαραγμένα πιθανώς υπό των
επιτρόπων του ναού. Τα δε ιερά θεραπευτήρια της Κω, της Ρόδου και της Κνίδου
περιείχον ήδη από του έκτου π. Χ. αιώνος πλήρη σημειώματα σπουδαίων
ασθενειών μετά των συμπτωμάτων, της θεραπείας και των αποτελεσμάτων.
Αναμφιβόλως δε υπήρχον σημειώματα μαγγανειών και επωδών. Επίσης δε
κατάλογοι των ιερέων και ιερειών, εκτεινόμενοι ενίοτε εις είδος χρονικών.
Ταύτα ήσαν δημόσια, υποκείμενα εις μικρούς περιορισμούς. Αλλά υπήρχον και εσώτερα βιβλία, μη εκτεθειμένα εις ελέγχους των βεβήλων. Ούτως οι κανόνες των τελετών δεν εδημοσιεύοντο πάντοτε. Οι δε χρησμολόγοι των Αθηνών είχον μυστικά υπομνήματα χρησμών και αποφάσεων περί νομικών ή ηθικών ζητημάτων. Οι δε Δελφοί και τάλλα κέντρα, όπου η παράδοσις ήτο μακροτέρα, είχον γραπτά υπομνήματα των θρύλων, όσους οι υπηρέται του θεού επεθύμουν να διατηρήσωσι. Εννοείται δε ότι πλην των επισήμων ναών σημειώματα είχον και οι ιδιωτικοί και ανεπίσημοι χρησμολόγοι, οι μάντεις, οι κάτοχοι μυστηρίων, οι πωληταί χρησμών, οι λύται παραπτωμάτων, άνθρωποι καθώς ο Ονομάκριτος, ο Τισαμενός ο Ιαμίδης, ο Λάμπων και οι διάφοροι Βάκιδες, των οποίων τους αορίστους και ρωμαντικούς θρύλους συχνά βλέπομεν εις τα αφηγήματα του Ηροδότου [Η' 20, 77, 96. Θ' 43]. Πλην τούτων υπήρχον αι γενεαλογίαι των ευγενών οίκων. Και συνήθως μεν αύται ήσαν έμμετροι εις τρόπον ώστε να προβάλλωνται αμέσως και ν' απομνημονεύωνται ευκόλως υπό του κοινού. Αλλ' επειδή και περί τούτων άλλοι του οίκου κλάδοι προχείρως ηδύναντο να αντιπροβάλλωσιν άλλας των στίχων παραλλαγάς, έπειτα δε βίοι και πράξεις ηδύναντο να λησμονηθώσιν ή κακώς να παρασταθώσιν, αι οικογένειαι εφρόντιζον, να κρατώσιν αυθεντικά και αρμοδίως ελεγχόμενα υπομνήματα.
Εδώ συναντώμεν την άλλην κλίσιν, την τείνουσαν εις παραγωγήν πεζογραφίας, την
παλαιάν κατά το ρήμα του Γκαίτε Lust sum Fabuliren, ποθούσαν να γνωρίση τους
χαρακτήρας των προσώπων και τους περί αυτών θρύλους. Ο «Λόγος» είναι
νεώτερος και μικροτέρος αδελφός του Μύθου, και κατά τινας απόψεις δεν
διακρίνεται απ' αυτού. Ούτως αδύνατον είναι ν' αναγνώσωμεν τα περί Σόλωνος,
Κροίσου, Δημοκήδους, Πολυκράτους, Αμάσιος χωρίς να αισθανθώμεν ότι
εισαγόμεθα εις τα βασίλεια της φαντασίας. Εντεύθεν βεβαίως είμεθα
πλησιέστερον εις τα γεγονότα ή από του έπους· και η κρυπτομένη πράξις είναι
πλέον ανθρωπίνη. Οι δε χαρακτήρες δεν είναι θεοί ή ήρωες, αλλά περιπλανώμενοι
μάγοι και σοφοί και έκπτωτοι βασιλείς, ο δε πρώτος εξάγγελος δεν είναι η Μούσα,
αλλά ο Ίων έμπορος. Δύναται επίσης να υποτεθή ότι υπάρχει και ολίγη αλήθεια εις
τους χαρακτήρας, ή και εις άλλα. Αλλά έως εκεί δεν έχομεν δικαίωμα να
προχωρήσωμεν π. χ. Ο σερ Τζων Φάλσταφ του Σαιξπήρου δεν είναι πιστή
ψυχολογία του Oldcastle the Lollard, δεν υπάρχει δε λόγος να υποθέσωμεν ότι ο
κωμικός βασιλεύς Άμασις ομοιάζει προς οιονδήποτε Αιγύπτιον Aahmes ή ν'
αποδώσωμεν την όψιμον σύνεσιν του Κροίσου εις τον αληθινόν κατακτητήν της
Ιωνίας. Είναι αλήθεια, ότι αφού άπας σχηματισθή ο χαρακτήρ, καθόλου παραμένει·
αλλά τούτο συμβαίνει και περί των επικών προσώπων.
Ο θρύλος ενωρίς απέβη λογοτέχνημα. Οι περίφημοι *Μιλήσιοι και *Συβαριτικοί λόγοι βεβαίως ήσαν του έκτου π. Χ. αιώνος, πριν η Σύβαρις καταστραφή και ερειπωθή η Μίλητος. Τοιαύτα δε δείγματα, οποία διεσώθησαν υπό μεταγενεστέρων λογογράφων — η Χήρα της Εφέσου του Πετρωνίου και πολλά μέρη του Απουληίου — είναι καθαρά μυθοπλαστία, διηγήματα κατά το είδος του Βοκκακίου μετά πλαστών χαρακτήρων. Αλλά τα πάντα μηνύουσιν ότι αρχικώς απεδίδοντο εις ωρισμένα ονόματα, καθώς τα ανέκδοτα του Ηροδότου· πράγματι δε το πρώτον απόσπασμα γνωστού ελληνιστί πεζού μυθιστορήματος έχει ως ήρωα και ηρωίνην τον Νίνον και την Σεμίραμιν. (172)
Αι πρώται κατά την στενωτέραν έννοιαν πεζαί ιστορίαι είναι οι «ώροι», τα χρονικά
των ιωνικών πόλεων, μεθ' ούς αμέσως έπονται οι της Σικελίας. Τοιούτων ώρων
ουδεμία σειρά σώζεται, εκτός εάν θεωρήσωμεν το Πάριον μάρμαρον ως επιτομήν
των ώρων όλης της Ελλάδος. Αλλ' ο σπουδαστής της αρχαιότητος έχει ακόμη να
εξετάση ποίαι των σωζομένων ειδήσεων πηγάζουσιν εκ των χρονικών εκάστης
πόλεως. Τοπικαί τινες γενεαλογίαι — πολλαί, λόγου χάριν, των εν τοις σχολίοις του
Απολλωνίου — προφανώς ήσαν ώροι. Επίσης υπό ώρου θα ανεφέρετο και ο
αερόλιθος, ο πεσών εις τους Αιγός ποταμούς κατά την 78ην Ολυμπιάδα, και η
λευκή εκείνη χελιδών, της οποίας την εν Σάμω εμφάνισιν μαρτυρεί στρατιά
μαρτύρων
(173).
Συρακόσιον χρονικόν φαίνεται ότι ήτο η πηγή των ειδήσεων, όσας παρέχει ο
Θουκυδίδης (ΣΤ' 1-5) περί της ιδρύσεως των ιταλικών και σικελικών πόλεων διότι
χρονολογούνται από της ιδρύσεως των Συρακουσών, ήτις θεωρείται ως η μεγάλη
χρονολογία του κόσμου, η μη έχουσα ανάγκην άλλου προσδιορισμού. Η καταγωγή
παντός χρονικού, εννοείται, είναι σκοτεινή. Καθώς κατ' αρχάς μεν το έπος, έπειτα
δε αι ιστορίαι και τα σχόλια και τα φιλοσοφικά κείμενα των σχολών της
αρχαιότητος και καθώς οι κώδικες των μητροπόλεων των μέσων χρόνων, ούτω και
ταρχαία χρονικά εσυνεχίζοντο, μετεβάλλοντο και επεξετείνοντο υπό
αλληλοδιαδόχων εκδοτών.
Τα ονόματα των παλαιοτάτων χρονογράφων έχουσιν ήχον μυθικόν. Ούτω το μεν χρονικόν της Κορίνθου έγραψεν αυτός ο «Εύμηλος», ο Κορίνθιος Όμηρος· το δε Εφέσιον ο «Κρεώφυλος», το δε Κρητικόν ο «Επιμενίδης», το δε της Μιλήτου, το γενικώς αναγνωριζόμενον ως το παλαιότατον, ήτο το πρώτον σύγγραμμα του «Κάδμου» αφού ηύρε το αλφάβητον. Όθεν ονομάζεται ΚΑΔΜΟΣ ο Μιλήσιος, καίτοι εκ γενετής ήτο Φοίνιξ. Ομοίως και ο χρονογράφος του Άργους ονομάζεται «ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ ο Αργείος», γεννηθείς, ως ο Ησίοδος, εν μικρώ χωρίω της Βοιωτίας. Το χρονικόν αυτού ελέγετο έργον του Ησιόδου, μεταφρασμένον εις πεζόν λόγον και «διωρθωμένον». Αλλά και αυτός ο Ακουσίλαος δεν ενομίζετο αρκετά μυθικός, ώστε να θεωρηθή πραγματικός αυτού συγγραφεύς· το είχε μόνον αντιγράψει από χαλκών πινάκων, ούς ο πατήρ αυτού ανέσκαψεν εκ της γης! Το δε χρονικόν των Αθηνών, όπερ κατόπιν επεξειργάσθησαν πολλοί ευδόκιμοι άνδρες, ως ο Κλείδημος, ο Ανδροτίων, ο Φιλόχορος δεν αναφέρεται πόθεν επήγαζεν. Κάποιος Μελησαγόρας [Ελευσίνιος] όστις έλεγεν ότι ποτέ δεν πετά κορώνη προς την Ακρόπολιν, φαίνεται ως αντιπρόσωπος του ιερού χρονικού της Ελευσίνος και επομένως κατά μέρος και των Αθηνών. (174)
Πολλά δε σπουδαία αποσπάσματα αναφέρονται εις τον ΦΕΡΕΚΥΔΗ· και ο μεν Σουίδας διακρίνει τρεις ομωνύμους, Σύριον, Λέριον και Αθηναίον, οι δε νεώτεροι λόγιοι παραδέχονται δύο μόνους — ένα φιλόσοφον εκ Σύρου κατά τον έβδομον αιώνα, και ένα Αθηναίον ιστορικόν γεννηθέντα εν Λέρω κατά τον πέμπτον, (175) αλλ' ίσως κριτικωτέρα μελέτη των πηγών δύναται να ελαττώση τον αριθμόν εις ένα Φερεκύδη — του οποίου το χρονικόν ήρχιζεν από της γενέσεως των θεών και περιείχε τα Ορφικά λόγια, δηλαδή άνθρωπον κατά το ήμισυ μυθικόν, «φέροντα κύδος» και παράλληλον προς τον Αργείον εκείνον Ακουσίλαον, τον «ακουστήν των λαών». (176)
Οι πρώτοι πραγματικοί χρονογράφοι κατάγονται εξ Ιωνίας και των νήσων, είναι δε άνθρωποι σοβαροί και πεπαιδευμένοι, καταγράψαντες εις βιβλία και τα υπομνήματα και την προφορικήν παράδοσιν — ΒIΩΝ ο Προκοννήσιος, ο επεξεργασθείς τον Κάδμον· ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο Μιλήσιος, ο πρώτος ίσως συνδυάσας τας πράξεις της απολέμου Ιωνίας προς τα μεγαλουργήματα της Περσίας και γράψας *Περσικά εν Ιάδι διαλέκτω]· ΧΑΡΩΝ ο Λαμψακηνός, ο γράψας [*Λαμψακηνών ώρους και *Περσικά] έργον ως φαίνεται, παρόμοιον προς το του Ηροδότου, περιλαμβάνον την περσικήν και αιθιοπικήν ιστορίαν, ειδήσεις περί του βίου του Θεμιστοκλέους και ταξείδια πέραν των Ηρακλείων στηλών ΕΥΓΑΙΩΝ ο Σάμιος, ΞΑΝΘΟΣ ο Λυδός και πολλοί άλλοι, φέροντες προς την μεγάλην τριάδα τον Εκαταίον, τον Ηρόδοτον και τον Ελλάνικον. (177)
Αλλά εις την Μεγάλην Ελλάδα τα πράγματα ήσαν διάφορα. Εκεί αι ελληνικαί αποικίαι είχον μακράν και δραματικήν ιστορίαν, μεγάλην δε δημιουργικήν λογοτεχνίαν, αλλ' η λογοτεχνία ουδέποτε περιέλαβε την ιστορίαν· λοιπόν ιστοριογράφοι δεν υπήρχον προ του χρόνου, ότε ο γηραιός Ηρόδοτος απήλθεν εις τους Θουρίους, όπου και έκλεισε τους οφθαλμούς. Τότε Αντίοχος ο Συρακόσιος εδημοσίευσεν ιστορίαν της Δύσεως, καταβαίνουσαν τουλάχιστον μέχρι του 424 π. Χ. Ο δε προβληματώδης ΙΠΠΥΣ ο Ρηγίνος, φαίνεται γράψας περί τους αυτούς χρόνους! Οι εν τη Δύσει βεβαίως είχον χρονικά των ναών και ανέδειξαν πολλούς ιστορικούς κατά την μετά τον Θουκυδίδην γενεάν. Αλλά κατά την αρχήν της πεζογραφίας σπουδαίον είναι ότι προ της ιστορίας εκαλλιέργουν την γραμματολογίαν. ΘΕΑΓΕΝΗΣ o Ρηγίνος (520 π. Χ.) λογίζεται ως ο πρώτος Ομηριστής· περί αυτού γνωρίζομεν μόνον ότι ηρμήνευεν αλληγορικώς και ανέφερε την Γιγαντομαχίαν. Ο δε ΓΛΑΥΚΟΣ ο Ρηγίνος έγραψεν αναγραφήν «περί των αρχαίων ποιητών τε και μουσικών» (178) αναφέρων όχι μόνον ονόματα και χρόνους, αλλά και περί ύφους και μιμήσεως, διηγούμενος δε και τίνας έκαστος ποιητής «εμιμήσατο», αρχόμενος από Ορφέως [Τερπάνδρου, Αρχιλόχου, Θαλήτα]. Η τοιαύτη τάσις, η προς την καθαράν λογοτεχνίαν κλίσις, ερμηνεύει την εκεί γένεσιν του Γοργίου.
Εν τη ανατολική Ελλάδι κριτικούς του Ομήρου θα εύρωμεν μόνον τους χρονογράφους εκείνων των πόλεων, όσαι ειδικώς σχετίζονται προς αυτόν, ως ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ τον Κυμαίον και ΔΑΜΑΣΤΗΝ τον εκ Σιγείου. Αλλ' η υψηλοτέρα λογογραφία εγεννήθη εν τη Ανατολή εκ της ζητήσεως της γνώσεως κατά την ευρυτάτην έννοιαν, ήν οι μεν Ίωνες ωνόμαζον ιστορίην, οι δε Αθηναίοι φιλοσοφίαν. Ημείς εφαρμόζοντες εις τον έκτον αιώνα τους όρους του τετάρτου, σπεύδομεν να διακρίνωμεν την ιστορίαν από της φιλοσοφίας. Αλλ' ότε ο Σόλων ο φιλόσοφος «απεδήμησε έτεα δέκα» χάριν «της θεωρίης», έπραττεν ακριβώς ό,τι και οι ιστορικοί, ο Ηρόδοτος και ο Εκαταίος. Ότε δε ο Εκαταίος έγραψε Πίνακα του κόσμου γεωγραφικόν και ανθρωπολογικόν, έπραττεν ό,τι και ο Αναξίμανδρος και ο Δημόκριτος. Ιστορία σημαίνει έρευνα, (179) φιλοσοφία δε αγάπη της γνώσεως. Και αι δύο καταλαμβάνουσι περίπου την αυτήν έκτασιν, αν και καθόλου η φιλοσοφία αποβλέπει περισσότερον εις την τελικήν αλήθειαν και ολιγώτερον εις τα ειδικά γεγονότα· το δε σπουδαιοτέρον, η φιλοσοφία γενικώς είν' έργον ωργανωμένης σχολής μετά καθωρισμένων ή συγγενών θεωριών — της Μιλησίας, της Πυθαγορικής, της Ελεατικής — ενώ ο ιστορικός είναι προ πάντων εξερευνητής και αφηγητής.
Πεζόν βιβλίον κατά τον έκτον αιώνα, οσάκις δεν ήτο βιβλίον φιλοσοφικής σχολής, ήτο αποτέλεσμα μεν της «ιστορίης» του συγγραφέως, ωνομάζετο δε «λόγος» αυτού — δηλαδή ό,τι είχε να είπη. Αλλ' ούτε το βιβλίον αυτό, ούτε το λογοτεχνικόν είδος, όπου ανήκεν, είχεν ακόμη όνομα. Η πρώτη φράσις εχρησίμευεν αντί τίτλου· η απλουστάτη δηλαδή φράσις ήτο «Αλκμέων ο Κροτωνιάτης λέγει τάδε» «Ηροδότου Αλικαρνησσέος ιστορίης απόδεξις ήδε». Εν ειδικωτέρα δε ιστορία, φέρεται «Αντίοχος Ξενοφάνους συντίθησι περί Ιταλίας» { Antiochus, Xenophanes' son, put these things together about Italy } ή άνευ του ονόματος του συγγραφέως, «Περί μεν της ιερής νούσου καλεομένης ώδ' έχει» { Touching the disease called Holy, thus it is }(Ιπποκράτης) . Τι δε ήτο ο γράφων; Βεβαίως λογογράφος ή λογοποιός, αφού έγραφε λόγον. Ηδύνατο δε να είναι γεωγράφος ή ιδεολόγος, πιθανώτερον δε φιλόσοφος και κατά τους θαυμαστάς αυτού σοφός ανήρ. Ο δε θέλων να ονομάση το ανώνυμον και αδιαίρετον εις κεφάλαια έργον έπρεπε να μεταχειρισθή μίαν περιγραφικήν φράσιν. Καθώς έλεγε κανείς π. χ. περί του μέσου του τ της Οδυσσείας «Όμηρος εν νίπτροις» {Homer in the Foot-washing }, ούτως έλεγεν «Εκαταίος Ασία» ή «Εκαταίος εν τοις περί Ασίας», «Χάρων εν τοις Περσικοίς», Αναξίμανδρος εν τοις περί των απλανών ή εν γης περιόδω { Anaximander about Fixed Stars," or "in the Description of the World. } [πρβ. τον Σουίδαν]. Οι δε μεταγενέστεροι πολλάκις εξέλαβον τας παραπομπάς εκείνας ως επιγραφάς χωριστών έργων και παρέστησαν πολλούς των αρχαίων λογογράφων ως γράψαντας δωδεκάδας συγγραμμάτων.
Το παλαιόν έπος ελήφθη ως παράδειγμα· καθώς εκείνο ήτο ή ανώνυμον ή έργον φανταστικού ή ημιθέου ποιητού, ούτω και ο «λόγος» και το χρονικόν, βεβαίως δε και αι απαρχαί των φυσικών παρατηρήσεων και της κοσμολογίας. Κατά την επομένην περίοδον το βιβλίον ήτο έργον σωματείου τινός· φυλής ποιητών, σχολής φιλοσόφων, θρησκευτικής αιρέσεως, ή επισήμου επιτροπής· δηλαδή πρώτον μεν «Όμηρος» «Αίσωπος» «Ησίοδος» «Ορφεύς» «Κάδμος», έπειτα δε «Ομηρίδαι» «Πυθαγόρειοι» «Ορφικοί» και «Ώροι Μιλησίων». Έπρεπε πρώτον ο στενός δεσμός του ελληνικού αστικού βίου να κατακοπή, πριν είς ανήρ δυνηθή να προέλθη και εκφράση τας γνώμας και τα αισθήματά του διά του ιερού μεγαλείου του βιβλίου. Και ποιηταί μεν ως ο Αρχίλοχος και άλλοι είχον ήδη πράξει τούτο. Αλλά της πεζογραφίας την οδόν ήνοιξε βιβλίον, του οποίου αι πρώται λέξεις θ' αντήχησαν ως σάλπισμα εις τα ώτα των ανθρώπων· «Εκαταίος Μιλήσιος ώδε μυθείται· τάδε γράφω ως μοι αλήθεια δοκέει είναι· οι γαρ Ελλήνων λόγοι πολλοί τε και γελοίοι, ως εμοί φαίνονται, εισίν.» { Hecatoeus of Miletus thus speaks. I write as I deem true, for the traditions of the Greeks seem to me manifold and laughable. }
Ο ΕΚΑΤΑΙΟΣ ήτο ευπατρίδης γενεαλογών εαυτόν ως απόγονον θεού εν δεκάτη έκτη
γενεά, (Ηροδότου Β' 143) μέχρις ού οι ιερείς των αιγυπτιακών Θηβών διέψευσαν
αυτόν· εξερευνητής δε σπάνιος, καθώς ο σύγχρονος αυτού Σκύλαξ, ο καταπλεύσας
τον Ινδόν μέχρι της Ερυθράς θαλάσσης, καθώς επί του β' Πτολεμαίου Εύδοξος ο
Κυζικηνός και μέχρι τινός καθώς ο Κολώμπος, δηλαδή άνθρωποι, των οποίων η
μεγάλη τόλμη ήτο όργανον μεγαλυτέρου νου. Περιήλθεν όλας τας ακτάς της
Μεσογείου, το περσικόν κράτος, την Αίγυπτον, ίσως τον Πόντον, την Λιβύην και την
Ιβηρίαν, αδιακόπως «ιστορέων», ήτοι ζητών γνώσιν. Ημείς γινώσκομεν
αυτόν προ πάντων εκ των επικρίσεων και των ανεκδότων του Ηροδότου, όστις
διχογνωμεί προς αυτόν περί των πηγών του Νείλου (Β' 21) και της υπάρξεως του
ποταμού Ωκεανού (Β' 23) αναφέρει δε μετά δισταγμού όσα έγραφεν ο Εκαταίος
περί της εξώσεως των Πελασγών εκ της Αττικής (Στ' 137), αλλά καθόλου τον
παριστά σχεδόν ως μέγαν.
Κατά την προπαρασκευήν της ιωνικής επαναστάσεως η Μίλητος εζήτησε την συμβουλήν του σοφού της, αλλά δεν την ηκολούθησεν. Εκείνος τους απέτρεπε, «καταλέγων τα τε έθνεα πάντα των ήρχε Δαρείος και την δύναμιν αυτού» { telling them all the nations that Darius ruled and the power of him. }(Ηροδότου Ε' 36). Αλλ' ο σοφός ήτο ψυχρός και ελάλησεν εις μάτην! Έπειτα τους προέτρεψεν, εάν επέμενον να επαναστατήσωσι, να καταλάβωσιν αμέσως τους θησαυρούς του εν Βραγχίδαις Απόλλωνος — ειδεμή θα τους εσύλων οι Πέρσαι — και να ναυπηγήσωσι στόλον, δεσπόζοντα του Αιγαίου. Αλλ' ο σοφός υβρίσθη ως ασεβής! Ο Αρισταγόρας και ο λαός επροτίμησαν τον ιδικόν των δρόμον, ετράπησαν παντού, και βεβαίως είδον τον θησαυρόν πεσόντα εις τας χείρας των βαρβάρων. Και άλλην συμβουλήν έδωκεν ο Εκαταίος ότε τα πράγματα ήσαν απεγνωσμένα, παρακαλών τον Αρισταγόραν να μη φύγη διά παντός, αλλά να οχυρώση την νήσον Λέρον, και κρατών της θαλάσσης, να επιχειρήση την ανάκτησιν της Μιλήτου. Δηλαδή πάντα, όσα κατόπιν αναλογιζομένη την πικράν της συμφοράν, επόθει να είχε πράξει η Ιωνία, κατήντησαν επαναλεγόμενα συμβουλαί του μεγάλου της Εκαταίου. Εκείνος τέλος είχε μεσολαβήσει προς τον Αρταφέρνη — την φοράν ταύτην επιτυχώς — όπως φεισθή των ηττημένων.
Ο Εκαταίος δεν ήτο λογοτέχνης όπως ο Ηρόδοτος· ήτο στοχαστής και εργάτης. Κατά τον Ερμογένη [τον Ταρσέα] όστις ηγάπα τον αρχαϊσμόν, «καθαρός μεν έστι και σαφής, εν δε τισι και ηδύς ου μετρίως» { pure and clear, and in some ways singularly pleasant } και όμως «ταις ηδοναίς ελαττούται πολλώ του Ηροδότου· αλλά πάνυ πολλώ, καίτοι γε μύθους τα πάντα σχεδόν και τοιαύτην τινά ιστορίαν συγγραψάμενος». { much less charm than Herodotus — ever so much, though it was mostly myths and the like } (180) Αλλ' εις την τελευταίαν ταύτην φράσιν δεν πρέπει να δώσωμεν μεγάλην προσοχήν. Ο Εκαταίος ιστορίαν εθεώρει την περίοδον, ήν ημείς σήμερον παραλείπομεν ως μυθικήν, ενώ δε απέρριπτε τας ελληνικάς παραδόσεις, συχνά επίστευεν εις τας αιγυπτιακάς· ενθυμούμενοι δε τας πρώτας του βιβλίου του λέξεις, δεν δυνάμεθα να του προσάψωμεν «ευπιστίαν» ή να θεωρήσωμεν αυτόν υπεύθυνον διά τον μύθον ότι η σκύλα του Οινέως εγέννησε στέλεχος και εξ αυτού «έφυ άμπελος πολυστάφυλος» (απόσπ. 341), διότι είναι πιθανόν ν' ανέφερε τούτο μόνον ως γελοίον. Επί πολλούς αιώνας ως γεωγράφος εθεωρείτο αυθεντία· καίτοι δε φαίνεται ότι δεν υπήρξε σταθερώς άθρησκος, παραμένει μεγάλη μορφή της ιστορίας της λογοτεχνίας και της προόδου του ανθρωπίνου νου. Ο Εκαταίος αντιπροσωπεύει το πνεύμα του καιρού του ως σύνολον, ήτοι την έρευναν, την σκέψιν, την προς την λογοτεχνίαν κλίσιν. Και ταύτης μεν έξοχος τύπος είναι ο Ηρόδοτος, ως αντιπροσώπους δε των άλλων εκλέγομεν δύο των μη σωθέντων συγγραφέων, τον Ηρόδωρον και τον Eλλάνικον. (181)
ΗΡΟΔΩΡΟΣ ο Ηρακλεώτης, (εξ Ηρακλείας του Πόντου) πατήρ του σοφιστού
Βρύσωνος, του οποίου οι διάλογοι λέγεται ότι ήσαν το υπόδειγμα του Πλάτωνος,
είναι ο τύπος των πρώτων αθρήσκων. Το έργον του ήτο κριτική ιστορία των
αρχαίων υπομνημάτων, διαλαμβάνον κατ' αρχάς περί της πατρίδος του και του
ιδρυτού αυτής Ηρακλέους, [*Λόγος καθ' Ηρακλέα], αλλ' εγγίζον π. χ. και
τους Αργοναύτας και τους Πελοπίδας. Η δε μέθοδος αυτού σήμερον μεν έχασε την
χάριν και την πρωτοτυπίαν, αλλά τότε ήθελε βαθυτάτην σκέψιν και παρείχε
πραγματικάς υπηρεσίας προς τον κόσμον. Κατά τον Ηρόδωρον (απόσπ. 23) ο
δεσμώτης Προμηθεύς, όν εξέσχιζεν ο αετός και ηλευθέρωσεν ο Ηρακλής, αληθώς
ήτο βασιλεύς των Σκυθών πλησίον του πoταμού Αετού, όστις επιφέρει
καταστρεπτικάς πλυμμύρας· οι δε υπήκοοι νομίζοντες, όπως και ο Ησίοδος, ότι αι
πλημμύραι ήσαν τιμωρίαι διά τας αμαρτίας των ηγεμόνων, έδεσαν, δηλαδή
εφυλάκισαν τον Προμηθέα, μέχρις ού ο Ηρακλής, όστις αναφέρεται ότι ανέλαβε
παρά του Άτλαντος τους στύλους του ουρανού και της γης, δηλαδή τας αρχάς της
αστρονομίας, (απόσπ. 24) και της μηχανικής, απέστρεψε το ρεύμα προς την
θάλασσαν! Τα δε περί των τειχών της Τροίας λεγόμενα, ότι έκτισαν αυτά ο
Απόλλων και ο Ποσειδών, εσήμαινον απλούστατα ότι ο Λαομέδων εσύλησε
χρήματα εκ του ιερού αυτών διά την κατασκευήν των (απόσπ. 18). Ο Ηρόδωρος
εσυνήθιζεν, ως φαίνεται, να διηγήται τον κοινόν μύθον, πριν τον επικρίνη, διότι
ευρίσκομεν αποσπάσματα και τούτου, όπως του Εκαταίου, αναφερόμενα ως πηγάς
μωροτάτων μύθων, ούς βεβαίως έπειτα θα επεξήγει. Αλλά δεν εστερείτο πάλιν
όλως διόλου φαντασίας· έφθασε να πιστοποιήση την φερομένην παράδοσιν ότι ο
λέων της Νεμέας είχε πέσει εκ της σελήνης. Και τούτο διότι επίστευεν ότι η σελήνη
δεν ήτο μικρόν φως, αλλά «ετέρα μετέωρος γη» και ότι οι αερόλιθοι και τα
όμοια πιθανώς έπιπτον εκείθεν· ότι μερικά έντομα και το περιεργότερον, οι γύπες,
των οποίων τας φωλεάς, όσον και αν εζήτησεν, ουδέποτε είχεν ιδεί επί της γης
ταύτης, πιθανώτατα προήρχοντο εκείθεν [απόσπ. 10]· εκείθεν είχε καταβή και ο
λέων της Νεμέας [απόσπ. 9] διότι, φαίνεται, εσκέπτετο, ότι δεν ήτο δυνατόν να
εγεννήθη εν Νεμέα και δεν ηδύνατο να προχωρήση έως εκεί καταβαίνων εκ του
Αίμου· και ότι η περιγραφή αυτού δεν ωμοίαζε προς κανένα γνωστόν λέοντα. Αλλά
τούτο δεν είναι «απλοϊκή ευπιστία»· είναι πλάνη συλλογισμού, συγγνωστή,
καθόσον ενόμιζεν και σχετικώς μικράν την από της σελήνης απόστασιν ημών. Ο
Ηρόδωρος εκοπίασε πολύ να συστηματοποιήση και την χρονολογίαν — να
εκτελέση δηλαδή τον γιγάντειον εκείνον άθλον, όν ουδείς Έλλην Ηρακλής
συνετέλεσεν. Αι δε γεωγραφικαί αυτού μελέται ήσαν ευρύταται και ακριβείς,
(182)
εχρησιμοποίει δε τα πάντα εις κριτικήν της παλαιοτάτης ιστορίας. Πόσον τούτο
είναι διάφορον, αλλ' όχι κατώτερον κατ' είδος, του πνεύματος του Ηροδότου και
του Θουκυδίδου!
(183)
ΕΛΛΑΝΙΚΟΣ
(184) ο
Λέσβιος χρονολογικώς καθορίζεται διά τούτου ότι το έργον αυτού «Ατθίς»
μνημονεύεται μεν υπό του Θουκυδίδου (Α' 97), εμνημόνευε δε
(185) την εν
Αργινούσαις ναυμαχίαν — εδημοσιεύθη δηλαδή μικρόν μετά τα 406 π. Χ. Ο
Ελλάνικος είναι νεώτερος μεν του Ηροδότου, πρεσβύτερος δε του Θουκυδίδου. Η
χρονολογία είναι σπουδαία διά τούτο, ότι η γενική μέθοδος του έργου του
Ελλανίκου, οιαδήποτε και αν ήτο κατά τας λεπτομερείας, δεν ήτο η του Εκαταίου
και του Ηροδώρου, ουδέ η των σωθέντων ιστορικών, αλλά μόνον μέθοδος
στοιχειωδεστέρου τινός Αριστοτέλους. Ο Ελλάνικος εστράφη κατ' ευθείαν προς τα
τοπικά υπομνήματα, είτ' επιγραφικά, είτε προφορικά, εσώρευσε δε σωρόν
καθωρισμένων και επισήμων μαρτυριών περί γεγονότων και υπέταξεν αυτά εις
καθολικόν χρονολογικόν σύστημα· τοιουτοτρόπως κατώρθωσεν ώστε εκάστη
τοπική ιστορία να ρίπτη φως επί τας άλλας, κατέγραφε δε τας παρατηρήσεις του
κατά τρόπον όλως πρακτικόν. Αλλά δυστυχώς το υλικόν ήτο ανάξιον της μεθόδου
του. Τα μεν γεγονότα, όσα συνέλεξε, δεν ήσαν γεγονότα, η δε τάξις, ήν
κατέστρωσε, ήτο χειροτέρα του προηγουμένου γνησίου χάους.
Ο Ελλάνικος ήρχισεν, όπως και πολλοί άλλοι, γράφων *Περσικά· ταποσπάσματα τούτων φαίνονται παλαιοτέρα του Ηροδότου και είναι μεστά ελληνικών θρύλων. Διότι το ήμισυ της δραστηριότητός του εδαπάνησεν εις την μελέτην των μεγάλων μύθων, ούς ενόμιζε πολυτίμους, ως περιέχοντας απωτάτην ιστορίαν, κινδυνεύουσαν να χαθή. Έγραψε δε * Αιολικά και *Τρωικά· την εκλογήν δε ταύτην ερμηνεύει η αιολική του καταγωγή και η προς την Τροίαν γειτονία. Αι δε αιολικαί παραδόσεις αναποφεύκτως έστρεψαν αυτόν προς την Θεσσαλίαν, ούτω δ' έγραψε τα *Δευκαλιώνεια ήτοι περί των απογόνων του Δευκαλίωνος. Δεύτερον εν Ελλάδι πλούσιον μύθων μεταλλείον ήτο το Άργος· αι παραδόσεις αυτού ήσαν σχεδόν ανεξάρτητοι από της Θεσσαλίας· ο Ελλάνικος λοιπόν εστράφη προς το Άργος και όχι μόνον έγραψεν ιστορίαν αυτού, αλλά και εδημοσίευσε κατά τας απαιτήσεις της αναπτυσσομένης μεθόδου του κατάλογον των διαδοχικών ιερειών του εν Άργει ναού της Ήρας, ως βάσιν ομοιομόρφου συστήματος χρονολογίας δι' όλην την ιστορίαν. Ίσως δ' εκ του Ελλανίκου παρέλαβεν αυτόν ο Θουκυδίδης (Β' 2, Δ' 33) αν και ήτο και προτού εύχρηστος εν Πελοποννήσω· εν τω μεταξύ, φαίνεται, ο σοφιστής Ιππίας είχεν εκδώσει τους ρηξικελεύθους καταλόγους των Ολυμπιάδων μετά της σειράς των νικητών. Ο δ' Ελλάνικος ηκολούθησεν αυτόν δημοσιεύσας *Καρνεονίκας, ήτοι κατάλογον των νικητών των αγώνων του εν Σπάρτη Καρνείου Απόλλωνος.
Ο Ελλάνικος λοιπόν είχε γράψει πολλά χωριστά βιβλία, παρέχων αντιθέτως προς τον Ηρόδοτον ακατάσκευον το ποικίλον του υλικόν και δεν εδοκίμασε να το χωνεύση ολόκληρον εις ένα προσωπικόν «λόγον» ιδικόν του. Φαίνεται δε ότι και ωνόμασε τα βιβλία του· το όνομα *Φορωνίς, όπερ έφερεν η ιστορία του Άργους κατά τον αρχαίον βασιλέα Φορωνέα, ήτο επιγραφή απλή και σαφής· τα δε *Δευκαλιώνεια ήτο κάτι μεταξύ περιγραφής και αρχείου. Κατόπιν ήλθεν εις τας Αθήνας και έγραψε την περίφημον *Ατθίδα ή Αττικήν συγγραφήν. Οι Αθηναίοι της προηγουμένης γενεάς είχον εργασθή τόσον εις παραγωγήν της ιστορίας, ώστε δεν ηύραν καιρόν και να γράψωσιν αυτήν· λοιπόν αντί αυτών την έγραψεν ο αλλοδαπός σοφός. Αλλά το λυπηρόν είναι ότι διεφέρετο περισσότερον περί του παρελθόντος ή του παρόντος. Ήρχιζεν από του Ωγύγου, ο οποίος εβασίλευε 1020 έτη προ της πρώτης Ολυμπιάδος, και έτρεχεν ανοικτιρμόνως διά μέσου όλων των γενεών των κενών ονομάτων, των απαιτουμένων προς πλήρωσιν του χιλιετούς χάσματος. Έχων ως αφετηρίαν τον Αργείον κατάλογον, όστις ήτο πληρέστατος, ηναγκάζετο να επεκτείνη τον ισχνόν Αττικόν, φανταζόμενος διπλούς ομωνύμους βασιλείς. Ότε δε κατέβαινεν εις τους χρόνους, περί ών κυρίως ποθούμεν ημείς να μάθωμεν — εις τα 50 έτη τα κατόπιν των μηδικών, — η μέθοδος, ήν μετά κόπου είχε καταρτίσει προς εξιστόρησιν των μύθων, εγκατέλειπεν όλως αυτόν εις την περιγραφήν των γεγονότων «βραχέως τε και τοις χρόνοις ουκ ακριβώς επεμνήσθη» λέγει περί αυτού ο Θουκυδίδης. Και όμως αι χρονολογίαι ήσαν όλη η δόξα του ανδρός. Ο Ελλάνικος υπελόγιζε κατά γενεάς, τρεις εις έκαστον αιώνα, έπειτα δε κατ' άρχοντας, αφότου κατεστάθησαν. Ο δε Θουκυδίδης πιθανώτατα εννοεί ότι το σύστημα της χονδρικής καταστρώσεως των γεγονότων απέναντι του ονόματος του άρχοντος δεν ήτο τόσον ακριβές, όσον η ιδική του διαίρεσις εις θέρη και χειμώνας. Ο Ελλάνικος είχε πολλούς αναγνώστας και επέδρασε πολύ, αλλά δεν ηύρεν ευμενείς κριτάς. Ο μεν Έφορος έλεγεν αυτόν «εν τοις πλείστοις ψευδόμενον», ο δε Στράβων [Θ' 6,3 σ. 508] ότι «ράον αν τις Ησιόδω και Ομήρω πιστεύσειεν ηρωολογούσι και τοις τραγικοίς ποιηταίς ή . . . Ελλανίκω και τοις τοιούτοις» { would sooner believe Homer, Hesiod, and the tragedians }. Τούτο, φαίνεται, σημαίνει μόνον ότι η γενική παράδοσις, ήν αντεπροσώπευον οι ποιηταί, ήτο ασφαλεστέρα των τοπικών, άς παρέλαβεν ο Ελλάνικος. Διότι ήτο μεν ικανός, συστηματικός και ευσυνείδητος ιστορικός, αλλά πιθανώς η ιστορία θα ήτο ησυχωτέρα, εάν μηδέποτε υπήρχεν. (186)
ΗΡΟΔΟΤΟΣ, ο «πατήρ της ιστορίας», ήτο άνθρωπος εξόριστος και εξ επαγγέλματος
αφηγητής· όχι βεβαίως ως Ιταλός improvisatore, αλλά πεζογράφος αντίστοιχος
προς αοιδόν, διηγούμενος πράξεις αληθινών ανθρώπων, και περιγράφων ξένους
τόπους. Η εργασία του λοιπόν, καθώς ο Θουκυδίδης αυστηρώς λέγει, ήτο
«αγώνισμα ες το παραχρήμα», δηλαδή απέβλεπε μάλλον εις προσωρινήν
επιτυχίαν παρά μόνιμον εύρεσιν της αληθείας. Ο πρώτος του σκοπός ήτο να εξάπτη
την περιέργειαν των ακροατών, φαίνεται δε ότι ο Ηρόδοτος είχε την χάριν ταύτην
οποτεδήποτε ήνοιγε τα χείλη· αλλ' είναι φανερόν και ότι υψώθη υπεράνω του
επαγγέλματός του, ότι επροχώρησεν από σειράς δημοσίων αναγνωσμάτων εις
μεγάλην ιστορίαν και πιθανώς εις κάτι περισσότερον. Διότι το έργον του δεν είναι
μόνον διήγησις ενός συγκινητικού πολέμου, πολιτικώς σπουδαίου και πνευματικώς
μεγίστου· αλλ' είναι ίσως υπέρ παν άλλο γνωστόν βιβλίον και η έκφρασις ενός όλου
ανθρώπου, η παράστασις όλου του κόσμου, βλεπομένου διά μέσου ενός νου και
από μιας ιδιαιτέρας απόψεως. Τότε ο κόσμος ήτο εξαιρέτως διαφέρων, αλλά και ο
νους εκείνος αν και λίαν ατομικός, ήτο εκ των περιεκτικωτάτων, όσους εγνώρισεν η
ανθρωπότης.
Η όλη του μέθοδος είναι λίαν υποκειμενική. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί τόσον, ώστε δεν δύναται διαρκώς να επικρίνη ή να μένη ψυχρός προς τας πέριξ αυτού βαθείας προλήψεις του λαού· λοιπόν ευθύς εξ αρχής συμμερίζεται την κοινήν πίστιν και διαβλέπει την ενέργειαν ηθικού θεού επί πάντων των ιστορικών συμβάντων. Είναι ζωηρός, ευαίσθητος, αγαπά τους ανθρώπους, συγκρατεί τας λεπτομερείας, όσαι ζωογονούσι την αφήγησίν του, λησμονεί δε αυτάς, οσάκις είναι μόνον αριθμοί και γεγονότα· αμέσως αισθάνεται το περιβάλλον της κοινωνίας όπου εμβαίνει, και διαρκώς επηρεάζεται υπό της γοητείας μεγάλων ανθρωπίνων ενεργειών, π. χ. της αυστηράς και απροσώπου αιγυπτιακής ιεραρχίας ή του λαμπρού κύκλου των μεγάλων ανδρών των Αθηνών· αλλ' όμως είναι πάντοτε έξυπνος, χαριτολόγος, αβρός εις τας κρίσεις, βαθυτάτα πεπεισμένος περί της ασθενείας της ανθρωπίνης φύσεως, των σφαλμάτων του ηρωισμού της και της οφειλομένης συγγνώμης διά την ατέλειαν αυτής. Το βιβλίον του Ηροδότου φέρει παντού την σφραγίδα του χαρακτήρος τούτου και τούτων των αρχών.
Ο Ηρόδοτος εγεννήθη εν Αλικαρνασσώ, απέναντι της Ρόδου. Η πόλις αύτη ήτο μεικτή, διότι δωρικόν στρώμα κατέβαλε το εγχώριον καρικόν, έπειτα δε και αυτό υπέκυψεν εις τον υψηλότερον πολιτισμόν των Ιώνων γειτόνων, πάντες δε ήσαν υπήκοοι της Περσίας· ήτο λοιπόν καλόν τροφείον ιστορικού, όστις έμελλε να διακριθή διά την έλλειψιν πάσης φυλετικής προκαταλήψεως. Εγεννήθη δε περί τα 484 π. Χ. μεταξύ των απηχήσεων της μεγάλης πάλης. Η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Αλικαρνασσού, επολέμησεν υπέρ του Ξέρξου εν Σαλαμίνι, ο δε εγγονός αυτής Λύγδαμις κατείχεν ακόμη τον θρόνον ως τύραννος υπό τον Αρταξέρξην μετά τα 460. Ο Ηρόδοτος κατέτριψε τα πρώτα νεανικά του έτη πολεμών υπό την ηγεσίαν συγγενούς του, όστις ήτο ο ποιητής και μάντις Πανύασις, όπως ελευθερώση την πατρίδα του από του τυράννου και του περσικού ζυγού· αλλ' εν τη ιστορία του δεν αναφέρει τους αγώνας εκείνους, οι οποίοι βεβαίως αφήκαν ίχνη εις τον χαρακτήρα του. Και ο μεν Πανύασις εζωγρήθη και εθανατώθη, ο δε Ηρόδοτος έφυγεν εις την Σάμον. Τέλος — άγνωστον πώς, — ο Λύγδαμις έπεσε και ο Ηρόδοτος επανήλθεν· αλλά η άρχουσα μερίς δεν ήτο φιλική προς αυτόν — ίσως εκείνοι ήσαν θιασώται της αυτονομίας, αυτός δε της μετά των Αθηναίων συμμαχίας — και τοιουτοτρόπως ο Ηρόδοτος ήρχισε τας περιηγήσεις του. Εν Αθήναις ηύρε δευτέραν πατρίδα, και είχε φίλον τον Σοφοκλή, και ίσως τον Περικλή και τον Λάμπωνα. Τέλος έγινε πολίτης των Θουρίων, της υποδειγματικής αποικίας, ήν οι Αθηναίοι έκτισαν επί της κάτω Ιταλίας κατά τα 443 παρά την Σύβαριν, ήτις κατεστράφη δύο φοράς. Αλλά περί των τελευταίων αυτού χρόνων και των περιηγήσεων ολίγα βάσιμα γινώσκομεν. Ο Ηροδότος εταξείδευσεν εις την Αίγυπτον μέχρι της Ελεφαντίνης πόλεως, ότε η χώρα υπέκειτο εις την Περσίαν και, εννοείται, ότε η Περσία ήγεν ειρήνην προς τας Αθήνας, δηλαδή μετά τα 447. Τότε είχεν ήδη συμπληρώσει την μεγάλην ασιατικήν του περιήγησιν (Β' 150) και διέλθει την Βαβυλωνίαν μέχρι των περιχώρων των Σούσων και των Εκβατάνων. Εταξείδευσε δε και εις τον Εύξεινον πόντον, εις τας εκβολάς του Ίστρου, εις την Χερσόνησον και την γην των Κόλχων· επειδή δε κατά τα 444 ο Περικλής έπλευσεν εις τον Εύξεινον μετά μεγάλου στόλου, είναι πιθανόν ότι προηγουμένως ο Ηρόδοτος είχε σταλή προς εξερεύνησιν των χωρών εκείνων. Πλην τούτων, έπλευσεν εις την Τύρον και φαίνεται ότι κατέβη όλην την ακτήν της Συρίας μέχρι της Αιγύπτου. Απήλθε δε και εις την Κυρήνην και είδε μέρος της Λιβύης. Εγνώρισε τας ακτάς της Θράκης και διήλθε την Ελλάδα κατά πάσαν διεύθυνσιν, ιδών την Δωδώνην, την Ακαρνανίαν, τους Δελφούς και τας Θήβας και εν Πελοποννήσω την Τεγέαν, την Σπάρτην και την Ολυμπίαν.
Αλλά ποίος ήτο άρα γε ο σκοπός όλων των ταξειδίων τούτων; και πώς κατώρθωνεν άνθρωπος εξωρισμένος εκ της πατρίδος και επομένως μη δυνάμενος να έχη το εισόδημα της περιουσίας του, να δαπανά τόσα; Τούτο είναι περίεργότατον ερώτημα και η ορθή απάντησις αυτού θα μας εδίδασκε πολλά, σήμερον άγνωστα, περί του ελληνικού βίου κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα. Ο Ηρόδοτος ίσως εταξείδευεν ως έμπορος· αλλ' όμως περί εμπόρων λαλεί παροδικώς και όχι μόνον αναφέρει, συμφώνως προς τον σκοπόν του βιβλίου του, αλλά πράγματι φαίνεται ότι επεσκέφθη κέντρα μαθήσεως μάλλον ή εμπορίου. Διότι εν Β' 44 λέγει ρητώς ότι έπλευσεν εις την Τύρον θέλων περί των χρόνων του Ηρακλέους «σαφές τι ειδέναι». Αληθώς λοιπόν φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος ήτο εξ επαγγέλματος λογοποιός, δηλαδή έγραφε και ανεγίνωσκε λόγους, ακριβώς όπως ο Κύναιθος και ίσως ο Πανύασις έγραφον και ανεγίνωσκον έπη. Η ανεκδοτική παράδοσις, η αναφέρουσα δημόσια αυτού αναγνώσματα εν Αθήναις, Θήβαις, Κορίνθω και Ολυμπία, είχε βεβαίως αληθινήν βάσιν. Ο Ηρόδοτος δηλαδή εταξείδευεν, όπως οι αοιδοί και οι σοφισταί· όπως οι Ομηρίδαι, ο Πίνδαρος, ο Ελλάνικος, ο Γοργίας. Και εν μεν τω ελληνικώ ήτο βέβαιος ότι θα εύρισκε γενναιοδώρους ακροατάς· μεταξύ δε των βαρβάρων συνέλεγε τουλάχιστον νέους λόγους. Διαφωτιστική πιθανώς είναι και η μαρτυρία του Αριστοτελικού Διύλλου (κατά τα τέλη του δ' π. Χ. αιώνος) ότι ο Ηρόδοτος «δέκα τάλαντα δωρεάν έλαβεν εξ Αθηνών, Ανύτου το ψήφισμα γράψαντος» (187). Αύτη δεν ήτο πληρωμή διά σειράν αναγνωσμάτων, αλλ' αμοιβή σπουδαίας δημοσίας υπηρεσίας. Είναι δε προτιμοτέρον να εξηγήσωμεν την υπηρεσίαν εκείνην ως συλλογήν συστηματικών ειδήσεων περί χωρών πολιτικώς σπουδαιοτάτων διά τας Αθήνας, — Περσίας, Αιγύπτου, Θράκης και Σκυθίας, ίνα παραλίπωμεν το Άργος — ή ως ιστορικήν υπεράσπισιν των Αθηνών κατά τας αρχάς του Πελοποννησιακού πολέμου, ότι έσωσαν την Ελλάδα. Και αυτό το δημοσιευθέν βιβλίον, όπως έχομεν αυτό, γέμει πληροφοριών, ανεκτιμήτων δι' Αθηναίον πολιτικόν των Περικλείων χρόνων· είναι δε πιθανώτατον ότι ο Ηρόδοτος είχε και σωρούς άλλων πληροφοριών, τας οποίας ηδύνατο ν' ανακοινώση μεν εις το αθηναϊκόν «υπουργείον των εξωτερικών», αλλά να μη δημοσιεύση προς χρήσιν όλης της Ελλάδος.
Αι ιστορίαι του Ηροδότου συνήθως είναι διηρημέναι εις εννέα βιβλία, φέροντα τα ονόματα των Μουσών. Αλλ' η διαίρεσις αύτη, εννοείται, είναι πολύ μεταγενεστέρα. Ο Ηρόδοτος δεν είχεν είδησιν περί των Μουσών του, αλλ' απλώς επέγραψε το βιβλίον του «Ηροδότου Θουριέως ιστορίης απόδεξις ήδε». Αι ημέτεραι εκδόσεις λέγουσιν «Ηροδότου Αλικαρνασσέως», αλλ' εκείνος φαίνεται κατά πάσαν αναλογίαν ότι έγραψε «Θουρίου», Θουρίου δε ανέγνωσε και ο Αριστοτέλης. Αλλ' οι Αθηναίοι ή οι Ίωνες βιβλιοπώλαι, οι πραγματευόμενοι προς κοινόν, γνωρίζον τον Ηροδότον ως Αλικαρνασσέα, φυσικά διώρθωσαν τους κυλίνδρους των συμφώνως προς αυτό. Είναι δηλαδή η αυτή περίπτωσις της επιγραφής της Αναβάσεως, ήτις εδημοσιεύθη ψευδωνύμως, ως βιβλίον Θεμιστογένους του Συρακοσίου· αλλ' επειδή ήτο γνωστόν ως έργον του Ξενοφώντος, η βιβλιεμπορία επροτίμησε να επιγράψη το γνωστοτέρον όνομα.
Τα τρία τελευταία βιβλία του Ηροδότου διηγούνται την ειςβολήν του Ξέρξου και την απόκρουσιν αυτού, τα δ' έξ πρώτα αποτελούσιν είδος εισαγωγής εις αυτά, αφήγησιν περί της βαθμιαίας υπαγωγής των δυνάμεων όλου του κόσμου υπό την Περσίαν, του δυνατού λακτίσματος της Ιωνίας κατά του ακαταμαχήτου κράτους και την έκρηξιν της εναντίον της Ελλάδος καταιγίδος. Το νήμα του συνόλου είναι κατ' αρχάς χαλαρόν και δυσδιάκριτον· μόνον εφ' όσον προχωρούμεν αρχίζομεν να αισθανώμεθα την αυξανομένην έντασιν του θέματος, δηλαδή την συγκέντρωσιν όλων των δυνάμεων και των εθνών, όσα βαθμηδόν εγνωρίσαμεν, εις την μίαν μεγάλην πάλην.
Ο Ηρόδοτος αρχόμενος από της μυθικής και παλαιοτάτης έχθρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας αναλαμβάνει την αφήγησιν αφ' ής ο Κροίσος της Λυδίας υπεδούλωσε, πρώτος Ασιανός, Ελληνίδας πόλεις. Οι λυδικοί λόγοι πλούσιοι και φαντασιώδεις, περιέχοντες πολλήν δελφικήν παράδοσιν, άγουσιν εις την κατάκτησιν της Λυδίας υπό του Κύρου και την ανύψωσιν της Περσίας εις την κυριαρχίαν της Ασίας. Η προηγουμένη ιστορία και υποταγή της Μηδίας και της Βαβυλώνος έρχονται ως επεξηγήσεις του μεγαλείου της Περσίας και η διήγησις προχωρεί εις την κατάκτησιν της Αιγύπτου υπό του Καμβύσου. Το Β' βιβλίον είναι όλον «Αιγύπτιοι λόγοι». Το δε Γ' επανέρχεται εις την αφήγησιν, ήτοι την αγρίαν υπό του Καμβύσου κυβέρνησιν της Αιγύπτου, τον ψευδοσμέρδιν, την συνωμοσίαν και ενθρόνισιν του Δαρείου και την υπ' αυτού κοπιώδη οργάνωσιν του κράτους. Εν τω Δ' βιβλίω ο Δαρείος, ορεγόμενος και άλλων χωρών, εκστρατεύει κατά των Σκυθών και ούτω κατά πρώτον η Περσία εκτείνει την χείρα επί την Ευρώπην προς βορράν, — εδώ δε παρεμβάλλονται οι «σκυθικοί λόγοι»· αλλ' εν τω μεταξύ η βασίλισσα της Κυρήνης εκάλεσεν εκ του νότου τον περσικόν στρατόν κατά της Βάρκης και η τρομερά δύναμις προχωρεί και εις την Λιβύην — εδώ λοιπόν είναι η θέσις των «λιβυκών λόγων». Εν τω Ε' βιβλίω, ενώ απόσπασμα του σκυθικού στρατού, αγόμενον υπό του Μεγαβάζου, καταλείπεται όπισθεν, όπως υποτάξη την Θράκην — εδώ έρχονται οι «θρακικοί λόγοι» — ο Αρισταγόρας ο τύραννος της Μιλήτου, παρορμώμενος υπό του πενθερού του, του πρώην τυράννου Ιστιαίου, βαρυνόμενος υπό χρεών και φοβούμενος ταποτελέσματα στρατιωτικών αποτυχιών, βυθίζει όλην την Ιωνίαν εις απεγνωσμένην εξέγερσιν εναντίον των Περσών, ζητεί βοήθειαν παρά του ισχυροτάτου κράτους της Ελλάδος και παρά της μητροπόλεως της Ιωνίας και η μεν Σπάρτη αρνείται, αι δε Αθήναι δέχονται. Η Ερέτρια, η παλαιά σύμμαχος της Μιλήτου, συμμαχεί μετά των Αθηνών, κατά δε την πρώτην ορμήν οι σύμμαχοι ειςχωρούσιν εις τας περσικάς κτήσεις και καίουσι τας Σάρδεις· αλλ' αμέσως τρέπονται εις αναπόφευκτον υποχώρησιν, καθιστώσι δ' αναγκαίαν διά την περσικήν τιμήν την καταστροφήν των Ελλήνων, Το Στ' βιβλίον διηγείται την αδιάκοπον ήτταν της Ιωνίας, το τέλος του Αρισταγόρου και την περιπετειώδη και φοβεράν φυγήν ολοκλήρων κοινοτήτων από της περσικής εκδικήσεως. Ήδη ο βασιλεύς εγείρει την χείρα κατά της Ελλάδος· βορείως μεν ο Μαρδόνιος προχωρεί διαρκώς επιτυγχάνων, υποτάσσων την Θράκην και τας νήσους και δεχόμενος την υποταγήν της Μακεδονίας· νοτίως δε ο Δάτις έρχεται διά θαλάσσης κατ' ευθείαν εναντίον της Ερετρίας και των Αθηνών. Συγχρόνως πέμπονται κήρυκες ανά τας Ελληνίδας πόλεις, ζητούντες «γην και ύδωρ», τα σημεία της υποταγής εις το θέλημα του μεγάλου βασιλέως.
Εντός πάντων των βιβλίων τούτων, αλλ' ιδίως του Στ', η ιστορία των ελληνικών κρατών συνοψίζεται εις παρεκβάσεις και σημειώσεις, ιστορικώς σπουδαιοτέρας της κυρίας περί της Ασίας αφηγήσεως. Ο Δάτις αποβιβάζεται εις την Εύβοιαν και εκτελεί το πρώτον μέρος των διαταγών του, σαρώνων την Ερέτριαν από προσώπου της γης, έπειτα δε προχωρεί εις τον Μαραθώνα προς εκτέλεσιν και του υπολοίπου μέρους. Εκεί απαντώσιν αυτόν όχι πάντες οι Έλληνες ηνωμένοι, ουδέ καν αι μεγάλαι δωρικαί πόλεις, αλλά μόνον οι Αθηναίοι και οι ανδρείοι Πλαταιείς πανδημεί, — απαντώσιν αυτόν και τη βοήθεια των θεών και προς έκπληξιν των ανθρώπων, νικώσι. Μετά τούτο η διήγησις προβαίνει σταθερώς· το Ζ' βιβλίον προχωρεί βραδύτατα· λέγει τον θάνατον του Δαρείου και την ενθρόνισιν του Ξέρξου· την μακράν συνάθροισιν αηττήτου στρατού, τας παρασκευάς, τας σειούσας την Ασίαν επί τρία έτη· τας συσκέψεις και το αναποφάσιστον των πόλεων, τον τρόμον αυτών και το μόλις βασταζόμενον θάρρος, τα ζωηρά ερωτήματα των ανδρών, οίτινες ευρίσκουσιν αυτά τα γεγονότα δεινότερα των φόβων των. Ακούεται η φοβερά φωνή του εν Δελφοίς Θεού, εις όν εθάρρουν, συμβουλεύουσα ταχείαν φυγήν (Ζ' 140) «ω μέλεοι, τι κάθησθε;» Αι Αθήναι, αι υβρίσασαι εις τον βασιλέα, επρόκειτο ν' αφανισθώσι. Το Άργος και άλλαι πόλεις ηδύναντο ν' αγοράσωσι την ζωήν διά της υποταγής και της αποχής από των μωρών, όσοι ετόλμησαν να πολεμήσωσιν εναντίον ισχυροτέρων. Αλλ' οι πλείστοι των Ελλήνων εξαίρονται υπεράνω των θρησκευτικών προλήψεων, επέρχεται η συνεννόησις των φρονιμωτέρων και τέλος η ανατριχιαστική διήγησις της μάχης.
Πολλά εγράφησαν περί της συνθέσεως των ιστοριών του Ηροδότου· ότι ευκόλως λοξοδρομούσιν εις παρεκβάσεις, ότι περιέχουσιν επαναλήψεις και αντιφάσεις κατά τας λεπτομερείας και ότι αι μνείαι συμβάντων και τόπων, κειμένων εκτός της κυρίας αφηγήσεως, σκοτίζουσι τον νουν προσεκτικού αναγνώστου. Και ο μεν Bauer ήχθη εις την υπόθεσιν ότι το βιβλίον απετελέσθη εκ χωριστών λόγων, οργανικώς ασυνδέτων. Ο δε Kirchhoff υπεστήριξεν ότι το έργον εσχεδιάσθη μεν ως σύνολον, συνετέθη δε βαθμηδόν και το μεν εξ αρχής μέχρι του Γ' 119 μέρος, όπερ ουδεμίαν δεικνύει προς την Δύσιν αναφοράν, εγράφη προ του 447 και προ της εις Θουρίους μεταβάσεως του Ηροδότου· ολίγω δε βραδύτερον συνεγράφη το μέχρι τέλους του Δ' βιβλίου· τέλος δε κατά τας αρχάς του πελοποννησιακού πολέμου ο Ηρόδοτος επανήλθεν εις τας Αθήνας και κατά τον ενθουσιαστικόν εκείνον καιρόν έγραψεν όλον το δεύτερον ήμισυ του έργου, ήτοι τα βιβλία Ε'-Θ', εσκόπει δε να προχωρήση, αλλά τα συμβάντα του 431 διέκοψαν το έργον, ο δε θάνατος αφήκεν αυτό ασυμπλήρωτον. Ο δε Macan νομίζει ότι τα τρία τελευταία βιβλία εγράφησαν πρώτα, και ότι το λοιπόν έργον είναι προοίμιον «συντεθέν εκ μερών, μάλλον ή ήττον ανεξαρτήτων, ών το Β' βιβλίον είναι το φανερώτατον, το δε Δ' περιέχει δύο άλλα μέρη, κατά ένα μόνον βαθμόν ολιγώτερον φανερά»· αλλ' η εσωτερική αυτή μαρτυρία δεν δύναται να δείξη αν οιονδήποτε των μερών τούτων συνετέθη ή εδημοσιεύθη ανεξαρτήτως.
Ολίγα λοιπόν είναι περί τούτου βέβαια· και πρώτον, ως τελευταία γεγονότα μνημονεύει την κατά των Πλαταιών προσβολήν του 431 π. Χ., την επακολουθήσασαν εισβολήν των Λακεδαιμονίων εις την Αττικήν και τον φόνον των εις Περσίαν σταλέντων πρεσβευτών της Σπάρτης κατά τα 430. (188) Γινώσκομεν έπειτα ότι ήτο εν Αθήναις μετά τα 432, διότι είχεν ιδεί τα Προπύλαια τελειωμένα· το δε βιβλίον αυτού θα ήτο ήδη νωπόν εν τη μνήμη των Αθηναίων κατά τα 425 π. Χ., ότε ο Αριστοφάνης παρώδησε την αρχήν του Α' βιβλίου. (189) Τεκμαιρόμενοι δ' εκ των σιωπωμένων, εικάζομεν, ότι δεν έγραφε μετά τα 424, ότε ο Νικίας κατέλαβε τα Κύθηρα, και σχεδόν είμεθα βέβαιοι ότι δεν εγίνωσκε την εις Σικελίαν εκστρατείαν του 415 ή την κατάληψιν της Δεκελείας του 413. Θέμα του Ηροδότου ήτο η απελευθέρωσις της Ελλάδος και η μετ' αυτήν αθηναϊκή ηγεμονία, απέθανε δε πριν η ηγεμονία εκείνη αρχίση να καταρρέη.
Φαίνεται δε μάλλον ότι δεν έζησε να τελειώση το έργον του. Ο Kirchhoff εικάζει ότι εσκόπευε να εκτείνη την ιστορίαν μέχρι της επ' Ευρυμέδοντι μάχης, δηλαδή του οριστικού σημείου, ότε οι ελευθερωθέντες Ίωνες ώμοσαν τον όρκον της ενώσεως υπό την ηγεμονίαν των Αθηνών· τούτο κατά την γνώμην του Kirchhoff είναι το πραγματικόν τέλος των μηδικών και όχι η πολιορκία της Σηστού, το τελευταίον γεγονός της υπαρχούσης διηγήσεως. (190) Αλλ' άραγε αυτός ο Ηρόδοτος δεν υποδεικνύει ότι ενόει να καταβή· και παρακάτω, λέγων (Ζ' 213) ότι θα είπη «εν τοίσι όπισθε λόγοισι» την άλλην αιτίαν, δι' ήν εφονεύθη ο προδότης Εφιάλτης, γεγονός, όπερ συνέβη ολίγον μετά τα 476; Ο Kirchhoff παραδέχεται τούτο, αλλά δεν θεωρεί το πόρισμα ως πειστικόν· διότι η αφορμή ηδύνατο να συνέβη πολύ προ του φόνου, είναι δ' εκ πολλών χωρίων φανερόν ότι ο Ηρόδοτος θεωρεί πάντα τα μετά τα 479-8 γεγονότα ως έξω του ιστορικού του κύκλου. Ούτω φθάνει, φαίνεται, εις την τελευταίαν του χρονολογίαν, αλλά δεν έχει αποτελειώσει την αναθεώρησιν και την συναρμογήν, αφήνει ανεκπλήρωτον την περί του Εφιάλτου υπόσχεσιν, επαναλαμβάνει δις κατά τρόπον όμοιον, αλλ' όχι τον αυτόν (Α' 175, Η' 104), γεγονός όχι άξιον τόσης εμφάσεως, ότι οσάκις οι Πηδασείς έμελλον να πάθωσι κανέν ατύχημα, τότε «η ιερείη της Αθηναίης φύει πώγωνα μέγαν» { the priestess of Athena there, was liable to grow a beard } το δε περιεργότερον, δις αναφέρεται εις ό,τι μέλλει να είπη «εν τοίσι Ασσυρίοισι, λόγοισι» (Α' 106,184), όπερ δεν ευρίσκεται. Ποίον δε θα ήτο το πραγματικόν τέλος του έργου, είναι ζήτημα περιμάχητον. Δύναται απλούν περί Κύρου ανέκδοτον σχετιζόμενον προς ωχρόν θαύμα του τάφου του Πρωτεσίλαου να είναι το τέλος του μεγάλου και ισοβίου έργου ενός καλλιτέχνου του λόγου; Τούτο είναι ζήτημα καλαισθησίας. Αγάπη προς επεισόδια και ανέκδοτα είναι η πρώτη αδυναμία του Ηροδότου, η δ' ελληνική τέχνη του λόγου ηγάπα κατά το τέλος του έργου να χαλαρώνη μάλλον ή να εντείνη την δύναμιν αυτού.
Περί δε των Ασσυρίων λόγων το μάλλον αξιοσημείωτον είναι ότι ανέγνωσεν αυτούς ο Αριστοτέλης. Διότι εν Η' ιη' [των περί τα Ζώα ιστοριών] λέγει « Τα μεν ουν γαμψώνυχα . . . άποτα πάμπαν εστίν, αλλ' Ηροδότος (191) ηγνόει τούτο· πεποίηκε γαρ τον της μαντείας πρόεδρον αετόν εν τη διηγήσει τη περί την πολιορκίαν της Νίνου πίνοντα». { crook-clawed birds do not drink. Herodotus1 did not know this, for he has fabled his ominous eagle drinking in his account of the siege of Nineveh. } Τούτο συντελεί όπως σχηματίσωμεν περί της συνθέσεως του όλου έργου θεωρίαν, ρίπτουσαν ολίγον φως εν γένει εις τον τρόπον των αρχαίων συγγραφών. Εάν ο Ηρόδοτος έλεγε και έγραφε τας «ιστορίας» του κατά το πλείστον του βίου, θα κατείχε πάντως πολύ περισσοτέραν ύλην ή όσην έδωκεν εις ημάς, και βεβαίως μέρη της ύλης ταύτης είχον διάφορα σχήματα. Είναι «αφύσικον» να πιστεύσωμεν ότι «λογογράφος» τις εχρησιμοποίει «λόγον» τινά μίαν μόνον φοράν ή ότι ουδέποτε μετέβαλλε την μορφήν αυτού. Η περί Πηδασέων διήγησις δεικνύει πως το ανέκδοτον άνευ τοιαύτης προθέσεως μεταβάλλεται και παρενείρεται εις διάφορον σειράν. Το δε σωζόμενον έργον προδήλως φαίνεται στηριζόμενον επί ογκώδους υλικού συλλεχθέντος και καταγραφέντος καθ' όλον τον βίον του συγγραφέως· εξ άλλου δε υπάρχει βεβαίως ενότης, καθόσον τα διάφορα υφάδια στερεώς κρατούνται και συγκλώθονται κατόπιν εις το κύριον νήμα. Τούτο δε πείθει ότι η μνεία μεταγενεστέρων γεγονότων δεν αποδεικνύει και ότι μέρος τι συνετέθη βραδύτερον. Το έργον, όπως έχει, είναι σύνθεσις των τελευταίων ετών του ανδρός, αλλά πολλά μέρη ηδύναντο να ληφθώσιν όλως αμετάβλητα εκ χειρογράφων ετοίμων προ πολλών ολυμπιάδων.
Κατά τούτο μόνον ο Meyer και ο Busolt φαίνονται ότι έχουσι δίκαιον, διαφωνούντες προς τον Macan και άλλους Ηροδοτείους, ότι οι Αιγύπτιοι λόγοι εγράφησαν πολύ κατόπιν, δηλαδή μάλλον μετά την εκ Θουρίων επιστροφήν του ιστορικού ή προ της πρώτης αυτού εκεί εγκαταστάσεως. Διότι το Β' βιβλίον απομένει χωριστόν από του υπολοίπου έργου, δεικνύει δε σημεία βαθείας εις το πνεύμα του συγγραφέως εντυπώσεως της αιγυπτιακής ιστορίας και παιδείας· ενώ δ' έχει όλην την ευπιστίαν του αόπλου νου του Ηροδότου, δεικνύει περισσοτέραν παρά παν άλλο μέρος ανεξαρτησίαν από της ελληνικής θρησκείας. Αν η εντύπωσις αύτη ήτο πρωιμωτέρα, θα άφηνε βεβαίως επί του όλου έργου πλειότερα ίχνη των ήδη ορατών. Αλλ' όμως υπάρχει και άλλη εικασία, πιθανωτάτη· ίσως ο Ηρόδοτος εχρησιμοποίησε νεανικόν έργον, όπερ εσκόπευε ν' αναθεωρήση. Ο Diels απονέμει τον ιδιαίτερον τόνον του Β' βιβλίου εις την άμεσον του συγγραφέως εξάρτησιν από του Εκαταίου, νομίζει δε ότι η εκείθεν αντιγραφή ήτο αφθονωτέρα ή όσον εσυνήθιζον το πάλαι, πλην αν υποθέσωμεν ότι οι «Λόγοι» προωρίζοντο μόνον ως κοινά αναγνώσματα, και δεν έτυχον της αναγκαίας επεξεργασίας, ως μόνιμα βιβλία.
Τας περί Ηροδότου κρίσεις ημών αναποδράστως παραβλάπτει παραβολή τις όχι προς τους προδρόμους και συγχρόνους αυτού, ουδέ καν προς τους κοινούς αυτού διαδόχους, όπερ θα ήτο εύλογον, αλλά προς μεταγενέστερον συγγραφέα μεγαλοφυή, τον Θουκυδίδην. Τοιουτοτρόπως δε ο Ηρόδοτος θεωρείται κάποτε ως τύπος απλοϊκής ευσεβείας, ή και ευπιστίας. Παράδοξος κρίσις! Είναι αλήθεια, ότι ο Ηρόδοτος σπανίως εκφράζει αμφιβολίαν περί οιουδήποτε σχετικού προς τους θεούς, ενώ πολλάκις αμφιβάλλει περί ζητημάτων της ανθρωπίνης ιστορίας· αμέσως λοξοδρομεί από θεμάτων επικινδύνων, πάντοτε σέβεται τα ονόματα των θεών, και αποφεύγει να διηγηθή ιστορίας, άς ωνόμαζεν ιεράς. Αλλά τούτο, εννοείται, ήτο όρος του επαγγέλματός του· διότι ο ραψωδός ή ο λογοποιός ο πράττων άλλως, θα εσωφρονίζετο αμέσως. Ο Ηρόδοτος δεν ήτο θρησκευτικός φιλόσοφος, ουδέ είχε θεωρίας να κηρύξη· εις πάντα τα μεταφυσικά είναι απροκατάληπτος, τούτο δε αποτελεί μέρος του μεγαλείου του. Αλλ' όμως ολίγοι ίσως Έλληνες ήσαν περισσότερον αυτού ελεύθεροι από των πεδών της τοπικής λατρείας και της πατροπαραδότου πολυθεΐας. Όθεν ωνομάσθη «μονοθεϊστής». Μονοθεϊστής βεβαίως δεν ήτο. Αλλά το ύφος του εμφαίνει είδος τι «μονοθεϊσμού», ήτοι ηθικόν τινα θεόν όπισθεν των φυσικών δυνάμεων και των ηρώων, σχεδόν τόσον σαφώς, όσον και το ύφος του Αισχύλου και αυτού του Πλάτωνος.
Αι περιηγήσεις ήσαν μεγάλα ρήγματα των φραγμών της πίστεως, οσάκις τα θρησκεύματα των ανθρώπων ήσαν εθνικά ή επαρχιακά ή και ενοριακά. Ήτο δε βεβαίως υπέρτερος της πολυθεΐας της πατρίδος του ο ανήρ, ο λέγων (Β' 53) ότι μόλις προ τετρακοσίων ετών ο Όμηρος και ο Ησίοδος ήσαν «οι ποιήσαντες θεογονίην Έλλησι και τοίσι θεοίσι τας επωνυμίας δόντες και τιμάς τε και τέχνας διελόντες και είδεα αυτών σημήναντες». { invented the Greek theology, and gave the gods their names,} Επικίνδυνος φράσις διά το κοινόν· αλλ' όμως ο Ηρόδοτος αδιαφορεί περί των ακροατών. Και βεβαίως δυνάμεθα να συνδυάσωμεν τούτο προς την παροδικήν αυτού παρατήρησιν περί της αιγυπτιακής θεολογίας (Β' 3) ότι νομίζει «πάντας ανθρώπους ίσον περί αυτών (των θεών) επίστασθαι» { about the gods one man knows as much as another} · φανερά δε συμπαθεί προς την περσικήν θρησκείαν κατ' αντίθεσιν προς την ελληνικήν, λέγων ότι γινώσκει τους Πέρσας «αγάλματα μεν και ναούς και βωμούς ουκ εν νόμω ποιευμένους ιδρύεσθαι, αλλά και τοίσι ποιεύσι μωρίαν επιφέρουσι, ως εμοί δοκέειν, ότι ουκ ανθρωποφυέας ενόμισαν τους θεούς κατά περ οι Έλληνες είναι, οι δε νομίζουσι Διί μεν επί τα υψηλότατα των ορέων αναβαίνοντες θυσίας έρδειν, τον κύκλον πάντα του ουρανού Δία καλέοντες, θύουσι δε ηλίω τε και σελήνη και γη και πυρί και ύδατι και ανέμοισιν». { Images and temples and altars it is not in their law to set up — nay, they count them fools who make such, as I judge, because they do not hold the gods to be man-shaped, as the Greeks do. Their habit is to sacrifice to Zeus, going up to the tops of the highest mountains, holding all the round of the sky to be Zeus!' " They sacrifice" he goes on, "to sun, moon, earth, fire, water, and the winds. } Το αίσθημα του χωρίου τούτου (Α' 131) εκφράζει την αληθινήν ελληνικήν πολυθεΐαν, ελευθέραν των τοπικών παραδόσεων και της ανθρωπομορφίας. Βεβαίως ο Ηρόδοτος ή και ο κοινός μη δεισιδαίμων Έλλην πιεζόμενος θα ωμολόγει ένα θεόν υπάρχοντα όπισθεν της μεταβαλλομένης φύσεως και της ιστορίας· αλλ' εσυνήθισε να αισθάνεται κάποιον θείον στοιχείον εδώ, εκεί, παντού, εις τους ανέμους και τα νερά και το φως και εις ό,τι συγκινεί την καρδίαν του, έπειτα δε ν' απομονώνη εκάστην αυτού εκδήλωσιν και να λατρεύη αυτήν οπότε θέλει.
Είναι δίκαιον να επιμείνωμεν εις ταύτα μάλλον τα χωρία ή εις εκείνα, όπου ο Ηρόδοτος ταυτίζει ποικίλους αλλοδαπούς θεούς προς γνωστούς ελληνικούς υπό τα πατροπαράδοτα ονόματα, Αλιλάτ-Αφροδίτη [Α' 132] Μένδης-Παν [Β' 46] Ίσις- Δημήτηρ [Β' 59] ή όπου μετά μικράν παρέκβασιν περί του βίου του Ηρακλέους και μετά το συμπέρασμα ότι υπήρχον δύο ομώνυμοι, εύχεται «τοσαύτα ημίν ειπούσι και παρά των θεών και παρά των ηρώων ευμενείη είη» {the gods and heroes " to take no offence } (Β' 45). Εκεί λαλεί την γλώσσαν των ακροατών του, ίσως δε και η «ασφαλής» επαγγελματική συμπεριφορά κατήντησε δευτέρα αυτού φύσις.
Αλλά προκειμένου περί μαντείων και οιωνών και των θαυμάτων της Προνοίας, το πράγμα διαφέρει. Ο Ηρόδοτος συμπαθεί πολύ προς τους μάντεις και τούτο διά δύο τουλάχιστον λόγους. Τω καιρώ εκείνω ο κόσμος ηγάπα τους μάντεις, όπως κατόπιν τους ήρωας των μυθιστοριών, τους περιπλανωμένους ιππότας και τους τρουβαδούρους. Περί περισσοτέρων του ενός μάντεων, παρακολουθούντων τα ελληνικά στρατεύματα, ηδύνατο να είπη ο Ηρόδοτος [ό,τι λέγει περί Τιμησιθέου του Δελφού] «του έργα χειρών τε και λήματος έχοιμ' αν μέγιστα καταλέξαι» (Ε' 72) { might tell deeds most wonderful of might and courage }. Έπειτα δε η ιδιαιτέρα του αγάπη προς τον Ηρακλή, τον ήρωα του Πανυάσιδος, εμφαίνει ότι ο Ηρόδοτος δεν ηδύνατο να λησμονήση [τον θείον του εκείνον] τον μάντιν και τον εν τη μάχη παραστάτην, τον αποθανόντα υπέρ της ελευθερίας της Αλικαρνασσού.
Περί των χρησμών και των οιωνών πρέπει πάντοτε να ενθυμώμεθα την συχνήν αυτού επιφύλαξιν, ότι επαναλαμβάνει ό,τι ήκουσε, «πείθεσθαί γε μην ου παντάπασιν οφείλω». { he does not by any means profess always to believe it } Περί δε της μεγάλης σειράς των προ του πολέμου χρησμών (εν τω Ζ' βιβλ.) είναι φανερόν ότι, όσον και αν ήσαν επιδεκτικοί διαφόρου ερμηνείας, — και ποίος χρησμός δεν ήτο; — οι δώσαντες αυτούς θα επεθύμουν να είχον λησμονηθή. Οι δε λοιποί συνεφώνουν προς τα γενόμενα και επέτεινον το περίεργον της αφηγήσεως, το κύριον μέλημα του Ηροδότου· αναμφιβόλως δε πάντες οι Έλληνες, αναλογιζόμενοι τας θαυμασίας αυτών νίκας, θα ησθάνοντο κατά τας επισημοτάτας στιγμάς ό,τι ο Ηρόδοτος παριστά λέγοντα τον Θεμιστοκλή κατά την ώραν του θριάμβου· «τάδε γαρ ουκ ημείς κατεργασάμεθα, αλλά θεοί τε και ήρωες» { It is not we who have done this! " " The gods and heroes } — ήτοι καθόλου το θείον, πράγματι όχι διάφορον της αγαπητής φράσεως του Ηροδότου «θεός» ή «του θείου η προνοίη» [Γ' 108] — οι εφθόνησαν άνδρα ένα της Ασίης και της Ευρώπης βασιλεύεσαι, εόντα ανόσιόν τε και ατάσθαλον» [Η' 109]. Ποιος Άγγλος δεν ησθάνετο τα ίδια κατά την καταστροφήν της «μεγάλης αρμάδας» ή ποίος Ρώσος μετά την εκ της Μόσχας υποχώρησιν των Γάλλων; Μάλιστα κατά την περιγραφήν της τρικυμίας, η οποία διέφθειρε (Ζ' 189, 191) την «αρμάδαν» του Ξέρξου, αν και οι Αθηναίοι πραγματικώς είχον παρακαλέσει τον Βορέαν να την πέμψη, ο Ηρόδοτος δεν στέργει να την αποδώση θετικώς εις τας ευχάς των, διά τον λόγον ότι και οι Μάγοι των Περσών προσηύχοντο επί τρεις ημέρας τα εναντία, τότε δε κατέπαυσεν η θύελλα. Ο θεός του Ηροδότου είναι φθονερός και καταρρίπτει, ως κεραυνός, τους υπερηφάνους τους τείνοντας να εξισωθώσι προς αυτόν. Ο Αριστοτέλης είναι των ολίγων θεολόγων, όσοι εξήγησαν ότι ο φθόνος είναι ανάρμοστος προς την ιδέαν του θεού και ότι κατ' αλήθειαν ο άνθρωπος έπρεπε να πλησιάζη προς τον θεόν όσον είναι δυνατόν. Κατά το σημείον τούτο ο θεός του Ηροδότου φαίνεται τω όντι ελλιπής· αλλ' αφού είναι ηθικός του κόσμου δικαστής, είν' έτοιμος, καθώς όλοι οι δικασταί, να τιμωρήση μάλλον αδίκως παρά ν' ανταμείψη δικαίως, θα ήτο δε διδακτικόν μεν, αλλ' άτοπον, να παραθέσωμεν ολίγα χωρία νεωτέρων ιστοριογράφων, οίτινες αποδίδουσιν εις ειδικάς ενεργείας της Προνοίας τους ανέμους και τα παρόμοια. Περί δε των χρησμών λέγομεν μόνον ότι την πίστιν του Ηροδότου επικυρώνει και ο σπουδαιότατος αυτού μεταφράστης και σχολιαστής, ο Rawlinson, (I, 176 σημ.) όστις φέρει επιχειρήματα όπως αποδείξη ότι την Πυθίαν ενέπνεεν o διάβολος!
Κατά της καλής πίστεως του Ηροδότου είδος λύσσης κατέλαβε περιοδικώς πολλούς αξιολόγους άνδρας. Αλλ' ούτε ο Κτησίας, ούτε ο Μανέθων, ούτε ο Πλούταρχος, ούτε ο Panowsky, ούτε ο Sayce επέτυχον να πείσωσι πολλούς περί της κακοπιστίας αυτού. Ο Ηρόδοτος επαγγέλλεται να διηγηθή την παράδοσιν και την παράδοσιν διηγείται· παραθέτει διαφόρους μαρτυρίας, αφήνων πλήρη ελευθερίαν εκλογής και πολλαχού επικρίνει ό,τι αναφέρει. Είναι δ' εντελώς απηλλαγμένος πάσης εθνικής ή τοπικής προκαταλήψεως. Θαυμάζει την ελευθερίαν και μισεί από καρδίας τους τυράννους. Αλλά δεν δεικνύει καμμίαν φανεράν προτίμησιν πραγματευόμενος περί ολιγαρχικής ή δημοκρατικής πολιτείας· είναι δε δύσκολον ν' αποδείξη τις οιανδήποτε λοξήν υπό του συγγραφέως παράστασιν τυράννου τινός, αν και είναι πιθανόν ότι γενικώς ηκολούθει την δυσμενεστέραν προς τους τυράννους παράδοσιν. Αλλά καθόλου ο Ηρόδοτος δεν είναι προς αυτούς αυστηρότερος του Θουκυδίδου ή του Πλάτωνος. Περί δε των Περσών προθυμότατα μαρτυρεί όχι μόνον την ανδρείαν των, αποδειχθείσαν, παραδείγματος χάριν, ότ' εμάχοντο ακάλυπτοι εναντίον των Ελλήνων οπλιτών, αλλά και την ελευθεριότητα, την φιλαλήθειαν και την πολιτικήν οργάνωσιν αυτών. Αντιπαθεί προς το σύστημα των γυναικωνιτών, προς τας ανατολικάς ωμότητας, τας μαστιγώσεις των δούλων στρατιωτών, τας συλήσεις των πόλεων, οσάκις οι Ασιανοί εφέροντο καθώς οι νεώτεροι Τούρκοι ή καθώς και οι Ευρωπαίοι κατά τους θρησκευτικούς πολέμους. Είναι αυστηρός προς τους Κορινθίους και τους Θηβαίους, ών άλλως η υπεράσπισις δεν θα ήτο πειστική. Διά να εκτιμήση δε κανείς πόσον δίκαιος είναι ο Ηρόδοτος, αρκεί να παρατηρήση ποίαν γλώσσαν μεταχειρίζονται νεώτεροι [Άγγλοι) συγγραφείς, όπως ο Froude και ο Motlye, περί οιουδήποτε καθολικού και μάλιστα Ισπανού ή Γάλλου.
Τα δε σφάλματα του Ηροδότου καθόλου μεν απορρέουσιν εκ των πηγών του, είναι δε κατά πάντα, πλην ενός, αληθέστερος αυτών. Είχεν αναγνώσει σχεδόν όλα τα τότε υπάρχοντα ελληνικά βιβλία· διότι όχι μόνον αναφέρει πλείστους συγγραφείς και ιδίως ποιητάς, αλλά και μεταχειρίζεται φράσεις αποδεικνυούσας γνώσιν της όλης γραμματείας. Αλλά φαίνεται ότι διά κάποιον λόγον απέφυγε να κάμη χρήσιν των έργων των συναδέλφων του, του Χάρωνος και του Ξάνθου, ουδένα δε αναφέρει λογογράφον εκτός του Εκαταίου. Εις δεκατέσσαρα δε χωρία μνημονεύει μνημεία και επιγραφάς, αν και βεβαίως δεν έκαμε συστηματικήν αυτών χρήσιν. Κατά μέγα δε μέρος στηρίζεται εις την προφορικήν διήγησιν, καλώς πληροφορημένων ανθρώπων και περί της παλαιοτέρας ιστορίας της Ελλάδος και περί των μηδικών. Περιερχόμενος δε τας βαρβαρικάς χώρας, εξηρτάτο κυρίως εκ των διερμηνέων και των αβασανίστων λόγων, των περιφερομένων ανά την ελληνικήν εκάστης πόλεως συνοικίαν.
Αι συχναί του φράσεις «ως οι Λίβυες» ή «ως οι Κυρηναίοι έλεγον», φαίνονται ότι αναφέρονται είτε εις τα πορίσματα των επιτοπίων ερευνών του, είτε εις την άμεσον πληροφορίαν κανενός επιχωρίου. Τετράκις δ' έχομεν μνείαν ωρισμένης πηγής. (192) « Αρχίη τω Σαμίου του Αρχίεω αυτός εν Πιτάνη συνεγενόμην» { Archias whom I met at Pitane } λέγει, είτα δε ιστορεί τα περί του πάππου του Αρχίου· «ως δ' εγώ ήκουσα Τύμνεω τον Αριπείθιος επιτρόπου» η γενεαλογία είχεν ούτω. Τον δε Θέρσανδρον τον Ορχομένιον, όστις εδείπνησε μετά του Μαρδονίου εν Θήβαις και Δίκαιον τον Αθηναίον, όστις έζησεν εξόριστος μεταξύ των Μήδων μετά του Δημαράτου, του Σπαρτιάτου βασιλέως, επικαλείται μάρτυρας δύο επεισοδίων, δεικνυόντων, αν μη άλλο, νευρικήν ταραχήν μεταξύ των ακολούθων του Μαρδονίου. Σπουδαιοτέραν πηγήν γνώσεως παρείχον ταρχεία πολλών οικογενειών και σωματείων· ίσως επετρέπετο κάποτε εις τον Ηροδότον ν' αναγινώσκη τα επίσημα έγγραφα· συχνότερον δε, φαίνεται, ηρώτα τους κατόχους αυτών. Τούτο, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει περί του εν Δελφοίς μαντείου, εις του οποίου τα υπομνήματα ο Ηρόδοτος οφείλει πλείστα όσα των πρώτων ιδίως βιβλίων. Αντλεί δ' επίσης εκ των παραδόσεων των Αλκμεωνιδών (του οίκου του Περικλέους) και των Φιλαϊδών (του οίκου του Μιλτιάδου), ίσως δε και των του Πέρσου στρατηγού Αρπάγου.
Η θολότης των πηγών εκείνων είναι ευνόητος. Ούτως εν τη σπαρτιατική ιστορία [Α' 65,66] ο Ηρόδοτος γινώσκει μεν τα πάντα περί του Λυκούργου, όστις, εννοείται, ήτο πρόσωπον θρυλικόν, έπειτα δε αγνοεί το παν περί περιόδου τριών περίπου αιώνων, μέχρις ού φθάνει εις τον Λέοντα και τον Αγασικλή, όπου σκορπίζει πλήθος ανεκδότων. Η πραγματική σπαρτιατική παράδοσις αρχίζει μόνον εκείθεν. Τας δε αθηναϊκάς αυτού πληροφορίας πλην της σκωρίας, ήν έχουσι και αι λοιπαί, παρέβλαπτον και τα αισθήματα των χρόνων, ότ' έγραφε τα τελευταία του βιβλία. Αι διηγήσεις π. χ. πως [μετά την αγγελίαν της καταστροφής του Λεωνίδου] οι Κορίνθιοι απεχώρησαν εκ Σαλαμίνος και πως επί της κεφαλής των Θηβαίων απετυπώθη πύρινον το μονόγραμμα του βασιλέως, είναι απλώς απηχήσεις της καταιγίδος του 432-1 π. Χ. Κάτι παρόμοιον, δηλαδή παλαιότερος πόλεμος παθών, επιφέρει και την όλως ανυπεράσπιστον καταδίκην του Θεμιστοκλέους. Αναμφίβολον ήτο ότι ο Θεμιστοκλής είχε σώσει την Ελλάδα και ότι ανεδείχθη ο μέγιστος του καιρού εκείνου ανήρ. Αλλ' εν τέλει έφυγεν εις την Περσίαν! Ποία όμως ήτο η αφορμή, ελησμονήθη· και τοιουτοτρόπως η κηλίς της προδοσίας ημαύρωσεν εν τη μνήμη της πατρίδος του την εικόνα του ανδρός. Ο Ηρόδοτος ακολουθεί τελείως τας διηγήσεις των δύο μεγάλων οίκων, οι οποίοι κατεδίωξαν τον Θεμιστοκλή, ώστε ν' αποθάνη ως προδότης. (193) Ούτω δε αφ' ενός μεν εκείνοι, εξάλλου δε ο ταλαντευόμενος λαός κατώρθωσαν να παραστήσωσι τον άνδρα ως τύπον θριαμβεύσαντος αγύρτου. Την μνήμην του Θεμιστοκλέους ελύτρωσεν ο Έφορος, μέχρις ού και ο Έφορος δεν ηδύνατο πλέον να ακουσθή.
Εκτός των προφορικών ειδήσεων, των ούτως ή άλλως προερχομένων εξ υπομνημάτων, υπήρχε και η καθαρά παράδοσις πλέον της άλλης «ζώσα» καθώς θα έλεγεν ο Πλάτων, και επομένως μάλλον τείνουσα προς τον μύθον. Το στοιχείον τούτο είναι πανταχού παρόν εν τω Ηροδότω. Ούτω μέρος της ιστορίας του δύναται να καταταχθή εις την ανατολικήν ή ιαπετικήν λαογραφίαν. Ο Πολυκράτης, ο ρίπτων τον δακτύλιον εις την θάλασσαν και ευρίσκων κατόπιν αυτόν εντός οψαρίου, είναι παλαιός γνώριμος. Ο δε Άμασις και ο Ραμψίνιτος είναι καθαρά παραμύθια. Δύο δε περίφημα χωρία — το Γ' 119, όπου η σύζυγος του Ινταφέρνους προτιμά τον αναντικατάστατον αδελφόν αντί των αντικαταστατών τέκνων, και το Στ' 126, όπου ο αθάνατος Ιπποκλείδης, αφού εκέρδισε την νύμφην διά της ανδραγαθίας και της ευγενείας του, την έχασεν, επειδή εχόρευσε «την κεφαλήν ερείσας επί την τράπεζαν» και είπε κατά την ζέσιν του χορού «ου φροντίς Ιπποκλείδη» { all one to Hippocleides! }— τα δύο ταύτα πηγάζουσι μακρόθεν, εξ ινδικών βιβλίων! (194) Ο δε Σόλων ήτο αδύνατον να είχε συναντήσει τον Κροίσον, διότι αι χρονολογίαι δεν συμβιβάζονται, ουδ' εξεφώνησε τον μέγαν λόγον, όν ο Ηρόδοτος του αποδίδει, διότι ο λόγος εκείνος έχει συγκολληθή εξ Αργείων και Δελφικών θρύλων, δηλαδή θρύλων συσσωρευθέντων περί τάφους τινάς του Άργους και των Δελφών. Έπειτα τα όνειρα, όσα κατέβησαν όπως απατήσωσι τον Ξέρξην [Ζ' 12], χρειάζονται και όρκους, διά να πιστευθώσιν. Αι δε περί μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας συζητήσεις των επτά Περσών, καίτοι ο Ηρόδοτος στοιχηματίζει την υπόληψίν του χάριν αυτών, εφάνησαν αχώνευτοι σχεδόν εις πάντας. Ίσως δε ο Μaass έχει δίκαιον αποδίδων την αρχήν αυτών εις κάποιον διάλογον του Πρωταγόρου. Αλλά ματαιοπονία είναι ν' απορρίπτωμεν μόνον ό,τι φαίνεται χονδροειδώς απίθανον, να δεχώμεθα δε αμάρτυρον ό,τι είναι δυνατόν ν' αληθεύη. Το πλείστον της ιστορίας του Ηροδότου είναι ανάμεικτον μετά καθαράς λαϊκής μυθοπλαστίας κατά διαφόρους δόσεις· ούτως η μεν αρχαία αλλοδαπή ιστορία καταντά σχεδόν αγνώριστος, η δε προ των μηδικών ελληνική είναι βαθύτατα χρωματισμένη, τα δε μετά την εν Μαραθώνι μάχην είναι όχι μικρόν παρηλλαγμένα. Αλλ' εις μίαν μόνον περίπτωσιν ο Ηρόδοτος είναι προσωπικώς, καίτοι ασυναισθήτως, ένοχος απάτης· αι μεταβάσεις του, οι τρόποι της προσαρμογής του ενός λόγου προς τον άλλον, είναι απλά λογοτεχνικά επινοήματα. Ούτως εξευρίσκει μετάβασιν εις τους Λιβυκούς του λόγους, λέγων (Δ' 167) ότι ο Αρυάνδης εστράτευσε καθ' όλης της Λιβύης. Αλλ' ουδείς λόγος υπάρχει να πιστεύσωμεν εις τούτο. Την δε αθηναϊκήν ιστορίαν εισάγει λέγων (Α' 56) ότι ο Κροίσος ζητών συμμάχους μεταξύ των Ελλήνων, «εύρισκε Λακεδαιμονίους και Αθηναίους προέχοντας, τους μεν του δωρικού γένεος, τους δε τον ιωνικού» αλλ' ότι οι Αθηναίοι ήσαν τότε «διεσπασμένοι» υπό του Πεισιστράτου. Αλλ' ο μεν τύραννος δεν «διέσπασε» τας Αθήνας και πιθανώς ουδ' ετυράννευε τότε, αι δε Αθήναι ήσαν τρίτης τάξεως ιωνικόν κράτος. Ο Ηρόδοτος κατασκευάζων τας μεταβάσεις ταύτας και ζητών αφορμάς προς παραγεμίσματα ανεκδότου, — αποδίδων π. χ. εις τον Γέλωνα το περίφημον του Περικλέους απόφθεγμα, ότι εξαιρείται «εκ τον ενιαυτού το έαρ» (Ζ' 162) — δεν προσδοκά ότι θα εξαχθώσι συμπεράσματα εξ αυτών. Περί τούτων κατά την οργίλην φράσιν του Πλουτάρχου «ου φροντίς Ηροδότω). (195) Τα δε λοιπά ιστορικά του λάθη είναι ταναπόφευκτα επακολουθήματα των πηγών του· δηλαδή η πραγματική αναξιοπιστία κείται όχι εις τας σποραδικάς ανακριβείας, πολύ δε ολιγώτερον εις πρόθεσιν διαστροφής, αλλ' εις την βαθείαν και ασυνείδητον τάσιν αυτής της μνήμης των ανθρώπων προς ποιητικήν διακόσμησιν του παρελθόντος και εις την διαμόρφωσιν της όλης ιστορίας ως παραδείγματος των ενεργειών ηθικής τινος προνοίας.
Τον ιδικόν του σκοπόν ο Ηρόδοτος επιτυγχάνει πληρέστατα — «ως μήτε τα γενόμενα υπ' ανθρώπων εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα και θωμαστά τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα ακλεά γένηται» { the real deeds of men shall not be forgotten, nor the wondrous works of Greek and barbarian lose their name }.Ο δε Πλούταρχος — διότι αναμφιβόλως εκείνος έγραψε το Περί της Ηροδότου κακοηθείας — δεν αντικρούει αυτόν απλώς χάριν των Θηβών· όχι· θεωρεί την περίοδον, ήν επραγματεύετο ο Ηρόδοτος, ως περίοδον γιγάντων, σοφών και ηρώων υπερανθρώπων, εχόντων το χάρισμα των αποφθεγμάτων και των απαντήσεων, βλέπει δε πάσας τας πράξεις των, ως προσκυνητής γονατισμένος· δεν θέλει ν' ακούση, μηδέ να ίδη την άλλην αυτών άποψιν και δεν ανέχεται την ελαφράν του Ηροδότου καταλαλιάν, ήτις εγκλείει τόσην αλήθειαν. Αλλ' όμως ακριβώς η τοιαύτη περιγραφική τέχνη του ανδρός, η συνδυαζομένη προς την δραματικήν αυτού δύναμιν και το ευρύτατον διαφέρον, ο τρόπος εκείνος, καθ' όν βλέπει τας καρδίας των ανθρώπων με όλας των τας αρετάς και όλας τας ελλείψεις, έπεισε νεώτερον κριτικόν, όστις εζύγισε πάσαν αυτού λέξιν, (196) να εκφράση ότι «ουδείς άλλος Έλλην συγγραφεύς περιέγραψεν ευρύτερον του Ηροδότου κόσμον, περιέχοντα τόσον πλήθος ζωντανών και αθανάτων ανδρών και γυναικών» και να θέση «αμετακινήτως» το έργον αυτού ως αντίστοιχον του έργου του Ομήρου, ως την πρώτην πηγήν της ευρωπαϊκής πεζογραφίας. (197)
Τρεπόμενοι αποτόμως από της ιστορίας προς την φιλοσοφίαν, πρέπει να
ενθυμηθώμεν ότι απλώς στρεφόμεθα από της μιας μορφής της ιωνικής
«ιστορίης» εις την άλλην και ότι υπήρχον, και σώζονται ακόμη εκ
μεταγενεστέρων χρόνων, πολλά ελληνικά βιβλία, διδάσκοντα άλλα θέματα φυσικά,
ιατρικά, γεωγραφικά, ανακαλύψεις, ζωγραφικήν, γλυπτικήν, πολιτικά και εμπόριον,
πάντα απασχολούντα πολύ μέρος του ελληνικού πνεύματος, και πάντα, πλην της
γλυπτικής και του εμπορίου, αναφερόμενα υπό σωζομένων συγγραφέων μετά
σεβασμού και εγκωμίων. Αλλά το διάγραμμα του προκειμένου έργου μας
αναγκάζει να παραλείψωμεν αυτά σχεδόν όλα και να εγγίσωμεν μόνην την
φιλοσοφίαν, και αυτήν τόσον μόνον, όσον είναι απολύτως αναγκαίον προς
κατανόησιν της ιδίως λογοτεχνίας.
Η φιλοσοφία κατά πρώτον απαντά εν Μιλήτω, όπου ο ΘΑΛΗΣ, ο υιός του Εξαμίου — τούτο είναι όνομα καρικόν — εζήτει ως βάσιν του επιστημονικού του έργου την «αρχήν» ήτοι γένεσιν του κόσμου. Απορρίπτων τους μύθους και την κοσμογονίαν, ανεζήτει την αρχικήν ουσίαν και ηύρεν ότι ήτο το ύδωρ. Ο δε μαθητής του ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ επροτίμησε να περιγράψη αυτήν ως το «άπειρον», την απεριόριστον ύλην, εξ ής κατάγονται πάντα τα συγκεκριμένα «χρήματα» {things} δι' «εκκρίσεως» {separation}· το άπειρον είναι ο θεός· κατά δε τους νόμους αυτού πάντα τα όντα φθειρόμενα επιστρέφουσιν εις αυτό, ίνα «διδώσι δίκην και τίσιν αλλήλοις της αδικίας» { they meet with ' retribution' for their ' unrighteousness,' } δηλαδή διά την μετάβασιν αυτών από της μιας σφαίρας της υπάρξεως εις την άλλην. Ο τρίτος Μιλήσιος, ο ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ, προσπαθών να προςδιορίση ό,τι αφήκεν ασαφές ο Αναξίμανδρος, εθεώρει το άπειρον ως αέρα, την δ' έκκρισιν των πραγμάτων γενομένην διά πυκνώσεως προερχομένης εκ μεταβολής της θερμοκρασίας. Όλη η Μιλησιακή σχολή ενέκυψεν εις το ζήτημα της παραγωγής του κόσμου — πόθεν συνέστη ο κόσμος; — και εύρισκεν εξήγησιν κατά το ήμισυ υλικήν· π. χ. ο αήρ είναι πνεύμα· ούτως η κυρία αυτής ενέργεια ήτο η έρευνα της φύσεως, συγκατεστράφη δε η σχολή μετά της πόλεως τω 494 π. Χ. Αλλά παρέμεινεν ως η πρώτη πηγή της μεταγενεστέρας φιλοσοφίας. (198)
Όλως αντίθετος κατά το πνεύμα ήτο ο μέγας θίασος της Δύσεως, όν ίδρυσε κατά τα 530 π. Χ. Σάμιος ολιγαρχικός εξόριστος, ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ο Μνησάρχου. Αι αρχαί αυτού φαίνεται ότι περιελάμβανον θρησκευτικήν αναμόρφωσιν, αντικειμένην και προς την θεολογίαν των ποιητών και προς τας τοπικάς λατρείας, ηθικήν αναμόρφωσιν, αντενεργούσαν κατά της τότε εκλύτου ελευθέρας ζωής και των πολυπλόκων κοινωνικών σχέσεων, και πολιτικήν αντίδρασιν υπέρ των αριστοκρατικών αρχών, αίτινες εκινδύνευον να εξαφανισθώσιν υπό των δημοκρατιών και των τυραννίδων. Αλλά κατά τους χρόνους του ιδρυτού την αίρεσιν εκηλίδωσεν ασυνήθης δεισιδαιμονία και στυγερόν έγκλημα, η καταστροφή της Συβάρεως· κατόπιν όμως συνετελέσθησαν υπ' αυτής αξιόλογα μαθηματικά έργα.
Τα Μιλησιακά δόγματα διέδωσεν ανά την Ελλάδα ο ραψωδός ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ (βλ, σελ. 74) ευρίσκων πυκνόν ακροατήριον και οχυρούμενος όπισθεν της ποιητικής θρησκείας. Εκ του ευνοϊκού τούτου βάθρου κατήγγελλε τα «ψεύδη» του Ομήρου και του Ησιόδου και εκήρυσσε μεταφυσικήν μονοθεΐαν. Ο θεός είναι είς,
«ούτε δέμας θνητοίσιν ομοίιος ούτε νόημα» . . .
{ not man-shaped, not having parts, }
«αλλ' απάνευθε πόνοιο νόου φρενί πάντα κραδαίνει»
{ and all of him conscious. }
Ο θεός ούτος είναι ίσως αυτό το άπειρον του Αναξιμάνδρου άνευ της κινήσεως· ομοιάζει δε το Έν του Παρμενίδου, όθεν η παράδοσις παρίστανε τον Ξενοφάνη διδάσκαλον εκείνου και ιδρυτήν της Ελεατικής σχολής. (199)
Εν Εφέσω (παρά την Μίλητον) κατά την γενεάν την μετά τον Αναξιμένη το πρόβλημα των Μιλησίων δέχεται διάφορον λύσιν, εξαγγελλομένην μετά πομπής και όγκου, άμα δε φέρουσαν και τον τύπον της μεγαλοφυίας. Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ έλεγε «πάντα ρειν, είναι δε παγίως ουδέν»· { All things move and nothing stays} η κίνησις αύτη είναι το αληθινόν μυστήριον του κόσμου, η αρχή, όχι ουσία αυθαιρέτως λαμβανομένη, αλλά η πρόοδος αυτής της μεταβολής, ήν ο Ηράκλειτος ωνόμαζε πυρ. Έγραφε δε ο φιλόσοφος εις πεζόν λόγον όμοιον προς χρησμόν· όθεν ήτο σκοτεινός, και ένεκα της ελλείψεως φιλοσοφικής γλώσσης προς έκφρασιν των στοχασμών του, αλλά και ένεκα του προφητικού τόνου της εκφράσεως, του φυσικού εις αυτόν. Δεν πρέπει δε να λησμονώμεν ότι προ της κυκλοφορίας των βιβλίων ο διδάσκων έπρεπε ν' αποτείνεται προς την μνήμην, γράφων είτε στίχους, όπως ο Ξενοφάνης και ο Παρμενίδης, είτε αποφθέγματα, ως ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Η πρόοδος της μεταβολής είναι διπλή — προς τα άνω και τα κάτω — αλλ' είν' αιωνία και αμετάβλητος· υπάρχει νόμος, ειμαρμένη, διευθύνουσα τα πάντα, δίκη, αποκαθιστώσα την αρμονίαν μετά πάσαν διαφοράν ή εναντίωσιν· αύται φαίνονται ότι είναι, καθώς και παρ' Αναξιμάνδρω, αι διάφοροι φάσεις της μεταμορφώσεως της ουσίας από τινος εις άλλο. Ο Ηράκλειτος ελάλει μετά διπλής υπερηφανίας, ως ανακαλύψας την αλήθειαν και ως ευπατρίδης, θα συνεμερίζετο δε ολοψύχως την περιφρόνησιν του Νείτσε προς «καταστηματάρχας, χριστιανούς, γυναίκας, Άγγλους και λοιπούς δημοκρατικούς». Περιεφρόνει τους συμπολίτας του τους Μιλησίους και καθόλου τους ανθρώπους. Κατά τον Ηράκλειτον ο Πυθαγόρας, ο Ξενοφάνης και ο Εκαταίος ήσαν, καθώς ο Ησίοδος, παραδείγματα του αξιώματος ότι «πολυμαθίη νόον ου διδάσκει». { learning teaches not wisdom } (200)
ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ ο Ελεάτης απεκρίνετο προς τον Ηράκλειτον απορρίπτων την θεωρίαν της αενάου μεταβολής· «νυν έστιν ομού παν έν ξυνεχές» και τούτο το νυν όν θέλει να μάθη· π. χ. το 2 x 2 = 4 απολύτως και αιωνίως. Αλλ' ο Παρμενίδης δεν εδέχετο την συνήθη σήμερον διάκρισιν μεταξύ αφηρημένων και συγκεκριμένων.
Το όν έστι, το δε μη όν ουκ έστι [αποσπ. 33]. Δεν υπάρχει λοιπόν μεταβολή, διότι αυτή θα ήτο μετάβασις από του μη όντος εις το όν. Ουδέ κενόν διάστημα υπάρχει· λοιπόν ουδέ κίνησις. Το δε όν είναι έν αδιαίρετον διότι εάν ήσαν περισσότερα, μεταξύ αυτών θα υπήρχον μη όντα. Ισχυρίζετο δε ο Παρμενίδης ότι το έν όν ομοιάζει προς σφαίραν, και είναι τέλειον, είναι δε ύλη αναλλοίωτος, αλλά και το νοείν είναι όμοιον προς το είναι, διότι είναι νόησις του όντος.
Αλλά τότε τι είναι ο κόσμος, τον οποίον γνωρίζομεν, ο προφανώς περιέχων πλείστα όντα; Ο Παρμενίδης απαντά εις τούτο κατά τον ανατολικόν τρόπον· ο κόσμος είναι φάσμα, απάτη, maya καθώς λέγουσιν οι Ινδοί. Πώς επέρχεται η απάτη, πώς το αναλλοίωτον Έν δύναται ν' απατά και ποίος ο απατώμενος, δεν μας λέγει, καίτοι διά του δευτέρου μέρους του ποιήματός του (βλ. σελ. 75) ανέπτυσσε «τας των βροτών δόξας» { the Way of Falsehood } και τας αντιφάσεις τας παρακολουθούσας κατ' ανάγκην την εις αυτάς πίστιν. (201) Την οδόν ταύτην της σκέψεως ηκολούθησεν ιδίως ο μαθητής του Παρμενίδου ΖΗΝΩΝ, αναπτύσσων τας αντιφάσεις τας αναγκαίως υπαρχούσας εν τη αντιλήψει του χρόνου, του διαστήματος και του αριθμού. Εάν το περί του Ενός δόγμα, λέγει, είναι δύσκολον, τότε πίστις εις το πολλαπλούν είναι προδήλως αδύνατος. Τοιουτοτρόπως η ελληνική θεωρία έφθασεν εις σημείον, όπου δύο μάλλον ή ήττον συνεπείς συλλογισμοί ωδήγησαν εις όλως αντίθετα συμπεράσματα, εις το αμετάβλητον Έν του Παρμενίδου, εις την αέναον μεταβολήν του Ηρακλείτου. Την δυσκολίαν ταύτην διείδεν ο ΜΕΛΙΣΣΟΣ, ο Σάμιος ναύαρχος, ο κατά τα 442 νικήσας τον Περικλή· εδοκίμασεν εκ του Ενός να πλάση Μιλησιακήν τινα «αρχήν», αλλ' ηύρεν ότι αύτη δεν ηδύνατο να ενεργήση· διότι πόρισμα καθαρού συλλογισμού είναι αδύνατον να ερμηνεύση την πραγματικότητα του κόσμου. Μετά τον Μέλισσον η ρήξις έγινεν αισθητοτέρα. Αφ' ενός μεν οι Πυθαγόρειοι αναχωρούντες από του Ηρακλείτου ζητούσι το πραγματικόν ήτοι το αιωνίως όν κατά τους αναλλοιώτους νόμους της μεταβολής, ήτοι κατά τα αιώνια δεδομένα των αριθμών. Η γεωμετρία είναι η αλήθεια, ής τα τετράγωνα, κυκλικά ή τρίγωνα σχήματα είναι ατελείς και παροδικαί μιμήσεις, οι νόμοι της αρμονίας είναι η αλήθεια της μουσικής και η αφηρημένη αστρονομία η αλήθεια των πλανητών. Ούτως εν τω αριθμώ εύρισκε την αληθινήν ουσίαν του κόσμου, αιώνιόν τι και αμετάβλητον Έν, όπερ ηδύνατο να ικανοποιήση αρκετά τας αξιώσεις του Παρμενίδου. (202)
Εκ δε της θεωρίας του Ενός Όντος ανεπτύχθησαν τρία σπουδαία συστήματα.
ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ο Ακραγαντίνος, όν είδομεν ανωτέρω (σελ. 75) δέχεται την ύπαρξιν όχι ενός, αλλά τεσσάρων αρχικών «ριζωμάτων, Γης, Ύδατος, Αέρος και Πυρός μετά κενού χώρου πέριξ. Τα ριζώματα είναι στοιχεία αμετάβλητα καθ' εαυτά, αλλά κινούμενα και μειγνυόμενα — αύτη είναι ίσως η σπουδαιοτάτη συμβολή εις την φιλοσοφίαν — διά δυνάμεων αΰλων, άς ονομάζει φιλότητα ή στοργήν και νείκος ή κότον.
ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ ο Κλαζομένιος, ο πρώτος εν Αθήναις αποκατασταθείς φιλόσοφος, παρεδέχετο πολύ πλειότερα πρώτα και αιώνια χρήματα ή σπέρματα, ών η σύμμειξις και διάκρισις· αποτελεί τον κόσμον, εννοών κάτι παρόμοιον προς τα «στοιχεία» της νέας Χυμικής. Μεταξύ τούτων υπάρχει νόος, «χρήμα» και αυτός, αλλά λεπτότατον και καθαρώτατον, και κινούμενον αφ' εαυτού. Ενεργεί δ' εντός των διαφόρων συνθέτων μερών του κόσμου ακριβώς όπως αισθανόμεθα αυτόν ενεργούντα εντός των ημετέρων σωμάτων. Ο νους ήλθε και διεκόσμησε την ύλην. Ο Αναξαγόρας ενόμιζε τον ήλιον και την σελήνην ως σφαίρας λίθου, τον δε ήλιον ζέοντα εκ της ταχύτητος της στροφής και τεράστιον το μέγεθος, σχεδόν τόσον μεγάλον, ως την Πελοπόννησον! Έδωκε δε την ορθήν εξήγησιν των εκλείψεων. (203)
Η άλλη λύσις η δοθείσα κατά την περίοδον ταύτην, είναι η ατομική θεωρία. Φαίνεται δε ότι επήγασεν όχι από επιστημονικής παρατηρήσεως, αλλά εξ αφηρημένης σκέψεως κατά τας αρχάς του Παρμενίδου. Το όν είναι τι πλέον, δηλαδή το πράγμα είναι τι πλήρες, και παν μη πλήρες είναι μη όν. Αλλ' αντί του ενός αιωνίου «πλήρους» έχομεν άπειρα αιώνια άτομα, ήτοι μη δυνάμενα να διαιρεθώσι περιπλέον. Η κατά του κενού απόδειξις του Παρμενίδου δεν υπήρξεν αποδεκτή, ουδέ η αξίωσις αυτού ότι το όν πρέπει να είναι σφαιρικόν και ακίνητον. Πράγματι τα όντα έχουσιν απείρως διάφορα σχήματα, κινούνται δε αδιακόπως· σχήμα, μέγεθος και κίνησις είναι αι ιδιότητες αυτών· ταύτα είναι τα μόνα φυσικά γεγονότα. Πάντα δε τα λοιπά είναι κατά συνθήκην ή παράγωγα. Η θεωρία αύτη επενοήθη υπό ΛΕΥΚΙΠΠΟΥ του Αβδηρίτου, αλλ' ανεπτύχθη κυρίως υπό του μεγάλου μαθητού του, του Δημοκρίτου, και υπό του Επικούρου.
Ο Εμπεδοκλής απέθανε περί τα 430 π. Χ., ο δε Αναξαγόρας εξωρίσθη κατά τα 432.
Αλλά ολίγα έτη προτού, είχεν αρχίσει η αντίδρασις κατά της κοσμολογικής
θεωρίας. Ήτο καιρός να ευρεθώσι μερικαί μικροτέραι αλήθειαι βέβαιαι αντί να
ζητώνται ακάρπως αι μεγάλαι. Αρχομένου δε του πέμπτου αιώνος, γίνονται
θετικώτεραι εργασίαι εις τους επιστημονικούς κλάδους, την αστρονομίαν, τα
μαθηματικά, την ιστορίαν, την ιατρικήν και την ζωολογίαν.
Την τάσιν ταύτην ενισχύει το μέγα ρεύμα της περιόδου εκείνης. Το τέλος των μηδικών, όπερ αποκατέστησε την ελληνικήν ελευθερίαν και διέδωκε την συναίσθησιν κοινής εθνότητος, εξαπέλυσε πάσας τας λανθανούσας δυνάμεις του έθνους, στρατιωτικάς, κοινωνικάς και πνευματικάς. Ανεπτύσσοντο τότε μεγάλαι πόλεις· ο πληθυσμός των Αθηνών και του Πειραιώς έφθανεν από 20 εις 100 περίπου χιλιάδας· η δε ιδιοκτησία εξετείνετο ακόμη ταχύτερον. Αι ευκολίαι προς διάθεσιν του χρήματος εμεγάλωσαν· αι εμπορικαί επιχειρήσεις ηνοίχθησαν και απησχόλουν πλειοτέρους εργάτας, ελευθέρους και δούλους. Η μεταξύ των πόλεων συγκοινωνία ήτο κοινοτέρα και οι μέτοικοι, τουλάχιστον εις τας Αθήνας και τας προοδευτικωτέρας πόλεις, επροστατεύοντο υπό του νόμου και εφορολογούντο ελαφρά. Οι κατά πόλεις προστατευτικοί δασμοί πράγματι κατηργήθησαν· τα αθηναϊκά τελωνεία του Πειραιώς εισέπραττον μόνον 1 % επί της εισαγωγής και της εξαγωγής. Συγκρινομένη δε προς άλλους χρόνους η περίοδος της εν Μυκάλη ναυμαχίας ήτο περίοδος μακράς ειρήνης. Το έθνος κατείχετο υπό ενθουσιώδους πεποιθήσεως εις εαυτό, εις την πρόοδον, εις την δημοκρατίαν. Αποτέλεσμα δε ταύτης ήτο η οικονομική πρόοδος, ήτις εξηγεί τόσα πολλά της αθηναϊκής ιστορίας, τον αγώνα του ελευθέρου εργάτου προς καλοπέρασιν διά της πολιτικής υπεροχής. Το άλλο αποτέλεσμα ήτο η υπό του Δήμου ζήτησις πνευματικών ηδονών και η προσφορά τούτων υπό σχήμα κατάλληλον προς κατανάλωσιν λαϊκήν.
Ανέκαθεν οι Έλληνες βαθέως ησθάνοντο την σημασίαν της προσωπικής αξίας, της αρετής, και της γνώσεως ή ικανότητος, της σοφίας. Αλλά πώς ήτο δυνατόν ν' αποκτηθή αύτη; Καθώς ο αγνιστής ηδύνατο ν' αγνίση τον εναγή και ο ανδραποδιστής να εξανδραποδίση τον ελεύθερον, δεν ηδύνατο τάχα και κάποιος σοφιστής να καταστήση τινά σοφόν; Εις την ζήτησιν ταύτην απήντησαν άνδρες διάφοροι τον χαρακτήρα και κατά διαφόρους τρόπους εννοούντες την σοφίαν. Τινές τούτων απέρριψαν το όνομα σοφιστής, ως υπερβολικόν. Άλλοι υπεστήριζον ότι η σοφία είναι διδακτή, όχι όμως και η αρετή. Ταύτην δύναται να μάθη τις μόνον κατά πράξιν. Ο Γοργίας αμφέβαλλεν εάν ηδύνατο να διδάξη τίποτε· ισχυρίζετο μόνον ότι ήτο καλός ρήτωρ. Ο ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ τολμηρώς εδέχετο το όνομα σοφιστής και επηγγέλλετο να διδάξη πολιτικήν αρετήν· εκήρυσσε δε το χαρακτηριστικόν δόγμα των περιόδων της γνώσεως, ότι το αμάρτημα προέρχεται εκ της αγνοίας και ότι η παιδεία δημιουργεί τον χαρακτήρα. Οι σοφισταί επεβάλλοντο μάλλον διά του βίου και της υπολήψεως αυτών ή διά των συγγραμμάτων, αλλά και παν ό,τι έγραψαν, εχάθη σχεδόν όλον. Σήμερον δε μανθάνομεν τα κατ' αυτούς μόνον παρά των αντιπάλων των· δηλαδή αφ' ενός μεν παρά του Αριστοφάνους και της αμαθεστέρας μερίδος, αφ' ετέρου δε παρά της παραδόσεως του τετάρτου αιώνος, αντιθέτου και πολιτικώς και φιλοσοφικώς προς το πνεύμα του πέμπτου.
Εάν είχομεν ωρισμένην μαρτυρίαν της γνώμης του Πλάτωνος περί των μεγάλων σοφιστών των Περικλείων χρόνων, αύτη θα ήτο πιθανώς ομοία της περί Μιλλ και Κόβδεν γνώμης του Ράσκιν. Αλλά τοιαύτην μαρτυρίαν δεν έχομεν. Διότι ο Πλάτων δεν γράφει ιστορίαν· γράφει ιδίαν τινά μορφήν πλαστού δράματος, ού τα πρόσωπα πρέπει να είναι πρώτον μεν ιστορικά, δεύτερον δε σύγχρονα του πρωταγωνιστού Σωκράτους. Όπου δε πράγματι ζητεί να περιγράψη τους ανθρώπους του καιρού εκείνου, καθώς εν τω Πρωταγόρα, παρέχει λεπτοτάτην αλλ' αληθινήν σάτιραν. Συχνότατα όμως ουδέ αποβλέπει εις την γενεάν εκείνην. Εάν π. χ. του απαρέσκη ρήτωρ τις του 370-360 π. Χ., εκφράζει την γνώμην του διά κριτικής του Σωκράτους περί του Λυσίου. Εάν πάλιν θέλη ν' αποστομώση τους ιδικούς του φιλοσοφικούς αντιπάλους, αμέσως ανατρέπει εις βάρος του αρχαίου Πρωταγόρου πάντα τα παραδοξολογήματα του Αντισθένους και την φιλοσοφικήν ανακολουθίαν του Αριστίππου.
Και κατά μεν τας περιπτώσεις ταύτας δυνάμεθα ν' ανακαλύψωμεν τον πραγματικόν εισηγητήν της αναιρουμένης θεωρίας. Αλλά κάποτε και την θεωρίαν αυτήν φαίνεται ότι επενόει ο Πλάτων. Εάν π. χ. εζήτει ν' αποδείξη ότι η ηθική έχει βάσιν εν τω λόγω ή ότι οι πονηροί είναι πάντοτε δυστυχείς, ήτο ηναγκασμένος να επινοήση κάποιον υποστηρίζοντα τα εναντία. Οσάκις δ' ενόμιζε — καθώς πολλοί συζητηταί, — ότι η αντίθετος όψις θα εφαίνετο λογικωτέρα, εάν υπεστηρίζετο κατά την εσχάτην και αναιδή μορφήν της, τότε μόνος τρόπος υπήρχε να παραστήση το ανδρείκελον εκείνο έχον ή κυνικήν ψυχρότητα ή τυφλήν μανίαν, φθάνον εις το αναγκαίον άκρον και εκεί ανατρεπόμενον. Αλλά τις θα ήτο το νευρόσπαστον; Κάποιος, ει δυνατόν, όχι φανερώς ακατάλληλος, του οποίου αι υποτιθέμεναι αρχαί αορίστως να νομίζονται κάπως ανάλογοι προς τανήθικα αισθήματα, όσα επρόκειτο ν' αναπτύξη.
Εν τω α' βιβλίω της Πολιτείας παριστάνεται Θρασύμαχος ο Καλχηδόνιος συνήγορος της απολύτου αδικίας, ισχυριζόμενος ότι ο νόμος και η δικαιοσύνη είναι μέσα του αδυνάτου, όπως παραλύση την ελευθέραν ενέργειαν του ισχυροτέρου. Αλλ' απιθανώτατον είναι ότι ο τίμιος εκείνος δημοκρατικός υπεστήριξέ ποτε τοιαύτας δοξασίας, αφού πολιτικώς ετάσσετο υπέρ της μέσης τάξεως, κατά δε τα 411 ωμίλησε μετριοπαθώς, αμέτρως δ' επολέμησε μόνον Αρχέλαον τον Μακεδόνα, τον τύπον της ευτυχούσης αδικίας, σωζόμενον δε απόσπασμα του Θρασυμάχου, όστις ήτο και δόκιμος αγορητής, λέγει ότι η επιτυχία του αδίκου αρκεί ώστε ο άνθρωπος ν' αμφιβάλλη περί της υπάρξεως θείας προνοίας. Η εύρεσις άρα του Πλάτωνος ήτο τω όντι απιθανωτάτη· δεν είναι δε άπορον ότι παριστά το ανδρείκελον παραφερόμενον πριν ή δράση.
Τούτο είναι το κύριον έγκλημα, όπερ κατέστησε τον Θρασύμαχον τύπον διεφθαρμένου και πλεονέκτου σοφιστού, το δε άλλο είναι ότι, ενώ συνήθως έκαμνε δημοσίας «επιδείξεις», ηρνήθη να διαλεχθή δωρεάν προς τον Σωκράτη και τους νεαρούς του φίλους, των οποίων γνωστός σκοπός ήτο ν' αντικρούσωσιν ό,τι έμελλε να είπη.
Όσα δε λέγει ο Αριστοφάνης περί των σοφιστών είναι, εννοείται, απλαί λοιδορίαι· κατά καλήν δε τύχην λοιδορεί και τον Σωκράτην, ώστε γνωρίζομεν της πολεμικής του την αξίαν. Όσα δε λέγουσιν οι Σωκρατικοί — η κυρία πηγή των ειδήσεων ημών — φέρουσι το χρίσμα εκείνο της πίστεως αυτών περί του ενός ιδεώδους εκείνου Δικαίου, του φονευθέντος υπό του πλήθους· κατ' αυτούς ουδείς δύναται να παραβληθή προς τον Σωκράτην. Αλλ' αυτός ο Σωκράτης έλεγε μόνον ότι δεν ηδύνατο να επικρίνη την φιλοσοφίαν των σοφιστών μάλλον ή την γλυπτικήν τέχνην του Φειδίου και την πολιτικήν του Περικλέους. Οι σοφισταί ήσαν «άνθρωποι του κόσμου»· αλλ' ίσως συγκρινόμενοι προς τον Σωκράτην, ήσαν επίπλαστοι· το δε κατ' εκείνον πραγματικόν αυτών σφάλμα ήτο το πνεύμα όπερ είχον άπαντες, ήτοι το επιστημονικόν, το προοδευτικόν, το δημοκρατικόν, το υπερθαρραλέον πνεύμα των Αθηνών κατά την πρωίαν του μεγαλείου των.
Η κυρία αυτών αποστολή ήτο η διδασκαλία, η διαφώτισις του πνεύματος της Ελλάδος, η απόρριψις των ταπεινών μύθων και των αναποδείκτων κοσμογονιών, η τροπή της σκέψεως προς γονίμους τόπους. Πολλοί τούτων ήσαν έξοχοι και πρωτότυποι στοχασταί. Ο ΓΟΡΓΙΑΣ απέδειξεν ανόητον την Ελεατικήν σχολήν. Ο δε Πρωταγόρας εκαθάρισε τον ορίζοντα, διδάξας το σχετικόν της γνώσεως. Πολλοί σοφισταί νομίζοντες την σοφίαν ως σημαίνουσαν γνώσιν της φύσεως, είναι γνωστοί εις ημάς κυρίως εκ των Ιπποκρατικών συγγραμμάτων και των φανερών προόδων των τότε γενομένων εις ποικίλας επιστήμας, ιδίως την ιατρικήν, την αστρονομίαν, την γεωμετρίαν και την μηχανικήν. Η Κως, τα Άβδηρα, αι Συράκουσαι θα ηδύναντο να μας είπωσι πολλά περί αυτών. Αλλ' αι Αθήναι, η μόνη μας πηγή, εσκέπτοντο τότε περί άλλων, κοινωνικών και ανθρωπίνων προβλημάτων. Εκεί ο Πρωταγόρας έδειξε φιλοσοφικήν της δημοκρατίας βάσιν, ισχυριζόμενος ότι οι πλείστοι των ανθρώπων έχουσι την αίσθησιν του δικαίου και την αίσθησιν της αιδούς — αι εξαιρέσεις είναι θηρία, τα οποία πρέπει να εξαλειφθώσιν — αι δύο δε αύται ιδιότητες μάλλον ή αι διανοητικαί δυνάμεις είναι της κοινωνίας αι ρίζαι. Ο δε μαθητής του Γοργίου Αλκιδάμας είναι ο μόνος αναφερόμενος ως προτείνας εν τη πρακτική πολιτική την κατάργησιν της δουλείας — διότι θεωρητικώς, εννοείται, προέτειναν τούτο πολλοί. Ο δε Αντιφών ο σοφιστής, αντιπροσωπεύει, ίσως μόνος, την θεωρίαν ότι η σύζυγος είναι «άλλο εγώ» και πολυτιμοτέρα παντός φίλου.
Εν τη ιστορία ο ΙΠΠΙΑΣ έβαλε τα θεμέλια εθνικού χρονολογικού συστήματος, δημοσιεύσας αναγραφήν των Ολυμπιονικών. Της δε γλωσσικής επιστήμης τας βάσεις έθεσαν άνδρες, οίοι ο ΠΡΟΔΙΚΟΣ και ο Πρωταγόρας, ο μεν πρώτος επιμένων εις την ακριβή διάκρισιν των φαινομένων συνωνύμων, ο δε δεύτερος αποδεικνύων ότι η γλώσσα δεν είναι τίποτε θείον και αναμάρτητον, αλλ' ανθρώπινον και μεταβλητόν έχον κανόνας και εξαιρέσεις. Πολλοί δε των σοφιστών, ως ο Ιππίας και ο Πρόδικος, ήσαν αληθείς κήρυκες της καθόλου ηθικής· άλλοι δε, καθώς ο Γοργίας, ήσαν γνήσιοι καλλιτέχναι. Το όλον κίνημα των σοφιστών ήτο ηθικόν άμα και πνευματικόν, ήτο δε όλως απηλλαγμένον της διαφθοράς και της ανομίας, ήτις εμόλυνε, λόγου χάριν, την ιταλικήν αναγέννησιν. Αναμφισβήτητον είναι ότι οι σοφισταί, αναλαβόντες την εκπαίδευσιν του έθνους, εξεπαίδευσαν αυτό. Ο χαρακτήρ του συνήθους Έλληνος του τετάρτου αιώνος, — το ανθρώπινον, η αίσθησις του δικαίου, το θάρρος, και η ηθική φαντασία ανυψώθησαν τρόπον τινά μέχρι του ύψους των ανωτέρων ανδρών του πέμπτου αιώνος και πολύ υπεράνω οιουδήποτε λαού μέχρι χιλίων ετών κατόπιν. Οπωςδήποτε οι σοφισταί είναι οι πνευματικοί και διανοητικοί αντιπρόσωποι των Περικλείων χρόνων· οι περιφρονηταί αυτών ας δημιουργήσωσι νέους ομοίους χρόνους. (204)
Πραγματική πηγή της αττικής πεζογραφίας δεν πρέπει να θεωρηθή η ανθηρά τέχνη
του Γοργίου, ουδέ η περίτεχνος ρητορική του Τεισίου, καθά ο Αριστοτέλης,
μηχανικώς μάλλον, υποθέτει· είναι οι πολιτικοί λόγοι και τα πολιτικά φυλλάδια
αυτών των Αθηνών. Εάν δε θέλωμεν στιγμήν τινα ως χρονολογικόν όριον,
δυνάμεθα να ορίσωμεν την κατά τα 454 π. Χ. μεταφοράν του συμμαχικού
θησαυρού εκ Δήλου, το χαρακτηριστικώτατον των γεγονότων, όσα κατέστησαν τας
Αθήνας όχι μόνον ταμείον, νομισματοκοπείον και ανώτατον δικαστήριον, αλλά και
νομικόν και εμπορικόν κέντρον της Ανατολικής Ελλάδος. Έκτοτε εσωρεύθη μεγίστη
νομική και δικαστική εν Αθήναις εργασία, πληρώσασα τας χείρας των δυνατών εις
το λέγειν και το γράφειν, προσελκύσασα πανταχόθεν του κράτους άνδρας ικανούς
και δώσασα εις την αττικήν διάλεκτον έξοχον και οικουμενικόν κύρος. Κατά την
αρχήν της ηγεμονίας αυτοί οι Αθηναίοι ολίγα έγραφον· εκυβέρνων· άφησαν δε
τους συμμάχους ν' αφιερώσωσιν εις τα γράμματα όσην ενέργειαν δεν εδικαιούντο
να χρησιμοποιήσωσιν εις την πολιτικήν.
ΙΩΝ ο Χίος (προ του 490-423 π. Χ.) είναι παράδειγμα τούτου. Ήτο αριστοκρατικός, φίλος του Κίμωνος και του βασιλέως Αρχιδάμου και πιθανώς επολέμησε μετά των συμμάχων κατά της Ηιόνος τω 470. Αλλά δεν εύρισκεν άλλο στάδιον εκτός της λογοτεχνίας. Έγραψε λοιπόν τραγωδίας — εννοείται αττικιστί — και επέτυχε μεγάλως· ευχαρίστως δε βλέπομεν (εκ του αποσπ. 63) ότι ηδύνατο ελευθέρως να εκφράζη ενώπιον των Αθηναίων ενθουσιώδη προς την Σπάρτην θαυμασμόν χωρίς, καθόσον ηξεύρομεν, να πάθη τίποτε δυσάρεστον. Έγραψε και *Χίου κτίσιν καί τινα βιβλία περί Πυθαγορικής φιλοσοφίας. Αλλά λυπηρά προ πάντων είναι η απώλεια των υπομνημάτων αυτού, όπου δι' απερίττου και ευκόλου ύφους διηγείτο τας εις την νήσον του επισκέψεις, *«Επιδημίας·» πολλών επιφανών ξένων. Το περί Σοφοκλέους μακρόν απόσπασμα είναι διαφέρον, αν και η εντύπωσις, ήν αφήνει, περί της τότε αστειολογίας και χάριτος αρέσκει τόσον ολίγον εις την σημερινήν καλαισθησίαν, όσον και τα χονδρά λογοπαίγνια της αυλής της βασιλίσσης Ελισάβετ. (205)
Όλως διάφορον πρόσωπον ήτο ΣΤΗΣΙΜΒΡΟΤΟΣ ο Θάσιος, άνθρωπος, έχων μερικήν ευκολίαν εις το γράφειν και αρκετήν παιδείαν, αντί δε χαρακτήρος πολιτικόν πάθος κατά της αθηναϊκής ηγεμονίας. Ήτο (καθώς ο δυσηρεστημένος νησιώτης, προς όν απαντά ο Ισοκράτης εν τω Πανηγυρικώ), αντιπρόσωπος της ολιγαρχικής μερίδος, της ζητούσης την διάλυσιν της συμμαχίας, ήτοι εκ των αριστοκρατικών και των εξ αυτών εξηρτημένων, όσοι έχασαν και την δύναμιν και την ιδιοκτησίαν ένεκα της επικρατήσεως των Αθηνών, και εμίσουν και την δημοκρατίαν και την συμμαχίαν. Αλλ' όμως ήλθεν εις τας Αθήνας όπως τόσοι άλλοι των Θασίων, ως λέγει ο Ηγήμων,
ευκούρων βδελυρών, ολλύντων τ' ολλυμένων τε
ανδρών, οι νυν κείθι κακώς κακά ραψωδούσιν.
{ Close-shorn, not over nice, whom sheer Want ships on the packet, Damaged and damaging men, to profess bad verses in Athens }
Ο Στησίμβροτος εδίδαξεν επιτυχώς ως σοφιστής, έγραψε δε περί Ομήρου και της τρεχούσης πολιτικής. Τέλος δε ηδυνήθη να χύση την χολήν του εις τέλειον αριστούργημα πολιτικού λιβέλλου *Περί Θεμιστοκλέους, Θουκυδίδου και Περικλέους. Και ο μεν Θεμιστοκλής και Περικλής ήσαν οι κυριώτατοι εχθροί του· ο δε υιός του Μελησίου, ο αντίπαλος του Περικλέους, εύρισκεν ίσως ολίγην συγγνώμην, όπως ο Κίμων, όν έλεγεν «ούτε μουσικήν, ούτε άλλο τι μάθημα των ελευθερίων . . . εκδιδαχθήναι, δεινότητός τε και στωμυλίας Αττικής όλως απηλλάχθαι, και τω τρόπω πολύ το γενναίον και αληθές ενυπάρχειν και μάλλον είναι Πελοποννήσιον το σχήμα της ψυχής του ανδρός» { although an abject boor, ignorant of every art and science, had at least the merit of being no orator and possessing the rudiments of honesty ; he might almost have been a Peloponnesian!}. Εάν ο Στησίμβροτος δεν ήτο αηδής ψεύστης, ηδύνατο κανείς να τον συμπαθήση· αλλά τώρα το μόνον δυνάμενον να λεχθή υπέρ αυτού είναι ότι δεν ήτο, καθώς συνήθως νομίζεται, και θρησκευτικός υποκριτής· το περί * Μυστηρίων βιβλίον του φαίνεται μάλλον επίθεσις. Διότι τα μυστήρια ήσαν καθαρώς και χαρακτηριστικώς αθηναϊκόν κτήμα, όπου, καθώς λέγει ο Ισοκράτης, οι λοιποί Έλληνες εγίνοντο δεκτοί μόνον εκ φιλανθρωπίας· ο δε Στησίμβροτος θα ήτο ψεύστης και προς εαυτόν, εάν τα ετίμα. Ο άνθρωπος ήτο είδος αδιαλλάκτου και ριζοσπαστικού δημοσιογράφου, μορφή νεωτερίζουσα μεταξύ των αρχαίων, ευπατρίδης ικανός και πεπαιδευμένος, του οποίου την φιλοδοξίαν εδέσμευσαν αι πολιτικαί ανάγκαι. (206)
Όμοιος προς τον Στησίμβροτον κατά τας γενικάς πολιτικάς θεωρίας, αλλ' απείρως απέχων αυτού κατά τας διαθέσεις είναι ο ανώνυμος εκείνος Ολιγαρχικός, ο γράψας την ανεκτίμητον πραγματείαν περί της Αθηναίων πολιτείας, ήτις διεσώθη ένεκα τυχηράς πλάνης του εκδότου, ως έργον του Ξενοφώντος. Και όμως δεν είναι μόνον ανόμοιον προς το ύφος και τας γνώμας του Ξενοφώντος, αλλά προφανώς ανήκει εις την περίοδον την προ της σικελικής καταστροφής. Είναι δε πράγματι το αρχαιότατον των σωθέντων τεμαχίων της αττικής πεζογραφίας και παριστά, σχεδόν μόνον, το κοινόν αττικόν ύφος, το προ της επιδράσεως του Γοργίου και των ρητόρων. Είναι οικείον, απλούν, ζωηρόν, ακολουθεί την ελευθέραν γραμματικήν του διαλόγου, έχει προτάσεις ασυνδέτους και συχνάς αλλαγάς αριθμών και προσώπων. Αφήνει δε, καθώς μέρη τινά του Αριστοτέλους, την εντύπωσιν γυμνής, αφράστου σκέψεως. Ο Ολιγαρχικός έχει σαφή αντίληψιν της σημασίας της αθηναϊκής δημοκρατίας και δεχόμενος προς στιγμήν ότι αυτός και οι φίλοι του είναι οι «γενναίοι και οι χρηστοί» «εν δε τω δήμω αμαθία τε πλείστη και αταξία και πονηρία» βλέπει σαφώς και ορθώς και όχι αδίκως την κατάστασιν, αρχόμενος ως εξής· «Περί μεν της Αθηναίων πολιτείας, ότι μεν είλοντο τούτον τον τρόπον της πολιτείας ουκ επαινώ διά τόδε, ότι ταύθ' ελόμενοι, είλοντο τους πονηρούς άμεινον πράττειν ή τους χρηστούς· διά μεν ουν τούτο ουκ επαινώ· επεί δε ταύτα ούτως έδοξεν αυτοίς, ως ευ διασώζονται την πολιτείαν και τάλλα ευ διαπράττονται, ά δοκούσιν αμαρτάνειν τοις άλλοις Έλλησι, τούτ' αποδείξω». { I dislike the kind of constitution, because in choosing it they have definitely chosen to make the Vile better off than the Noble. This I dislike. But granted that this is their intention, I will show that they consent the spirit of their constitution well, and manage their affairs in general well, in points where the Greeks think them most at fault. } Ευρίσκει δε και αρκετά δίκαιον το καθεστώς, «ότι ο δήμος εστιν ο ελαύνων τας ναυς και την δύναμιν περιτιθείς τη πόλει» [2]. { for it is the masses that row the ships, and the ships that have made the Empire } Και είναι μεν αληθές ότι δεν ακολουθούσι τας οδηγίας των χρηστών, αλλ' «ο βουλόμενος αναστάς άνθρωπος πονηρός εξευρίσκει το αγαθόν αυτού τε και τοις ομοίοις» { the first Vile man who likes, stands up and speaks to the Assembly } διότι «η τούτου αμαθία και πονηρία και έννοια μάλλον λυσιτελεί ή η τον χρηστού αρετή και σοφία και κακόνοια» { does somehow find out what is to his interest and that of the masses. Ignorance plus Vileness plus Loyalty is a safer combination in an adviser of the Demos than Wisdom plus Virtue plus Disaffection. } ήτοι δυσμένεια προς τον δήμον [7]. Και είναι μεν λυπηρόν ότι «ισηγορίαν και τοις δούλοις προς τους ελευθέρους εποιήσαμεν και τοις μετοίκοις προς τους αστούς, αλλά τούτο «διότι δείται η πόλις και δούλων και μετοίκων διά τε το πλήθος των τεχνών και διά το ναυτικόν» [12].
Ο συγγραφεύς διεξέρχεται το πολίτευμα, αλλά δεν ευρίσκει σπουδαίον αυτού ελάττωμα· το παν είναι τοιουτοτρόπως κατηρτισμένον, αι αρχαί, αι συμμαχίαι, αι χορηγίαι, αι γυμνασιαρχίαι, ώστε ασφαλίζουσι την παντοδυναμίαν του Δήμου. Παραδείγματος χάριν, το σύστημα του εξαναγκασμού των συμμάχων να έρχωνται χάριν της δίκης των εις τας Αθήνας είναι μεν καταπιεστικόν και ενίοτε κατακρατεί τους διαδίκους και έν ολόκληρον έτος, μέχρις ού δικασθώσιν αι υποθέσεις, αλλά παρέχει μισθούς εις τους δικαστάς και καθιστά τον μεν Δήμον ικανόν να επιβλέπη και τα ιδιαίτερα έργα των συμμάχων και να παρατηρή ότι οι χρηστοί ουδαμού επικρατούσιν, τους δε συμμάχους να εννοώσιν ότι ο πραγματικός κύριος αυτών είναι το πλήθος και όχι οι πλούσιοι ναύαρχοι και τριήραρχοι, ούς βλέπουσιν αντιπροσωπεύοντας την πάλιν αλλαχού. Έπειτα δε το σύστημα τούτο αποφέρει και φόρους, ωφελεί τους κήρυκας, τους έχοντας να διαθέσωσιν οικίας ή ίππους ή ανδράποδον! Αληθώς, εάν είχομεν εκατόν παρομοίας σελίδας αντί των δεκατριών της πραγματείας ταύτης, η περί της αθηναϊκής ιστορίας έννοια ημών θα ήτο πολύ σαφεστέρα ή όσον είναι.
Αλλ' είναι δύσκολον να εξακριβώσωμεν τας βλέψεις του Ολιγαρχικού. Συζητεί ψυχρώς την πιθανότητα επαναστάσεως, και θεωρεί τα ημίμετρα ως όλως άχρηστα, τον δε όλεθρον της δημοκρατίας ως έργον δυσκολώτατον, καθόσον δεν υπάρχουσι πολλοί δυσηρεστημένοι, ο δε Δήμος δεν υπήρξε λίαν άδικος. Εν γένει δε μόνον η κατά ξηράν εισβολή είναι δυνατή· εάν δε η πόλις ήτο νήσος, θα ήτο άτρωτος.
Το έργον φαίνεται ως έκκλησις Αθηναίου αριστοκρατικού προς τους αριστοκρατικούς των συμμάχων, υπερασπίζουσα τας Αθήνας δι' εξόδων του Δήμου· «ημείς οι αριστοκρατικοί σας συμπαθούμεν· τα παράπονά σας δεν είναι αποτελέσματα κακοβούλου καταπιέσεως ή εμφύτου κακίας των Αθηναίων, αλλά τα φυσικά επακόλουθα του σημερινού πολιτεύματος· εάν δοθή ευκαιρία μεταβολής αυτού, θα την δράξωμεν· επί του παρόντος τούτο θα ήτο παραφροσύνη». (207)
ΚΡΙΤΙΑΣ ο «τύραννος» έγραψε *Πολιτείας· το δε ύφος του, εάν κρίνωμεν εκ των αποσπασμάτων, ομοιάζει το του Ολιγαρχικού· αναφέρεται δε ως μεταχειριζόμενος την ειδικήν λέξιν διαδικάζειν ακριβώς κατά την έννοιαν, ήν έχει και εδώ. Αλλά το πνεύμα της πραγματείας ταύτης είναι όλως ξένον του ανησύχου εκείνου δοξοκόπου, οποίον γνωρίζομεν τον Κριτίαν του 404. Και όμως ο Κριτίας, ο εμποδίζων τας ταραχάς κατά την επανάστασιν του 411, ο προτείνας την ανάκλησιν του Αλκιβιάδου και την υπερορίαν {banishment} του πτώματος του Φρυνίχου, ίσως άγει προς άλλον μετριοπαθή και όχι πολύ νεαρόν Κριτίαν του 417- 414, όπου τάσσεται το πόνημα του Ολιγαρχικού υπό του Müller- Strübing και του Bergk. (208)
Μεταξύ των άλλων πολιτικών συγγραφών του καιρού εκείνου ήτο η περίφημος *Απολογία του Αντιφώντος, οι *Βίοι του Κριτίου, η * Πολιτεία του Θρασυμάχου και ιστορία τις των συμβάντων του 411, χρησιμεύσασα ως βάσις της εν τη Αθηναίων Πολιτεία αφηγήσεως του Αριστοτέλους. Και περιείχε μεν εγκώμιον της δράσεως του Θηραμένους και την τολμηράν θεωρίαν ότι η επανάστασις, ήν εσκόπευεν εκείνος, ήτο πράγματι αποκατάστασις του γνησίου πολιτεύματος του Δράκοντος, αλλά δεν θα ήτο έργον αυτού του Θηραμένους, αφού δεν εξέφραζεν εξαιρετικόν μίσος κατά του Κριτίου και των άκρων ολιγαρχικών. Η αυτή θέρμη προς πολιτικήν φυλλαδογραφίαν κατέλαβε και τον Παυσανίαν, τον εξόριστον βασιλέα της Σπάρτης, όστις επολέμησε τον Λύσανδρον και τους εφόρους διά διατριβής περί του βίου του Λυκούργου.
Μεταξύ των σοφιστών του πέμπτου αιώνος ήτο και είς, εις όν ήτο ανάρμοστον το
όνομα τούτο ή και οιονδήποτε άλλο, κατατάσσον αυτόν εις τους έπειτα
φιλοσόφους· άνθρωπος εκτάκτως ανεξάρτητος· ζων εντός κόσμου όλως χωριστού
βίον αδιακόπου ηθικής και διανοητικής ερεύνης, εντός χώρας πλουσίας εις
απόδοσιν αγάπης, αλλά και διψώσης αγάπην, εξ άλλου όμως αγόνου εις τα
αισθήματα και τας απαιτήσεις του πλήθους. Τούτο καθίστανε τον σοβαρώτατον
των ανθρώπων κέντρον ευθυμολογίας, εμπαίζοντα και εκουσίως εμπαιζόμενον. Ο
άνθρωπος εκείνος εξεσκέπαζε την ζωήν τόσον εντελώς και γυμνώς, ώστε πολλάκις
έκαμνε τον κόσμον να γελά, διότι εσυνήθιζεν αφελέστατα να ερωτά παράξενα
ζητήματα, να εκβιάζη επιμόνως απαντήσεις, να χορεύη μόνος του κατ' οίκον χάριν
ασκήσεως και να ομιλή ανυποκρίτως περί των ενδομύχων του αισθημάτων. Ήτο και
άσχημος· χονδρός, ηλιοκαής, φορών κακά φορέματα, συνήθως ανυπόδητος,
εξόφθαλμος, και σχεδόν αγριωπός την όψιν· υποκείμενος εις συχνούς
παροξυσμούς, ενίοτε σιωπηλός επί ημέρας, συνήθως ακούραστος και
προτρεπτικός ομιλητής, και κάποτε θαυμασίως ευφραδής· βαθύτατος των
ανθρώπων παρατηρητής, αφήνων αυτούς παραλύτους, ως έλεγεν ο Αλκιβιάδης
(209) και
αγανακτούντας «ως ανδραποδωδώς διακειμένους»· κάποτε αμίμητος
ευθυμολόγος και κάποτε ανεκφράστως σοβαρός· αλλά πάντοτε πρωτότυπος και
όλως απροσποίητος.
Οι γονείς του Σωκράτους ήσαν άνθρωποι ασήμαντοι· μαία και λιθοξόος — προφανώς λιθοξόος άσημος, διότι άλλως η σύζυγός του δεν θα εξηκολούθει το επάγγελμά της. Αυτός δε ο Σωκράτης δεν κατώρθωνε να οικονομή ουδέ τα ολίγα όσα είχε, και χωρίς να το εννοή, θα έπιπτεν εις στερήσεις. Επάγγελμα δεν είχε· και αν έμαθε γλυπτικήν, δεν την εξήσκησε· διδάσκων, δεν εδέχετο μισθόν και δεν επίστευεν ότι εδίδασκε και τίποτε. Πότε απέρριπτεν άνευ λόγου, και πότε πάλιν εδέχετο των πλουσίων φίλων του τα δώρα. Τοιουτοτρόπως έκαμνεν ευλογώτατα την γυναίκα του Ξανθίππην ν' αδημονή· εσύρετο δε όπου ήθελεν εκείνη. Ζων εντός του κέντρου της παιδείας, δεν είχε τελείαν αγωγήν, και εντός του πολιτικού κλιβάνου ήτο ψυχρός προς την πολιτικήν. Ουδέποτ' εταξείδευσε και παρημέλησε την καλλιτεχνίαν· και εγνώριζε μεν αρκετήν ποίησιν, αλλά πάντοτ' εξήταζεν αυτήν ως ψιλόν πεζόν λόγον. Εις τας στρατείας εδεικνύετο ατρόμητος, αλλ' ενίοτ' έπιπτεν εις βαθείας εκστάσεις επικινδύνους. Κατά τα τελευταία του έτη, ότε πρώτον ημείς γνωρίζομεν αυτόν, διεκρίνετο διά την άκραν αδιαφορίαν προς τας σωματικάς απολαύσεις ή τας λύπας. Αλλά φαίνεται ότι δεν υπήρξε πάντοτε τοιούτος, και ότι ο γέρων, ο μη αισθανόμενος τους παγετούς και λησμονών αν είχε φάγει, ο δυνάμενος να πίνη όλην την νύκτα χωρίς να ζαλισθή, είχε περάσει τρικυμιώδη και περιπαθή νεότητα. Διότι ο Σπίνθαρος, ο πατήρ του Αριστοξένου, εις των ολίγων μη μαθητών, όσοι εγνώρισαν αυτόν νέον, έλεγεν ότι ο Σωκράτης ήτο ανήρ σφοδρών παθών, αχαλινώτου θυμού και ισχυρών επιθυμιών.
Τα θετικά διδάγματα του ανδρός ήσαν ολίγα. Ο Σωκράτης εκολλάτο εις το παράδοξον δόγμα, ότι αρετή είναι η γνώσις, θεωρίαν, ήν επολέμησε πρώτον μεν ο Ευριπίδης, έπειτα δε ο Αριστοτέλης — τουλάχιστον κατά την κοινήν εκδοχήν· αλλ' αυτός θα απέδιδε βεβαίως άλλην, όχι κοινήν σημασίαν. Δεν είχε δε πολλά επίκτητα χαρίσματα, ουδ' εφρόντισε ν' αποκτήση, ότε δε ηλικιωμένος ήδη, απεφάσισε να μάθη μουσικήν, ετράπη κατ' ευθείαν εις το σχολείον και εδιδάσκετο μεταξύ των παιδίων. Αδιακόπως εμελέτα έν πρόβλημα, όπερ ουδέποτε κατώρθωσε πράγματι να λύση, και όπερ ουδείς θνητός έλυσεν. Ησθάνετο ότι η μεγάλη αλήθεια, την οποίαν ανεζήτει, θα είναι πανταχού ορατή, εάν μόνον γνωρίζωμεν να παρατηρώμεν· ότι δεν χρειαζόμεθα περισσοτέραν γνώσιν, αλλ' απλώς συνείδησιν του τι έχομεν εντός μας. Υπαινισσόμενος δε το επάγγελμα της μητρός του, ωνόμαζε παίζων την μέθοδόν του « μαιευτικήν ».
Μετά της πίστεως ταύτης εις ύπαρξιν πραγματικής εντός του ανθρώπου αληθείας ο Σωκράτης είχε και αληθινήν μεγαλοφυίαν εις την επίκρισιν. Συχνά υπερβολικός εις την μέθοδόν του, αλλά πάντοτε βαθυτάτα τίμιος εις τον σκοπόν του, επεζήτει θεμελιώδεις πεποιθήσεις και αρχάς παρά οιουδήποτε, φιλοσόφου, πολιτικού, τεχνίτου ή κοινού ανθρώπου, δεχομένου να συζητήση προς αυτόν, το δε αποτέλεσμα ήτο πάντοτε καταλυτικόν. Αι συζητήσεις εκείναι ήσαν, εννοείται, προφορικαί· διότι αι μεν Αθήναι δεν ήσαν ακόμη τόπος ώριμος προς γραπτάς επικρίσεις, ο δε Σωκράτης δεν κατώρθωνε να γράψη λόγον συνεχή. Απεδοκίμαζε τα βιβλία καθώς και πάσαν μακρολογίαν, διατεινόμενος ότι δεν ηδύνατο να τα παρακολουθή και ότι είχεν ανάγκην να ερωτά κατά πάσαν φράσιν.
Ο Σωκράτης ουδέποτε κατενοήθη· φαίνεται δε ότι παρά πάσαν την επιμονήν του εις το γνώθι σαυτόν, ουδέ ο ίδιος ενόησε τον εαυτόν του. Οι όλως αντίθετα φιλοσοφούντες διετείνοντο ότι ήσαν οπαδοί του. Οι φίλοι του, Ευκλείδης ο Μεγαρεύς και Φαίδων ο Ηλείος, φαίνεται ότι εμάνθανον παρ' αυτού κυρίως διαλεκτικήν, λογικήν και μεταφυσικήν, στηριζομένην επί Ελεατικών θεωριών. Δύο άλλοι, ο Αισχίνης και ο Απολλόδωρος, κύριον δόγμα του ανδρός ενόμιζον τον εξωτερικόν τρόπον του βίου. Ο Αντισθένης, ο ιδρυτής της κυνικής σχολής, επίστευεν ότι ηκολούθει τον Σωκράτη, κηρύσσων εξ ίσου μάταια τα πλούτη, την δόξαν, την φιλίαν και παν άλλο εν τω κόσμω πλην της αρετής και θεωρών την αρετήν ως γνώσιν του ορθώς ζην, πάσαν δε άλλην γνώσιν ως αναξίαν και δη και αδύνατον. Εξίσου περιεφρόνει την θεωρητικήν γνώσιν και περιωρίζετο εις επιδίωξιν του ορθώς ζην άλλος Σωκρατικός, Αρίστιππος ο Κυρηναίος, αλλ' εταύτιζε το ορθώς ζην προς την απόλαυσιν πάσης ηδονής, εθεώρει δε τούτο ως τον μόνον ψυχολογικώς δυνατόν τρόπον βίου. Εάν δε είναι δυνατόν να είπη τις συντόμως, ποίαν του Σωκράτους άποψιν απέμαξεν ο Πλάτων, αύτη πιθανώς ήτο αφ' ενός μεν η αρνητική αυτού κριτική, η φέρουσα προς την σκέψιν των μεταγενεστέρων Ακαδημεικών, αφ' ετέρου δε η μυστική αυτού άποψις, η άποψις εκείνη, ήν έπειτα εξώθησαν εις τόσην υπερβολήν οι Νεοπλατωνικοί του τετάρτου μ. Χ. αιώνος. Ο Σωκράτης δηλαδή υπέκειτο εις ακουστικήν τινα παράκρουσιν· ενόμιζεν ότι θείον τι «σημείον» φωνάζον τον απέτρεπεν, οσάκις έμελλε να πράξη σφάλμα.
Αλλ' η βαθυτέρα μεταξύ Πλάτωνος και Σωκράτους συγγένεια υπήρχε, φαίνεται, εις κάτι άλλο — εις την αντίληψιν του Έρωτος. Ο ισχυρός δεσμός, ο συνδέων τον Σωκράτη μετά των οπαδών του, το μυστικόν ίσως της αφοσιώσεως και της λατρείας, μεθ' ής άνθρωποι τόσον διάφοροι απέβλεπον προς αυτόν, ήτο η περιπαθής και ακόρεστος εκείνη συγκίνησις, ήν ο Σωκράτης δεν ηδύνατο να ονομάση άλλως. Οι περί τον Περικλή ήσαν ερασταί των Αθηνών. Ο Σωκράτης ήτο εραστής του καλού και του αληθούς και του αγαθού και διά ταύτης της απωτάτης αιτίας παντός έρωτος ηγάπα τους μαθητάς του και πάντας τους προς τον αυτόν σκοπόν εργαζομένους. Και ο μεν Πλάτων εικονίζει τούτο τελείως· ο δε Σωκράτης ίσως είχε μόνον εκλάμψεις τινάς έρωτος· αλλ' είναι φανερόν ότι η σφοδρά εκείνη προσωπική έλξις ανδρός προς άνδρα, η ψυχραίνουσα πολλούς των νεωτέρων αναγνωστών των Πλατωνικών διαλόγων, αρχικώς απορρέει εξ αυτού του Σωκράτους. Αξιοσημείωτον όμως είναι ότι εν τω μέσω των τότε ελληνικών ηθών ο έρως εκείνος ουδέ κατ' αυτήν την δίκην του Σωκράτους έδωκεν αφορμήν οιαςδήποτε μομφής. Παρά Πλάτωνι ο έρως εμφανίζεται κάπως απερίσκεπτος· αλλ' η εξαισία του Αριστοτέλους αντίληψις της φιλίας ουδέν άλλο φαίνεται ότι είναι ή αυτός ο Πλατωνικός έρως υπό άλλο, ψυχρότερον και ασφαλέστερον όνομα.
Αλλά ποία ήτο η πηγή της απείρου του Σωκράτους επιδράσεως επί όλης της έπειτα φιλοσοφίας, αφού κατά τα θετικά φιλοσοφικά πορίσματα δεν ήτο υπέρτερος του Πρωταγόρου, ουδέ ηδύνατο να παραβληθή προς τον Δημόκριτον; Ήτο το δαιμόνιον, η θεία σχεδόν έμπνευσις του ανδρός. Εξωτερικώς μεν η ανεξαρτησία του από πάσης εταιρείας ή σχολής, ούτως ώστε μετά την καταστροφήν εκείνων και την πτώσιν του Πρωταγόρου, του Περικλέους, του Γοργίου, απέμεινε μόνος ορθός και διετήρησε την δόξαν του. Έπειτα δε το μέγα γεγονός, ότι επεσφράγισε την αποστολήν του διά του αίματός του. Ο Σωκράτης ήτο τόσον προφήτης, ώστε να προαισθανθή ότι του ήτο καλόν να αποθάνη· ότι ήτο αδύνατον ν' αρνηθή και μίαν λέξιν εξ όσων επίστευεν ή να στέρξη ό,τι ενδομύχως απέκρουεν. Η Πλατωνική Απολογία βεβαίως είναι πλάσμα· αλλ' έχομεν μαρτυρίας αποδεικνυούσας ότι η προς την ζωήν ή τον θάνατον αδιαφορία, ή μάλλον η υπεράνω τούτων έξαρσις του Σωκράτους, ήτο πραγματική. Τότε δε ο κόσμος ήτο ακόμη ασυνήθιστος εις θρησκευτικάς καταδιώξεις και δεν εγνώριζε πόσοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να μαρτυρήσωσι χάριν της πίστεώς των. Αλλά κατά μίαν έποψιν ο Σωκράτης είναι υπέρτερος των μαρτύρων της θρησκείας· ότι δεν απέθανεν ονειρευόμενος στεφάνους δόξης, ουδέ πιστεύων τυφλώς εις ωρισμένην αποκάλυψιν. Απέθανεν απλώς έχων την ήρεμον και άσειστον πεποίθησιν, ότι η αλήθεια είναι πράγματι πολυτιμοτέρα της ζωής, και όχι μόνον η αλήθεια, αλλά και αυτή η άκαρπος ζήτησις της αληθείας. Η καταδίκη του συνεζητήθη πλείστον και σήμερον και το πάλαι· οι Σωκρατικοί, ως ο Αισχίνης και ο Αντισθένης, εξεδίκησαν λαμπρώς αυτήν διά της γραφίδος· ο Πλάτων έγραψε την Απολογίαν, τον Ευθύφρονα και τον Γοργίαν· Ο Λυσίας συνηγόρησεν υπέρ του Σωκράτους υπό μορφήν λόγου· Πολυκράτης ο σοφιστής εδοκίμασε να δικαιολογήση — πιθανώς όχι χάριν απλής σοφιστικής ασκήσεως — την απόφασιν του δικαστηρίου, κατ' αυτού δ' επέπεσον ο Ισοκράτης, γράψας μετά κομψής ειρωνείας τον Βούσιριν, και ο Ξενοφών μετά πειστικότητος όχι πολλής τα Απομνημονεύματά του.
Το κύριον σημείον της δίκης, όπερ πρέπει να φέρωμεν κατά νουν, είναι ότι ούτε οι κατήγοροι του ήσαν ποταποί, ούτε οι δικασταί πάντες «φθείρες», ως ο Μάρκος Αυρήλιος απλώς αποφαίνεται. Είναι δε αναντίρρητον ότι ο Σωκράτης περιεστοιχίζετο πάντοτε υπό νέων αργών, ιδίως των πλουσιωτέρων και μάλλον εκλύτων τάξεων· υπό μίαν δ' έποψιν δεν ωφέλησεν αυτούς· δηλαδή είχον αισθανθή μόνον την καταλυτικήν ενέργειαν της ηθικής του διδασκαλίας χωρίς να νοήσωσι και τον πραγματικόν αυτής σκοπόν. Η δε πολιτική του διδασκαλία ήτο εφεκτική. Ο Σωκράτης δηλαδή δεν ήτο μεν ολιγαρχικός, — αφού ο πρεσβύτατος μαθητής του, ο Χαιρεφών, επολέμησε μετά του Θρασυβούλου εν τη Φυλή — αλλά συνεζήτησε και κατέτριψε την ιεράν ιδέαν της δημοκρατίας, καθώς και πάσης άλλης κατά συνθήκην αρχής. Η δε πόλις μόλις μεν ανέρρωσεν εκ της αιματηράς τυραννίας των δύο μαθητών του, του Κριτίου και του Χαρμίδου, ουδέποτε δε ηδυνήθη ν' αναλάβη εκ της προδοσίας του εταίρου του Αλκιβιάδου. Η δεισιδαιμονία του λαού εξηγείρετο και συνεχέετο εξ ολιγαρχικών σκευωριών, θρησκευτικών προλήψεων και θείας τιμωρίας.
Των κατηγόρων του ο μεν ποιητής Μέλητος ήτο πιθανώς άνθρωπος φανατικός, αγανακτών διά το δαιμόνιον· εξ άλλου δε ασθενής και δειλός, φυλακισθείς παρανόμως υπό των τριάκοντα την αυτήν εκείνην φυλακήν, την οποίαν κατά την παράδοσιν των Σωκρατικών απέστερξεν ο Σωκράτης. Ο δε Λύκων φαίνεται ότι ήτο και τιμώμενος πολιτευτής, κατά του οποίου οι Σωκρατικοί ουδέν άλλο λέγουσιν ή ότι υπήρξε ποτε φανερός του διδασκάλου φίλος. Αλλ' οι δύο εκείνοι άνθρωποι δυσκόλως θα ηδύναντο να επιτύχωσι την καταδίκην του Σωκράτους κατά την συνήθη κατάστασιν της δημοσίας γνώμης, αν μη υπεστηρίζοντο υπό του Ανύτου. Διότι ολίγον έπειτα κατά το αυτό έτος ο Μέλητος κατηγορήσας επί ασεβεία τον Ανδοκίδην, έχων δε εναντίον τον Άνυτον, δεν έλαβε ουδέ το πέμπτον μέρος των ψήφων. Ο Άνυτος όμως ήτο είς των ηρώων της αποκατασταθείσης δημοκρατίας, και μάλιστα είς των επιφανεστέρων του γενναίου εκείνου ομίλου. Ως φυγάς εν τη Φυλή, έσωσε την ζωήν των ολιγαρχικών, όσους συνέλαβον οι περί αυτόν, μετά δε την νίκην ήτο είς των κηρυξάντων την αμνηστίαν και αφήκεν ανενοχλήτους και αυτούς τους κατόχους των δημευθέντων αυτού κτημάτων. Μετά του Σωκράτους είχε παλαιάς σχέσεις· και ήτο μεν αυτός εύπορος βυρσοδέψης, αφιέρωσε δε όλην του την ψυχήν εις την ανατροφήν του υιού του, έτοιμος να κάμη πάσαν προς χάριν του θυσίαν εκτός της ζητουμένης. Ο υιός του ήθελε να γίνη εταίρος του Σωκράτους, να συζή μετά νέων αριστοκρατικών αμφιβόλων αρχών και υπόπτων πολιτικών φρονημάτων, δεν έστεργε δε ν' ακολουθήση το πατρικόν επάγγελμα. Ο δε Σωκράτης αφελώς υπεστήριξε το αίτημά του. Ίσως εάν τότε ο Σωκράτης ηκολούθει τον δρόμον του ή ο Άνυτος τον ιδικόν του, τα πάντα θα ευωδούντο. Αλλά κατά δυστυχίαν ο υιός απέμεινεν απειθής και σκληροκέφαλος· ότε δε ο πατήρ του έφυγεν αντάρτης υπέρ της ελευθερίας, εκείνος παρέμεινεν εις το άστυ μετά του Σωκράτους και των τυράννων, τέλος δε κατήντησε και αδιόρθωτος μέθυσος. Ενώ λοιπόν ο γέρων βυρσοδέψης εμάχετο διά μέσου των αιματωμένων οδών του Πειραιώς, εσκέπτετο ότι ο σειληνόμορφος εκείνος σοφιστής εξηκολούθει να ζη εν Αθήναις, ευτυχής επί της τυραννίας όσον επί της δημοκρατίας, πάντοτε αστεϊζόμενος και πειράζων και συζητών αμφίβολα ζητήματα προς τον άσωτον υιόν του. Δεν εχρειάζετο πολλά διά να πεισθή ότι η ρίζα εκείνη της διαφθοράς έπρεπε να εκλείψη. Τοιουτοτρόπως ο θάνατος του Σωκράτους είναι αληθινή τραγωδία. Και ο Άνυτος ήτο άνθρωπος τίμιος και διακινδύνευσε την ζωήν υπέρ των ιδεών του· αλλ' ο ευγενέστερος και μεγαλύτερος αυτού εθριάμβευσεν εν τέλει.
Καθ' όν χρόνον ο γέρων Ηρόδοτος επέθετε τέλος εις την ιστορίαν του εν Αθήναις,
νέα περίοδος πολέμου ήρχιζεν εν Ελλάδι και εχρειάζετο συγγραφέα. Ο κόσμος του
Ηροδότου είχεν ικανοποιητικώς συντελεσθή. Η μεν Περσία είχε δαμασθή· η δε
θάλασσα εδεσπόζετο υπό μιας αρχής· η ελευθερία και η τάξις είχον επικρατήσει·
ισονομία, ισηγορία, δημοκρατία. Η δε παιδεία, ήν ο Ηρόδοτος ηγάπα αμέσως μετά
την ελευθερίαν, είχεν ευρύτατα διαδοθή· εν τη μεγάλη πόλει, όπου έζη, πας
πολίτης εγνώριζεν ανάγνωσιν και γραφήν, και πας ήτο δεινός και φιλόκαλος.
Ουδέποτε δε, ουδ' εις αυτάς τας πλουσίας αυλάς των τυράννων, είχον συνέλθει
τόσοι ποιηταί και λόγιοι, όσοι εις το λιτόν και φιλόπονον άστυ. Εκεί υπήρχε νέον
είδος ποιήσεως, φυσικόν μόνον επί εκείνης της γης, τόσον παραδόξως αληθινόν
και βαθύ και εκπληκτικόν, ώστε πάσα άλλη ποίησις εφαίνετο φλυαρία. Η δε πόλις
η κατορθώσασα πάντα ταύτα — η μαχομένη, η συντάσσουσα, η δημιουργούσα —
ήτο η μητρόπολις της ιδικής του Ιωνίας, η πόλις, ήν και ο Θηβαίος είχεν εγκωμιάσει
(Πινδάρου απόσπ. 76)
ω ται λιπαραί και ιοστέφανοι και αοίδιμοι,
Ελλάδος έρεισμα, κλειναί Αθάναι,
δαιμόνων πτολίεθρον.
{ O shining, violet-crowned City of Song, great Athens, bulwark of Hellas, walls divine! }
Ο χαιρετισμός εκείνος του Πινδάρου εγαργάλιζε παραπολύ την υπερηφάνειαν των Αθηναίων. Η ηχώ αυτού αντήχει μυριάκις· μέχρι του 424 π. Χ. η λέξις ιοστέφανος ηδύνατο να ορθώση επί των εδρών προσεκτικούς τους ακροατάς και δεξιά χρήσις του επιθέτου λιπαραί υπό ξένου πρεσβευτού ηδύνατο να επιτελέση διπλωματικούς θριάμβους. (210)
Η φιλοπατρία εκείνη ήτο αληθώς περιπαθής αγάπη προς την προσωποποιουμένην πόλιν. Αλλ' άριστα συνέδεον αυτήν μετ' αφοσιώσεως εις παν ό,τι εθεώρουν υψηλόν — ήτοι προς την ελευθερίαν, τον νόμον, την ηθικήν — και προς ό,τι οι Έλληνες ωνόμαζον καλόν. Αι Αθήναι ήσαν απαράμιλλος πόλις και οι Αθηναίοι είχον υπέρ αυτής τας υπερβολικάς εκείνας αξιώσεις, όσας έχει τις μόνον χάριν του ιδανικού του ή χάριν ερωμένης. Τω όντι ο Περικλής μετεχειρίζετο την λέξιν ταύτην· ωνόμαζε τον εαυτόν του εραστήν της πόλεως (211) και συνήθροισεν όμιλον ομοίων ανδρών, συνηνωμένων εραστών μιας αθανάτου ερωμένης. Διά τούτο την εστόλισαν με τόσην αγάπην. Και άλλαι ελληνικαί πόλεις είχον μεγάλους ναούς των θεών. Αλλ' οι τότε Αθηναίοι ήσαν οι πρώτοι σπαταλήσαντες τόσα ποσά χάριν κτισμάτων, οποία τα Προπύλαια, τα νεώρια, το Ωδείον, δηλαδή χάριν έργων αφιερωμένων εις μόνας τας Αθήνας. Άρα γε ο Ηρόδοτος ηρέσκετο εις την σπατάλην ταύτην; Τουλάχιστον δεν ηδύνατο — τις ημπορεί να μαντεύση τας γνώμας άλλου; — να επιδοκιμάση τον τελικόν αυτής σκοπόν, τον ρητώς επαναλαμβανόμενον προς τους δυσφορούντας Έλληνας, ότι η ασύγκριτος πόλις ήτο απόλυτος ηγεμονίς των συμμάχων της, σοφή και αγαθή τύραννος, μόνον καθήκον έχουσα να προμαχή και να ηγήται της Ελλάδος και ν' αποκρούη τον βάρβαρον. (212)
Μεταξύ του Ηροδότου και της νεωτέρας περί τον Περικλή γενεάς υπήρχε μέγα χάσμα, το χάσμα της σοφιστικής διδασκαλίας. Οι ακροαταί του Αναξαγόρου, του Πρωταγόρου και του Ιπποκράτους διέφερον βεβαίως προς τας δοξασίας, τους σκοπούς και τας κλίσεις· αλλ' είχον κοινήν την σπουδαιοτάτην αρχήν, ότι η σκέψις πρέπει να είναι σαφής και ότι ο λόγος ανοίγει τα μυστήρια του κόσμου. Μεταξύ της γενεάς, εφ' ής ενετυπώθη η διδασκαλία εκείνων, ήτο και κάποιος νέος, όστις ανήκεν εις οίκον αντίπαλον του Περικλέους, αλλ' εθαύμαζεν από καρδίας τον Περικλή και εμιμήθη πολλά χαρακτηριστικά εκείνου· συναισθανόμενος δε την δύναμιν του νου του, ολίγας είχεν απατηλάς βλέψεις και εμίσει τα νεφελώδη. Ανήκε δε και αυτός εις την ομάδα των εραστών· παρέβαλλε τας Αθήνας του προς τας Ομηρικάς Μυκήνας ή την Τροίαν, παρέβαλλεν αυτάς προς τας παλαιάς Αθήνας, αι οποίαι ενίκησαν τους Μήδους· και ερευνών κατά το πνεύμα της περιόδου εκείνης την αρχαίαν ιστορίαν, απέξεσε την λάμψιν του αρχαίου μεγαλείου και ηύρεν ότι υπό το φως της ημέρας η ερωμένη του ήτο μεγαλυτέρα και ωραιοτέρα των παλαιών. Είδε — καθώς αναμφιβόλως πάντες οι περί τον Περικλή — ότι επήρχετο πόλεμος, αξιολογώτατος ίσως των μνημονευομένων, πόλεμος, μέλλων βεβαιότατα να στερεώση ακραδάντως την ηγεμονίαν των Αθηνών. Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ απεφάσισε λοιπόν να παρακολουθήση τον πόλεμον τούτον εξ αρχής, να σημειώση παν βήμα, να εξιχνιάση πάσαν αφορμήν, να μη αποκρύψη το παραμικρόν, να μη εξογκώση τίποτε — να κάμη ό,τι ο Ηρόδοτος δεν είχε κάμει ή μόνον εδοκίμασε να κάμη. Ήτο ευπατρίδης και διαπρεπής στρατιωτικός. Είχεν αίμα θρακικόν, πολεμικόν σθένος βορείου, είχε δε και συγγένειαν προς τον μέγαν Κίμωνα και τον Μιλτιάδην. Ο λοιμός του 430 παρ' ολίγον κατέστρεφε ριζηδόν όλας του τας φιλοδοξίας, αλλ' ήτο εκ των ολίγων όσοι ασθενήσαντες ανέλαβον. Ο πόλεμος είχεν ήδη διανύσει οκτώ έτη πριν ο Θουκυδίδης εύρη καιρόν να διακριθή· τω 423 εξελέγη δεύτερος στρατηγός και εστάλη εις την Χαλκιδικήν. Εκεί ήτο πλησίον των γαιών του, όπου είχε κληρονομικήν τινα αρχηγίαν των Θρακών, τότε δε υπήρχεν εκεί το κέντρον του πολέμου. Ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, πλήρης δόξης, κατεπάτει τα σπλάγχνα των αθηναϊκών πόλεων. Μία ήττα θα τον κατέστρεφεν ολοσχερώς, επειδή δεν θα είχε τόπον υποχωρήσεως, ο δε νικητής του Βρασίδα θα ετιμάτο ως ο πρώτιστος της Ελλάδος στρατηγός.
Αλλ' όμως ουδείς δύναται να είπη ακριβώς τι συνέβη τότε. Αι δύο προ πάντων κινδυνεύουσαι πόλεις ήσαν η Αμφίπολις και η επί Στρυμόνι Ηιών. Τα πλοία των Αθηναίων θα ηδύναντο μεν να σώσωσι τας δύο πόλεις, όχι όμως και να βλάψωσι τον Βρασίδαν. Ενώ αν ο Θουκυδίδης κατώρθωνε να εξεγείρη τας θρακικάς φυλάς, ο Βρασίδας ήθελε κατατροπωθή. Τούτο δε φαίνεται ανέμενον και οι Αμφιπολίται και διά τούτο πιθανώς, ενώ ο Βρασίδας, εκκινήσας απροσδοκήτως και προχωρών ημέρας και νυκτός διά μέσου των χιόνων, διέβη την γέφυραν του Στρυμόνος και κατά την χειμερινήν πρωίαν ενεφανίζετο προ των τειχών της Αμφιπόλεως, ο Θουκυδίδης απείχεν «ημίσεος ημέρας μάλιστα πλουν» παραπλέων την Θάσον απέναντι του κέντρου της επί Θράκης δυνάμεώς του. Ο συστράτηγός του Ευκλής ήτο εν Αμφιπόλει και η πόλις ευκόλως ηδύνατο ν' αντισταθή. Αλλ' ο Βρασίδας είχε πράκτορας εντός· οι δε όροι του ήσαν μέτριοι, υπήρχε δε ανέκαθεν και κόμμα εναντίον των Αθηναίων. Ότε δε τα πρώτα επτά πλοία κατά την εσπέραν κατέπλεον εις την Ηιόνα, η Αμφίπολις είχε πέσει. Μετ' αυτής είχε χαθή και η μεγάλη διά τον Θουκυδίδην ευκαιρία. Έσπευσε τότε προς την Ηιόνα και είχε την ισχνήν παρηγορίαν ότι απέκρουσε δις τον Βρασίδαν από των τειχών αυτής. Αλλά κατόπιν παν ό,τι ηξεύρομεν είναι κατά τας ιδικάς του λέξεις (Ε', 26) τούτο· «και ξυνέβη μοι φεύγειν την εμαυτού έτη είκοσι μετά την ες Αμφίπολιν στρατηγίαν». { It befell to me to be an exile from my country for twenty years after my command at Amphipolis! }
Τις δύναται να είπη τα κατά την δίκην; (213) Γνωρίζομεν μόνον ότι ο δήμος ήτο τραχύς δεσπότης των στρατηγών του. Δεν ημπορούμεν να είπωμεν ουδέ καν ποία ήτο η απόφασις· ίσως ο Θουκυδίδης εξωρίσθη· ίσως έφυγε καταδικασθείς εις θάνατον αλλ' ίσως έφυγε και φοβούμενος την δίκην. Ουδέ γνωρίζομεν πού έζησε κατόπιν. Ο σωζόμενος βίος λέγει εν Αιγίνη, είτα δ' εν Σκαπτή ύλη επί της Θράκης. Αλλ' αύτη ήτο γη αθηναϊκή και όχι τόπος εξορίας. Βέβαιον δε είναι ότι κατήλθεν εις τας Αθήνας μετά το τέλος του πολέμου. Ο ίδιος λέγει ότι συχνά συνήντα τους Λακεδαιμονίους αρχηγούς. Φαίνεται δε ότι παρευρέθη εις την μάχην της Μαντινείας και πιθανώς εις τας Συρακούσας. Αγνοούμεν εντελώς και πότε απέθανεν, αλλά πιθανώς προ της κατά τα 396 εκρήξεως της Αίτνης. Ο τάφος του ευρίσκετο εν Αθήναις μεταξύ των του οίκου του Κίμωνος, ελέγετο δε ότι επ' αυτού υπήρχεν «ίκριον» — τι ήτο τούτο; — σημαίνον ότι ο τάφος ήτο κενός.
Εάν είχομεν περισσοτέρα αποσπάσματα του Κρατίππου, θα ηδυνάμεθα να προσθέσωμεν πολλά εις τα περί Θουκυδίδου. (214) Αλλ' οι σωζόμενοι βίοι, ο πρώτος έργον του Μαρκελλίνου (κατά τον ε' μ. Χ. αιώνα) ο δε άλλος ανώνυμος, είναι σωροί αντιφατικών θρύλων, εικασιών και πλανών. Κατ' αυτούς ο Θουκυδίδης έκλαιεν ακούων του Ηροδότου, εδέχθη δε τας ευλογίας του γέροντος· επήρε γυναίκα «πλουσίαν σφόδρα» εκ Θράκης· εξωρίσθη υπό του Κλέωνος· εκάθητο «υπό πλατάνω» γράφων την συγγραφήν του· «άπαντας Αιγινήτας κατατοκίζων, αναστάτους εποίησεν» { he drove all the Æginetans out of their island by his usury }· εδολοφονήθη τρις και «απέθανε νόσω» { died by disease}. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς διά μακρών (σ. 143,144) λέγει ότι ο Κράτιππος ήτο σύγχρονος του Θουκυδίδου. Εάν τούτο ήτο αληθινόν, θα αποκαθίστανε το κύρος της παραδόσεως, αλλ' αι αντίθετοι μαρτυρίαι είναι ακαταγώνιστοι. Η νεωτέρα περί του βίου κριτική στηρίζεται όλη επί άρθρου εν τω Ερμή XII, όπου ο Βιλαμόβιτς καταλύει τα παραδιδόμενα μέχρι της βάσεως, δηλαδή μέχρις εκείνων όσα αυτός ο Θουκυδίδης λέγει εν παρόδω περί εαυτού, και δέχεται μόνον την ύπαρξιν τάφου «Θουκιδίδου Ολόρου Αλιμουσίου» μεταξύ των Κιμωνείων τάφων των Αθηνών. (215) Έπειτα δ' εκ των λειψάνων ανοικοδομεί ο Βιλαμόβιτς μικράν καλύβην, ήν νομίζει ασφαλή, δηλαδή συμπεραίνει ότι ο μαθητής του Θεοφράστου Πραξιφάνης, πρώτης τάξεως μάρτυς, είχεν ειπεί ότι ο Θουκυδίδης μετά τινων ποιητών έζησεν εν τη αυλή Αρχελάου του Μακεδόνος. Η απόδειξις υποστηρίζεται υπ' αυτού του Θουκυδίδου (Β' 100) αποφαινομένου ότι ο βασιλεύς εκείνος «και τάλλα διεκόσμησε τα τε κατά τον πόλεμον ίπποις και όπλοις και τη άλλη παρασκευή κρείττονι ή ξύμπαντες οι άλλοι βασιλείς οκτώ οι προ αυτού γενόμενοι». { king improving the country in the way of organisation and road-making " more than all the eight kings before him together. }
Αλλά τούτο άγει ασφαλώς και εις άλλο πόρισμα· ότι πράγματι μεν είπε τούτο ο Πραξιφάνης, αλλά δυνάμεθα να εύρωμεν και πού το είπεν — εν τω περί Ιστορίας διαλόγω. (216) Τούτο καταστρέφει το παν! Διότι αι σκηναί των διαλόγων και αυτού του Πλάτωνος δεν είναι ιστορικαί, μετά δε τον θάνατον του Πλάτωνος ήσαν όλως διόλου φαντασιώδεις. Ούτω και η καλύβη κατέπεσε, μόλις κτισθείσα, απέμεινε δε μόνον μία μικρά γωνία.
Ο διάλογος, συζητών την αξίαν της ιστορίας και της ποιήσεως — ο Αριστοτέλης ωνόμασε την ποίησιν φιλοσοφώτερον της ιστορίας — αντιπαραβάλλει τον Θουκυδίδην τον φιλαλήθη ιστορικόν μόνον προς πέντε διαφόρους ποιητάς· δυνάμεθα δε ίσως να εικάσωμεν την τελικήν απόφασιν εκ του αποσπάσματος, όπερ λέγει ότι ο Θουκυδίδης «άδοξος ην ως επί πλείστον . . . ύστερον δε δαιμονίως εθαυμάσθη». { in his lifetime Thucydides was mostly unknown, but valued beyond price by posterity! }
Τούτο λοιπόν είναι νέον περί Θουκυδίδου γεγονός, βάσιμον όσον και τα άλλα. Αι προσωπικαί του ελπίδες διεσκορπίσθησαν κατά τα 423· τα δε πολιτικά και δημόσιά του ιδεώδη συνετρίβησαν βαθμηδόν από του 414 μέχρι, του 404. Αλλά το μεγαλείον του ανδρός καταφαίνεται εκ τούτου, ότι παρέμεινε πιστός εις το ιστορικόν του ιδανικόν. Αναφέρει μετά των αυτών μικρών λεπτομερειών, της αυτής πειστικής φιλαληθείας όλους τους θριάμβους και τας συμφοράς — την ιδικήν του αποτυχίαν και εξορίαν, την φοβεράν εις Σικελίαν εκστρατείαν, την φρίκην των στάσεων, τον ηθικόν εκ του πολέμου κλονισμόν όλης της Ελλάδος, και αυτάς τας εσωτερικάς ταπεινώσεις και τας βιαίας τυραννίας της πόλεως, ήτις έπρεπε να ήτο η φιλόσοφος ηγεμονίς του κόσμου.
Εις τον Θουκυδίδην οφείλομεν την περί του πελοποννησιακού πολέμου αντίληψιν ημών. Ούτος περιείχε τρεις χωριστούς πολέμους, και οκτώ έτη ψευδούς ειρήνης. Την μετά τον πρώτον πόλεμον ειρήνην επηκολούθησε συμμαχία και εφαίνετο πιθανόν ότι η επερχομένη εν Ελλάδι θύελλα θα εύρισκε τας Αθήνας και την Σπάρτην ηνωμένας ως συμμάχους κατά τινος συμμαχίας Άργους και Θηβών. Ο Θουκυδίδης έγραφεν ακόμη τα κατά τον δεκαετή πόλεμον, ότε νέαι εχθροπραξίαι εξερράγησαν εν τη Σικελία και έστρεψε προς αυτάς την προσοχήν του. Ο πρώτος πόλεμος είναι πλήρης εν τω σωζομένω έργω. Και η εις Σικελίαν εκστρατεία είναι τελειωμένη καθ' εαυτήν, αλλ' όχι και τελείως τοποθετημένη εν τω συνόλω του έργου. Διότι έχει χωριστήν εισαγωγήν, επεξηγεί δε ποίος ήτο ο Αλκιβιάδης, ως αν μη είχε προηγουμένως μνημονευθή· επαναλαμβάνει επεισόδια εκ του περί του δεκαετούς πολέμου μέρους ή αναφέρεται εις αυτό ως εις χωριστόν έργον. Εφόσον δε ο σικελικός πόλεμος εξηκολούθει, ο Θουκυδίδης κατείδεν ό,τι ίσως ολίγοι τότε άνθρωποι ενόησαν, ότι δηλαδή η όλη σειρά των γεγονότων απετέλει πράγματι ένα πόλεμον. Συνέλεξε γεγονότα περί του χρόνου της ειρήνης και κατά μέρος διεμόρφωσεν αυτά εις ιστορίαν, (Γ', 26 μέχρι τέλους) συνέλεξε δε και πλείστα περί του τελικού Δεκελεικού ή ιωνικού πολέμου (Η'). Εν Ε' 26 προτάσσει δεύτερον πρόλογον «Γέγραφε δε και ταύτα ο αυτός Θουκυδίδης Αθηναίος εξής ως έκαστα εγένετο κατά θέρη και χειμώνας μέχρι ού την τε αρχήν κατέπαυσαν των Αθηναίων Λακεδαιμόνιοι και οι ξύμμαχοι και τα μακρά τείχη και τον Πειραιά κατέλαβον». Πώς έγραφε τας λέξεις ταύτας!
Αλλά δεν έφθασεν εις το τέλος. Χαρακτηριστικόν και του ανδρός και των αθηναϊκών γραμμάτων είναι ότι εστράφη από της κυρίας του εργασίας εις το κτένισμα του ύφους του βιβλίου, ως καθαρώς λογοτεχνικού. Αντί να περατώση το χρονικόν του πολέμου, επεξειργάζετο τα περί των επιχειρημάτων των δημηγορούντων ή τα περί της πολιτείας των φατριών σημειώματά του εις τεχνικάς απ' ευθείας δημηγορίας. Διότι η πεζογραφία τότε είχε μεγάλως αναπτυχθή ως ρητορική, ισχυροτάτη δε ήτο η κλίσις εκείνη, η πάντοτε χαρακτηριστική των Ελλήνων, — η αγάπη του ν' αντιλαμβάνωνται και τας δύο όψεις ενός ζητήματος και η δίψα να μάθωσι και την απολογίαν οιουδήποτε φερομένου ως αδικούντος. Αι δημηγορίαι είναι αι μέγισται λογοτεχνικαί προσπάθειαι του Θουκυδίδου. Ενίοτε φαίνονται κατ' ουσίαν αληθιναί και μέχρι τινός και κατά την φράσιν· ούτως η επιστολή του Νικίου φαίνεται ως πιστή, (Ζ', 11) ίσως δε και η δημηγορία του Διοδότου (Γ, 42). Ενίοτε όμως ο μεν λόγος είναι ιστορικός, αλλ' η περίστασις είναι παρηλλαγμένη· π. χ. ένα μέγαν επιτάφιον είπεν ο Περικλής μετά την εις Σάμον εκστρατείαν (217)· πιθανώς δε είπε και άλλον κατά το πρώτον έτος του πολέμου, ότε μόλις ίσως 50 Αθηναίοι υπήρχον προς ταφήν· αλλά πιθανώτερον είναι ότι ο Θουκυδίδης έχει μεταφέρει τον μέγαν λόγον εις χρόνον ότε ηδύνατο να τον χρησιμοποιήση εν τω έργω. (218) Ενίοτε οι δημηγορούντες φέρονται αορίστως κατά πληθυντικόν — οι Κορίνθιοι έλεγον — δηλαδή η πολιτική κατάστασις εικονίζεται διά ενός ή πολλών λόγων, δεικνυόντων ζωηρώς τας σκέψεις των διαφερομένων. Λαμπρόν τοιούτο παράδειγμα είναι ο φανταστικός διάλογος μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, ο δεικνύων δραματικώς και διά βαθέων, ίσως δε και υπερβολικών χρωμάτων, τας διαθέσεις της εν Αθήναις φιλοπολέμου μερίδος περί των τότε ζητημάτων.
Τούτο εκ πρώτης όψεως φαίνεται ανόητος νεωτερισμός εισαγόμενος εις την ιστορίαν υπό του μεγάλου φίλου της αληθείας. Αλλ' ο Θουκυδίδης ομολογεί τούτο απεριφράστως. Ήτο δύσκολον και εις τον ίδιον και εις τους πληροφορούντας αυτόν να ενθυμώνται ακριβώς τι είχον ειπεί οι διάφοροι ρήτορες. Έγραψε λοιπόν τους λόγους όπως ενόμιζεν ότι απήτουν τα εκάστοτε περιστατικά, εχόμενος «ότι εγγύτατα της ξυμπάσης γνώμης των αληθώς λεχθέντων». { keeping as close as might be to the actual words used } Τούτο είναι τρόπον τινά γενική περιγραφή. Αυτός ο Θουκυδίδης θ' απεδοκίμαζεν ομοίαν καινοτομίαν γινομένην υπό του Ηροδότου, υπήρξε δε αυτή ολέθριον κληροδότημα εις δισχιλιετή κατόπιν ιστοριογραφίαν. Αλλ' είδομεν διατί εκείνος εφήρμοσεν αυτήν και είναι βέβαιον ότι την εφήρμοσε μετά εξαιρετικής επιτυχίας. Ίσως ουδέν λογοτεχνικόν έργον δύναται να παραβληθή προς την δύναμιν, μεθ' ής ο Θουκυδίδης προσωποποιών τρόπον τινά ένα λαόν, διαγράφει τας γενικάς γραμμάς του χαρακτήρος του. Τοιαύται πραγματικαί περιγραφαί είναι εν μεν τω Α' βιβλίω η αντίθεσις Σπάρτης και Αθηνών, η διαγραφομένη υπό των Κορινθίων, εν δε τω Β' η απεικόνισις των Αθηνών υπό του Περικλέους· αλλ' υπάρχει και δραματική προσωποποιία, ούτω δε αισθανόμεθα την διαφοράν των πατρίδων των αγορητών, όσον και τον προσωπικόν χαρακτήρα του Νικίου, του Σθενελαΐδου ή του Αλκιβιάδου. Θα ήτο δε δύσκολον να εύρη κανείς σαφεστέραν και πειστικωτέραν έκθεσιν συγκρουομένων πολιτικών συμφερόντων παρά την παρεχομένην εν ταις δημηγορίαις κατά την έναρξιν του πολέμου.
Βεβαίως ηθέλομεν προτιμήσει τους λόγους απαραλλάκτους· και βεβαίως χρειάζεται Θουκυδίδης, διά να δικαιολογήση τον τρόπον του Θουκυδίδου. Αλλ' εάν παραβάλωμεν τας δημηγορίας προς τα χωρία του Η' βιβλίου, όπου παρέχει την αυτήν ύλην ως διήγησιν, αγόμεθα να πιστεύσωμεν ότι η τεχνητή και πλαστή δημηγορία είναι σαφεστέρα και προς τον σκοπόν καταλληλοτέρα. Είναι δε βέβαιον ότι κατά το ιστορικόν του ιδανικόν ο Θουκυδίδης σχεδόν απέχει τόσον του Πολυβίου, όσον και του Ηροδότου. Η προσοχή και η αλήθεια βεβαίως επικρατεί και παρ' αυτώ, ως παρά Πολυβίω. «Τα δ' έργα των πραχθέντων εν τω πολέμω (κατ' αντίθεσιν προς τους λόγους) ουκ εκ του παρατυχόντος πυνθανόμενος ηξίωσα γράφειν ουδ' ως εμοί εδόκει, αλλ' οίς τε αυτός παρήν και παρά των άλλων όσον δυνατόν ακρίβεια περί εκάστου επεξελθών. Επιπόνως δε ηυρίσκετο, διότι οι παρόντες τοις έργοις εκάστοις ου ταύτα περί των αυτών έλεγον, αλλ' ως εκατέρων τις ευνοίας ή μνήμης έχοι. Και ες μεν ακρόασιν ίσως το μη μυθώδες αυτών ατερπέστερον φανείται· όσοι δε βουλήσονται των τε γενομένων το σαφές σκοπείν και των μελλόντων ποτέ αύθις κατά το ανθρώπειον τοιούτων και παραπλησίων έσεσθαι ωφέλιμα κρίνειν αυτά αρκούντως έξει· κτήμα τε ες αεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται». { Of the things done in the war" (as distinguished from the speeches) "I have not thought fit to write from casual information nor according to any notion of my own. Parts I saw myself; for the rest, which I learned from others, I inquired to the fullness of my power about every detail. The truth was hard to find, because eye-witnesses of the same events spoke differently as their memories or their sympathies varied. The book will perhaps seem dull to listen to, because there is no myth in it. But if those who wish to look at the truth about what happened in the war, and the passages like it which are sure according to man's nature to recur in the future, judge my work to be useful, I shall be content. What I have written is a thing to possess and keep always, not a performance for passing entertainment! } Ο Θουκυδίδης ζητεί την αλήθειαν μετά τόσης επιμελείας και φιλοπονίας μεθ' όσης και νεώτερος αρχαιολόγος, όστις δεν έχει λόγον ν' αποκρύψη ή να εξάρη τίποτε. Αλλ' ο σκοπός του είναι διάφορος. Ο Θουκυδίδης δεν θέλει να προμηθεύση εις τους αναγνώστας του ιστορικόν υλικόν προς επεξεργασίαν· εννοεί να επεξεργασθή το σύνολον αυτός — να είναι μόνος αυτός κριτής της αληθείας και ως κριτής να εκδώση και την απόφασιν υπό καλλιτεχνικήν και οριστικήν μορφήν, χωρίς μήτε μάρτυρας να παρουσιάση, μήτε πηγάς να παραθέση. Χαρακτηριστική τούτου πιθανώς είναι η χρήσις αφ' ενός μεν των κειμένων, αφ' ετέρου δε των δημηγοριών. Γενικώς δυνάμεθα να είπωμεν ότι τα τελειωμένα μέρη του έργου δεν έχουσιν επίσημα έγγραφα, τα δε ατελείωτα δεν έχουσι δημηγορίας. Πάντα δε φέρουσιν ίχνη, ότι εγράφησαν μετά το τέλος του πολέμου. Το ατελές όγδοον βιβλίον ουδεμίαν έχει δημηγορίαν· το δε ατελείωτον μέρος του πέμπτου έχει μόνον τον διάλογον των Μηλίων.
Περί των επισήμων εγγράφων χωρούσι περισσοτέραι αμφιβολίαι· αλλά το σημείον τούτο έχει πολλήν εσωτερικήν σπουδαιότητα. Διότι των εννέα εγγράφων όσα παρενείρονται αυτολεξεί εις την συγγραφήν, τρία μεν ανήκουσιν εις το προδήλως ατελές όγδοον βιβλίον, τρία δε — εκεχειρία [Δ' 118] σπονδαί [Ε' 18] και συμμαχία [Ε' 23] μεταξύ Σπάρτης και Αθηνών — ανήκουσιν εις το τέλος του δεκαετούς πολέμου. Τα τρία τελευταία ταύτα εικάζομεν ότι προέρχονται εξ αττικών — όχι σπαρτιατικών — πρωτοτύπων και ότι ήσαν απρόσιτα εις τον εξόριστον μέχρι της κατά τα 403 επιστροφής του, αι δε διά μέσου άλλων πληροφορίαι περί αυτών δεν ήσαν ακριβείς. Διότι εκεί όπου ευρίσκονται, δεν είναι οργανικώς ηνωμένα μετά του κειμένου. Η διήγησις εγράφη εν αγνοία τούτων, και κάπου διαφωνεί. Η εκεχειρία δεικνύει ότι χωριστή εκεχειρία είχε συναφθή μεταξύ Αθηναίων και Τροιζηνίων, [Δ' 118,4] αμνημόνευτος εν τω κειμένω. Αι δε σπονδαί διαφέρουσι των ιστορουμένων περί Πτελεού [Η' 24,2] και της Σερμυλίων πόλεως και εμφαίνουσιν ότι οι Αθηναίοι είχον ανακτήσει τας εν τη Χαλκιδική πόλεις. Η δε συμμαχία ουδέν άρθρον περιέχει δεσμεύον τας Αθήνας ή την Σπάρτην να μη συνάψωσιν ιδιαιτέρας συμμαχίας άνευ αμοιβαίας συναινέσεως, ενώ η όλη διήγησις και μηνύει και λέγει τούτο. (Ε' 39, 46) Τοιουτοτρόπως τα έγγραφα πάντα εισήχθησαν υπό του Θουκυδίδου μετά τα 403 και εμφαίνουσι νέαν και υψηλοτέραν υπέρ του έργου αξίωσιν. Γράφων τα περί του δεκαετούς πολέμου, ουδέν έγγραφον είχεν — ούτε την ειρήνην του 445, ούτε τας μετά του Ρηγίου και των Λεοντίνων συνθήκας του 433, ουδ' αυτήν την μετά της Κερκύρας. Το αυτό και περί του σικελικού πολέμου· ουδέ η μετά των Εγεσταίων συνθήκη υπάρχει.
Ο Θουκυδίδης ήρχισε την ιστορίαν του ως αληθινόν χρονικόν του πολέμου κατά θέρη και χειμώνας· επεξέτεινε δε αυτήν εις δοκίμιον πλήρους και φιλοσοφικής ιστορίας των Αθηνών κατά τας διπλωματικάς και συμμαχικάς των σχέσεις. Ότε δε απεμακρύνθη των εγγράφων, ενόησε την αξίαν των, και επανευρών την ευκαιρίαν, συμπεριέλαβεν αυτά εις την ιστορίαν, ως ανεγράφοντο επί των λίθων. Αι μεγάλαι δημηγορίαι δεν εσώζοντο· αλλά γνωρίζων ότι εξέφραζον την βαθυτέραν έννοιαν των χρόνων εκείνων, έπραξεν ό,τι ηδύνατο διά να τας αποδώση ή να τας αναπλάση.
Αλλά και πάλιν το έργον του είναι ατελές. Έχει μόνον εννέα εν όλω έγγραφα, η δε συλλογή φαίνεται μέχρι τινός τυχαία. Τρία τούτων, περίεργα μάλλον ή σπουδαία, είναι απλώς ανεπιτυχείς και προδήλως μυστικαί συνθήκαι μεταξύ της Σπάρτης και της Περσίας. Φαίνεται ότι παρέλαβεν αυτάς διά ιδιαιτέρου τινός αγωγού, ίσως δε του αυτού — ο Kirchhoff νομίζει τον Αλκιβιάδην — όστις εχορήγησε τα εξ Άργους και Σπάρτης έγγραφα του Ε' βιβλίου. Βεβαίως θα εχρειάζετο πολύ περισσότερα έγγραφα διά ν' ανεγείρη την ιδεώδη του ιστορίαν και πολύ περισσοτέρας διατριβάς και παρεκβάσεις και επεξηγήσεις περί της εσωτερικής πολιτικής και των κοινωνικών μεταβολών, πράγματα, ήδη περιοριζόμενα σχεδόν μόνον εις τα δύο πρώτα βιβλία και την εισαγωγήν του έκτου. Αλλ' ουδέ τα ληφθέντα έγγραφα, καθώς είδομεν, μετεχειρίσθη εντελώς. Η διήγησις είχεν ακόμη μερικά μικρά λάθη, τα οποία διά της μαρτυρίας των εγγράφων ηδύνατο να διορθώση, υπήρχον δε και μερικαί σπουδαίαι παραλείψεις. Όσα λέγει περί του φόρου [Α' 96,2 Β' 13,3] είναι σκοτεινά εξ ελλείψεως λεπτομερειών· λέγει δε ότι η Θήρα δεν περιελαμβάνετο εις τας συμμάχους κατά τα 432, [Β' 9,4] δεν εξηγεί δε πώς συνέβη κατόπιν να πληρώνη φόρον κατά τα 426. Ολίγα δε λέγει περί συμβάσεως και προτάσεως ειρήνης, ολίγα περί οικονομικών, ολίγα περί της πολιτικής αναπτύξεως ή της στρατιωτικής παρασκευής των Αθηνών, [ουδέν δε περί παιδείας ή καλλιτεχνίας]. Εις το βάθος της ιστορικής αυτού εικόνος, ίνα μεταχειρισθώμεν την έκφρασιν του κ. Forbes, δεν υπάρχουσιν όσα παρέχει ο Ηρόδοτος. Αλλά το Α' βιβλίον, το σχετικώς πλήρες ως προς τα τοιαύτα, ίσως είναι δείγμα του τι θ' απέβαινε κατόπιν και το λοιπόν έργον.
Το ύφος του Θουκυδίδου, καθώς δεικνύουσιν αυτό τα σωζόμενα χειρόγραφα, είναι παράδοξον φαινόμενον. Αναντιρρήτως, είναι ύφος υψηλόν, έντονον, πυκνόν, ζωηρόν και καταλείπει την εντύπωσιν ισχυρού νου. Αλλ' αναντίρρητον είν' επίσης ότι είναι και τεχνητόν, σκοτεινόν παρά την ζωηρότητά του, αρχαϊκόν και ποιητικόν κατά την λέξιν, κλίνει δε εις εκφράσεις ανθηράς, φαινομένας σχεδόν κενάς. Τούτο κατά μέρος εξηγείται. Ο Θουκυδίδης γράφει τεχνητήν και κάπως ιωνίζουσαν διάλεκτον, ξυν αντί μετά, ήν αντί εάν, πράσσω αντί πράττω. Τούτο ερμηνεύει η λογοτεχνική παράδοσις· δηλ. οι Έλληνες συγγραφείς έτεινον πάντοτε εις διαμόρφωσιν ιδίας γλώσσης. Ο Θουκυδίδης είναι κατάφορτος αντιθέσεων, εξ εμφύτου δε βλέπει τα πράγματα κατά ζεύγη· ομοίως έβλεπε και ο Γοργίας και ο Αντιφών. Αγαπά δε να διακρίνη τα συνώνυμα· τούτο ήτο δίδαγμα του Προδίκου. Μεταστρέφει την τάξιν των λέξεων χαράσσων ειδικάς λεπτομερείας επί ζωηρού αναγλύφου. Τούτο δυσκολεύει την αντίληψιν του συνόλου της εννοίας. Αλλά προφανώς ήτο απόρροια της φύσεως του ανδρός· διότι συνηθίζει τούτο πολύ περισσότερον ή ο Αντιφών και ο Γοργίας, ή αυτός ο Σοφοκλής. Εκ της φύσεώς του επίσης απέρρεεν η συμπύκνωσις εκείνη της ύλης και της εννοίας, ήν αισθανόμεθα, αναγινώσκοντες αυτόν — η νέα ιδέα, η νέα λογική διάκρισις, η πιέζουσα την παλαιάν, πριν εκείνη καταστρωθή ανέτως. Ο Θουκυδίδης είναι φύσει semper instans sibi, ως λέγει ο Κοϊντιλιανός. Γραμματική τις ελευθερία βεβαίως είναι συνήθης εις τους Έλληνας, πιθανώς δε και εις πάντας τους πράγματι βαθείς και ζωηρούς συγγραφείς· π. χ. ενικά ονόματα μετά πληθυντικών ρημάτων, ελαφρά ανακόλουθα, καταληπταί βραχυλογίαι. Αλλά το ανεξήγητον είναι πως ο Θουκυδίδης έπεσεν αφ' ενός μεν εις αληθινά όργια στρυφνής γλώσσης, αφ' ετέρου δε εις παράφωνα σχόλια και επεξηγήσεις, απαντώσας ανά πάσαν σχεδόν σελίδα.
Ανεξήγητον, εάν αληθεύη· αλλ' αληθεύει πράγματι; Αι απαντήσεις εις τούτο πίπτουσι βροχηδόν. «Όχι το σωζόμενον κείμενον είναι διεφθαρμένον». «Αποδεικνύεται σφαλερώτατον διά των τότε επιγραφών. Είναι κατάμεστον γλωσσών. Παρεπληρώθη διά σχολίων και ερμηνευτικών σημειωμάτων κατά την μακράν χρήσιν του ως σχολικού βιβλίου». «Μεταγενέστεροι παραχαράκται διέφθειραν επίτηδες αυτό» (Cobet, Rutherford). «Είς τούτων ήτο αιμόδιψας και άλλος ελάλει ως ηλίθιος». (Μüller-Stübing). «Επειδή το έργον ήτο προφανώς ατελείωτον, εξεδόθη μετά τον θάνατον του συγγραφέως υπό άλλου» (Wilamowitz) ή υπό πολλών άλλων, οίτινες διέφθειραν αυτό, ευρόντες τα χειρόγραφα τόσον συγκεχυμένα, ώστε «η συγγραφική ενότης του Θουκυδιδείου έργου είναι ζήτημα τόσον σκοτεινόν, όσον και του Ομηρικού» (Schwartz).
Προς τας επιθέσεις ταύτας δεν είναι παράδοξον ότι οι κοινοί λόγιοι κωφεύουσιν ή αποβλέπουσι συμπαθώς, ενώ ο Herbst αντιτάσσει το θαυμάσιον πολεμικόν του έργον προς υπεράσπισιν παντός ό,τι αυτός επίστευε κατά τους μακαρίους εκείνους χρόνους, τους περί τα 1860, ότε, καθώς λέγει συγκινητικώς, ησθάνετο ανοίγων τον Θουκυδίδην του, ότι «ανεπαύετο εις τους κόλπους του Αβραάμ». Επίσης δεν είναι παράδοξον ότι συντηρητικοί εκδόται ασπάζονται την άτοπον θεωρίαν — απλώς προς απόκρουσιν των περί επεκτάσεως του έργου θεωριών του Ullrich, του Kirchhoff και του Cwiklinski, — ότι ο Θουκυδίδης ουδέ λέξιν έγραψεν από του 432 μέχρι του 404, έπειτα δε συνέγραψε το όλον βιβλίον διά μιας.
Ενταύθα δεν είναι τόπος αρμόδιος προς έλεγχον του κειμένου, πλην μόνον κεφαλαιωδώς και χάριν της σημασίας, ήν έχει διά την λογοτεχνικήν ιστορίαν και προς κατανόησιν του Θουκυδίδου. Και πρώτον το γενικόν διάγραμμα του Cobet, όν ακολουθεί και ο Rutherford, ότι το κείμενον παρεμορφώθη διά σημειωμάτων και γλωσσών και ότι ο Θουκυδίδης, δεινός περί το ύφος, καθ' ούς χρόνους το ύφος εσπουδάζετο επιμελώς, δεν ανέμειξε μακράς προτάσεις θαυμασίως εκφραστικάς μετά μικρών φρασειδίων φαινομένων ως διαλεκτικών, — τούτο φαίνεται ασφαλές. Απλή σύγκρισις των σωζομένων χειρογράφων και παρατήρησις του Θουκυδιδείου ύφους εμφαίνουσι τούτο. Αλλά τοιουτοτρόπως ελάχιστα προχωρούμεν. Η δε πολύτιμος έκδοσις του Δ' βιβλίου υπό του Rutherford, πειρωμένου να εφαρμόση λογικώς τα ανωτέρω πορίσματα, παρήγαγε κείμενον, όπερ ουδέ δέκα εν Ευρώπη φιλόλογοι ήθελον αποδεχθή. Διακρίνομεν ότι η γνησία λέξις παρεχαράχθη· διακρίνομεν οπωσούν τας γραμμάς. Αλλ' αδυνατούμεν εξ αυτών ν' αποκαταστήσωμεν το κείμενον. (219)
Έχομεν όμως ωρισμένα τινά γεγονότα, ώστε να ελέγξωμεν την παράδοσιν του κειμένου. Έχομεν επί αττικού λίθου το πρωτότυπον μιας των παρά Θουκυδίδη συνθηκών. (220) Έχομεν δε και σπουδαίας τινάς περικοπάς εν τω έργω μεταγενεστέρου γεωγράφου, Στεφάνου του Βυζαντίου.
Εάν λάβωμεν, ως ο Kirchhoff, μόνον τους 25 στίχους και λάβωμεν υπ' όψιν τας αποκαταστάσεις της επιγραφής, το σωζόμενον κείμενον του Θουκυδίδου φαίνεται σφαλερόν εις 32 σημεία· ή, μη, υπολογιζομένων των επαναλήψεων, εις 20, μη υπολογιζομένων δε των εξ εικασίας αποκαταστάσεων της επιγραφής, εις 13. Αι διαφοραί είναι ποικίλαι, εις την ορθογραφίαν, την τάξιν των λέξεων, την χρήσιν άλλων προθέσεων, ή ρηματικών τύπων, ή την παράλειψιν τυπικών φράσεων. Αλλά δεν υπάρχουσι διαφοραί εννοίας. Μαρτυρείται ότι ο Θουκυδίδης αντέγραψεν από γνησίου αθηναϊκού αντιγράφου του πρωτοτύπου — είναι δε σχεδόν βέβαιον ότι αντέγραψεν εξ αυτού του σωζομένου λίθου.
Εάν ήδη απορρίψωμεν την αστήρικτον θεωρίαν ότι ο Θουκυδίδης σκοπίμως εκαλλώπισε το ύφος της συνθήκης, τα σφάλματα του ημετέρου κειμένου πρέπει φυσικά ν' αποδοθώσιν εις τους ποικίλους αντιγραφείς, τους από Θουκυδίδου μέχρις ημών. Τότε το κείμενον πρέπει να θεωρηθή ότι έπαθε σοβαράς ζημίας. Άλλοι διά να σώσωσι την παράδοσιν, θυσιάζουσι τον Θουκυδίδην. «Ο ιστορικός δεν εφρόντιζε περί λέξεων. Έζη προ των χρόνων της φιλολογικής ακριβείας». Τούτο είναι επιχείρημα πιθανόν, αλλά και δίκοπον. Διότι, αν Θουκυδίδης, ο μαθητής των σοφιστών, δεν εφρόντιζε περί της ακριβολογίας των κειμένων, άρα γε οι τότε μισθωτοί γραφείς αντέγραφον προσεκτικώτερον τον Θουκυδίδην;
Η μαρτυρία του Στεφάνου του Βυζαντίου είναι διάφορος, αλλά καταλήγει εις το αυτό. Το σωζόμενον κείμενον του Θουκυδίδου παρέχει ξένα κύρια ονόματα υπό σταθεράν οπωςδήποτε και αττικήν μορφήν, ενομίζετο δε ως σχολαστικώτατον ν' αμφιβάλλωμεν περί αυτών. Αλλ' ο Στέφανος, έχων πέντε περικοπάς του Θουκυδίδου γράφει τα ονόματα κατά τον ορθόν και παλαιόν τύπον, τον οποίον, εννοείται, δεν ηδύνατο αυθαιρέτως να επινοήση. Εν άλλω τόπω (Γ', 105) όπου το ημέτερον κείμενον λέγει ότι τας Όλπας, χωρίον κείμενον επί των προς την Αμφιλοχίαν ορίων της Ακαρνανίας, «Ακαρνάνες τειχισάμενοι κοινώ δικαστηρίω εχρώντο» { the common tribunal of the Acarnanians } ο Στέφανος παραπέμπων λέγει «Ακαρνάνες και Αμφίλοχοι» όπερ είναι πράγματι ό,τι απαιτεί η θέσις των Ολπών.
Το πόρισμα των ανωτέρω είναι ότι πάσα περί Θουκυδίδου κριτική πρέπει ν' αναγνωρίση αποδεδειγμένην την ατέλειαν του υπάρχοντος κειμένου. Παραδείγματος χάριν, κατά την γνωστήν των Μυτιληναίων καταδίκην, ότε η εκκλησία του δήμου επέβαλεν εν ώρα παραφοράς την ποινήν του θανάτου εις άπαντας τους στρατευομένους, τη δε υστεραία μετενόησε και διά μεγίστης σπουδής των ερετών της δευτέρας τριήρους έσωσεν αυτούς, προστίθεται ότι τους « αιτιωτάτους όντας της αποστάσεως . . . διέφθειραν οι Αθηναίοι· ήσαν δε ολίγω πλείους χιλίων» (Γ' 50). Είναι ο αριθμός ούτος και μακρόθεν πιστευτός; Εις ουδέν άλλο τα χειρόγραφα είναι τόσον αναξιόπιστα, όσον εις τους αριθμούς, διότι το ελληνικόν αριθμητικόν σύστημα ευκολώτατα παρείχε λαβήν εις χονδρά λάθη. Οι αιτιώτατοι ήσαν τότε εν Αθήναις, εγίνετο δε εσκεμμένη τιμωρία αιχμαλώτων και όχι παράφορος σφαγή. Και όμως ουδείς ούτε παρά Θουκυδίδη, ούτε επί πολλούς μετ' αυτόν αιώνας σχολιάζει τοιούτο πράγμα! Ο Διόδωρος, [ΙΓ' 30,4] έχων ανοικτόν ενώπιόν του τον Θουκυδίδην, παριστά τον [Γύλιππον] δημηγορούντα περί των εγκλημάτων των Αθηνών, λαλούντα περί πολλών μικροτέρων αμαρτημάτων, περί του σκληρού ψηφίσματος της πρώτης εκκλησίας, ότι «εψηφίσαντο τους εν τη πόλει κατασφάξαι», ουδέ γρυ δε λέγει ότι ψυχραίμως εθανάτωσαν χίλιους. Είναι φανερόν ότι ο Διόδωρος δεν είχεν αναγνώσει τούτο. Το όλον έγκειται εις την ορθότητα του αριθμού α. Και όμως οι ημέτεροι εκδόται φωνασκούσι μεν και διαπληκτίζονται, αλλά δεν παραδέχονται ότι πιθανόν το α να είναι λάθος. (221)
Κατά τον αυτόν τρόπον εν Α' 51,4 το ημέτερον κείμενον δύναται να εξελεγχθή υπό συγχρόνου επιγραφής (C. I. Α. 179). Ο λίθος συμφωνεί ακριβώς μετά του Θουκυδίδου εις τα ονόματα της πρώτης σειράς των αναφερομένων στρατηγών εν δε τη δευτέρα λέγει· Γλαύκων [Μεταγέ]νης και Δρακοντίδης. Αλλά το κείμενον λέγει «Γλαύκων τε ο Λεάγρου και Ανδοκίδης ο Λεωγόρου», δηλαδή Ανδοκίδης ο ρήτωρ. Είναι τάχα τούτο σφάλμα του ιστορικού; Πιθανώς όχι. Δυνατόν να υποτεθή ότι ο κάτοχος αντιγράφου τινός, φέροντος κηλίδα ή και τρύπαν, αμφιβάλλων περί του τύπου Λέαγρος, εσκέφθη ότι «Λεωγόρας ήτο πραγματικόν όνομα· ο Ανδοκίδης ήτο υίός του Λεωγόρου». Ούτω δε παρεισήλθεν απρόσκλητος ο ρήτωρ και εφυγάδευσε τα δύο πραγματικά, αλλ' αδιάγνωστα ονόματα. Κάτι τοιούτο είναι πολύ πιθανώτερον ή ότι ο Θουκυδίδης έπεσεν εις τοιαύτην παραδρομήν.
Σχολιαστής χωρίου τινός περί το τέλος του Α' βιβλίου, όπου η διήγησις είναι ομαλή και το ύφος εύκολον, παρατηρεί ότι ενταύθα ο λέων γελά. Ο λέων θα εγέλα συχνότερα και γλυκύτερα, εάν μόνον ηδυνάμεθα να ίδωμεν την αληθινήν του έκφρασιν, αδιάστροφον υπό των περιπετειών της παραδόσεως.
Επανερχόμενοι εκ της αναποφεύκτου ταύτης παρεκβάσεως, παρατηρούμεν ευκόλως πόση φυσική αντίθεσις υπάρχει μεταξύ του Θουκυδίδου και της όλης μεθόδου του Ηροδότου. Ο Θουκυδίδης δεν εισάγει υπερφυσικά πρόσωπα εις την ιστορίαν του. Δεν βλέπει κανέν δείγμα — και πώς ηδύνατο να ίδη εν μέσω της τότε δυστυχίας; — δείγμα δράσεως θείας τινός προνοίας. Το πνεύμα του είναι θετικόν· δεν ομιλεί περί πραγμάτων όσα δεν ηξεύρει. Μειδιά κάπως ειρωνικώς, αναφέρων χρησμούς, οι οποίοι εννοείται ότι τότε ήσαν μυριόλεκτοι. Φέρει παραδείγματα της επιτηδείως διφορουμένης εννοίας ενός (Β' 17,54) και μνημονεύει ως περίεργον τον μόνον χρησμόν, όν είδεν επί τέλους αληθεύσαντα. (222) Περί προσώπων ολίγα λέγει. Αισθάνεται την επίδρασιν μεγάλου ανδρός, οίος ο Περικλής, αναισχύντου δημαγωγού, οίος ο Κλέων, ατασθάλου μεγαλοφυούς, οίος ο Αλκιβιάδης. Ζων επί περιόδου ψυχολογικής, διαγράφει των ανθρώπων τούτων τους χαρακτήρας και τον τρόπον του σκέπτεσθαι, διαγράφει δε αυτούς ενίοτε μετά ζωηράς δραματικής προσωποποιίας εν ταις δημηγορίαις και αλλαχού· αλλά φροντίζει μόνον περί του πνεύματος, ουδέποτε περί του τρόπου ή της ύλης, και ουδέποτε καταβαίνει εις λοιδορίαν. Αγαπά τα μεγάλα γεγονότα και τας ωργανωμένας δυνάμεις, πιστεύει δε προ παντός εις τον λόγον, την διανοητικήν δύναμιν, την ευφυίαν.
Έχει και άλλην από του Ηροδότου διαφοράν. Ο Θουκυδίδης ήτο έμπειρος και δόκιμος στρατιωτικός, ο δε Ηρόδοτος ήτο λογογράφος, έχων πείραν μόνον μικρών ιωνικών αψιμαχιών, τας οποίας είδε νέος. Ο Ηρόδοτος [Θ' 53] λαλεί περί «του Πιτανήτεω λόχου», δεικνύων ότι ενόμιζεν ότι οι σπαρτιατικοί λόχοι συνεκροτούντο κατά δήμους· τούτο παροργίζει τον Θουκυδίδην (Α' 20) ότι εξ επαγγέλματος ιστοριογράφος δέχεται λόχον «ός ουδ' εγένετο πώποτε» [και επιφέρει το περιλάλητον εκείνο «Ούτως αταλαίπωρος τοις πολλοίς η ζήτησις της αληθείας· και επί τα ετοίμα μάλλον τρέπονται» ]. Πλην της τοπογραφίας, η οποία πάντοτε ήτο δύσκολος προ της κατασκευής χαρτών, ο Θουκυδίδης καθόλου είναι σαφέστατος και ακριβέστατος εις στρατιωτικά ζητήματα· είναι δε αξιοσημείωτον ότι κατανοεί σχεδόν όλην της ελληνικής στρατιωτικής οργανώσεως την αδυναμίαν, ήτις κατόπιν απεκαλύφθη βαθμηδόν διά της πείρας. Κατά τον πελοποννησιακόν πόλεμον η όλη δύναμις του στρατού ενέκειτο εις το βαρύ πεζικόν. Ο Θουκυδίδης (Γ' 102, Δ' 39) δεικνύει την αχρηστίαν τοιούτου στρατού εναντίον ίσου πεζικού ελαφρού. Το δίδαγμα τούτο εφήρμοσαν ο Ιφικράτης και ο Ξενοφών. Δεικνύει προσέτι το αποτέλεσμα της υπεροχής του ιππικού των Συρακοσίων, προς ανίχνευσιν, επισιτισμόν και προς καταδίωξιν. Ομοίως εν Χαιρωνεία ενίκησε το ιππικόν του Φιλίππου, και το ιππικόν του Αλεξάνδρου κατέκτησε το κράτος του Δαρείου. Επίσης καταδεικνύει ο Θουκυδίδης το ασθενέστατον σημείον της ελληνικής στρατηγικής, την παρακώλυσιν της εν τω πεδίω της μάχης δράσεως του στρατηγού υπό του υπερβολικού κατ' οίκον ελέγχου. Η σικελική εκστρατεία εχάθη όχι εξ αιτίας του Νικίου, αλλά ένεκα της εκκλησίας του δήμου· ή και αν ο Νικίας διέπραξε σπουδαία λάθη, ταύτα ήσαν αποτελέσματα της παραλυτικής καταστάσεως, εις ήν εκράτει αυτόν το απόν εκείνο επιτελείον. Η ρωμαϊκή σύγκλητος, συγκειμένη κατά μέγα μέρος εξ ανδρών στρατιωτικών, συνεπάθει και προς τας ατυχίας των στρατηγών και προς τας υπερβάσεις αυτών. Αλλ' η εκκλησία των Αθηναίων εξηρτάτο μεγάλως εκ των απλών στρατιωτών και των ανδρών, οίτινες καίπερ υπόχρεοι εις στρατείαν, πράγματι ουδόλως ήσαν στρατιώται. Και εν Σπάρτη τα πράγματα δεν ήσαν καλύτερα δι' άλλην τινά αιτίαν. Δηλαδή μόνον εξαιρετική θέσις, όπως η του Βρασίδα εν τη Χαλκιδική ή του Άγιδος εν Δεκελεία, παρείχον εις τον στρατηγόν το δικαίωμα να δράση ελευθέρως, καίτοι πράγματι ο Άγις εδεσμεύετο και υπό του φθόνου. Και εδώ διακρίνομεν ένα των λόγων της κατόπιν επιτυχίας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Όπως πλείστοι μελετηροί στρατιωτικοί, — ο Βauer αναφέρει το παράδειγμα του Μόλτκε και άλλων — και ο Θουκυδίδης διαρκώς έχει κατά νουν την αβεβαιότητα του πολέμου, το αδύνατον του να προβλέψη κανείς τα πάντα ή να εννοήση κατά την διάρκειαν της μάχης ακριβώς το τι συμβαίνει. Δεν κρίνει, όπως οι μωροί, τους ανθρώπους εκ της επιτυχίας. Βεβαίως ως προς τούτο, προκειμένου περί ζητημάτων πολεμικών, είχεν οικείας αφορμάς· αλλ' η αρχή αύτη, μία των γνησιωτάτων σφραγίδων του αληθώς σκεπτομένου ανθρώπου, είναι αχώριστος απ' αυτού δι' όλου του έργου. Ο Περικλής ήτο πεπεισμένος εκ των ενώπιόν του πραγμάτων ότι η πόλις θα ενίκα· και όμως αι Αθήναι ηττήθησαν. Ο Περικλής ήτο βαθύς και ακριβής εις τους υπολογισμούς του, αλλά δεν ηδύνατο να προΐδη τον λοιμόν, ουδέ ήτο υπεύθυνος διά την μετά τον θάνατόν του εγκατάλειψιν της πολιτικής του. Άξιον δε προσοχής είναι ότι ο Θουκυδίδης ουδέποτε εκφράζει προσωπικήν κρίσιν, οσάκις αύτη δύναται να εξαχθή εκ των ιστορουμένων γεγονότων. Ομιλεί μόνον όταν νομίζη ότι τα γεγονότα δύνανται να παρερμηνευθώσιν. Η υπόσχεσις του Κλέωνος (Β 28) ότι θα εκυρίευε την Σφακτηρίαν εντός είκοσιν ημερών εξεπληρώθη. Αλλ' όμως ο Κλέων ήτο «μανιώδης», λέγει ο Θουκυδίδης. Κατά το τέλος της σικελικής εκστρατείας θαυμάζομεν ολοψύχως τον Δημοσθένη, προς δε τον Νικίαν αισθανόμεθα κάποιον οίκτον ανάμεικτον προς οργήν ή και περιφρόνησιν. Αλλ' ο Θουκυδίδης (Ζ' 86) μας διδάσκει, ότι ο Νικίας εφονεύθη «ήκιστα δη άξιος ών των γε επ' εμού Ελλήνων ες τούτο δυστυχίας αφικέσθαι διά την πάσαν ες αρετήν νενομισμένην επιτήδευσιν». { Of all the Greeks of my time, he least deserved so miserable an end, for he lived in the performance of all that was counted virtue } Ουδέποτε θ' ανεκαλύπτομεν τούτο περί του Νικίου εκ μόνων των γεγονότων. Αλλ' ο Θουκυδίδης εγνώριζε τον άνθρωπον· λέγει την καθαράν, σχεδόν την ωμήν περί αυτού αλήθειαν· και όμως ούτως αποφαίνεται εν τέλει. Το αυτό και περί Αντιφώντος. Ο Αντιφών ήτο πρόσωπον απαίσιον ήτο ο υπεύθυνος διά την τρομοκρατίαν. Αλλ' ο Θουκυδίδης τον εγνώριζε και τον εθαύμαζεν, (Η' 68) ενώ κατέγραφε πληρέστατα τας ανομίας αυτού. Το εγκώμιον του Μακκιαβέλλη προς τον Καίσαρα Βοργίαν είναι αυτονόητον. Η αρετή του Αντιφώντος ήτο πιθανώς ό,τι περίπου η virtu του Βοργία, ο δε Μακκιαβέλλης έθαλπε μέγα περί της Ιταλίας ιδανικόν, όπως περί των Αθηνών ο Θουκυδίδης. Ίσως δύναταί τις να ενθυμηθή και το προς τον ΙΑ' Λουδοβίκον εγκώμιον του Φιλίππου de Commines. (223) Αλλ' ο Θουκυδίδης καίτοι πνευματικώς συγγενής προς τους δύο τούτους, είναι ανήρ απείρως μεγαλύτερος του Φιλίππου de Commines, πολύ ηθικώτερος του Μακκιαβέλλη και πολύ ευγενέστερος αμφοτέρων. Είναι φειδωλός εις ηθικάς επικρίσεις, αλλά μόνον τυφλός δεν αντιλαμβάνεται ότι ο Θουκυδίδης εξ αρχής μέχρι τέλους ακολουθεί υψηλάς ηθικάς αρχάς. Ελέχθη ότι αποδίδει μόνον ευτελή ελατήρια και εις τους αρίστους των ηρώων του, δίψαν δόξης εις τον Βρασίδαν και πόθον διαφυγής της ποινής εις τον Δημοσθένη. Αλλά σπανίως αναφέρει οιονδήποτε προσωπικόν ελατήριον, οσάκις δε τοιαύται δυνάμεις ειςβάλλουσιν εις την ιστορίαν, εν γένει δεν είναι ανιδιοτελείς. Βεβαίως προϋποθέτει μεγάλην δόσιν φιλοπατρίας ως συνήθη· αλλά δεν πρέπει κανείς να απορήση μανθάνων ότι ο Θουκυδίδης δυσκολεύεται να εννοήση πράξιν όλως διόλου απηλλαγμένην φιλαυτίας. Εννοείται ότι και ο Θουκυδίδης ως άνθρωπος σφάλλεται και δεν ανευρίσκει πάντοτε την αλήθειαν. Π. χ. η εν τω Α' βιβλίω εισαγωγή του εις την αρχαίαν ιστορίαν είναι έν των θαυμασιωτάτων του έργου του μερών. Λόγω ιστορικής φαντασίας, και ευρύτητος βλέμματος είναι πιθανώς απαράμιλλος μέχρι των χρόνων των Εγκυκλοπαιδεικών του ιη' αιώνος· κατά δε την μέθοδον υπερέχει και τούτων. Αλλ' όμως είναι φανερόν ότι ο Θουκυδίδης δεν εννοεί τι εστι μύθος. Πραγματεύεται αυτόν ως παραμορφωθείσαν ιστορίαν και οσάκις ουδεμίαν έχει σχέσιν προς αυτήν. Αν ο Πέλοψ και ο Ίων και ο Έλλην υπήρχον, η έκθεσις του Θουκυδίδου θα ήτο ορθή· αλλ' ακόμη εκλαμβάνει τα φαντάσματα εκείνα ως ανθρώπους.
Εν τω προοιμίω δεν υπάρχει λόγος μεροληψίας· αλλά και όπου υπάρχει, το πνεύμα του συγγραφέως απομένει αδιαλείπτως δίκαιον και νηφάλιον. Σήμερον επικρίνεται συχνά. (224) Αλλά τα σαφή γεγονότα, — ότι οι πλείστοι των παλαιών εθεώρησαν αυτόν ως τύπον ευθύτητος, ότι άλλοι μεν τον ενόμισαν φιλοσπαρτιάτην, άλλοι δε φιλαθήναιον, ότι ο μεν Πλάτων και ο Αριστοτέλης έψεξαν αυτόν ως υπερβολικά δημοκρατικόν, οι δε νεώτεροι επικριταί του παραπονούνται ότι δεν ήτο αρκετά δημοκρατικός — λαλούσιν όσα ολόκληροι τόμοι. Η ιδική του πολιτική ήτο φανερά μετριοπαθής. Ομολογεί ότι τα πράγματα της πόλεως ευηρέστησαν περισσοτέρον αυτόν — εξαιρουμένης ίσως της «του πρώτου ανδρός αρχής» — κατά τους πρώτους μήνας της παλινορθώσεως του 411, διότι τότε (Η', 97) μετρία «ήτε εις τους ολίγους και τους πολλούς ξύγκρασις εγένετο» { a fair combination of the rights of the Few and the Many!}. Ο Θουκυδίδης φαίνεται άνθρωπος αυστηρών προσωπικών γνωμών, αλλά και πνεύμα δυνάμενον να παραμερίζη αυτάς ενόσω διηγείται. Η φράσις του (Η' 73) «Υπέρβολός τις» — ότε ο Υπέρβολος ήτο ο δυνατώτατος πολιτευτής των Αθηνών — ερμηνεύεται όταν ενθυμηθώμεν ότι ο ιστορικός αποτείνεται προς όλον το ελληνικόν και ότι πολλοί ούτ' εγνώριζον ούτ' εφρόντιζον περί της εσωτερικής πολιτικής των Αθηνών. Η δ' επακολουθούσα περιφρονητική κατάκρισις του Υπερβόλου εγράφη συμφώνως προς το πνεύμα, το κρατούν εν Αθήναις κατά το τέλος του πέμπτου αιώνος. Περί δε του Κλέωνος γράφει μετά τινος προσωπικού πάθους. Αλλ' η δευτέρα περί αυτού εισαγωγή (Δ' 21) οφείλεται προδήλως εις παραδρομήν είτε του συγγραφέως, είτε του αντιγραφέως· και η καταπλήσσουσα φράσις του Δ' 28,5 δικαιολογείται, αν αναλογισθώμεν ότι «οι σώφρονες Αθηναίοι» όσοι «μάλλον ήλπιζον» «Κλέωνος απαλλαγήσεσθαι» ή «Λακεδαιμονίους χειρώσασθαι» ήσαν οι τότε πλειοψηφούντες εν τη εκκλησία, δηλαδή οι περί τον Νικίαν. Εν τέλει δε η απεικόνισις του Κλέωνος είναι η ήκιστα δυσμενής των σωζομένων και αν είναι δυσάρεστος, πρέπει να ενθυμηθώμεν ότι ο Θουκυδίδης είχεν υποχρέωσιν να δείξη ότι ο Κλέων δεν ήτο Περικλής.
Δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι ο Θουκυδίδης κατήλθεν εις τας Αθήνας κατά τα 403 ως φάσμα εκ του τάφου, λείψανον του παλαιού ομίλου του Περικλέους. Έκτοτε εκινείτο μεταξύ ανθρώπων ξένων. Το ιδανικόν του είχεν εκπνεύσει προ μιας γενεάς μακράν των Αθηνών και η ανάμνησίς του εξηφανίσθη μεταξύ των στενοχωριών και των σφαγών και της πενίας της τελευταίας δεκαπενταετίας. Η πολιτική του Περικλέους, η ιδέα της ηγεμονίας, αυτή η δημοκρατία είχεν εντελώς, αμετακλήτως εγκαταλειφθή υπό των ανθρώπων, προς ούς ανεστρέφετο ο Θουκυδίδης. Οι τότε φιλοσοφούντες έλαβον την οδόν των ολιγαρχικών, την μετέπειτα οδόν του Αριστοτέλους. Η αθηναϊκή ιστορία εθεωρείτο διαδοχή δημαγωγών, του Αριστείδου, του Εφιάλτου, του Περικλέους, του Κλέωνος, του Κλεοφώντος, του Καλλικράτους· «από δε Κλεοφώντος ήδη διεδέχοντο συνεχώς την δημαγωγίαν οι μάλιστα βουλόμενοι θρασύνεσθαι και χαρίζεσθαι τοις πολλοίς» { and from that time on in succession all who were ready for the greatest extremes in general recklessness, and in pandering to the people for their immediate advantage. } ως λέγει ο Αριστοτέλης (Αθην. Πολ. 28,4). Η δημοκρατία έπρεπε να γίνη δεκτή υπό μετρίαν και αλλοίαν μορφήν αλλά, καθώς έλεγεν ο Αλκιβιάδης (Θουκ. Στ, 89,6) ήτο «ομολογουμένη άνοια» { folly confessed}, οι δε ηγέται αυτής ήσαν ανεξαιρέτως ιδιοτελείς αγύρται. Ο Περικλής — κατά τον Στησίμβροτον και τους κωμικούς — δεν ήτο διάφορος των χειρίστων εξ αυτών, και αυτός ο Αριστείδης ο δίκαιος είχε τα τρωτά του! Οι άνθρωποι, οι ζώντες κατά τας αρχάς του δ' π. Χ. αιώνος, εκινούντο μεταξύ ερειπίων, έχοντες συντρίμματα ελπίδων, λείψανα ιδανικών και ωχράς τινας αξιώσεις. Ο άριστος αυτών, «των πολλών ικανώς ιδών την μανίαν», εγίνωσκεν «ότι ουδέν υγιές, ως έπος ειπείν, περί τα των πόλεων πράττει, ουδ' έστι σύμμαχος, μεθ' ότου τις ιών επί την τω δικαίω βοήθειαν σώζοιτ' αν» { has seen the madness of the multitude. He knows that no politician is righteous, nor is there any champion of justice at whose side he may fight and be saved! } αλλά θα ήτο «ώσπερ εις θηρία άνθρωπος εμπεσών» και εθεώρει κάλλιον ο Πλάτων να ιδιωτεύη «οίον εν χειμώνι κονιορτού και ζάλης υπό πνεύματος φερομένου υπό τειχών αποστάς» { retires under the shelter of a wall while the hurrying wind and the storm of dust and sleet go by. } (Πολιτ. 469 D). Τοιουτοτρόπως έζη μονήρης και ο γηραιός εξόριστος των Περικλείων χρόνων. Η ζωή του είχεν ήδη διαρρεύσει χωρίς να διακριθή, αι Αθήναι του είχον καταντήσει αγνώριστοι, η παλαιά του ερωμένη είχεν αποθάνει και ταφή. Αλλ' εφύλαττεν ο Θουκυδίδης σταθεράν την ανάμνησιν της αληθινής του πόλεως και του πολιτικού του αρχηγού — του ανδρός, όν ωνόμαζον οι λοιποί δημαγωγόν, διότι ήτο υπέροχος, ανώτερος της αντιλήψεώς των· εάν μόνον έζη εκείνος ή εάν αι συμβουλαί του ετηρούντο, θα έσωζε και θα εμεγάλυνε τας Αθήνας, τας ηττημένας τώρα. Νέοι αναφαινόμενοι τότε άνδρες έγραφον φυλλάδια και ελέγχους. Αλλ' ο Θουκυδίδης δεν είχε πλέον όρεξιν να ελέγχη. Εσπούδαζε τους αρχαίους και τους μυθικούς χρόνους και παρεσκεύαζε το θαυμάσιον εκείνο προοίμιον της συγγραφής. Εσώρευσεν όλην των χρόνων του την ιστορίαν, όπως ουδείς άλλος άνθρωπος προτού. Ενώ δ' έμαθε δεκάκις περισσοτέρα των προγενεστέρων συγγραφέων, επέμενε να μάθη και άλλα, πριν εκδώση το βιβλίον του εις φως. Προ παντός ήθελε ν' αφήση την αλήθειαν να λαλήση αφ' εαυτής, ώστε κανείς να μη τον αντικρούση, μηδέ να τον αποδείξη ποτέ άδικον. Επεθύμει να περιβάλη την ιστορίαν του διά λέξεων παλαιών, καθώς του Γοργίου, του Προδίκου, του Αντιφώντος, αυτού του Περικλέους. Επόθει ν' αφυπνίση τας μεγάλας ηχούς του παρελθόντος, όπως λαλήσωσιν αύται προς τον αλλοιωθέντα νέον κόσμον.
Αλλ' ο θάνατος τον επρόλαβε. (225) Το έργον έμεινεν ατελείωτον. Αλλά και όπως ευρίσκετο, ήτο απηρχαιωμένον πριν ή εκδοθή. Ως χρονικόν, εξηκολούθησεν αυτό ο Ξενοφών, ως μνημείον δε της ανθρωπίνης ματαιότητος ο Θεόπομπος. Αλλά το ύφος και το πνεύμα του βιβλίου ήτο ήδη ακατάληπτον εις τους ανθρώπους του δ' π. Χ. αιώνος. Και ανεγνωρίσθη μεν ο Θουκυδίδης 300 περίπου έτη βραδύτερον υπό των λογίων ως ο μέγας φιλαλήθης ιστορικός· αλλά μόλις 50 μετά τον θάνατόν του έτη ο Έφορος είχε μεταγράψει και αντικαταστήσει αυτόν και τον αφήκε ν' αναμένη τους χρόνους της αναζωπυρήσεως των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων, της επί των ημερών του Καίσαρος Αυγούστου. (226)
Αποβλέποντες εις το Σοφόκλειον δράμα ως τέλειον δημιούργημα, χωρίς να
παρακολουθήσωμεν την ιστορικήν αυτού ανάπτυξιν, συχνά λυπούμεθα δι'
ανεξήγητα εκ πρώτης όψεως κατά συνθήκην μέρη. Και όμως το αρχαίον δράμα
καθαρεύει τελείως πολλών κατά συνθήκην στοιχείων, υπολείπονται δε μία ή δύο
κατά παράδοσιν ficelles — παραδείγματος χάριν χρησμοί και εκθέσεις παιδίων —
αλλά καθόλου το δράμα των περιπετειών και των χαρακτήρων είναι και αληθινόν
και ανεπιτήδευτον. Δεν έχει ούτε κίβδηλον ηρωισμόν, ούτε ανύπαρκτον μοχθηρίαν,
ούτε ανάλατον αίσθημα, έχει δε μοναδικήν τόλμην και ποικιλίαν πλοκής και
τελείαν έλλειψιν των ερωτικών εκείνων ζευγαρίων, όσα κατήντησαν τύραννοι ημών
αφ' ής εφάνη το νέον δράμα.
Εν πρώτοις ολόκληρος σειρά νομιζομένων συνθηματικών τύπων δύναται ν' απορριφθή αμέσως. Επί του παρόντος πρέπει να μη δίδωμεν πίστιν εις εκείνους όσοι λαλούσι περί προσωπείων και κοθόρνων και αμφιέσεων ιερατικών (227), επαναλαμβάνοντες τας αμφιβόλους γνώσεις του Πολυδεύκους και του Λουκιανού, δεικνύουσι τα χονδροειδή έργα της Νοτίου Ιταλίας και τα ζωγραφήματα της Πομπηιανής παρακμής, συμπιλούσιν εξ αυτών σφαλεράς περιγραφάς της αψύχου Μακεδονικής και Ρωμαϊκής σκηνής — της σκηνής της ανταγωνιζομένης προς το αμφιθέατρον — έπειτα δε καλούσιν ημάς να σχηματίσωμεν ιδέαν περί του Ευριπιδείου οράματος εκ του αηδούς τούτου κυκεώνος. Η αρχαιολογική σκαπάνη οφείλει ανυπερθέτως ν' αναδιδάξη ημάς περί των πλανών όσας μετέδοσαν τα αρχαιολογικά βιβλία.
Και πάλιν όμως η γνησία παράδοσις περιέχει, αρκετά συνθηματικά στοιχεία· τα πρόσωπα είναι τα πλείστα μυθικά (228)· πάντα λαλούσιν εμμέτρως· προσπαθούσι ν' απαντώσι συμμετρικώς και διακόπτονται συνήθως μετά το τέλος του στίχου. Αλλά το χειρότερον, αιωνίως είναι παρών εκεί χορός δώδεκα ή δεκαπέντε ομογενών προσώπων — παρθένων, μητέρων, αιχμαλώτων και των ομοίων — των οποίων το κυριώτατον καθήκον είναι κατά μεν την όρασιν να μετριάζωσι την αναρμοστίαν της παρουσίας των, κατά δε τα διαλείμματα να χορεύωσι και να ψάλλωσιν εις δωρικήν διάλεκτον όχι φυσικήν. Η ερμηνεία του πράγματος, είναι ιστορική (229).
Είδομεν ανωτέρω (σελ. 101) ότι ο χορός των Σειληνών, ήτοι των Κενταυροειδών θιασωτών του Διονύσου ανεμείχθη μετά του σατυρικού χορού αγρίων τράγων, ακολούθων του Πανός, του θεού των αρκαδικών βουνών. Τραγικός χορός σημαίνει χορός τράγων και τραγωδία σημαίνει ωδή τράγου. Αν ήλλαξεν η έννοια της λέξεως, τούτο συνέβη διότι και το πράγμα σημαντικά μετεβλήθη. Η τραγωδία ανεπτύχθη εκ των δωρικών τραγικών χορών της βορείας Πελοποννήσου, των εν Κορίνθω χορών του Αρίονος και των εν Φλειούντι προδρόμων του Πρατίνα και εκείνων, ούς ο τύραννος Κλεισθένης κατήργησεν εν Σικυώνι, διότι «ετίμων τον Άδρηστον και δη προς τα πάθεα αυτού τραγικοίσι χοροίσι εγέραιρον» { those which the tyrant Cleisthenes suppressed at Sikyon for "celebrating the sufferings of Adrastus.” }(Ηροδότου Ε' 67).
Βεβαίως και άλλαι επενέργειαι δυνατόν να είχον συντελέσει. Μιμητικόν στοιχείον είχε και η παλαιοτάτη λαϊκή ποίησις και δρώμενα (παριστανόμενα) — η λέξις είναι σχεδόν η ιδία με το δράμα, παράστασις — μνημονεύονται κατά πολλάς θρησκευτικάς τελετάς. Η γέννησις του Διός παριστάνετο εν Κρήτη, ο δε γάμος του μετά της Ήρας εν Σάμω και Κρήτη και Άργει. Εν Πλαταιαίς υπήρχον ιερά ξόανα καλούμενα δαίδαλα. Εν Δήλω δε χορός παρίστανε τον Θησέα σώζοντα τους νέους εκ του λαβυρίνθου. Και αυτά τα μυστήρια της Ελευσίνος και τα άλλα απεκαλύπτοντο μάλλον προς τα θνητά όμματα παρά τα θνητά ωτία.
Το πρώτον βήμα προς την μεταμόρφωσιν του τραγικού χορού έγινεν επί αττικής γης, όπου η ψαλλομένη δωρική ποίησις συνήντησε την απαγγελλομένην ιωνικήν. Ευρεία παράδοσις αναφέρει ότι ο εκ του δήμου Ικαρίας Θέσπις υπήρξεν ο πρώτος ποιητής, όστις προς ανάπαυσιν των χορευτών και ποικιλίαν της τελετής εξήρχετο αυτοπροσώπως και απετείνετο προς τους θεατάς διά τροχαϊκών τετραμέτρων, όπως απήγγελλεν ο Σόλων εν τη αγορά, τω δε 534 εδίδαξεν εν τω άστει την πρώτην αυτού τραγωδίαν (230). Διάδοχοί του υπήρξαν ο Χοιρίλος και κάποιος ξένος, ο οποίος παρίστανεν ανά την Αττικήν, Πρατίνας ο Φλειάσιος.
Οι χορευταί ήσαν τότε σάτυροι· τι ήτο ο ποιητής; Πιθανώτατα παρίστανε τον ήρωα της υποθέσεως, τον μυθικόν βασιλέα ή Θεόν. Παλαιός στίχος, ακατάληπτος κατόπιν, έλεγεν «ηνίκα μεν βασιλεύς ήν Χοιρίλος εν Σατύροις» { when Choirilus was a king among satyrs.}. Αλλ' αφού ο ποιητής παρίστανεν έν πρόσωπον, διατί να μη παριστάνη και περισσότερα; Αν παρουσιάζετο πρώτον, άς είπωμεν, ως βασιλεύς Λυκούργος, διατί να μη αλλάξη φόρεμα κατά το ακόλουθον άσμα και να επανέλθη ως ο ιερεύς, όν είχεν αποπέμψει ο Λυκούργος; την ερχομένην φοράν ηδύνατο να γίνη άγγελος διηγούμενος τον θάνατον του τυράννου. Ό,τι χρειάζεται είναι μόνον έν μέρος προς μεταμφίεσιν. Λοιπόν μέρος του κυκλικού χορευτικού χώρου, της ορχήστρας, αποχωρίζεται, κατασκευάζεται υπόστεγον, δηλαδή σκηνή (231), και η πρόσοψις αυτής καλλωπίζεται. Συνήθως γίνεται ανάκτορον έχον τρεις θύρας, διά να εισέρχεται και εξέρχεται ο υποκρινόμενος. Εν τω μεταξύ ο τρόπος του χορού κάπως μεταβάλλεται, διότι δεν υπάρχει πλέον κύκλος και ο παλαιός κυκλικός χορός γίνεται ο τετράγωνος χορός της τραγωδίας.
Εννοείται ότι και ο χορός ηδύνατο ν' αλλάξη ένδυμα. Ο Πρατίνας είχε ποτε χορόν παριστώντα Καρυάτιδας κόρας χορευούσας. Αλλά τούτο ήτο πρόοδος σπουδαιοτέρα και φαίνεται ότι εχρειάσθη πολλά διάμεσα βήματα. Yπήρχον ονόματα δραμάτων *Κήρυκες, *Ιχνευταί, *Παλαισταί κ.τ.τ. (232). Δεν αναλογούσι ταύτα κάπως προς τον βλάκα Μάκκον ή τον γέροντα Πάππον, τα τυπικά πρόσωπα των οσκικών Ατελλανών δραμάτων, και προς τον αγγλικόν Devil a Monk; Ο υποκριτής δεν παριστάνει απλώς στρατιώτην· παριστάνει τον γελωτοποιόν Μάκκον της παλαιάς σκηνής, διατεινόμενον ότι είναι στρατιώτης. Ο χορός δεν είναι κήρυκες· είναι σάτυροι μετημφιεσμένοι. Το φυσικόν τέλος του είδους τούτου της τέρψεως είναι να σχίζεται το κωμικόν ένδυμα και οι σάτυροι, ο Μάκκος ή ο διάβολος ν' αποκαλύπτωνται όπως είναι. Οι τραγικοί χοροί επετρέπετο ν' αλλάζωσι τρεις ενδυμασίας, πριν εμφανισθώσιν ως ανεγνωρισμένοι σάτυροι. Δηλαδή, διά να μεταχειρισθώμεν την μεταγενεστέραν γλώσσαν, εκάστη παράστασις ήτο τετραλογία συνέκειτο εκ τριών τραγωδιών (εκ μικρών μύθων, ως λέγει ο Αριστοτέλης εν συγκρίσει προς τα μακρότερα δράματα του καιρού του) κατόπιν δε ήρχετο σατυρικόν δράμα. Η συνήθεια αύτη παρέμεινε μέχρι της μέσης περιόδου του Ευριπίδου. Ο Κύκλωψ αυτού ήτο το μόνον σωζόμενον σατυρικόν δράμα [μέχρι της ανακαλύψεως των Ιχνευτών του Σοφοκλέους] η δε Άλκηστις είναι πραγματικόν δράμα, διδασκόμενον ως καταληκτικόν τριών τραγωδιών.
Η ελληνική λέξις «υποκριτής» σημαίνει «αποκριτής» (233)· Ο ποιητής ήτο πράγματι και ο παριστάνων· αλλ' αν ήθελε ν' αναπτύξη τον μονόλογόν του εις διάλογον, εχρειάζετο άλλον διά να του απαντά. Ο χορός συνήθως ήτο διηρημένος εις δύο, καθώς μαρτυρεί το σύστημα της στροφής και αντιστροφής. Ο ποιητής πιθανώς έλαβε πρώτον ως υποκριτάς τους κορυφαίους των δύο μερών. Οπωσδήποτε η εντελώς ανεπτυγμένη τραγωδία κανονικώς έχει τρεις υποκριτάς. Τον παλαιόν κυκλικόν χορόν απετέλουν 50 χορευταί και ο ποιητής· τον όλον τραγικόν θίασον 48 χορευταί, 2 υποκριταί και 1 ποιητής. Τούτο ήτο το όλον όπερ ο καλούμενος χορηγός — ο πλούσιος πολίτης, ο [κατά το Πάριον χρονικόν από του 509] αναλαμβάνων την δαπάνην της παραστάσεως — ήτο υπόχρεος να χορηγήση, καίτοι δε εις το λειτούργημα τούτο συχνάκις εδαπανώντο γενναία ποσά και εδίδοντο και παραχορηγήματα ήτοι δώρα, ουδέποτε προσελήφθη και τέταρτος υποκριτής. Ουδ' εφρόντιζεν ο χορηγός περί αλλαγής ενδυμάτων και των 48 χορευτών· παρουσιάζοντο μόνον 12 διά μιας εις έκαστον των τεσσάρων δραμάτων της τετραλογίας. Η παράδοσις λέγει αορίστως ότι ο Θέσπις είχεν ένα υποκριτήν, ο Αισχύλος δύο και ο Σοφοκλής τρεις, καίτοι ενίοτε ο Αισχύλος εισήγε και τρίτον. Καθόλου δε η πόλις, και όχι ο ποιητής, παρείχεν ωρισμένα βραβεία εις τους υποκριτάς και ανελάμβανε την διεξαγωγήν της εορτής του Διονύσου. Επομένως οσάκις βλέπομεν αρχαίον κριτικόν αποδίδοντα ωρισμένας σκηνικάς μεταβολάς εις ωρισμένους ποιητάς, τούτο συνήθως σημαίνει ότι αι μεταβολαί εκείναι εφαίνοντο κατά πρώτον εις τούτων τα έργα. Ακρωτηριασμένη επιγραφή (C. I. Α. II. 971) φαίνεται δηλοϋσα το έτος μιας σπουδαίας μεταβολής ή τακτοποιήσεως των από σκηνής διδασκαλιών. Η κωμωδία γίνεται δεκτή εις τα μεγάλα Διονύσια· οι υποκριταί αυξάνονται εις τρεις· οι δε αποτελούντες τον τραγικόν χορόν εις 15 αντί 12, και πιθανώς η επί της σκηνής πρόσοψις του ανακτόρου γίνεται μόνιμος. Οι ποιηταί τείνουσι φυσικά ν' αποσυρθώσι της σκηνής. Ο Αισχύλος έπαυσε να διδάσκη κατά τα τέλη της ζωής του· ο δε Σοφοκλής λέγεται ότι ηύρε την φωνήν του λίαν αδύνατον. Το επάγγελμα του υποκριτού κατεστάθη πάντως προ του 456 π. Χ. διότι τότε ευρίσκομεν τα ονόματα των νικησάντων υποκριτών μνημονευόμενα μετά του ποιητού και του χορηγού.
Ο χορός ήτο το κύριον στοιχείον της τραγωδίας. Δύο δηλαδή πράγματα, εχρειάζοντο διά ν' αποτελεσθή διδασκαλία· ο χορηγός εσχημάτιζε χορόν και ο ποιητής εδίδασκεν αυτόν· αυτά ήσαν τα δύσκολα (234). Η καθαυτό σύνθεσις ήτο απλή λεπτομέρεια, την οποίαν οιοσδήποτε καλός ποιητής ήτο έτοιμος να εκτελέση. Όθεν πάντες οι τεχνικοί όροι εσχηματίσθησαν εκ της σχέσεως προς τον χορόν. Ο Πρόλογος είναι το προ της εισόδου του χορού· επεισόδιον ο διάλογος των υποκριτών, οίτινες επεισήεσαν μετά τον χορόν, το δε τέλος του έργου λέγεται έξοδος, διότι τότε εξέρχεται ο χορός. Αλλ' ο χορός έφθινε καθόσον ανεπτύσσετο η τραγωδία, διότι ο διάλογος είναι ο παρέχων ζωήν εις το δράμα και δεν εβράδυνε ν' αποβή κατά την λέξιν του Αριστοτέλους πρωταγωνιστής· την ανάπτυξιν αυτού δυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν και εις τα ολιγοστά λείψανα της αρχαίας δραματουργίας· από απαγγελλομένης ποιήσεως τείνει να γίνη λόγος δραματικός, γίνεται ολιγώτερον πομπώδης και άκαμπτος, γοργότερος δε και φυσικώτερος, αυξάνει δε κατά την έκτασιν. Των Ικετίδων του Αισχύλου, του αρχαιοτάτου των σωζομένων δραμάτων, ο χορός είναι πράγματι αυταί αι ηρωίδες της τραγωδίας, αίτινες κατά τα δύο τρίτα του έργου ψάλλουσιν, είναι δε παρούσαι από του πρώτου μέχρι του τελευταίου στίχου. Του δε Φιλοκτήτου του Σοφοκλέους (409 π. Χ.) ο χορός προσωπικώς είναι ασήμαντος· δεν εμφανίζεται παρά μόνον αφού το δράμα έχει αρκετά ήδη προβή, τα δε χορικά αποτελούσι το έν έκτον του συνόλου. Αυτός δε είναι και ο λόγος, δι' όν τα μεταγενέστερα δράματα είναι πολύ εκτενέστερα των παλαιοτέρων· διότι παριστάνοντο ταχύτερον.
Υπήρχεν όμως και άλλος λόγος, περιορίζων το μουσικόν της τραγωδίας μέρος, εντελώς διάφορος. Βαθμηδόν το μέλος δεν απέμενεν ολόκληρον εις τον χορόν. Διότι εφ' όσον ανεπτύσσετο η αθηναϊκή δημοκρατία, ο χορός έπαυε να είναι επαγγελματικός. Απετελείτο εξ ελευθέρων πολιτών, οίτινες ανέλαβον την εκτέλεσιν των δημοσίων θρησκευτικών χορών ως μέρος είτε των δικαιωμάτων των είτε των καθηκόντων. Τούτου αποτέλεσμα ήτο ότι ο χορός εγίνεν ολιγώτερον περίτεχνος, τα δε μέτρα και τα μέλη έπρεπε να είναι προσιτά εις την ικανότητα και μετρίου μουσικού. Αλλ' εν τω μεταξύ το κοινόν μουσικόν διαφέρον ανυψώνετο και η καλαισθησία των πολιτών είχε περισσοτέρας απαιτήσεις. Κατά τον πελοποννησιακόν πόλεμον το σύνηθες χορικόν άσμα δεν έθελγε πλέον τον ανεπτυγμένον Αθηναίον. Προκειμένου ν' ακούση μουσικήν, ήθελε κάτι λεπτότερον και κινητικώτερον, κάτι πλησιέστερον προς την ζωντανήν μουσικήν του διθυράμβου, όστις οσημέραι εγίνετο τεχνικώτερος και δυσκολώτερος. Όθεν ενώ από του Αισχύλου μέχρι των νεωτέρων έργων του Σοφοκλέους το μέλος του δράματος εξέπιπτεν, από των αρχαιοτέρων μέχρι των τελευταίων έργων του Ευριπίδου ανυψώνετο και πάλιν. Αλλ' όμως δεν ήτο πλέον χορικόν μέλος. Ο Ευριπίδης μετεχειρίζετο υποκριτάς, οίτινες ήσαν και δόκιμοι αοιδοί· όθεν έχει συχνάς μονωδίας. Της Μηδείας (431 π. Χ.) το λυρικόν μέρος αποτελεί περίπου το πέμπτον του όλου· του δε Ίωνος (414 π. Χ.) είναι περίπου το ήμισυ, αλλ' αι μονωδίαι και τάλλα από σκηνής άσματα συμποσούνται πάλιν εις το ήμισυ των χορικών· του Ορέστου (408 π. Χ.) αι μονωδίαι είναι τριπλάσιαι των χορικών. Μία φαινομένη εξαίρεσις διασαφεί την σημασίαν του κανόνος τούτου. Αι Βάκχαι μία των νεωτάτων τραγωδιών έχει πολλά χορικά και καμμίαν μονωδίαν. Διατί; Διότι ο Ευριπίδης, ότ' έγραφεν αυτάς, είχε μετοικήσει εις την Μακεδονίαν και πιθανώτατα δεν είχεν εκεί τους υποκριτάς του. Η Μακεδονία δεν είχε δράμα, αλλ' είχε ζωντανόν διθύραμβον και εξ επαγγέλματος αοιδούς· εκείνοι λοιπόν έψαλλον εν ταις Βάκχαις.
Η προς τα άνω αυτή φορά του σατυρικού άσματος είχε πολλάς αιτίας, δηλαδή τας πνευματικάς ορμάς τας εξευγενισάσας τον Αθηναϊκόν λαόν· τον πόθον νέου είδους τέχνης, όπως αντικαταστήση το εκπνέον έπος ως φορείον του ηρωικού μύθου· την εκ της Διονυσιακής λατρείας προερχομένην δίψαν βαθυτέρας συγκινήσεως, ήτις σχεδόν κατ' ανάγκην είναι τραγική. Οι παλαιωθέντες σάτυροι περιωρίσθησαν με την παλαιάν των πρωτότυπον γελωτοποιίαν εις παράμερον γωνίαν κατά το τέλος των τριών τραγωδιών και το κωμικόν στοιχείον αφείθη ν' αναπτυχθή εις χωριστόν είδος τέχνης (235).
Όπως συλλογιζόμεθα σήμερον ημείς, κωμωδία και τραγωδία φαίνονται μόνον δυο όψεις του αυτού πράγματος, το δε μεταξύ των όριον είναι μόλις αισθητόν· ομοίως εσκέπτοντο και οι Αθηναίοι του Μενάνδρου. Αλλ' όμως η ιστορική καταγωγή των ήτο διάφορος. Η μεν τραγωδία προήλθεν εκ του τεχνικού και επαγγελματικού χορικού άσματος· η δε κωμωδία εκ των χυδαιοτήτων των αγροτών κατά τας εορτάς του θέρους και του τρυγητού. «Η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον — λέγει ο Αριστοτέλης — η δε από των τα φαλλικά». Ταύτα επανηγυρίζοντο εις τιμήν των θεών της γονιμοποιήσεως και αυξήσεως ανθρώπων, ζώων και φυτών, θεών τιμωμένων υπό ποικίλα ονόματα ανά τα διάφορα μέρη της Ελλάδος. Ήσαν ο Διόνυσος εν Αχαρναίς, Ρόδω και Δήλω, αι αδελφαί Δημία και Αυξησία εν Αιγίνη, η Δημήτηρ εν δήμοις της Αττικής, ο Παν εν τη βορεία Πελοποννήσω. Σήμερον βεβαίως εξαφνιζόμεθα φανταζόμενοι την δημοσίαν τέλεσιν τοιούτων χονδρών ασχημιών μεταξύ λαού πολύ απλοϊκωτέρου και ολιγώτερον ανεκτικού ημών. Αλλά, και αν μη λάβωμεν υπ' όψιν την νεωτέραν σεμνοτυφίαν, πρέπει να έχωμεν κατά νουν πολλά άλλα πράγματα· τα στοιχεία εκείνα της ανθρωπίνης φύσεως, άπερ είναι αδιόρθωτα και δεν είναι σεβαστά, οι Έλληνες εσυνήθιζον να ταναγνωρίζωσιν ελευθέρως και να τα κανονίζωσιν. Περιστελλομένη δύναμις αποβαίνει επικίνδυνος· λοιπόν πάσαι αι φυσικαί ορμαί αφίνοντο να εκδηλωθώσιν όσον το δυνατόν αβλαβέστερον. Υπήρχε μεν αυστηρός νόμος κατά πάσης καταχρήσεως των εορτών τούτων, κατά της βίας, της απρεπούς συμμετοχής των ανηλίκων αλλά, καθόλου ειπείν, ούτ' εντροπή υπήρχεν, ούτε μυστικότης. Ατυχώς η περί κωμωδίας φιλοσοφία του Αριστοτέλους, περιλαμβανομένη εις το λείπον μέρος της Ποιητικής, δεν εσώθη. Αλλ' αφού ορίζει την ηθικήν βάσιν της τραγωδίας ως κάθαρσιν της ψυχής ημών από του ελέου και του φόβου διά ισχυράς εκροής των τοιούτων συγκινήσεων, αφού δικαιολογεί τα εξοργιάζοντα την ψυχήν μέλη ως επιφέροντα κάθαρσιν των εμφύτων εις ημάς αγρίων συγκινήσεων, αίτινες άλλως ηδύναντο να εκραγώσιν εις ό,τι ονομάζει ενθουσιασμόν, εύκολον είναι να εικάσωμεν ότι και της κωμωδίας αι ασχημίαι θα ενομίζοντο ως προξενούσαι άλλην προδηλοτέραν και αναγκαιοτέραν κάθαρσιν. Εξ άλλου δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι πάντοτε υπήρχεν εν Ελλάδι ζωηρά κατά των φαλλικών παραστάσεων αποδοκιμασία· ότι και αυτός ο απόλυτος ασκητισμός είχε πάντοτε τους οπαδούς του· τέλος δε ότι όπου η θρησκεία καθιερώνει ανήθικον έθιμον υποτάσσει και τους υγιεστέρους εγκεφάλους. Αναμφιβόλως πολλαί εγκρατείς και σεμναί ιέρειαι του Διονύσου θα επίστευον ότι αι παλαιαί και συμβολικαί εκείναι τελεταί είχον λαμπράς ανταμοιβάς και επί γης και αλλαχού.
Έν εκ των χαρακτηριστικών των τελετών εκείνων ήτο η παρρησία, αύτη δε παρέμεινε καύχημα της κωμωδίας. Ηδύνατο δηλαδή κανείς κατά την ωρισμένην ημέραν να πειράζη και να υβρίζη ελευθέρως οιονδήποτε πρόσωπον, ενώπιον του οποίου κατά τας λοιπάς ημέρας ο φόβος ή η ευπρέπεια επέβαλλον σιωπήν. Κατά τινας των τελετών το προνόμιον τούτο είχον μόνον αι γυναίκες. Αφ' ής η κωμωδία προπαρεσκευάζετο επιμελώς, κέντρον αυτής ήτο άσμα, γραφόμενον και εκμανθανόμενον, διά του οποίου ο χορός, ενεργών απλώς ως στόμα του ποιητού, απετείνετο προς το κοινόν περί «θεμάτων της ημέρας»· τούτο απέβη η παράβασις της προηγμένης κωμωδίας. Κατά τάλλα, αρχή της κωμωδίας ήτο κατά τας εορτάς του Διονύσου ή συγγενούς αυτού θεού θίασος προσωπιδοφόρων, οίτινες παρήλαυνον ψάλλοντες μετ' αυλών φαλλικόν άσμα και τέρποντες τους θεατάς διά προχείρων πειραγμάτων. Αλλ' ούτ' επληρώνοντο, ούτε είχον επισημότητα καμμίαν. Μόνον από του 465 π. Χ περίπου ανεγνωρίσθησαν επισήμως οι κώμοι και η κωμωδία επετράπη να σταθή παραπλεύρως της τραγωδίας. Παρουσιάσθη πρώτον κατά τα Λήναια, [μηνός Γαμηλιώνος, ήτοι κατά Ιανουάριον ή Φεβρουάριον] έπειτα δε κατά τας άλλας του Διονύσου εορτάς. Αλλά μόνον από της αρχής του πελοποννησιακού πολέμου δύο νεαροί ποιηταί, ο Εύπολις και ο Αριστοφάνης, έδωσαν καλλιτεχνικήν μορφήν εις την παλαιάν κωμωδίαν, έπλεξαν τα μεμονωμένα κωμικά κομμάτια εις μίαν πλοκήν, και οπωσδήποτε απέρριψαν ή συνεκάλυψαν τα φαλλικά. Έκτοτε η κωμωδία ανεπτύχθη γοργοτέρον και αυτής της τραγωδίας. Ο χορός έλαβεν ενεργότερον και ζωηροτέρον μέρος εις την δράσιν, η εξ αρχής κενότης αυτού εδείχθη πολύ ολιγώτερον επιζημία και εξηφανίσθη πολύ ταχύτερον. Το τελευταίον έργον του Αριστοφάνους, ο Πλούτος, δεν έχει χορόν και είναι όριον της διαμέσου αναπτύξεως της γνωστής υπό το όνομα Μέση κωμωδία, δειλοτέρας παρά την παλαιάν, όχι τόσον τελείας όσον η νέα. Κατόπιν η κωμωδία μεταπίπτουσα δυστυχώς εις ασθενεστέρας χείρας και ολιγώτερον «δαιμονίους» εγκεφάλους, διώκει την πραγματοποίησιν των προσπαθειών του Ευριπίδου, τον θρίαμβον της δραματικής ιδέας, την τέχνην την ούτε τραγικήν ούτε κωμικήν, αλλά συνάμα και τα δύο, ήτις τείνει εσκεμμένως να γίνη μίμησις της ζωής, κάτοπτρον του καθ' ημέραν λόγου, έκφρασις του πραγματικού. Η μορφή αύτη της τέχνης διαπλασθείσα διήρκεσεν έπειτα επί αιώνας· ήρχισεν ολίγον μετά τα 400 π Χ. ότε η δημοσία πενία συνετέλεσεν όσον και το αίσθημα του καλού εις την κατάργησιν του πολυδαπάνου χορού και ότε το ονομαστί κωμωδείν μετά μακρούς αγώνας και αντιδράσεις κατηργήθη. Έφθασε δε η νέα κωμωδία εις το κατακόρυφον διά του Φιλήμονος και του Μενάνδρου περί τα 300 π. Χ., επιγραφαί δε ποικίλων περί τα 160 π. Χ. χρονολογιών εδίδαξαν προσφάτως ημάς ότι και τότε ακόμη κατά τα μεγάλα Διονύσια εδιδάσκοντο πλην των παλαιών και πέντε κατ' έτος πρωτότυποι κωμωδίαι. Αλλά παράδοξος ειρωνεία της τύχης εξήλειψεν εκτός μακράς σειράς αποσπασμάτων καί τινων αδεξίων λατινικών διασκευών, το σύνολον της εξαιρέτως πλουσίας ταύτης συγκομιδής της αρχαίας λογοτεχνίας.
Ολιγώτερον σκιώδης μεταξύ των προαισχυλείων δραματικών είναι ο
Φρύνιχος. Η παράδοσις έσωσε τα ονόματα δέκα του δραμάτων, και την
είδησιν ότι εν τω διαλόγω μετεχειρίζετο το τροχαϊκόν τετράμετρον και εισήγαγε
πρόσωπα γυναικεία. Ο Ηρόδοτος λέγει ότι έγραψε *Μιλήτου άλωσιν, ότι
του επεβλήθη πρόστιμον [διότι υπέμνησεν οικεία κακά] και ότι το θέμα τούτο
κατόπιν απηγορεύθη. Η πτώσις της Μιλήτου ήτο εθνική συμφορά, πάντως δε το
δράμα περιείχε και πολλά δυσάρεστα εις τας φατρίας. Ο Φρύνιχος επέτυχε
περισσότερον εις άλλο συγχρόνου πηγής έργον, τας *Φοινίσσας εκεί ο χορός
παρίστανε τας συζύγους των Φοινίκων του Ξέρξου ναυτών, η δε σκηνή τον
θάλαμον του συμβουλίου του βασιλέως, όπου οι γέροντες ανέμενον τα νέα του
πολέμου. Ο Φρύνιχος πιθανώτατα τότε έτυχε του άθλου έχων χορηγόν αυτόν τον
Θεμιστοκλή, τον αληθινόν, καίτοι φυσικά μη ανημονευόμενον, ήρωα του έργου.
Λυπηρά προ πάντων είναι η απώλεια των λυρικών αυτού μερών, των περιέργων
απηρχαιωμένων μελών, τα οποία και κατά τας ημέρας του Πελοποννησιακού
πολέμου εψιθύριζον ακόμη οι τραχείς παλαίμαχοι του Μαραθώνος,
λύχνους έχοντες και μινυρίζοντες μέλη
αρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατα. (Αριστοφ. Σφήκες 220).
{ Lights in their hands, old music on their lips, Wild honey and the East and loveliness }
Η χάρις και τρυφερότης των σωζομένων αποσπασμάτων του Φρυνίχου παρέχει εις ημάς το μέτρον, όπως εννοήσωμεν πόσον το μεγαλείον ύφος του Αισχύλου ωφείλετο μάλλον εις τον ίδιον αυτού χαρακτήρα παρά την τέχνην του καιρού του· αληθινόν όμως απομένει ότι τα Μηδικά έπραξαν υπέρ της τραγωδίας ό,τι περίπου αι μεταναστάσεις υπέρ του Ομήρου και ότι ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος ήσαν αμφότεροι «Μαραθωνομάχοι» (236).
Ο Αισχύλος κατήγετο εξ αρχαίων ευπατριδών. Ήλθε δε εις το άστυ εξ Ελευσίνος, της
έδρας όχι μόνον μυστηρίων της Δήμητρος, αλλά και ειδικής λατρείας Διονύσου του
Ζαγρέως, κειμένης πλησίον του δήμου του Θέσπιδος, της Ικαρίας. Λέγεται ότι
ενωρίς ήρχισε να δραματουργή αλλά κατά τα 490 εκλήθη μακράν της σκηνής, ίνα
πολεμήση εν Μαραθώνι, όπου ο αδελφός του Κυναίγειρος έπεσεν ενδόξως. Την
πρώτην του ποιητικήν νίκην ενίκησε κατά το μέσον της κατόπιν εννεαετούς ειρήνης
(484)· τέσσαρα δ' έτη βραδύτερον ηκολούθησε και αυτός την γενικήν έξοδον εις τα
πλοία και την Σαλαμίνα, ότε εις την διάθεσιν των βαρβάρων αφείθησαν οι λίθοι
των Αθηνών. Τα έτη εκείνα ήσαν κατάλληλα προς ενδιάθετον γένεσιν τραγωδιών
και στοχασμών μεγάλων, αλλ' όχι και προς συγγραφήν αυτών και διδασκαλίαν.
Κατά τα 476 ο Αισχύλος παρευρέθη πιθανώς εις τους εν Θράκη πολέμους· ηχώ
τούτων έχομεν εν τη τετραλογία *Λυκουργεία
(237) και εν
τοις Πέρσαις (στ. 866). Ολίγον δε κατόπιν ήλθεν εις τας Συρακούσας, ίσως
χάριν πολιτικών σκοπών, και έγραψε τας *Αιτναίας εις τιμήν της πόλεως
Αίτνης, ήν τότε ίδρυεν ο Ιέρων (476-5) επί των προπόδων του ηφαιστείου.
Από του 484 και εξής ο Αισχύλος επρώτευε πιθανώς μεταξύ των εν Αθήναις ποιητών, καίτοι οι δύο γηραιοί αντίπαλοί του, ο Πρατίνας και ο Φρύνιχος, και πλην άλλων και υιοί τούτων, ο Αριστίας και ο Πολυφράδμων, από καιρού εις καιρόν ενίκων αυτόν και καθόσον ηξεύρομεν, ήσαν άξιοι των επάθλων. Παλαιοτάτη των σωζομένων τραγωδιών αυτού φαίνονται αι Ικέτιδες αλλά η πρώτη χρονολογικώς γνωστή είναι οι Πέρσαι, δι ών ενίκησε την πρώτην του νίκην κατά τα 470 π. Χ.
Κατά τα 478 απήλθεν εκ νέου εις τας Συρακούσας, άγνωστον και πάλιν προς ποίον σκοπόν, αν και λέγεται ότι εδίδαξε και εκεί τους Πέρσας. Κατά τα 468 ηττήθη πρώτην φοράν υπό του νεαρού Σοφοκλέους. Αλλά κατά το επόμενον έτος ενίκησε και πάλιν διά των Επτά επί Θήβας. Δεν γνωρίζομεν το έτος της μεγάλης τριλογίας του Προμηθέως, αλλ' αύτη, καθώς και η Λυκούργεια, φαίνεται ότι εδιδάχθησαν κατόπιν. Εσχάτη δε των νικών του ήτο η Ορέστεια [Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες) κατά τα 458. Κατόπιν απήλθε και πάλιν εις την Σικελίαν — οι μικροί άνθρωποι της παρακμής εικάζουσιν ότι εζήλευσε διά την προ δεκαετίας νίκην του Σοφοκλέους! — και απέθανεν αιφνιδίως εις την Γέλαν τω 406. Ο συρμός επανέφερε συχνά τα δράματά του επί της αθηναϊκής σκηνής, — τινές έχαιρον ότι δι' αυτών ηττάτο ο Ευριπίδης — αλλά και ειδικός νόμος εψηφίσθη προς αναπαράστασιν των τραγωδιών του και οριστικώς εθεωρήθη ως κλασσικός ήδη προ των χρόνων του Πλάτωνος. Ο δε περίφημος χάλκινος ανδριάς του κατεσκευάσθη χάριν του λιθίνου θεάτρου, όπερ ανήγειρεν ο Λυκούργος περί τα 330 π. Χ.
Το επίγραμμα, όπερ ελέγετο ότι είχε γράψει χάριν του εν Γέλα τάφου του, είναι χαρακτηριστικόν· ουδέ λέξις περί των ποιημάτων του· μόνον δύο στίχοι μετά τας αναγκαίας περί του ονόματος και του τόπου της γεννήσεως πληροφορίας, λέγουσιν·
Αλκήν δ' ευδόκιμον Μαραθώνιοι άλσος αν είποι
Και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
{ grove of Marathon can bear witness to his good soldierhood, and the long- haired Mede who felt it! }
Είναι πιθανώτατον ότι η αντιμετώπισις του θανάτου κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν του ενετυπώθη ως η υπερτάτη του βίου του στιγμή, και ίσως η ποίησίς του δεν του εφαίνετο τελεία· διότι συχνά και εις τα ακρότατά της ύψη εμποιεί τοιαύτην εντύπωσιν.
Των 90 δραμάτων, όσα έγραψεν ο Αισχύλος, έχομεν επτά. Τούτων εικάζομεν ότι αρχαιότατον είναι αι Ικέτιδες — παράδοξον και ωραίον έργον, όμοιον προς ταρχαϊκά εκείνα αγάλματα, τα έχοντα άκαμπτα μέλη και έκφρασιν γελαστήν αλλά λιθίνην. Και η υπόθεσις είναι αρχαϊκή, καταλληλοτέρα προς μέλος ή προς δράμα. Ικέτιδες είναι αι 50 κόραι του Δαναού αι καταφυγούσαι εις το Άργος, διά να μη υπανδρευθώσι τους εξαδέλφους των, τους 50 υιούς του Αιγύπτου. Ο τρόμος των εμφαίνει χρόνον, ότε γάμος μεταξύ πρώτων εξαδέλφων ενομίζετο ως αιμομιξία (238). Ζητούσι την προστασίαν του Πελασγού βασιλέως του Άργους, ο οποίος αναφέρει το ζήτημα εις τον δήμον. Ο δήμος δέχεται τας Ικέτιδας και ο αγέρωχος Αιγύπτιος κήρυξ αποδιώκεται. Εν τοις *Θαλαμοποιοίς οι υιοί του Αιγύπτου διώκουσι τας Δαναΐδας, νικώσι τον Δαναόν και απαιτούσι τας νύμφας. Ο Δαναός, προτιμών τον φόνον παρά την αιμομιξίαν, παραγγέλλει τας κόρας του να δολοφονήσωσι τους άνδρας των κατά την νύκτα του γάμου, πάσαι δ' εκτελούσι τούτο εκτός της Υπερμήστρας, η οποία [σώσασα τον Λυγκέα] κατηγορείται εις τας *Δαναΐδας ως υπανδρευθείσα τον εξάδελφόν της και παρακούσασα την πατρικήν εντολήν, αθωώνεται δε διά της βοηθείας της Αφροδίτης. Αι Ικέτιδες φαίνεται ότι εδιδάχθησαν επί της παλαιάς κυκλικής ορχήστρας μετά «κοινοβωμίας» εν τω μέσω και ειδώλων κύκλω. Δεν υπάρχει πρόσοψις ανακτόρου και ο μόνιμος αριθμός 50 χορευτών καθ' όλην την τριλογίαν γεννά την υπόνοιαν, ότι ο παλαιός κυκλικός χορός ήτο ακόμη αδιαίρετος.
Οι Πέρσαι (472 π. Χ.) ήτο το μεσαίον δράμα τριλογίας, ής το πρώτον ωνομάζετο *Φινεύς, ο τυφλός γέρων του αργοναυτικού μύθου, όστις πιθανώς επροφήτευε κάτι περί μεγαλυτέρας συγκρούσεως μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, ής η εκστρατεία εκείνη ήτο η αρχή· τρίτον ήτο ο Γλαύκος αλλ' υπήρχον δύο δράματα φέροντα το όνομα τούτο και η πλοκή δεν είναι βεβαία. Οι δε Πέρσαι εγράφησαν κατά το υπόδειγμα των *Φοινισσών του Φρυνίχου· αι πρώται λέξεις και των δύο είναι σχεδόν αι ίδιαι και η σκηνή αμφοτέρων υπόκειται εν τω συμβουλίω των Σούσων, καίτοι κατόπιν εν τοις Πέρσαις μεταφέρεται παρά τον τάφον του Δαρείου. Οι Πέρσαι ολίγην έχουσι πλοκήν κατά την συνήθη της λέξεως σημασίαν. Αλλ' η βαρεία ομίχλη των πρώτων σκηνών, αι φοβεραί αστραπαί της αληθείας, η επίκλησις της σκιάς του γηραιού βασιλέως Δαρείου, όστις ουδένα Πέρσην έκαμε να κλαύση, και η σκυθρωπή προφητεία του περί της επερχομένης καταστροφής, πάντα ταύτα ενέχουσι το σπέρμα μεγάλης δραματικής δυνάμεως. Εις τον αναγνώστην απομένει αλησμόνητος
«Ασίας θούριος άρχων»,
πολύχειρ και πολυναύτας, Σύριον θ' άρμα διώκων [84].
{ the many arms and many ships, and the sweep of the chariots of Syria }
και κατά τα χορικά και κατά την εξαισίαν περιγραφήν της μάχης. Το δε γεγονός, ότι οι Πέρσαι είναι η πρώτη αφήγησις μεγάλης ιστορίας υπό μεγάλου ποιητού, όστις και αυτός συνετέλεσεν εις το αποτέλεσμα εκείνο, καθιστά το δράμα μοναδικόν εν τη λογοτεχνία· η δε καλλονή του είναι αληθώς ανταξία της σημασίας ταύτης.
Οι δ' Επτά επί Θήβας ήσαν το τρίτον δράμα της τριλογίας μετά τον *Λάιον και τον *Οιδίποδα. Κατά παλαιάν παραλλαγήν του μύθου ο Οιδίπους μετά την ανακάλυψιν της πλάνης εχωρίζετο την Ιοκάστην και ενυμφεύετο την αδελφήν αυτής Ευρυγάνειαν. Αλλ' ο Αισχύλος έλαβε την υπόθεσιν κατά την οικτροτάτην αυτής μορφήν, την πασίγνωστον. Οι Επτά παριστώσι την πολιορκίαν των Θηβών υπό του εξορίστου Πολυνείκους, την μάχην και την αλληλοκτονίαν των αδελφών, εθαυμάζοντο δε μεγάλως υπό των παλαιών ως δράμα «Άρεως μεστόν»
ο θεασάμενος πας αν τις ανήρ ηράσθη δάιος είναι
{ that made every one who saw it wish forthwith to be a 'fiery foe,' }
κατά τον Αριστοφάνη (Βατράχων 102). Πράγματι δε η ατμόσφαιρα είναι πολεμική, οι χαρακτήρες απλοί και δυνατοί. Και όμως οι Επτά είναι μεν έργον λαμπρόν και δυνατόν, αλλ' ίσως είναι το μόνον των Αισχυλείων δραμάτων, όπερ φέρει αμυδροτέραν την σφραγίδα μεγάλου ποιητού. Φαίνεται μάλλον ως καλόν έργον υποδεεστέρου (239).
Πολύ διάφορος είναι ο Προμηθεύς, έργον της αυτής μεταβατικής περιόδου, απαιτούν τρεις υποκριτάς εν τω προλόγω, όπως και οι Επτά πιθανώς απαιτούσιν εν τη εξόδω. Η τριλογία φαίνεται ότι συνέκειτο εκ του Δεσμώτου Προμηθέως, του *Λυομένου Προμηθέως και του *Πυρφόρου Προμηθέως (240). Η υπόθεσις είναι τιτανική και χρειάζεται μεγάλην και πτεροφόρον φαντασίαν, διά δε των χειρών του Αισχύλου και [κατά τα 1819] του Shelley' διεπλάσθη εις δύο των μεγίστων του κόσμου δραματικών έργων. Ο Προμηθεύς είναι ο τύπος του ανθρώπου, του μαχομένου κατά της τυραννικής δυνάμεως της διεπούσης τον κόσμον τούτον. Έσωσε τον άνθρωπον από της επιβουλής του Διός, τον εδίδαξε τας τέχνας του πολιτισμού και προ πάντων του έδωσε το πυρ, το οποίον άλλοτε ήτο θείον κτήμα, φυλαττόμενον εν τω ουρανώ. Διά την ανταρτικήν ταύτην αγάπην των ανθρώπων είναι προσηλωμένος επί υψηλοκρήμνου πέτρας του Καυκάσου· αλλά δεν υποτάσσεται, πρώτον μεν διότι είναι αθάνατος, έπειτα δε διότι κατέχει μυστικόν, εξ ού κρέμαται η τύχη του ουρανού και της γης. Ο Ζευς δοκιμάζει δι' απειλών και βασάνων να τον συντρίψη· αλλ' ο Προμηθεύς δεν εννοεί να εγκαταλείψη τους ανθρώπους. Και αι Ωκεανίδες, αι συναχθείσαι διά να τον παρηγορήσωσι, δεν θέλουσι να εγκαταλείψωσι τον Προμηθέα· αντιμετωπίζουσι τους αυτούς κεραυνούς και βυθίζονται μετ' αυτού εις την άβυσσον. Η δράσις συμβαίνει εις την αρχήν και το τέλος του δράματος, το δε μεσαίον μέρος, αναπληρούν κατά το φαινόμενον αιώνας μάλλον ή ημέρας, κατέχουσι μακραί διηγήσεις του Προμηθέως προς τας Ωκεανίδας, η άκαρπος παρέμβασις αυτού του Ωκεανού και η παράδοξος είσοδος άλλου θύματος του Διός, της εξάλλου Ιούς, διωκομένης υπό οίστρου και φοβουμένης το φάσμα του μυριωπού Άργου. Ο χορός του Προμηθέως είναι κατά τον χαρακτήρα και την δραματικήν τελειότητα ο κάλλιστος ίσως και ικανοποιητικώτατος των σωζομένων ελληνικών δραμάτων. Τα μέλη παρέχουσιν εντύπωσιν Weltschmerz, ομοίαν δε ταύτης θα ήτο δύσκολον να εύρη τις προ του δεκάτου ενάτου μ. Χ. αιώνος. Η όλη γη συμπάσχει μετά του Προμηθέως [στ. 431-5]
βοά δε πόντιος κλύδων
ξυμπίτνων, στένει βυθός,
κελαινός Άιδος δ' υποβρέμει μυχός [γας]
πηγαί ο αγνορύτων ποταμών
στένουσιν άλγος οικτρόν.
{ There is a cry in the waves of the sea as they fall together, and groaning in the deep ; a wail comes up from the cavern realms of Death, and the springs of the holy rivers sob with the anguish of pity! }
Αλλαχού ο τόνος είναι φιλικώτερος [στ. 545 — 553]
φέρ' όπως άχαρις χάρις,
ω φίλος, ειπέ πού τις αλκά;
τις εφαμερίων άρηξις; ουδ' εδέχθης
ολιγοδρανίαν άκικυν, ισόνειρον, | α το φωτών
αλαόν γένος έμπεπο | δισμένον; ούποτε πολλαί
ταν Διός αρμονίαν θνατών παρεξίασι βουλαί.
{ Nay, thine was a hopeless sacrifice, O beloved; speak — what help shall there be, and where? What succour from things of a day? Didst thou not see the little- doing, strengthless, dream-like, wherein the blind race of man is fettered? Never, never shall mortal counsels outpass the great Harmony of Zeus! }
Ο Ζευς είναι ακαταμάχητος· οι υπακούοντες εις αυτόν είναι ήσυχοι και ευτυχείς, όπως ήσαν άλλοτε αι Ωκεανίδες. Αλλ' όμως αισθάνονται ότι είναι κάλλιον να εξαναστώσιν.
Ουδέν ίσως κομμάτιον αφανισθείσης λογοτεχνίας είναι τόσον επιθυμητόν όσον ο *Λυόμενος Προμηθεύς. Ποία συνδιαλλαγή ήτο άρα γε δυνατή; Εις πολλά σημεία ο Ζευς εντέλει δικαιολογείται. Παραδείγματος χάριν, η κατά το φαινόμενον άσκοπος καταδίωξις της Ιούς άγει εις αποτελέσματα μεγάλα, δηλαδή πλην άλλων την γέννησιν του Ηρακλέους, ο οποίος είναι άλλος λυτρωτής της ανθρωπότητος και ελευθερωτής του Προμηθέως. Εξ άλλου φαίνεται ότι ο Προμηθεύς δεν έχει σκοπόν ν' ανατρέψη τον νέον τύραννον, όπως ο Προμηθεύς του Shelley, αφού είχε σκοπίμως βοηθήσει αυτόν κατά των παλαιών τυφλών δυνάμεων, του Κρόνου και των Τιτάνων· αλλ' εννοεί τρόπον τινά να του αποσπάση ένα συνταγματικόν χάρτην και να σώση τοιουτοτρόπως τους ανθρώπους. Αλλά χρειάζεται άλλος Αισχύλος διά να λύση τον δεσμόν τούτον κατά τρόπον αντάξιον του πρώτου. Περί δε του δευτέρου δράματος μανθάνομεν ότι ήρχιζεν επανερχομένου του Προμηθέως εις το φως μετά 30 χιλιάδας ετών, τον δε χορόν απετέλουν Τιτάνες. Το τελευταίον δράμα ο * Πυρφόρος Προμηθεύς φαίνεται ότι ηρμήνευε την εν Αθήναις καθιέρωσιν της εορτής του Προμηθέως. Τοιαύται αρχαί εορτών ήσαν δραματικά θέματα συνήθη.
Η Ορέστεια είναι το ύψιστον κατόρθωμα του Αισχύλου και ίσως όλης της ελληνικής δραματουργίας. Ενέχει όλην την λάμψιν της γλώσσης και την λυρικήν γοητείαν των παλαιών τραγωδιών, το παλαιόν και σχεδόν υπεράνθρωπον μεγαλείον του διαγράμματος, είναι δ' εξίσου δυνατόν και βαθύ εις χαρακτηρισμούς, εξίσου τραγικόν ως το κάλλιστον του Σοφοκλέους έργον. Η εν τω Αγαμέμνονι σκηνή της Κασσάνδρας, όπου η μελλοθάνατος μάντις, την οποίαν ουδείς πιστεύει, βλέπει το όραμα του θανάτου, όστις περιμένει αυτήν και τον βασιλέα εντός του ανακτόρου, είναι φρικαλέα επί της σκηνής, μελετωμένη δε κατ' ιδίαν φαίνεται αιωνίως ζωηρά. Η πρώτη τραγωδία περιέχει τον φόνον του Αγαμέμνονος κατά την θριαμβευτικήν εκ της Τροίας επιστροφήν του υπό συζύγου, κατά της οποίας διεπράχθη βαρύ αμάρτημα και η οποία διέπραξεν αμάρτημα βαρύ. Αι Χοηφόροι παριστώσι την ανταπόδοσιν. Ο Ορέστης, ο οποίος ήτο παιδίον ότ' εδολοφονήθη ο πατήρ του, αφού εμεγάλωσεν εν τη εξορία, επανέρχεται μυστικά διά να τιμωρήση τον Αίγισθον και κατ' εντολήν του Απόλλωνος να φονεύση την μητέρα του.
Αι Χοηφόροι είναι υπό τινας επόψεις το περιπλοκώτατον των δραμάτων του Αισχύλου· υπάρχει σκηνή αναγνωρίσεως, αδύνατος εις τα καθ' έκαστα, αλλά μεγάλη εις συγκίνησιν· υπάρχει ωρισμένη πλεκτάνη, διά της οποίας οι εργάται της εκδικήσεως εισέρχονται εις το ανάκτορον· υπάρχει μεγάλη τόλμη εις την διαγραφήν πάντων των προσώπων μέχρις αυτής της παθητικής και γελοίας τροφού· υπάρχει επιφοιτώσα σκιά της άνωθεν του Ορέστου εξ αρχής επικρεμαμένης παραφροσύνης, η οποία γίνεται βαθυτέρα καθ' άς ώρας ο μητροκτόνος έχων έναυλον την φοβεράν φωνήν του Απόλλωνος, ταλαντεύεται μεταξύ δύο φόβων, μέχρι της στιγμής ότε αι κατάραι της μητρός του λαμβάνουσιν ορατήν εις αυτόν μορφήν και φεύγει τας «φαιοχίτωνας» Ερινύς.
Αι Ευμενίδες είναι δραματικαί εις την αρχήν και καθαρώς θεαματικαί κατά το τέλος· υπάρχει αρκετόν μεγαλείον εν τη σκηνή της διαδικασίας, όπου ο Ορέστης κατηγορείται υπό του χορού των Ερινύων, υπερασπίζεται δε υπό του Απόλλωνος, και αθωώνεται διά της ψήφου της Αθηνάς. Αλλ' οι θεοί φέρονται πολύ πλησίον ημών και ο θεσμός του Αρείου πάγου δεν έχει δι' ημάς την θρησκευτικήν σημασίαν, ήν είχε διά τον Αισχύλον. Ό,τι δ' όμως ψυχραίνει ημάς, δηλ. η βαθμιαία χαλάρωσις του διαφέροντος μέχρις ού ο έλεος και ο φόβος αναλύονται ηρέμα εις καλλιτεχνικήν απόλαυσιν, ήτο, καθά μαρτυρούσι πάντα τα χορικά και πλείσται τραγωδίαι, είς των ουσιωδών κανόνων της Ελληνικής τέχνης. Σημειωτέον ότι και ο Σαικσπήρος ωμοίαζεν εις τούτο προς τους Έλληνας· διότι καταλήγει τας τραγωδίας του εις ηρεμωτέρας μεταξύ δευτερευόντων προσώπων σκηνάς, όπως και τα σοννέτα του εις ηρέμους στίχους. Τανάπαλιν ημείς σήμερον περαίνομεν τα δράματά μας εις τέλος δυνατόν και τα σοννέτα μας εις τον βαρύτατον των στίχων.
Το γενικόν πνεύμα του Αισχύλου παρενοήθη διά τον λόγον ότι ήκμαζε κατά την αρχήν προοδευτικωτάτης περιόδου. Ο σκαπανεύς του 490 εκλαμβάνεται ως αντιδραστικός του 404. Καθόλου ο Αισχύλος είναι πρόδρομος του σοφιστικού κινήματος, όπως ο Ευριπίδης είναι επίγονος αυτού. Πρώτον, είναι ενθουσιώδης δημοκρατικός του παλαιού τύπου, καθά μαρτυρούσιν οι υπέρ ελευθερίας παιάνες των Περσών. Τούτο είναι ακριβώς το πνεύμα, όπερ ο Ηρόδοτος παριστάνει ως ανυψώσαν τας Αθήνας από κοινού ιωνικού κράτους εις ηγεμονίδα της Ελλάδος. Ουδ' είναι μόνοι οι Πέρσαι. Ο βασιλεύς των Ικετίδων είναι στοιχειωδώς συνταγματικός· ο δε Προμηθεύς βρίθει διαμαρτυριών κατά του δεσποτισμού, αι οποίαι αποπνέουσι το αληθινόν αττικόν πνεύμα· μέγα μέρος του Αγαμέμνονος είναι αμείλικτος καταδίκη μονάρχου κατακτητικού. Είναι αλήθεια ότι διά των Ευμενίδων ο Αισχύλος υπερεξαίρει τον Άρειον Πάγον καθ' ούς χρόνους ο Εφιάλτης και ο Περικλής εζήτουν ν' αφαιρέσωσι μέγα μέρος των δικαιωμάτων του· και δεν ήτο μεν αντίπαλος του Περικλέους, ο οποίος υπήρξε χορηγός του μίαν τουλάχιστον φοράν, αλλ' ήτο άνθρωπος του 490. Εις δε την γενεάν εκείνην, καθώς μας εδίδαξεν η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλους, ο Άρειος Πάγος εφαίνετο η ενσάρκωσις των περσομάχων Αθηνών, ενώ διά την νεολαίαν του 460 ήτο απηρχαιωμένον και ανώμαλον σωματείον.
Περί δε της θρησκευτικής ευλαβείας του Αισχύλου, γινώσκομεν ότι ο ποιητής κατεδιώχθη, ως διακοινώσας ή άλλως βεβηλώσας τα μυστήρια, όπερ αποδεικνύει ότι ήτο μισητός εις την φιλόθρησκον μερίδα. Δυνάμεθα δε ν' αποδεχθώμεν ό,τι ρητώς λέγει ο Κλήμης και υποσημαίνει ο Αριστοτέλης, ότι δηλαδή διέφυγεν, αποδείξας ότι δεν είχε μυηθή και επομένως ουδέν είχε να διακοινώση. Αλλ' αν πιστεύσωμεν και μόνον ότι ο Ελευσίνιος ευπατρίδης δεν είχε μυηθή, τούτο σημαίνει τάσιν τινά εναντίαν των ιερέων. Πάντως δε φαίνεται ότι αυτός ουδέν έλαβεν ιερατικόν αξίωμα, όπως ο Πίνδαρος και ο Σοφοκλής, θα κατετάσσετο δε μετά των πολιτών εκείνων, οίτινες δεν ηδύναντο να συγχωρήσωσιν ή να λησμονήσωσι την προ του πολέμου ανανδρίαν των Δελφών. Οπωςδήποτε και αν έχη τούτο, θρησκευτικώς ο Αισχύλος είναι καθόλου πρόδρομος του Ευριπίδου· αλλ' αυτός μεν ίσταται επί βαθμίδος, όπως φαίνεται ακόμη δυνατός ο συμβιβασμός των κυρίων τύπων της καθεστώσης θρησκείας μετά της ηθικής και της λογικής· ο Ευριπίδης έφθασεν εις απώτερον σημείον, όθεν η διαφορά φαίνεται αθεράπευτος. Και αν αφήσωμεν τον Προμηθέα, ο οποίος είναι πράγματι ανατρεπτικός, καίτοι εν ταις λεπτομερείαις δυσερμήνευτος, ο ποιητής, ο λέγων ότι τον γόον των πτηνών, όσα έχασαν τους νεοσσούς των, ακούει «ή τις Απόλλων ή Παν ή Ζεύς { some Apollo, some Pan or Zeus } (Αγαμ. 55.), ο λέγων «Ζευς, όστις ποτ' εστίν» { Zeus, whoe'er he be}, ο ομολογών ο
«ουκ έχω προσεικάσαι πάντ' επισταθμώμενος
πλην Διός, ει το μάταν από φροντίδος άχθος
χρη βαλείν ετητύμως,
{ there is no power I can find, though I sink my plummet through all being, except only Zeus, if I would in very truth cast off this aimless burden of my heart }
απέχει πολύ της Πινδαρικής πολυθεΐας. Ενίοτε προσπαθεί να πιστεύση τον Δία ως θεόν λογικόν, αντίθετον προς τας τυφλάς τιτανικάς δυνάμεις του Ησιοδείου μύθου·
«Ουδ' όστις πάροιθεν ήν μέγας,
παμμάχω θράσει βρύων
ουδέ λέγεται πριν ων·
ός δ' έπειτ' έφυ, τριακτήρος οίχεται τυχών.
Ζήνα δε τις προφρόνως επινίκια κλάζων
τεύξεται φρενών το παν·
τον φρονείν βροτούς οδώ-
σαντα, τον πάθει μάθος
θέντα κυρίως έχειν».
{ Lo, there was one great of yore, swollen with strength and lust of battle, yet it shall not even be said of him that once he was! And he who came thereafter met his conqueror, and is gone. Call thou on Zeus by names of Victory. . . . Zeus, who made for Man the road to Thought, who stablished 'Learn by Suffering' to be an abiding Law! }
Ταύτα βεβαίως δεν είναι άρθρα πίστεως των Δελφών ή της Ελευσίνος· είναι ανυπόκριτοι ανθρώπινοι στοχασμοί, απωθούντες τα μυστήρια, ενέχοντες άρνησιν της κοινής πολυθεΐας και αντίληψιν, μεταφορικήν ίσως, αλλ' εμφαίνουσαν αληθινήν πίστιν πε?? σειράς θεών κυβερνησάντων τον κόσμον, δηλαδή μακρόν αγώνα μεταξύ φυσικών δυνάμεων, καταλήξαντα εις την παρούσαν τάξιν, την ερειδομένην επί του λόγου και ομοιάζουσαν προς την πολιτικήν τάξιν, την οποίαν ο Αισχύλος είδε κρατούσαν διά των Αθηναϊκών νόμων. Αν συγκρίνωμεν ταύτα προς τους στίχους του Ευριπίδου (Τρωάδων 884)
ω γης όχημα καπί γης έχων έδραν,
όστις ποτ' ει συ, δυστόπαστος ειδέναι,
Ζευς, είτ' ανάγκη φύσεος, είτε νους βροτών,
προσηυξάμην σε· πάντα γαρ δι' αψόφου
βαίνων κελεύθου κατά δίκην τα θνήτ' άγεις.
{ Base of the world and o'er the world enthroned, Whoe'er thou art, Unknown and hard of surmise, Cause-chain of Things or Man's own Reason, God, I give thee worship, who by noiseless paths Of justice leadest all that breathes and dies! }
βλέπομεν το αυτό πνεύμα, αλλά βαίνον περαιτέρω· διότι οι στίχοι είναι σαφέστεροι, έπειτα δε ο τρίτος είν' επαναστατικός, εν τέλει δε το μικρόν θρησκευτικόν υπόλειμμα, όπερ το χωρίον περιέχει, απορρίπτεται ως απατηλόν! Η θεία θρησκεία, διά την οποίαν απονέμονται ευχαριστήρια, αστοχεί· η άψοφος κέλευθος άγει εις αδίκους ερημίας, τουλάχιστον εφόσον το βλέμμα των θνητών δύναται να φθάση.
Ο μόνος σωθείς θρήσκος Έλλην ποιητής είναι ο Πίνδαρος. Ο Σοφοκλής ανέλαβε θρησκευτικόν αξίωμα και ίδρυσεν ιερόν, αλλ' επειδή κατά τους χρόνους του επεκράτησεν ο λόγος, ο ποιητής εκείνος, φύσει συμπαθής, αντανακλά αυτόν ασυναισθήτως.
Περί των θετικών ιδεών, των θρησκευτικών και των ηθικών, όσας εκφράζουσιν αι τραγωδίαι του Αισχύλου, πολλά εγράφησαν μέχρι τούδε. Εις τοιούτου είδους κριτικήν είναι δύσκολον ν' αποφύγη κανείς τα άκρα, οι δε κριτικοί καθόλου υπήρξαν μάλλον ιστορικοί της φιλοσοφίας ή ερασταί της ελληνικής ποιήσεως. Αλλ’ ίσως δυνάμεθα να διακρίνωμεν εν τω Αισχύλω σαφέστερον των άλλων συγγραφέων τρεις χαρακτηριστικούς τρόπους του βλέπειν εις την ζωήν. Αι τραγωδίαι του, καθώς ίσως πάσαι αι μεγάλαι τραγωδίαι, πηγάζουσιν έκ τινος ισχυράς εσωτερικής θελήσεως, — είτε διανοουμένης είτε συγκινουμένης είτε παθαινομένης, — η οποία μάχεται κατά ισχυροτέρων εξωτερικών δυνάμεων, είτε περιστάσεων, είτε νόμων, είτε θεών. Ο Αισχύλος ήτο ο υπέρ πάντα άλλον άνθρωπον αισθανόμενος τα ανυπέρβλητα εμπόδια, κατά των οποίων παλαίει η ανθρωπίνη φύσις· εξ άλλου η ανατροπή του μεγάλου βασιλέως ήτο η κυριωτάτη σκέψις των τότε Ελλήνων. Τοιουτοτρόπως ο κίνδυνος ο εκ της ανθρωπίνης «ύβρεως» και του θείου «φθόνου» — το ότι δηλαδή η βούλησις του ανθρώπου στοχάζεται μακροτέρον παρ' όσον φθάνει — είναι μία των προδηλοτέρων του Αισχύλου ιδεών.
Άλλη είναι η πεποίθησις αυτού εις το αναπόδραστον· όχι μοιρολατρεία, ουδέ σκιά ταύτης κατά την κοινήν σημασίαν, αλλά σκέψις καταλαμβάνουσα πλείστους ανθρώπους, βλέποντας μεγάλην συμφοράν, ότι αυτή είναι το φυσικόν επακολούθημα πολλών προηγουμένων λόγων. Τα εγκλήματα των Αισχυλείων δραμάτων είναι διττώς κληρονομικά. Αι μεγάλαι οικίαι των Θηβών και των Μυκηνών είχον ό,τι ημείς θα ωνομάζομεν σπέρμα εγκληματικής παραφροσύνης, όπως απεικονίζεται σαφώς εν τη Ηλέκτρα του Ευριπίδου. Ο Ορέστης ήτο υιός δολοφόνου γυναικός και ανδρός «πολυκτόνου». Οι δε προγονοί του ήσαν αγέρωχοι και στασιαστικοί «βασιλείς», των οποίων τα πάθη ευκόλως παρέφερον αυτούς εις εγκλήματα. Αλλά και αυτό καθ' εαυτό το έγκλημα είναι κληρονομικόν. Δηλαδή ο άγριος κτύπος φέρει κατ' ανάγκην τον αντίκτυπον, την παλαιάν τυφλήν εκδίκησιν, το αδίκημα όπερ εκπλύνει το άλλο αδίκημα. Τούτο βεβαίως είναι πράγμα απλούν· αλλ' ο ποιητής το παριστάνει υπό μυστηριώδη και συμβολικήν μορφήν το παλαιόν αίμα παραμένει νωπόν επί του εδάφους, κράζον άλλο αίμα να το πλύνη. Το αδίκημα γεννά τέκνα κατ' εικόνα του. Η πρώτη αμαρτία παράγει Αράν καθημένην επί του τόπου του εγκλήματος ή επί της καρδίας και ίσως της φυλής του αμαρτήσαντος. Κατά πόσον τούτο είναι μεταφορά ή πραγματική πίστις του ποιητού, είναι πρόβλημα δυσαπόκριτον.
Η άλυσις αυτή των ιδεών αναποδράστως άγει εις το ερώτημα, ποίον λοιπόν είναι το τέρμα του αδικήματος, του αιωνίως εκδικουμένου και αναγεννωμένου; Δύναται, εννοείται, να μη υπάρχη άλλο τέλος παρά την εξάλειψιν της οικογενείας καθώς εν τη Θηβαϊκή τριλογία· αλλά δύναται να έλθη και στιγμή, ότε τέλος πάντων ο νόμος ή η δικαιοσύνη δύναται να επεμβή και να είπη την τελικήν και ικανοποιητικήν λέξιν. Διαλλαγή είναι το τέλος της Ορεστείας, της τριλογίας του Προμηθέως και της των * Δαναΐδων. Και εδώ πάλιν έχομεν κατοπτρισμόν των χρόνων του Αισχύλου, δηλαδή απόδειξιν του Αθηναϊκού πολιτισμού και της ευνομίας.
Επιθεωρούντες τα σωθέντα δράματα και ταποσπάσματα ως σύνολον, ευρίσκομεν ποικίλα δείγματα και της περιόδου εκείνης και της φύσεως του ποιητού. Είναι χαρακτηριστικόν και των δύο ότι ο Αισχύλος έγραψε και σατυρικά δράματα πολλά και, ως φαίνεται, καλά. Πράγματι τιτανικά πνεύματα, οποία τότε μεν ήσαν ο Αισχύλος και ο Δημόκριτος, κατά δε τους ημετέρους χρόνους ο Βίκτωρ Ουγγώ και ο Καρλάιλ, οσάκις ευθυμούσι, τέρπονται και τέρπουσιν. Είς των αληθώς απλοϊκών αστεϊσμών του Αισχύλου, υπήρχεν εν τω σατυρικώ δράματι, όπερ ωνομάζετο *Προμηθεύς πυρκαεύς, όπου το πυρ εφέρετο κατά πρώτον εις τον κόσμον και οι άγριοι σάτυροι, έξαλλοι διά την λάμψιν έκαιον τα γένειά των, δοκιμάζοντες να το φιλήσουν. (Το πράγμα γίνεται κοινότερον αλλά και κοσμικώτερον εν τω σατυρικώ δράματι του Σοφοκλέους, τω * Ελένης γάμω, όπου οι σάτυροι επίσης τρελαίνονται διά την Ελένην). Της περιόδου εκείνης χαρακτηριστικόν είναι κυρίως το πλήθος των οραμάτων, όσα ωνομάζοντο εκ του χορού, ο οποίος ήτο ακόμη το κύριον μέρος, αι *Βασσάραι, οι * Ηδωνοί, αι *Νηρεΐδες κτλ. Άλλο χαρακτηριστικόν είναι η αγάπη του ποιητού προς την γεωγραφίαν. Ο Ηρόδοτος δεν είχεν ακόμη γράψει και γινώσκομεν πόσον θαυμάσιοι εφαίνοντο εις τους χρόνους του οι απώτεροι τόποι της γης· οι Αθηναίοι του Αισχύλου ηγάπων τας τοιαύτας περιγραφάς και διότι εξήγειρον την φαντασίαν των, και διότι η ακμή των Αθηνών ώθει αυτούς προς τα έξω χάριν ερευνών η χάριν εμπορίου. Των σωζομένων δραμάτων πρώτος ο Προμηθεύς γέμει γεωγραφικών μυθολογημάτων, έπειτα δε οι Πέρσαι και κατόπιν αι Ικέτιδες· και αυτός ο Αγαμέμνων έχει την απαρίθμησιν των σταθμών των φρυκτών. Ο * Γλαύκος ο πόντιος και η *Νιόβη, πιθανώς δε και οι * Μυσοί θα έγεμον τοιούτων περιγραφών. Αλλά το παράδειγμα τούτο του Αισχύλου δεν ηύρε μιμητήν. Ο μεν Σοφοκλής έχει την γνωστήν προς τον Ηρόδοτον κλίσιν και αγαπά τα γεωγραφικά επίθετα ως κοσμητικά, αλλά το προς την ιστορίην διαφέρον αυτού είναι περιωρισμένον. Ο δ' Ευριπίδης, ο ζητητικώτατος περί πάντας τους λοιπούς κλάδους της γνώσεως, είν' εντελώς αδιάφορος εις τούτον.
Κατά την εκλογήν των θεμάτων ο Αισχύλος προτιμά τα υπεράνθρωπα ήτοι τα υπερκόσμια, τα οποία παραδόξως συνδυάζονται προς την γεωγραφικήν ταύτην αγάπην. Ο Προμηθεύς αρχίζει τοιουτοτρόπως
«Χθονός μεν ες τηλουρόν ήκομεν πέδον
Σκύθην ες οίμον, άβροτον εις ερημίαν».
{ Lo, we are come to the farthest verge of the world, to where the Scythians wander, an unearthly desolation! }
Εκεί είναι η αληθινή κατοικία του Αισχύλου και εκεί η μεγάλη του φωνή ακούεται φυσική και ανεμπόδιστος. Πολλά των χαμένων του δραμάτων έχουσι σκηνήν το βασίλειον εκείνο, όπερ λέγει ο Σοφοκλής [απόσπ. 658]
υπέρ τε πόντον πάντ' έπ' έσχατα χθονός
νυκτός τε πηγάς ουρανού τ' αναπτυχάς,
Φοίβου παλαιόν κήπον·
{ The last peaks of the world, beyond all seas, Well-springs of night and gleams of opened heaven, The old garden of the Sun. }
τοιαύτη ήτο η σκηνή των * Ηλιάδων, όπου ο Αισχύλος επραγματεύετο τον μύθον του Φαέθοντος, των * Ψυχαγωγών, όπου ο Ζευς εζύγιζε την μοίραν του Έκτορος και του Αχιλλέως, του *Ιξίονος, του * Μέμνονος· και τα πολυάριθμα δράματα του Διονυσιακού κύκλου δεικνύουσι το αυτό πνεύμα.
Κατά μέρος μεν ένεκα της νηπιότητος της τέχνης, κατά μέρος δ' εκ της τάσεως της μεγαλοφυίας του συχνά εξέλεγεν ο Αισχύλος θέματα κατά το φαινόμενον ουδεμίαν έχοντα πλοκήν, όπως αι Ικέτιδες και οι Πέρσαι. Απλώς παριστάνει μίαν θέσιν, ρίπτεται εντός αυτής και την φωτίζει διά της λάμψεως των λυρικών του στίχων. Και ο Ευριπίδης έκαμε το πείραμα τούτο π. χ. εις τας Ικέτιδας και τους Ηρακλείδας. Αλλ' ο Σοφοκλής ουδέποτ' ερριψοκινδύνευε τοιουτοτρόπως, πλην ίσως εν τω *Ελένης γάμω. Είναι δε περίεργον ότι ο Αισχύλος αντιθέτως προς τους διαδόχους του απέφυγεν εντελώς τους τοπικούς μύθους· ίσως διότι ησθάνετο ότι τα θέματα ταύτα ήσαν πολύ πτωχά, η δ' ευρύτης των μηδικών είχεν εξαφανίσει πάντα τα μικροτέρα πράγματα εκ του ορίζοντος της φιλοπατρίας του.
Διδακτική είναι η σύγκρισις των αποσπασμάτων των τριών μεγάλων τραγικών· εν γένει ταποσπάσματα είναι γνωμικά και δεικνύουσι την κλίσιν του πνεύματος των συγγραφέων. Ο μεν Σοφοκλής γράφει γνώμας, αλλ' ολίγας, μη αγαπών τας θεωρίας και γενικότητας, καίτοι λαλεί περί της δυνάμεως του πλούτου (απόσπ. 88) και των λέξεων (απόσπ. 192) και των κακών γυναικών (απόσπ. 188). Ο δ' Ευριπίδης, τουναντίον, υπεραγαπά τας γενικότητας περί πάντων των επουρανίων και επιγείων. Είναι δε κομψός και απλούς, μάλιστα τόσον απλούς, ώστε απρόσεκτος αναγνώστης αφαιρείται.
Ουδείς προσαιτών βίοτον ηράσθη βροτών. (απ. 322)
{ Love does not vex the man who begs his bread }
Τις δ' οίδεν ει το ζην μεν εστι κατθανείν,
το κατθανείν δε ζην κάτω νομίζεται. (απ. 639)
{ Who knoweth if we quick be verily dead, And our death life to them that once have passed it? }
Ενίοτε, καθώς εν τοις λόγοις της Φαίδρας και της Μηδείας, πραγματεύεται λεπτώς ψυχολογικόν τι ζήτημα, λέγει δε πολλά περί του πλούτου και της δουλείας και της δυνάμεως του λόγου. Αλλ' ο Αισχύλος ουδέποτε σκέπτεται περί τοιούτων πραγμάτων. Έχει μεγάλους τινάς στίχους περί έρωτος (απόσπ. 44) αλλ' αι συνήθεις γνώμαι του είναι καθώς η εν τη * Νιόβη
Μόνος θεών γαρ θάνατος ου δώρων ερά
ουδ' αν τι θύων, ουδ' επισπένδων άνοις,
ουδ' έστι βωμός, ουδέ παιωνίζεται
μόνον δε Πειθώ δαιμόνων αποστατεί· [αποσπ.
{ Lo, one god craves no gift. Thou shalt not bend him By much drink-offering and burnt sacrifice. He hath no attar, hearkeneth to no song, And fair Persuasion standeth far from Death }
Ενίοτε ο Αισχύλος λυπεί την νεωτέραν καλαισθησίαν· προ πάντων οι μακροί δραματικοί του λόγοι είναι τόσον θυελλωδώς μεγάλοι, ώστ' εκ πρώτης όψεως δεν διακρίνει κανείς την λεπτήν ψυχολογίαν· π.χ. ο λόγος, διά του οποίου η Κλυταιμήστρα υποδέχεται τον άνδρα της. Αγνοεί αν εκείνος ήκουσε τίποτε περί της απιστίας της· γνωρίζει ότι αυτή δεν έχει φίλους, ότι ο άνθρωπος τον οποίον ετρόμαζεν εις τα όνειρά της, επέστρεψε, και ότι η τελευταία ώρα δι' εκείνον ή δι' εκείνην ήλθε· προσπαθεί ως μελλοθάνατος να δικαιολογηθή· συχνά της έρχεται να λιποθυμήσει, αλλ' εφ' όσον ομιλεί συνάγει θάρρος, και τελειώνει εν μέσω της νευρικής εντάσεως [μετά φρικτών περί του παρασκευασμένου φόνου υπαινιγμών·]
ευθύς γενέσθω πορφυρόστρωτος πόρος
ες δώμ' άελπτον ως αν ηγήται δίκη
(241).
{ Let all his path be red, and Justice guide him, Who saw his deeds, at last, unhoped for, home! }
Ο Σοφοκλής υπό του θρύλου διεμορφώθη εις πρόσωπον ιδανικής γαλήνης και
ευτυχίας. Αληθώς δε ο βίος του συμπίπτει προς την μεγίστην της πατρίδος του
ακμήν. Ήτο δηλαδή νεώτερος ή ώστε να κακοπαθήση πολύ κατά την φυγήν του
480, απέθανε δε πριν να κυριευθώσιν αι Αθήναι. Ήτο πλούσιος, ευσεβής,
εύμορφος, εύθυμος, φιλήδονος, έξυπνος, και είχε την χάριν ν' αγαπάται πανταχού
και υπό πάντων· είχε τους δύο εκείνους πόρους του βίου, τους μόνους ίσως μη
βλαπτομένους εκ του πολέμου, δηλαδή την οπλοποιίαν και την υπό της πόλεως
συντηρουμένην δραματουργίαν. Ενίκησε δε τας πλείστας νίκας, δηλαδή είκοσιν,
ενώ ο Ευριπίδης πέντε· (αι του Αισχύλου συνέβησαν ότε η άμιλλα ήτο μικροτέρα).
Ανεμείχθη εις τα πολιτικά, καίτοι δε η πρακτική του ικανότης ήτο μετρία, ανήλθεν
εις τα επιφανέστατα της πόλεως αξιώματα. Έστεργε πάντοτε τας Αθήνας και δεν
εδοκίμασε πικρίαν τοιαύτην ώστε να ζητήση παρηγορίαν εις ξένας αυλάς, όπως οι
ομότεχνοί του. Εις ταύτα δυνάμεθα να προσθέσωμεν ότι ήτο και καλλιτέχνης
άψογος, ολίγα δεικνύων σημεία θείας δυσμενείας
(242). Ο
πατήρ του ήτο πλούσιος οπλοποιός και τέλειος πολίτης, όχι μέτοικος, ως ο
Κέφαλος. Εδιδάχθη δε ο Σοφοκλής την μουσικήν παρά του Λάμπρου, ελέγετο δε ότι
κατά τα επινίκια της Σαλαμίνος εξήρχε «μετά λύρας γυμνός τοις παιανίζουσι
περί το τρόπαιον». Την πρώτην νίκην ενίκησε κατά τα 408, ότε ήτο 28 ετών,
πιθανώς διά του *Τριπτολέμου. Αύτη ήτο η πρώτη επιτυχία τοπικού
δράματος, διότι ο Τριπτόλεμος ήτο επιχώριος ήρως, ουδαμού μνημονευόμενος υπό
του Ομήρου. Η δε περί της νίκης ταύτης παράδοσις διεκοσμήθη ως εξής· ότι
δηλαδή εν τω θεάτρω υπήρχε τόση ταραχή, ώστε ο άρχων αίφνης, καταργήσας
τους πέντε συνήθεις κριτάς, παρεκάλεσε τους δέκα στρατηγούς, τους μόλις
επιστρέψαντας εκ της εκστρατείας, να κρίνωσιν αυτοί τον αγώνα. Η πρώτη ήττα
του Αισχύλου υπό της νεωτέρας γενεάς, η οποία δεν είχε γνωρίσει τον Μαραθώνα
και την Σαλαμίνα, θα εγέννησε την αυτήν δυσθυμίαν οποία θα εκράτησεν εν τη
νεωτέρα Ελλάδι και τη Ιταλία εναντίον των πρώτων πρωθυπουργών, οίτινες δεν
επολέμησαν κατά τους υπέρ ανεξαρτησίας αγώνας.
Έν των πρωιμωτάτων δραμάτων του Σοφοκλέους ήσαν πιθανώς αι * Πλύντριαι. Η σκηνή, όπου εφαίνετο η Ναυσικά και αι αμφίπολοι παρά την θάλασσαν, ενθυμίζει την παλαιάν ορχήστραν, πριν ή καθιερωθή οριστικώς η πρόσοψις ανακτόρου, αυτός δε ο ποιητής υπεδύθη την Ναυσικάν, όπερ θα ήτο δυνατόν κατά την πρώτην του νεότητα. Αρχαιότατον των χρονολογουμένων έργων του είναι η Αντιγόνη, η οποία εδιδάχθη ολίγον πριν ο ποιητής αναδειχθή στρατηγός κατά τον Σαμιακόν πόλεμον του 440, και απετέλει κατά τους ευφυολόγους τον κυριώτατον λόγον της εκλογής του. Ο ποιητής Ίων, ο οποίος συνήντησεν τον Σοφοκλή εν Χίω περιέγραψεν αυτόν ως εύθυμον και ομιλητικώτατον «τα μέντοι πολιτικά (λέγει) ούτε σοφός ούτε ρεκτήριος ην, αλλ' ως αν τις είς των χρηστών Αθηναίων» { of public affairs he "understood about as much as the average educated Athenian." }. Κατά τα 443 [ως μανθάνομεν εξ ευρεθείσης επιγραφής] (243) ήτο ελληνοταμίας, δηλ. ταμίας του συμμαχικού φόρου, και δεν απέτυχεν εις το έργον. Η φήμη και δημοτικότης του φαίνεται ότι ήσαν μεγάλαι, άλλως δεν θα εξελέγετο είς των δέκα προβούλων, των κατασταθέντων μετά την εις Σικελίαν εκστρατείαν του 413. Είναι δε αξιομνημόνευτον, ότι δικασθείς μετά των άλλων, διότι συνέπραξεν εις την εγκατάστασιν της ολιγαρχικής Βουλής του 411, ηθωώθη, ειπών αφελέστατα «ου γαρ ην άλλα βελτίω».
Αδέσποτος θρύλος [μνημονευόμενος υπό του Κικέρωνος] αναφέρει οικογενειακόν επεισόδιον του τέλους της ζωής του, αποδιδόμενον εις τας σχέσεις του μετά της Σικυωνίας εταίρας Θεωρίδος. Ο [εκ της Νικοστράτης| νόμιμος υιός του Ιοφών ενεκάλεσεν αυτών ως ανίκανον πλέον να διοική την οικογενειακήν περιουσίαν. Ο Σοφοκλής ανέγνωσε τότε χορικών του Οιδίποδος του επί Κολωνώ, όπερ έγραφε, και ούτως απέδειξε την πνευματικήν ακμήν του. Το ανέκδοτον όζει κωμωδίας, τα δε εις τον ποιητήν κατά τον χρόνον του θανάτου του αναφερόμενα, ιδίως υπό του Αριστοφάνους εν τοις Βατράχοις και υπό Φρυνίχου του Ευνομίδου εν ταις * Μούσαις, αποκλείουσι την πιθανότητα, ότι προ μικρού είχε συμβή εις αυτών τίποτε σπουδαίον. Ο Σοφοκλής απέθανε κατά τα 406 ολίγους μήνας μετά τον Ευριπίδην, εις τιμήν του οποίου εισήγαγε τον τελευταίον του χορόν και τους υποκριτάς αστεφανώτους «εν τω προάγωνι». Ο τάφος του έκειτο επί της εις Δεκέλειαν οδού, [το δε Μέγα ετυμολογικόν λέγει ότι] προσεφέροντο εις αυτών ως εις ήρωα «Δεξίωνα» θυσίαι, επί τω λόγω ότι «εδέξατό» ποτε τον θεόν Ασκληπιόν εις την οικίαν του. Όντως υπήρξεν ιερεύς του Ασκληπιάδου ήρωος Άλκωνος [όπερ κατά τας επιγραφάς ο Körte διώρθωσεν Αμύνου] και ίδρυσεν Ιερών εις των Μηνυτήν Ηρακλέα· αλλά των πραγματικών λόγον της εις αυτόν λατρείας διασαφεί μάλλον τούτο, ότι είχεν ιδρύσει «ταις Μούσαις θίασον», είδος τι θεατρικής λέσχης των «περί Διόνυσον τεχνιτών». Τοιουτοτρόπως απέβη ήρως ιδρυτής, ως ο Πλάτων και ο Επίκουρος, και αναμφιβόλως ετιμάτο διά θυμιαμάτων και ωδής κατά την γενέθλιον του ημέραν.
Ο Σοφοκλής έγραφε σχεδόν αδιακόπως επί 60 έτη· αξιόλογον χωρίον του Πλουτάρχου σκοπεί ναποδώση την ιδίαν του ποιητού εκτίμησιν περί της αναπτύξεως της τέχνης του. Ότι αυταί αι λέξεις είναι αληθώς ιδικαί του, δεν είναι πιστευτόν· αλλ' η χρήσις των όρων δεικνύει φράσεις παλαιοτάτας· δυστυχώς το χωρίον είν' εφθαρμένον (244). Πρώτον «έλεγε τον Αισχύλου διαπεπαικώς(;) όγκον» — δηλ. αφού ενέπαιξεν, ή αφού απεσκοράκισε την μεγαλορρημοσύνην του Αισχύλου; — «είτα το πικρόν και κατάτεχνον της αυτού κατασκευής, τρίτον ήδη το της λέξεως μεταβάλλειν είδος», ήτοι τέλος έφθασεν εις ευκολώτερον και απλούστερον ύφος και έμεινεν, ως φαίνεται, ευχαριστημένος. Ο Bergk ευρίσκει ίχνη «Αισχυλείου περιόδου» επί τινων αποσπασμάτων του Σοφοκλέους, είναι δε περίεργον ότι αρχαίοι κριτικοί εύρισκον « Σοφόκλειον χαρακτήρα» εν τω ψευδευριπιδείω Ρήσω. (Ούτος δεν ομοιάζει προς τας σωζομένας τελευταίας τραγωδίας του Σοφοκλέους, αλλά μάλλον υπεμφαίνει μίμησίν τινα του Αισχύλου, γενομένην κατά των τέταρτον αιώνα). Μέρος της κατατέχνου τάσεως — η λέξις δύναται να μεταφρασθή και «τεχνικής» ή «επαγγελματικής» — καταφαίνεται εν ταις σκηνικαίς μεταβολαίς, αι οποίαι ιδιαιτέρως αποδίδονται εις των Σοφοκλή, καίτοι βεβαίως πρέπει να φέρωμεν κατά νουν ότι η εις των ιερών χώρον παραδοχή «τριών υποκριτών και σκηνογραφίας» ωφείλετο κυρίως εις δημοσίαν απόφασιν και όχι εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν ενός ποιητού.
Ίσως η σπουδαιοτάτη του Σοφοκλέους μεταβολή ήτο η εν τη «οικονομία», ως έλεγον οι αρχαίοι Έλληνες, της τραγωδίας. Μετεχειρίζετο δηλ. όλην την μυθικήν του ύλην εις μίαν καλώς συγκροτουμένην και πλεκομένην υπόθεσιν και επομένως εδίδασκε συγχρόνως τρεις χωριστάς τραγωδίας αντί μιας συνεχομένης τριλογίας (245). Αλλά καθόλου ο Σοφοκλής ειργάζετο ως ευσυνείδητος καλλιτέχνης, καλλωπίζων τας λεπτομερείας, ζητών περισσότερα και λειότερα εργαλεία, και δι' επιτηδείας συναρμογής επιτυγχάνων έντεχνον κατασκευήν και τελείαν αποβολήν υπερβολής ή όγκου, αφού δεν ηδύνατο να πτερυγίζη τόσον πλησίον των ουρανών, όσον ο μέγας προκάτοχός του. Η «πικρά και κατάτεχνος» περίοδος καταφαίνεται καλώς εν τη Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα είναι κατάτεχνος υπό καλήν σημασίαν διά της τέχνης της πλοκής, των σαφών χαρακτήρων, του αρμόζοντος ύφους. Αλλά είναι «κατάτεχνος» και υπό κακήν σημασίαν. Παραδείγματος χάριν, εν τω λόγω του αγγέλου, όπου χρειάζεται μόνον ψευδής αγγελία του θανάτου του Ορέστου, ο ποιητής παρενείρει λαμπράν, μακράν και ήκιστα δραματικήν περιγραφήν των Πυθίων. Είναι και «πικρά». Ο Αισχύλος εν ταις Χοηφόροις είχε ζωηρώς αισθανθή την φρίκην της τραγωδίας του και έσυρε τα πρόσωπά του εις τον φόνον, παραφερόμενα υπό θυελλώδους συγκινήσεως, οδυνηράς και εν μέρει θρησκευτικής· ακμή του πάθους είναι βεβαίως η μητροκτονία, ο δε Ορέστης μετ' αυτήν παραφρονεί. Αλλ' εν τη Ηλέκτρα δεν υπάρχει τι τοιούτον. Η Ηλέκτρα δεν έχει τύψεις συνειδήσεως· ο Ορέστης δεν δεικνύει σημεία παραφροσύνης, την δε έντασιν αποτελεί όχι η κορύφωσις της φρίκης, η μητροκτονία, αλλά το δυσκολώτατον μέρος του έργου, η σφαγή του Αιγίσθου! Ο Αισχύλος, είχεν αποχωρίσει την Ηλέκτραν και την Κλυταιμήστραν· εδώ βλέπομεν αυτάς να επαναρχίζωσι την καθημερινήν λογομαχίαν. Τέλος δε αντί της φρικιαστικής κραυγής, όπου καταλήγουσιν αι Χοηφόροι.
πού δήτα κρανεί, ποί καταλήξει
μετακοιμισθέν μένος άτης;
{-" What is the end of
all this spilling of blood for blood?"-}
η Ηλέκτρα λήγει εις έκφρασιν εντελούς ικανοποιήσεως. Τούτο το πνεύμα παριστάνει την Ηλέκτραν κατά τα άλλα μεν τελείαν, αλλά τόσον άχαριν (246). Ίσως μερική τούτου εξήγησις είναι κάποια φυσική κλίσις του Σοφοκλέους προς την αυστηρότητα και απαρέσκεια προς την αισθηματολογίαν αλλά φαίνεται ότι συνετέλει και η τάσις του προς τον αρχαϊσμόν. Η γλώσσα του αρχαΐζει εξ αρχής μέχρι τέλους· και φαίνεται επίσης αρχαΐζουσα και η έμπνευσις.
Και οι τρείς τραγικοί επραγματεύθηοαν τον μύθον της Ηλέκτρας, αλλά κατά τρόπους χαρακτηριστικά διαφόρους. Το ρεαλιστικόν πνεύμα της Ηλέκτρας του Ευριπίδου είναι ολοφάνερον εις τους λυκοειδείς Πελοπίδας, τον αγαθόν αυτουργόν, και την οικτράν σκηνήν της μετανοίας και του αμοιβαίου ονειδισμού των δολοφόνων. Αλλά και ο Αισχύλος είχε προσπαθήσει να καταστήση ζωντανήν την υπόθεσιν· επήρε τον παλαιόν αιματηρόν μύθον κατά τρόπον σοβαρόν και συνταράσσοντα, όλως διάφορον του Ομήρου, αλλ' εξ ίσου δυνατόν· τοιουτοτρόπως ο Ορέστης του αισθάνεται και ομιλεί καθώς θα ωμίλει αυτός ο Αισχύλος. Μόνον ο Σοφοκλής αφήκε τον μύθον ακριβώς όπως τον ηύρεν. Εγνώριζεν ότι οι παλαιοί εκείνοι πολέμαρχοι δεν εσκότιζον πολύ την συνείδησίν των, ότι δηλαδή εσκότωναν κατά τον παλαιόν απλοϊκόν τρόπον. Δεν εδοκίμασε λοιπόν να τους μετρήση αναλόγως προς εαυτόν, κινδυνεύων να τους κάμη ασυμμέτρους προς το αρχαίον έπος. Η αυτή αντικειμενικότης διαφαίνεται και εις άλλο χαρακτηριστικόν του Σοφοκλέους, ότι τονίζει κυρίως την φυσικήν οδύνην εν τω Οιδίποδι, τον φυσικόν πόνον εν ταις Τραχινίαις και τω Φιλοκτήτη, τούτο δε είναι το πνεύμα του παλαιού και αγρίου έπους. (247)
Παρομοία επιφύλαξις κρατεί τον Σοφοκλή ασφαλή εντός των ορίων της τέχνης. Ποιητής αυστηρώς πιστός εις την πραγματικότητα ή τανάπαλιν αχαλίνωτος την φαντασίαν, διατρέχει τον κίνδυνον να κινήση ή την αγανάκτησιν των θεατών ή την θυμηδίαν. Ο Σοφοκλής αποφεύγει τους σκοπέλους τούτους, δεχόμενος εξ αρχής μέχρι τέλους την παράδοσιν περί των ηρώων και των μυθικών προσώπων όπως εύρισκεν αυτήν. Τα εις αυτόν αποδιδόμενα κριτικά λόγια· «παριστώ τους ανθρώπους οίους δει, Ευριπίδης δ' οίοι εισιν» { I draw men as they ought to be drawn ; Euripides draws them as they are }· ο Αισχύλος «τα δέοντα ποιεί αλλ' ουκ ειδώς γε» {Æschylus did the right thing, but without knowing it} πάντα σημαίνουσιν ό,τι λέγομεν «ακαδημαϊκήν» αντίληψιν της τέχνης. Ο Σοφοκλής είναι ο μόνος Έλλην ποιητής, ο «κλασσικός» κατά την κοινοτάτην σημασίαν, σχεδόν όπως και ο Βεργίλιος και ο Μίλτων. Και αυτό το τέλειόν του ύφος, το οποίον αποτελεί τόσον αισθητήν πρόοδον από της μεγαλορρημοσύνης του Αισχύλου, εμφαίνει μικρότερον ποιητήν, αλλά δεξιώτερον τεχνίτην. Ο υπεράνθρωπος λόγος του Αισχύλου φαίνεται οιονεί φυσικώς υπεράνθρωπος λόγος· είναι ακριβώς η γλώσσα, την οποίαν θα μετεχειρίζετο ο Προμηθεύς, ή εν εξάρσει και η Άτοσσα ή ο Αγαμέμνων. Αλλ' ούτε ο Οιδίπους, ούτε η Ηλέκτρα, ούτε κανείς άλλος θνητός εκτός πεπαιδευμένου Αθηναίον ποιητού θα ωμιλούσαν όπως παριστά τούτους ο Σοφοκλής. Τούτο το ιδικόν του χαρακτηριστικόν επέβαλεν ο Σοφοκλής ως τέλειον πρότυπον όχι μόνον εις τον Αριστοτέλη, αλλά και εις πάντας τους κριτικούς και τους γραμματικούς, απέμειναν δε μόνον οι ποιηταί θαυμάζοντες τον Αισχύλον, τον γράφοντα ως εν μέθη, και τον Ευριπίδην, τον συντριβόμενον μεταξύ των ακτών της ζωής και της ποιήσεως.
Ο αυτός εντός του μέτρου περιορισμός διακρίνεται και όπου ο ποιητής εγγίζει θρησκευτικά σημεία. Ως λέγει ο Σχολιαστής, (εις Ηλέκτραν 831) «τελέως αμηχανεί ο Σοφοκλής εις τους θεούς βλασφημών. Και γαρ εις ήν των θεοσεβεστάτων» {quite helpless in representing blasphemy}. Αντιπαραβάλετε λόγου χάριν τα όμοια χωρία της Αντιγόνης αυτού (στ. 1043) και του Ηρακλέους του Ευριπίδου (στ. 1232). Εν τω Ηρακλεί ο ήρως επιπλήττει τον Θησέα ότι θέλει να τον ανακουφίση εκ της οδύνης του και να εκκαλύψη την κεφαλήν του, όπερ αντέκειτο προς την κοινήν δεισιδαιμονίαν, ο δε Θησεύς απαντά διαρρήδην, ουδαμώς «μιαίνεις θνητός ών τα των θεών» {a mortal cannot pollute the eternally pure element}, και κατωτέρω ζητεί την χείρα του φίλου του· ότε δε ο Ηρακλής διστάζει «αλλ' αίμα μη σοις εξομόρξωμαι πέπλοις» {It is bloody, it will infect you with my crime!}, ο Θησεύς απαντά πάλιν «έκμασσε, φείδου μηδέν» {Let me clasp it, and fear not! }(στ. 1400). Τόσον τολμηρός ήτο ο Ευριπίδης· ενώ ο Σοφοκλής εγνώριζε μεν ότι μωρόν είναι να πιστεύη κανείς εις φυσικήν μόλυνσιν του αίματος και ότι ο θνητός δεν δύναται και θέλων να μολύνη το ηλιακόν φως, αλλ' εθεώρει τας γνώμας ταύτας ως ασεβείς ή ταπεινάς· εμβάλλει λοιπόν αυτάς ως βλασφημίας εις το στόμα του υβριστού Κρέοντος ουδείς παροξυσμός απιστίας ετάρασσε την συγκίνησίν του. Άλλην χαρακτηριστικήν διαφοράν των δύο ποιητών εμφαίνει ο τρόπος καθ' όν επραγματεύθησαν την αιμομιξίαν του Οιδίποδος. Ο Σοφοκλής συχνά την επαναλαμβάνει και τονίζει τας μετατροπάς των συγγενικών σχέσεων του ήρωος, αλλ' ουδέποτε την αισθάνεται κατά βάθος. Αντιπαραβάλετε προς την τραγικήν αυτού ρητορικήν την περί του αυτού πράγματος περιπαθή σκηνήν του Ευριπίδου εν τέλει των Φοινισσών, την ωραίαν συμπάθειαν, την οποίαν ο τυφλός διατηρεί προς την ταλαίπωρον Ιοκάστην, την πεποίθησίν του ότι αυτή, εάν έζη, θα τον συνώδευεν εις την εξορίαν χωρίς παράπονον [στ. 1617], τον τρυφερόν αποχαιρετισμόν προς τον νεκρόν της. Τι είχε προς ταύτα ν' απαντήση ο Κρέων; ενώ ηδήνατο, δεν ετόλμησε ν' αφήση άταφον την Ιοκάστην. Δεν είναι θαύμα ότι ο Σοφοκλής ενίκησε τετραπλασίας του Ευριπίδου νίκας! Δεν ήτο λίαν ευαίσθητος, ουδέ τολμηρός την φαντασίαν· εκ τούτου προέρχεται π. χ. το μόνον εν τη οικονομία του Οιδίποδος τον τυράννου σφάλμα. Η τραγωδία αυτή είναι θαύμα συνθέσεως· δηλ. εκάστη περιπέτεια επακολουθεί φυσικώτατα την άλλην, συγχρόνως δ' εκάστη εξαρτάται εκ των χαρακτήρων των προσώπων, επειδή δηλονότι ταύτα ήσαν οία ήσαν, προσέτι δε συντελεί και εις την διαγραφήν αυτών. Αλλ' ο Τειρεσίας έχει μίαν κηλίδα. Ο γηραιός μάντις έρχεται προς τον βασιλέα, έχων στερεάν απόφασιν να μη αποκαλύψη το απόρρητον, όπερ εφύλαττεν επί 16 έτη· και όμως το λέγει· διατί; εξ ακατασχέτου θυμού, επειδή τον ύβρισεν ο Οιδίπους. Τοιούτος μάντις υποβιβάζει το αξίωμα του· και όμως ο Σοφοκλής δεν φαίνεται ότι το εννοεί (248).
Ο Σοφοκλής λοιπόν εξιδανικεύει μεν, αλλά κάπως κατά συνθήκην. Δεν έχει ούτε την δημιουργικήν φλόγα του Αισχύλου, ούτε το εν τη σκέψει θάρρος ή την αβράν συμπάθειαν του Ευριπίδου. Αλλά παν ό,τι άλλο δύναται να λεχθή περί αυτού είναι μόνον ανεπιφύλακτος θαυμασμός. Πλοκή, ηθοποιία, περιβάλλον, πάντα ταύτα είναι σεμνά και «Ομηρικά»· η ανάλυσίς του, μέχρι του ορίου, όπου φθάνει, είναι θαυμασίως ασφαλής και αληθής· η γλώσσα του είναι θαύμα δυνάμεως λεπτής· η μελωδία του ιαμβικού του τριμέτρου, η προερχομένη εκ των βραχειών καταλήξεων του στίχου και των ποικίλων αυτού τομών, είναι απαράμιλλος· τα χορικά του είναι πάντοτε περίτεχνα και ωραία, αν και κάποτε καταλείπουσι την εντύπωσιν περισσής επεξεργασίας· εάν δεν έχουσι τον συγκινητικώτατον λυρισμόν του Αισχύλου και του Ευριπίδου, είν' εξ άλλου απηλλαγμένα και του κόμπου του ενός και της πολυλογίας του άλλου. Είναι δε βέβαιον ότι ο Σοφοκλής δεικνύει συχνά μίαν υψηλήν και σπανιωτάτην αρετήν. Αισθάνεται, καθώς ο Wordsworth, το μεγαλείον της τάξεως και της υγιείας· βλέπει τρόπον τινά το μέγεθος του θεού εν τη γαλήνη του κόσμου. Ολίγαι χείρες εκτός των ιδικών του ηδύναντο να καλλιτεχνήσωσι το εν τη Αντιγόνη στάσιμον περί της δεινότητος του ανθρώπου ή την πάροδον του χορού του Αίαντος περί μεγάλων και μικρών. Αλλά και η περίφημος εν τω επί Κολωνώ Οιδίποδι απάρνησις της ζωής
μη φύναι τον άπαντα νικά λόγον
έχει τόσον βάθος ηρεμίας, τόσην έλλειψιν παραφοράς, ώστε αν συγκριθώσι και τα αβρότατα και τολμηρότατα του Ευριπίδου μέλη, φαίνονται ταύτα ως ποιητικά πρωτόλεια.
Όσον ανόμοιοι και αν είναι οι δύο τραγικοί, εν τούτοις η οικονομία του Οιδίποδος του τυράννου ζωηρώς ενθυμίζει τα τελευταία του Ίψεν έργα. Από της πρώτης σκηνής η δράσις χωρεί κατ' ευθείαν και αδιάσπαστος προς το τέλος. Το δε διαφέρον στρέφεται όχι προς το τι πράττουσι τώρα οι ήρωες, αλλά προς την ανεύρεσιν του τι είχον άλλοτε διαπράξει. Και μία των ισχυροτάτων σκηνών είναι η προς αλλήλους εσκεμμένη και οδυνηρά εξομολόγησις του συζύγου και της γυναικός περί μερικών σκοτεινών σημείων της ζωής των, τα οποία μέχρι τότε είχον αφήσει σκεπασμένα. Ο μύθος του Οιδίποδος έχει το μέγα πλεονέκτημα ότι παρέχει τοιαύτην εν τω παρελθόντι πράξιν, την ακουσίαν πατροκτονίαν και την αιμομιξίαν, ώστε ο μεν ήρως βδελύσσεται εαυτόν, αλλ' όμως ημείς δεν τον αντιπαθούμεν. Και πράγματι ο χαρακτήρ του Οιδίποδος, η επιμονή του να μάθη την αλήθειαν αντί πάσης θυσίας, η εντελής περιφρόνησις του ιδικού του πόνου, πάντα ταύτα είναι ηρωικά και φυσικώς απορρέουσιν εκ του μύθου. Αλλά της Ιοκάστης η διαγραφή ήτο δύσκολος· και μόνον ότι ήτο πολύ πρεσβυτέρα του συζύγου της ήτο δυσάρεστον· αλλ' ο ποιητής έδωκεν εις αυτήν μεγαλοπρεπή θλίψιν, ήρεμον αξιοπρέπειαν και σκυθρωπήν αντίληψιν της ζωής, αρμόζουσαν εις γυναίκα πικρώς δοκιμασθείσαν. Βεβαίως ο αρχαϊκός μύθος έχει χονδράς απιθανότητας, αλλ' αύται, καθώς παρατηρεί ο Αριστοτέλης, κείνται έξω της τραγωδίας. Εν τη δράσει το παν είναι φυσικόν εκτός του τέλους. Διατί ο Οιδίπους εξορύσσει τους οφθαλμούς του; Η Ιοκάστη ενόησεν ότι ώφειλε ν' αποθάνη και εκρεμάσθη. Αυτός ο Οιδίπους εσκόπει να την φονεύση, αν μη τον προελάμβανε. Διατί δεν την ηκολούθησε; Βεβαίως πάσα ελευθέρα σύνθεσις τοιαύτην θα παρείχε λύσιν· αλλ' ο Σοφοκλής ήτο προσηλωμένος εις τον αρχαίον μύθον και ο μύθος έλεγε σαφέστατα ότι ο Οιδίπους έζησε τυφλός πολύν καιρόν κατόπιν. Ο Ευριπίδης απέφυγε δεξιώς την δυσκολίαν ταύτην. Ο Οιδίπους του συλλαμβάνεται και τυφλώνεται υπό των υπηκόων, φονεύσας ήδη την Ιοκάστην και ζητών να φονεύση τα τέκνα του και να φονευθή. Ως καθαρώς τεχνικόν έργον ο Τύραννος Οιδίπους του Σοφοκλέους είναι πραγματικώς άξιος της θέσεως, την οποίαν του έδωκεν ο Αριστοτέλης, είναι δηλαδή το ύψιστον πρότυπον της ελληνικής τραγωδίας. Έχει βαθείαν αλήθειαν συγκινήσεως και υψηλούς στοχασμούς· έχει θαυμαστήν ρώμην λόγου, ηθοποιίαν και φαντασίαν· και από της καθαράς απόψεως δραματικής εναργείας και τέχνης, ολίγαι οιουδήποτε δράματος σκηναί είναι τόσον ανεκφράστως τραγικαί, όσον η σιωπηλή έξοδος της Ιοκάστης, όταν αυτή μόνη συνείδε την επερχομένην καταστροφήν.
Ο Αίας — τον οποίον οι γραμματικοί επονομάζουσι μαστιγοφόρον προς διάκρισιν από του *Αίαντος του Λοκρού — είναι άκαμπτος και πρωιμωτάτη τραγωδία. Μόνον εν τω προλόγω και τω τελευταίω επεισοδίω έχει τρεις υποκριτάς και αυτοί πράγματι δεν φαίνονται χρησιμοποιούμενοι καλώς, όπως π. χ. εν τη Ηλέκτρα και τη Αντιγόνη. Ο Αίας ηττημένος υπό του Οδυσσέως κατά τον περί των όπλων του «Αχιλλέως αγώνα», ελύσσα μέχρις ού η Αθηνά του αφήρεσε το λογικόν. Απεπειράθη να προσβάλη τον Οδυσσέα και τους Ατρείδας εντός της σκηνής των και, καθώς ο Δον Κιχώτος, αντί τούτων επετέθη κατά προβάτων και βοών. Επανέρχεται εις τα λογικά του, απομακρύνεται εις έρημον παρά την θάλασσαν τόπον και εκεί πίπτει επί το ξίφος του. Τους τελευταίους πεντακοσίους στίχους καταλαμβάνει το ζήτημα της ταφής του, τέλος δε ο ασπονδότατος εχθρός του, ο Οδυσσεύς, πείθει τους Ατρείδας να τιμήσωσι τον νεκρόν. Ωραιότατα της τραγωδίας μέρη είναι οι εν τη μανία του λόγοι του ήρωος και προ πάντων η ηθογραφία της φίλης του Τεκμήσσης, της ευγενικής αιχμαλώτου, την οποίαν αυτός περιφρονεί και η οποία αληθώς υπερβαίνει τον ήρωα εις το θάρρος, την ψυχικήν δύναμιν και την αυταπάρνησιν. Αλλ' είναι δύσκολον να πεισθώμεν ότι ο Αίας όπως εσώθη είν' έργον ομοιόμορφον. Όχι μόνον το μέτρον ποικίλλει πολλαχού, αλλά και η αβρά Τέκμησσα και η αδυσώπητος Αθηνά φαίνονται φέρουσαι Ευριπίδειον επίδρασιν· άλλα δε τεκμήρια μεταγενεστέρας τέχνης, καθώς η κατάχρησις αγγέλων και η παράστασις του Μενελάου ως διεστραμμένου Σπαρτιάτου, συνδυαζόμενα προς το δυσανάλογον μήκος του περί της ταφής διαλόγου, γεννώσι την υπόνοιαν ότι το πρώιμον τούτο δράμα είναι κατόπιν επεξειργασμένον.
Η δε Αντιγόνη είναι ίσως η ενδοξοτάτη των ελληνικών τραγωδιών· ο μύθος στηρίζεται επί της αιωνίως συγκινητικής ιδέας του μαρτυρίου, της αφοσιώσεως εις υψηλοτέρον, άγραφον, νόμον, η οποία καταλήγει εις εξανάστασιν και παράβασιν του κατωτέρου, του γραπτού. Ο Πολυνείκης εσκοτώθη πολεμών εναντίον του σφετεριστού αδελφού του Ετεοκλέους και εναντίον της πατρίδος του· ο δε Κρέων — το όνομα σημαίνει απλώς «άρχων», όπερ εμφαίνει τους επισήμους μυθικούς ηγεμόνας — διατάσσει να ριφθή εις τους σκύλους και τα όρνεα ως προδότης, και απειλεί θάνατον κατά παντός πειρωμένου να τον θάψη. Η αδελφή του Αντιγόνη αποφασίζει να το πράξη· η άλλη αδελφή, η Ισμήνη, διστάζει και φοβείται. Η Αντιγόνη φωράται, αρνείται να υπακούση και καταδικάζεται. Η Ισμήνη δοκιμάζει να συμμερισθή την καταδίκην· ο εραστής της Αίμων ικετεύει· αλλά και οι δύο ματαιοπονούσιν. Ο Κρέων είναι αδυσώπητος. Ο Αίμων ορμά προς τον τύμβον, όπου κατεχώσθη ζωντανή η Αντιγόνη, την ευρίσκει νεκράν και «αυτόχειρ αιμάσσεται». {slays himself}
Εκτός της καλλονής των λεπτομερειών του δράματος τούτου, ιδίως της του ύφους, η μεγαλοφυία του ποιητού καταφαίνεται και εν τούτω, ότι η Αντιγόνη δεν έχει σαφώς ωρισμένον ελατήριον ή δικαιολογίαν ακριβή της πράξεώς της· έθαψε τον αδελφόν της διότι ο αγών του ήτο δίκαιος· και διότι ο θάνατος ήτο αρκετή των αδικημάτων του ποινή· και διότι αυτή δεν επλάσθη διά να συμμερίζεται μίση, αλλ' αγάπην· και διότι άταφος νεκρός είναι προσβολή κατά των θεών· και διότι η καρδία της ανήκει εις τους νεκρούς· και διότι ποθεί ν' αποθάνη. Κάπου δικαιολογείται κατ' αδέξιον και φαινομενικώς αναληθή τρόπον, ότι τον έθαψεν απλώς διότι ήτο αδελφός της· ενώ δεν θα έθαπτε τον άνδρα της ή τον υιόν της! Τούτο είναι απολύτως αληθινόν εν τη πραγματική ζωή. Καθώς η Βεατρίκη Censi, και η Αντιγόνη «δεν δύναται ν' απολογήται· γνωρίζει μόνον ν' αγαπά». Άλλο θαυμάσιον της Αντιγόνης χαρακτηριστικόν είναι ότι δεν εννοεί όλον το ύψος του μαρτυρίου, της αισθάνεται μόνον· ότι είναι δύστηνος κόρη, σκληρότατα τιμωρουμένη διά πράξιν, την οποίαν ήτο υπόχρεως να κάμη, νομίζει δε την πολλήν προς τους «ισοθέους» ευλάβειαν ως αστεϊσμόν· «οίμοι γελώμαι» (στ. 889).
Ο Κρέων επίσης διαγράφεται λεπτότατα. Δεν είναι τέρας, αν και οφείλει να ενεργήση ως τέρας, διότι εστήριξεν όλον του το μεγαλείον εις το πρόσταγμά του. Αφού είδεν ότι το πρόσταγμα εκείνο κατεπατήθη, έλαβε θέσιν, εξ ής είναι σχεδόν αδύνατον να υποχωρήση. Κατόπιν αποδεικνύεται ότι ένοχος ήτο η ανεψιά του. Αλλά δυσκολώτατον πλέον είναι ν' ανακαλέση τους λόγους του· εξ άλλου δ' εκείνη δεν προβάλλει ευλαβή δικαιολογίαν της πράξεώς της. Απεναντίας, τον προκαλεί περιφρονητικώτατα· η Ισμήνη, αναθαρρούσα ενώπιον του πραγματικού κινδύνου, τάσσεται μετά της αδελφής της. Αυτός ο υιός του, ο Αίμων, κατ' αρχάς μέτριος, βαθμηδόν γίνεται βίαιος και ακάθεκτος. Ο Κρέων φαίνεται ήδη ζητών υπεκφυγήν, αρκεί μόνον, ως πείσμων και αυταρχικός, να μη ανακαλέση ό,τι είπεν. Ούτω μετά την αποχώρησιν του Αίμονος, φωνάζει απηλπισμένος ότι επιμένει εις την απόφασίν του· ότι και αι δύο κόραι πρέπει να θανατωθούν. «Και αι δύο;» ερωτά ο χορός. Και εκείνος προφανώς ανακουφιζόμενος, απαντά « όν την γε μη θιγούσαν ευ γαρ συν λέγεις», μόνον την Αντιγόνην, αλλά και αυτήν δεν θέλει να την φονεύση αμέσως· προφανώς επιζητεί καιρόν ν' αναπνεύση και διατάσσει μόνον να καταχωσθή εντός πετρίνου τύμβου και ν' αφεθή έρημος εκεί. Μετά τας νουθεσίας του Τειρεσίου ο Κρέων μετανοεί, αλλ' εννοείται, είναι αργά.
Υπάρχουσι πολλαί ομοιότητες μεταξύ της Αντιγόνης, της υψηλοτάτης ίσως, και της Ηλέκτρας, της ήκιστα ίσως υψηλής των τραγωδιών του Σοφοκλέους. Μεταξύ της δυνατής και αδυνάτου αδελφής υπάρχει ακριβώς η αυτή αντίθεσις· πράγματι ο εν τοις στίχοις όπου η Αντιγόνη ερεθίζει τον Κρέοντα και αποκρούει την παράκλησιν της Ισμήνης να συναποθάνη, φαίνεται ότι έχομεν λείψανα της παλαιάς κατατέχνου περιόδου· υπάρχουσι και τεκμήρια παλαιότητος. Ούτως η ερώτησις « Τις ανδρών;» {What man hath dared?} εν ώ η πραγματική ένοχος είναι γυνή, είναι μέσον προς δραματικήν εντύπωσιν, του οποίου ταχέως απηλλάγη η αθηναϊκή σκηνή. Ο δ' έρως των αντιθέσεων, όν πάντοτε διετήρησεν ο Σοφοκλής, κυριαρχεί εν τη Αντιγόνη
«δυοίν αδελφοίν εστερήθημεν δύο
μια θανόντων ημέρα διπλή χερί»·
{Two brothers by two hands on one day slain}
ή το ωραιοτέρον
θάρσει· συ μεν ζης, η δ' εμή ψυχή πάλαι
τέθνηκεν, ώστε τοις θανούσιν ωφελείν. (στ. 560)
{Be of good cheer, thou livest; but my life For the dead's sake these many days is dead.}
Όντως αι αξιώσεις των νεκρών αποτελούσι κοινόν χαρακτηριστικόν της Αντιγόνης και της Ηλέκτρας· αι τραγωδίαι αύται επαναλαμβάνουσι την διαμαρτυρίαν εκείνην, ήν εξήγγειλεν ήδη ο Αισχύλος εν ταις Χοηφόροις, κατά της τιμωρίας αδικημάτων, γενομένων μόνον εξ ανάγκης επιβαλλομένης εις τους ζώντας. Το δε ερωτικόν ελατήριον του Αίμονος δεν είναι πιθανόν ότι είν' εύρημα αυτού του Σοφοκλέους· διότι δεν αρμόζει προς το πνεύμα του και δεν το μεταχειρίζεται αρκετά, δηλαδή πολύ ολιγώτερον ή ο Ευριπίδης εν τη Αντιγόνη. Η ιδέα θα προήρχετο ίσως εκ του Μιμνέρμου η άλλου ερωτικού ελεγειακού.
Αι Τραχίνιαι και ο Φιλοκτήτης δεικνύουσι σαφώς την επίδρασιν του Ευριπίδου. Αι Τραχίνιαι παριστώσι τον θάνατον του Ηρακλέους διά του κατατρώγοντος ιού, τον οποίον ο εχθρός του, ο Κένταυρος Νέσσος, έδωκεν εις την Δηιάνειραν, την γυναίκα του ήρωος, ως ερωτικόν φίλτρον. Η Δηιάνειρα ανακαλύπτει ότι ο Ηρακλής δεν είναι πιστός σύζυγος, και ότι η νεαρά Ιόλη, την οποίαν της έστειλεν ως αιχμάλωτον, ήτο η αληθινή αφορμή, διά την οποίαν είχε πολεμήσει. Ενθυμείται το ερωτικόν φίλτρον και το στέλλει, ο δε πολύσαρκος ημίθεος αποθνήσκει καταφλεγόμενος δι' αυτού. Ο Δωρικός ήρως, κοινόν πρόσωπον των σατυρικών δραμάτων, δεν είχε γίνει δεκτός εις τας τραγωδίας προ του Ευριπιδείου Ηρακλέους, όπου εμφανίζεται ως ρωμαλέος κατακτητής, εύθυμος και μικράν έχων ευγένειαν ψυχής. Αι Τραχίνιαι έχουσιν ωρισμένας τινάς μιμήσεις του Ηρακλέους, εκτός του Ευριπιδείου προλόγου και της λεπτής δραματικής αντιθέσεως μεταξύ της Δηινείρας και της ακουσίας ερωμένης του ανδρός της. Θα ήτο δε περίεργον να μάθωμεν, εάν υπάρχει καμμία σχέσις της τραγωδίας ταύτης και της κατηγορίας φαρμακείας του Αντιφώντος.
Ο δε Φιλοκτήτης (409 π. Χ.) είναι κατ' εξοχήν ηθογραφικόν δράμα. Ο ήρως ο άλλοτε σύντροφος του Ηρακλέους και ήδη κάτοχος του τόξου του, έπασχεν ένεκα δήγματος εχίδνης. Η εμπύησις εκινδύνευε να προκαλέση λοιμικήν νόσον, οι δ' Έλληνες αφήκαν τον άρρωστον εις την Λήμνον. Πολλά κατόπιν έτη χρησμός εγνωστοποίησεν ότι διά να κυριευθή η Τροία, πρέπει να έλθη ο Φιλοκτήτης και το τόξον. Είναι όμως αδύνατον να πλησιάσωσιν αυτόν· αλλ' ο πολυμήχανος Οδυσσεύς αναλαμβάνει να δοκιμάση, παραλαμβάνει δε και τον Νεοπτόλεμον, τον υιόν του Αχιλλέως. Επειδή δε ο Οδυσσεύς είναι γνωστός εις τον Φιλοκτήτην, απομένει αυτός οπίσω και πέμπει τον Νεοπτόλεμον να συλλάβη τον δυστυχή εις την παγίδα διά ψευδολογιών. Ο νέος αναδέχεται απροθύμως και επισύρει την εμπιστοσύνην του δυστήνου ερημίτου· τα πάντα χωρούσιν εις την σύλληψιν, ότε σπασμός αγωνίας εκ της ανιάτου πληγής προσβάλλει τον Φιλοκτήτην. Ο Νεοπτόλεμος τον περιθάλπει, αλλά συγκινείται ακούων τας ευχαριστίας του απατωμένου και του ομολογεί την αλήθειαν. Ενώ ο Φιλοκτήτης τον εξέλαβεν ως τον μόνον του φίλον, εκείνος υπήρξεν όργανον του ασπόνδου του εχθρού· βαθυτάτα τραγική σκηνή, εξαιρομένη υπό της αρμονίας των στίχων. Το δράμα λύεται κατά τον Ευριπίδειον τρόπον υπό του Ηρακλέους, εμφανιζομένου ως θεού συμφιλιωτού «από μηχανής».
Ο επί Κολωνώ Οιδίπους είναι τραγωδία του αρχαιολογικού εκείνου είδους, του οποίου παλαιότερον παράδειγμα έχομεν τους Ηρακλείδας του Ευριπίδου. Στρέφεται περί τον θρυλούμενον εν τη Αττική τάφον του Οιδίποδος, τον προφανώς μόνον «θρυλούμενον» και μάλιστα όχι παλαιόθεν, διότι βλέπομεν εν της τραγωδίας ότι τοιούτος τάφος δεν ήτο ορατός· Αφού ο Οιδίπους εγήρασε και διά των μακρών πλανών του μετά της θυγατρός του Αντιγόνης επράυνε τρόπον τινά την οξύτητα των εναντίον του αρών, μανθάνει παρά της ερχομένης Ισμήνης ότι νέα περί αυτού μαντεύματα ήλθον εις τας Θήβας εκ Δελφών. Ίο σώμα του θα διατηρήση το άγος (ήτοι taboo, δηλ. την δύναμιν του υπερφυσικώς αγνού ή υπερφυσικώς μιαρού) και θα είναι θείον έρεισμα { divine bulwark } διά την κατέχουσαν αυτό χώραν. Επομένως οι Θηβαίοι ζητούσι να συλλάβωσιν αυτόν, να τον κρατήσωσι πλησίον της Καδμείας γης μέχρις ού αποθάνη και κατόπιν να έχωσι τον τάφον του. Ο Οιδίπους εν τω μεταξύ έχει φθάσει εις τον Κολωνόν, την έδραν των σεμνών θεών, όπου γνωρίζει ότι πρόκειται ν' αποθάνη. Εκεί γίνεται δεκτός ως ξένος υπό του Θησέως και μυστηριωδώς εξαφανίζεται. Αύτη είναι η μόνη τραγωδία του Σοφοκλέους, η στερουμένη πλοκής, είναι δε θαύμα ότι το πείραμα παρήγαγεν έν των υψηλοτάτων αυτού έργων. Η ποίησις εν αυτώ καταλείπει την εντύπωσιν ότι είναι υπερτέρα των κοινών μεθόδων, αρκουμένη εις την ιδικήν της ακτινοβόλον λάμψιν. Αλλ' επειδή είχε παρέλθει πλέον ο καιρός, ότε υπόθεσις άνευ πλοκής, κοσμουμένη διά μόνης της φαντασίας, ηδύνατο να πληρώση έν όλον δράμα, ο Σοφοκλής ηναγκάσθη να παρεμβάλη τα επεισόδια του Κρέοντος και του Πολυνείκους και να παραστήση εκείνον μεν ματαίως αποπειρώμενον να συλλάβη τας δυο κόρας, τούτον δε ακούοντα την πατρικήν κατάραν. Αλλά κέντρον του έργου είναι η φλογερά και σχεδόν άπελπις φιλοπατρία των τελευταίων του Πελοποννησιακού πολέμου ετών. Η δόξα των Αθηνών, η εαρινή άνθησις και ταηδόνια του Κολωνού, η απόρθητος Ακρόπολις, εμπνέουσι τον πατριωτισμόν εκείνον· παλαιός αυτού αντιπρόσωπος είναι ο Θησεύς ο πιστός εις τους νόμους, ο φιλάνθρωπος και ευσεβέστατος βασιλεύς, ο πορίσας διηνεκή ασφάλειαν εκ της τότε γενναίας φιλοξενίας· η δε αποπομπή του Άργους και η αιωνία κατά των σκληρών Θηβών κατάρα θα επέτεινε τον ενθουσιασμόν των θεατών. Το δράμα μνημονεύεται ως θαυμαστόν επί της σκηνής. Πράγματι δε το εν τέλει μεγαλείον του Οιδίποδος είναι των μεγίστων της Ελληνικής ποιήσεως κατορθωμάτων και αυτή η αγρία σκηνή της κατάρας, η αποτόμως αντιτιθεμένη προς αυτό, θα εφαίνετο μεγαλοπρεπής διά καταλλήλου υποκλίσεως.
Η τραγωδία παραδίδεται εν ταις διδασκαλίαις ως διδαχθείσα μετά τον θάνατον του Σοφοκλέους υπό του ομωνύμου αυτού εγγόνου. (249) Αλλ' η στιχουργία φαίνεται σαφώς αρχαιοτέρα της του Φιλοκτήτου (409), οι δε πολιτικοί υπαινιγμοί ωδήγησαν εις απιθάνους εικασίας περί παλαιοτέρας συνθέσεως του έργου. Ίσως πιθανωτέρα είναι η του Campbell, η καθορίζουσα το 411 π. Χ.
Ο επί Κολωνώ Οιδίπους, αν και δεν είναι των χαρακτηριστικωτέρων του ποιητού τραγωδιών, είναι ίσως η βαθύτερον εκ της καρδίας αυτού προερχομένη· θα ήτο δε δύσκολον να εύρη κανείς άλλο τι παραστατικώτερον του Σοφοκλείου ύφους παρά τους ωραίους προς τον Θησέα στίχους του Οιδίποδος [στ.607 κεξ.]
ω φίλτατ' Αιγέως παι, μόνοις ου γίγνεται
θεοίσι γήρας ουδέ κατθανείν ποτε,
τα δ' άλλα συγχεί πάνθ' ο παγκρατής χρόνος·
φθίνει μεν ισχύς γης, φθίνει δε σώματος,
θνήσκει δε πίστις, βλαστάνει δ' απιστία,
και πνεύμα ταυτόν ούποτ' ούτ' εν ανδράσιν
φίλοις βέβηκεν, ούτε προς πόλιν πόλει.
{Fair Aigeus' son, only to gods in heaven Comes no old age nor death of anything ; All else is turmoiled by our master Time. The earth's strength fades and manhood's glory fades. Faith dies, and unfaith blossoms like a flower. And who shall find in the open streets of men Or secret places of his own heart's love One wind blow true for ever ?}
Του Ευριπίδου σώζονται δέκα οκτώ δράματα [και πλείστα αποσπάσματα, ήτοι το έν
τρίτον του έργου του] ενώ μόνον επτά εξ εκατέρου των άλλων τραγικών· έχομεν δε
και περισσοτέρας περί αυτού μαρτυρίας ή περί παντός άλλου Έλληνος ποιητού
(250). Και
όμως απομένει ίσως η προβληματικωτάτη φυσιογνωμία της αρχαίας λογοτεχνίας.
Ήτο πραγματικός αντιπρόσωπος της περιόδου εκείνης, και όμως προφανώς
διέκειτο εχθρικώς προς τους συγχρόνους· απετύγχανεν επί της σκηνής — έλαβε
μόνον τέσσαρα πρωτεία κατά τα 50 έτη της δράσεώς του
(251) — και
όμως υπήρξε πάντως ο γνωστότατος εν Ελλάδι ποιητής. Οι σύγχρονοί του τον
έψεγον ως φορτικόν, διότι τους ηνώχλει διά ψυχολογικών προβλημάτων· ως
μοχθηρόν, διότι τους ηνάγκαζε να βλέπωσιν αληθείας μη αρεστάς· ως βλάσφημον
και πονηρόν, διότι εκίνει ζητήματα θρησκευτικά και πνευματικά, τα οποία αυτοί
δεν ηδύναντο ούτε να λύσωσι ούτε να παραβλέψωσι. Απεδοκίμαζον αυτόν ως
παραπολύ φαντασιοκόπον ή παραπολύ πραγματικόν, παραπολύ ευαίσθητον ή
παραπολύ πεζόν, παραπολύ απλούν ή παραπολύ φιλοσοφικόν, κατά δε τον
Αριστοφάνη ήτο συνάμα πάντα ταύτα. Ησθάνοντο ότι τους εξώργιζεν, αλλά δεν
ηδύναντο παρά να τον ακούουν. Αναμφιβόλως εννοούσαν ότι δεν ηγάπα την
ευθυμίαν και ότι επειράζετο ευκόλως. Ίσως δ' εξ άλλου παρεδέχοντο ότι ήτο
σοφός, όπως σκωπτικώς τον απεκάλουν. Οπωσδήποτε μετά την μεγάλην εν
Συρακούσαις συμφοράν εις αυτόν προσήλθον ζητούντες να γράψη τον επιτάφιον
των ελπίδων των Αθηνών.
Η παράδοσις, η τόσον ευνοϊκή προς τον Σοφοκλή, μαίνεται κατά του Ευριπίδου. Ελέγετο ανήθικος, μετά πολλών ελαττωμάτων, αν και ήτο σκυθρωπός· ότι δεν έγραφεν αυτός τα δράματά του, αλλ' οι δούλοι και οι γνώριμοί του· ότι ο πατήρ του ήτο χρεωκόπος, η δε μήτηρ του λαχανόπωλις και τα λάχανά της άγρια· ότι η σύζυγός του ωνομάζετο Χοιρίνη και ήτο αξία του ονόματος· ότι την εχωρίσθη, αλλά και η δευτέρα του σύζυγος ήτο χειροτέρα. Είναι δε νόστιμοι αι συγκρίσεις των δύο τραγικών, όπου ο κακόμοιρος μισάνθρωπος ηττάται υπό του αγαθού Σοφοκλέους, ο οποίος όμως δεν ενόμιζεν εαυτόν χρηστότερον των λοιπών ανθρώπων.
Των θρύλων τούτων τινές ελέγχονται ψευδείς· άλλοι είναι χονδροειδώς απίθανοι· και οι πλείστοι είναι αμάρτυροι. Ούτω δύναται να αποδειχθή ότι ο πατήρ του ποιητού, ο Μνησαρχίδης, ανήκεν εις παλαιόν μεσαίας τάξεως οίκον, ότι είχεν αγρόν και κάποιον αξίωμα τοπικής λατρείας του Απόλλωνος « Φλυήσιν ». Η δε μήτηρ του Κλειώ, η « λαχανόπωλις », ήτο [κατά τον Φιλόχορον] «των σφόδρα ευγενών», φαίνεται δε ότι τρυφερώς ηγάπα τον υιόν της και επέδρασεν επ' αυτόν· πράγματι δε η μητρική στοργή ζωγραφείται ζωηρώς υπό του Ευριπίδου. Περί δε της γυναικός του γνωρίζομεν ότι ωνομάζετο όχι Χοιρίνη, αλλά Μελιτώ και ότι ο Αριστοφάνης κατά το 411 δεν εύρισκε τίποτε να της προσάψη. Περί δε των τριών υιών του λέγεται ότι ο Μνησαρχίδης ήτο έμπορος, ο Μνησίλοχος υποκριτής, ο δε ομώνυμος Ευριπίδης μετά τον θάνατον του πατρός του εδίδαξε την Ιφιγένειαν την εν Αυλίδι, τον Αλκμέωνα και τας Βάκχας. Ο ποιητής ελέγετο ότι διημέρευεν εις την Σαλαμίνα, όπου κατεσκεύασε σπήλαιον απέναντι της θαλάσσης, όπερ εδεικνύετο εις τους περιηγητάς μέχρι των χρόνων του Πλινίου· απέφευγε δε τον όχλον και τα πολιτικά, όσον ηδύνατο να τα αποφύγη Αθηναίος των ημερών εκείνων. Εστρατεύθη, ελειτούργησε μίαν τουλάχιστον φοράν, εξοπλίσας ίσως τριήρη και υπήρξε πρόξενος εν Μαγνησία· το αξίωμα είχεν ομοιότητα προς το των σημερινών προξένων και περιελάμβανε πραγματικήν πολιτικήν υπηρεσίαν. Τας δαπανηράς ταύτας θέσεις φαίνεται ότι κατείχε νέος, και ότι κατόπιν περιέπεσεν εις πενίαν, όπως και πάντες οι γεωκτήμονες κατά τα τέλη του πολέμου. Κατά τάλλα γνωρίζομεν ότι ήτο ο πρώτος Έλλην ο καταρτίσας βιβλιοθήκην χάριν ιδίας δηλαδή χρήσεως και όχι ως βιβλιοπώλης.
Άπαξ ευρίσκομεν αυτόν λαμβάνοντα έμμεσον τουλάχιστον μέρος εις τα πολιτικά. Περί τα 420 κατά τα τέλη του δεκαετούς πολέμου ο Ευριπίδης έγραψε τραγωδίαν έχουσαν ωρισμένην «θέσιν». Αι Ικέτιδες όχι μόνον συμβουλεύουσιν ειρήνην μετά της Σπάρτης — εις το αυτό απέβλεπον και ο *Κρεσφόντης και ο *Ερεχθεύς — αλλά συμβουλεύει και συμμαχίαν μετά του Άργους και κηρύσσει την εν Αθήναις ανάγκην νεαρού και ευγενούς στρατηγού. Τοιούτος ήτο τότε, πρωταγωνιστών και προτρέπων εις την μετά του Άργους συμμαχίαν, ο Αλκιβιάδης· κατά δε το επόμενον έτος κατήρχετο εις τα Ολύμπια μετά τεσσάρων αρμάτων, τα οποία τόσον προεκάλεσαν θόρυβον ανά την Ελλάδα και ενίκησε την νίκην, της οποίας το επινίκιον εποίησεν ο Ευριπίδης. Εκ τούτων διαβλέπομεν ότι και ο από σκηνής φιλόσοφος, όπως ο Σωκράτης, υπερετίμησε κατά τινα περίοδον τον Αλκιβιάδην. Αλλ' αγνοούμεν πόσον χρόνον διήρκεσεν η φιλία εκείνη· διότι κατόπιν ο μεν Ευριπίδης ετάσσετο υπέρ της ειρήνης, ο δε Αλκιβιάδης υπέρ του πολέμου· περί δε τον χρόνον της εις Σικελίαν εκστρατείας ο Ευριπίδης έχασε την εμπιστοσύνην εις τον στρατηγόν εκείνον. Αι Τρωάδες (415 π. Χ.) άρχονται διά περιγραφής μεγάλου στόλου θριαμβικώς απερχομένου, επειδή οι ναύται αγνοούσιν ότι επικρέμαται θεία τιμωρία.
Έκτοτε πάντα τα δράματά του κατά την τελευταίαν αγωνίαν του πολέμου γράφονται πυρετωδώς και ρίπτουσι δυνατόν αλλά και παραμορφωτικόν φως εις τον χαρακτήρα του ποιητού. Αι βαθείαι του συγκινήσεις γίνονται κατάδηλοι προς βλάβην της τέχνης του, αυτός δε φαίνεται αγαπών να κατασχίζη τα ιδανικά του. Η φιλοπατρία ήτο ανέκαθεν ισχυρόν συναίσθημα του Ευριπίδου. Κατά τα 427 έχομεν την ευάρεστον πατριωτικήν αυτοπεποίθησιν των Ηρακλειδών, το πνεύμα νεωτέρου τινός Περικλέους. Αλλά και προτού (428) ο Ιππόλυτος ενείχε καθαράν αισθηματικήν φιλοπατρίαν, μετέπειτα δε Ερεχθεύς, ο *Θησεύς και αι Ικέτιδες. Τα τελευταία όμως έργα έχουσιν άλλο πνεύμα. Αι εκπνέουσαι Αθήναι δεν μνημονεύονται πλέον, αλλ' η επιθανάτιος αγωνία και τα αμαρτήματα της πόλεως περιστοιχούσιν ημάς πανταχόθεν· η μέθη της μάχης εξέλιπε, παραμένει δε η φρίκη του πολέμου. Ο ποιητής παριστάνει τους νικητάς τόσον δυστυχείς όσον και τους ηττημένους, άμα δε πανουργοτέρους και αθλιωτέρους.
Άλλη θεωρία πάντοτε κατέχουσα τον ποιητήν, αλλά τότε δεσπόζουσα, είναι δυσπιστία προς την πολιτείαν και τας μεθόδους αυτής, ήτοι η θεωρία, την οποίαν διαρρήδην εκήρυσσεν εσχάτως ο Τολστόης. Κατάρα της ζωής είναι οι πολύπλοκοι πολιτειακοί και κοινωνικοί δεσμοί. Αδέσμευτος άνθρωπος ημπορεί ν' αδικήση πολλά, πάντοτε όμως έχει καρδίαν· μόνον ο δούλος της πατρίδος του, το όργανον των συνηνωμένων πολλών, δεν δύναται να συμπαθή· ο Οδυσσεύς των Τρωάδων και του Παλαμήδους (415 π. Χ.) χωρεί περαιτέρω και αυτού του Οδυσσέως της Εκάβης (424) οπού ο τοιούτος τύπος απεικονίζεται κατά πρώτον. Δεν είναι δηλαδή αυτός αιμόδιψος, αλλ' είναι υπόχρεως να προτάξη παντός άλλου το συμφέρον των Αχαιών. Διότι θα επέλθη καταστροφή, αν αυτός μη ψευσθή, μη φονεύση και προδώση. Τοιούτος είναι και ο Μενέλαος του Ορέστου και προ πάντων ο Αγαμέμνων της εν Αυλίδι Ιφιγενείας· αι περί αυτούς κοινωνικαί συνθήκαι φαίνονται μη επιτρέπουσαι δικαιοσύνην ή ηθικήν.
Άλλο χαρακτηριστικόν των τελευταίων ετών του πολέμου είναι η τάσις του ποιητού προς περιγραφήν της εσχάτης εκδικήσεως. Τούτο ήτο παλαιόν του Ευριπίδου θέμα — τω 431 η Μήδεια εδίδασκε την εκδίκησιν — αλλ' ήδη ο ποιητής έβλεπε παντού παραδείγματα του κανόνος ότι οι πέρα τινός ορίου αδικούμενοι άνθρωποι μεταβάλλονται εις θηρία. Η ιδέα αυτή παρέχει ενότητα εις την Εκάβην, δηλ. η βαθμιαία απορρόφησις της όλης φύσεως της ανάσσης εις μίαν άπειρον δίψαν εκδικήσεως, λύει δε την απορίαν του Σχολιαστού του Ορέστου, ότι «πλην Πυλάδου πάντες φαύλοι εισιν». {apart from Pyladis everybody in it is bad} Άλλο επιτεινόμενον αίσθημα του Ευριπίδου είναι η προς τους αρχαίους μύθους, τους καλουμένους ηρωικούς, αποστροφή του. Η Ηλέκτρα του ήτο αρκετή να στηλιτεύση την αιμοδιψίαν των Ατρειδών. Μετ' αυτήν ας αναγνώση τις ό,τι λέγει περί του θέματος εκείνου όστις δήποτε άλλος ποιητής, ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος ή ο Όμηρος και θα πεισθή ότι μόνος ο Ευριπίδης απεικόνισε την αλήθειαν, ότι η δολοφονία ουδέποτε είναι συγγνωστή.
Κατά την τελευταίαν εκείνην περίοδον του εν Αθήναις βίου έχομεν πράγματι κάποτε τον θρυλούμενον Ευριπίδην — τον ανακόλουθον προς εαυτόν, τον τελείως μεν άθρησκον, αλλ' αντίθετον προς τους πλείστους φιλοσόφους, τον περιφρονούντα μεν τους πλουσίους, αλλά μανικώς πολέμιον της ακράτου δημοκρατίας, τον αποστρεφόμενον τους πολλούς, προκαλούντα δε την κοινήν προσοχήν διά μόνης της δυνάμεως του νου. Κατετρέχετο ήδη ακαταπαύστως υπό αγέλης κωμικών ποιητών και εννοείται, υπό των μεγάλων ομάδων των θρήσκων και των χυδαίων. Κατά την πάλην εκείνην ηττήθη. Διδάξας δε τον Ορέστην τω 408, αφήκε τας Αθήνας και απήλθεν εις την αυλήν του Αρχελάου του Μακεδόνος· ελέγετο δε ότι έφυγεν αχθόμενος «επί τω σχεδόν πάντας επιχαίρειν», αλλά δεν ηξεύρομεν και τον λόγον της κοινής εκείνης χαράς. Εν Μακεδονία ηύρε την ησυχίαν και πιθανώς όμιλον ομοφρόνων. Εκεί ήσαν ο τραγικός Αγάθων και ο μουσικός Τιμόθεος, παλαιοί του φίλοι και οι δύο, επίσης δε ο ζωγράφος Ζεύξις και πιθανώς ο Θουκυδίδης. Ενίοτε κάτωθεν της στιλπνής επιφανείας της Μακεδονικής αυλής διεφαίνετο περισσή βαρβαρότης. Ο θρύλος ότι ο Ευριπίδης εσπαράχθη υπό των σκύλων του βασιλέως φωράται μύθος, αφού σιωπά ο Αριστοφάνης. Αλλά πάντως ο Αθηναίος εξεπλάγη ότε κάποιος αυλικός, ομιλήσας αποτόμως προς αυτόν, του παρεδόθη αμέσως προς μαστίγωσιν. Ο ποιητής απέθανε δεκαοκτώ μήνας μετά την εις Μακεδονίαν άφιξίν του. Αλλά η ησυχία και άνεσις της νέας του διαμονής αφήκεν ίχνη επί των έργων του. Μοναδικήν έχουσι δροσερότητα και χάριν αι δύο τραγωδίαι, αι Βάκχαι και η εν Αυλίδι Ιφιγένεια, την οποίαν αφήκεν ατελή, πάντως δε αι Βάκχαι φέρουσι και εικόνας Μακεδονικών τοπίων (565 κεξ.). Του * Αρχελάου, τον οποίον έγραψεν εις τιμήν του ξενίζοντος αυτόν, μόνον ολίγα λείψανα επιζώσι (252).
Βεβαίως και εν Αθήναις η βαρυθυμία του δεν ήτο παντοτινή. Κάλλιστα δε τον χαρακτήρα του ποιητού απεικονίζουσιν αι λαμπραί επεξεργασίαι των τελευταίων του δραμάτων και αι νέαι μορφαί, τας οποίας επινοεί ως ιδεώδεις. Περιφρονών την ανωτέραν κοινωνίαν και την πολιτικήν ισχύν, καταλύουν τα πολυθαύμαστα είδωλα των Ομηρικών ηρώων, συμπαθών δε γενικώς προς τους αδυνάτους και τους αφανείς, ανευρίσκει την μεγαλοψυχίαν μεταξύ ανθρώπων ησύχων, αμολύντων υπό της κοινωνίας. Ήρως της Ηλέκτρας είναι ο Μυκηναίος αυτουργός, ο ειλικρινής, ο τίμιος, ο διακριτικός, ο οποίος τόσον καλά συναισθάνεται ότι είναι κατώτερος των αγρίων βασιλέων του οίκου, όσον εκείνοι πιστεύουσιν ότι είναι ανώτεροί του. Αλλά προ πάντων ο Ευριπίδης διατηρεί την παλαιάν του πεποίθησιν εις την απέραντον δύναμιν της απείρου κόρης. Μεταξύ μόνον των σωθέντων δραμάτων έχουσι μαρτυρικήν παρθένον ως ηρωίδα οι Ηρακλείδαι, η Εκάβη, η Ιφιγένεια η εν Αυλίδι· απηχήσεις δε αυτής έχουσιν αι Τρωάδες και αι Ικέτιδες. Η τοιαύτη παρθένος είναι πάντοτε τύπος πραγματικός και πάντοτε διάφορος. Ο μεν είς πόλος είναι ίσως η Κασσάνδρα των Τρωάδων, όπου εξαίρεται η δύναμις του βλέπειν πέρα των συμφορών του παρόντος, η δευτέρα αυτή όρασις των διαυγών πνευμάτων. Ο δε άλλος πόλος, η ανθρωπινωτέρα φάσις, υπάρχει εν τη Ιφιγενεία. Η νεαρά κόρη βλέπουσα κατά πρώτον ότι επιάσθη εις την θανάσιμον παγίδα, λιποψυχεί και καθικετεύει πάντας ως παιδίον, να μη σφαγή· αλλά κατόπιν, αφού παρέρχεται η πρώτη συγκίνησις, αφού συνομιλεί προς την ψυχήν της μόνη, αφού βλέπει ότι ο Αχιλλεύς είν' έτοιμος να πολεμήση και να αποθάνη χάριν της, εξαίρεται εις το ύψος εκουσίου υπέρ της Ελλάδος μαρτυρίου. Διότι η ζωή ενός Αχιλλέως αξίζει χιλίας ζωάς γυναικών, όπως αυτή! Ούτως αίρεται ασυγκρίτως υπερτέρα παντός άλλου προσώπου της τραγωδίας ταύτης, επισκιάζουσα και αυτόν τον Αχιλλέα. Και όμως ο Αριστοτέλης — τοιαύτα τα ολισθήματα της ανθρωπίνης κριτικής — την θεωρεί ως τύπον «ήθους ανωμάλου» [δηλαδή ανακολούθου].
Άλλο λαμπρόν στοιχείον περιέχουσι τα καθαρώς ρωμαντικά δράματα των τελευταίων ετών του ποιητού, η Ελένη και η *Ανδρομέδα, έργα, υπενθυμίζοντα τους Όρνιθας του Αριστοφάνους. Ο Ευριπίδης ευρίσκει αναψυχήν αποστρέφων το πρόσωπον από των πολιτικών πραγμάτων, τα οποία έθλιβον ολόκληρον την πόλιν. Η Ελένη είναι έργον φωτεινόν έχον καθαράν ατμόσφαιραν και ωραία χορικά· η Ελένη και ο Μενέλαος είναι και οι δύο αθώοι. Η δ' Ανδρομέδα ήτο, καθόσον φαίνεται, ο μόνος απλούς και ανέφελος ερωτικός μύθος, όν έγραψεν ο Ευριπίδης. Ήτο δε δράμα πολυθρύνητον. Ο Λουκιανός διηγείται νοστιμώτατα τα κατά τον τραγικόν πυρετόν, τον καταλαβόντα τους Αβδηρίτας· ότι περιερχόμενοι «ιαμβεία εφθέγγοντο», «μάλιστα δε την Ευριπίδου Ανδρομέδαν εμονώδονν και την τον Περσέως ρήσιν εν μέρει διεξήεσαν και μεστή ην η πόλις ωχρών απάντων και λεπτών των εβδομαίων εκείνων τραγωδών,
συ δ' ω θεών τύραννε κανθρώπων έρως,
και τα άλλα μεγάλη τη φωνή αναβοώντων ». { and especially sang the solos in the Andromeda and went through the great speech of Perseus, one after another, till the city was full of seven-day-old tragedians, pale and haggard, crying aloud, ' O Love, high monarch over gods and men,' and so on." } Η *Ανδρομέδα ήρχιζεν (άρα γε άνευ προλόγου;) παριστάνουσα την ηρωίδα «διατεταμένην τας χείρας» επί του βράχου και περιμένουσαν την χαραυγήν διά των λόγων [απόσπ. 114]
ω νυξ ιερά,
μακρόν ως ίππευμα διώκεις.
{ O holy Night, how long is the wheeling of thy chariot!}
Μικρά τινα λείψανα δεικνύουσι την καλλονήν του όλου έργου· π.χ. η επίκλησις του χορού προς την Ηχώ [απόσπ. 118]
προσαυδώ σε τάν εν άντροις,
{by Aidos that dwelleth in caves}
και η προς τον εραστήν και ελευθερωτήν αυτής αποστροφή της Ανδρομέδας [απόσπ. 133]
άγου δε μ' ω ξέν' είτε πρόσπολον θέλεις,
είτ' άλοχον είτε δμωίδα.
{" Take me, O stranger, for thine handmaiden, Or wife or slave"}
Τοιούτον αγνόν και ευτυχή τόνον έρωτος ουδέποτε προτού είχεν εύρει ο Ευριπίδης. Μόνος δε ο *Φαέθων περιείχε τοιαύτα υπεράνθρωπα μυστήρια τεράτων και μαγείας.
Ούτος εννοείται είναι ο Ευριπίδης του τέλους του πολέμου, ότε η πάλη απέβη οξυτέρα. Αλλ' ήδη από του 445, ότε πρώτον ενεφανίσθη διά των *Πλειάδων, αφήκεν εις τον κόσμον την εντύπωσιν ότι ήτο ανόμοιος προς παν ό,τι εγνώριζον προτού. Αμέσως εδείχθη ως ποιητής της σχολής και της σκέψεως των σοφιστών, ως ο απόστολος της σαφηνείας της εκφράσεως, ο λέγων ό,τι έχει να είπη καθαρώς και ακόμπως. Η γλώσσα του εθαυμάζετο λίαν υπό των μεταγενεστέρων, αλλ' εις ημάς δεν εμποιεί πολλήν εντύπωσιν, επειδή φαίνεται ως τετριμμένη και άτονος, διότι είμεθα συνηθισμένοι εις κοινούς μιμητάς αυτής από του Ισοκράτους μέχρι Θεοδώρου του Προδρόμου. Και αι *Πελιάδες πιθανώς κατεδείκνυον την δύναμιν του Ευριπίδου εις την ανεύρεσιν νέας εμπνεύσεως. Και η μεν φιλοσοφική του κλίσις κατεφαίνετο επί στίχων οίοι οι εξής·
ουκ έστι τα θεών άδικ' εν ανθρώποισι δε
κακοίς νοσούντα σύγχυσιν πολλήν έχει·
{in God there is no injustice . . . }
(αποσπ. 606) η δε συμπάθειά του προς τα παντοειδή πάθη εκ της εκλογής γυναικός οία η Μήδεια, ως πρωταγωνιστούσης.
Αλλά το παραστατικώτατον των παλαιών του έργων και το μάλιστα εκπλήξαν τους συγχρόνους ήτο ο *Τήλεφος. Έχει πολλά των κατόπιν χαρακτηριστικών, αλλ' ανεπτυγμένα μόνον εις το ήμισυ, και συγκαλυπτόμενα υπό τινος επιπολαιότητος και απειρίας. Πρέπει δε να έχωμεν διαρκώς τον *Τήλεφον υπ' όψιν, χαράσσοντες την βαθμιαίαν πρόοδον των Ευριπιδείων χαρακτήρων και μεθόδων. Ο πληγωμένος βασιλεύς της Μυσίας γινώσκει ότι ουδέν άλλο παρά το δόρυ του Αχιλλέως, όπερ επλήγωσεν αυτόν, δύναται και να τον θεραπεύση· οι Έλληνες είναι πάντες εχθροί του· περιέρχεται την Ελλάδα, χωλός ένεκα της πληγής και μετημφιεσμένος εις επαίτην· ομιλεί μεταξύ πολεμίων στρατηγών, προσβάλλεται εις την υπεροψίαν του, αλλ' επιτυγχάνει ό,τι επιζητεί· εισάγεται δηλαδή ως ικέτης εις την Κλυταιμήστραν, αρπάζει τον Ορέστην βρέφος ακόμη, αναγνωρίζεται, απειλεί ότι θα φονεύση το παιδίον, αν προχωρήση κανείς εναντίον του, προβάλλει τους όρους του και θεραπεύεται. Ο εξαιρέτως ψύχραιμος και επινοητικός ήρως — ο υπενθυμίζων τινά των προσώπων του Ουγγώ ή του Δουμά — ήτο κάτι νέον, και ελκυστικόν επί της σκηνής. Πρωτότυπος επίσης ήτο τότε η «αναγνώρισις» ως δραματική περιπέτεια, ως μεταβολή δηλαδή της θέσεως διά της αποκαλύψεως τις ήτο πραγματικώς εκείνος, ήτοι ενταύθα ότι ο χωλός εκείνος επαίτης ήτο ο Τήλεφος. Αλλά το αγαπητόν του Ευριπίδου μέσον κατήντησε κοινόν κατά τους χρόνους του Αριστοτέλους και σχεδόν κανονικός τρόπος της λύσεως δραμάτων. Των σωζομένων τραγωδιών ο Ίων, η Ηλέκτρα, η Ελένη και η Ιφιγένεια η εν Ταύροις έχει αναγνωρίσεις. Μεταξύ δε των απολομένων ο *Κρεσφόντης ήτο διά τούτο περίφημος. Ο ήρως εκείνος, υιός του φονευθέντος βασιλέως της Μεσσηνίας, διέφυγε τον σφετεριστήν της αρχής Πολυφόντην και ανετράφη κρύφα, ενώ η μήτηρ του Μερόπη ήτο υποχείρια του τυράννου. Ο υιός επιστρέφει διά να την σώση, κατορθώνει δε να πλησιάση τον Πολυφόντην υποκρινόμενος ότι εσκότωσε τον Κρεσφόντην και ζητεί διά τούτο αμοιβήν. Η Μερόπη ακούει ότι ξένος τις ευρίσκεται εντός της οικίας θέλων αμοιβήν ως φονεύσας τον υιόν της. Πέμπει αμέσως άνθρωπον εις το άσυλον του υιού της και μανθάνει ότι είχεν εξαφανισθή. Απηλπισμένη αρπάζει πέλεκυν και ορμά προς τον τόπον όπου ο νέος εκοιμάτο. Μόλις κατά την υστάτην στιγμήν, ότε ακριβώς έλεγεν
την δ' εγώ δίδωμί σοι | πληγήν,
{Infernal Hades, this is mine offering to thee}
ο παλαιός δούλος του ανδρός της, ο κρατών τον λύχνον, αναγνωρίζει το μειράκιον, ορμά και προλαμβάνει τα κτύπημα. Το σκηνικόν τούτο κατόρθωμα διετήρει την δύναμίν του μέχρι των χρόνων του Πλουτάρχου.
Πλην της τεχνικής αναγνωρίσεως ο *Τήλεφος έδωκε το σύνθημα προς ποίησιν υποθέσεων μελοδραματικών, η τάσις δ' αυτή είναι φανερά προ πάντων εν τω Ορέστη. Το δράμα τούτο αρχίζει ολίγας ημέρας μετά τον φόνον της Κλυταιμήστρας και του Αιγίσθου. Ο Ορέστης και Ηλέκτρα αποκλεισθέντες εντός των ανακτόρων υπό των Αργείων, περιμένουσι την καταδικαστικήν ψήφον της πόλεως. Και ο μεν Ορέστης είναι άρρωστος και παράφρων· η δε Ηλέκτρα, εξηντλημένη εκ των φροντίδων και των περιποιήσεων, φοβείται ότι πιθανώτατα και οι δύο θα λιθοβοληθώσιν. Αλλ' υποφώσκει η σωτηρία· ο Μενέλαος, ο αδελφός του πατρός των, εισέπλευσε μετά της Ελένης εις τον λιμένα. Η Ελένη έρχεται εις τα ανάκτορα και οι στρατιώται του Μενελάου φρουρούσι τας εισόδους. Ο Ορέστης βαθμηδόν ανακτά τας φρένας και φαίνεται ως να εσώθησαν οι δύο αδελφοί. Αλλ' ο Μενέλαος είναι ο φυσικός κληρονόμος της βασιλείας μετά τον Ορέστην, αποστρέφεται δε τας εκδικήσεις· εξ άλλου δεν θέλει ν' αντιπράξη εις το θέλημα του λαού μηδέ να προσβάλη τον πενθερόν του Τυνδάρεων, ζητούντα εκδίκησιν διά την Κλυταιμήστραν· εν συντόμω εννοεί ν' αφήση τους δύο αδελφούς να λιθοβοληθώσιν. Σκηναί ζωηρών αντιθέσεων επακολουθούσιν αλλήλας, μέχρις ού και οι δύο πείθονται ότι το παν εχάθη. Η μανία καταλαμβάνει τον Ορέστην· δράττει το ξίφος και ορμά κατά της Ελένης και της Ερμιόνης. Όπως διαφύγωσι τον λιθοβολισμόν, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης αποφασίζουσι ν' αποθάνωσιν· εκείνη ζητεί παρ’ αυτού να την φονεύση· εκείνος απαντά « έκτεινα μητέρα» {My mother's blood is enough. I will not kill thee. Die as best thou mayest } [την δε λύσιν επιφέρει φαινόμενος ο Απόλλων από μηχανής].
Ο *Τήλεφος διά ποικίλους λόγους ήτο το χαρακτηριστικώτατον δράμα της πρώτης περιόδου του Ευριπίδου, αλλά φαίνεται ως έργον νέον. Ίσως η πραγματικότης εν αυτώ είναι τόσον λεπτή όσον εν τη Ηλέκτρα. Αλλά το κύριόν του γνώρισμα ήτο το φόρεμα του μετημφιεσμένου επαίτου, το οποίον απεσκοράκιζε πάσαν σκηνικήν εθιμοτυπίαν. Ο ήρως των Αχαρνέων του Αριστοφάνους, ο Δικαιόπολις, αναγκαζόμενος ν' απολογηθή όπως σώση την κεφαλήν του, παρακαλεί τον Ευριπίδην να του δώση μερικά «τραγικά τρύχη», τα οποία να συγκινήσουν τους θεατάς. Και γνωρίζει μεν ακριβώς ποία ράκη του αρμόζουσιν, αλλά δεν ενθυμείται το όνομα του ανθρώπου, ο οποίος τα εφόρει. Ο Ευριπίδης τον ερωτά·
τα ποία τρύχη; μων εν οίς Οινεύς οδί
ο δύσποτμος γηραιός ηγωνίζετο;
Δικ. ουκ Οινέως ην, αλλ' έτ' αθλιωτέρου
Ευρ. τα του τυφλού Φοίνικος;
Δικ. Φοίνικος ου,
αλλ' έτερος ην Φοίνικος;
αθλιώτερος
Ευρ. Αλλ' ή Φιλοκτήτου τα τον πτωχού λέγεις;
Δικ. ουκ, αλλά τούτου πολύ πολύ πτωχιστέρου.
Ευρ. Αλλ' ή τα δυσπινή θέλεις πεπλώματα,
ά Βελλεροφόντης είχ' ο χωλός ουτοσί;
Δικ. Ου Βελλεροφόντης . . .
Ευρ. Οίδ' άνδρα Μυσόν Τήλεφον . . .
Ω παι, δος αυτώ Τηλέφου ρακώματα·
κείται δ' άνωθεν των Θυεστείων ρακών
μεταξύ των Ινούς . . .
{"The old unhappy Oineus appeared in rags," says Euripides. " It was not Oineus; some one much wretcheder." " The blind Phoenix perhaps?" "Oh, much, much wretcheder than Phoenix!" "Possibly you mean Philoctetes the beggarman?" "No, a far worse beggar than Philoctetes." " The cripple Bellerophon ?" "No, not Bellerophon; though my man was a cripple too, and a beggar and a great speaker!' "I know; Telephus of Mysia! — Boy, fetch Telephus's beggar-clothes; they are just above Thyestes's rags, between them and Ino's!'}
Είναι δύσκολον επίσης ν' ανεύρωμεν εν τω *Τηλέφω καμμίαν επιτέχνησιν ή λεπτότητα, οποίαν βλέπομεν μετά δέκα έτη παραδείγματος χάριν εν τω Ιππολύτω (στ. 1000-1100), όπου ο Ιππόλυτος επανερχόμενος ευρίσκει τον πατέρα του ιστάμενον επί του νεκρού της Φαίδρας και αναγινώσκοντα το δελτίον, το περιέχον την κατ' αυτού συκοφαντίαν. Αγνοεί τα αναγραφέντα εκεί, αλλ' εικάζει αρκετά διατί απέθανεν η Φαίδρα. Αναποδράστως λοιπόν οι τρόποι του δεικνύουσι ταραχήν και η στενοχωρία του φαίνεται ως ενοχή. Τούτο είναι λεπτότατον· αλλ' υπάρχει και άλλη τεχνική λεπτότης ολίγον κατωτέρω, όπου ο Ιππόλυτος υπερασπίζει εαυτόν, αλλ' επειδή έχει ορκισθή ότι δεν θα είπη ό,τι ηδύνατο να τον σώση, οι λόγοι του γίνονται ελλιπέστεροι και δυσκολώτεροι. Δύο τουλάχιστον φοράς φαίνεται ως να πρόκειται να παραβή τον όρκον· και διατί να μη τον παραβή, αφού ο όρκος του απεσπάσθη διά στρατηγήματος και απέρριψεν αυτόν αμέσως λέγων
η μεν γλώττ' ομώμοχ' η δε φρην ανώμοτος;
{My tongue hath sworn; there is no bond upon my heart.}
και όμως τηρεί σιωπήν, όπως ωρκίσθη· στρέφεται απηλπισμένος προς τους
θεούς και απέρχεται κατηραμένος
(253)
Ο Ιππόλυτος έχει και άλλην δεξιότητα της Ευριπιδείου οικονομίας, η οποία
γενικώς παρενοήθη. Η κυρία δυσκολία ήτο να παρασυρθή το θέατρον υπέρ της
Φαίδρας κατά την ακμήν του πάθους, όπερ εξώθησεν αυτήν εις την φονικήν
συκοφαντίαν. Τούτο ηδύνατο να γίνη μόνον αδικουμένου του Ιππολύτου, είναι δε
δυσχερέστατον να παραστήση τις ευθύν και γενναίον άνθρωπον πράττοντα μεν το
δίκαιον, καθιστάμενον δε διά τούτο μισητόν. Αλλ' ο μακρός του Ιππολύτου λόγος
(στ. 616 κεξ.) επιτυγχάνει τούτο. Κατά την έξοδον αυτού ο θεατής είναι προς
στιγμήν δυσμενής και συμπαθεί ολοψύχως προς την Φαίδραν.
Κατά πρώτον τω 431, δηλαδή προ του Ιππολύτου, αλλά επτά έτη μετά τον *Τήλεφον, ο Ευριπίδης επραγματεύθη το θέμα του ατυχούς ή τραγικού έρωτος, το οποίον κατόπιν έκαμεν όλως ιδικόν του. Η Μήδεια είναι ίσως η καλλιτεχνικώς αψογωτάτη των τραγωδιών του· και όμως παραδόξως απέτυχε κατά την πρώτην διδασκαλίαν. Η βάρβαρος ηρωίνη απήχθη εκ της πατρίδος της υπό του Ιάσονος, αλλ' ούτος κατόπιν εγκατέλειψεν αυτήν, όπως νυμφευθή την κόρην του βασιλέως της Κορίνθου. Η Μήδεια προσποιουμένη ότι συναινεί, πέμπει προς την νύμφην δώρα
λεπτόν τε πέπλον και πλόκον χρυσήλατον.
Αλλά και τα δύο περιείχον φάρμακον «παμφάγον». Η νύμφη αποθνήσκει οδυνηρότατα, η δε Μήδεια διά να εκδικηθή και τον Ιάσονα, φονεύει τα τέκνα της και φεύγει εκ της Κορίνθου.
Αύτη ήτο η αρχή των θαυμασίων γυναικείων τύπων, διά των οποίων ο Ευριπίδης κατέπληττε και κατέθλιβε τους συγχρόνους του, οι οποίοι τον απεκάλουν μισογύνην· ο δε Αριστοφάνης παρέστησε τας γυναίκας των Αθηνών συνωμοτούσας κατ' αυτού. Αλλά πραγματικώς ο ποιητής ήτο φιλογύνης. Δηλαδή ηγάπα και εμελέτα και απεικόνιζε τας γυναίκας, τας οποίας οι μεν περί τον Σωκράτη παρέβλεπον, ο δε Περικλής παρήγγελλε να οικουρώσιν. Αλλ' όμως το έγκλημα είναι πάντοτε εκπληκτικώτερον και πραγματικώτερον ή η αρετή. Ηρωίδες όπως η Μήδεια, η Φαίδρα, η Σθενέβοια, η Αερόπη, η Κλυταιμήστρα πιθανώς εξεγείρουσι την φαντασίαν πιρισσότερον ή ο αγγελικός και αφωσιωμένος τύπος, η Άλκηστις, η αποθνήσκουσα, διά να σώση τον άνδρα της, η Ευάδνη και η Λαοδάμεια, αι οποίαι δεν ήθελον να επιζώσι χήραι, και όλη η μακρά σειρά των μαρτυρικών παρθένων. Αξιοσημείωτον όμως είναι ότι ο Ευριπίδης, καθώς ο Ίψεν, ενώ δεν εξιδανικεύει άνδρα, εξιδανικεύει γυναίκας· ένα μόνον έχει μαρτυρικόν νέον, τον Μενοικέα των Φοινισσών, αλλ' η θυσία του εκτελείται τρόπον τινά ως εργασία· δηλ. απομακρύνει τον πατέρα του, προσποιούμενος ότι θέλει τα οδοιπορικά του έξοδα, και δεν έχει εκείνην την ωραίαν λάμψιν, την περιβάλλουσαν τας κόρας. Γυναίκας δε ουδέ τας χειρίστας επιτρέπει να μισήσωμεν ο Ευριπίδης. Ουδείς δύναται να μη συμπαθή προς την Μήδειαν, και πολλοί αγαπώμεν την Φαίδραν, και προξενούσαν τον θάνατον του αθώου.
Από της υπερασπίσεως ταύτης των γυναικών ο Ευριπίδης εχώρησεν έν βήμα περαιτέρω, όπερ εξήγειρε θύελλαν κατ' αυτού, δηλαδή καθόλου εις το ζήτημα της σχέσεως των φύλων. Έγραψε τραγωδίας περί παραβάσεως του γάμου, καθώς τον Ιππόλυτον και την *Σθενέβοιαν — όπου η ηρωίνη έπραττε προς τον Βελλεροφώντα ό,τι η σύζυγος του Πετεφρή προς τον Ιωσήφ. Έγραψε τον *Χρύσιππον, όπως στιγματίση τα παιδικά, άπερ οι μεν σύγχρονοι εθεώρουν ως παράπτωμα μικρόν, εκείνος δε συνεχώρει μόνον εις τους Κύκλωπας. Έγραψε τον *Αίολον, όπου εξήταζε το πρόβλημα του αφελούς εκείνου μύθου, καθ' όν οι δώδεκα υιοί του θεού των ανέμων και αι δώδεκά του κόραι συνέζουν ως σύζυγοι επί της νήσου των ανέμων· εν τη τραγωδία ταύτη ο Μακαρεύς έλεγε τον περίφημον στίχον [απόσπ. 19]
τι δ' αισχρόν, ην μη τοίσι χρωμένοις δοκή;
{What thing is shameful if a mans heart feels it no shame?}
Αλλά σπουδαιοτέρα παρά τα ειδικά δράματα ήτο η παντοτινή προσπάθεια του Ευριπίδου να σχετίση τα ιδικά του πάθη προς εκείνας τας ψυχάς, τας οποίας ζητεί να ερευνήση, ιδίως προς τας δύο σιωπηλάς τάξεις, των γυναικών και των δούλων. Εν τη μέθη της μάχης, ίσως αφού επληγώθη, είχεν ειπεί προς εαυτόν
«τρις αν παρ ασπίδα
στήναι θέλοιμ' αν μάλλον ή τεκείν άπαξ».
{This must be like child-bearing, but not half so bad!}
Ουδέν άπορον ότι το πολύ κοινόν ελύσσα κατ' αυτού! Και πώς ηδύνατο να χωνεύη τον άνθρωπον, ο οποίος ήτο μεν σφοδρός πολέμιος των ηδονών της ζωής, αλλ' όμως δεν εσκοτίζετο, αν οι ήρωές του ήσαν νόθοι. Αλλά το χειροτέρον, παρέστησε την ιέρειαν Αύγην, η οποία παρέβη τον περί παρθενίας όρκον, και ήκουσε φρικτάς επιπλήξεις της παρθένου Αθηνάς, απαντώσαν βλασφήμως ότι
σκύλα μεν βροτοφθόρα
χαίρεις ορώσα και νεκρών ερείπια
κου μιαρά σοι ταύτ' έστιν· ει δ' εγώ έτεκον,
δεινόν τόδ' ηγεί. [απόσπ. 268).
{Arms black with rotted blood And dead men's wreckage are not foul to thee— Nay, these thou lovest: only Auges babe Frights thee with shame!}
Το αυτό και περί της δουλείας· πλην του * Αρχελάου και του *Αλεξάνδρου, όπου φαίνεται ότι ειδικώς επραγματεύετο περί αυτής, αισθανόμεθα ότι διαρκώς ο νους του Ευριπίδου ανεπόλει το γεγονός, ότι άνθρωποί τίνες ανήκον εις άλλους ανθρώπους, ηθικώς ενίοτε κατωτέρους (254).
Η προς την θρησκείαν στάσις του Ευριπίδου δεν είν' εύκολον να ορισθή. Ο Dr Verrall επιγράφει την περί του ζητήματος τούτου εμβριθή του πραγματείαν «Ευριπίδης ο ορθολογιστής» (255) φανερόν δε είναι ότι αι τραγωδίαι του ποιητού βρίθουσι δειγμάτων έχθρας προς την επίσημον πολυθεΐαν των Δελφών και προς αυτά τα δόγματα των πλείστων Αθηναίων. Είναι προς τούτοις βέβαιον ότι μεταξύ της γενεάς, η οποία κατεδίκασε τον Πρωταγόραν και τον Σωκράτη και εξεμάνη διά την περικοπήν των Ερμών, η παρρησία εν τη αγορά εκστόμισις τολμηρών θεωριών υπό οιουδήποτε ιδιώτου δεν ήτο ακίνδυνος· αλλ' ήτο πολύ κινδυνωδεστέρα προκείμενου περί ποιητού Διονυσιακού δράματος επισήμως διδασκομένου κατά την ημέραν της εορτής και εντός του ιερού περιβόλου. Οιαδήποτε υπόθεσις ότι ο Ευριπίδης επίστευε σπουδαίως εις τους «από μηχανής θεούς» του — ήτοι εις είδος δεισιδαιμονίας χονδρόν και δι' αυτό το πολύ κοινόν — είναι βεβαίως απαράδεκτος. Οι σύγχρονοί του τον εθεώρουν ως πασίγνωστον ελευθερόφρονα, οι δε σκηνικοί θεοί του ήσαν ανεγνωρισμένως πλαστοί. Εξ άλλου όμως ο Ευριπίδης κηρύσσει παραδόξως την ανεπάρκειαν της σκέψεως. Ουδεμία αντίθεσις είναι εν ταις τραγωδίαις του συχνοτέρα ή η αντίθεσις μεταξύ της αληθινής σοφίας ή συνέσεως και της απλής γνώσεως ή επιπολαίας ευφυίας, εις την οποίαν συμπεριλαμβάνει και την νυν καλουμένην «αθεΐαν». Ο Ευριπίδης ήτο μάλλον κατήγορος ή συνήγορος των καλουμένων «σοφών». Και εις τούτο πράγματι, ως και εις τας λοιπάς του γνώμας, ήτο αποστάτης.
Σπανίως λαλεί παρρησία ως άθεος· και οσάκις πράττει τούτο στηρίζεται πάντοτε επί λόγων ηθικών. Απλώς δε δραματικαί εκφράσεις είναι η περίφημος του Βελλεροφώντος (απόσπ. 286) «ουκ εισιν, ουκ είσι» (θεοί){ They are not, are not! } και αι βλασφημίαι του Ιξίονος και η κωμική του Κύκλωπος αθεΐα. Αλλά χαρακτηριστικώτερα είναι τα χωρία, τα μαρτυρούντα πόλεμον κατά των θεών. Παραδείγματος χάριν, εν τω *Βελλεροφώντι (απόσπ. 311) ο ήρως, ωργισμένος διά την άδικον διάταξιν των πραγμάτων, αποπειράται να προσέλθη εις τον Δία και να καθησυχάση τας αμφιβολίας του, ότε Ζευς πλήττει αυτόν διά κεραυνού. Βλέπει πλέον ότι είναι «θεοίς εχθρός» και λέγει πικρώς προς την εαυτού ψυχήν.
ήσθ' εις θεούς μεν ευσεβής, ότ' ήσθ' αεί
ξένοις τ' επήρκεις ουδ' έκαμνες εις φίλους. . .
{Reverent thou wast to God, had he but known; Thy door oped to the stranger, and thine help For them that loved thee knew no weariness.}
Δεν είναι βεβαίως ορθόν να θεωρήσωμεν τα παράπονα ταύτα ως πραγματικά αισθήματα του ποιητού, είναι αλλ' είναι φανερόν ότι τοιαύται σκέψεις τον απησχόλουν. Έν των ολίγων παραδειγμάτων καθαράς προσωπικής εκφράσεως παρέχει ο Ηρακλής
«εγώ δε τους θεούς ούτε λέκτρ' ά μη θέμις
στέργειν νομίζω, δεσμά τ' εξάπτειν χεροίν
ουδ' ηξίωσα πώποτ' ούτε πείσομαι,
ουδ' άλλον άλλου δεσπότην πεφυκέναι·
δείται γαρ ο θεός, είπερ έστ' ορθώς θεός,
ουδενός· αοιδών οίδε δύστηνοι λόγοι» (στ. 1341-6)
{Say not there be adulterers in heaven, Nor prisoner gods and gaolers: — long ago My heart hath named it vile and shall not alter! — Nor one god master and another thrall. God, if he be God, lacketh naught. All these Are dead unhappy tales of minstrelsy.}
Αι λέξεις αύται προδήλως χαρακτηρίζουσιν αυτόν τον ποιητήν και όχι τον όλως αφιλοσόφητον ήρωα, ο οποίος τας εκφράζει· φαίνονται ως θαρραλέα δικαιολογία ανδρός κατηγορουμένου ως αθέου. Ταύτα έγραφε περί τα 422, δηλαδή πριν να καταστή πικρότερος. Αλλά κατά το πλείστον ο Ευριπίδης δεν είν' ελευθερόστομος περί θρησκευτικών ζητημάτων. Τα πολλά των δραμάτων του δεν καταλήγουσιν εις σαφή συμπεράσματα, αλλά μόνον υποδεικνύουσι τους όρους του συλλογισμού. Δηλαδή αναπτύσσουσι σαφώς τας θρησκευτικές παραδόσεις και αφήνουσι τους ακροατάς να κρίνωσιν αυτοί αν είναι πιστευταί ή παραδεκταί. Το έργον του κατέλειπεν εις τους τότε Αθηναίους, και μετά προσοχής αναγινωσκόμενον καταλείπει και σήμερον εις ημάς, την εντύπωσιν ανησύχου και μόλις συγκαλυπτομένης αντιπαθείας προς το υπερφυσικόν στοιχείον, το αφθόνως αναμειγνυόμενον εις αυτό. Τραγωδίαι καθώς ο Ίων, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια η εν Ταύροις, ο Ορέστης έχουσι πολλά τα παράφωνα και ακατάληπτα, αλλά δεν αιτιολογούμεν αυτά, υπολαμβάνοντες επιπολαίως τον Ευριπίδην ως «συρραφέα» ή ισχυριζόμενοι ότι δήθεν ήτο δημοκόπος ποιητής περιποιούμενος τα πλήθη.
Οφείλομεν όμως να μελετήσωμεν δυο τεχνικά μέρη, τα οποία ήσαν ευρήματα ή γνωρίσματα του Ευριπίδου, δηλαδή τον πρόλογον και τον από μηχανής θεόν. Ο πρόλογος εξηγείται ευκόλως. Επειδή δεν υπήρχον προγράμματα, ήτο αναγκαίον να λεχθή προς το θέατρον εις τίνα μύθον ανεφέρετο το δράμα· τούτο δε ήτο αναγκαιότερον, οσάκις ο ποιητής ηγάπα, καθώς ο Ευριπίδης, να εκλέγη μύθους όχι πολύ γνωστούς ή ασυνήθεις παραλλαγάς των πασιγνώστων. Ο πρόλογος λοιπόν εξευρέθη προς θεραπείαν της ανάγκης ταύτης. Αλλ' αφού άπαξ εισήχθη, επέφερε και άλλα καλά· κατέλαβε τρόπον τινά την θέσιν πρώτης πράξεως εξηγηματικής. Ούτω π.χ. οι πρόλογοι του Ορέστου και της Μηδείας συντελούσιν ώστ' αι τραγωδίαι αύται ν' αρχίσωσιν αμέσως εκ του κέντρου της υποθέσεως. Πρέπει δε να λάβωμεν υπ' όψιν, ότι οι σωζόμενοι πρόλογοι πολλάς έπαθον παραπληρώσεις και προσθήκας· διότι τα δράματα του Ευριπίδου κατείχον την σκηνήν επί αιώνας ολοκλήρους καθ' όλον τον Ελληνικόν κόσμον και πολλάκις εδιδάσκοντο ενώπιον ακροατών βαρβάρων, οίτινες είχον ανάγκην ν' ακούσωσιν εξ αρχής πάσαν εξήγησιν. Ούτως ο πρόλογος της Ηλέκτρας, όπως λάβωμεν πρόδηλον παράδειγμα, διηγείται πράγματα, τα οποία πας Αθηναίος εγνώριζεν από των παιδικών του χρόνων. Καθόλου όμως ο πρόλογος είναι καλόν Ευριπίδειον επινόημα.
Αλλ' αφού παρακάμψωμεν οπωσδήποτε την προς τον πρόλογον απαρέσκειαν ημών, ενοχλούμεθα και πάλιν εκ του τρόπου, καθ' όν ο Ευριπίδης λύει τα δράματά του. Των δεκαεπτά [πλην του Ρήσου (256) σωζομένων τραγωδιών δέκα μεν λύονται διά της άνωθεν εμφανίσεως θεού, προστάσσοντος, ερμηνεύοντος ή προλέγοντος. Αι δε επτά, αι μη λυόμεναι διά θεού, καταλήγουσιν εις προφητείαν ή άλλο τι ισοδύναμον, ήτοι εις σκηνήν μετατρέπουσαν την προσοχήν από των παρόντων εις τα μέλλοντα. Δηλαδή η υπόθεσις της τραγωδίας είναι μακρά σειρά συμβαινόντων· ο ποιητής επιμένει εις έν μέρος αυτής — καθόλου ειπείν, εις την πράξιν μιας ημέρας — και πραγματεύεται αυτήν ως απόσπασμα πραγματικής ζωής, εισαγόμενον διά καθαρώς διηγηματικής εισαγωγής και καταλήγον εις καθαρώς διηγηματικόν τέλος. Η μέθοδος αύτη της λύσεως κατά την ημετέραν αντίληψιν δεν είναι καθόλου δραματική, αλλά συμφωνεί προς την συνήθειαν της ελληνικής τέχνης του καταλήγειν ουχί εις έντασιν, αλλ' απεναντίας εις χαλάρωσιν του πάθους.
Της μεθόδου ταύτης διακρίνομεν τρία στάδια· τα πρωιμώτερα των σωζομένων δραμάτων του Ευριπίδου, πλην του Ιππολύτου, δεν έχουσιν από μηχανής Θεόν. Από του 420 περίπου μέχρι του 414 ο θεός επιφαίνεται, προλέγει ή εκφράζει κρίσιν, αλλά δεν διαταράσσει την πράξιν· κατά την τελευταίαν, την «τεταραγμένην» περίοδον ο θεός αυτός παράγει την καλουμένην «περιπέτειαν», ήτοι βιαίαν ανατροπήν της πορείας των συμβαινόντων (257). Και αν μεν η τοιαύτη ανάμειξις των θεών εγίνετο π.χ. υπό του Πινδάρου, θ' απεδοκιμάζομεν την δεισιδαιμονίαν ταύτην, αλλά θα παρεδεχόμεθα αυτήν. Αλλ' όπως γίνεται υπ' ανθρώπου, θεωρουμένου ως αθέου και μη δημοκοπούντος, καταντά σχεδόν αίνιγμα. Ο μη παραδεχόμενος τοιαύτην δυσκολίαν ας αναγνώση τον Ορέστην. Είναι πιθανόν ότι ο Ευριπίδης επίστευεν ότι η υπόθεσις έληγεν ή ηδύνατο να λήξη όπως παρέστησεν αυτήν, ότι δεν έβλεπεν ότι ο θεός του μετέβαλλε την όλην τραγωδίαν εις παίγνιον; Ο Verall λύει τον κόμβον τούτον διά της τολμηράς θεωρίας, ότι ο Ευριπίδης γράφων εκ συστήματος ως άθεος, κατά καιρούς δυσκόλους, ότε η ελευθεροστομία δεν ήτο ανεκτή, σκοπίμως περιεκάλυπτε τας εννοίας του, προσαρτών εις το πραγματικόν του δράμα πλαστόν τινα πρόλογον και επίλογον κατάλληλον εις λαϊκήν κατανάλωσιν, αλλά γνωστόν εις τους εμπίστους του ποιητού ως άσχετον προς τας πραγματικάς του σκέψεις. Αλλ' αι δυσκολίαι της τοιαύτης θεωρίας είναι οραταί. Προτιμότερον είναι να παραδεχθώμεν ότι ο Ευριπίδης σπανίως ηγάπα το υλικόν, το οποίον ήθελε να διαπλάση· δηλαδή ούτ' επίστευε τους μύθους, ούτ' εθαύμαζεν, ούτε ηρέσκετο εις αυτούς· αλλ' ήτο ανάγκη εξ αυτών να γράφη τραγωδίας. Και οσάκις μεν είχε διάθεσιν, η παραφωνία δεν διακρίνεται, καθώς εν τη Μηδεία και τω Ιππολύτω· ενίοτε πάλιν επιφαίνεται και μας εξαφνίζει, αλλά χάνεται κατόπιν εντός του ωραίου συνόλου. Τούτο συμβαίνει εις την Άλκηστιν, όπου η αφοσίωσις της συζύγου ταράσσει τον Ευριπίδην, καθώς και ημάς, διά την υπερβολικήν φιλαυτίαν του ανδρός, ο οποίος την αφήνει ν' αποθάνη χάριν του. Ο Σοφοκλής θα παρεσιώπα ή θα εδικαιολόγει οπωσδήποτε την αναρμοστίαν ταύτην. Αλλ' ο Ευριπίδης εισάγει μακρόν και ζωηρότατον επεισόδιον, μόνον και μόνον διά να την καταδείξη (στ. 614 κεξ.). Άλλοτε η παραφωνία καταντά θόρυβος· τότε ο Ευριπίδης επίτηδες δημιουργεί το δράμα του, διά να καταρρακώση τον αρχαίον μύθον. Τοιούτος είναι ο Ίων «πατριωτικόν δράμα εγκωμιάζον τον Αττικόν ήρωα, τον ημίθεον υιόν της Κρεούσης και του Απόλλωνος»· βεβαίως· αλλ' είναι πράγματι εγκώμιον ή στιγματισμός; Η παλαιά ιστορία του θείου εραστού, το έκθετον βρέφος, η διάσωσις αυτού υπό του πατρός του — ζήτημα, το οποίον ο Πίνδαρος εγγίζει τόσον ευλαβώς και αγνώς — πάντα φέρονται γυμνότατα εις το φως. «Εάν το πράγμα συνέβη» λέγει τρόπον τινά ο Ευριπίδης, — και πάντες ισχυρίζεσθε ότι συνέβη — ιδού πώς ήτο!». Εκθέτει την κτηνώδη φιλαυτίαν του Φοίβου, την απόγνωσιν της αδικηθείσης κόρης και τέλος την κατάπτωσιν αυτής μέχρι στυγερού φόνου. Και αν μεν τούτο μόνον ήτο το όλον δράμα, υπομονή· αλλά δεν είναι το όλον· καταλήγει εις ταπεινήν και αναλήθη δικαιολογίαν του Απόλλωνος· αλλ' ο μεν ένοχος δεν παρουσιάζεται αυτός, η δε Αθηνά, η αντιπρόσωπός του, δεν λέγει όλην την αλήθειαν! Και εδώ η φιλοσοφία του Ευριπίδου παρέσυρεν αυτόν εις καλλιτεχνικά σφάλματα, τα οποία αδικούσι και άλλα ωραιότατά του έργα. Δύο τραγωδίαι, η μία παλαιά και η άλλη νεωτέρα, διαγράφουσι το θείον μέρος λογικώτερον και τρόπον τινά εκφράζουσιν αληθέστερον τους στοχασμούς του ποιητού, ο Ιππόλυτος και αι Βάκχαι. Εν τω πρώτω (428 π. Χ.) η θεά του έρωτος είναι προσωποίησις φυσικής τινος δυνάμεως, της οποίας η ενέργεια είναι καταλυτική, όχι προσωπικώς εκδικητική· η Αφροδίτη εμφανιζομένη και λέγουσα τον παραδόξως φοβερόν πρόλογον, είναι καθαρόν σύμβολον, παριστών ιδέας γνωστάς και το πάλαι και νυν. Ο Ιππόλυτος είναι αγνός υβρίζων εις την Κύπριδα και αφοσιούμενος εις την παρθένον Άρτεμιν, αλλ' ουδόλως «ασεβής» ως νομίζεται. Ο Ευριπίδης όμως έχει την πεποίθησιν ότι απόλυτος αφοσίωσις εις μίαν αρχήν — η θεωρία «όλον ή ουδέν» του Brandt, η αλήθεια του Gregers Werle — αποβαίνει ολεθρία. Ίσως η τοιαύτη καταστροφή εν τω συνόλω είναι η αρίστη, διότι προδήλως ο Ιππόλυτος έζησε μεν καλώς και η πράξις του ήτο καλή, αλλ' όμως επέφερε κατάραν, αυτοκτονίαν και φόνον. Ομοία είναι και η Άρτεμις του τέλους, ωραιοτάτη μεν, αλλά και υπερανθρώπως άσπλαχνος. Διότι η δροσερά παρθενία της φύσεως, η θεότης των λειμώνων και των ποταμών, δεν συγκινείται διά τα θύματά της.
Αι Βάκχαι είναι δυσερμήνευτον δράμα. Λόγω καθαράς συγκινήσεως και εξάρσεως ουδεμίαν έχει ισόπαλον αρχαίαν τραγωδίαν. Η υπόθεσις είναι απλή, αλλά και τολμηρά. Ο Διόνυσος, μη αναγνωριζόμενος ως θεός υπό των συγγενών του, επιβάλλει εις αυτούς τιμωρίαν. Έρχεται εις τας Θήβας Βάκχος τις — μία ενσάρκωσις αυτού του θεού — και κηρύσσει την νέαν λατρείαν. Αι θυγατέρες του Κάδμου αρνούνται ν' αποδεχθώσι το Διονυσιακόν πνεύμα, αλλά τούτο μεταδίδεται εις αυτάς εις βαθμόν μανίας, ώστε απέρχονται εις τα όρη, εξυμνούσαι τον Βάκχον. Ο γέρων Κάδμος και ο μάντις Τειρεσίας αμέσως αναγνωρίζουσιν αυτόν ως θεόν· ανεκλάλητος χαρά τους καταλαμβάνει και αισθάνονται εαυτούς πάλιν νέους. Ο βασιλεύς Πενθεύς είναι το μέγα κώλυμα. Αναλαμβάνει τα λογικά του και λέγει ότι δεν θ' αναγνωρίση τον «θρασύν θεόν». Αλλ' ο Πενθεύς, διαμαρτυρόμενος τοιουτοτρόπως, αμαρτάνει· ίσως αυτός ούτος υπήρξε ποτε μανικός {mad} — ταύτην τουλάχιστον την σημασίαν φαίνεται έχων ο στίχος 359 «μέμηνας ήδη » και είναι φυσικόν το πράγμα εν βακχικώ μύθω — και ενεργεί ουχί νηφαλίως, αλλά μανιωδώς. Υβρίζει και δεσμεύει τον θεόν, όστις υποφέρει πάντα ησύχως και αφόβως διά της ενεργείας της λανθανούσης δυνάμεως. Οι τοίχοι της φυλακής πίπτουσι και ο Διόνυσος απέρχεται αμέσως προς τον βασιλέα και πάλιν διά να τον πείση. Αι Μαινάδες επί του Κιθαιρώνος εκτελούσι θαύματα και ο Διόνυσος είναι έτοιμος να επιδείξη και άλλα. Αλλ' ο Πενθεύς δεν θέλει να τα ίδη και απειλεί ότι θα φονεύση τον «Βάκχον»· ο θεός μεταβάλλει τόνον (στ. 810)· — η σκηνή αυτή είναι ισχυροτάτη και τολμηροτάτη· — ηρέμα κυριεύει — θα έλεγε κανείς υπνωτίζει — τον Πενθέα· του επιβάλλει να δεχθή την στολήν των Μαινάδων, να λάβη τον θύρσον και να εκτελέση πάσας τας θείας τελετάς. Ο Πενθεύς απάγεται εις τον Κιθαιρώνα, ίνα βλέπη εκ του αφανούς τας μυστικάς πράξεις των Μαινάδων και κατασπαράσσεται υπ' αυτών. Αι μαινόμεναι θυγατέρες του Κάδμου εισέρχονται, η Αγαύη φέρουσα εν θριάμβω την κεφαλήν του υιού της, την οποίαν εκλαμβάνει ως κεφαλήν λέοντος και ψάλλουσα χαρμόσυνον άσμα, όπερ φαίνεται ως η ουσία της Διονυσιακής μανίας εκφραζομένη διά της μουσικής. Πασίγνωστος είναι η ιστορία ότι ενώ Τραλλιανός υποκριτής εδίδασκε «τα περί την Αγαύην» εν τη Παρθική αυλή μετά την εν Κάρραις ήτταν του Κράσσου, εισήλθε στρατιώτης φέρων την κεφαλήν του Κράσσου, ο δε τραγωδός λαβών αυτήν, «επέραινεν εκείνα τα μέλη μετ' ενθουσιασμού και ωδής» (258).
Τι σημαίνει το δράμα τούτο; Η θεωρία ότι σημαίνει επιστροφήν εις την καθεστώσαν θρησκείαν, δεν έχει ανάγκην αναιρέσεως· εάν πράγματι ο Διόνυσος είναι κάποιος προσωπικός θεός, είναι «σατανάς». Αλλ' όμως σκοπός του δράματος είναι να τον επιδείξη εις ημάς, ώστε να εννοήσωμεν αυτόν. Και αυτός και αι Μαινάδες διεπλάσθησαν περικαλλείς· λέγουσι πάντοτε την τελευταίαν λέξιν (πλην του στ. 1348) τα δ' ελαφρά άσματα έχουσι λαμπράν έξαρσιν. Ο Πενθεύς δεν είναι συμπαθής μάρτυς· υπάρχει δε και κάποιος πολεμικός τόνος εναντίον της καθαράς σκέψεως, ο οποίος φαίνεται πάντως προερχόμενος εξ' αυτού του ποιητού. Αι Βάκχαι συγκεφαλαιώνουσι τας σκέψεις του. Ο Ευριπίδης είχεν ανέκαθεν πολεμήσει την κοινήν δεισιδαιμονίαν· υπήρξε δε και ενάντιος της δογματικής φιλοσοφίας. Το δίδαγμα των Βακχών είναι αυτό το δίδαγμα του Ιππολύτου υπό μορφήν ισχυροτέραν. Ο λόγος είναι τι μέγα, αλλά δεν είναι το παν. Υπάρχουσιν εν τω κόσμω πράγματα ανεξάρτητα του λόγου, ήτοι και κατώτερα και ανώτερα αυτού· αφορμαί συγκινήσεων, τας οποίας αδυνατούμεν να εκφράσωμεν, τας οποίας τείνομεν να λατρεύσωμεν, τας οποίας ίσως αισθανόμεθα ότι είναι τα πολυτιμότατα στοιχεία της ζωής. Τα πράγματα ταύτα είναι θεοί ή μορφαί θεού, όχι μυθικοί θνητοί, αλλά πράγματα υπάρχοντα, πράγματα εντελώς μη ανθρώπινα και μη ηθικά, τα οποία φέρουσι τον άνθρωπον να μακαρίζη ή κατασπαράσση αδιακόπως την ιδίαν του ψυχήν· είναι θρησκεία, την οποίαν πρεσβεύουσι πολλοί· εκείνη, την οποίαν πολεμεί ο Τολστόης, την οποίαν άνδρες ως ο Paley και ο Bentham εζήτησαν να καταργήσωσι, την οποίαν ο Πλάτων απεδοκίμαζεν, αλλ' ηκολούθει. Ο Ευριπίδης έφθασεν εις τοιαύτην έκστασιν διά της αναμείξεως τολμηρού πραγματισμού και τολμηράς φαντασίας· πρέπει δε και να ενθυμώμεθα ότι έγραψε πολλά σχετικά προς την Ορφικήν θρησκείαν κατά την ασκητικήν και μυστικήν αυτής όψιν και αφιέρωσεν εις αυτήν ολόκληρον τραγωδίαν τους *Κρήτας, [όπου ο χορός παρερχόμενος έλεγεν (259)·
αγνόν δε βίον τείνω μεν αφ' ού
Διός Ιδαίου μύστης γενόμην
και νυκιτιπόλου Ζαγρέως . . .
τας τ' ωμοφάγους δαίτας τελέσας
μητρί τ' ορεία δάδας ανασχών,
μετά κουρήτων
βάκχος εκλήθην οσιωθείς ]
(260).
Η διττή αυτή άποψις απομένει ως το κυριώτατον ίσως του Ευριπίδου χαρακτηριστικόν· είναι και αμείλικτος πραγματιστής· είναι δε συγχρόνως και ο μέγιστος ονειροπόλος, όν εγέννησεν η Αττική. Αναλύει, αποδεικνύει, συζητεί και κάποτε υποχωρεί, αλλ' όχι εκ δειλίας· απομακρύνεται του κόσμου και χάνεται «ηλιβάτοις υπό κευθμώσιν» {to the caverns that the Sun's feet tread} ή εις άλλους παραπλησίους τόπους, όπου τα πάντα είναι ωραία και καινοφανή, μελαγχολικά ίσως ως τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος, αλλ' ούτε μισητά, ούτε λυπηρά. Από των χρόνων του Ιππολύτου είχε πάντοτε μυστικάς τινας δοξασίας·
«Ό,τι του ζην φίλτερον άλλο
σκότος αμπίσχων κρύπτει νεφέλαις
του δ' ό,τι στίλβει κατά γην
δυσέρωτες δη φαινόμεθ' όντες
δι' απειροσύνην άλλου βιότου
κουκ απόδειξιν των υπό γαίας·
μύθοις δ' άλλως φερόμεσθα» .
{Whatever far-off state there may be that is dearer to man than life, Darkness has it in her arms and hides it in cloud. We are love-sick for this nameless thing that glitters here on the earth, because no man has tasted another life, because the things under us are unrevealed, and we float upon a stream of legend}
Ουδέν υπάρχει δράμα του Ευριπίδου, όπου κριτικός τις δεν δύναται να εύρη σπουδαία σφάλματα και κηλίδας· ίσως όσω χειρότερος κριτικός τόσω περισσοτέρα θα εύρη. Διότι ο Ευριπίδης δεν ήτο καθαυτά καλλιτέχνης. Ήτο άνθρωπος εκτάκτου διανοίας, δραματικής δυνάμεως, λεπτότητος, συμπαθείας, θάρρους και φαντασίας. Εξηρεύνησε τόσον εκ του πλησίον τον κόσμον και εξηγέρθη τόσον ανταρτικώς κατά των πραγμάτων, ώστε δεν ηδύνατο να παραγάγη ήρεμα και τέλεια έργα. Και όμως πολλοί θα συμμερίζωνται ό,τι είπεν ο Φιλήμων·
ει ταις αληθείαισιν οι τεθνηκότες
αίσθησιν είχον, άνδρες ως φασίν τίνες,
απηγξάμην αν ώστ' ιδείν Ευριπίδην
(261).
{If I were certain that the dead had consciousness, I would hang myself to see Euripides}
Και τα αποσπάσματα των άλλων, των υποδεεστέρων, τραγικών βλέπε παρά Nauck Tr. Gr. Fr. Τούτων διεκρίνοντο κατά τον πέμπτον αιώνα, πλην των ήδη μνημονευθέντων Αγάθωνος και Κριτίου, Αρίσταρχος ο Τεγεάτης (σ 728), Νεόφρων ο Σικυώνιος ο γράψας Μήδειαν (σ. 729-732) Φιλοκλής ο νικήσας τον Σοφοκλή, διδάσκοντα τον Οιδίποδα τον τύραννον (σ. 759) κατά δε τον τέταρτον αιώνα ο Χαρήμων ο γράφων δράματα προς ανάγνωσιν (σ. 781) ο Μοσχίων (σ. 212) και προ πάντων ο Θεοδέκτης ο εκ Λυκίας, ποιητής και ρήτωρ ο μαθητής του Πλάτωνος και φίλος του Αριστοτέλους, ο δις επαινούμενος υπ' αυτού εν τη Ποιητική (Nauck σ. 801- 802)].
Η αρχαία κωμωδία, ανάπτυξις των φαλλικών ασμάτων των εορτών του τρυγητού
και του θέρους, έλαβε καλλιτεχνικήν μορφήν εντός των δύο μεγάλων κέντρων της
εμπορικής και λαϊκής κινήσεως, των Συρακουσών και των Αθηνών.
Η Σικελική κωμωδία φαίνεται ότι έλαμψε πρώτη· Ο ΕΠΙΧΑΡΜΟΣ παραδίδεται ότι ήκμαζε κατά τα 486, ελθών εκ της Κω, όπου εγεννήθη (262), πρώτον μεν εις τα Μέγαρα της Σικελίας, έπειτα δε εις τας Συρακούσας. Αλλά τα λείψανα των κωμωδιών του είναι ολιγοστά, συγκρινόμενα προς την μεγάλην αυτού φήμην, και είναι δύσκολον να σχηματίσωμεν καθαράν περί αυτού ιδέαν. Ο Επίχαρμος ήτο κωμικός ποιητής και φιλόσοφος, πιθανώς Πυθαγορίζων [όθεν ο Έννιος ωνόμασε διδακτικόν του ποίημα «Επίχαρμον»}. Αι δε κωμωδίαι του είναι άλλαι μεν παρωδίαι ηρωικών μύθων, ως ο *Κύκλωψ, ο *Βούσιρις, ο *Προμηθεύς, ομοιάζουσαι προς τα σατυρικά δράματα των Αθηνών, και τας παραπλησίας κωμωδίας του Κρατίνου, λ. χ. τον *Οδυσσέα και τον *Χείρωνα άλλαι δε, ως ο * Αγροστίνος και οι *Θεαροί ήσαν μίμοι, παριστώντες σκηνάς του καθημερινού βίου. Επί του πεδίου τούτου είχεν αντίπαλον τον ΣΩΦΡΟΝΑ, ο οποίος έγραψε «μίμους γυναικείους» και «μίμους ανδρείους» και εκληροδότησεν εις ημάς ονόματα κωμωδιών, όπως τον *Θυννοθήραν, τον *Άγγελον, και * Ακεστρίας και την *Πενθεράν. Το τρίτον είδος των έργων του Επιχάρμου ήτο κάπως φιλοσοφικόν, όπως η συζήτησις μεταξύ «Λόγου και Λογίνας », δηλ. πιθανώς αρσενικού και θηλυκού λόγου. Τέλος έγραψε και αυστηρώς φιλοσοφικόν ποίημα, το *περί Φύσεως· λέγεται ότι αι κωμωδίαι του ήσαν γοργαί και κεκινημέναι αλλά τα σωζόμενα αποσπάσματα φαίνονται ζωηρά βεβαίως ένεκεν άλλων ιδιοτήτων, δηλαδή διά το πρωτότυπον της εννοίας ή το γραμματικώς παράδοξον. Έξοχος είναι η περιγραφή παρασίτου (263)· η λέξις είναι μεταγενεστέρα, αλλά παράσιτοι υπήρχον και τότε. Είναι δε περίεργον ότι κάμνει λογοπαίγνια, όλως απερικάλυπτα, καθώς [εν τω *Λόγω], όπου ο Ζευς ελέγετο « Πέλοπι γ' έρανον εστιών», ο δε ακούων αντί του «γ' έρανον» ήτοι συμπόσιον, «γέρανον», νομίζει ότι ο Ζευς παρέθεσεν εις τον ξένον του γερανόν. Χαρακτηριστικός διάλογος είναι ο ακόλουθος [παρ' Αθηναίω Β' σ. 36]
Α. εκ μεν θυσίας θοίνα,
εκ δε θοίνας πόσις εγένετο. Β. χαρίεν ως γ' εμίν δοκεί
Α. εκ δε πόσιος κώμος, εκ κώμου δ' εγένεθ' υανία
εκ δ' υανίας δίκα, 'κ δίκας δ' εγένετο καταδίκα
εκ δε καταδίκας πέδαι τε και σφαλάς και ζημία.
{A. After the sacrifice came a feast, and after the feast a drinking-party. B. That seems nice. A. And after the drinking-party a revel, after the revel a swinery, after the swinery a summons, after the summons a condemnation, and after the condemnation fetters and stocks and a fine!}
Παροιμιώδεις δε απέμειναν οι στίχοι του
Νόος ορή και νόος ακούει· τάλλα κωφά και τυφλά.
{ Mind hath sight and Mind hath hearing; all things else are deaf and blind }
Νάφε και μέμνασ' απιστείν· άρθρα ταύτα ταν φρενών.
{ Be sober, and remember to disbelieve: these are the sinews of the mind! }
Των πόνων πωλούντι πάντα ταγάθ' αμίν τοι θεοί (264).
Η αττική κωμωδία ανεπτύχθη κατ' άλλον τρόπον, από δε του 460 π. Χ. και εξής ηκολούΘησε τα βήματα της τραγωδίας. Το σχέδιον αυτής φαίνεται συγκείμενον εκ δυο μερών, εχόντων την «παράβασιν» εν τω μέσω. Δηλαδή πρώτον μεν παρέχεται γενική ερμηνεία της υποθέσεως και των προσώπων· έπειτα δε γίνεται η «παράβασις» του όλου χορού, του οποίου ο ηγεμών αντιπροσωπεύων τον ποιητήν, ομιλεί περί ζητημάτων της ημέρας· κατόπιν έπεται σειρά κωμικών σκηνών, αίτινες άνευ τάξεως ή μεθόδου παριστώσι τα επακόλουθα των εν τω πρώτω μέρει τεθέντων· το τέλος δε είναι κώμος, ήτοι διασκεδαστικόν άσμα συνοδεύον την έξοδον των υποκριτών. Παραδείγματος χάριν, το πρώτον μέρος της αρχαιοτάτης των σωζομένων κωμωδιών, των Αχαρνέων του Αριστοφάνους, — τότε το όλον είχε καταστή δραματικόν, — εξηγεί πώς ο ήρως κατώρθωσε να συνάψη ιδιαιτέρως ειρήνην μετά των Πελοποννησίων· έπεται δε η παράβασις και κατόπιν σειρά σκηνών ασυνδέτων, αι οποίαι παριστώσι πώς διασκεδάζει, απολαύων της ειρήνης, ο ήρως μετά της οικογενείας του κατ' αντίθεσιν προς τους λοιπούς πολίτας.
Περί των αρχαιοτάτων κωμικών ποιητών — Χιωνίδου, Εκφαντίδου και Μάγνητος — ολίγα είναι γνωστά (265). Πρώτος αξιόλογος κωμικός είναι ο ΚΡΑΤΙΝΟΣ, ο οποίος εκωμώδησε τον Περικλή, — «τον σχινοκέφαλον Δία» «τον υιόν της στάσεως και του πρεσβυγενούς Κρόνου» { the child of Cronos and Double-dealing } — καθώς ο Αριστοφάνης εμαστίγωσε τον Κλέωνα. Οι κριτικοί εθεώρουν αυτόν απαραμίλλως δυνατόν, αλλά και υπερβολικά πικρόν. Ο δε Αριστοφάνης συχνά τον αναφέρει· ως χείμαρρος, λέγει, «παρασύρων εφόρει τας δρυς και τας πλατάνους και τους εχθρούς προθελύμνους ». { like a mountain-torrent, sweeping down houses and trees and people who stood in his way! } Ο Κρατίνος ήτο μεμυημένος Ορφικός, και έφαγε κρέας Βακχείου ταύρου (266), ήτο δε και κατά την νεωτέραν έννοιαν οπαδός του Βάκχου. Ο Αριστοφάνης εν τοις Ιππεύσιν (424) εδείκνυεν αυτόν ως «παραληρούντα» γέροντα, αλλά το σκώμμα εξήγειρε τον γηραιόν πότην. Το επόμενον έτος εδίδαξε την * Πυτίνην (το φλασκί) φανεράν διακωμώδησιν εαυτού, όπου η σύζυγός του Κωμωδία τον έσωζεν εκ των αγκαλών της απίστου Πυτίνης. Έτυχε τότε των πρωτείων, ενώ ο Αριστοφάνης ήλθε τελευταίος. Αλλ' ήτο ήδη ερείπιον και απέθανε περί το 421. Είς των τριών υποκριτών του ήτο ο ΚΡΑΤΗΣ, ο οποίος και έγραψεν επιτυχείς κωμωδίας, διεκρίθη δε ως πρώτος παραστήσας μεθύοντας επί της σκηνής (267).
Ο ΦΕΡΕΚΡΑΤΗΣ, ο λαβών τα πρωτεία κατά τα 437, ήτο αξιόλογος αλλά βαρύς κωμικός, εάν κρίνωμεν εκ των πολυαρίθμων αυτού αποσπασμάτων. Εξέλεγε καλυτέρας υποθέσεις ή οι σύγχρονοί του και επλησίαζε μάλλον προς την νέαν κωμωδίαν· ούτως επραγματεύετο κοινωνικά θέματα, καθώς την ακολασίαν των δούλων και την φιλοποσίαν των εταιρών· επολέμησε δυνατά τον ΤΙΜΟΘΕΟΝ και τον νέον τρόπον της μουσικής (268)· φαίνεται δε προς τούτοις ότι έτεινεν, όπως κατόπιν ισχυρότερον ο Αριστοφάνης, εις ποίησιν κωμωδιών υποκειμένων εντός φανταστών τόπων μακαριότητος π.χ. οι *Μεταλλείς αυτού παρίστανον χρυσούν τινα αιώνα, υπάρχοντα εντός του βάθους ή υποκάτω της γης, πιθανώς δε και οι * Μυρμηκάνθρωποι κάτι παρόμοιον. Μόνον δε μίαν πολιτικήν κωμωδίαν γινώσκομεν αυτού, πικράν διακωμώδησιν του Αλκιβιάδου (269).
Ο ΕΥΠΟΛΙΣ είναι ο τα μέγιστα επαινούμενος των συγχρόνων του Αριστοφάνους. Χαρακτηριστικόν αυτού ήτο η χάρις, κατ' αντίθεσιν προς την δύναμιν και την δριμύτητα του Κρατίνου και τον συγκερασμόν των αρετών τούτων υπό του Αριστοφάνους· οι τρεις ούτοι απετέλουν τον εν Αλεξανδρεία κανόνα των [αρχαίων] κωμικών ποιητών. Ελέγετο δε ότι ο κατά την εν Ελλησπόντω μάχην θάνατος του Ευπόλιδος έδωκεν αφορμήν όπως η πόλις απαλλάξη τους ποιητάς από της στρατείας. Τα πολιτικά του φρονήματα κατ' αρχάς εταυτίζοντο τόσον προς τα του Αριστοφάνους, ώστε και συνειργάσθησαν οι δύο εις την δριμυτάτην των σωζομένων κωμωδιών, τους Ιππέας, έπειτα δε κατηγόρει ο είς τον άλλον ως λογοκλόπον. Η κωμωδία εκείνη εστηλίτευε τον Κλέωνα, τον δε * Μαρικάν έγραψεν ο Εύπολις εναντίον του Υπερβόλου· εν τοις *Δήμοις έλεγε πολλά τα καλά περί του Περικλέους ως ρήτορος (απόσπ. 94), αλλά τούτο συνέβαινε μετά τον θάνατον εκείνου και πιθανώς δεν είχε πολλήν σημασίαν· προς εξευτελισμόν του Κλέωνος ήτο χρήσιμος ο έπαινος του Περικλέους, καθώς και προς εξευτελισμόν του Υπερβόλου ήτο χρήσιμος ο έπαινος του Κλέωνος. Η κωμωδία ήτο θεσμός υπερδημοκρατικός, ως παρετήρησεν ο Ολιγαρχικός ο γράψας την Αθηναίων πολιτείαν και όμως πάντες οι κωμικοί έχουσιν αριστοκρατικάς τάσεις. Λόγος τούτου είναι εξ ενός μεν ο σκοπός της κωμωδίας, ο οποίος είναι σκώμμα και όχι έπαινος· εάν οι κωμικοί ήσαν ευχαριστημένοι εκ των πολιτικών, θα έγραφον περί άλλου θέματος, δυσαρέστου· εξ άλλου δε συνεμερίζοντο τα φρονήματα των ανεπτυγμένων. Αλλ' ο Εύπολις πλέον φιλελεύθερος παρά τον Αριστοφάνη. Ο μεν Αριστοφάνης ουδέποτε φαίνεται κωμωδήσας πλουσίους· ο δ' Εύπολις έγραψε τους *Κόλακας εναντίον του Καλλίου και των παρασίτων του και τους *Βάπτας εναντίον του Αλκιβιάδου. Η κωμωδία αυτή παρίστανε μίαν των τότε συνήθων μυστικών και ενθουσιαστικών λατρειών, την λατρείαν της θεός Κολυττούς· μία των τελετών εκείνων ήτο και το βάπτισμα, αρχή δε ήτο το απόρρητον, όπερ παρέβλαψε την υπόληψιν των οπαδών διότι ο Ελληνικός λαός απέδιδε τα χείριστα ελατήρια εις τους έχοντας απόρρητον θρησκείαν ή προσευχομένους χαμηλοφώνως (270).
Ο ΦΡΥΝΙΧΟΣ ο Ευνομίδου, όστις ενίκησε το πρώτον κατά τα 429, και ο ΠΛΑΤΩΝ, του οποίου ουδεμίαν γινώσκομεν κωμωδίαν παλαιοτέραν του 405, αποτελούσι την γέφυραν την άγουσαν εις την νέαν Κωμωδίαν, ήτις ανεπτύχθη κατά τον τέταρτον αιώνα. Ο *Μονότροπος του Φρυνίχου είναι παράδειγμα δράματος αποτυχόντος επειδή εδιδάχθη είκοσι περίπου έτη πριν ή το κοινόν παρασκευασθή προς τούτο. Καθαρώς πολιτικήν κωμωδίαν του Φρυνίχου δεν έχομεν καμμίαν. Του δε Πλάτωνος γινώσκομεν *Υπέρβολον, *Κλεοφώντα, και *Συμμαχίαν, αναφερομένην εις συνένωσιν του Νικίου, του Φαίακος και του Αλκιβιάδου προς εξοστρακισμόν του Υπερβόλου (271).
Αλλ' ο πρωτεύων ποιητής της αρχαίας κωμωδίας ήτο ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ· καθόσον δ'
εξάγεται εκ της συγκρίσεως των σωθέντων αποσπασμάτων των άλλων κωμικών,
ήτο πράγματι άξιος, των εξόχων του επιτυχιών, πλεονεκτών του Κρατίνου κατά το
κομψόν ύφος, ευτυχήσας δε να ζήση περισσότερον του Ευπόλιδος. Ο ποιητής είχεν
αγρόν εν Αιγίνη, δεν υπάρχει δε λόγος να αμφιβάλλωμεν, ότι ήτο γνήσιος Αθηναίος
πολίτης, καίτοι στίχοι τινές του Ευπόλιδος (απόσπ. 357) παραπονουμένου διά την
επιτυχίαν των ξένων, υπετέθησαν ότι αναφέρονται εις αυτόν. Ήρχισε δε να γράφη
νεώτατος· ο ίδιος εξηγεί διατί το πρώτον του έργον, τους * Δαιταλέας,
εδίδαξε διά του πρεσβυτέρου του φίλου, του υποκριτού Καλλιστράτου· πρώτον μεν
διότι ήτο πολύ νέος, ίσως νεώτερος ή ώστε να ελπίζη να λάβη χορόν παρά του
άρχοντος· έπειτα δε διότι δεν είχεν αρκετήν πείραν ώστε να διδάξη τον χορόν,
καίτοι έγραψε το δράμα. Ο τρόπος ούτος της διδασκαλίας κατήντησε σχεδόν έξις
του Αριστοφάνους. Εδίδαξε τους * Δαιταλέας, τους * Βαβυλωνίους,
τους Αχαρνέας, τους Όρνιθας και την Λυσιστράτην υπό το
όνομα του Καλλιστράτου, τους δε Σφήκας, τον *Αμφιάρεων και τους
Βατράχους υπό το όνομα του Φιλωνίδου. Δηλαδή οι άνθρωποι εκείνοι είχον
την ενόχλησιν να διδάξουσι τον χορόν και την ευχαρίστησιν να λάβουσι την
χορηγίαν της πόλεως διά την διδασκαλίαν. Ήκουον επίσης τα ονόματα των
ανακηρυσσόμενα ως ποιητών, αν και πάντες εγνώριζον ότι δεν ήσαν. Οιουσδήποτε
χρηματικούς συνδυασμούς και αν έκαμνεν ο ποιητής, ο τρόπος ούτος εσήμαινεν
ότι παρεχώρει χρήματα, διά ν' απαλλάσσεται φροντίδων· εάν ήδη συνδυάσωμεν
και τον εν Αιγίνη αγρόν και την γενικήν προς τους πτωχούς αδιαφορίαν του,
δυνάμεθα να πιστεύωμεν ότι ο Αριστοφάνης ήτο πλούσιος· είχε τας
προκαταλήψεις και το θάρρος ευπόρου ανθρώπου. Η πρώτη του κωμωδία, οι
*Δαιταλής (427 π. Χ.) ήτο επίθεσις κατά της ανωτέρας παιδείας των χρόνων
εκείνων, την οποίαν, εννοείται, παρίστανεν ως ανήθικον. Ο πρωταγωνιστής ήτο
πατήρ δύο υιών, ενός εναρέτου και εμμένοντος εις τα παλαιά, και ενός φαύλου και
νεωτεριστού. Ο νεαρός ποιητής έλαβε το δεύτερον άθλον και κατευχαριστήθη. Το
επόμενον έτος (426) προσέβαλε δριμύματα, αλλ' όχι και μετά της προφυλάξεως
του Ολιγαρχικού του γράψαντος την Αθηναίων πολιτείαν, το σύστημα της
προς τους συμμάχους σχέσεως· η κωμωδία ωνομάζετο * Βαβυλώνιοι, ο δε
χορός συνέκειτο εκ των συμμάχων παριστωμένων ως δούλων, οίτινες αλέθουσι
χάριν του κυρίου αυτών Δήμου. Ο ποιητής εξέλεξε προς διδασκαλίαν της κωμωδίας
τα εαρινά Διονύσια, ότε αντιπρόσωποι των συμμάχων [φέροντες τους φόρους]
ήσαν παρόντες εν Αθήναις, ούτω δε προεκάλεσε σκάνδαλον και κατηγορήθη υπό
του Κλέωνος, πιθανώς επί προδοσία. Αλλ' αγνοούμεν την απόφασιν. Εν τη
παραβάσει των Αχαρνέων ο Αριστοφάνης δικαιολογείται διά την
αδιακρισίαν του εκείνην και παρατηρεί προς τον Κλέωνα·
το γαρ ευ μετ' εμού και το δίκαιον ξύμμαχον έσται [στ. 660] *
Έκτοτε τα εν οίκω εξέθετε μόνον εις τα Λήναια, τα τελούμενα κατά Φεβρουάριον, δηλαδή προ του χρόνου, καθ' όν συνήθως οι ξένοι ήρχοντο εις τας Αθήνας.
Οι Αχαρνής εδιδάχθησαν κατά τα Λήναια του 425· είναι η παλαιοτάτη των σωζομένων κωμωδιών και αληθώς ωραία. Ο κύριος αυτής σκοπός είναι πολιτικός και απευθύνεται κατά του Κλέωνος και του Λαμάχου, ως αντιπροπώπων της πολεμικής μερίδος· αλλ' ο ποιητής προσβάλλει τον φοβερόν του αντίπαλον μετά τινος προσοχής, ενώ παρεκβαίνει του δρόμου του, διά να πατάξη τον Ευριπίδην, τον οποίον αναμφιβόλως και διά των Διαιταλέων είχε κηρύξει ως αίτιον της τότε διαφθοράς. Ουδεμία αφορμή προσωπικής έχθρας των δύο ποιητών είναι γνωστή· αλλ' είναι βέβαιον ότι ο Αριστοφάνης πολύ περισσότερον των άλλων κωμικών είχε διαρκώς κατά νουν τον Ευριπίδην. Ίσως διέκρινεν ότι ο Ευριπίδης περισσότερον παντός άλλου έβλεπε πόσον ενίοτε ταπειναί και ψευδείς ήσαν αι κωμικαί του επίνοιαι. Αλλ' είναι παράδοξον ότι ο Αριστοφάνης πρώτον μεν εμιμείτο πολύ τον Ευριπίδην, — τόσον ώστε ο Κρατίνος έπλασε ρήμα «ευριπιδαριστοφανίζειν» διά να χαρακτηρίση το ύφος και των δύο — έπειτα δε, καθόσον βλέπομεν εκ των παρωδιών του, ανεγίνωσκε τόσον πολύ τα έργα του τραγικού, ώστε επί τέλους τα είχεν αποστηθίσει.
Κατά τα 424 ο Αριστοφάνης ευφράνθη, διδάξας τους Ιππέας. Η υπόθεσις είναι ότι ο οξύχολος γέρων Δήμος έπεσε καθ' ολοκληρίαν εις τα δίκτυα του πανούργου Παφλαγόνος δούλου του· οι δε δύο οικιακοί του δούλοι λαβόντες χρησμόν του Βάκιδος, βλέπουσιν ότι τέσσαρες «-πώλαι» θα γίνωσι κύριοι των πραγμάτων, έκαστος καταβαλλόμενος υπό του χειροτέρου. Μετά τον στυππειοπώλην και τον προβατοπώλην ήλθεν η σειρά του βυρσοπώλου Παφλαγόνος, αλλά τούτον θα εκβάλη ποίος; Ο αλλαντοπώλης! «ω Πόσειδον της τέχνης!» φωνάζει κατευχαριστημένος ο δούλος και ιδού, αμέσως επιφαίνεται χονδρός πλανόδιος αλλαντοπώλης, κρατών τα σκεύη του και κοιλίας. Οι δύο δούλοι του αναγγέλλουσι ποία μεγάλη τύχη τον περιμένει. Το λοιπόν της κωμωδίας είναι η σφοδροτάτη πάλη μεταξύ του βυρσοπώλου και του αλλαντοπώλου, όπου ο βυρσοπώλης ηττάται ακριβώς εις τας ιδικάς του τέχνας, την ψευδολογίαν, την επιορκίαν, την κλοπήν και την αναίδειαν [ανακράζων (1206)
οίμοι, κακοδαίμων, υπεραναιδευθήσομαι].
Ευνόητον είναι ότι ο Παφλαγών είναι ο Κλέων, όστις είχε βυρσοδεψείον· οι δύο δούλοι είναι ο Νικίας και ο Δημοσθένης· οι προηγούμενοι -πώλαι είναι πιθανώς ο Λυσικλής και ο Ευκράτης. Αλλ' ο ποιητής ομολογεί ότι κατ' αρχάς δεν εύρισκεν υποκριτήν να υποδυθή τον Κλέωνα, και κατόπιν, αφού ανέλαβεν ο ίδιος την υπόκρισιν, ότι οι σκευοποιοί δεν ήθελον να κατασκευάσωσι προσωπείον, εικονίζον τον Κλέωνα. Η κωμωδία είναι τέλειον πρότυπον αφροντίστου και ακολάστου γλώσσης. Και όμως είναι θαυμασίως κωμική, περί δε το τέλος, όπου υπάρχει κάποια σκηνή μεταμορφώσεως, όπου δηλαδή ο αλλαντοπώλης γίνεται καλός και ο Δήμος επανέρχεται εις τα λογικά του, υπάρχει δόσις ευγενούς φιλοπατρίας. Η επίθεσις δεν είναι δηλητηριώδης ουδέ καν επιζημία. Δεν θα εμπόδισε δηλαδή πολύ τον Κλέωνα από του να καταλάβη οιανδήποτε άλλην αρχήν. Αλλ' είναι κατακλυσμός πηλού προς ανταποδόσιν της κατηγορίας του 426. Τοιαύτη κωμωδία, αφού πλέον έγινε δεκτή υπό του άρχοντος και δεν διεκόπη υπό λαϊκού θορύβου, ήτο επόμενον ότι θα είχε θριαμβευτικήν επιτυχίαν· και πράγματι οι Ιππής έλαβον τα πρωτεία.
Το επόμενον έτος υπήρξεν αντίδρασις. Αι Νεφέλαι διασύρουσαι την νέαν εκπαίδευσιν, την οποίαν αντιπροσωπεύει ο Σωκράτης, ηττήθησαν υπό της * Πυτίνης του «παραληρούντος» Κρατίνου και του *Κόννου του Αμειψίου. Εν τη δευτέρα εκδόσει των Νεφελών, η οποία και διεσώθη, ο Αριστοφάνης παραπονείται διά την ήτταν ταύτην, θεωρών τας Νεφέλας ως την καλλίστην των κωμωδιών του. Πλην της παραβάσεως, και δύο σκηναί των σωζομένων Νεφελών λέγεται ότι έλειπον εκ της πρώτης εκδόσεως, ο διάλογος μεταξύ Δικαίου και Αδίκου λόγου και το ζωηρόν τέλος, όπου πυρπολείται το φροντιστήριον του Σωκράτους. Το σωζόμενον δράμα είναι προδήλως ατελείωτον και ασυνάρμοστον, αλλά η προς τον ήρωα συμπάθεια των μεταγενεστέρων το έκαμε το περιφημότατον ίσως του Αριστοφάνους έργον. Η επίνοια ότι ο γέρων Στρεψιάδης επιζητεί να διδαχθή παρά σοφιστού τον καλύτερον τρόπον διά να μη πληρώση τα χρέη του, πράγματι δεν είν' ευφυής· τοιουτοτρόπως η κωμωδία έχει μεν ωραίον ύφος, πάντοτε πρόχειρον εις τον Αριστοφάνη, και πολλήν αστειότητα εις μερικάς σκηνάς, αλλ' όμως είναι κάπως χλιαρά. Φαίνεται δε ότι τότε ο Σωκράτης θα είχε προσελκύσει την κοινήν προσοχήν, διότι ήτο ήρως και του * Κόννου. Εκεί ο Αμειψίας τον περιέγραφεν ως πτωχόν, πεινώντα, ρακένδυτον· (απόσπ. 9. Kock].
τούτο το κακόν των σκυτοτόμων κατ' επήρειαν γεγένηται
ούτος μέντοι πεινών όντως, ουπώποτ' έτλη κολακεύσαι.
{ who 'insulted the bootmakers' by his naked feet, but nevertheless ' never deigned to flatter.' }
Η γελοιογραφία αυτή βεβαίως είναι πλησιεστέρα προς το πρωτότυπον ή ο σοφιστής των Νεφελών, ο έχων μεν χαρακτηριστικά τινα του αληθινού Σωκράτους, αλλά και πάντα όσα εκείνος απεδοκίμαζε σφοδρώς, δηλαδή την αθεΐαν του Διαγόρου, την γραμματικήν του Πρωταγόρου, την αστρονομίαν και την φυσικήν του Διογένους του εξ Απολλωνίας. Οπωσδήποτε η εικών είναι πιθανώς τόσον πιστή όσον και η του Κλέωνος, του Αγάθωνος, του Κλεωνύμου και πολύ ολιγώτερον κακόβουλος.
Κατά τα 422 ο Αριστοφάνης επανήλθε και πάλιν εις τα συνήθη πολιτικά. Οι Σφήκες είναι διασυρμός της μανίας των Αθηναίων να κάθωνται ως δικασταί και να δικάζωσιν. Αύτη διά πολλούς θα ήτο βεβαίως διασκέδασις· διότι υπήρχεν αρκετή περιεργία και συναίσθησις δυνάμεως. Αλλ' είναι δύσκολον να πιστεύσωμεν έστω και περί του τέλους του πέμπτου π. Χ. αιώνος ότι αι πλείσται διαφοραί εξωμαλύνοντο διά της δικαιοσύνης και ελάχισται διά της βίας. Ουδέ πρέπει να υποθέσωμεν ότι ο Αριστοφάνης επεθύμει πραγματικώς επάνοδον εις την παλαιάν μέθοδον, την οποίαν η ανάπτυξις του Αθηναϊκού νόμου είχε καταργήσει. Οι Σφήκες έτυχον του πρώτου πιθανώς άθλου· ο πολιτικός αυτών σκοπός διαφαίνεται εις τα ονόματα του ανοήτου γέροντος δικαστού, ο οποίος καλείται Φιλοκλέων, και του φρονίμου υιού του, ο οποίος λέγεται Βδελυκλέων, δηλαδή βδελυσσόμενος τον Κλέωνα. Και η πλαστή δίκη, η γινομένη χάριν του Φιλοκλέωνος, είναι ευεξήγητον αίνιγμα. Ο « κύων Λάβης» κατηγορείται υπό άλλου κυνός Κυδαθηναιέως, ότι έφαγε «τυρόν πολύν», ακριβώς όπως ο στρατηγός Λάχης είχε κατηγορηθή υπό του Κλέωνος του Κυδαθηναιέως διά νοσφισμόν. Αι εκρήξεις των αισθημάτων του Φιλοκλέωνος, της αγανακτήσεως και του οίκτου, φαίνονται ως καλαί παρωδίαι των συνήθων τρόπων των Αθηναίων δικαστών. Η περίφημος απομίμησις του Ρακίνα Les Plaideurs δεν αντισηκώνει εντελώς διά της καλυτέρας οικονομίας της την έλλειψιν φυσικότητος. Τα ήθη των Σφηκών ήσαν ουσιωδώς τα του καιρού εκείνου.
Τω 421 [κατά τας παραμονάς της Νικιείου ειρήνης] ο Αριστοφάνης εδίδαξε την Ειρήνην, ήτις είναι rechauffé των Αχαρνέων την μεγάλην χάριν ότι αρχίζει διά παρωδίας του *Βελλεροφόντου του Ευριπίδου. Ο ήρως, αφού δεν έχει Πήγασον, όπως ο Βελλεροφόντης, ιππεύει κάνθαρον — το μέγα έντομον, όπερ βλέπομεν εις τους αμμώδεις τόπους της Ελλάδος και της Ιταλίας να κυλίη ακαθαρσίας — και πετά εις τον ουρανόν, ενώ οι δούλοι και αι κόραι του ζητούσι να τον εμποδίσωσι. Η Ειρήνη έλαβε τα δευτερεία.
Μετά το 421 ακολουθεί χάσμα επτά ετών μεταξύ των σωθέντων έργων του Αριστοφάνους. Δυνάμεθα δε να εικάσωμεν ότι κατά το διάστημα εκείνο εδιδάχθη το *Γήρας, όπου οι γέροντες εγίνοντο πάλιν νέοι, και ο * Αμφιάρεως, όπου κάποιος πηγαίνει εις το εν Ωρωπώ ιερόν του ήρωος διά να ίδη όνειρον· το αυτό περίπου πράγμα διακωμωδείται εν τω Πλούτω μετά πολλά έτη. Εκ των σωζομένων ακολουθούσιν ήδη (412 π. Χ.) οι Όρνιθες, το αδιαφιλονίκητον αριστούργημα του Αριστοφάνους· διότι είναι περισσότερον κωμικόν, περισσότερον περίεργον, πλέον ευφάνταστον και λυρικώς ωραιότερον παρά οιονδήποτε άλλο έργον του. Είναι αποκάλυψις του θαυμασίου ύψους, όπου ηδύνατο ν' αναβή παρά πάσαν την χονδρότητά της η αρχαία κωμωδία. Ελατήριον αυτής είναι ο κοινός πόθος της διαφυγής εκ των βασάνων της πραγματικότητος εις τόπον εντελώς ανόμοιον. Δύο Αθηναίοι, ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης, αναλογιζόμενοι, ότι ο Τηρεύς πριν να μεταμορφωθή εις έποπα και γίνη βασιλεύς των πτηνών, ήτο βασιλεύς των Αθηνών — η παράδοσις καθιερώθη υπό του Σοφοκλέους και άλλων τραγικών — αποφασίζουσι να εύρωσι τον Έποπα και να κτίσωσι μεγάλην πόλιν πτηνών. Ο Πισθέταιρος είναι τύπος νοστιμώτατος, προσαρμοζόμενος προς πάσαν περίστασιν και πείθων πάντα διαφωνούντα. Εξεγείρει τον μελαγχολικόν Έποπα, πείθει τα εξαφνιζόμενα και οργιζόμενα πτηνά· μανθάνει πώς να πτερωθή· ιδρύει πολιτείαν, δημόσια οικήματα, οχυρώματα· δέχεται και απορρίπτει πλείστους αιτουμένους εγγραφήν εις τους πολίτας, π. χ. ένα ποιητήν και ένα «πατραλοίαν» δέροντα τον πατέρα του, — αρχαίον τύπον ισοδύναμον, ως φαίνεται, προς τον δέροντα την γυναίκα του, — αποδιώκων δε ένα χρησμολόγον, ένα «επίσκοπον» και ένα γεωμέτρην. Αλλ' εν τω μεταξύ η νέα πόλις έχει αποκλείσει την μεταξύ ουρανού και γης συγκοινωνίαν και στερήσει τους θεούς την κνίσαν. Η άγγελος αυτών η Ίρις συλλαμβάνεται διότι άνευ άδειας επέρασεν εις την πόλην των πτηνών και ο Πισθέταιρος την αποδιώκει κακήν κακώς. Επί τέλους αναγκάζονται να προτείνωσιν όρους. Αλλά κάποιος λιποτάκτης έρχεται εις τον Πισθέταιρον· είναι ο Προμηθεύς, ο εχθρός του Διός, συγκαλυπτόμενος από των θεών διά σκιαδείου, — μιας μεγάλης ομβρέλλας· πού ηδύνατο να φθάση η ευθυμία των παλαιών! — και γνωστοποιεί εις αυτόν την αδυναμίαν των θεών. Η κατόπιν ερχομένη πρεσβεία περιλαμβάνει ένα φρόνιμον, τον Ποσειδώνα, ένα βλάκα, εξαγοραζόμενον διά της υποθέσεως καλού δείπνου, τον Ηρακλή, και ένα μωρόν τον Τριβαλλόν, ο οποίος δεν ημπορεί να συνεννοηθή και δεν εννοεί τι ψηφίζει. Ο Ζευς παραχωρεί εις τα πτηνά το σκήπτρον του κόσμου και δίδει εις τον Πισθέταιρον την ωραίαν κόρην του την Βασιλείαν και ούτως η Νεφελοκοκκυγία αναγνωρίζεται διά παντός. Υποδεέστερος ποιητής θα ενόμιζεν ότι έπρεπε να πλάση λυπηρόν τέλος· αλλ' οι κανόνες της κωμωδίας απηγόρευον αυτό, ο δε Αριστοφάνης ουδέποτε διστάζει εις τας επινοίας του. Η κωμωδία δεν έχει πολλούς πολιτικούς υπαινιγμούς. Το κόμμα του Αριστοφάνους τότε θα ήτο πιθανώς ευχαριστημένον, εάν κατώρθωναν να κωλύσωσι την πόλιν να πέμψη νέας επικουρίας εις την Σικελίαν, όπου κατ' εκείνους ακριβώς τους μήνας ο στρατός εσήπετο υπό τα τείχη των Συρακουσών. Αλλά η όλη κωμωδία εμποδίζει την σκέψιν περί τοιούτων οχληρών πραγμάτων· και ηττήθη μεν υπό των *Κωμαστών του Αμειψίου, αλλά φαίνεται ότι αφήκε πολύ κέντρον, διότι ταχέως ο Άρχιππος έγραψεν απομίμησιν αυτής, τους *Ιχθύς.
Αι δύο επόμεναι των σωζομένων κωμωδιών εγράφησαν υπό τον φόβον της ολιγαρχίας του 411. Τα πολιτικά τότε ήσαν επικίνδυνα, ο δε Αριστοφάνης προσπαθεί ν' αντισηκώση, την έλλειψιν αυτών διά τολμηράς ασεμνολογίας. Η Λυσιστράτη θα ήτο καλλίστη κωμωδία· η ηρωίνη είναι πραγματικός τύπος, είδος θηλυκού Πισθεταίρου μετά υψηλοτέρων αρχών και ολιγωτέρας ευθυμίας. Η βάσις του έργου — η απεργία των γυναικών και η άρνησις αυτών να έλθωσιν εις οιανδήποτε σχέσιν προς τους συζύγους των, αν μη συνάψωσιν ειρήνην — ήτο δεκτική πολλών τρόπων διεξαγωγής· το δε περίεργον είναι ότι ο Αριστοφάνης, ενώ φαίνεται γελωτοποιών τας γυναίκας, ήτο θερμός φίλος αυτών. Αι αστειολογίαι, τας οποίας κάμνει το «ανώτερον» φύλον εις βάρος του «κατωτέρου» — διά να μεταχειρισθώμεν τα ρωμαϊκά των ονόματα — σπανίως διακρίνονται διά την αβρότητα ή την λεπτότητα. Εκ φυσικής ευθυμίας ο Αριστοφάνης ηγάπα να προσάπτη εις οιονδήποτε ό,τι του κατέβαινεν εις τον νουν. Και όμως εξαιρουμένης της περισσής φιλοποσίας, την οποίαν αποδίδει εις τας γυναίκας — τοιούτοι πότοι θα ωμοίαζον προς τα ιδικά μας δειλινά τέια — εν τω συνόλω παριστάνει αυτάς πολύ κοσμιωτέρας παρά τους άνδρας. Εννοείται ότι η χειραφεσία των γυναικών ήτο μία των τότε ιδεών· περί αυτής δ' έγραψε δύο κωμωδίας ο Αριστοφάνης και ανά μίαν οι δύο άλλοι κωμικοί, ο Αμφις και ο Άλεξις. Και ταύτα, πριν ακόμη ο Πλάτων εκφράση την περιβόητόν του γνώμην και οι κυνικοί αρχίσωσι τα υπέρ των γυναικών κηρύγματά των. Ήτο φυσικόν του Αριστοφάνους ν' αρπάζη και επιπολαίως να πραγματεύεται πολλάς των προηγμένων θεωριών του καιρού του· εάν ενεβάθυνε περισσότερον, θα απεικόνιζε τα πράγματα σπουδαιότερα και θα εχάλα το έργον του. Διά τούτο πάντοτε αποσύρεται πριν εννοήση πολλά και χρησιμοποιεί οσαδήποτε γνωρίζει και όσα οπωσδήποτε συμπαθεί διά ν' αλατίση τα σκώμματά του.
Αι Θεσμοφοριάζουσαι, γραφείσαι κατά το αυτό έτος και υπό τας αυτάς δυσκολίας, είν' εξυπνοτάτη κωμωδία. Αι γυναίκες, συναγόμεναι κατά την εορτήν των θεσμοφορίων, όπου οι άνδρες δεν εγίνοντο δεκτοί, συσκέπτονται πώς να τιμωρήσωσι τον Ευριπίδην, διότι παρέστησεν επί της σκηνής ελεεινάς γυναίκας. Ο Ευριπίδης μανθάνει το σχέδιον και πείθει τον πενθερόν του Μνησίλοχον να εισέλθη μετημφιεσμένος εις την συνεδρίαν και να τον υπερασπίση. Ο παρείσακτος ανακαλύπτεται και παραδίδεται εις τον «Σκύθην τοξότην», τον αστυφύλακα, αλλ' εν τέλει δραπετεύει τη βοηθεία του γαμβρού του. Ο Ευριπίδης τραγωδεί στίχους των τραγωδιών του και ο δεσμώτης πράττει το αυτό, μεν μέχρις ού εξαπατάται ο Τοξότης. Η κωμωδία εδιδάχθη δύο φοράς κατά διαφόρους εκδόσεις.
Κατά τα ολίγα κατόπιν έτη εδιδάχθησαν αι * Λήμνιαι περί της νέας εν Πειραιεί λατρείας της «μεγάλης θεού» ως έλεγε την Βένδιν ο *Γηρυτάδης, έχων όμοιον σχέδιον προς τους Βατράχους, και αι *Φοίνισσαι, καθαρά παρωδία· — άλλη αυτή — της ομωνύμου τραγωδίας του Ευριπίδου. Ο δε * Τριφάλης εστρέφετο κατά του Αλκιβιάδου, εγγίζων βεβαίως τον ιδιωτικόν του βίον, πιθανώς δε και τον δημόσιον. Αν αληθεύη τούτο, ο *Τριφάλης ήτο η τελευταία ηχώ της πολιτικής κωμωδίας του πέμπτου αιώνος, την οποίαν ο κόσμος, στερούμενος αρκετής παρρησίας, ουδέποτε πλέον ηδυνήθη ν' ανασυστήση.
Ο θάνατος του Ευριπίδου κατά τα 406 ενέπνευσεν εις τον Αριστοφάνη την ιδέαν να γράψη ολόκληρον κωμωδίαν, τους Βατράχους, περί της διαφοράς μεταξύ της ποιήσεως των παιδικών του χρόνων και της λεγομένης μεν νέας, πράγματι δε τότε ταχέως εκπνεούσης. Ο μεν Αισχύλος και ο Ευριπίδης ήσαν νεκροί, ο δε Σοφοκλής έκλινε προς τον τάφον, ο δε Αγάθων είχεν αποσυρθή εις την Μακεδονικήν αυλήν. Ο προστάτης του δράματος θεός, ο Διόνυσος, ευρίσκει ανυπόφορον την ζωήν μετά τοιούτων «μειρακυλλίων», οποίοι ήσαν οι απομένοντες ποιηταί. Αποφασίζει λοιπόν να καταβή εις τον Άδην και ν' ανακαλέση τον Ευριπίδην. Αφού φθάνει εκεί — αι καθ' οδόν περιπέτειαί του μετημφιεσμένου εις Ηρακλή, αλλά τελείως αναξίου της λεοντής, είναι των αστειοτάτων επινοιών του Αριστοφάνους — ευρίσκει ότι ο Ευριπίδης δεν ήτο μόνος· υπήρχε και ο Αισχύλος και η θέσις του ήτο δύσκολος. Οι δύο διεφιλονίκουν ήδη περί της τιμητικής θέσεως. Ο θάνατος του Σοφοκλέους θα συνέβη ότε ακόμη εγράφετο η κωμωδία· έπρεπε λοιπόν να μνημονευθή και εκείνος, αλλά και να μη παρασταθή ως επιθυμών να επιστρέψη εις την γην· περί δε του Ιοφώντος ο Διόνυσος προσποιείται ότι περιμένει να ιδή τι έργα θα γράψη τώρα χωρίς της βοηθείας του πατρός του· όθεν η ποίησίς του δεν επικρίνεται, ουδέ παρωδείται. Κατά την άφιξιν του Διονύσου συμβαίνει μακρά λογομαχία μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδου. Τούτο φαίνεται θέμα σχολαστικόν και απορεί κανείς πώς οι Αθηναίοι ηδύναντο να κάθωνται και να ακούωσιν επί ώρας δραματικήν κριτικήν αντί κωμωδίας. Η αλήθεια όμως είναι ότι αύτη κάμνει και νεώτερον αναγνώστην να καγχάζη. Περί των επικρίσεων των δύο ποιητών δύναται καθόλου να είπη τις ότι αι μεν παρωδίαι είναι θαυμάσιαι, αι δε κριτικαί παρατηρήσεις παιδαριώδεις (272). Διότι ο Αριστοφάνης εννοεί τα πάντα μετά μοναδικής οξύτητος, αλλά δεν ηξεύρει πώς να τα ονομάση ή να τα εκφράση, όπως έπραξε π.χ. ο Αριστοτέλης. Αλλ' η μεταξύ των δύο τραγικών εκλογή ήτο δύσκολος· «ο μεν σοφώς γαρ είπεν, ο δ' έτερος σαφώς», λέγει ο Διόνυσος, έπειτα δε στιγμιαίως αποφασίζει·
η γλώττ' ομώμοκ' Αισχύλον δ' αιρήσομαι.
Σφάλμα δ' όμως είναι να θεωρηθή το έργον ως απλή διακωμώδησις του Ευριπίδου (273).
Ακολουθεί πάλιν άλλο μέγα κενόν πριν εύρωμεν κατά τα 392 την πενιχροτέραν του Αριστοφάνους κωμωδίαν, τας Εκκλησιαζούσας. Κατ' αρχάς φαίνεται ως παρωδία των περί κοινοκτημοσύνης και καταργήσεως της οικογενείας διδασκαλιών του Πλάτωνος εν τω Ε' της Πολιτείας. Αλλ' αι χρονολογίαι δεν επιτρέπουσι την εικασίαν ταύτην. Είναι δ' όμως, εννοείται, πιθανώτατον ότι ο Πλάτων είχεν ήδη εκφράσει τοιαύτας τινάς θεωρίας διά λόγων ή διαλέξεων πριν να τας εκθέση εγγράφως. Αλλ' αι βάσεις είναι πολύ διάφοροι. Ο μεν Πλάτων θέλει και τα δύο φύλα ίσα· ο δε Αριστοφάνης αφαιρεί τα πολιτικά δικαιώματα των ανδρών. Το σύστημα του γάμου είναι όλως διάφορον· η κοινοκτημοσύνη και απλοποίησις της ζωής ήσαν ίσως φιλικαί παρωδίαι του Πλάτωνος, αλλ' ο Αριστοφάνης βεβαίως θ' απέστεργε την σκληραγωγίαν και την υπερβολικήν εγκράτειαν. Αι Εκκλησιάζουσαι έχουσιν ευρύτερον της Λυσιστράτης θέμα, αλλά είναι πολύ χαλαρωτέρα κωμωδία.
Ο Πλούτος (388 π. Χ.) είναι η τελευταία των σωζομένων κωμωδιών του Αριστοφάνους και διαφέρει πολύ των άλλων· διότι δεν έχει γνωστά πρόσωπα, δεν έχει πολιτικά και δεν έχει παράβασιν· δηλαδή πράγματι ανήκει όχι εις την αρχαίαν, αλλ' εις την μέσην κωμωδίαν, ήτοι την μετάβασιν εις την καθαράν κωμωδίαν των ηθών. Στηρίζεται ακόμη επί είδους υποθέσεως, όπως οι Όρνιθες και οι Αχαρνής. Ο Πλούτος είναι τυφλός θεός· εάν ήτο δυνατόν να πιασθή και να θεραπευθή υπό καλού ιατρού ή εντός θαυματουργού ναού, τι νέος κόσμος! Αι κύριαι της κωμωδίας γραμμαί διαγράφουσι την εκτύλιξιν της ιδέας ταύτης. Αλλά τα νέα χαρακτηριστικά διαφαίνονται επί πολλών λεπτομερειών· έχομεν τον κωμικόν δούλον, τον Καρίωνα, αναιδή, πανούργον, αλλ' απαραίτητον, ο οποίος παίζει σπουδαιότατον μέρος εν ταις κωμωδίαις του Μενάνδρου και του Τερεντίου, έχομεν δε και τον φίλον του ήρωος Βλεψίδημον διαγραφόμενον ως εντελή χαρακτήρα. Μανθάνομεν ότι δύο νεωτέρας του κωμωδίας τον *Αιολοσίκωνα και τον *Κώκαλον, έδωκεν ο Αριστοφάνης εις τον υιόν του Αραρότα διά ν' αρχίση το στάδιόν του. Σίκων είναι όνομα μαγείρου· φαίνεται δε ότι ο *Αιολοσίκων παρίστανε τον θεόν των ανέμων μαγειρεύοντα. Ο δε *Κώκαλος είχεν, ως αι πλείσται νέαι κωμωδίαι, υπόθεσιν όχι κωμικήν, αλλά ερωτικήν μετά πανουργίας και αναγνωρισμού.
Ο Αριστοφάνης είναι αναμφιβόλως μεγαλοφυής ποιητής. Ίσως η σύνεσις της πολιτικής του, η περί ζωής καθόλου φιλοσοφία του και προ πάντων ο «sittliche Ernst» τον οποίον οι θαυμασταί του ανευρίσκουσιν εις την κατά των ελαττωμάτων των αντιπάλων του επίθεσιν, δύναται να αμφισβητηθή. Ημείς παραδεχόμεθα προσέτι ότι πολλάκις επολέμησεν ό,τι κάλλιστον υπήρχε τότε, ή υπερήσπισεν αυτό διά λόγους ταπεινούς· παραδεχόμεθα ότι αι βωμολοχίαι του υπερβαίνουσι παν όριον, και ότι κατά κανόνα στηλιτεύει μόνον τους πτωχούς και τους ηγέτας τούτων· αλλ' όμως γράφει πάντα ταύτα με τόσην πλησμονήν ευθυμίας, τόσην ένδειξιν, ότι τα πάντα είναι κωμικά, τόσην οξύτητα και ευφυίαν, τόσην απαράμιλλον ευστοχίαν και χάριν ύφους, ώστε και αν Αρχέλαός τις παρέδιδεν αυτόν εις τον Ευριπίδην προς μαστίγωσιν, πιθανώτατα θα διέφευγε την όχι όλως άδικον ποινήν. Αλλά το κύριον ίσως χαρακτηριστικόν του ποιητού τούτου είναι ο συνδυασμός της δριμυτάτης κωμικότητος αφ' ενός και της λεπτοτάτης ποιήσεως αφ' ετέρου. Βεβαίως τα λυρικά του κομμάτια είναι κατεσπαρμένα και πολλάκις αλάξευτα· ο δε παραβάλλων αυτά προς τα χορικά του Σοφοκλέους και του Ευριπίδου δεικνύει κριτικήν απειρίαν. Αλλ' η μεγαλοφυία είναι φανερά και αν η επεξεργασία λείπη.
Και περί της οικονομίας των έργων του δεν εφρόντιζε πολύ ο Αριστοφάνης· αλλ' όμως έχει τόσην δύναμιν και χάριν, ώστε κάμνει και τας κωμικωτάτας επινοίας πιθανάς. Η ασεμνολογία του αφ' ενός μεν απορρέει αναμφιβόλως εκ της Ελληνικής αφελείας, η οποία ήτο αποτέλεσμα απλού και απροσποιήτου βίου· αφ' ετέρου δε δύναται να λεχθή ότι δεν εγίνετο σκοπίμως. Διδακτικόν είναι ότι ο Πλάτων ηγάπα τον Αριστοφάνη· τα πολιτικά των φρονήματα πιθανώτατα ήσαν σύμφωνα· αλλ' αν αληθεύη το λεγόμενον, ότι ο Πλάτων συνέστησεν εις τον Διόνυσον των Συρακουσών ν' αναγνώση τους Ιππέας, διά να ίδη πώς ήσαν τα πολιτικά πράγματα των Αθηνών, βεβαίως μόνον την παρρησίαν ήθελε να επιδείξη. Ο εν τω Συμποσίω λόγος του κωμωδού δεικνύει τον βαθύτερον σύνδεσμον των δύο μεγάλων ηγεμόνων της φαντασίας. Αλλά μόνον οι σύγχρονοί του ηδύναντο ν' ανέχωνται τας κωμωδίας του Αριστοφάνους. Η δ' επομένη γενεά ήθελε περισσοτέραν λεπτότητα και διαγραφήν χαρακτήρων, περισσοτέραν πλοκήν και αίσθημα και βάθος. Τοιούτον ποιητήν ηύρε τον Μένανδρον. Βεβαίως οι γραμματικοί της Αλεξανδρείας ήταν αρκετά φιλάρχαιοι, ώστε ν' αγαπώσι την αρχαίαν κωμωδίαν· διότι έβριθεν ειδήσεων περί πραγμάτων παλαιών, ήτο δύσκολος και ανήκεν όλως διόλου εις το παρελθόν· εσπούδαζον λοιπόν τον Αριστοφάνη περισσότερον παρά πάντα άλλον ποιητήν πλην του Ομήρου. Αλλ' οι μεταγενέστεροι εύρισκον αυτόν παραπολύ πικρόν, εριστικόν και βίαιον. Η περίεργος κριτική του Πλουτάρχου, συγκρίνοντος αυτόν προς τον Μένανδρον, ομοιάζει με περιγραφήν αρρώστου περί σφοδρού ανέμου (274). Την σήμερον ο Αριστοφάνης έχει την δύναμιν να εξεγείρη όσον ο Όμηρος, ο Αισχύλος και ο Θεόκριτος, αμέσως το διαφέρον και την αγάπην σχεδόν οιουδήποτε αναγνώστου (275).
Εκ των άλλων αρχαίων κωμικών, των συγχρόνων σχεδόν του Αριστοφάνους, (πλην των ανωτέρω μνημονευθέντων) διεκρίνοντο ο Αμειψίας, γράψας πλην του Κόννου και των Κωμαστών Σαπφώ και άλλα (παρά Meineke σ. 263-9 και Kock I σ. 670-8) ο Άρχιππος γράψας πλην των Ιχθύων, Αμφιτρύωνα, Ηρακλέα κλ. (Meineke σ. 269-76· Kock I σ. 679-89), ο Καλλίας γράψας Αταλάντην και Κύκλωπας (Meineke σ. 279-83· Kock I σ. 693-99) ο Σράττις γράψας Μήδειαν, Φιλοκτήτην, Φοινίσσας κλ. (Meineke σ. 290-303 σ. Kock σ. 711-733), ο Θεόπομπος, γράψας Άδμητον, Θησέα, Οδυσσέα, Πανταλαίωντα (Meineke σ. 30-16 Kock σ. 733-56) και ο Φιλύλλιος, γράψας Αιγέα, Αύγηνι (Ναυσικάαν κλ.) (Meineke σ. 331-4 και Kock σ. 781-89). Ούτως οι πλείστοι επραγματεύοντο θέματα μυθολογικά κατά τρόπον κωμικόν, παρωδούντες τους επικούς και τους τραγικούς]
Ο ΠΛΑΤΩΝ, καταγόμενος πατρόθεν μεν εκ του Κόδρου, του παλαιού βασιλέως της Αττικής, μητρόθεν δ' εκ του Σόλωνος, μικρός ανεψιός του Κριτίου και ανεψιός του Χαρμίδου, δεινός εις την γυμναστικήν και νικητής εις την πάλην, ταχύς και οξύς λογογράφος, έχων έμπνευσιν όπως γράφη εύμορφα επιγράμματα και φιλοδοξίαν προς ποίησιν τραγωδιών, κάτοχος μουσικής και μαθηματικής παιδείας, προσέτι δε γνώστης της Ηρακλειτείου φιλοσοφίας, πάντως κατά την πρώτην του νεότητα εφαίνετο τύπος λαμπρού Αθηναίου αριστοκρατικού. Ηδύνατο δε ν' αποβλέψη εις το πολιτικόν στάδιον, καθώς ο Αλκιβιάδης· αλλ' αι παραδόσεις και προτιμήσεις του έτρεψαν αυτόν εις άλλα. Διότι περιεφρόνει τα πλήθη και δεν κατεδέχετο να τα κολακεύη. Συνεμερίζετο μετά των συγγενών του την τάσιν, αν μη και την δράσιν, την αμυδρώς διαγραφομένην υπό του γράψαντος την Αθηναίων πολιτείαν ολιγαρχικού, ήτοι την πολιτικήν της έξωθεν βοηθείας. Ότε κατά πρώτον συνήντησε τον Σωκράτη, ήτο μόλις εικοσαετής και δεν ήτο ακόμη φιλόσοφος. Κατετάχθη λοιπόν και αυτός εις τους φιλαρέσκους εκείνους νέους, οι οποίοι συνώδευον τον γέροντα φιλόσοφον, διά να τέρπωνται οξύνοντες το πνεύμα των και παρακολουθούντες την γελωτοποίησιν των διακρινομένων ως σπουδαίων. Οι νέοι εκείνοι κοινωνικώς ήσαν περιωρισμένοι, αλλά και αποκλειστικοί. Απέφευγον την εκκλησίαν του δήμου, όπου οι ολιγαρχικοί δεν είχον τόπον, απέφευγον δε και το επίσημον θέατρον, διότι είχον νεωτέρας θεωρίας και συνήθως ανεγίνωσκον προς αλλήλους τα δράματά των.
Ο Πλάτων έτερπε τους φίλους του διά νέου λογοτεχνικού είδους, του μίμου. Ήτο είδος, το οποίον φαίνεται και σήμερον εισερχόμενον εις την ημετέραν λογοτεχνίαν· η πιστή δηλαδή αντιγραφή μικρών κοινωνικών σκηνών και διαλόγων, ως επί το πλείστον ευθύμων. Τότε διεσπείροντο εκ Σικελίας εις τους κύκλους των εν Ελλάδι ανεπτυγμένων τα έργα των δύο μεγάλων μιμογράφων, του Επιχάρμου και του Σώφρονος. Του Πλάτωνος τα δοκίμια ήσαν πεζά, ως οι μίμοι του Σώφρονος, επί των οποίων λέγεται ότι ενίοτε και εκοιμάτο. Τελικόν αρκετόν και πρόχειρον — όπερ ήδη μετεχειρίσθη Τισαμενός ο Τήιος — ήσαν οι μετά διαφόρων φιλοσόφων και επισήμων διάλογοι του Σωκράτους. Ο παλαιότατος διάλογος του Πλάτωνος φαίνεται σωθείς· (276) είναι ο Λάχης, όπου ο Σωκράτης εισάγεται εις τον αναγνώστην ως νεώτερος μεν και απειρότερος, αλλ' ικανός να συζητή περί οιουδήποτε ζητήματος. Δύο πατέρες, σκεπτόμενοι να προσλάβωσι κάποιον διά να διδάξη τους υιούς των « εν όπλοις μάχεσθαι», παρακαλούσι τους δύο μεγάλους στρατηγούς, τον Λάχητα και τον Νικίαν, να έλθωσιν «επί θέαν» του ανθρώπου {to see the man} και να εκφράσωσι γνώμην. Ο Σωκράτης καλείται εις την συζήτησιν και μετά τινα νόστιμον προσωπικόν χαρακτηρισμόν γίνεται φανερόν ότι οι δύο στρατηγοί δεν ηξεύρουσι τι είναι «ανδρεία» και επομένως ουδέ τι ο στρατιώτης έπρεπε να είναι. Ο μείζων Ιππίας είναι φανερώτερον κωμικός. Ο Σωκράτης παρακαλεί τον σοφιστήν να τον διδάξη τι είναι το καλόν, το ωραίον· διότι έχει ένα «ευηθέστατον και μέρμερον» φίλον { 'friend' at home 'with a big stick'} , ο οποίος τον ερωτά τοιαύτα ζητήματα, και δεν τον αφήνει να κοιμηθή μέχρις ού του απαντήση. Ο διάλογος θέλει να δείξη ότι ο Ιππίας ήτο μεν πρακτικώς ικανός και πεπαιδευμένος, αλλ' ανίκανος να συλλάβη αφηρημένην έννοιαν· δεικνύει δε και την επιτεινομένην αηδίαν του σοφιστού προς την αγροίκον γλώσσαν και την υβριστικήν συμπεριφοράν, την οποίαν ο Σωκράτης αποδίδει εις τον φανταστικόν του φίλον.
Μεταβολή εις τον τρόπον των μίμων τούτων επήλθε μετά τα συμβάντα του 404-403 π. Χ. Και άνευ της μαρτυρίας της ζ' επιστολής ηδυνάμεθα να ήμεθα βέβαιοι ότι ο Πλάτων «σφόδρα προσείχε τον νουν, τι πράξειαν» οι τριάκοντα, πειρώμενοι να καταλύσωσι τον δήμον και να επιβάλωσι την αριστοκρατίαν· (θα ελυπήθη δε πικρότατα όταν διά της αυθαιρεσίας των «χρυσόν απέδειξαν την έμπροσθεν πολιτείαν». Δύο συγγενείς του, ο Χαρμίδης και ο Κριτίας, έπεσον εντός των οδών, πολεμούντες κατά των δημοκρατικών και εστηλιτεύθησαν υπό της παλινορθώσεως. Ο Πλάτων αγαπών τον Χαρμίδην, εφαντάσθη χαρακτηριστικόν τρόπον προς υπεράσπισιν της μνήμης του. Ομολογουμένου ότι οι τριάκοντα ήσαν «υβρισταί», ποία δικαιολογία των εχώρει; Ότι δεν εγνώριζον περισσότερον οιουδήποτε άλλου ανθρώπου τι είναι «σωφροσύνη » . Διά του διαλόγου του ο Πλάτων ανατρέχει εις το παρελθόν, από του προδότου Χαρμίδου εις τον Χαρμίδην του 420, ο οποίος ήτο εύελπι μειράκιον έχον πάσας τας αρετάς, ευγένειαν, ωραιότητα, ευπείθειαν, φιλομάθειαν. Ο Σωκράτης προσποιείται ότι θα του δώση φάρμακον διά τον πονοκέφαλόν του· αλλά δεν ημπορεί κανείς να θεραπεύση την κεφαλήν άνευ του σώματος, ουδέ το σώμα άνευ της ψυχής. Είναι υγιής η ψυχή του; Έχει σωφροσύνην; Εν τέλει, εννοείται, γίνεται φανερόν ότι κανείς δεν ηξεύρει τι είναι η υγεία αυτή της ψυχής. Ο Χαρμίδης φαίνεται μεν ότι είναι σωφρονέστατος και οι φίλοι του είναι βέβαιοι περί τούτου· αλλ' εφ' όσον αγνοεί τι αληθώς είναι η σωφροσύνη, η κατοχή αυτής είναι αβεβαία· και στενοχωρούμαι πολύ, λέγει ο Σωκράτης, «ει συ τοιούτος ων την ιδέαν και προς τούτω την ψυχήν σωφρωνέστατος, μηδέν ονήσει από ταύτης της σωφρονύσης μηδέ τι σ' ωφελήσει εν τω βίω ». {The sorrow of it is to think how you, being so fair in shape, and besides that so sober in soul, will perhaps have no help in life from that Soberness} Ο Χαρμίδης αποφασίζει να προσέρχεται εις τον Σωκράτην, όπως μάθη την αληθινήν αυτής φύσιν. Ο επίτροπός του Κριτίας συμφωνεί· αλλά και ούτος έχει τόσην επήρειαν όσην ο Σωκράτης, ο λέγων· «σοι γαρ επιχειρούντι πράττειν οτιούν και βιαζομένω ουδείς οίος τ' έσται εναντιούσθαι ανθρώπων ». { when Critias intends to make some attempt and is in the mood for violence, no man living can withstand him!' }
Κατά τα 399 επήλθε το γεγονός, όπερ εσκίασεν όλον τον βίον του Πλάτωνος, η θανάτωσις του Σωκράτους. Τι έκαμε τότε ο Πλάτων, δεν είναι γνωστόν. Ο Φαίδων λέγει· «Πλάτων δε οίμαι, ησθένει» {Plato was away through sickness}· τούτο ίσως εγράφη απλώς κατά την καλλιτεχνικήν συνήθειαν, την εμποδίζουσαν τους γράφοντας να εμφανίζωνται εις τα έργα των. Αλλ' ο θάνατος του Σωκράτους υπήρξεν έκρηξις περιπαθούς και πυρίνης του Πλάτωνος ενεργείας, εντελής δε σχεδόν απόσβεσις του ελαφρού σκώμματος των παλαιοτέρων του διαλόγων. Το ύφος του ήτο πράγματι τέλειον περί τα 399· γλωσσικά τεκμήρια δεικνύουσιν ότι είχεν ήδη συνθέσει τον περί των ρητορικών επιδείξεων σαρκασμόν, ήτοι τον Μενέξενον· το άριστον των καθαρώς δραματικών του έργων, τον Πρωταγόραν μετά των εννέα χαρακτήρων του, του τελείου σκηνικού του βάθους και της λεπτής διαγραφής των διαφόρων θεωριών τον Ευθύδημον, τον κωμικώς χλευάζοντα τους εριστικούς σοφιστάς, και τον Κρατύλον, όπου ερευνάται η φύσις της γλώσσης μετά τόσης προσοχής, όση ήτο δυνατή πριν να γίνη επιστημονικόν το θέμα τούτο.
Η Απολογία, ο Κρίτων, ο Ευθύφρων, ο Γοργίας και ο Φαίδων εμπνέονται πάντες αμέσως εκ του θανάτου του Σωκράτους. Η Απολογία, το μόνον φιλοσοφικόν έργον του Πλάτωνος, όπερ δεν είναι διάλογος, υποτίθεται ότι είναι υπεράσπισις του Σωκράτους κατά την δίκην· αλλά πράγματι δεν είναι ούτε λόγος, αποτεινόμενος προς αληθινόν δικαστήριον, ούτε απάντησις εις νόμιμον κατηγορίαν, αλλά εξύμνησις του όλου χαρακτήρος του μεγάλου ανδρός εναντίον των κατόπιν ποικίλων διαδόσεων (277). Ήτο δε αδύνατον να εγράφη πριν παρέλθωσιν αρκετά έτη μετά τα 399. Ο δε Κρίτων έχει τον αυτόν σκοπόν· εξιστορεί πως ο Κρίτων είχε παρασκευάσει τρόπον δραπετεύσεως του Σωκράτους εκ της φυλακής και πως ο Σωκράτης απέκρουε πάσαν παράβασιν ή παρακοήν των νόμων. Ο Ευθύφρων είναι ελαφρόν διάγραμμα κατά το γνωστόν σχέδιον· πολλοί δηλαδή ήσαν πρόθυμοι να θανατώσωσι τον Σωκράτην ως ασεβή, ενώ ουδείς εγνώριζε τι εστιν ευσέβεια. Ο δε Φαίδων περιγράφει τας τελευταίας εν τω δεσμωτηρίω ώρας, τον περί αθανασίας της ψυχής διάλογον και την πόσιν του φαρμάκου· είναι δε πιστόν εις πάσας τας λεπτομερείας, αλλά την τοιαύτην πραγματικότητα μετριάζει εν μέρει μεν η ευγένεια των προσώπων, εν μέρει δε καλλιτεχνικόν τι τέχνασμα, όπερ ο Πλάτων ηγάπησε κατά την μέσην περίοδον της εργασίας του· ο διάλογος δηλαδή δεν παρέχεται απ' ευθείας, αλλά διηγείται αυτόν ο Φαίδων, ο οποίος ήτο τότε παρών, προς τον Εχεκράτη τον Φλειάσιον, ολίγα έτη βραδύτερον και μακράν των Αθηνών. «Ουδέν υπάρχει εν οιαδήποτε αρχαία ή νέα τραγωδία» έλεγεν ο τέως κοσμητής του κολλεγίου Balliol «ουδέν εν τη ποιήσει ή τη ιστορία (πλην ενός) αμιλλώμενον προς τας παρά Πλάτωνι τελευταίας ώρας του Σωκράτους». Χαρακτηριστικωτάτη είναι η έλλειψις δογματικότητος ή βεβαιότητος. Τα επιχειρήματα προσάγονται το έν μετά το άλλο, παρακολουθούνται μετά προσοχής και τέλος ευρίσκονται ελλιπή, τούτο δε θλίβει πάντας· το μόνον εν τέλει απομένον αναντίλεκτον είναι μεταφυσικόν, καθώς το θεώρημα του Καντίου, ότι το εγώ, αφού δεν υπάρχει εν χρόνω, ουδέ εν χρόνω δύναται να καταστραφή· «ψυχή» είναι η ζωογονούσα τα πράγματα· όταν αποθνήσκη τι, αποθνήσκει, διότι αποχωρίζεται της ψυχής· η ψυχή λοιπόν αδύνατον να εννοηθή νεκρά. Τούτο είν' επιχείρημα, πείθον έκτακτά τινα πνεύματα κατά τινας εξαιρετικάς στιγμάς. Αλλά το κοινόν ανθρώπινον σχόλιον της θεωρίας ταύτης είν' εκείνο, όπερ επιφέρει ο Πλάτων κατά την στιγμήν του αβαστάκτου πόνου, ότε ο μεν Φαίδων σκεπάζει το πρόσωπον, ο δε Κρίτων εγείρεται όρθιος, « Απολλόδωρος δε και εν τω πρόσθεν χρόνω ουδέν επαύετο δακρύων και δη και τότε αναβρυχησάμενος κλάων και αγανακτών ουδένα όντινα ου κατέκλασε των παρόντων, πλην γε αυτού Σωκράτους» {Apollodorus, who had never ceased weeping all the time, burst out in a loud and angry cry which broke down every one but Socrates}.
Ο δε Γοργίας φαίνεται ότι πραγματοποιεί την εν τη Απολογία, εκφερομένην χρησμωδίαν του Σωκράτους, ότι νυν εμέ απεκτόνατε «οιόμενοι μεν απαλλάξεσθαι του διδόναι έλεγχον του βίου, το δε υμίν πολύ εναντίον αποβήσεται, ως εγώ φημι· πλείους έσονται υμάς οι ελέγχοντες, ούς νυν εγώ κατείχον, υμείς δε ουκ ησθάνεσθε και χαλεπώτεροι έσονται όσω νεώτεροί εισι και υμείς μάλλον αγανακτήσετε» {You have killed me because you thought to escape from giving an account of your lives. But you will be disappointed. There are others to convict you, accusers whom I held back when you knew it not; they will be harsher inasmuch as they are younger, and you will wince the more}. Ο Γοργίας είναι πλήρης οδύνης εκ της προσφάτου συμφοράς. Αρχίζει δι' ερεύνης περί της φύσεως της ρητορικής και τελειώνει ως καταδίκη πάντων των ρητόρων και των πολιτικών και του όλου πολιτικού βίου των Αθηνών. Η ρητορική έχει προς την αληθινήν πολιτικήν ως η μαγειρική προς την ιατρικήν· είναι δηλαδή μία των τεσσάρων φάσεων της κολακευτικής. Υπάρχουσι δύο ειδών πολιτικοί· ο αγαθός σύμβουλος, ο αντιτασσόμενος εις τον δεσπότην όταν αδική· και ο πονηρός, ο ανέκαθεν θεραπεύων τας αρεσκείας εκείνου· ο τοιούτος πολιτικός δύναται να γίνη κατά τας περιστάσεις ευνοούμενος τυράννου ή μέγας δημαγωγός, αλλά θ' απομείνη πάντοτε και πανταχού κόλαξ, μοχθηρός και άθλιος. Αλλά πάντως «εκείνον αποκτενεί» τον αγαθόν, λέγει ο Καλλικλής, ο συνήγορος της αδικίας. « Οίδα, ωγαθέ Καλλίκλεις, λέγει ο Σωκράτης, ότι αποκτενεί μεν, αν βούληται, αλλά πονηρός ων καλόν καγαθόν όντα» {As if I did not know that," answers Socrates — "that a bad man can kill a good!}. Ο Καλλικλής παραδέχεται ότι οι υπάρχοντες πολιτικοί ήσαν κακοί, μιμούμενοι τον δεσπότην, αλλά πιστεύει ότι ο Περικλής και ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής ήσαν αγαθοί σύμβουλοι «Εγκωμιάζεις ανθρώπους, λέγει ο Σωκράτης, οί άνευ σωφροσύνης και δικαιοσύνης λιμένων και νεωρίων και τειχών και φόρων και τοιούτων φλυαριών εμπεπλήκασι την πόλιν {they have filled the town}· όταν ουν έλθη η καταβολή αύτη της ασθενείας, τους τότε παρόντας αιτιάσονται (οι Αθηναίοι) σου δε ίσως επιλήψονται» και των άλλων ζώντων κολάκων! Ο διάλογος καταλήγει εις την θέσιν τεσσάρων αρχών ότι προτιμότερον το αδικείν του αδικείσθαι· εάν δε τις αδικήση, προτιμότερον το κολάζεσθαι· ότι πάσαν κολακείαν . . . φευκτέον· ότι το είναι δίκαιον ουχί το δοκείν εστιν ο άριστος τρόπος του βίου. Είναι χαρακτηριστικόν του Πλάτωνος ότι οργιζόμενος κατά του κόσμου δεν γίνεται κυνικός, αλλά τουναντίον η θλίψις τον κάμνει να σκέπτεται βαθύτερον και ν' αφοσιώνεται περισσότερον εις τα ηθικά ιδανικά του. Εν τω Φαίδωνι λαλεί περί ανθρώπων, οι οποίοι κατήντησαν μισάνθρωποι ένεκεν ατυχημάτων· τούτο θεωρεί κακόν, αλλά χειρότερον το κατά του «ορθού λόγου» μίσος. Ο Πλάτων περιέπεσεν, ως ο Καρλάιλ και ίσως ο Σαικσπήρος, εις το πρώτον σφάλμα, αλλ' ουδέποτε εις το δεύτερον.
Ο επόμενος διάλογος, ο Μένων, αναφέρεται εις το παλαιόν ζήτημα «ει διδακτόν η αρετή» και φέρει ακόμη το πένθος του θανάτου του Σωκράτους, εισάγων τον Άνυτον και πικρώς μνημονεύων τον υιόν του (βλ. ανωτ. σελ. 183). Επικρατεί δ' όμως καθαρά θεωρία, ιδίως η θεωρία των Ιδεών, ήδη φανερά και εν τω Φαίδωνι. Ο Λύσις είναι διάλογος περί φιλίας, ουχί σημαντικός. Ο Πλάτων ηδύνατο να πραγματευθή το θέμα τούτο μόνον υπό το όνομα του «έρωτος», τούτο δε πράττει διά δύο διαλόγων, οι οποίοι διακρίνονται και μεταξύ των Πλατωνικών έργων διά το εξαίρετον αληθώς κάλλος. Ο Φαίδρος εγράφη αργότερα, το δε Συμπόσιον αποτελεί την λήξιν της προκειμένης περιόδου. Εάν εξεφέρετο η γνώμη ότι το Συμπόσιον είναι το ύψιστον έργον της δημιουργικής πεζογραφίας πάντων των αιώνων, τέλειον εις δύναμιν, καλλονήν και αλήθειαν φαντασίας, θα ήτο δύσκολον κανείς να διαφωνήση· ουδέ είν' εύκολον ν' αντικρούση τις τον μεταφυσικόν, τον θεωρούντα τούτο ως τον βαθύτατον λεχθέντα ποτέ λόγον περί της φύσεως του έρωτος· αλλ' όμως και το Συμπόσιον όπως όλον σχεδόν το έργον του Πλάτωνος, δεν τέρπει εκείνους, όσοι δεν έμαθον οπωσδήποτε «Hellenisch zu empfinden». Περί της συνθέσεως αυτού θα σημειώσωμεν μόνον, ότι είναι η τελευταία ηχώ της καταδίκης του Σωκράτους. Η έμπνευσις του Χαρμίδου επανέρχεται ισχυροτέρα· εις την λάμψιν του Συμποσίου φθάνομεν μόνον αφού περάσωμεν το κενόν πολλών θανάτων, αφού λησμονήσωμεν πολλά γεγονότα και ίδωμεν δι' οφθαλμών ανθρώπου, εις τον οποίον τα εγκόσμια εφαίνοντο αλλόκοτα· των προσώπων άλλα μεν μας είναι τόσον άγνωστα, όσον προηγουμένως ο Καλλικλής· των δε άλλων ο μεν Αγάθων, ο νικήσας ποιητής, το είδωλον των Αθηνών, ο οποίος παραθέτει το συμπόσιον εορτάζων την πρώτην τραγικήν του νίκην, είχεν αποθάνει προ πολλού, μελαγχολικός και σχεδόν εξόριστος, εν Μακεδονία· ο δε Φαίδρος είχεν αφήσει την φιλοσοφίαν προ πολλού· ο Σωκράτης είχε θανατωθή ως εγκληματίας· ο Αλκιβιάδης είχε φονευθή υπό βαρβάρων δολοφόνων. Ο δε Αριστοφάνης υπήρξε κατά την γνώμην του Πλάτωνος είς των χειρίστων κατηγόρων του Σωκράτους. Αλλά τιμά τας Αθήνας του Περικλέους, τας οποίας ο Πλάτων ηγάπα να δυσφημή, το γεγονός, ότι πάντοτε επανήρχετο εις αυτάς, όπως επανεύρη τας ιδανικάς του συνομιλίας και αναμνήσεις. Το Συμπόσιον φαίνεται ως θέα τις εκ των εν τω Φαίδρω περιγραφομένων, ών αναμιμνήσκεται η ψυχή, «θει δε ποθούσα» να τας επανίδη. Επαναβλέπομεν αυτό διά του Απολλοδώρου εκείνου, του οποίου οι λυγμοί διέκοψαν τας εν τω Φαίδωνι αποδείξεις. Ενταύθα φιλικώς αποκαλείται «μανικός»· είναι άνθρωπος μονήρης, αγριαίνων εναντίον πάντων πλην του Σωκράτους. Εκείνος είναι ο διηγούμενος εις τον Γλαύκωνα, τον αδελφόν του Πλάτωνος, την ιστορίαν του συμποσίου· αλλ' ουδ' αυτός παρευρίσκετο τότε· συνέβη πολύ προ αυτού, καθώς και προ του Γλαύκωνος· αλλ' είχεν ακούσει αυτήν παρά του Αριστοδήμου ανθρώπου «μικρού και ανυποδήτου», ο οποίος είχε παρευρεθή μετά του Σωκράτους. Τοιουτοτρόπως δι' εμμέσων αναμνήσεων φθάνομεν εις το συμπόσιον. Ακούομεν ήδη τους διαφόρους λόγους περί της αρχής και της σημασίας του έρωτος, τέλος δε τον λόγον, τον οποίον ήκουσεν ο Σωκράτης παρά της Μαντινικής σοφής Διοτίμας. Κατ' αυτήν ο Έρως είναι υιός της Πενίας και του Πόρου· σκοπός δε του Έρωτος είναι όχι η Καλλονή, αλλ' η Αθανασία· αλλ' όμως ο Έρως μόνον εν τω καλώ διαχέεται και γεννά. Ο εραστής αρχίζει ν' αγαπά έν σώμα καλόν κατόπιν αισθάνεται «το επί πάσι τοις σώμασι κάλλος»· μετά ταύτα θεωρεί ανώτερον «το πολύ πέλαγος του καλού» {the great ocean of the beautiful}, εν ώ ευρίσκει την αληθινήν ζωήν του. Το πάθος του αρχικού γηίνου αυτού έρωτος ουδόλως φθίνει· αντέχει αυξανόμενον μέχρι τέλους, ότ' «εξαίφνης κατόψεταί τι θαυμαστόν την φύσιν καλόν . . . πρώτον μεν αεί όν και ούτε γιγνόμενον ούτε απολλύμενον, ούτε αυξανόμενον ούτε φθίνον, έπειτα όν τη μεν καλόν, τη δ' αισχρόν, ουδέ τοτέ μεν, τοτέ δ' ου . . . ουδ' αυ φαντασθήσεται αυτώ το καλόν οίον πρόσωπόν τι ουδέ χείρες ουδέ άλλο ουδέν ων σώμα μετέχει, ουδέ τις λόγος, ουδέ τις επιστήμη, ουδέ που όν εν ετέρω τινί, οίον εν ζώω ή εν γη ή εν ουρανώ ή εν τω άλλω, αλλ' αυτό καθ' αυτό μεθ' αυτού μονοειδές αεί όν . . Όταν δη τις εκείνο το καλόν άρχηται καθοράν, σχεδόν αν τι άπτοιτο του τέλους» { it is not like any face or hands or bodily thing; it is not word nor thought; it is not in something else, neither living thing, nor earth nor heaven ; only by itself in its own way in one form it for ever Is } του βίου. Ειπόντος ταύτα του Σωκράτους, εξαίφνης η αύλειος θύρα κρούεται και εισέρχεται ο Αλκιβιάδης φέρων στέφανον κισσού και ίων και πολλάς ταινίας επί της κεφαλής· περιγράφεται η κατάκλισις αυτού εις το συμπόσιον και έπεται ο λόγος του ο εις έπαινον του Σωκράτους, του ανδρείου, του θαυμασίου, του αγνού. Κατόπιν — ακούομεν — επέρχεται ισχυροτέρος θόρυβος περισσοτέρων αγνώστων κωμαστών· ήδη οι πλείστοι των φιλοξενηθέντων είχον απέλθει· ο Αριστόδημος, ο αναμένων τον Σωκράτη, τέλος εκοιμήθη· ότε δ' εξύπνησε «προς ημέραν ήδη, αλεκτρυόνων οδόντων», είδε «τους μεν άλλους καθεύδοντας, Αγάθωνα δε και Αριστοφάνη και Σωκράτη έτι μόνους» συζητούντας. Ο Αριστόδημος υπονυστάζων δεν ηδύνατο να παρακολουθήση τα λοιπά· ενεθυμείτο μόνον ότι ελέγετο «του αυτού ανδρός είναι κωμωδίαν και τραγωδίαν επίστασθαι ποιείν»
Περί τους χρόνους εκείνους νέαι επιδράσεις ανέπτυσσον την φιλοσοφίαν του Πλάτωνος. Μετά τον θάνατον του διδασκάλου του απεσύρθη μετ' άλλων Σωκρατικών εις τα Μέγαρα, όπου η ολόψυχος προστασία του Ευκλείδου αφήκεν εις το πνεύμα του Πλάτωνος σπέρματα ισοβίου σεβασμού και φιλίας προς την άγονον διαλεκτικήν της Μεγαρικής σχολής. Ο Γοργίας π. χ δυσκόλως ηδύνατο να γραφή εν Αθήναις. Λέγεται δ' ότι τότε ο Πλάτων εταξείδευσεν εις την Αίγυπτον και την Κυρήνην. Αλλά φαίνεται ότι επανήλθεν εις την πατρίδα προ του 388 π. Χ., ότ' επεχείρησε την πρώτην του μοιραίαν αποδημίαν εις την Σικελίαν. Τότε το πλείστον της νήσου εκυβερνάτο δεσποτικώς υπό του Διονυσίου του α', του οποίου ο γαμβρός ο Δίων ήτο θερμός του Πλάτωνος θαυμαστής· λοιπόν αφ' ενός μεν ο φίλος εκείνος, αφ' ετέρου δ' αι Πυθαγορικαί σχολαί και προς τούτοις η επιθυμία να ίδη το περίφημον ηφαίστειον προσείλκυσαν τον Πλάτωνα εις τας Συρακούσας· ίσως δ' εφαντάζετο και ότι πάσα αυλή τυράννου ήτο τόσον κατάλληλος διαμονή φιλοσόφου, όσον και αι δημοκρατούμεναι Αθήναι. Αλλ' ήτο περισσότερον υιός του καιρού του και της πατρίδος του παρ' όσον επίστευεν. Διότι δεν ηδύνατο ν' αφήση το αθηναϊκόν προνόμιον της παρρησίας και μετεχειρίζετο αυτό ως Αθηναίος περί των πολιτικών πραγμάτων. Ο γέρων τύραννος εδέσμευσεν αυτόν, και τον εχάρισε — τούτο έλεγεν η φήμη — εις τον εκεί Σπαρτιάτην πρεσβευτήν, ο οποίος τον επώλησεν ως δούλον εν Αιγίνη. Εκεί κάποιος Αννίκερις Κυρηναίος — πιθανώς οπαδός του Αριστίππου, — αγοράσας ηλευθέρωσεν αυτόν και δεν εδέχθη αμοιβήν παρά των φίλων του Πλάτωνος· ούτοι δε, επειδή οι έρανοι είχον ήδη συλλεχθή, εχρησιμοποίησαν το χρήμα όπως αγοράσωσι χάριν του φιλοσόφου οικίαν και κήπον ίνα διδάσκη εκεί, δηλαδή πλησίον του γυμνασίου του αφιερωμένου εις τον ήρωα Ακάδημον, είκοσι περίπου λεπτά της ώρας έξω των Αθηνών (278). Τούτο συνέβη κατά τα 387, δηλαδή δύο τουλάχιστον έτη πριν να γραφή το Συμπόσιον. Αλλά πάσα λεπτομέρεια της ιστορίας ταύτης έχει και διάφορον έκδοσιν, η δε παλαιοτάτη μαρτυρία, η Ζ' επιστολή, ουδέν άλλο διηγείται ή ότι πράγματι η εκεί διαμονή δεν υπήρξεν ευάρεστος.
Η ίδρυσις της σχολής εκείνης επανέφερε την συνήθειαν των παλαιοτέρων φιλοσόφων. Η Ακαδήμεια τεχνικώς ήτο θίασος, ήτοι θρησκευτικόν σωματείον προς λατρείαν των Μουσών, έχον αρχάς, καταστατικόν και ακίνητον περιουσίαν· ο προϊστάμενος εξελέγετο, εδιδάσκοντο δε μαθηματικά, αστρονομία, και άλλαι φυσικαί γνώσεις, προσέτι δε φιλοσοφία. Οι διδάσκοντες κατέκλυζαν την μετρίαν οικίαν του Σχολάρχου, την βιβλιοθήκην, τον κήπον και το δημόσιον γυμνάσιον, μόνον δε βραδύτερον απέκτησαν ανάλογον οίκημα. Ηκροώντο δε και γυναίκες· το ίδρυμα διετηρήθη, κατά δε την γενέθλιον του Πλάτωνος ημέραν έθυον εις αυτόν ως ήρωα ιδρυτήν, ενώ συνέβαινον πλείσται μεταβολαί τάσεων και θεωριών, μέχρις ού εδημεύθη και κατηργήθη υπό του Ιουστινιανού ως έρεισμα της ειδωλολατρείας. Η περίοδος της ιδρύσεως της Ακαδημείας ήτο γονιμωτάτη. Ολίγον μετά τον θάνατον του Σωκράτους ο Αντισθένης είχεν αρχίσει να διδάσκη εν Κυνοσάργει, τω γυμνασίω των νόθων. Μετά τον Αντισθένη περί τα 390 π. Χ. ο Ισοκράτης εδίδασκε σύστημα γενικών γνώσεων. Η δ' επομένη γενεά είδε την ίδρυσιν των σχολών του Λυκείου ή Περιπάτου υπό του Αριστοτέλους, της Στοάς υπό του Ζήνωνος και του Κήπου υπό του Επικούρου.
Οποιονδήποτε και αν ήτο το έτος της ιδρύσεως της Ακαδημείας, μετά το Συμπόσιον φαίνεται εξ εσωτερικών τεκμηρίων ότι υπήρξε σπουδαίον διάλειμμα εις την συγγραφικήν του Πλάτωνος εργασίαν. Οι δύο επόμενοι διάλογοι, ο Παρμενίδης και ο Θεαίτητος, φέρουσι την σφραγίδα του ανεγνωρισμένου φιλοσοφικού «Σχολάρχου». Ο Παρμενίδης περιέχει άμεικτον μεταφυσικήν, ήτοι κριτικήν έρευναν πρώτον μεν των υπό του Πλάτωνος καλουμένων «ιδεών», άς ημείς λέγομεν «γενικάς αντιλήψεις», δεύτερον δε του απολύτου όντος του Παρμενίδου· αι περί της γνησιότητος του διαλόγου τούτου συζητήσεις προέρχονται απλώς εκ της δυσκολίας, την οποίαν ευρίσκουσιν οι κριτικοί εις συναρμογήν αυτού προς οιανδήποτε σταθεράν θεωρίαν της Πλατωνικής φιλοσοφίας· είναι αδύνατον ο γράψας τον Παρμενίδην να επρέσβευε την άκαμπτον εκείνην «θεωρίαν των ιδεών», την οποίαν ο Αριστοτέλης εδίδαξεν ημάς να θεωρώμεν ως Πλατωνικήν. Ο Θεαίτητος έχει δραματικήν εισαγωγήν. Ο Ευκλείδης επανέρχεται μόλις εκ του Πειραιώς, όπου συνήντησε τον Θεαίτητον, ασθενή και πληγωμένον, φερόμενον εκ Κορίνθου από του στρατοπέδου, ευρίσκων δε ήδη τον Τερψίωνα, αναφέρει τον παλαιόν του Θεαιτήτου προς τον Σωκράτη διάλογον. Αλλ' η εισαγωγή είναι τι εξωτερικόν, αυτός δε ο διάλογος αναφέρεται αυστηρώς εις την θεωρίαν της γνώσεως. Ο Πλάτων παρατηρεί ότι επίτηδες παρέλειψε τα οχληρά «και εγώ έφην» ή «συνέφη», δηλαδή αφήρεσε την σκηνογραφίαν και το περιβάλλον και αφήκε γυμνοτέραν την σκέψιν.
Ο επόμενος διάλογος της περιόδου ταύτης είναι ο Φαίδρος· τα τεκμήρια είναι τόσον πειστικά, όσον δύνανται να είναι τοιαύτα τεκμήρια. Οι τεχνικοί δηλαδή όροι, τους οποίους έκοψεν ο Πλάτων, οι προς αποφυγήν της χασμωδίας τρόποι, η μικρά επιτήδευσις, η διαφαινομένη επί του μεταγενεστέρου αυτού ύφους, είναι ψηλαφηταί και εν τω Φαίδρω. Εκ των γενομένων πινάκων του λεκτικού κωλυόμεθα να θέσωμεν αυτόν ενωρίτερον του 375. Εξ άλλου δ' όμως όχι μόνον αφήνει την εντύπωσιν νεότητος, αλλ' έχει και φανεράν τινα σχέσιν προς τον κατά των σοφιστών λόγον του Ισοκράτους, ο οποίος εγράφη περί τα 390, κατά το άνοιγμα της Σχολής του. Των δύο τούτων έργων δεν δυνάμεθα να είπωμεν ποίον ήτο η πρόκλησις, και ποίον η απάντησις· εριστικά συγγράμματα κατά τους αρχαίους χρόνους εξηκολούθουν μέχρις ού εκάστη μερίς επίστευεν ότι είχεν απαντήσει αρκετά. Αλλ' ο τόνος αμοιβαίας επικρίσεως είναι φανερός, περί δε το τέλος του Φαίδρου υπάρχει κάποιον εξάγγελμα προς τον Ισοκράτη εκ μέρους του Σωκράτους· «Νέος έτι, ω Φαίδρε, Ισοκράτης» — νέος εννοείται κατά την φανταστικήν χρονολογίαν του διαλόγου — «δοκεί μοι αμείνων ή κατά τους περί Λυσίαν είναι λόγους . . . φύσει γαρ ένεστί τις φιλοσοφία τη του ανδρός διανοία· ταύτα δη ουν εγώ . . . . Ισοκράτει εξαγγέλλω». { ' Isocrates is young yet' —that is, of course, at the imaginary date of the conversation—' and is too fine material to be a mere orator ; if he will turn to philosophy, he has the genius for it.' " Take that message from me, Phαedrus, to Isocrates whom I love." }. Αλλ' εάν αυτή είναι πολεμική, βεβαίως δεν είναι ζωηρά· είναι ο τόνος του παλαιού φίλου, ρίπτοντος εις την λήθην τα περασμένα και δεχομένου να σεβασθή πάσαν διαφοράν γνώμης· είναι δε πιθανόν ότι έχομεν δευτέραν έκδοσιν του Φαίδρου. Η πρώτη θα ήτο ίσως αφορμή της οργής του Ισοκράτους· ο σωζόμενος Φαίδρος εξεδόθη δεκαπέντε έτη κατόπιν, απαντά δε ησύχως εις πολλά σημεία επικριθέντα και καταλήγει προτείνων τον ψηλαφητόν τούτον κλάδον της ελαίας.
Κατά τα έτη εκείνα ο Πλάτων ειργάζετο εις το επιπονώτατον των έργων του, την Πολιτείαν· ως εισαγωγήν προέταξε κατά το παλαιόν εύθυμον ύφος μικρόν «περί δικαιοσύνης» διάλογον μεταξύ Σωκράτους και Θρασυμάχου. Τούτο είναι το Α' βιβλίον της Πολιτείας· το λοιπόν μέρος είναι, καθόσον εξάγεται εκ της γλώσσης, ομοιόμορφον, αι δε ποικίλαι θεωρίαι περί διαιρέσεως του μακρού έργου εις διάφορα «στρώματα» μέχρι της σήμερον απέτυχον· το κύριον θέμα του μεγάλου τούτου συνόλου είναι τι εστι «δικαιοσύνη» και αν υπάρχη λόγος να είναι κανείς δίκαιος μάλλον ή άδικος. Τούτο άγει εις την συζήτησιν και ανίδρυσιν δικαίας πολιτείας· όχι καθώς θα ενόμιζεν ο νεώτερος αναγνώστης, διότι η δικαιοσύνη είναι σχέσις μεταξύ ενός ανθρώπου και άλλου — ο Πλάτων εμφαντικώς ισχυρίζεται ότι υπάρχει κάτι εντός του χαρακτήρος εκάστου προσώπου — αλλά διότι είν' ευκολώτερον να ίδωμεν τα πράγματα κατ' ευρυτέραν κλίμακα. Δεν θα επιχειρήσωμεν όμως εδώ οιανδήποτε ανάλυσιν του αριστουργήματος τούτου της παρατηρήσεως, της αποδείξεως, της ειρωνείας, της φαντασίας και της ευφραδείας. Διότι εάν ελέγομεν ότι περιέχει τον «κομμουνισμόν», την εξίσωσιν των φύλων, την κατάργησιν του γάμου, την κατάλυσιν του εμπορίου, την αφιέρωσιν όλων των πόρων του κράτους εις την παίδευσιν, εν παρόδω δε και ασθενώς την κατάργησιν της δουλείας και προσέτι μικράν τυραννίαν ασκουμένην υπό θείου και φρονίμου ανδρός — τοιαύτη περιγραφή θα εφαίνετο ως γελοιογραφία. Η έννοια της Πολιτείας δύναται να κατανοηθή μόνον εξ αυτής ταύτης και μόνον διά πολλής σπουδής του ελληνικού πνεύματος ή δι' άλλης δυνάμεως ευαισθήτου φαντασίας. Επιπόλαιος ανάγνωσις αυτής είναι τόσον αδύνατος, όσον είναι δυνατή περί άλλων μεγάλων αρχαίων έργων.
Πάντα τα διανοητικά και λεκτικά προτερήματα του Πλάτωνος φθάνουσιν εις το έπακρον εν τη Πολιτεία, αλλά και πολλά των χαρακτηριστικών των πρεσβυτικών του χρόνων αρχίζουσιν ήδη να διαφαίνωνται· πρώτον και κύριον ο προς την πολιτικήν ζήλος· ο πόθος καλυτέρου τινός και ευπειθεστέρου Διονυσίου· η αυξανομένη αδημονία του φιλοσόφου ποιητού κατά της ποιήσεως, της σειρήνος, η οποία τον κρατεί μακράν της αληθείας. Ο Πλάτων ομιλεί περί της ποιήσεως καθώς ο Ράσκιν περί της λογοτεχνικής μορφής· «δεικνύω προς τους ανθρώπους απλώς το καθήκον των και αυτοί αποκρίνονται ότι το ύφος μου είν' ωραίον». Κατά τον Πλάτωνα η ποίησις είναι καθαυτό απάτη· δεν είναι αλήθεια, ουδέ καν σκιά αυτής, αλλά «τρίτη από της αληθείας, ειδώλου δημιουργός»· και όμως ημπορεί να μεθύση τους ανθρώπους εξ ηδονής! Πρέπει λοιπόν να εξορισθή τελείως εκ της δικαίας πόλεως. Ο Αριστοτέλης και όσοι εξ ημών δεν κινδυνεύομεν εκ πληθώρας της φαντασίας, όσοι δεν εσπαταλήσαμεν έτη περιπαθώς εργαζόμενοι χάριν του ιδανικού της αληθείας, της οποίας η ποίησις μας προσφέρει μόνον απλούν είδωλον, θλιβόμεθα δικαίως διά την υπό του Πλάτωνος υποτίμησιν αυτής. Τινές δε προσπαθούσι να δικαιολογήσωσιν αυτόν λέγοντες ότι ομιλών περί ποιήσεως είχεν υπ' όψιν τον Χαιρήμονα και τους παίδας του Καρκίνου. Αλλ' όχι· την αληθινήν ποίησιν, τον Όμηρον, τον Αισχύλον και εαυτόν πολεμεί ο Πλάτων· και θα ήτο ανακόλουθος προς την φιλοσοφίαν του, εάν έπραττε διαφόρως. Διότι εστήριξε τον βίον του εις την αρχήν, ότι αυστηρά διανόησις δύναται να σώση τους ανθρώπους, ότι η αλήθεια και το αγαθόν εν τέλει συναντώνται κάπου· ενόει να εργασθή προς τούτον τον σκοπόν πάση θυσία· και αν η ποίησις ήτο εμπόδιον, ν' απορρίψη και την ποίησιν. Και μετά την Πολιτείαν η ποίησις σχεδόν εκλείπει· ο Σοφιστής, ο Πολιτικός, οι Νόμοι δεν έχουσι παρά ολίγην, και αυτοί οι μύθοι γίνονται πλέον αφηρημένοι και διδακτικοί, πλην ίσως του μύθου της Ατλαντίδος εν τω Κριτία.
Περίεργον είναι ότι ο Πλάτων δεν περιλαμβάνει και τους μύθους εις την καταδίκην της ποιήσεως, αρχικώς δε και τους εδικαιολόγει. Εν τω Φαίδωνι θείον ενύπνιον προσέτασσεν επανειλημμένως προ του θανάτου του τον Σωκράτη λέγον «μουσικήν ποίει και εργάζου»· εν δε τη Απολογία, ο χρησμός των Δελφών ωνόμαζε τον Σωκράτη σοφώτατον των ανθρώπων, διότι ούτος ανεγνώριζε την άγνοιάν του. Και το ενύπνιον και ο χρησμός είναι προδήλως πλάσματα· είναι τρόποι διά των οποίων ο Πλάτων ισχυρίζετο ότι το θείον ανεγνώρισε τον διττόν αυτού Σωκράτη, τον διαλεκτικόν και τον μυθολόγον.
Πρεσβύτης ήδη ο Πλάτων, εστράφη σπουδαίως εις την πολιτικήν· τότε ανεπτύσσετο νεωτέρα γενεά φιλοσόφων, οι μέλλοντες Κυνικοί, Στωικοί και Επικούρειοι, οι όλως αποστρέφοντες το πρόσωπον από των πολιτικών και αφωσιωμένοι εις την ψυχήν των. Άλλοτε ο Πλάτων ήτο έτοιμος να κηρύξη και αυτός παρόμοιον δόγμα· ήρχισε την ζωήν αντιδρών κατά της μεγάλης πολιτικής γενεάς. Και όμως ήτο τέκνον των Περικλείων Αθηνών, η δ' εσκεμμένη αδιαφορία των ιδρυομένων σχολών θα τον ετάραξεν ως παράλειψις καθήκοντος. Τα τρία τέταρτα των κατόπιν συγγραφών του έχουσι θέμα την πολιτικήν και ο πόθος του εξωτερικού του βίου ήτο ο προσηλυτισμός του β' Διονυσίου. Την σκέψιν ταύτην οριστικώς εκφράζει κατά πρώτον διά του «μεγίστου κύματος» το οποίον θα καταστήση δυνατήν την Πολιτείαν διά της αξιώσεως όπως «ή φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή βασιλής . . φιλοσοφήσωσιν » η δ' επιμονή του ότι ο τυραννικός είναι άθλιος, ίσως ήτο συμβουλή προς τον Διονύσιον. Επί είκοσι περίπου έτη ο μέγας γέρων έθαλπε την ελπίδα ότι θ' ανεδείκνυε φιλόσοφον βασιλέα τον διεφθαρμένον εκείνον dilettante. Τοιουτοτρόπως το πνεύμα της αυταπάτης, όπερ είχεν αποδιώξει εντελώς εκ των συγγραφών του, επανήρχετο σφοδρότερον εις τον πραγματικόν του βίον.
Ο Δίων εκάλεσε τον Πλάτωνα δευτέραν φοράν εις την Σικελίαν κατά τα 367 αμέσως μετά την ανάρρησιν Διονυσίου του β' και εκείνος μετέβη εκείσε. Το αποτέλεσμα ήτο στιγμιαία έκρηξις φιλοσοφικού ενθουσιασμού εν τη αυλή των Συρακουσών· ο άνεμος ήτο πνιγηρός ένεκα της άμμου, την οποίαν οι γεωμέτραι μετεχειρίζοντο εις τα διαγράμματά των. Κατόπιν επήλθε ψυχρότης, φιλονικία, η εξορία του Δίωνος και η δυσάρεστος του Πλάτωνος επιστροφή. Αλλά νεαρός ηγεμών δύναται να μεταμεληθή και αν ήκουσε κακούς συμβούλους, δύναται κατόπιν να εννοήση την πλάνην του και να διορθωθή. Ο Πλάτων λοιπόν, λαβών δευτέραν πρόσκλησιν, απεφάσισεν
όφρ' έτι την ολοήν αναμετρήσαιμι Χάρυβδιν
{ yet again to fathom deadly Charybdis }
καθώς Ομηρικώς λέγει η Ζ' επιστολή. Αλλ' απέτυχε να συμφιλιώση τον τύραννον προς τον Δίωνα και διέφυγε σώος μόνον διά της βοηθείας των εν Τάραντι Πυθαγορείων. Ο Δίων κατέφυγεν εις αφιλοσοφήτους μεθόδους· εξεθρόνισε τον Διονύσιον τω 357 και εδολοφονήθη τω 354. Εν τω Δ' βιβλίω των Νόμων ηδύνατο ακόμη ο Πλάτων να γράφη (σ. 709 κεξ.) «τυραννουμένην μοι δότε πόλιν· τύραννος δ' έστω νέος και μνήμων και ευμαθής και ανδρείος και μεγαλοπρεπής φύσει» { Give me a tyrant-governed city to form our community from; let the tyrant be young, docile, brave, temperate, and so far fortunate as to have at his side a true thinker and lawgiver } και ευτυχής όπως εύρη «νομοθέτην άξιον επαίνου». Τούτο κείται ακριβώς εν τω μέσω του μακρού έργου· οι Νόμοι θα εγράφοντο επί έτη πολλά, καθόσον υπάρχει αισθητή διαφορά ύφους μετά το Δ' βιβλίον. Το δεύτερον ήμισυ του έργου δεν εμφαίνει πλέον καμμίαν του Πλάτωνος ελπίδα περί βασιλείου εν τω κόσμω τούτω, ίσως δε πρέπει να σχετίσωμεν και το μελαγχολικόν εκείνο χωρίον, όπου δέχεται το δόγμα το οποίον προ δέκα ετών θα επολέμει ολοψύχως, ότι δηλαδή η ψυχή είναι «και των κακών» αιτία (σ. 896). Τα λοιπά έργα της τελευταίας περιόδου είναι καθαρώς φιλοσοφικά. Ο Σοφιστής και ο Πολιτικός είναι συνέχεια του Θεαιτήτου· ακολουθούσιν εν τη μεθόδω την άχαριν «διχοτομίαν» του Παρμενίδου. Ο Σοφιστής είναι απόδειξις της αληθείας του «μη όντος», της χώρας, όπου δύναται να υπάρχη ο Σοφιστής, όστις πράγματι δεν είναι ό,τι επαγγέλλεται ότι είναι. Ο Φίληβος, ζήτησις περί του αγαθού — ότι τούτο δεν είναι ούτε γνώσις ούτε ηδονή, αλλά σχετίζεται μάλλον προς την γνώσιν — είναι αξιοσημείωτος, διότι διεξάγεται άνευ χρήσεως της καλουμένης θεωρίας των ιδεών· βάσις αυτής είναι η ένωσις του πεπερασμένου και του αιωνίου, της πληθύος και του ενός. Εκ των γλωσσικών τεκμηρίων εξάγεται ότι εγράφη καθ' όν χρόνον και το πρώτον ήμισυ των Νόμων.
Ο Τίμαιος, διάλογος περί της δημιουργίας του κόσμου, και ο Κριτίας περί της δημιουργίας της ανθρωπίνης κοινωνίας, είναι σύγχρονοι του δευτέρου μέρους των Νόμων. Ο Τίμαιος είναι ή η κενωτάτη ή η ήκιστα εννοηθείσα θεωρία του Πλάτωνος· είναι απόπειρα συγκροτήσεως του φυσικού κόσμου εξ αφηρημένων γεωμετρικών στοιχείων αντί των ατόμων του Δημοκρίτου. Ο δε Κριτίας, ο οποίος είναι ατελής, ιστορεί την δόξαν και την πτώσιν της νήσου Ατλαντίδος, η οποία ήτο ιδανικός τύπος υλικής δυνάμεως και πλούτου, πολλάς έχων ομοιοτήτας προς τας Αθήνας. Εις την σειράν ταύτην επρόκειτο να ταχθή και άλλος διάλογος, ο Ερμοκράτης, αλλ' αυτός δεν εγράφη. Ο Πλάτων απέθανεν, αφήσας ασυμπληρώτους τους Νόμους και τον Κριτίαν διακοπτόμενον εις την λέξιν «είπεν» (279).
Ο Πλάτων απέτυχεν εις τους κυρίους αγώνας της ζωής του. Ελατρεύθη αληθώς υπό μεγάλου μέρους του ελληνικού κόσμου· το μεγαλείον του κατενοήθη όχι μόνον υπό φιλοσόφων, αλλά και υπό ηγεμόνων και πολιτικών. Οι Κυρηναϊκοί πιθανώς εβαρύνοντο το ύψος του· οι δε Κυνικοί ίσως τον εμίσουν ως ψευδή Σωκρατικόν, ως φιλόσοφον των πλουσίων, ανέτως φιλοσοφούντα εν τω κήπω του αντί να συγκατοική μετά των αποκλήρων και να κραυγάζη εντός των οδών κατά της αμαρτίας. Αλλά περί το τέλος της ζωής του ήτο σχεδόν υπέρτερος ελέγχων. Και αυτοί οι κοσμικοί υπήρξαν ήπιοι προς αυτόν (280)· αι δε συκοφαντίαι της επομένης γενεάς ήσαν απλή αντίδρασις προς τας προηγουμένας υπερβολάς του θαυμασμού. Χαρακτηριστική της κοινής περί αυτού αντιλήψεως είναι η φήμη ότι ήτο υιός του Απόλλωνος και η περικόσμησις αυτού δι' Απολλωνείων μύθων· τον δε προς αυτόν σεβασμόν των φιλοσόφων αποδεικνύει ο βωμός, όν έστησεν εις αυτόν ο Αριστοτέλης, ο ούτε αισθηματικός, ούτε τυφλωμένος μαθητής.
Αλλ' ο κόσμος δεν επορεύθη όπως ήθελεν ο Πλάτων· οι εγκωμιασταί του δεν τον ήκουσαν και οι λατρευταί του τον αντέκρουσαν. Ηρεύνησεν ελπίζων να εύρη μίαν κλείδα του κόσμου τούτου, μίαν αρχήν, την οποίαν θα ηδύνατο να εφαρμόζη εις τους διανοητικούς τύπους, καθώς εις τους μαθηματικούς. Η γνώσις της αρχής εκείνης θα έκαμνε τους ηγεμόνας των Νόμων και της Πολιτείας αναμαρτήτους και δεσποτικούς. Αλλ' αυτός ο Πλάτων ενόησεν ότι δεν την είχεν εύρει. Το μέλλον ανήκεν εις τους έχοντας περισσότερον θάρρος και ολιγωτέραν αυτοκριτικήν. Ο Δημόκριτος ηδύνατο να συστηματοποιή την επιστήμην και να σχηματίζη καθωρισμένον υλιστικόν δόγμα. Ο Αντισθένης ηδύνατο να εξευτελίζη τα παν, τέχνην, μάθησιν, αυτήν την τιμήν άνευ δισταγμού. Εκείνοι ήσαν ιδρυταί των μεγάλων συστηματικών σχολών. Αλλ' ο Πλατωνισμός δεν είχε μορφήν ιδίαν. Ο μεν Σπεύσιππος, ο ανεψιός και διάδοχος του Πλάτωνος, ελάτρευεν απλώς τον θείον του και εθεώρει πάσαν κατά μέρος γνώσιν ως αδύνατον προ της γνώσεως του παντός. Ο δε Αριστοτέλης ανέπτυξεν ιδικόν του σύστημα, πρακτικόν, βαθύ, εγκυκλοπαιδεικόν, αλλ' όλως ίδιον και ουδαμώς Πλατωνικόν. Ο δε Ηρακλείδης κατέστρεψε το δημιουργικόν και μυστικόν πνεύμα του διδασκάλου και υπήρξε τρόπον τινά μομφή προς την μνήμην του.
Αλλ' ακριβώς αυτό το ασυμπλήρωτον των στοχασμών του Πλάτωνος κατέστησεν αυτόν αθάνατον. Ο Πλάτων δεν μας παρέχει σύστημα, αλλά πνεύμα, το οποίον ουδεμία ανακάλυψις δύναται να σκιάση. Λάθος είναι να θεωρώμεν αυτόν ως ονειροπόλον· κατά βάθος ήτο οξύς και πολλάκις είρων. Αλλ' ανυψώνεται υπεράνω της ιδίας του ειρωνείας και εξαιρουμένης της περιόδου του Γοργίου, ατενίζει πάντοτε μάλλον προς την ωραιότητα των πραγμάτων, όπου την ευρίσκει, ή προς το κακόν. Λάθος επίσης είναι να θεωρώμεν αυτόν ως ιδανικόν Απολλώνειον ήρωα, ακτινοβόλον και γαλήνιον ή να εκλαμβάνωμεν αυτόν ως όμοιον προς την θριαμβευτικήν εκείνην κεφαλήν του Ινδικού Βάκχου. Ήτο γνωστός διά την κυρτότητα και το πλατύ του μέτωπον· αι δ' επιστολαί πολλάς αναφέρουσιν ασθενείας του. Ο δε όλος τόνος του Πλάτωνος προς την τότε γενεάν ομοιάζει το ύφος του Καρλάιλ ή του Ράσκιν. Είναι πάντως ο μέγιστος καλλιτέχνης της ελληνικής, ίσως δε και πάσης άλλης παντός χρόνου πεζογραφίας. Οι αρχαίοι κριτικοί, υπεραγαπώντες την ρητορείαν, θεωρούσιν ίσον, ή και ανώτερον αυτού, τον Δημοσθένη. Ο δε Διονύσιος λαμβάνει τον χλιαρόν εν τω Μενεξένω λόγον, όπως παραβάλη αυτόν προς τον Περί του στεφάνου! Αλλ' ο κύκλος του Πλάτωνος είν' ευρύτερος· έχει περισσοτέραν αβρότητα και βάθος, και ευρύτερον ορίζοντα φαντασίας ή ο πολιτικός και ο ρήτωρ. Αναγινώσκοντες αυτόν, αισθανόμεθα παρά πάσαν την μακρολογίαν και παραδοξολογίαν, όπου τον εξωθεί η κράσις του, ότι ευρισκόμεθα ενώπιον διανοίας ικανής εις πάσαν λεπτολογίαν και εις πάσαν έξαρσιν και πτήσιν. Τα κατ' αυτού λεγόμενα είναι ανεμώδη· του Πλάτωνος ο προορισμός ήτο να φιλοσοφή (281) και να γράφη, εξετέλεσε δε και τα δύο ταύτα μετά της αυτής επιμονής και της αυτής επιτυχίας. Ολίγη αφορμή εδόθη εις αυτόν προς δράσιν κατά την κοινήν της λέξεως εκδοχήν· ότε δε τον εκάλεσεν ο Δίων, εδέχθη την πρόσκλησιν μετά τυφλού ενθουσιασμού. Αλλ' εάν η ζωή των ανθρώπων δύναται να εκτιμηθή κατά το τι σκέπτονται και εις τι αφοσιούνται, ο Πλάτων πρέπει να ταχθή μεταξύ των αγίων της ανθρωπίνης ιστορίας. Όλη του η ύπαρξις ήτο «εν τω καλώ»^ περί ουδενός δε ίσως άλλου θνητού δυνάμεθα να είμεθα τόσον βέβαιοι ότι απέβλεψε πάντοτε εις κάτι υπέρτερον οιασδήποτε κοσμικής επιτυχίας και ότι ήθελεν αδιστάκτως θυσιάσει την ζωήν χάριν εκείνου (282).
Μεταξύ των πλησιεστέρων εταίρων του Σωκράτους ήσαν και δύο ιππείς, όχι πολύ
διαφόρου ηλικίας· και οι δύο είχον αριστοκρατικάς και αντιθέτους του δήμου
παραδόσεις, αι οποίαι παρεκώλυον πάσαν πολιτικήν των φιλοδοξίαν, αλλ'
ουδέτερος αυτών ηγάπα να είναι μόνον λογογράφος. Και ο μεν Πλάτων έμεινεν εν
Αθήναις, σπουδάζων μουσικήν, μαθηματικά, ρητορικήν και φιλοσοφίαν, γράφων
και καίων διθυράμβους και σχεδιάζων ευριπιδείους τραγωδίας. Ο δε ΞΕΝΟΦΩΝ
έφυγε διά να ζητήση τύχην έξω της Ελλάδος.
Ελέγετο ότι ο Σωκράτης, απαντήσας πρώτην Φοράν παιδίον τον Ξενοφώντα, τον εσταμάτησε διά της ράβδου του και τον ηρώτησεν αποτόμως πού εγίνοντο διάφορα πράγματα. Ο μικρός ήξευρε και απεκρίθη προσηνώς· αλλ' ο Σωκράτης επροχώρησε· Και «πού καλοί, καγαθοί γίνονται άνθρωποι;» (283) Το παιδίον εστάθη ενεόν. «Λοιπόν ακολούθει με», του είπεν ο φιλόσοφος. Ο λόγος είναι ben trovato. Ο Ξενοφών ουδέποτε ήτο φιλόσοφος, αλλ' ήτο τύπος καλού καγαθού· δηλαδή νους τετράγωνος, ευσεβής· κυνηγός και στρατιώτης· καλός οικογενειάρχης ουδέποτ' έχων θεωρητικάς τάσεις ουδέ διάθεσιν να επικρίνη την κοινήν περί θεών ή νόμων δόξαν, αλλ' έτοιμος να κηρύσση και να φιλοσοφή ησύχως περί πάντων των ολιγώτερον επικινδύνων ζητημάτων.
Λέγεται ότι υπήρξε λίαν εύμορφος, ήτο δε και ριψοκίνδυνος. Βοιωτός φίλος του, ο Πρόξενος, είχε μισθωθή υπό του σατράπου Κύρου, αδελφού του μεγάλου βασιλέως, όπως οδηγήση Έλληνας μισθοφόρους εις τα ενδότερα της Κιλικίας. Ο σκοπός της εκστρατείας δεν είχε διακοινωθή, αλλ' ο μισθός ήτο καλός και υπήρχε πιθανότης πολλών περιπετειών. Ο Πρόξενος προέτεινε να συμπαραλάβη τον Ξενοφώντα. Εκείνος απέστεργε ν' αναλάβη υπηρεσίαν υπό τον Κύρον, τον μόλις προ ολίγου εχθρόν της πατρίδος του, έλαβεν όμως συστατικά προς αυτόν και ηκολούΘησεν ως ανεξάρτητος ιππεύς. Το τέλος της ιστορίας εκείνης είναι πασίγνωστον. Τα στρατεύματα ανέβαινον αδιακόπως, απορούντα και φοβούμενα διά τον αληθινόν της πορείας των σκοπόν. Τέλος δεν ηδύνατο ν' αποκρυφθή ότι «ο στόλος ην επί βασιλέα». Τότε τινές έφυγον, αλλ' οι πλείστοι αισθανόμενοι ότι ήσαν υπόχρεοι, εβάδισαν προς τα εμπρός. Ενίκησαν τον βασιλέα παρά τα Κούναξα· αλλ' ο Κύρος εφονεύθη. Οι Έλληνες Βαθμηδόν απεμονώθησαν και περιεκυκλώθησαν. Οι πέντε στρατηγοί των, εν οίς ο ευγενής του Ξενοφώντος φίλος, ο Πρόξενος, ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο Θεσσαλός Μένων, κληθέντες υπό του Τισσαφέρνους εις σύσκεψιν, συνελήφθησαν και αναχθέντες εις τον βασιλέα, απεκεφαλίσθησαν. Οι στρατιώται έμειναν άνευ αρχηγών εν τω μέσω χώρας εχθρικής, πλέον ή χίλια μίλια μακράν ελληνικής γης. Τότε τους έσωσεν ο Ξενοφών^ την ακόλουθον νύκτα του φόνου των στρατηγών εκάλεσε τους υπολειπομένους αρχηγούς, καθήρεσε τον μόνον δειλόν αξιωματικόν, ο οποίος συνεβούλευσεν υποταγήν, άνθρωπον κατά το ήμισυ Λυδόν, φορούντα ενώτια· προέτεινε την εκλογήν νέων στρατηγών, εν οίς ήτο και αυτός, διηύθυνε την κάθοδον, τας μάχας και την πορείαν προς τα ανεξερεύνητα όρη του Βορρά. Ολίγαι ημέραι ή νύκτες επέρασαν άνευ κινδύνων μέχρι της αξιομνημονεύτου 27 του Ιανουαρίου του 400 π. Χ., ότε κατά πρώτον είδον την θάλασσαν πλησίον της Σινώπης {ο μεταφραστής διορθώνει εδώ την Σινώπη σε Τραπεζούντα}. Αλλ' ο νους του Ξενοφώντος δεν ησύχασε μέχρις ού παρέδωκε τον στρατόν του εις τον Σπαρτιάτην αρμοστήν Θίβρωνα κατά Μάρτιον του 399 π. Χ.
Τούτο ήτο λαμπρόν ανδραγάθημα. Βεβαίως αι δυσκολίαι δεν ήσαν τόσον μεγάλαι όσον εφαίνοντο· η πορεία εκείνη ήτο η πρώτη προς την Ευρώπην ένδειξις της εσωτερικής ασθενείας των ασιατικών κρατών, ήτις απεδείχθη γυμνή υπό του Αλεξάνδρου, του Πομπηίου, του Λουκούλλου και των διαφόρων κατακτητών της Ινδικής. Αλλά το αισιοδόξον θάρρος του Ξενοφώντος, το σχετικώς ανώτερόν του πνεύμα και η παιδεία του, η διαφανής τιμιότης του, η θεοσέβειά του, συνδυαζόμεναι προς πολλήν ικανότητα εις διοίκησιν ανδρών και αληθινήν στρατιωτικήν ευφυίαν προς απόκρουσιν απροόπτων κινδύνων, τον ανέδειξαν ικανόν προς εκτέλεσιν κατορθώματος, όπου πολλοί εμπειρότεροί του στρατηγοί ίσως ήθελον αποτύχει. Αλλά δεν ήτο τέλειος condottiere. Διότι οι μύριοί του, όσον και αν υπερηφανεύετο κατόπιν ο Ξενοφών διά τα ανδραγαθήματά των, θα περιελάμβανον και πολλούς εκ των χειροτέρων της Ελλάδος τυχοδιωκτών· ο δε Ξενοφών, καθώς ο Πρόξενος, τους μετεχειρίζετο ως ευγενείς ανθρώπους. Μόνον ο γέρων Κλέαρχος, ο έχων την μάστιγα εις τας χείρας και την ύβριν εις τα χείλη, ο διαρκώς συνωφρυωμένος, πλην οσάκις εγίνοντο συμπλοκαί, ήτο ο άνθρωπος ο δυνάμενος να τους δαμάζη.
Διά τον Ξενοφώντα η ανάβασις υπήρξε δόξα, αλλά και faux pas. Eκέρδισε δηλαδή ρωμαντικήν φήμην, αλλ' έχασε το επάγγελμά του. Ενεθυμείτο ότι ο Σωκράτης ουδέποτε επεδοκίμασε την εκστρατείαν· ότι ο Δελφικός θεός δεν είχεν ερωτηθή καταλλήλως· και παρηγορείτο σκεπτόμενος ότι ο οικογενειακός μάντις του προείπεν ότι αν ήτο τολμηρότερος, θα ήτο ευτυχέστερος. Η εκστρατεία του αφήκε το συναίσθημα, το οποίον σχεδόν ομολογεί, ότι ήτο αρχικός ανήρ, δηλαδή γεννημένος διά να άρχη. Έγραψε μακρόν μυθιστόρημα, την Κύρου παιδείαν, περί του αρχικού ανδρός, όπου ελαφρόν υπόστρωμα της ιστορίας του μεγάλου Κύρου καλύπτεται διά χαρακτηριστικών του νεωτέρου Κύρου και ιδανικών αυτού του Ξενοφώντος. Αλλά τούτο συνέγραψε κατόπιν. Τότε πλέον ή άπαξ ωνειρεύετο να ιδρύση αποικίαν εν Ασία και να γίνη φιλοσοφικός και στρατιωτικός αυτής ηγεμών. Ει δε μη, να έχη έν ή δύο φρούρια παρά τον Ελλήσποντον και να ενεργή ως ανεξάρτητος Έλλην κατά των βαρβάρων. Αλλά τούτο δεν επεθύμησε κανείς άλλος, ο δε Ξενοφών δεν ήθελε να καιροσκοπή ή να διαβάλλη. Λοιπόν εδίσταζε. Δεν ηδύνατο να επιστρέψη εις τας Αθήνας, όπου οι συμπολίται του τότε κατεγίνοντο να θανατώσωσι τον διδάσκαλόν του και πιθανώς θα τον υπεδέχοντο διά κατηγορίας προδοσίας. Εκτός τούτου εκεί δεν υπήρχον περιπέτειαι· περιπετείας πλείστας είχεν η Ασία. Αλλ' εν τω μεταξύ ο περιπλανώμενος ιππότης της Ελλάδος είχε την θέσιν οπλαρχηγού οδηγούντος περίπου οκτώ χιλιάδας οπλοφόρων σχεδόν ανυποτάκτων. Τινές αυτών, όπως ανεκάλυψε, διεπραγματεύοντο την τιμήν της δολοφονίας του προς τον αρμοστήν Θίβρωνα, οποίος φυσικά δεν ήθελε να έχη πλησίον του ανεξάρτητον Αθηναίον κάτοχον τόσου ατάκτου στρατού. Ο φύσει «αρχικός ανήρ» θα ηδύνατο ίσως να πράξη άλλως. Αλλ' ο Ξενοφών παρέδωκε τον στρατόν του και ανέλαβεν υπηρεσίαν υπό τους Σπαρτιάτας, συμμάχους τότε των Αθηνών, εναντίον της Περσίας.
Βεβαίως ήτο βαρεία εργασία να μεταβαίνη από αρμοστού εις αρμοστήν και να μη καταλαμβάνη καμμίαν ισχυράν θέσιν. Εν τούτοις ενυμφεύθη καλήν γυναίκα, την Φιλησίαν, είχε καλούς φίλους εν Χερσονήσω και εδοκίμασε να παραιτηθή. Τέλος κατά τα 396 ήλθεν άλλος στρατηγός, ο βασιλεύς Αγησίλαος, έχων εντολήν ν' αναλάβη δραστηριώτερον πόλεμον κατά του Αρταξέρξου. Τότε ο Ξενοφών ετάχθη εις το επιτελείον του και έγινε στενός του Αγησιλάου φίλος. Αλλ' η τύχη ήτο κακή. Κατά τα 395 αι Αθήναι συνεμάχησαν μετά του Αρταξέρξου, κατά δε το επόμενον έτος η πόλις εκήρυξε πόλεμον κατά της Σπάρτης και κατεδίκασε τον Ξενοφώντα διά «λακωνισμόν», κατηγορίαν ίσην προς τον άλλοτε «μηδισμόν», συνεπάγουσαν εξορίαν και δήμευσιν της ουσίας. Εάν ο Ξενοφών προηγουμένως εδίσταζεν, ήδη δεν ηδύνατο να εκλέξη, εισήλθεν εις την υπηρεσίαν της Σπάρτης, επέστρεψεν εις την Ελλάδα μετά του Αγησιλάου και ήτο μετ' αυτού, ίσως ουχί μαχόμενος, κατά τα 394, ότ' εκείνος ενίκησε τους συμμαχήσαντας Αθηναίους και Θηβαίους εν Κορωνεία.
Ο Ξενοφών ήτο τότε μόλις 41 ετών, αλλ' η στρατιωτική ζωή του είχε λήξει. Οι Σπαρτιάται του έδωκαν κτήμα εν Σκιλλούντι παρά την Ήλιδα και ίσως μετεχειρίσθησαν αυτόν ως πράκτορα. Επέρασε τα κατόπιν 20 έτη ιδιωτεύων καθώς ανεπτυγμένος χωροδεσπότης· δηλαδή έγραφεν αρκετά, εκυνήγει συχνά και ανέτρεψε τους δύο λαμπρούς υιούς, του τον Γρύλλον και τον Διόδωρον — τους Διοσκούρους, ως εκαλούντο — ώστε να ομοιάσωσι προς τον πατέρα των, ως τύποι του τότε ιπποτισμού. Ο κύριος σκοπός της έπειτα ζωής του Ξενοφώντος ήτο πιθανώς να επιτύχη την άρσιν της εξορίας του, ώστε οι υιοί του να μη μείνωσιν απάτριδες. Τέλος δε κατώρθωσε τούτο· ότε αι Αθήναι ανενέωσαν την προς την Σπάρτην συμμαχίαν, ο λακωνίζων δεν ήτο πλέον προδότης και οι δύο υιοί του κατετάχθησαν εις το παλαιόν του τάγμα. Ότε δε ο Γρύλλος έπεσεν εν Μαντινεία, πλείστοι συνέθεσαν επιγράμματα και επιταφίους εις τιμήν του· τότε ο Ξενοφών δεν ανήκε πλέον εις την σπαρτιατικήν υπηρεσίαν. Εξεδιώχθη εκ Σκιλλούντος υπό ανταρσίας των Ηλείων κατά τα 370 και φυγών επέρασε το υπόλοιπον της ζωής του εν Κορίνθω, ήτις ήτο ουδετέρα.
Των συγγραφικών προϊόντων της εν Σκιλλούντι διαμονής σπουδαιότατον βεβαίως και άριστον κατά το ύφος είναι η Ανάβασις. Φαίνεται δε και έν των παλαιοτάτων, καίτοι χωρία τινά — καθώς το Ε' 3, 9, όπου αναφέρει την εν Σκιλλούντι διατριβήν του διά παρατατικών — προσετέθησαν κατόπιν. Αυτοβιογραφίαι ήσαν τότε σχεδόν άγνωστοι· αλλά την δημοσίευσιν της Αναβάσεως επέβαλλον εις τον Ξενοφώντα αι εν Αθήναις περί της δράσεώς του διαδόσεις, ιδίως δε η ήδη δημοσιευθείσα υπό του Σοφαινέτου του Στυμφαλίου εξιστόρησις της εκστρατείας. Αναγινώσκομεν εν τη Αναβάσει ότι ο Σοφαίνετος ήτο ο πρεσβύτατος των στρατηγών· ότι κάποτε είχεν σχεδόν αρνηθή να υπακούση εις την διαταγήν του Ξενοφώντος όπως περάση επικίνδυνον νάπος· ότι είνε προστιμηθή δέκα μνας διά παράλειψιν καθήκοντος. Ταύτα λέγει περί αυτού ο Ξενοφών, αναμφιβόλως δε η περί Ξενοφώντος διήγησις εκείνου έχρηζεν απαντήσεως. Αλλά διατί ο Ξενοφών εδημοσίευσε το βιβλίον ψευδωνύμως και αναφέρει αυτό εν τοις Ελληνικοίς ως έργον Θεμιστογένους του Συρακοσίου; Βεβαίως δεν επειράτο σπουδαίως ν' αποκρυφθή. Το όλον ύφος αποδεικνύει ότι ο αναφερόμενος τριτοπροσώπως Ξενοφών ο Αθηναίος είναι ο πραγματικός του βιβλίου συγγραφεύς. Η εξήγησις είναι αυτονόητος· ότι δηλαδή η ψευδωνυμία ήτο προφύλαξις από δυνατής συκοφαντίας, υπαγορευομένη υπό της νομικής καταστάσεως του Ξενοφώντος, ο οποίος ήτο άτιμος, δηλαδή εκτός του νόμου· ήτο λοιπόν απηγορευμένον εις αυτόν το εν τη Αττική «λέγειν και πράττειν» κατά την νομικήν έννοιαν των λέξεων. Αφού δε δεν ηδύνατο να έχη κτήματα, ποία τάχα ήτο η θέσις βιβλίου, όπερ έγραψεν άνθρωπος τοιούτος; Υπέκειτο άρα γε εις καύσιν, καθώς τα έργα του Πρωταγόρου; Ή ο βιβλιοπώλης υπέκειτο εις καταδίωξιν; Πιθανώτατα λοιπόν ήτο φρόνιμον χάριν του νομικού τύπου να εκδοθή το βιβλίον υπό ασφαλέστερον όνομα.
Το ύφος της Αναβάσεως δεν είναι πολύ έντεχνον και η διήγησις είναι κάποτε άτονος, ενώ τα γεγονότα είναι ζωηρότατα. Και όμως εν τω συνόλω αισθανόμεθα μετά του Γίββωνος ότι «το τερπνόν τούτο έργον είναι πρωτότυπον και αυθεντικόν», τούτο δε αποτελεί ανεκτίμητον χάριν. Πλείσται λεπτομέρειαι είναι ζωνταναί· π.χ. οι Μοσσύνοικοι επιδεικνύουσι τα σιτευτά των παιδία «τεθραμμένα καρύοις φθοις» εις τους θαυμάζοντας Έλληνας, οι παρά την Τραπεζούντα αγώνες δρόμου [Δ' 8,26] γίνονται από λόφου «καλλίστου τρέχειν όπου αν τις βούληται»· οι Θυνοί καλούσιν ονομαστί τον Ξενοφώντα να εξέλθη εκ του οικήματος και ν' αποθάνη γενναίως παρά να μένη εντός και να κατακαή· υπάρχουσι δ' εκατοντάδες τοιούτων χωρίων. Εννοείται ότι ο Ξενοφών σφάλλεται κάποτε εις τας αποστάσεις και τας λεπτομερείας και η ρωμαντική τάσις, την οποίαν ευρίσκομεν εις την Κύρου παιδείαν, έχει ελαφράν αλλ' ορατήν επίδρασιν και εις την Ανάβασιν. Αι δε διακοσμητικαί προσλαλιαί είναι πενιχραί και όχι πειστικαί. Και όμως εν τω συνόλω είναι δροσερόν και χαριτωμένον έργον, όπου ο συγγραφεύς επιτυγχάνει τουλάχιστον να μη παραλύη διεγερτικωτάτην ιστορίαν.
Τα λοιπά του έργα θα διέλθωμεν ακροθιγώς. Ότε ο Σωκράτης κατηγορήθη και παρεξηγήθη, ότε ο Πλάτων και οι άλλοι Σωκρατικοί υπερήσπισαν τον διδάσκαλον, ησθάνθη και ο Ξενοφών υποχρέωσιν να γράψη τα Απομνημονεύματά του. Η αξιόλογος μνήμη του τον εβοήθησε πολύ, ώστε απεικόνισε τοιούτον Σωκράτη, οποίον θ' ανεγνώριζεν ως αληθή και μέτριος άνθρωπος σύγχρονός του. Ο Πλάτων, εξημμένος υπό των ιδίων του θεωριών, αναποφεύκτως μετέβαλε τον Σωκράτη. Αλλά του Ξενοφώντος αι ιδέαι ήσαν μικρότεραι και ευπειθέστεραι. Ο Ξενοφών δεν παρεμόρφωνεν εκτός οσάκις παρενόει. Εις τας κατόπιν εκδόσεις των Απομνημονευμάτων παρενέβαλε λεπτομερή αντίκρουσιν των κατά της μνήμης του Σωκράτους κατηγοριών του «κατηγόρου», ως ονομάζει τον Πολυκράτη, εκεί δε φαίνεται ότι αφήκε την φαντασίαν του μάλλον ελευθέραν. Αφού δε ο Πλάτων έγραψε την Απολογίαν, ο Ξενοφών ηύρε μερικά κενά· εζήτησε και εδημοσίευσε μικρόν ιδικόν του σημείωμα, την Απολογίαν. Αφού πάλιν ο Πλάτων έγραψε το Συμπόσιον, ο Ξενοφών δεν έμεινεν εντελώς ευχαριστημένος εκ της φανταστικής εντυπώσεως του αριστουργήματος εκείνου· διώρθωσε λοιπόν αυτό, γράψας ιδικόν του Συμπόσιον, επίσης φανταστικόν — διότι ήτο παιδίον ότε συνέβη το υποτιθέμενον συμπόσιον — αλλά πολύ ακριβέστερον, έργον διασκεδαστικόν και διά την αρχαιομάθειαν άξιον πολλού λόγου.
Άλλο παράρτημα των Σωκρατικών συγγραμμάτων του Ξενοφώντος, ο Οικονομικός, όπου ο Σωκράτης δίδει συμβουλάς περί διοικήσεως οίκου και των καθηκόντων ανδρός και γυναικός, κινεί κάπως ιδιαιτέρως την συμπάθειαν των νεωτέρων. Η σύζυγος είναι χαριτωμένη, καθώς αι ηρωίδες του Θακεραίη, αλλά περισσότερον δεκτική μορφώσεως, και ο μικρός διάλογος, λαμβανόμενος ομού μετά των αντιστοίχων μερών των Απομνημονευμάτων και της Κύρου παιδείας, αποτελεί το μόνον σχεδόν κατά την περίοδον ταύτην παράδειγμα της αττικής αντιλήψεως περί του ιδεώδους τύπου της συνήθους γυναικός και των συνήθων ευτυχών γάμων. Ο σοφιστής Αντιφών, ο οποίος εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι έγραψε κατά το αυτό πνεύμα, πραγματικώς είναι φιλοσοφικώτερος.
Ο Ιέρων είναι διάλογος περί των τέρψεων του άρχοντος μεταξύ του τυράννου Ιέρωνος και του ποιητού Σιμωνίδου. Ο δε Αγησίλαος είν' εγκώμιον του Ξενοφώντος προς τον βασιλικόν του φίλον, κατεσκευασμένον κυρίως εξ αποσπασμάτων των Ελληνικών και δεικνύον Ισοκρατικήν τινα επιμέλειαν περί το ύφος.
Το μακρότατον του Ξενοφώντος έργον, τα Ελληνικά, διαιρείται εις δύο μέρη διακρινόμενα και κατά τον χρόνον και κατά το ύφος. Το Α' και Β' βιβλίον είναι προφανώς συνέχεια του Θουκυδίδου μέχρι τέλους του πελοποννησιακού πολέμου. Τα δε λοιπά βιβλία περιέχουσι τα χρονικά της Ελλάδος μέχρι της μάχης της Μαντινείας, καταλήγουσι δε διά της φράσεως «εμοί μεν δη μέχρι τούτου γραφέσθω· τα δε μετά ταύτα ίσως άλλω μελήσει». { So far I have written ; what came after will perhaps be another's study } Το πρώτον μέρος, αν και πολύ κατώτερον του Θουκυδίδου κατά την ακρίβειαν, την αντίληψιν, την ενότητα και το ύφος, είν' αισθητώς υπέρτερον του υπολοίπου έργου. Τα Ελληνικά, καίτοι πολλάκις λαμπρά και σαφή κατά τας λεπτομερείας, ως ιστορία είναι ασθενής. Έξω της ιδίας του παρατηρήσεως, ο Ξενοφών είναι λίαν αδύνατος. Η χρονολογία είναι σφαλερά· η σειρά των γεγονότων ακατάληπτος· του δε Επαμεινώνδου ουδεμία υπάρχει εκτίμησις. Όταν δε αναλογισθώμεν ότι η πενιχρά αύτη ιστορία είν' έργον ανδρός ικανού, πολλήν έχοντος πείραν και εξαιρετικάς ευκολίας προς συλλογήν πληροφοριών, τότ' εκτιμώμεν ακριβέστερον την έκτακτον ιδιοφυίαν του Θουκυδίδου.
Έχομεν μίαν πραγματείαν περί της Λακεδαιμονίων πολιτείας, δοκίμιον Περί προσόδων ήτοι των οικονομικών των Αθηνών, τον Ιππαρχικόν, λόγον προς διδασκαλίαν ιππάρχων, τον περί Ιππικής προς διδασκαλίαν ιδιωτών ιππέων, και τον Κυνηγετικόν. Το έργον τούτο υποπτεύεται ένεκα του ύφους, αλλά δυνατόν να είναι νεανικόν. Του δε Περί προσόδων η γνησιότης εξαρτάται κατά μέρος από χρονολογικών ζητημάτων, αλύτων εισέτι· είναι βιβλίον περίεργον και φαίνεται ότι εγράφη προς υποστήριξιν της ειρηνικής πολιτικής του Ευβούλου. Τα δε περί ιππικής δύο εγχειρίδια δεν εμπνέουσιν υψηλήν ιδέαν περί της στρατιωτικής πειθαρχίας των Ελλήνων και είναι ολιγώτερον συστηματικά παρά το Τακτικόν υπόμνημα περί του πώς χρη πολιορκουμένους αντέχειν του συγχρόνου του Αρκάδος ΑΙΝΕΙΟΥ ΤΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ (284)
Η δε Κύρου παιδεία δεν είναι ιστορικόν μυθιστόρημα· εάν ήτο τοιούτο, ο Ξενοφών θα ήτο είς των μεγάλων εισηγητών φιλολογικού είδους· είναι πραγματεία περί του ιδεώδους κυβερνήτου και της αρίστης κυβερνήσεως εις σχήμα ιστορίας του μεγάλου Κύρου, όπου η αλήθεια υποτάσσεται εις την διδαχήν. Ο Ξενοφών πιθανώς έλαβε το είδος τούτο παρά του Προδίκου, προτιμήσας αυτό αντί του συνήθους Σωκρατικού φανταστικού διαλόγου. Η Κύρου παιδεία εθαυμάσθη μεγάλως κατά τους αρχαίους χρόνους και τον ιη' αιώνα· το ύφος είν' εντελέστερον παντός άλλου έργου του Ξενοφώντος. Το Ανατολικόν χρώμα διατηρείται καλώς· τα επεισόδια περιέχουσι πολλά τραγικά μέρη, τα οποία δεν εμποιούσι πολλήν εντύπωσιν διά μόνον τον λόγον ότι η νεωτέρα καλαισθησία θέλει περισσοτέραν επεξεργασίαν ή όσην έστεργεν ο Ξενονοφών. Το δε πολιτικόν ιδανικόν, το οποίον αποτελεί τον κύριον του βιβλίου σκοπόν, διαγράφει νόστιμα ο Croiset ως «Βερσαλλίας του ιδ' Λουδοβίκου, διωρθωμένας υπό του Φενελώνος». Εάν πιστεύσωμεν την μαρτυρίαν του Λατίνου γραμματικού Αύλου Γελλίου, η Κύρου Παιδεία ήτο προωρισμένη ως αντίρροπον της Πολιτείας του Πλάτωνος!
Ο Ξενοφών ήτο ερασιτέχνης των γραμμάτων, όπως και του πολέμου και της φιλοσοφίας και της πολιτικής και των κυνηγίων. Ήτο δεκτικός πάσης επιδράσεως, η οποία δεν αντέκειτο προς την ηθικήν του. Το ύφος του είναι απλούν, αλλ' όχι πάντοτε· κάποτε κλίνει προς την καλλιέπειαν· το δ' εγκώμιον του Αγησιλάου δεν περιέχει χασμωδίας και μαρτυρεί την επίδρασιν του Ισοκράτους· αι δημηγορίαι των ιστοριών του και η όλη σύλληψις των Ελληνικών μηνύουσι την επίδρασιν του Θουκυδίδου. Αλλά το παράδειγμα του Πλάτωνος άγει τον Ξενοφώντα εις σύστημα μιμήσεως και διορθώσεως σχεδόν ανόητον. Και η γλώσσα του είν' επίσης δεκτική διαφόρων στοιχείων. Δεικνύει την διαλογικήν και δημοκρατικήν εκείνην έλλειψιν πάσης αποκλειστικότητος, η οποία ετάρασσε τον γράψαντα την Αθηναίων πολιτείαν Ολιγαρχικόν· περιέχει παλαιάς αγροτικάς λέξεις, ποιητικάς λέξεις, λέξεις της lingua franca των εν Ασία μισθοφόρων, και πιθανώς εμφαίνει και την μακράν εν ξέναις χώραις διαμονήν, αλλά διορισμούς δεν έχει. Εάν δε παρά πάντα ταύτα ο Ξενοφών κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εθεωρήθη ως υπόδειγμα «αττικισμού», τούτο παρείχεν η αρχαϊκή του απλότης και ευκολία εις το γράφειν, inaffectata jucunditas αυτού. Είναι αττικός κατά τούτο, ότι ουδέν έχει παρένθυρσον { he has no bombast }, ουδέποτ' επιδιώκει να «κάμη εντύπωσιν», δύναται δε να ομιλή περί πολλών ζητημάτων, κινών το διαφέρον χωρίς να υψώνη στομφωδώς τον τόνον της φωνής του. (285)
Πλείστοι ερασταί των ελληνικών γραμμάτων, όσον και αν εκτιμώσι την πρόδηλον
αξίαν των Ελλήνων ποιητών και ιστοριογράφων, δυσκολεύονται να θαυμάσωσιν ή
και ν' αναγνώσωσι τον Λυσίαν, τον Ισοκράτη και τον Ισαίον. Η τοιαύτη απαρέσκεια
είναι κατά μέρος μεν εύλογος, διότι οι Έλληνες ρήτορες δεν απεκάλυψαν εις τον
κόσμον τόσα, όσα οι Έλληνες ποιηταί. Εξ άλλου δ' όμως είν' αποτέλεσμα
παρεξηγήσεως. Ημείς περιμένομεν να εύρωμεν ό,τι καλούμεν «ευγλωττίαν», ν'
«απαγγείλωμεν», τους αρχαίους όπως τους νεωτέρους, τον Βούρκε
(286) τον
Γράτταν
(287) και
τον Βοσσουέτον, και κατόπιν ευρίσκομεν ότι, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, τούτο δεν
είναι δυνατόν. Και ο μεν Δημοσθένης είναι πράγματι δεινός, εάν δε μη ενθουσιάζη
τους κοινούς νεωτέρους αναγνώστας, αιτία είναι μόνον ότι ο νεώτερος αγαπά
περισσοτέραν λάμψιν και διάχυσιν και δεν δύναται ως ο αρχαίος ν' αρπάση
αμέσως τα κύρια του λόγου σημεία. Αλλά τους παλαιοτέρους αττικούς ρήτορας
βέβαιον είναι ότι οι πλείστοι κλείουσιν όλως ψυχροί, απορούντες διά ποίαν τέχνην
ή χάριν εσώθησαν επί δύο χιλιετηρίδας ο Κατά των σιτοπωλών λόγος του
Λυσίου ή ο Περί του Κλεωνύμου κλήρου του Ισαίου.
Η αλήθεια είναι ότι αποβλέπομεν προς τους συγγραφείς εκείνους ως «ρήτορας», πειθόμενοι εις την παράδοσιν. Η παράδοσις προέρχεται αφ' ενός μεν από των Ρωμαίων, οι οποίοι εστήριξαν όλην την αγωγήν εις την ρητορικήν, αφ' ετέρου ο εκ της προς το ύφος λατρείας των μεταγενεστέρων ελληνικών σχολών. Τύπος σχολικού κριτικού είναι Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, διδάσκαλος της ρητορικής κατά τους χρόνους του Αυγούστου, έχων αρκετήν ευφυίαν και πολύν ενθουσιασμόν, αλλά μη προσέχων εις τίποτε άλλο παρά την τεχνικήν ρητορικήν. Ο Διονύσιος κρίνει πάντας, Θουκυδίδην τον ιστορικόν, Πλάτωνα τον φιλόσοφον, Ισοκράτη τον δημοσιολόγον, Ισαίον τον νομικόν, Λυσίαν τον δικηγόρον, πάντας από της αυτής απόψεως — απόψεως ανθρώπου, όστις κατέτριψεν όλην του την ζωήν εις την απουδήν και την διδασκαλίαν του ύφους, και έγραψεν είκοσι βιβλία ιστοριών αποβλέπων μόνον εις το ύφος. Εις την αντίληψιν του ύφους είναι πράγματι έξοχος. Βλέπει όσα δεν διακρίνομεν ημείς και αισθάνεται περισσότερον ημών. Ομιλεί με αληθινόν μίσος κατά του Ασιατικού ή ανθηρού ύφους, όπερ εξέβαλε το γνήσιον και απέριττον Αττικόν. Τοιουτοτρόπως η παράδοσις παρημέλησε τους ιστοριογράφους, τους κωμικούς, τους φιλοσόφους, τους επιστήμονας και εκολλήθη εις τους ανθρώπους τους γράψαντας λόγους, τούτους δε, οιοσδήποτε και αν ήτο ο σκοπός των ή το περιεχόμενον του έργου των, κρίνει πάντας ως ρήτορας τεχνικούς.
Δι' ημάς η σπουδαιότης των ρητόρων είναι τριττή· πρώτον δεικνύουσι τον βαθμιαίον σχηματισμόν κανονικής και σταθεράς πεζογραφίας. Οι πρώτοι τεχνίται του πεζού λόγου είχον υπερβολικά κοσμήματα· ο Γοργίας ήτο παραπολύ ποιητικός, ο Αντιφών βαρύς, ο Θουκυδίδης δύσκολος. ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΣ ο Χαλκηδόνιος απέφυγε πιθανώς την σειράν ταύτην των σφαλμάτων. Το ύφος του ήτο «μέσον» μεταξύ του πομπικού ύφους του Γοργίου και της οικειότητος του καθ' ημέραν λόγου. Αι κoμψαί και έρρυθμοι αυτού περίοδοι ήρεσκον εις τον Αριστοτέλη. Αλλ' ήτο δικηγόρος, όχι λογoγράφος. Το δε κατόπιν βήμα έκαμεν ο ΛΥΣΙΑΣ. O Λυσίας είχε μεγίστην πελατείαν ως συγγραφεύς λόγων επί της παλινορθωθείσης δημοκρατίας και χωρίς πολλής ρητορικής ή βαθείας γνώσεως των νόμων εφημίζετο ότι σχεδόν πάντοτε εκέρδιζε τας δίκας του. Το ύφος του είναι ύφος κοινού εξύπνου ανθρώπου, ο οποίος λέγει την υπόθεσίν του και αναπτύσσει τα επιχειρήματά του τόσον τιμίως, ώστε οι λόγοι του αντιδίκου να φαίνωνται τεχνητοί και απατηλοί. Εντός των ορίων τούτων ο Λυσίας έχει και τέλειον ύφος· αλλ' είναι και άνθρωπος ολίγης φαντασίας και γνωρίζων ότι αποτείνεται προς δικαστάς, δεν επιτηδεύει κανονικόν λογοτεχνικόν ύφος. Ο ΙΣΑΙΟΣ, βαθύς νομικός και δυνατός εις τα επιχειρήματα, έτι περισσότερον απέχει τοιούτου σκοπού. Ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ηυστόχησεν. Το ύφος της σχολής του — όπου ανεπτύσσοντο νέοι δυνατοί εις τα γράμματα, την φιλοσοφίαν, την ιστορίαν και δυνάμενοι να πραγματευθώσι μεγάλα ζητήματα υπό φιλελεύθερον, πανελλήνιον πνεύμα, — κατά μίαν μεν έποψιν αποτελεί την τελειοποίησιν της αρχαίας πεζογραφίας, κατ' άλλην δε την καταστροφήν εκείνου, όπερ ήτο χαρακτηριστικώτατα αττικόν ή ελληνικόν. Δηλαδή το ύφος του Ισοκράτους είναι λιτόν, ορθόν, εύφωνον, απρόσωπον, αλλ' είναι και το πρώτον ελληνικόν ύφος το δυνάμενον να θεωρηθή άσχημον. Διήρκεσεν από της ημέρας εκείνης μέχρι τούδε, και είναι η βάσις της λατινικής πεζογραφίας και των νεωτέρων. Εθυσίασε τα θέλγητρα της ελληνικής εκφράσεως, την ατομικότητα, την στενήν σχέσιν μεταξύ σκέψεως και γλώσσης, την φυσικότητα του πνεύματος, το οποίον βλέπει τα πράγματα γυμνά και εκφράζει πάντα στοχασμόν διά των κοινοτάτων όρων. Η ροπή του Ισοκράτους ήτο μεγίστη εις όλην την ιδίως λογοτεχνίαν· αλλ' η επιστημονική εργασία και η ζώσα ρητορική εβάδισαν τον δρόμον των, ολίγα διδαχθείσαι παρ' αυτού.
Δεύτερον, οι ρήτορες έχουσι μεγάλην ιστορικήν αξίαν. Πάντες ήσαν Αθηναίοι και πάντες ήκμαζον μεταξύ του 420 και 320 π. Χ. Αι άλλαι περίοδοι και αι άλλαι πόλεις είτ' εστερούντο της παιδείας και της ελευθερίας της αναγκαίας προς άνθησιν πολιτικής ρητορείας, είτε, καθώς συνέβη περί των Συρακουσών, παρημελήθησαν υπό της παραδόσεως. Οι αττικοί ρήτορες είναι η κυρία δι' ημάς πηγή του αττικού νόμου και μας εισάγουσιν εις τα δικαστήρια μεγάλης πόλεως, εις τους νομικούς, τους δικαστάς, τους απατεώνας και τους συκοφάντας, τους ζητούντας να κερδίσωσι πολιτικά κεφάλαια διά της καταμηνύσεως εντίμων πολιτών. Τα αθηναϊκά πινάκια ήσαν ολιγώτερον αηδή ή πολλά μεταγενέστερα ένεκα της ηπιότητος του νόμου και της σχετικής ελλείψεως μεγάλων κακουργημάτων. Το λυπηρότατον φαινόμενον είναι η βάσανος των δούλων μαρτύρων αλλά και επί τούτων η υπερβολική σκληρότης ήτο απηγορευμένη, και πάσα βλάβη δούλου, πρόσκαιρος ή μόνιμος, ετιμωρείτο διά χρηματικής ζημίας. Αλλ' η αθηναϊκή βάσανος θα εφαίνετο πιθανώς παιγνίδιον εις τους μαστιγωτάς της Ρώμης και της νεωτέρας Ευρώπης. Ευτυχώς δε και οι κύριοι των δούλων φαίνεται ότι συχνότερον ηρνούντο να επιτρέψωσι τοιαύτην εξέτασιν, έστω και προς ζημίαν της υποθέσεώς των. Πάντα τα επιχειρήματα σχετίζονται προς την αξίαν ή απαξίαν τοιαύτης μαρτυρίας και προς τους λόγους, διά τους οποίους ο κύριος επέτρεψεν αυτήν ή όχι. Ίσως δε το παραδοξότατον είναι ότι διάδικός τις ζητεί την βάσανον μιας δούλης, όπως υποδείξη ότι ο μη δεχόμενος αντίδικος έχει έρωτα προς αυτήν.
Αλλ' οι ρήτορες έχουσι και άλλην, σπουδαιοτέραν ταύτης σημασίαν. Αι πραγματικαί λέξεις του Δημοσθένους και αυτού του Ισοκράτους περί δεινής τινος περιστάσεως είναι πηγαί γνησιώτεραι πάσης λογοτεχνικής ιστοριογραφίας. Διότι δεικνύουσι ψηλαφητάς τας τότε μεθόδους, τας ιδέας, τας πολιτικάς και ηθικάς αρχάς της δ' εκατονταετηρίδος ή μάλλον θα δείξωσιν αυτάς, όταν μελετηθώσι κάλλιον και κατανοηθώσι. Οι ρήτορες ρίπτουσι φως εις την θρησκείαν, ως ο Λυσίας εν τω Υπέρ τον σηκού λόγω, όπου ο κατηγορούμενος απολογείται διά την εκ του αγρού του εκρίζωσιν ιεράς ελαίας, και ο Υπερείδης εν τω Υπέρ Ευξενίππου· όρος τι εν Ωρωπώ ελέγετο ανήκον εις τον Αμφιάραον, ο δ' Ευξένιππος προσετάχθη υπό του δήμου να εγκατακλιθή εις το ιερόν και να είπη το όνειρόν του· το όνειρόν του ήτο προς όφελος του θεού, ο δε Πολύευκτος έκαμε πρότασιν συμφώνως προς αυτό· αλλ' η εκκλησία του δήμου, παραβλέψασα το όνειρον, απεφάσισεν ότι η πρότασις ήτο παράνομος και εζημίωσε τον Πολύευκτον 25 δραχμάς. Εκείνος ουχί αδίκως οργισθείς, εστράφη κατά του Ευξενίππου και εισήγγειλεν αυτόν «λέγειν μη τα άριστα τω δήμω τω Αθηναίων».
Πολύ φως ρίπτεται και εις την πολιτικήν, ιδίως υπό του Λυσίου εις την πολιτικήν των φατριών μετά την μεταβολήν του 404. Ίνα λάβωμεν έν παράδειγμα, ο σύντομος Κατά των σιτοπωλών λόγος του διαφωτίζει ζωηρότατα την τότε οικονομικήν κατάστασιν και την πονηρίαν των εμπόρων εκείνων, [οίτινες ήσαν μέτοικοι]. Ο δημοκρατικός ηγέτης Άνυτος ήτο σιτοφύλαξ κατά το έτος 388. Διά να κράτηση δε χαμηλήν την τιμήν του σίτου, συνεβούλευσε τους σιτοπώλας, «μη αλλήλοις αντωνείσθαι», να μη διαγωνίζωνται προς αλλήλους αγοράζοντες. Εκείνοι ενωθέντες, ηγόρασαν το όλον. Αλλ' επειδή ο νόμος απηγόρευε ρητώς [μη «πλείω σίτον συμπρίασθαι πεντήκοντα φορμών», κατεμηνύθησαν εις την βουλήν, ήτις παρέπεμψε την υπόθεσιν εις την ηλιαίαν.] Οι σιτοπώλαι ήσαν πανίσχυροι· και βλέπομεν τον Λυσίαν τον μέγαν δημοκρατικόν ρήτορα αγωνιζόμενον να θυσιάση αυτούς και να προασπίση τον Άνυτον.
Εν τέλει, θα ήτο παράλογον ν' αρνηθώμεν ότι η ελληνική ρητορική δεν έχει μόνιμον κάλλος. Οι Φιλιππικοί, οι Ολυνθιακοί, ο Περί του στεφάνου έχουσι τον αέρα εκείνον του αιωνίου μεγαλείου, τον οποίον αποπνέουσι μόνον τα ύψιστα της φαντασίας έργα· Ο Υπερείδης, ο Αισχίνης, ο Ανδοκίδης έχουσιν ύφος διάφορον, αλλά πάντες καταλείπουσι δυνατήν εντύπωσιν. Και συνήθης δε λόγος του Λυσίου πρέπει να τύχη της προσοχής του κόσμου, ως υπόδειγμα του ύφους, της λέξεως εκείνης, ήν ο Διονύσιος ονομάζει «λιτήν και αφελή», δηλαδή έχουσαν πάσαν φράσιν σαφή, χωρίς πλατειασμόν, χωρίς υπερβολήν, χωρίς άλλον διάκοσμον εκτός της φυσικής χάριτος και της οξύτητος της γνησίως αττικής. Βεβαίως δεν είν' έργον τέχνης κατά την αυτήν έννοιαν όπως ποίημα του Σοφοκλέους. Η λογογραφία δ' όμως ήτο τέχνη κατά τούτο, ότι είχε κανόνας και σκοπόν, αλλ' ο σκοπός ήτο να πείση τους δικαστάς, όχι να δειχθή ωραία· ας μη πλανώμεθα εκ του Κικέρωνος και των μεταγενεστέρων περί ρητορικής τεχνοκριτών αυτοί λαλούσι τεχνικώς. Επαινούντες την φιλοπονίαν των μεγάλων, λέγουσιν ότι ο Ισοκράτης ειργάζετο δέκα έτη διά να συνθέση τον Πανηγυρικόν τούτο είνε μεν διδακτικόν, αλλά και αδύνατον ν' αληθεύη, διότι ο Πανηγυρικός αναφέρεται εις ωρισμένην πολιτικήν κατάστασιν, η οποία δεν διήρκεσε δέκα έτη.
Ο τόνος των ρητόρων τούτων διαφέρει εντελώς του τόνου των λοιπών, είτε των μεταγενεστέρων, ως του Διονυσίου, είτε των παλαιοτέρων, ως του Αλκιδάμαντος και του Γοργίου. Πλην του Ισοκράτους, όστις επανειλημμένως ομολογεί ότι είνε διδάσκαλος της ρητορικής και όχι ρήτωρ, ευρίσκομεν την αυτήν περί ρητορικής αρχήν κρατούσαν και τότε, όπως σήμερον, ότι δηλαδή αληθινός λόγος εθεωρείτο ο απαγγελλόμενος και ότι η προπαρεσκευασμένη ή επαγγελματική ρητορική κατεγελάτο· εάν ο Αισχίνης επανελάμβανεν ανόητον του Δημοσθένους φράσιν, έπραττεν όπως θα έπραττε και σημερινός πρακτικός πολιτικός. Εις τους νεωτέρους αναγνώστας φαίνονται τεχνητοί κυρίως οι εις την ευφωνίαν αναφερόμενοι κανόνες της αρχαίας πεζογραφίας. Η αρχαία λογοτεχνία εγράφετο διά ν' αναγνωσθή μεγαλοφώνως και η μεγαλόφωνος αυτή ανάγνωσις παρέχει την κλείδα των κανόνων του ρυθμού και της χασμωδίας, ερμηνεύει δε και πολλά του συστήματος της στίξεως, π. χ την στιγμήν, την σημαίνουσαν εγκαίρως ότι πλησιάζει το τέλος της φράσεως. Σήμερον ημείς ολίγον αισθανόμεθα τον ρυθμόν και ολιγώτερον την χασμωδίαν, ήτοι την άμεσον σύμπτωσιν δύο φωνηέντων, ενώ εξ άλλου κάλλιστα αισθανόμεθα την ομοιοκαταληξίαν. Απεναντίας δε οι Έλληνες δεν απέβλεπον μεν εις την ομοιοκαταληξίαν, αλλ' ησθάνοντο βαθυτάτα τον ρυθμόν και απεστρέφοντο την χασμωδίαν. Η χασμωδία απηγορεύετο απολύτως εν τη στιχουργία. Εν δε τη προσεκτική πεζογραφία απεφεύγετο κατά διαφόρους βαθμούς υπό των πλείστων συγγραφέων μετά τα 380 περίπου π. Χ. Την συνήθειαν ταύτην θεωρείται ότι εισήγαγεν ο Ισοκράτης, ηκολούθησαν δε πάντες οι ιστορικοί και οι φιλόσοφοι και οι λογοτέχναι, και αυτός ο Πλάτων και ο Ξενοφών κατά τους πρεσβυτικούς των χρόνους (288). Οι ρήτορες οι δημοσιεύοντες τα έργα των ησθάνθησαν υποχρέωσιν να φυλάξωσι την επικρατήσασαν συνήθειαν. Βεβαίως κατά τας πραγματικάς συζητήσεις της εκκλησίας τοιαύται λεπτολογίαι δυσκόλως ήσαν κατορθωταί ή αισθηταί, αλλά δημοσιευόμενος λόγος έπρεπε να είχε το τεχνικόν του κτένισμα. Αλλά γραπτός λόγος ήτο κάτι εξαιρετικόν. Οι συνήθεις ρήτορες, ο Καλλίστρατος, ο Θρασύβουλος, ο Λεωδάμας ηρκούντο απλώς εις το λέγειν. Και αυτός ο Δημοσθένης θα είπε δεκαπλάσια των όσα έχει γράψει.
Οι σωζόμενοι λόγοι είναι τριών ειδών. Πρώτον είναι οι λόγοι, τους οποίους έσωσαν οι αγοράσαντες αυτούς πελάται· τοιούτοι είναι οι επτά Υπέρ Απολλοδώρου λόγοι της Δημοσθενείου συλλογής, ο Υπέρ Λυκόφρονος και ο Κατ' Αθηνογένους λόγος του Υπερείδου και πλείστοι των κληρονομικών του Ισαίου. Ομοία είναι και η του Λυσίου Κατηγορία προς τους συνουσιαστάς κακολογιών, όπου ανώνυμός τις καταγγέλλει τον σύλλογον των φίλων — αποσύρεται της λέσχης του, όπως θα ελέγομεν ημείς — διά τον λόγον ότι τον εκακολογούσαν «και τους δοκούντας είναι φίλους αδικούντας» εύρισκε. Αναμφιβόλως θα υπήρχον και άλλαι εκδόσεις της υποθέσεως και ο λόγος της αντιγραφής και κυκλοφορίας του λόγου είναι φανερός [αλλ' η γνησιότης αμφισβητείται]. Και άλλο απόσπασμα του Λυσίου έχει την αυτήν περίπου αρχήν. Το β' μέρος του υπέρ Πολυστράτου λόγου (από της 11 § κεξ.) δεν είναι υπεράσπισις του Πολυστράτου, αλλ' ηθική ικανοποίησις αυτού του λέγοντος, του υιού του εναγομένου.
Κατόπιν έχομεν τα δημοσιεύματα αυτών των ρητόρων, ενίοτε μεν απλά γραπτά φυλλάδια, άλλοτε δε πραγματικούς λόγους, εκδιδομένους εις μόνιμον σχήμα, όπως αναγνωσθώσιν υπό περισσοτέρων. Ο Περί των μυστηρίων του Ανδοκίδου είναι υπεράσπισις του βίου του ρήτορος, άνευ της οποίας δεν θα ηδύνατο ίσως να ζήση εν Αθήναις. Τοιούτοι ήσαν και οι αντίπαλοι Περί του στεφάνου λόγοι. Ο Αισχίνης έχασε την δίκην και την υπόληψίν του· προς υπεράσπισίν του λοιπόν εδημοσίευσεν επιθεωρημένην και βελτιωμένην έκδοσιν του λόγου του, απαντών εις σημεία, τα οποία παρέδραμε κατά την πραγματικήν δίκην. Τούτο παρεκίνησε τον Δημοσθένην, όστις τότε δεν θα έγραφε πλέον, να επιθεωρήση και δημοσιεύση την απάντησίν του. Αλλά πλείστοι των πολιτικών λόγων, καθώς οι Ολυνθιακοί και οι Φιλιππικοί, φαίνονται ότι εδημοσιεύθησαν προς υπεράσπισιν ωρισμένης πολιτικής· είναι δε αξιοσημείωτον ότι εις την δημοσίευσιν κατέφευγον ιδίως οι αντιπολιτευόμενοι, δεν κατέβαινον δε εις αυτήν οι κατέχοντες την εξουσίαν.
Υπάρχουσι περιπτώσεις τινές, όπου σκοπός της δημοσιεύσεως ήτο καθαρώς λογοτεχνικός ή εκπαιδευτικός. Τα λεγόμενα λείψανα του Γοργίου, οι δύο λόγοι του Αλκιδάμαντος και δύο του Ισοκράτους είναι «καθαρά λογοτεχνία». Αι τετραλογίαι του Αντιφώντος είναι παιδευτικά γυμνάσματα έχοντα πολιτικόν σκοπόν. Οι μεγάλοι επιδεικτικοί λόγοι είναι άξιοι καλυτέρας επωνυμίας. Εκφράζουσι το τότε πανελληνικόν αίσθημα και δεν είναι πρακτικοί μόνον διά τον λόγον ότι το διεθνές δίκαιον δεν περιέχει εκτελεστικήν εξουσίαν. Ο Γοργίας διά του Ολυμπιακού του 408 προέτρεπεν εις ωρισμένην πανελληνικήν πολιτικήν εναντίον της Περσίας. Ο Λυσίας κατά τα 388 ανέμειξε τας Αθήνας εις γενναίαν μεν αλλ' αγρίαν προσβολήν κατά του Διονυσίου των Συρακουσών. Μετά δύο δε ολυμπιάδας ο Ισοκράτης έδωκεν εις το Πανελλήνιον το αριστούργημα της πολιτικής κριτικής, τον Πανηγυρικόν. Οι δ' επιτάφιοι οι λεγόμενοι κατ' έτος εις τους εν τω πολέμω πεσόντας ήσαν θρησκευτικοί λόγοι κάπως τυπικοί και σπανίως εδημοσιεύοντο. Το μόνον σωζόμενον γνήσιον παράδειγμα έχει πρακτικόν σκοπόν, την υπεράσπισίν της κατά τα 323 πολεμικής πολιτικής του Υπερείδου. Και αναμφιβόλως ο μη σωθείς Επιτάφιος του Δημοσθένους περιείχεν ομοίαν δικαιολογίαν περί της Χαιρωνείας.
Η δημοσίευσις λοιπόν λόγου τινός εξηρτάτο κυρίως εκ πρακτικών υπολογισμών, ελάχιστα δ' εκ της καλλιτεχνικής αξίας αυτού του λόγου. Η δε διατήρησις των δημοσιευθέντων ήτο κατά μέγα μέρος ζήτημα τύχης. Η πολλή ζήτησις και περισυλλογή βιβλίων δύναται να χρονολογηθή αδρομερώς από της ιδρύσεως της Αριστοτελικής Σχολής κατά τα 335 π. Χ. Οι Περιπατητικοί έδωσαν την αρχήν εις την Σχολήν της Αλεξανδρείας. Εκείνοι ανεζήτησαν άξια λόγου βιβλία, καθώς ηρεύνησαν ιστορικά και φυσικά γεγονότα, Όπως καταλέξωσι και μελετήσωσιν αυτά. Καίτοι δε ο Αριστοτέλης μικράν πιθανώς απέδιδε σημασίαν εις τα έργα του Δημοσθένους και του Υπερείδου ή και του Λυσίου, το παράδειγμα το οποίον είχε δώσει, εξησφάλισε κάπως την διατήρησιν παντός χειρογράφου κυκλοφορουμένου υπό γνωστόν όνομα. Αυτή η ιδέα των μεγάλων βιβλιοθηκών του επομένου αιώνος ουδέποτε θα εγεννάτο, αν μη υπήρχον ήδη μεγάλαι βιβλιοθήκαι και διαδεδομένος ζήλος προς συντήρησιν βιβλίων (289).
Κανών αγνώστου αρχής — όν έσωσε Καικίλιος ο Καλακτίνος, αλλ' ουχί και ο
σύγχρονος αυτού Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — καταλέγει δέκα κατ' εξοχήν
Αττικούς ρήτορας· ήτοι Αντιφώντα, Ανδοκίδην, Λυσίαν, Ισοκράτην, Ισαίον,
Λυκούργον, Αισχίνην, Υπερείδην, Δημοσθένη και Δείναρχον. Ο αυθαίρετος ούτος
κατάλογος ώριζε τίνας ρήτορας έπρεπε ν' αναγινώσκωσιν οι μαθηταί των τότε
Σχολών (του α' μ Χ. αιώνος) και, εννοείται, επέδρασεν εις την κατόπιν παράδοσιν.
Πλην των εν αυτώ περιλαμβανομένων εσώθησαν μόνον έν σπουδαίον απόσπασμα
του Αλκιδάμαντος Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων ή Περί
σοφιστών καί τινα ύποπτα παίγνια, Jeu d' esprit, Οδυσσεύς υπό του
αυτού, Αίας και Οδυσσεύς υπό του κυνικού Αντισθένους, Ελένης
εγκώμιον και Παλαμήδης υπό του Γοργίου. Τούτων η γνησιότης δεν
είναι απίθανος, αλλ' έχουσι σχεδόν μόνον αρχαιολογικήν αξίαν. Ευτυχώς και άλλων
ρητόρων εσώθησαν λόγοι, σφαλερώς αποδοθέντες εις τους δέκα. Ούτω π.χ. εν τη
Δημοσθενείω συλλογή ο μεν Κατά Νεαίρας είν' έργον ευφυούς Αθηναίου,
όστις είχεν ασφαλείς ειδήσεις, ο δε Περί Αλοννήσου είναι πιθανώς έργον
του Ηγησίππου.
Περί του ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ ολίγα είναι γνωστά πλην των υπό του Θουκυδίδου λεγομένων, άπερ εμνήσθημεν ανωτέρω. Ο Αντιφών ειργάσθη όλην του την ζωήν παρασκευάζων το πραξικόπημα του 411. Ειργάσθη εκθύμως υπέρ αυτού, και απέθανε χάριν αυτού, η δε περί τούτου απολογία του κατά τον Θουκυδίδην ήτο η αρίστη μέχρι του καιρού εκείνου. Του Αντιφώντος σώζονται τρεις πραγματικοί λόγοι και τέσσαρες τετραλογίαι. Αύται δε είναι ασκήσεις εις το λέγειν και δεικνύουσι τον αρχηγόν των πιεζομένων αριστοκρατικών γυμνάζοντα τους φίλους του εις τους δικανικούς αγώνας, καθ' ούς κατά τον Θουκυδίδην αυτός «πλείστα ωφέλει». Λαμβάνει μίαν φανταστικήν υπόθεσιν μετά των ολιγίστων δυνατών μαρτυριών και λεπτομερειών και παρέχει δύο σκελετούς λόγων διά την κατηγορίαν και δύο διά την υπεράσπισιν. Τα παίγνια ταύτα, αν λάβωμεν υπ' όψιν την δυσκολίαν του πράγματος, είν' εύμορφα. Τα επιχειρήματα κατ' ανάγκην δεν είναι αναντίλεκτα και πολλάκις είναι σοφιστικά, αλλά δεν ηδύναντο να είναι διαφορετικά, αφού πραγματική μαρτυρία ήτο εναντία των κανόνων. Ουδέ περιέχουσι λεπτά νομικά επιχειρήματα· διότι ο εν ταις τετραλογίαις υποτιθέμενος νόμος δεν είναι ο αττικός, αλλά σύστημά τι κοινής λογικής. Ίσως ο Αντιφών, όπως πολλοί του κόμματός του, προσεπάθει πράγματι να διδάξη περισσότερον τους αριστοκρατικούς των υπό τας Αθήνας πόλεων παρά τους συμπολίτας του. Οι δε πραγματικοί του λόγοι αναφέρονται και οι τρεις εις φονικάς δίκας· τούτων άριστος είναι ο υπέρ του Μυτιληναίου, του κατηγορουμένου ότι είχε φονεύσει τον συνταξειδιώτην του Ηρώδην. Ο πρώτος λόγος, η κατηγορία φαρμακείας κατά μητρυιάς πραγματεύεται υπόθεσιν τραγικωτάτην. Ο Φιλόνεως επρόκειτο να καταστήση δημοσίαν μίαν δούλην, η οποία τον ηγάπα· άλλη θέλουσα ν' απαλλαγή του ανδρός της, παρέπεισε την δούλην να ποτίση τους δύο άνδρας, δειπνούντας εντός καπηλείου του Πειραιώς, ποτόν, όπερ έλεγεν ερωτικόν φίλτρον· αλλά και οι δύο απέθανον. Η δούλη ομολογήσασα ετροχίσθη, τότε δ' εδικάζετο η αληθινή ένοχος, κατηγορουμένη υπό του προγόνου της (290).
Ο ΑΝΔΟΚΙΔΗΣ, υιός του Λεωγόρου, της οικογενείας των ιερών κηρύκων, παραδίδεται εις ημάς ως άνθρωπος δυνατός, επιχειρηματικός και παράφορος ένεκα των καταδιώξεων. Κατά τας φοβεράς ημέρας του δράματος των Ερμοκοπιδών (415) ο Ανδοκίδης ήτο μεταξύ των 300, τους οποίους κατηγόρησεν ο Διοκλείδης, και, αντιθέτως προς τους πλείστους, ήτο κατά τινα έποψιν αθώος του εγκλήματος. Τούτο ήτο απλώς έργον μερικών αθρήσκων νέων, εταίρων αυτού, οίτινες πιθανώς εύρισκον τους Ερμάς γελοίους και ασέμνους. Ο Ανδοκίδης, διά να σταματήση τον κοινόν πανικόν και να προλάβη πιθανήν καταδίκην αθώων, κατέδωκε τους δράστας υπό τον όρον ν' απολυθή αυτός· αλλά τούτο είναι διάβημα εξ εκείνων, τα οποία ουδέποτε συγχωρούνται τελείως. Αν και απελύθη, εξωρίσθη διά ειδικού ψηφίσματος αποκλείοντος της αγοράς και των ιερών «τους ασεβήσαντας και ομολογήσαντας». Τα επόμενα δώδεκα έτη επέρασεν εμπορευόμενος ριψοκίνδυνος και προσπαθών αδιακόπους να επανέλθη εις τας Αθήνας. Την πρώτην απόπειραν έκαμε κατά τα 411, αφού έλαβεν άδειαν υλοτομίας παρά του Αρχελάου του Μακεδόνος και επώλησεν άνευ κέρδους ξύλα χάριν του αθηναϊκού στόλου. Αλλ' εξωρίσθη και πάλιν αμέσως. Η δευτέρα επιστροφή ήτο η αφορμή του Περί της εαυτού καθόδου λόγου, συνέβη δε μετά τα 410, ότε προσεπάθησεν εκ Κύπρου να πέμψη σιταγωγά πλοία προς ανακούφισιν της εν Αθήναις σιτοδείας. Επανήλθε τέλος μετά του Θουκυδίδου και άλλων εξορίστων, πολιτικών και εγκληματιών, μετά την αμνηστίαν του 403. Τότ' εδαπάνησεν αφειδώς εις τα δημόσια και διέφυγε την καταδίωξιν μέχρι του 399, ότε μεταξύ άλλων ο διαβόητος Μέλητος κατηγόρησεν αυτόν επί ασεβεία, ανακινών το παλαιόν σκάνδαλον του 415 και προσάπτων εις αυτόν βεβήλωσιν των μυστηρίων. Ο Ανδοκίδης ηθωώθη. Ο λόγος του φέρει το όνομα της κατηγορίας, αλλ' ο κύριος του λέγοντος σκοπός είναι πράγματι να παραστήση όπως αυτός ήθελε την νεανικήν εκείνην πράξιν, διά την οποίαν επί τόσον καιρόν κατεδιώκετο. Ο τρίτος λόγος Περί της προς Λακεδαιμονίους ειρήνης (390) απέτυχε του σκοπού του και προφανώς εδημοσιεύθη κατόπιν προς δικαιολογίαν της ειρηνικής του ρήτορος πολιτικής (291).
Ο ΛΥΣΙΑΣ εγεννήθη πιθανώς περί τα 450, αλλά τα σωζόμενα έργα του αναφέρονται μόνον εις την από 403 μέχρι380 περίοδον. Ο Συρακόσιος πατήρ του Κέφαλος, γνωστός εις ημάς εκ της θελκτικής εικόνος της Πολιτείας του Πλάτωνος, προσεκλήθη εις τας Αθήνας υπό του Περικλέους, απέκτησε δε πολλάς οικίας και μέγα οπλοποιείον εν Πειραιεί. Δεκαπενταέτης ο Λυσίας απήλθεν εις Θουρίους, κατά δε τα 412 μετά την καταστροφήν της εις Σικελίαν εκστρατείας έπαθε πρώτην φοράν χάριν των Αθηνών. Εξωσθείς εκ της Ιταλίας, επανήλθεν εις τας Αθήνας και εξηκολούθησε το έργον του πατρός του μετά του αδελφού του Πολεμάρχου. Αλλ' έγραφε και λόγους προς τέρψιν και πιθανώς εδίδασκε ρητορικήν. Λέγεται δε ότι ως διδάσκαλος δεν επετύγχανεν όσον άλλοι και ο Ισοκράτης· τούτο δεν είναι άπορον, εάν ο Ερωτικός, ο αποδιδόμενος εις αυτόν υπό του Πλάτωνος εν τω Φαίδρω, ο σωζόμενος μεταξύ των έργων του Επιτάφιος είναι γνήσια δείγματα του επιδεικτικού του ύφους (292).
Τω 404 τα κατά τον Λυσίαν ήλλαξαν. Οι τριάκοντα τύραννοι επεδόθησαν εις την λήστευσιν των μετοίκων, ήτοι των πλουσίων ξένων. Τότε ο Λυσίας και ο αδελφός του συνελήφθησαν· και ο μεν Λυσίας διέφυγεν, ο δε Πολέμαρχος εθανατώθη· όση δε περιουσία των ευρέθη, εδημεύθη· αλλά προφανώς όχι όλη· διότι ο Λυσίας, ριφθείς μετά ζέσεως εις τον υπέρ των δημοκρατικών αγώνα, ηδυνήθη να χορηγήση 200 ασπίδας, 2000 δραχμάς και ισχυράν έμμεσον υποστήριξιν. Μετά την παλινόρθωσιν του Δήμου ο Λυσίας έγινε δεκτός ως πολίτης κατά πρότασιν αυτού του Θρασυβούλου. Τότε είπε την μόνην σωζομένην δημηγορίαν του, αντικρούων Φορμίσιόν τινα προτείναντα όπως η ψήφος περιορισθή εις τους έχοντας οικίαν ή αγρόν (293). Η πολιτική του Φορμισίου θα ήτο η του Θουκυδίδου, του Ισοκράτους, του Θηραμένους, και, εννοείται, η του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους. Αλλ' ο Λυσίας ήτο απροκάλυπτος οχλοκρατικός. Τότε δε ήτο και πτωχός και η εις τους πολίτας εγγραφή αυτού επολεμήθη ως παράνομος σχεδόν αμέσως, κατεψηφίσθη δε κατά πρότασιν του δημοκρατικού Αρχίνου, όστις συνεπολέμησε μετά του Θρασυβούλου, αλλ' ετάσσετο μετά των μετρίων. Ούτως ο Λυσίας απεκλείσθη από πάσης αμέσου πολιτικής φιλοδοξίας, αλλ' ανέκτησε την περιουσίαν του και έπραξεν αρκετά υπέρ του κόμματός του, αδιακόπως δικηγορών. Μετά την έξωσιν των τριάκοντα τυράννων κατά τα 403, ότε τα ποικίλα κόμματα δεν εγνώριζον καλώς τας δυνάμεις των και είχον αποκάμει εκ του αγώνος, εψηφίσθη αμνηστία, περιλαμβάνουσα πάντας πλην αυτών των τυράννων και επιτρέπουσα και εις αυτούς ή να φύγωσιν εκ της πόλεως ή να δικασθή έκαστος διά τας ατομικάς του πράξεις. Ότε οι άκροι δημοκρατικοί ενόησαν τας δυνάμεις των, μετεμελήθησαν διά την αμνηστίαν καί τινες των κυριωτέρων λόγων του Λυσίου είναι απόπειρα προς ματαίωσιν αυτής. Ούτως εν τω Κατά Ερατοσθένους, όστις ήτο είς των τριάκοντα, εζήτησε δε να δικασθή συμφώνως προς την αμνηστίαν, ήτοι μόνον δι' όσα αυτός είχε πράξει, ο Λυσίας επιμένει εις την αλληλεγγύην των τυράννων. Ο Ερατοσθένης είχεν αναμειχθή εις την σύλληψιν του Πολεμάρχου, αλλ' όχι και εις την θανάτωσιν αυτού· ουδέν δε άλλο υπήρχε κατ' αυτού και φαίνεται ότι ηθωώθη.
Ο δε Κατ' Αγοράτου λόγος υποστηρίζει κάτι περίεργον περί της αμνηστίας. Ο Αγόρατος ενήργει ως μηνυτής κατά τα 405 και 404 και ψευδώς ηξίωσεν αμοιβήν ως φονεύσας τον Φρύνιχον· τούτο λοιπόν αποδεικνύει, ισχυρίζεται ο Λυσίας, ότι υπήρξε δημοκρατικός· επειδή δε η αμνηστία εδόθη υπό του Δήμου προς τους ολιγαρχικούς, δεν εφαρμόζεται μεταξύ δύο δημοκρατικών. Κατά παρόμοιον κομματικόν τρόπον κατηγορεί ο Λυσίας τον ομώνυμον υιόν του Αλκιβιάδου. Όλον το έγκλημα του νέου ήτο, ότι [αδοκίμαστος] υπηρέτησεν εις το ιππικόν αντί του πεζικού, είναι δε δύσκολον να εύρη τις συγγνωστότερον αδίκημα. Αλλ' η μνήμη του πατρός επείραζε τους άκρους δημοκρατικούς· όθεν ο Λυσίας έγραψε δύο χωριστούς λόγους, πρώτον τον Κατά Αλκιβιάδου λιποταξίου, κατηγορών ότι ελιποτακτήσεν ο νέος, και δεύτερον τον Κατά Αλκιβιάδου αστρατείας, κατηγορών ότι δεν προσήλθεν εις την [πεζήν] στρατείαν! Μετά τους λόγους τούτους και τον Κατά σιτοπωλών και την εξαιρετικώς άδικον Κατ' Ευάνδρου κατηγορίαν είναι δύσκολον ν' αθετήσωμεν ως νόθα άλλα μέρη της Λυσιακής συλλογής λόγω «του συκοφαντικού των τόνου»!
Ο Λυσίας επαινείται ιδίως υπό των αρχαίων ότι ενεβάθυνεν εις τον χαρακτήρα εκάστου πελάτου και προσήρμοζε τον λόγον τοιουτοτρόπως, ώστε να φαίνεται φυσικός και όχι αγοραστός. Και είναι πιθανόν ότι η τοιαύτη συμπάθειά του ήτο μεγάλη, αλλ' ουχί απεριόριστος. Ούτως ο Λυσίας δεν ηδύνατο να φαντασθή τίμιον ολιγαρχικόν. Αναλαμβάνων να ομιλήση υπέρ ενός τοιούτου εν τω 25 λόγω, τον παριστάνει κυνικώς ομολογούντα ότι άλλοτε μεν ήτο ολιγαρχικός χάριν του συμφέροντός του, αλλ' ήδη είναι δημοκρατικός, χωρίς να παραβή τον νόμον!
Κάλλιστα γράφει υπέρ των πελατών, των ανηκόντων εις το μέτριον κόμμα, καθώς ήτο ο Μαντίθεος, ο οποίος είχεν ενοχλήσεις εκ μέρους των συκοφαντών, επίσης δε ωραιότατα κατά της μανίας της δημεύσεως των περιουσιών, η οποία εχαρακτήριζε τους χειρίστους αντιπροσώπους των άκρων (18, 19). Ο δε Υπέρ του αδυνάτου, ήτοι αναπήρου, του οποίου το δικαίωμα της συντάξεως διεφιλονικήθη, ευαρεστεί διά την υπέρ των απόρων συνηγορίαν. Φαίνεται δ' ότι ο άπορος δεν επλήρωσε διά τον λόγον· αλλά και αν επλήρωσε κανείς άλλος, η προσοχή του Λυσίου φανερώνει αληθινήν συμπάθειαν. Καθόλου δε, διεξερχόμενοι τους σωζομένους 34 πλήρεις οπωσδήποτε λόγους — οι αρχαίοι είχον 425, των οποίων 233 εθεωρούντο γνήσιοι! — και τα ουκ ολίγα αποσπάσματα, αναλογιζόμενοι δε ότι ο Λυσίας έγραφεν ως δικηγόρος συνεχώς επί 25 έτη, φρονούμεν ότι εξέρχεται αδιάπτωτος εκ της όλης δοκιμασίας. Αλλά δεν είναι παράδοξον ότι απήρεσκεν εις τον Πλάτωνα, αφού ήτο τύπος δεξιού πρακτικού ανθρώπου, ήτο άκρατος δημοκρατικός, και προ πάντων ελοιδόρησε σκαιώς τον Σωκρατικόν Αισχίνην (απόσπ. 1). Ο φιλόσοφος εκείνος εδοκίμασε να ζήση καθώς ο Σωκράτης άνευ χρημάτων, δεχόμενος διά τας ολίγας του ανάγκας μόνον τα εκούσια δώρα των φίλων και των μαθητών του. Δυστυχώς όμως έπεσεν εις ημέρας πονηράς· οι φίλοι του δεν εξετίμησαν το κήρυγμά του και οι γείτονές του ήλλαξαν οικίας, διά ν' αποφύγωσιν αυτόν· τέλος κατεδιώχθη διά τα χρέη του και κατήντησε να λάβη «Ερμαίου του μυροπώλου την γυναίκα, εβδομήκοντα έτη γεγονυίαν» {seventy years old} και να γίνη μυροπώλης αυτός! Ο λόγος θα ήρεσεν εις τους δικαστάς, αλλ' όχι και εις τον Πλάτωνα. Ακόμη οι ολιγώτερον ηδύνατο να του αρέση η θορυβώδης επιτυχία του Ολυμπιακού λόγου, ότε ο Λυσίας εξεδικήθη διά την υποδούλωσιν των Συρακουσών, καλέσας πάντας τους Έλληνας να εκστρατεύσωσι κατά του Διονυσίου — όπερ η Ελλάς ουδέποτε εσκέπτετο να κάμη — και προτρέψας το πλήθος να καύση και να συλήση τας σκηνάς της πρεσβείας του τυράννου, όπερ απεπειράθη πράγματι το πλήθος. Η πράξις αυτή θα κατεβίβασε την υπόληψιν των Αθηνών αλλ' είναι πολύτιμος δι' ημάς, επειδή αποκαλύπτει τον αληθινόν Λυσίαν, τον περιπίπτοντα εις εμπάθειαν και αδιακρισίαν κάτωθεν του μανδύου εκείνου της λεπτότητος και της ηρεμίας και της «αψόγου στάσεως», τον οποίον φορεί κατά τους λόγους (294).
Και ο ΙΣΑΙΟΣ, καθώς ο Λυσίας, ήτο ξένος, εκ Χαλκίδος, αλλ' αντιθέτως προς αυτόν, απεδέχθη ησύχως τον εκ της πολικής αποκλεισμόν του. Τούτου έχομεν δέκα πλήρεις λόγους και μεγάλα αποσπάσματα άλλων δύο. Πάντες είναι κληρονομικοί και δυνατοί· καίτοι αληθεύει η αρχαία κρίσις, ότι «Λυσίας μεν και υπέρ αδίκων έπειθε λέγων, Ισαίος δε και υπέρ αγαθών λέγων ύποπτος ην». Οι σωζόμενοί του λόγοι ανάγονται εις την από 390 μέχρι 340 π. Χ. περίοδον (295).
Η εκατονταετηρίς του βίου του Ισοκράτους εκτείνεται διά μέσου σπουδαιοτάτων
γεγονότων της ελληνικής ιστορίας από Περικλέους μέχρι Αλεξάνδρου. Ο Ισοκράτης
ήτο υιός πλουσίου αυλοποιού και είχε τας ιδέας της ανεπτυγμένης μεσαίας τάξεως·
εσχετίζετο στενώς προς τον Θηραμένη, τον μέγαν ρήτορα και ηγέτην των
μετριοπαθών, και τον διάδοχον εκείνου Αρχίνον, τον αποκρούσαντα τον Λυσίαν·
ηγάπα ενθουσιωδώς τα γράμματα· ήκουσε δε του Πρωταγόρου, του Προδίκου και
του Σωκράτους· γέρων ήδη, ελάλει υπερηφάνως περί των μαθητικών του χρόνων
και δύναται να λεχθή ότι επέρασεν όλην του την ζωήν εντός του σχολείου, ως
μαθητής και ως διδάσκαλος. Ουδέποτε απέβλεψεν εις το πολιτικόν στάδιον, αι δε
θεωρίαι του δεν ήσαν δημοτικαί. Ήτο εξαιρέτως ευσυνείδητος· η συστολή του και
κατά το γήρας του διεσκέδαζε τους μαθητάς του· αλλ' όμως κατά το τέλος του
πολέμου, αφού ο πατήρ του απέθανε, και καθώς οι πλείστοι, ευρέθη και αυτός
άνευ χρημάτων, ηναγκάσθη να ζήση εκ της πνευματικής του εργασίας. Ευθύς ως
επήλθεν ειρήνη και ηδύνατο ν' αφήση τας Αθήνας, απήλθεν εις την Θεσσαλίαν και
εδιδάχθη παρά του μεγάλου Γοργίου, πράγμα τολμηρότατον, αφού ήτο άνθρωπος
πτωχός — εάν δεχθώμεν τον περί της απληστίας των σοφιστών μύθον. Αλλά
πιθανώτατα ο γέρων σοφιστής ήτο πρόθυμος να διδάξη μαθητήν επιμελή και
αμισθί.
Επανήλθεν εις τας Αθήνας περί τα 400 π. Χ. ως συγγραφεύς λόγων και διδάσκαλος της ρητορικής. Το δεύτερον επάγγελμα δεν θα ήτο τότε προσοδοφόρον, αλλά το πρώτον ήτο. Κατά δε μαρτυρίαν του Αριστοτέλους (296) οι τότε βιβλιοπώλαι περιέφερον «δέσμας πάνυ πολλάς δικανικών λόγων Ισοκρατείων». Αλλά και αυτός ο Ισοκράτης θ' απεδοκίμαζε τα πρωτόλεια εκείνα. Σχολήν ρητορικής ίδρυσε το πρώτον εν Χίω, ουχί εν Αθήναις, πιθανώς κατά τα 393, ότε μετά νίκας του Κόνωνος η Χίος επανήλθεν εις την αθηναϊκήν συμμαχίαν. Ο Κόνων ήτο φίλος του Ισοκράτους και ίσως του έδωκε διοικητικήν τινα θέσιν εις την νήσον εκείνην, ήτις υπήρξεν επί μακρόν ονομαστή διά τους καλούς της νόμους και την ειρηνικήν ζωήν. Συγγραφή λόγων δικανικών προφανώς δεν επετρέπετο εις διοικητικόν λειτουργόν, ίσως δε ουδέ εις Αθήναιον πολιτικόν, αλλ' η διδασκαλία δεν θα ήτο απηγορευμένη. Ο Ισοκράτης είχεν εν τη Χίω εννέα μαθητάς και εθεμελίωσε την φήμην του ως έξοχος διδάσκαλος. Ότε δ' επέστρεψεν εις τας Αθήνας (391) δεν έγραφε δικανικά. Ίδρυσε σχολήν όχι απλώς ρητορικής, αλλά καθώς ωνόμαζεν αυτήν, της φιλοσοφίας.
Τι ήτο η φιλοσοφία του, δεν εκφράζουσι σαφώς ούτε ο Κατά των σοφιστών, όστις αποτελεί περίληψιν του συστήματός του, ούτε η εξεζητημένη εκείνη υπεράσπισις του βίου και των ιδεών του, ο Περί αντιδόσεως. Η φιλοσοφία του Ισοκράτους δεν ήτο ό,τι συνήθως καλείται τοιουτοτρόπως, δηλαδή παράδοξος μεταφυσική, ή καθαρά λογομαχία ή η απόλυτος εκ των προτέρων περί παντός γνώσις, όσα πολλοί προσφέρουσιν ευθηνά προς κατανάλωσιν, αλλ' ουδείς αληθώς κατέχει. Ουδέ ήτο μόνον απλή δεξιότης είτε προς συγγραφήν δικανικών λόγων, όπως η του Λυσίου, είτε προς αυτοσχεδιασμόν, ως η του Αλκιδάμαντος. Ο Ισοκράτης φιλοσοφίαν εννοεί ό,τι ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας, δηλαδή πρακτικήν καλλιέργειαν όλου του πνεύματος, ενίσχυσιν του χαρακτήρος, σχηματισμόν ορθής κρίσεως και ανάπτυξιν τελειοτάτην του υψίστου των ανθρωπίνων αγαθών, της γλώσσης. Θέλει τον φιλόσοφον ερασιτεχνικόν γνώστην πολλών θεμάτων, ιστορίας, διαλεκτικής, μαθηματικών, της τότε πολιτικής καταστάσεως της Ελλάδος, και τέλος της λογοτεχνίας. Καθόλου ο Ισοκράτης ήτο πολύ φιλοσοφικώτερος και λογικώτερος των τότε συνήθων ρητόρων και πολύ πρακτικώτερος και συνετώτερος των τότε φιλοσόφων· διαρκώς παρεπονείτο ότι και οι φιλόσοφοι και οι πρακτικοί άνθρωποι παρέβλεπον την ιδικήν του μέσην οδόν και ότι οι πολλοί δεν τον εννοούσαν. Ο Πλάτων σαφέστατα τον επικρίνει δις. Εν τω Φαίδρω (βλ. ανωτ. σελ. 305) Λέγει [σ. 378 Ε] «νέος έτι Ισοκράτης», αλλά προτιμητέος των κοινών ρητόρων. Εν δε τω επιλόγω του Ευθυδήμου (297)] ο Κρίτων αναφέρει τους κατά του Σωκράτους ψόγους ανωνύμου τινός ανδρός, ερωτώμενος δε ποίος ούτος, λέγει [305 β] Ήκιστα νη τον Δία ρήτωρ, ουδέ οίμαι πώποτ' αυτόν επί δικαστήριον αναβεβηκέναι· αλλ' επαΐειν αυτόν φασι περί του πράγματος». { " Not a philosopher, not a speaker." Crito doubts if he has ever been into a law-court; but he understands the art of speech, and writes wonderfully. } — «Ήδη μανθάνω» απαντά ο Σωκράτης . . . «ούτοι γαρ εισι μεν, ω Κρίτων, ούς έφη Πρόδικος μεθόρια φιλοσόφου τε ανδρός και πολιτικού, οίονται δ' είναι πάντων σοφώτατοι ανθρώπων . . . ει μεν ουν η φιλοσοφία αγαθόν έστι και η πολιτική πράξις, προς άλλο δε εκατέρα, ούτοι δε αμφοτέρων μετέχοντες τούτων εν μέσω εισίν, ουδέν λέγουσιν· αμφοτέρων γαρ εισι φαυλότεροι». { "he is what Pro- dicus used to call a Boundary Stone, half philosopher and half practical statesman. The Boundary Stones believe themselves to be the wisest people in the world; but probably are not so. For practical statesmanship may be the right thing, or philosophy may be the right thing, or conceivably both may be good, though different. But in none of these cases can that which is half one and half the other be superior to both. Perhaps in our friend's eyes both are positively bad?" } Η προς τον Ισοκράτην ομοιότης είναι αναμφισβήτητος. Αλλ' ο Ισοκράτης είχεν εύκολον απάντησιν· ότι και ο πρακτικός πολιτικός και ο φιλόσοφος είναι μονομερείς· ο πρώτος χρειάζεται παιδείαν και ανάπτυξιν της φαντασίας, ο δε άλλος αποβάλλει την αντίληψιν της πραγματικής ζωής. Η τοιαύτη απάντησις εξηγεί την επιτυχίαν του Ισοκράτους. Η σχολή του απέβη τω όντι Πανεπιστήμιον της Ελλάδος· διότι παρείχεν ευρείαν παίδευσιν εις τους μη θέλοντας να γίνωσιν ειδικοί μαθηματικοί ή αποκλειστικοί φιλόσοφοι. Πάντες οι άριστοι της επομένης γενεάς εξήλθον εκ της σχολής του — οι πολιτικοί Τιμόθεος και Λεωδάμας, ο τραγικός Θεοδέκτης, οι ιστορικοί Έφορος και Θεόπομπος, οι ρήτορες Ισαίος, Λυκούργος, Αισχίνης, Υπερείδης και πλείστοι άλλοι. Ο Αλεξανδρεύς Έρμιππος έγραψε κατόπιν βιβλίον όλον *Περί των Ισοκράτους μαθητών.
Ολίγον ίσως μετά την ίδρυσιν της σχολής έγραψε κατά τον τρόπον του Γοργίου δύο ελαφρά γυμνάσματα σωθέντα, τον Βούσιριν, όπου υπερασπίζει τους Σωκρατικούς, και την ωραίαν Ελένην, όπου ευφυώς ομιλεί περί των φιλοσόφων. Το περί κάλλους χωρίον της Ελένης (54-58) είναι σχεδόν Πλατωνικόν κατά το ύφος και την χάριν. Αλλ' αριστούργημά του είναι ο Πανηγυρικός, όν έγραψε χάριν της πανηγύρεως της κατά την εκατοστήν Ολυμπιάδα, (380 π. Χ.). Εκτός της μεγαλοπρεπείας της λέξεως δεικνύει αρετάς μεγάλου δημοσιολόγου. Περιλαμβάνει δηλαδή σαφή έκθεσιν της συγχρόνου ιστορίας και της τότε καταστάσεως της Ελλάδος και θαυμασίαν δικαιολογίαν των Αθηνών και επίκλησιν προς τους Πανέλληνας υπέρ ανανεώσεως της συμμαχίας. Κατ' αλήθειαν δεν είναι ίσος προς πάντας τους Έλληνας· π.χ. ο τόνος των παραγράφων 122-132 δεν θα ήρεσεν εις τους Λακεδαιμονίους, αλλά θα συνεκίνησε τους νησιώτας. Μετά δύο έτη 70 πόλεις, ηγουμένης της Χίου, προσετέθησαν εις την Αθηναϊκήν συμμαχίαν και ο Ισοκράτης συνώδευσεν επί δύο έτη τον στρατηγόν Τιμόθεον αναλαβόντα να οργανώση τας συμμαχίδας νήσους και τας επιθαλασσίας πόλεις. Τότε φαίνεται ότι έγινε ξένος του Ευαγόρου, του βασιλέως της εν Κύπρω Σαλαμίνος, όστις εμάχετο σχεδόν μόνος επί οκτώ έτη κατά των Περσών. Η Κύπρος ήτο το μεθόριον μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων, και παν προς τα εμπρός βήμα του Ευαγόρου ήτο πρόοδος του πολιτισμού και της ελευθερίας, πάσα δε υποχώρησις ήτο επικράτησις βαρβαρικών νόμων και εθίμων. Το θέαμα τούτο αφήκε κέντρον διαρκές εις την ψυχήν του Ισοκράτους. Τω 374 ο Ευαγόρας ηττήθη και εφονεύθη, τον διεδέχθη δε ο υιός του Νικοκλής. Ο Ισοκράτης έγραψε τότε τον Προς Νικοκλέα, παρακινών αυτόν ενθουσιωδώς και δεξιώς ν' αναδειχθή άξιος του ελληνικού ονόματος βασιλεύς, τον Νικοκλέα, δημηγορίαν του βασιλέως ζητούντος παρά των Κυπρίων πρόθυμον υπακοήν, και τον Ευαγόραν, το πρώτον, ως λέγεται, εγκώμιον όπερ εγράφη περί συγχρόνου ανδρός.
Εν τω μεταξύ η εν Ελλάδι πολιτική κατάστασις μετεβλήθη. Η κατά των Λακεδαιμονίων συμμαχία των Αθηναίων και Θηβαίων ενίσχυσε μεν υπερβολικά τας Θήβας, αλλ' εξησθένισε τας Αθήνας παραπολύ. Το αντιθηβαϊκόν ρεύμα, όπερ ήτο ανέκαθεν εν Αθήναις ισχυρόν, απέβη βαθμηδόν ακατάσχετον· η πρώτη ρήξις φαίνεται ότι επήλθε κατά τα 373, ότε αι Θήβαι κατέστρεψαν αίφνης τας Πλαταιάς. Η μικρά πόλις ήτο λόγω σύμμαχος των Θηβών, αλλ' ουδέποτε φίλη· ώστε η συνθήκη επεδέχετο διαφόρους ερμηνείας. Οι απομένοντες κάτοικοι αυτής κατέφυγον εις Αθήνας, ζητούντες βοήθειαν προς επάνοδον εις την πατρίδα· αλλά τοιαύτη βοήθεια θα εσήμαινε ρήξιν των Αθηνών προς τας Θήβας και συμμαχίαν μετά της Σπάρτης. Διά του Πλαταϊκού ο Ισοκράτης συνηγορεί θερμώς υπέρ των Πλαταιών, αλλ' ο λόγος, εννοείται, ήτο πολιτική μελέτη. Πραγματικοί ρήτορες ήσαν υπέρ των Πλαταιών μεν και της Σπάρτης ο Καλλίστρατος, υπέρ δε των Θηβών ο μέγας Επαμεινώνδας. Τω 366 ο Ισοκράτης έγραψε και πάλιν υπέρ της αυτής πολιτικής. Αι Θήβαι μετά το περί Λεύκτρα τρόπαιον αποκαταστήσασαι την ανεξαρτησίαν της Μεσσήνης, εζήτουν την αναγνώρισιν αυτής ως ένα των όρων της ειρήνης. Πολλοί των συμμάχων των Λακεδαιμονίων ήθελον ειρήνην αντί πάσης θυσίας· η απελευθέρωσις της πολυπαθούς Μεσσήνης δεν έβλαπτεν αυτούς, εξήγειρε δε τον ενθουσιασμόν όλης της Ελλάδος, όν εξέφραζεν ο Αλκιδάμας εν τω *Μεσσηνιακώ. Αλλ' η Σπάρτη ουδέποτε θα ησύχαζεν, αν παρεχώρει το ευφορώτατον μέρος των κτήσεών της και είχεν εχθρούς γείτονας τους τέως υπηκόους. Αφήκε λοιπόν τους συμμάχους της να συνάψωσιν ειρήνην χωριστά. Ο δε Ισοκράτης γράψας τον Αρχίδαμον, ως δημηγορίαν του βασιλέως τούτου, υποστηρίζει τα δίκαια της Σπάρτης. Και η μεν υπόθεσις του λόγου ήτο δύσκολος, διότι αντέκειτο προς τας αρχάς του, αλλ' ο ρήτωρ επέτυχεν εις την πρακτικήν και αισθηματικήν έκθεσιν αυτής· ο λόγος είναι τω όντι πλήρης «ήθους» ως έλεγον οι αρχαίοι, διότι απεικονίζει τον σπαρτιατικόν χαρακτήρα, ιδίως εκεί [73 §λα'] όπου ο Αρχίδαμος προτείνει τα έσχατα μέτρα· να εκπέμψωσι δηλαδή τους γονείς και τα παιδία και τας γυναίκας εις Σικελίαν και Κυρήνην, ν' αφήσωσι την Σπάρτην και να καταλάβωσι χωρίον οχυρόν, εξ ού να βλάπτωσι τους πολεμίους, γινόμενοι και νυν ό,τι ήσαν άλλοτε, στρατόπεδον αοίκων μαχητών και όχι πόλις.
Και τότε πάλιν ο Ισοκράτης είδε την πολιτικήν του κατισχύουσαν και τας Αθήνας συμμαχούσας μετά της Σπάρτης. Αλλ' εν τω μεταξύ αι μεγάλαι των Αθηνών ελπίδες είχον μαρανθή· αι συμμαχίδες πόλεις υπώπτευον το άστυ, και αι δαπάναι της ηγεμονίας αυτών ήσαν μεγάλαι. Ο Ισοκράτης αφότου είχεν ιδεί τον Ευαγόραν, διεμόρφωσεν οριστικώτερον το πολιτικόν του πρόγραμμα· τούτο ήτο ειρήνη μεταξύ των Ελλήνων, κατάλυσις της πειρατείας, απελευθέρωσις των εν Ασία Ελληνίδων πόλεων, ακώλυτος προς τα εκεί αποικισμός και παγκόσμιος του ελληνισμού διάδοσις. Ήδη από του 367 είχε δημοσιεύσει επιστολήν προς τον Διονύσιον των Συρακουσών, όστις τότε είχε σώσει τους εν τη Δύσει Έλληνας από των Τυρρηνών και των Καρχηδονίων, καλών αυτόν εις την Ανατολήν προς απελευθέρωσιν των Ελληνίδων πόλεων από των Περσών. Αλλ' ο Διονύσιος απέθανε κατά το επόμενον έτος, ο δε Ισοκράτης ήλπιζε πλέον τα πάντα παρά της αθηναϊκής συμμαχίας. Αλλ' όμως τω 357 η συμμαχία διελύθη, ο δ' επακολουθήσας πόλεμος κατέληξεν εις την απώλειαν της ηγεμονίας. Αι Αθήναι κατέβησαν έκτοτε εις την σειράν κοινής μεγάλης ελληνικής πόλεως και υπό την ηγεσίαν του Ευβούλου κατεγίνοντο μόνον εις περιορισμόν των δαπανών και διατήρησιν της ειρήνης. Ο Ισοκράτης ήτο εκ των ολίγων όσοι ενόησαν τι εσήμαινεν η τοιαύτη πολιτική, δηλαδή τελικήν εγκατάλειψιν πάσης αξιώσεως. Εν τω Περί ειρήνης υποστηρίζει την αυτονομίαν των πόλεων, μεταχειριζόμενος επιχειρήματά τινα των νησιωτών, άπερ είχεν άλλοτε αποκρούσει εν τω Πανηγυρικώ.
Περί τους αυτούς χρόνους διά του Αρεοπαγιτικού συνηγόρησεν υπέρ της κατ' οίκον μετρίας πολιτικής, δηλαδή της του Φωκίωνος και του Αριστοτέλους, ζητών επάνοδον εις την «πάτριον πολιτείαν» των παλαιών Αθηνών, ήν συνδέει μετά του Αρείου Πάγου. Φανερώτερον ο λόγος είναι συνηγορία υπέρ του Ευβούλου, καθώς ο Οικονομικός του Ξενοφώντος. Αλλ' είν' επίσης και απόδειξις της ηθικής καταστάσεως και της δυσπιστίας του καιρού εκείνου, του αισθήματος όπερ άγει τον Δημοσθένην εις μομφάς καθ' όλης της Ελλάδος. Ολίγον προ του τέλους του κοινωνικού πολέμου ο Ισοκράτης έγραψε την προς Αρχίδαμον της Σπάρτης επιστολήν καλών αυτόν όπως άλλοτε τον Διονύσιον. Τις άλλος ηδύνατο καθώς εκείνος να εκστρατεύση κατά των βαρβάρων; Ο πατήρ του ο Αγησίλαος εξεστράτευσε και εδοξάσθη, απέτυχε δε μόνον επειδή ανεκόπη, και επειδή επεχείρησε «των φίλων τους φεύγοντας εις τας πόλεις καταγαγείν». Όθεν ο Αρχίδαμος έπρεπε τους μεν Έλληνας ν' απαλλάξη των πολέμων, τους δε βαρβάρους να παύση υβρίζοντας. Ο Ισοκράτης ήτο τότε (356) 80 ετών και τα πλείστα των έργων του έχουσιν αρκετήν μεμψιμοιρίαν, ήν φαίνεται και αυτός συναισθανόμενος· αλλά το πολιτικόν του βλέμμα παρέμεινεν εκτάκτως οξύ και απροκατάληπτον. Επέμενε πάντοτε εις την κυρίαν του ιδέαν, αλλά μετέβαλλε δεξιώς το ένδυμά της. Είχεν ήδη εγκαταλείψει την ελπίδα της αθηναϊκής ηγεμονίας, και έπαυσε πιστεύων — ίσως ευκολώτερον ή όσον έλεγεν (298) — εις την ανόρθωσιν της πολιτείας. Μετά δε την αποτυχίαν του Αρχιδάμου εστράφη προς τον Φίλιππον. Ως ο Δημοσθένης, έβλεπε και αυτός ότι ο Φίλιππος ήτο αυξανομένη δύναμις· αλλά δεν εθεώρει αυτόν εχθρόν· προ πολλού είχεν εννοήσει ότι η ηγεμονία των Αθηνών ήτο πλέον απραγματοποίητος. ΠροσεπάΘησε λοιπόν να διατηρή φιλίαν προς τον Φίλιππον, και δι' αυτής να μετριάζη τας εκ του πολέμου συμφοράς. Είναι δε δύσκολον ν' αναγνώση τις απαθής τον Φίλιππον, τον προς τον βασιλέα λόγον, όν έγραψεν αμέσως μετά την ειρήνην του 346· κατά την διάρκειαν του κατ' αυτού πολέμου είχεν αποφύγει να του γράψη, αλλ' ήδη ελάλησε μετά πολλής παρησσίας (299) αλλά και πολλής δεξιότητος. Λέγει προς αυτόν ότι και άλλοτε ανεζήτησεν ηγεμόνα της Ελλάδος, τον Ιάσονα των Φερών, τον Διονύσιον, τον Αρχίδαμον, αλλ' ουδείς τούτων ηύρεν οποίαν ο Φίλιππος ευκαιρίαν ότι πρέπει να διαλλάξη τους Έλληνας, — τας Αθήνας, την Σπάρτην, και Θήβας και την Κόρινθον — και ν' αναδειχθή ελευθερωτής και φιλάνθρωπος ηγεμών της Ελλάδος και ευεργέτης πάντων. Τούτο δεν πρέπει να θεωρήσωμεν ως απλούν όνειρον του Ισοκράτους. Ό,τι επίστευεν ήτο πραγματικόν, και απεδείχθη παντός άλλου, εγγύτερον προς τα κατόπιν συμβάντα. Όσα δε δεινά εζήτει ο Ισοκράτης να περιστείλη ήτο πράγματι ανάγκη να εκλείψωσιν, η οικονομική στενοχώρια, ο πλεονάζων πληθυσμός, οι πολλοί μισθοφόροι, και οι πειραταί, οίτινες εκτός της βραχείας ηγεμονίας των Αθηνών, της Ρόδου [της Κωνσταντινουπόλεως] και ίσως της Βενετίας, εβασάνισαν την ανατολικήν Μεσόγειον από του Ομήρου μέχρις αυτού του δεκάτου ενάτου αιώνος.
Αλλ' αι Αθήναι απέβλεπον εμμόνως εις τον ολέθριον πόλεμον, ουδόλως υποχωρούσαι εις τον εχθρόν. Τότε ο Ισοκράτης εμισήθη, αλλ' είναι άξιον προσοχής, ότι ουδέ κατά τους καχυπόπτους εκείνους καιρούς διεβλήθη ως δωροδόκος. Τον ωνόμαζον μόνον διαφθορέα των πολιτικών, όσοι υπήρξαν μαθηταί του. Κατά των διαβολών εκείνων έχομεν δύο απολογίας· τον Παναθηναϊκόν, — όστις εγράφη χάριν των Παναθηναίων τω 342, αλλά δεν επερατώθη εγκαίρως — δεύτερον εκχύλισμα του Πανηγυρικού, και τον Περί αντιδόσεως, υπεράσπισίν του διδασκαλικού του βίου.
Μετά μίαν έτι επιστολήν ο μακρός βίος εκόπη. Η μάχη της Χαιρωνείας του 338 έπληξε βαρύτατα τον γέροντα. Ήτο μεν αυτή πλήρωσις των προρρήσεών του και καθίστα το πρόγραμμά του δυνατόν, αλλ' όμως ήτο ανυπόφορος. Η πατρίς του εταπεινώθη, ο δε ήρως του ελέγετο ότι έπινεν εύθυμος εν μέσω των νεκρών. Τότε ο Ισοκράτης εξετέλεσε την τελευταίαν προς την πατρίδα του υπηρεσίαν. Έγραψε νέαν επιστολήν [3] προς τον νικητήν του οποίου ουδείς εγνώριζε τας διαθέσεις· δεν μετεχειρίσθη καμμίαν λέξιν υποταγής, ουδέ συνεχάρη τον Φίλιππον διά την νίκην· αλλά θεωρών αγαθάς τας προς τους Έλληνας διαθέσεις αυτού, τον προτρέπει και πάλιν ήδη, ότε το πράγμα τυγχάνει «πολύ ράον», ν' αναγκάση «τους βαρβάρους ειλωτεύιν». Αλλ' ο Ισοκράτης δεν είδε το αποτέλεσμα της παραινέσεώς του. Ηυτοκτόνησεν άρα γε; Οι μεταγενέστεροι — ο Διονύσιος, ο Παυσανίας, ο Φιλόστρατος, ο Λουκιανός, ο Ψυδοπλούταρχος και ο Βίος — ομοφωνούσιν. Οπωσδήποτε βέβαιον είναι ότι εννέα ημέρας — ο Αριστοτέλης λέγει πέντε — μετά την μάχην της Χαιρωνείας ο Ισοκράτης ήτο νεκρός.
Οι επτά δικανικοί του λόγοι είν' έντεχνοι, και απηλλαγμένοι σοφισμάτων, αλλά και υπέρ το δέον κομψοί και γλαφυροί. Αι δε επιστολαί του, η τοις Ιάσονος παισίν, η Τιμοθέω, και η τοις Μυτιληναίων άρχουσι, μαρτυρούσι πόσην είχε δύναμιν ο μονήρης εκείνος διδάσκαλος. Οι δε θεωρούντες αυτόν κόλακα των βασιλέων, προς ούς έγραφεν, ας αναγνώσωσι και την επιστολήν του Σωκρατικού αντιπάλου του (300), (του Σπευσίππου;)
Είπομεν ήδη τινά περί του πώς διέκειτο προς αυτόν ο Πλάτων (301). Και ο Αριστοτέλης δεν ήτο διάφορος. Οι μαθηταί των ανέπτυξαν κατόπιν πολλήν αμοιβαίαν έχθραν, αλλ' οι διδάσκαλοι εσέβοντο αλλήλους. Και ο μεν Πλάτων είχεν άλλην σφαίραν ενεργείας· αλλ' ο Αριστοτέλης εδίδαξε και αυτός ρητορικήν και ελέγετο ότι παρωδών στίχον του Ευριπίδου είπεν· « Αισχρόν εστι σιγάν, Ισοκράτη δ' εάν λέγειν» { "Base to sit dumb, and let barbarians speak" by substituting 'Isocrates' for 'barbarians.' }. Η αυστηρά επιστημονική μέθοδος της Ρητορικής του ήτο, εννοείται, επίκρισις της κατά το ήμισυ εμπειρικής μεθόδου του Ισοκράτους. Αλλ' ο Αριστοτέλης επέκρινε μεν, αλλά και εδιδάσκετο. Όχι μόνον το πρώτον του έργον η περί φιλοσοφίας παραίνεσις εδείκνυε προτίμησιν προς το Ισοκρατικόν πρότυπον αντί του Πλατωνικού, αλλά και κατόπιν οσάκις επεζήτησε καλόν ύφος, εμιμήθη το του Ισοκράτους. Έπειτα δε μεταξύ των παλαιοτέρων διδασκάλων της ρητορικής ο Ισοκράτης, αν και μη φιλόσοφος όσον ήθελεν ο Αριστοτέλης, ήτο πάντως ο φιλοσοφικώτερος. Και εις τούτο, καθώς εις παν άλλο, ηκολούΘησε την μέσην οδόν και απέφυγε την μανίαν των ακροτήτων. Αλλά κατά τινας τούτο ήτο και το κύριον ελάττωμά του. Τι ήτο; τεχνίτης του ύφους ή πολιτικός συγγραφεύς; Συνεβούλευε πράγματι την πόλιν, ή απλώς παρείχεν υποδείγματα ρητορείας εις τους μαθητάς του;
Τοιαύτη επίκρισις δεν είναι δικαία· διότι δύναται να εφαρμοσθή εις πάντα ρήτορα και λογογράφον, εις τον Γράτταν, τον Βούρκε, τον Κικέρωνα και αυτόν τον Δημοσθένη. Ίσως η αληθινή αιτία του περιέργου εκείνου καμάτου, όν παράγει σήμερον εις τον αναγνώστην ο Ισοκράτης, είναι αφ' ενός μεν η αποστροφή μας προς την κανονικότητα του ρέοντος και ομαλού ύφους, όπερ τόσον διέδωκεν ο δέκατος όγδοος αιών, ώστε ημείς το βαρυνόμεθα· αφ' ετέρου δε η εξ αυτού έλλειψις πάσης υψηλοτέρας εμπνεύσεως. Ο Ισοκράτης ήτο μάταιος· επεδίωκε πεζόν λόγον υπέρτερον των Ομηρικών επών, εν ώ δεν ενόει την ποίησιν και απεδοκίμαζε την μουσικήν. Αλλά τοιαύτα σφάλματα δεν συγχωρούνται· διότι προσβάλλουσιν ό,τι αιώνιον έχει ο βίος των ανθρώπων. Κατά δε την θρησκείαν ο Ισοκράτης ήτο μέτριος, ως συνήθως· δηλαδή ευσεβής, αλλ' ουδέποτε δεισιδαίμων, μεταχειριζόμενος τας θρησκευτικάς παραδόσεις ως στοιχεία των λόγων του και βαθύτερον αποδεικνύων την έλλειψιν εκείνην πάσης πίστεως — είτε εις τον νουν, είτε εις τον Δία, είτε εις την φιλοσοφίαν — την έλλειψιν, ήτις είναι χαρακτηριστικόν των μετρίων και πρακτικών ηθικολόγων. Αλλ' όμως υπήρξε χρηστός και οξύς, ισχυροτάτη δύναμις εν τη ιστορία των γραμμάτων, και είς των μεγίστων διδασκάλων, όσοι ποτέ υπήρξαν. (302)
Ο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
(303) έχασε
τον πατέρα του επταετής. Οι δε κηδεμόνες του ενοσφίσθησαν την περιουσίαν του
και αφήκαν απροστάτευτον την μητέρα του, [ήτις ήτο σκυθικής καταγωγής], Εκείνη
όμως κατώρθωσε να αναθρέψη το ασθενικόν, δειλόν, κα αγύμναστον παιδίον.
Εξάπαντος δε και οι δύο θα εκάθηντο συχνά συλλογιζόμενοι πόσα είχον αδικηθή. Ο
δε Δημοσθένης ευθύς ως απέκτησε το νόμιμον δικαίωμα εκίνησε κατά των
κηδεμόνων του αγωγήν [364]. Αυτοί ήσαν άνθρωποι ισχυροί μεταξύ της τότε
διοικούσης φατρίας, και επεχείρησαν ν' αποκρούσωσι το μειράκιον δι' ανταγωγής
και στρεψοδικίας. Ότε δε τέλος εκέρδισε την δίκην, δεν υπήρχε πλέον πολλή
περιουσία προς ανάληψιν. Ούτως ο Δημοσθένης ωφελήθη μάλλον εκ της
πρακτικής πείρας των νόμων και της δικανικής, εις ήν τον είχον, ως λέγεται,
ασκήσει και τα μαθήματα του Ισαίου, και απέκτησεν έχθραν προς τους εν τη αρχή.
Αλλά και ο πολυχρόνιος περί χρημάτων αγών εζημίωσεν αυτόν. Φυσικά δε ήτο
σπάταλος· επροίκιζε θυγατέρας απόρων πολιτών, απελύτρωνεν αιχμαλώτους, και
τέλος εξώπλισε τριήρη — ετέλεσε δηλαδή μίαν των δαπανηροτάτων λειτουργιών
των πολιτών. Ούτως έπεσεν εις ανέχειαν και ήρχισε να γράφη λόγους και ίσως να
διδάσκη ρητορικήν. Αλλά ταχέως ευδοκίμησεν εις το έργον, καίτοι εκ φύσεως ήτο
τραυλός και είχε φωνήν διακοπτομένην· ανελάμβανε δε σπουδαίας υποθέσεις, δεν
ανεμειγνύετο εις δίκας εταίρων, ως ο Υπερείδης, και απέφευγε τας συκοφαντικάς
καταμηνύσεις, έγραφε δε και εδημηγόρει πάντοτε περί σπουδαίων πολιτικών
θεμάτων.
Η πρώτη δημοσία παράστασις αυτού έγινεν ίσως τω 355 ότε είπε τον προς Λεπτίνην, όστις είχε προτείνει νόμον, είναι μηδέν' ατελή, δηλαδή να μη μένη κανείς αφορολόγητος. Τούτο ήτο φανερόν οικονομικόν μέτρον, αλλ' αι ατέλειαι ήσαν αμοιβαί σπουδαίων διπλωματικών υπηρεσιών και απετέλουν μέρος της πολιτικής των τότε αντιπολιτευομένων, εις ούς κατετάχθη ο Δημοσθένης.
Κατά τα 357 είχεν αναλάβει την αρχήν ο Εύβουλος, ότε η κατάστασις εχρειάζετο περισυλλογήν και ησυχίαν. Η οικονομική αυτού πολιτική απεδείχθη εξαιρέτως τελεσφόρος, αλλ' εσήμαινεν εγκατάλειψιν της ηγεμονίας και κάτι χειρότερον. Διότι ο Φίλιππος ο από πολλού πολέμιος της πόλεως, κατελάμβανε το έν μετά το άλλο, τα επί της Θράκης αθηναϊκά χωρία, ο δε Εύβουλος, επειδή ο δήμος απέστεργε την ειρήνην, περιωρίζετο εις ασθενή αποκλεισμόν των μακεδονικών παραλίων και μερικάς επιδρομάς. Οι μεν σφοδροτέροι των αντιθέτων αυτού εζήτουν μαινόμενοι στρατόν 30 χιλιάδων μισθοφόρων, όπως εισβάλωσι κατ' ευθείαν εις την Πέλλαν, ο δε Δημοσθένης ήθελε μόνον έντονον δράσιν, ώστε δι' αξιολόγου τινός επιτυχίας να συναφθή έντιμος ειρήνη.
Αλλά πλην του Φιλίππου ο Δημοσθένης εστρέφετο και προς άλλα του πολιτικού ορίζοντος σημεία. Διά του Υπέρ της Ροδίων ελευθερίας λόγου (353 ή 351 π. Χ;) προέτρεπε τους Αθηναίους να βοηθήσωσι τους δημοκρατικούς της Ρόδου ελπίζοντας ότι θ' ανακτήσωσι μέρος της άλλοτε δυνάμεως της πόλεως ανά το Αιγαίον. Αλλ' ο Εύβουλος ήτο εναντίον της αναμείξεως εις τον αγώνα εκείνον. Διά δε του Υπέρ Μεγαλοπολιτών (353 π. Χ.;) ο Δημοσθένης, φοβούμενος την αύξησιν της Σπάρτης, προέτρεπεν εις προστασίαν της πιεζομένης Μεγάλης πόλεως. Και ίσως μεν ενεργός βοήθεια θα ήτο τότε αδύνατος, αλλά πιθανώς ηδύνατο να προλάβη το ολέθριον αποτέλεσμα, ότι δηλαδή έκτοτε οι εν Πελοποννήσω εχθροί των Λακεδαιμονίων απέβλεπον πλέον προς τον Φίλιππον. Τω 352 ο Φίλιππος απεπειράθη να διαβή τας Θερμοπύλας· και ο μεν Εύβουλος εξεγερθείς επί τέλους ανέκοψεν αυτόν, αλλ' ο κύνδυνος ήτο ήδη άμεσος και δεινός, ο δε Δημοσθένης αναπτύσσει αυτόν διά του πρώτου Φιλιππικού. Ο Φίλιππος υποχωρήσας τότε προς βορράν, επολιόρκησε την Όλυνθον οι δε Αθηναίοι γνωρίζοντες την σπουδαιότητα της πόλεως εκείνης, έπεμψαν εις επικουρίαν αυτής τρεις στρατιάς· αλλ' ο πολιτικώτατος βασιλεύς κατώρθωσε να εξεγείρη στάσιν εν Ευβοία. Ο Δημοσθένης διά των τριών Ολυνθιακών αδιστάκτως παρορμά προς βοήθειαν της Ολύνθου· αλλ' οι κυβερνώντες επεδίωξαν το προχειρότερον, να σώσωσι την Εύβοιαν καθό πλησιεστέραν. Και η μεν Εύβοια εσώθη, αλλά η Όλυνθος έπεσε και η πόλις δεν ηδύνατο πλέον να παρατείνη τον αγώνα, ότε δε ο Φιλοκράτης προέτεινεν ειρήνην, ο Δημοσθένης υπεστήριξεν αυτήν και εχειροτονήθη είς των δέκα πρέσβεων, όσοι εστάλησαν να διαπραγματευθώσι μετά του Φιλίππου. Αλλά μεταξύ εκείνων ουδένα είχεν ομόφωνον.
Επιφανέστατος αυτών μετά τον Φιλοκράτην ήτο ο ΑΙΣΧΙΝΗΣ (389 — 314 π. Χ.), ανήρ λόγιος και ουχί ταπεινού γένους, «των δε δήμων Κοθωκίδης»· αλλ' ένεκα των δυστυχημάτων του πολέμου πάντες οι οικείοι αυτού είχον αναγκασθή να ζητήσωσι βιοποριστικόν έργον· και ο μεν πατήρ του Ατρόμητος έγινε διδάσκαλος, η δε μήτηρ Γλαυκοθέα τελέστρια των μυστηρίων. Αυτός δε ο Αισχίνης έγινεν υποκριτής, — το θεατρικόν επάγγελμα δεν ενομίζετο χυδαίον — και γραμματεύς της πόλεως. Αποστρεφόμενος τους δημαγωγούς, ήτο φίλος του Ευβούλου. Οι δε τρεις σωζόμεμενοι αυτού λόγοι σχετίζονται με τον Δημοσθένη και την πρεσβείαν εκείνην.
Αι διαπραγματεύσεις υπήρξαν μακραί. Τέλος συνωμολογήθη συνθήκη, αλλά περιέχουσα δύο τουλάχιστον επικίνδυνα διφορούμενα· περιελάμβανε δηλαδή τους Αθηναίους «και τους Αθηναίων συμμάχους » και κατέλειπε τους συνθηκολογούντας κυρίους των χωρίων όσα τότε κατείχον. Αλλ' οι Αθηναίοι εφοβούντο περί δύο εμπολέμων, οίτινες ήσαν μεν σύμμαχοι, ουχί δε και υποτελείς· περί του Κερσοβλέπτου, βασιλέως κρατιδίου τινός της Θράκης, και περί των Φωκίων, ούς αν προσέβαλλεν ο Φίλιππος, θα εισεχώρει πλέον εις τα σπλάγχνα της Ελλάδος. Οι πρέσβεις του Φιλίππου δεν εδέχοντο μνείαν των δύο τούτων συμμάχων εν τη συνθήκη, οι δε Αθηναίοι πρέσβεις ήλπιζον να πείσωσιν αυτόν τον Φίλιππον. Περί δε του χρόνου της ειρήνης, οι μεν Αθηναίοι ήσαν υπόχρεοι αφ' ής ημέρας έλαβον τους όρκους. Αλλ' άραγε ο Φίλιππος θα ενόμιζεν εαυτόν εξ ίσου δεσμευόμενον ή θα εξηκολούθει τας επιχειρήσεις του μέχρις ού ήθελεν ομόσει; Ο μεν Φιλοκράτης και ο Αισχίνης ενόμιζον προτιμότερον να θεωρήσωσιν ως αναμφίβολον την καλήν πίστιν του βασιλέως και να προχωρήσωσι κατά τους συνήθεις τύπους. Αλλ' ο Δημοσθένης εζήτει να σπεύσωσιν όσον ήτο δυνατόν, ισχυριζόμενος ότι δεν ήτο ανάγκη να εύρωσι τον Φίλιππον εις την Πέλλαν, αλλ' όπου και αν ήτο, έστω και στερούμενοι πληρεξουσίων. Αλλ' όμως επήλθον πολλαί αναβολαί και ότε τέλος ο Φίλιππος συνήντησε τους πρέσβεις είχεν ήδη σαρώσει τον Κερσοβλέπτην και στρογγυλεύση τα προς ανατολάς όρια του κράτους του. Τότε ο Δημοσθένης διεφώνησε φανερά προς τους συμπρεσβευτάς και τον βασιλέα· απέρριψε τα συνήθη προς τους πρέσβεις δώρα, άπερ ο Φίλιππος έδιδε «μεγαλοψύχως», δεν προσήλθεν εις την επίσημον θυσίαν και ηθέλησε ν' αναχωρήση μόνος. Επιστρέψας δε εις Αθήνας, προέτεινεν όπως μηδένα δοθή ο συνήθης πρεσβευτικός στέφανος.
Προ της παρόδου του μηνός ο Φίλιππος διήλθε τας Θερμοπύλας, εκυρίευσε την Φωκίδα και ηξίωσεν ως ανήκων ήδη εις την Αμφικτυονίαν, ν' αναμειγνύεται εις τα πράγματα της Ελλάδος, κατ' εκείνο δε το έτος (346) προήδρευσε και των Πυθίων. Τότε οι Αθηναίοι έξαλλοι εξ οργής ήθελον να κηρύξωσι λυθείσαν την ειρήνην· αλλ' ο Δημοσθένης διά του Περί της ειρήνης απέδειξε πόσον ολέθριον θα ήτο τούτο. Η αγανακτήσις όμως κατά των πρέσβεων ήτο φοβερά και οι αντίπαλοι κατήλθον εις δικαστικούς αγώνας. Ο Δημοσθένης μετά τινος Τιμάρχου κατεδίωξαν τον Αισχίνην ως παραπρεσβεύσαντα. Ο Αισχίνης εκινδύνευε και διέφυγε μόνον διά της τολμηράς Κατά Τιμάρχου ανταγωγής, δι' ής απέδειξε τον Τίμαρχον « ηταιρηκότα ». Σήμερον ίσως τοιαύτη κατηγορία θα προεκάλει μόνον επιζήμιον σκάνδαλον· αλλά τότε ο Τίμαρχος απεστερήθη πάντων των πολιτικών δικαιωμάτων [και κατά τινας «απήγξατο»]. Ο Αισχίνης απηλλάγη, αλλ' οι φίλοι του δεν υπήρξαν τόσον ευτυχείς. Ο Φιλοκράτης δραπετεύσας κατεδικάσθη.
Κατήγορος αυτού υπήρξεν ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ ο Γλαυκίππου, ρήτωρ θεωρούμενος διά την ρώμην του λόγου δεύτερος μόνον του Δημοσθένους, ανώτερος δε και αυτού κατά την χάριν (304). Πολιτευόμενος ανήκεν εις τους άκρους εναντίους των Μακεδόνων· κατά δε την δίαιταν ήτο πασίγνωστος φιλήδονος και εκωμωδείτο ως οψοφάγος (305) Ο σωζόμενος βίος του είναι συρραφή ανεκδότων, γνωστότατον δε είναι ότι επέδειξεν εις τους δικαστάς τα στήθη της Φρύνης. Οι λόγοι του είχον ολόκληροι χαθή, μέχρις ού από του 1848 ήρχισαν ν' ανακαλύπτωνται επί παπύρων της Αιγύπτου μεγάλα αποσπάσματα [6 μέχρι τούδε λόγων] ουχί μεν εύγλωττα, αλλ' υπερβαίνοντα και τους Λυσιακούς λόγους εις την δροσερότητα, την ευφυολογίαν και την αποφυγήν πάσης σοφιστείας (306).
Ο δε Δημοσθένης ήτο απησχολημένος εις την παρασκευήν του μέλλοντος πολέμου και απόκρουσιν των εν Πελοποννήσω ραδιουργιών του Φιλίππου· (β' Φιλιππικός). Ήτο λυπηρόν ότι τω 344 ανέλαβε την παλαιάν κατά του Αισχίνου αγωγήν, την Περί της παραπρεσβείας. Οι λόγοι και των δύο ρητόρων σώζονται· και ο μεν Αισχίνης φαίνεται ανώτερος εαυτού, ο δε Δημοσθένης κατώτερος. Διότι η επίθεσις αυτού ήτο παράφορος, ο δε χαρακτηρισμός των γεγονότων ένεκα της προκαταλήψεώς του άδικος. Πιθανώς ηδύνατο ν' αποδείξη ότι ο Αισχίνης ήτο νωθρός πρέσβυς, αλλά δεν έπεισε τους δικαστάς, ότι ήτο και προδότης. Όθεν ο Αισχίνης ηθωώθη, ο δε Δημοσθένης δεν προέβη αμέσως εις την έκδοσιν του λόγου.
Ο Περί των εν Χερρονήσω [341] υπερασπίζει τον στρατηγόν Διοπείθη, κατηγορούμενον υπό των φιλιππιζόντων διά παράβασιν της ειρήνης, ο δε γ' Φιλιππικός καταγγέλλει προς πάντας τους Έλληνας την πανουργίαν του Φιλίππου. Και άλλαι δημηγορίαι του Δημοσθένους είναι απηλλαγμέναι παντός ό,τι καλούμεν ημείς «ρητορικήν» και δεικνύουσι την αυτήν αυταπάρνησιν· αλλ' ο γ' Φιλιππικός είναι αληθώς μοναδικός εν τη λογοτεχνία· ουδεμίαν δεικνύει στενότητα «πατριωτισμού», εκφράζει το προαίσθημα της επικειμένης καταστροφής και έχει πένθιμον της φράσεως μελωδίαν. Ο πόλεμος εκηρύχθη τω 340 και κατ' αρχάς έβαινε καλώς υπέρ των Αθηναίων. Αλλά θρησκευτική ραδιουργία μετέβαλε τα πράγματα. Οι Λοκροί κατηγόρησαν τους Αθηναίους ως ασεβείς ενώπιον των Αμφικτυόνων. Η ασέβεια εσήμαινε τότε ό,τι η αίρεσις κατόπιν, δηλαδή πας ήτο δυνατόν να ευρεθή ασεβής, εάν ήθελε το δικαστήριον. Οι Αθηναίοι είχον παρά τους τύπους αφιερώσει Θηβαϊκάς τινας ασπίδας. Αλλά και οι Λοκροί βεβήλως κατέλαβον ιεράν γην της Κίρρας. Ο Αισχίνης, όστις ήτο τότε αντιπρόσωπος των Αθηνών, («πυλαγόρας»}, κατώρθωσε να στρέψη την φιλοπόλεμον δεισιδαιμονίαν του συνεδρίου εναντίον των Λοκρών και εκόμπαζε διά τούτο. Αλλά ταυτοχρόνως εξυπηρέτει και τον Φίλιππον, διότι τούτο ήθελε και εκείνος, ένα οιονδήποτε ιερόν πόλεμον, ότε οι Αμφικτύονες στερούμενοι στρατού, θα προσέφευγον εις αυτόν, ως προστάτην του ιερού. Αφ' ού δε διέβη τας Θερμοπύλας, απέρριψε το προσωπείον. Κατά την υστάτην στιγμήν ο Δημοσθένης κατώρθωσεν ό,τι εζήτει από πολλού, την μετά των Θηβαίων συμμαχίαν. Αλλ' η στρατηγική των Μακεδόνων ήτο υπερτέρα, και οι σύμμαχοι συνετρίβησαν παρά την Χαιρώνειαν τω 338.
Οι Αθηναίοι εδέχθησαν την συμφοράν εκείνην μετά της συνήθους μεγαλοψυχίας. Αυθορμήτως κατέβαλον προς τον Λυκούργον, τον τότε ταμίαν, μεγάλας εισφοράς και τα τείχη επεσκευάσθησαν προς έσχατον αγώνα. Αλλ' ο Φίλιππος δεν επεζήτει τούτον. Απέστειλε τον ρήτορα Δημάδην, όστις είχεν αιχμαλωτισθή, να είπη ότι εδέχετο προτάσεις περί ειρήνης. Οι μακεδονίζοντες, ο Φωκίων, ο Αισχίνης και αυτός ο Δημάδης εχειροτονήθησαν πρεσβευταί και αι Αθήναι αντί ελαφρών όρων συμπεριλήφθησαν εις την κατά των Περσών υπό την ηγεσίαν του Φιλίππου συμμαχίαν. Αλλά κατόπιν επήλθε πόλεμος δικαστικός καθ' όν οι μακεδονίζοντες εζήτουν ν' απολακτίσωσι τους φιλοπολέμους. Ο Υπερείδης κατά την πρώτην συγκίνησιν, την εκ της ήττης, προέτεινεν απελευθέρωσιν και εξοπλισμόν των δούλων. Τούτο ήτο παράνομον, ότε δε ο Αριστογείτων κατηγόρησεν αυτόν, «τούτο το ψήφισμα» είπεν «ουχ ο ρήτωρ έγραψεν, αλλ' η εν Χαιρωνεία μάχη·» (307). Το επιχείρημα ήτο αρκετόν και ο Υπερείδης ηθωώθη. Αλλά κατά του Δημοσθένους έγινεν έφοδος λυσσαλέα· ο Αριστογείτων, ο Σωσικλής, ο Φιλοκράτης, ο Μελάνθιος και άλλοι κατέτρεχον αυτόν· αλλ' ο δήμος παρέμεινεν ακλόνητος· τινές των κατηγόρων δεν έλαβον ουδέ το πέμπτον των ψήφων, ο δε Δημοσθένης εξελέγη όπως είπη και τον επιτάφιον εις τους νεκρούς της Χαιρωνείας (308). Τότ' επήλθεν η απρόοπτος αντεπίθεσις του ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ κατά των μακεδονιζόντων. Λυκούργος ο Λυκόφρονος ήτο άλλος Κάτων· εντιμότατος ευπατρίδης αυτός, είχε την μανίαν να εκριζώση και πάσαν διαφθοράν των πολιτών. Αλλ' αι απαιτήσεις του ήσαν αυστηρόταται· ο μόνος σωζόμενος λόγος του, ο Κατά Λεωκράτους κατηγόρει τον άνθρωπον τούτον ως προδότην, διότι μετά την ήτταν της Χαιρωνείας, εγκατέλιπε την πόλιν αντί να μείνη και να κοινωνήση των κινδύνων (309). Η ποινή της μικράς ταύτης αφιλοπατρίας ήτο θάνατος και των δικαστών αι ψήφοι εδιχάσθησαν (310)
Τούτο δεικνύει το φρόνημα της πόλεως· αλλά πάσα κατά του Μακεδόνος αντίστασις ήτο τότε αδύνατος. Οι Αθηναίοι εδέχοντο την καιροσκόπον πολιτικήν, όπως ερρύθμιζον αυτήν ηνωμένοι ο Δημοσθένης και ο Δημάδης. Ότε δ' εγνώσθη η δολοφονία του Φιλίππου, εμελετάτο εξέγερσις, αλλά ταύτην προέλαβεν η γοργότης του Αλεξάνδρου. Ολίγον κατόπιν διεδόθη ότι ο Αλέξανδρος εφονεύθη εν Ιλλυρία και τότ' επανεστάτησαν αι Θήβαι, ο δε Δημοσθένης ήθελε συμμαχίαν μετ' αυτών. Στρατός και στόλος παρεσκευάσθη, χρήμα επέμφθη εις τας Θήβας και πρέσβεις εστάλησαν εις τον μέγαν βασιλέα, ζητούντες περσικήν βοήθειαν, ότε ο Αλέξανδρος επανήλθε, κατέσκαψε τας Θήβας και εζήτησε την παράδοσιν δέκα πρωτευόντων φιλοπολέμων, εννοείται και του Δημοσθένους. Αλλ' ο Δημάδης, ο μεσίτης της Χαιρωνείας, εμεσολάβησε και πάλιν, ώστε ο Αλέξανδρος ηρκέσθη μόνον εις την καταδίκην του στρατηγού Χαριδήμου και αφήκε τους λοιπούς (335 π. Χ.).
Αι επανειλημμέναι αύται αποτυχίαι κατέστησαν φυλακτικώτερον τον Δημοσθένην· προσεχώρησε λοιπόν έτι περισσότερον προς την καιροσκοπίαν του Δημάδου, απομακρυνόμενος βαθμηδόν από των άκρων φιλοπολέμων. Τούτο έδιδεν εις τους παλαιούς του αντιπάλους λαβήν προς την από πολλού σκευωρουμένην επίθεσιν. Κάποιος Κτησιφών — ονομαστός κατά τον Αισχίνην διότι ήτο ο μόνος γελών διά τους αστεϊσμούς του Δημοσθένους — είχε προτείνει, ολίγον μετά την εν Χαιρωνεία μάχην, να στεφανωθή ο Δημοσθένης εν τω θεάτρω του Διονύσου διά στεφάνου χρυσού, «αρετής συμπσης ένεκα και ευνοίας της προς την πόλιν». Αμέσως ο Αισχίνης «εγράψατο Κτησιφώντα παρανόμων», Αλλ' η δίκη ανεβλήθη μέχρι του 330. Ο Κατά Κτησιφώντος του Αισχίνου στηρίζεται εις τα εξής τρία· πρώτον ότι ήτο παράνομον να στεφανωθή υπεύθυνος έτι άρχων, ο δε Δημοσθένης κατείχε τότε δύο αρχάς· δεύτερον, ότι παράνομος ήτο ανακήρυξις εν τω θεάτρω και τρίτον, ότι ο Δημοσθένης δεν ήτο πολίτης αγαθός ουδέ άξιος του στεφάνου. Ήτο φανερόν, ότι αν το τρίτον κεφάλαιον συνεζητείτο, τα δύο πρώτα θα ήσαν ασήμαντα. Η αγωγή, εννοείται, ήτο άμεσος πρόκλησις προς τον Δημοσθένη και αυτός αντεπεξήλθεν ως συνήγορος του Κτησιφώντος διά του Περί του στεφάνου, όπως υπερασπίση ολόκληρον τον πολιτικόν του βίον.
Αλλ' η πανουργία της επιθέσεως του Αισχίνου έγκειται εις τούτο. Κατά το πραγματικόν ζήτημα, το μεταξύ της μιας και της άλλης πολιτικής, η μεγάλη πλειοψηφία ήτο βεβαίως υπέρ του Δημοσθένους. Αλλά το φλέγον ερώτημα ήτο αν ο Δημοσθένης των τελευταίων οκτώ ετών ήτο απαράλλακτος ο Δημοσθένης των Φιλιππικών. Ο Αισχίνης γινώσκων ότι κατίσχυον οι περί τον Υπερείδην άκροι φιλοπόλεμοι, λαλεί διαρρήδην υπέρ αυτών. Εξαίρει πονηρότατα πόσον ο Δημοσθένης κατά την αρχήν του σταδίου του ειργάσθη χάριν της ειρήνης και φθάνει μέχρι τόσου θράσους, ώστε να τον κατηγορή ότι προ μικρού απώλεσε τρεις ευκαιρίας να καταβάλη τον Αλέξανδρον! Και ταύτα, ενώ αυτός ήτο φίλος και υποστηρικτής του Αλεξάνδρου! Προς τας συκοφαντίας ταύτας ο Δημοσθένης ηδύνατο ν' απαντήση απλώς διά καθαράς καταγγελίας περί προδοσίας του Αισχίνου, ήτις θα επέφερε την ήτταν τούτου και την αποστολήν αυτού δεσμίου προς τον Μακεδόνα. Αλλ' ο Δημοσθένης δεν απαντά προς ταύτα. Αφήνει τους φιλοπολέμους ν' αποφασίσωσι σιωπηλώς κατά πόσον αυτός εξυπηρέτησε την πολιτικήν ολοκλήρου της ζωής του, και αν μετενόει διά την Χαιρώνειαν ή όχι. Τούτο ήτο αρκετόν. Ο Αισχίνης ουδέ το πέμπτον έλαβε των ψήφων και έφυγε κατησχυμμένος εξ Αθηνών. Αποκατεστάθη εις την Ρόδον, όπου ήνοιξε σχολήν, ελέγετο δε ότι ο Δημοσθένης συνέδραμε χρηματικώς αυτόν (311).
Αλλ' οι εχθροί του δεν ανέμενον επί πολύ. Τω 324 ο Άρπαλος, ο ταμίας του Αλεξάνδρου, κατέφθασε μετά στόλου και 70 ταλάντων δηλαδή τελείας παρασκευής προς επανάστασιν. Εζήτησε να γίνη δεκτός εις τας Αθήνας και οι άκροι φιλοπόλεμοι ήνοιγον τας αγκάλας προς αυτόν. Αλλ' ο καιρός ήτο δι' άλλους λόγους ακατάλληλος· όθεν ο Δημοσθένης προέτεινε κάτι δεξιώτερον· θέλων ν' αποφύγη πάσαν φανεράν ρήξιν προς τον Αλέξανδρον, εζήτει ν' αποπέμψη τον στόλον του ο Άρπαλος και τότε συγκατένευε να τον δεχθή απλώς ως ιδιώτην πρόσφυγα. Εάν δε ο Αλέξανδρος εζήτει την έκδοσιν αυτού, ο Δημοσθένης ηδύνατο ν' αποφύγη τούτο (ως ζήτημα προσωπικόν) χωρίς να διαταράξη τας προς τον βασιλέα σχέσεις. Οι μακεδονίζοντες επέμενον όπως ο Άρπαλος συλληφθή, το δε χρυσίον κατατεθή εις τον Παρθενώνα, ως παρακαταθήκη του Αλεξάνδρου. Ο Δημοσθένης συνεφώνησεν εις ταύτα διά μακρού λόγου, αλλά κατόπιν είναι γνωστόν μόνον ότι ο Άρπαλος αίφνης εδραπέτευσε και το ποσόν μετρηθέν κατ' απαίτησιν των μακεδονιζόντων, ευρέθη ολιγώτερον παρά το ήμισυ. Ότι τα χρήματα εδαπανώντο εις μυστικάς πολεμικάς παρασκευάς είναι αναμφίβολον· οι μακεδονίζοντες εζήτουν επισήμους ανακρίσεις και άμεσα μέτρα. Αλλ' ο Δημοσθένης κατώρθωσε να παραπεμφθή το ζήτημα εις την εξ Αρείου πάγου βουλήν και ν' αναβληθή. Αλλά τέλος εδικάσθη, η δε βουλή χωρίς να δηλώση, τι απέγιναν τα χρήματα, ηύρεν ενόχους δωροδοκίας πολλούς και δη τον Δημοσθένη. Οι μακεδονίζοντες έδραξαν την περίστασιν, και αφ' ενός μεν κατεδίωξεν αυτόν ο ΔΕΙΝΑΡΧΟΣ, αφ' ετέρου δε ο Υπερείδης. Ο Δείναρχος ήτο Κορίνθιος, φημισθείς εκ της δίκης ταύτης, διότι και οι τρεις σωζόμενοι λόγοι του σχετίζονται προς αυτήν· εκαλείτο δε «κρίθινος Δημοσθένης» (διά το «τραχύ και γοργόν και σφοδρόν», όπερ εμφαίνει προ πάντων ο Κατά Δημοσθένους λόγος] (312). Πολύ, μέχρις υποψίας διάφορος, είναι ο Κατά Δημοσθένους του Υπερείδου, όστις ουδέν λέγει δυνάμενον διά παντός να διαρρήξη την φιλίαν των (313) και εφιστά την προσοχήν εις την θέσιν του Δημοσθένους, εις το άλυτον ζήτημα του τι εσκόπει να κάμη διά των χρημάτων εκείνων. Αλλά ζητεί την καταδίκην του μετά ψυχραιμίας, ήτις δικαιολογεί τα λεγόμενα περί του θάρρους του. Ο Δημοσθένης κατεδικάσθη. Μη δυνάμενος δε να καταβάλη το τεράστιον πρόστιμον των 50 ταλάντων, έφυγεν εις την Τροιζήνα.
Εννέα μήνας μετά ταύτα, ο Αλέξανδρος απέθανε και η Ελλάς εξηγέρθη. Τότε ο Δημοσθένης μετά του κατηγόρου του Υπερείδου εστάλη όπως εξεγείρη τους Πελοποννησίους, επανερχόμενος δε εις Αθήνας, έτυχεν ενθουσιωδεστάτης υποδοχής. Ο πόλεμος ήρχισεν επιτυχώς. Ο σωζόμενος Επιτάφιος του Υπερείδου εξεφωνήθη κατά το πρώτον αυτού έτος. Αλλά τω 322 επήλθεν η ήττα της Κραννώνος, και ο Αντίπατρος εζήτησε την παράδοσιν του Δημοσθένους και του Υπερείδου. Ο γέρων Δημάδης, ανίσχυρος να μεσιτεύη πλέον, έγραψε το ψήφισμα της εις θάνατον καταδίκης. Ο Δημοσθένης κατέφυγε τότε εις το ιερόν του Ποσειδώνος το εν Καλαυρία, όπου συλληφθείς υπό του Αρχίου, έπιε δηλητήριον. Ο Υπερείδης λέγεται ότι εκόπη την γλώσσαν και εβασανίσθη, όπερ θα ήτο ίσως απίστευτον, αν μη ήτο γνωστόν ότι μετά την απώλειαν της ελευθερίας κατέκλυσε την Ελλάδα η ασιατική βαρβαρότης και αγριότης.
Ο Δημοσθένης ουδέποτε διέφυγε την επήρειαν της νοσηράς ατμοσφαίρας, όπου έζη. Και αυτός πολιτικώς παραφερόμενος, είν' επικίνδυνος διδάσκαλος. Όθεν αι σχολαί της Αλεξανδρείας, ως μοναρχικαί δεν τον εθαύμαζον. Ο Γρότε τον ενόμιζεν αθλητήν της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ο Niebuhr (1804) εξελάμβανε τον Φίλιππον ως Ναπολέοντα, και τον Δημοσθένην ως τον ιδεώδη αυτού τιμωρόν. Αλλ' από του 1870, αφ' ότου η μοναρχική στρατοκρατία ήλλαξε διαμονήν, οι Γερμανοί σοφοί (314) στενοχωρούμενοι διά την ομοιότητα Δημοσθένους και Γαμβέττα, κατακρίνουσιν εν γένει την πολιτικήν της revanche. Είς τούτων ενθυμείται και τον «δημοκόπον Γλάδστωνα». Οι δε τεχνοκρίται διαβάλλουσι την δόξαν του ρήτορος, επικρίνοντες τον σχηματισμόν και τον ρυθμόν των φράσεών του και δεικνύοντες ότι απέφευγε την σύμπτωσιν περισσοτέρων των δύο βραχειών συλλαβών. Αλλ' είναι απλοϊκός των νεωτέρων βαρβαρισμός να νομίζωμεν ότι πολλή περί τας τοιαύτας λεπτομερείας προσοχή αποδεικνύει το μη αυθόρμητον των ρητορικών λόγων.
Δεν απόκειται εις ημάς να συζητήσωμεν την αξίαν της πολιτικής του Δημοσθένους. Το ζήτημα εξαρτάται αφ' ενός μεν εξ ιστορικών προβλημάτων, αφ ετέρου δε και εκ της σπουδαιότητος, ήν αποδίδομεν καθείς εις τον πολιτισμόν και την ελευθερίαν· από ποίου δηλαδή σημείου θεωρούμεν άνδρα τινά υποχρεούμενον να υποκύψη σιωπηλώς εις τον ζυγόν άλλου, ηθικώς υποδεεστέρου. Οι Αθηναίοι, και αφού υπέμειναν τα πάνδεινα, προκειμένου να υποταχθώσιν, ενόμισαν κάλλιον να πέσωσι κατόπιν μάχης.
Περί δε της φιλαληθείας του Δημοσθένους, η ανόητος τάσις των θεωρούντων τους πολιτικούς αυτού λόγους ως αφηγήσεις ιστορικών γεγονότων επέφερε φυσικήν αντίδρασιν· οι νέοι κριτικοί επιπίπτουσιν άγριοι και κατά των ελαχίστων αυτού υπερβολών· ούτως ο Holm ευρίσκει «τρία χονδρά ψεύδη του αριστοτεχνήματος εκείνου της σοφιστείας, του γ' Φιλιππικού»· δηλαδή τον ισχυρισμόν ότι ο Φίλιππος, ότ' εκυρίευε χωρία τινά, είχεν ήδη ομόσει, ενώ πράγματι μόνον είχε πείσει τους Αθηναίους να λάβωσι τους όρκους· τον ισχυρισμόν ότι ο Φίλιππος εβάδιζε ταχύτατα εξαρτύσας «ψιλούς, ιππέας, τοξότας, ξένους», ισχυρισμόν αληθινόν, αλλ' αποκρύπτοντα ότι ήγε και βαρείαν φάλαγγα οπλιτών και τέλος την συκοφαντίαν, ότι ο Φίλιππος ήλθε προς τους Φωκείς ως σύμμαχος, ενώ πράγματι είχεν επίτηδες αφήσει τους σκοπούς του αμφιβόλους. Αλλ' ο κριτικός ο δεινολογών διά μικρολογήματα τοιαύτα, ολίγην έχει είδησιν περί κοινοβολευτικών αγώνων.
Αναμφισβήτητον είναι ότι ο Δημοσθένης παρέβαινε την λεπτήν συμπεριφοράν και την εθιμοτυπίαν, ότε κατηγόρει τους συμπρεσβευτάς του, και κατόπιν ότ' ενεδύθη εορτάσιμα διά την δολοφονίαν του Φιλίππου, αν και μόλις προ μικρού είχεν ο ίδιος χάσει την μόνην του θυγατέρα. Κατά τας αρχάς του εσχάτου πολέμου η ενέργεια του Φιλίππου ήτο τόσον άμεμπτος, όσον και η συμπεριφορά ετέρου Φιλίππου προς τον Γουλιέλμον της Οράγγης. Μεταξύ δε των δικανικών του Δημοσθένους λόγων ευρίσκομεν περιεργοτάτην μεταστροφήν. Κατά τα 350 έγραψεν Υπέρ Φορμίωνος κατ' Απολλοδώρου περί τραπεζιτικών χρημάτων και εκέρδισε την δίκην. Το δε ακόλουθον έτος έγραψεν υπέρ του Απολλοδώρου, Κατά Στεφάνου, εγκαλών ως ψευδομάρτυρα ένα των προηγουμένων του μαρτύρων και στηλιτεύων την πονηρίαν του Φορμίωνος. Και ίσως μεν ο Δημοσθένης ανεκάλυψε κατόπιν επιβαρυντικά τινα κατά του παλαιού του πελάτου, λ. χ. ότι ο Στέφανος είχε ψευδομαρτυρήσει. Αλλά σχετικώτερον προς το πρόβλημα φαίνεται το γεγονός, ότι κατ' αυτό εκείνο το έτος ο Απολλόδωρος ουχί άνευ ιδίου κινδύνου είχε προτείνει ό,τι προ μακρού επόθει ο Δημοσθένης, ήτοι την χρήσιν των θεωρικών προς πολεμικήν παρασκευήν και έκτοτε παρέμεινε πιστός του ρήτορος φίλος. Η δε υπόθεσις του Μειδίου είναι λαμπρόν παράδειγμα της υποταγής της ιδιωτικής φιλοτιμίας εις το δημόσιον συμφέρον. Ο Μειδίας, στενός φίλος του Ευβούλου, είχεν υβρίσει και ραπίσει τον Δημοσθένην, όντα χορηγόν κατά την εορτήν των Διονυσίων. Ο Δημοσθένης ητοιμάζετο να διώξη αυτόν [348] και έγραψε τον σωθέντα σφοδρότατον Κατά Μειδίου λόγον, όπου ζητεί την αυστηροτάτην αυτού τιμωρίαν. Εν τω μεταξύ όμως ήρχισαν αι περί της ειρήνης διαπραγματεύσεις του 346 και ο Δημοσθένης θέλων να συνεργασθή μετά του Ευβούλου, εδέχθη αποζημίωσιν και απέσυρε την μήνυσιν.
Αναγινώσκοντες τον Δημοσθένην και τον Αισχίνην ουδέποτε πρέπει να λησμονώμεν ότι έχομεν ενώπιον μας μεσημβρινόν λαόν, ευρισκόμενον εν τη αγωνία της υστάτης πάλης· εκεί αβρότης ή λεπτότης δεν υπάρχει, ουδέ στολισμός της μονομαχίας. Οι άνδρες μάχονται κρατούντες ξίφη γυμνά και αποβλέποντες εις τον σκοπόν. 0 Δημοσθένης ενόμιζε τους αντιπάλους του όχι σφαλλομένους πολιτικούς, αλλά προδότας επιόρκους, οίτινες επώλησαν την πατρίδα εις τον βάρβαρον. Εκείνοι πάλιν τον ενόμιζον, όχι ίσως προδότην, — τούτο ήτο αδύνατον — αλλά κακόβουλον και μανικόν άνθρωπον, εμποδίζοντα πάσαν ειρηνικήν διευθέτησιν των πραγμάτων. Αι λέξεις «προδότης» και «δωροδόκος» εκυκλοφορούντο τότε πανταχού, αλλ' ουδεμία απεδείχθη προδοσία, ουδέ πραγματική δωροδοκία, πλην εάν ονομάσωμεν ούτω την υπόθεσιν του Αρπάλου. Ταμιακά σκάνδαλα εν Αθήναις δεν υπήρχον, ουδέ καν νομικαί ατασθαλίαι· υπήρχε δε μοναδική τιμιότης εις την διαχείρισιν των κοινών. Οι Αθηναίοι ους επετίμα ως αδιαφόρους ο Δημασθένης, εδείκνυον έντασιν αυτοθυσίας και προσπαθείας, όσην ολίγοι πολιτισμένοι λαοί δύνανται σήμερον να υποστώσιν. Η περί δωροδοκίας υποψία κυρίαν αφορμήν είχεν ότι τότε οι Αθηναίοι ευρέθησαν ενώπιον εχθρού πολύ υπερτέρου κατά την υλικήν δύναμιν και την διπλωματικήν τέχνην. Τους εξέπλησσε το παράδοξον ότι ενώ ενίκων κατά τας πλείστας μάχας, αδιακόπως τα πράγματά των εγίνοντο χειροτέρα. Πώς ημιβάρβαρος βασιλεύς ενέπαιζε τους ευφυεστάτους των πολιτευομένων; Εξ άπαντος υπήρχε λοιπόν προδότης! Η σκέψις αύτη παρέφερε τον Δημοσθένη μέχρι μανίας. Έβλεπε γύρω κόσμον όλον προδοτών, και εφώρμα κατά τινος Αντιφώντος εν τω μέσω της οδού να τον συλλάβη. Κατά καλήν τύχην οι δικασταί ήσαν σωφρονέστεροι, και σχεδόν ουδένα κατεδίκαζον. Τα αυτά περίπου συνέβαινον και εν Ιταλία προ του 1848 και μετά ταύτα, ότε γενναίοι πατριώται κατηγόρουν αλλήλους ως προδότας. Αλλ' όμως οι άνδρες του 404, του 338 και αυτού του 262 π. Χ. ολίγους έχουσιν ίσους κατά την φιλοπατρίαν και την αυτοθυσίαν.
Άλλο δυσάρεστον αποτέλεσμα της υποψίας και του μίσους εκείνου είναι η υπερβολή και κατάχρησις της γλώσσης των αντιπάλων. Όχι βεβαίως εν τη εκκλησία του δήμου· διότι ο Δημοσθένης δημηγορών ουδέ μνημονεύει κανένα. Αλλ' ενώπιον των δικαστηρίων αι επιθέσεις ήσαν άγριαι, εκεί δε κατέληγον συχνά οι πολιτικοί αγώνες. Και σήμερον οι δικηγόροι επισωρεύουσι «σκάνδαλα», οπωσδήποτε σχετικά προς τους διαδίκους ή τους μάρτυρας. Αλλ' η κατά του Αισχίνου επίθεσις εν τω Περί του στεφάνου ήτο όλως εξαιρετική. Ο Δημοσθένης τον εμίσει κατάκαρδα. Αλλ' ίσως δεν θα κατέβαινε μέχρι του πατρός και της μητρός και της ανατροφής του, εάν μη ο Αισχίνης υπερηφανεύετο πάντοτε διά την καταγωγήν του, — διότι βεβαίως ήτο κοινωνικώς ανώτερος του Δημοσθένους και περισσότερον πεπαιδευμένος — και αν μη προσέβαλλεν αυτός τον Δημοσθένην ως πρόστυχον δημαγωγόν. Και πάλιν ίσως ο Δημοσθένης θα μετενόει διά τους κατά της γραίας σαρκασμούς του (315), είναι δε καλόν και οι νεώτεροι λόγιοι να μη ανευρίσκωσιν υπό τας λέξεις ανυπάρκτους σημασίας.
Ο Δημοσθένης (316) λοιπόν πρέπει να κρίνεται μετά των τότε καιρών. Ούτε άγιος ήτο, ούτε μέτριός τις άνθρωπος. Ήτο ανήρ μεγαλοφυής και υπό τινας επόψεις ήρως· βεβαίως «φανατικός», πάντοτε δε «πολιτευόμενος». Είναι αντιπρόσωπος των Αθηνών εις τον συνδυασμόν εκείνον της οξυνοίας και της δραστηριότητος μετά του ευγενούς ιδανικού, την ένωσιν εκείνην του πάθους και της τέχνης, την επιζήτησιν της ηθικής απόψεως των πραγμάτων ήτοι του αγαθού και του καλού, ήτις είναι το κύριον γνώρισμα των πλείστων συγγραφέων της Ελλάδος. Αν ονομάσωμεν ως ο Κοϊντιλιανός «κακόν» τον Δημοσθένη, πρέπει να είπωμεν κακόν και αυτόν τον Ησαΐαν. Τούτο σημαίνει είτε ότι γενναίαι λέξεις και στοχασμοί δεν εμφαίνουσιν αρετήν, είτε ότι τας ισχυράς ταύτας εκφράσεις της ψυχής δύναται να εκστομίση και αγύρτης. Αλλά τούτο δεν είναι πιστευτόν. Δύο χωρία του Δημοσθένους αντηχούσιν εις τα ώτα ημών ως πισταί εικόνες του ανδρός «Ου γαρ έστιν, ουκ έστιν, ω άνδρες Αθηναίοι, αδικούντα καπιορκούντα και ψευδόμενον δύναμιν βεβαίαν κτήσασθαι· αλλά τα τοιαύτα εις μεν άπαξ και βραχύν χρόνον αντέχει και σφόδρα γ' ήνθησ' επί ταις ελπίσιν αν τύχη, τω χρόνω δε φωράται και περί αυτά καταρρεί» (317).
«Αλλ' ουκ έστ' ουκ έστιν όπως ημάρτετ' άνδρες Αθηναίοι, τον υπέρ της απάντων ελευθερίας και σωτηρίας κίνδυνον αράμενοι, μα τους Μαραθώνι προκινδυνεύσαντας των προγόνων, και τους εν Πλαταιαίς παραταξαμένους και τους εν Σαλαμίνι ναυμαχήσαντας και τους επ' Αρτεμισίω και πολλούς ετέρους τους εν τοις δημοσίοις μνήμασι κειμένους αγαθούς άνδρας, ούς άπαντας η πόλις της αυτής αξιώσασα τιμής έθαψεν, Αισχίνη, ουχί τους κατορθώσαντας αυτών, ουδέ τους κρατήσαντας μόνους» { It cannot be, Athenians, that you did wrong when you took upon you the battle for the freedom and safety of all. No, by our fathers who first met the Μede at Marathon, by the footmen of Platοea, by the sailors of Salamis and Artemisium, by all the brave men lying in our national sepulchres — whom the city has interred with honour, ΑEschines, all alike, not only the successful or the victorious! It cannot be, Athenians, that you did wrong when you took upon you the battle for the freedom and safety of all. No, by our fathers who first met the Μede at Marathon, by the footmen of Platοea, by the sailors of Salamis and Artemisium, by all the brave men lying in our national sepulchres — whom the city has interred with honour, ΑEschines, all alike, not only the successful or the victorious! } (318).
Αν και συχνότατα και στερεοτύπως επαινούμεν την ελληνικήν λογοτεχνίαν,
σπανίως ενθυμούμεθα το μοναδικόν μάκρος της ζωής της. Από των προϊστορικών
αρχών του έπους μέχρι Ναύλου του Σιλεντιαρίου και του Μουσαίου, δηλαδή μέχρι
του έκτου μ. Χ. αιώνος, ουδεμία υπήρξε γενεά στερουμένη ωραίας ποιήσεως,
μάλλον ή ήττον πρωτοτύπου. Από δε του Εκαταίου μέχρι της αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως υπήρχε σχεδόν αδιάκοπος άλυσις ιστορικών, και δύναται
κατά μίαν έποψιν να λεχθή ότι η ιστορία την τελειοτάτην έκφρασίν της ηύρε κατά
τον β' αιώνα π. Χ. διά του στόματος του Πολυβίου. Έτι δε προφανέστερον η
φιλοσοφία διέλαμψε κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους· πολλοί δε διατείνονται
ότι, αν υπήρξαν προ του Πλάτωνος μεγάλοι κατ' ιδίαν φιλόσοφοι, τα μέγιστα όμως
της θεωρίας κατορθώματα δεν επετελέσθησαν ειμή διά του Επικτήτου και του
Πλωτίνου. Η δε γραμματεία της γνώσεως και της φυσικής επιστήμης αρχίζει μόνον
από του σημείου, όπου λήγει το προκείμενον βιβλίον. Επίσης δύναται να λεχθή ότι
ο σπουδαιότατος παράγων της δημιουργικής λογοτεχνίας, ο έρως, είχε σχεδόν
εκπέσει των δικαιωμάτων του καθ' όλην την αττικήν περίοδον και ότι ο Μίμνερμος
και η Σαπφώ δεν απέκτησαν άξιον διάδοχον προ της εμφανίσεως του
Θεοκρίτου.
Και όμως ο θάνατος του Δημοσθένους είναι πράγματι μέγα όριον. Δηλαδή προ αυτού μεν η ελληνική λογοτεχνία υπήρξεν απολύτως μοναδική· μετ' αυτόν δε είναι απλώς πρώτης τάξεως λογοτεχνία, όπως η λατινική ή η γαλλική ή η ιταλική. Βεβαίως αδύνατον είναι να χαράξη κανείς γραμμήν χωρίζουσαν την δημιουργίαν από της απλής εφαρμογής· αλλά κατά την κοινήν των λέξεων σημασίαν προ του θανάτου του Δημοσθένους οι Έλληνες ποιηταί, λογογράφοι, φιλόσοφοι και ρήτορες αληθώς εδημιούργουν, δηλαδή παρήγον πράγματα, των οποίων ουδαμού ευρίσκοντο πρότυπα· κατόπιν δε απλώς εφήρμοζον και ετελειοποίουν, παράγοντες πράγματα παρόμοια προς άλλα, υπάρχοντα προτού.
Αύτη είναι η μία μεγάλη διαφορά· η άλλη είναι παραπλησία. Είδομεν πως η ήττα του 404 εμάρανε τας ελπίδας των Αθηνών, εσάλευσε την πίστιν αυτών εις τον ίδιον προορισμόν και εις την ανθρωπίνην πρόοδον. Κατόπιν αι ήτται της Χαιρωνείας και της Κραννώνος απέσβεσαν και τους απομείναντας σπινθήρας. Αι Αθήναι και η όλη διανοουμένη Ελλάς είδον εναργή την εκ των μεγάλων μαχών προκύπτουσαν αμείλικτον αλήθειαν, ότι εν τέλει κατισχύει η υλική βία. Η ελευθέρα πολιτική ζωή παρήλθεν. Αι δε πολιτικαι θεωρίαι ήσαν άχρηστοι, διότι οι δορικτήτορες δεν ήκουον αυτάς. Και αυτός ο Αριστοτέλης ο γενόμενος διδάσκαλος του Αλεξάνδρου και διατελών φίλος αυτού, εθεώρει ότι αι κατακτήσεις και το όλον σύστημα του Αλεξάνδρου ήσαν εντελώς άσχετα προς οιανδήποτε λογικήν σύστασιν της κοινωνίας. Την ιδέαν ταύτην εχάραξαν βαθυτέραν τα γεγονότα των δύο κατόπιν αιώνων και πολιτικαί φιλοδοξίαι δεν εκίνουν πλέον ούτε την ζωήν ούτε την λογοτεχνίαν. Βεβαίως πολλαί γενεαί και πολλοί λαοί έζησαν καλώς και άνευ ελευθερίας πολιτικού βίου ή Λόγου ή σκέψεως. Αλλ' αυτά τόσον ήσαν ερριζωμένα εντός της καρδίας της ελληνικής φυλής, ώστε ωλιγοψύχησεν αφότου εστερήθη τούτων.
Οι άνθρωποι του μεσαίωνος και οι Ανατολίται αντί διαφέροντος είχον τουλάχιστον θερμήν θρησκευτικήν πίστιν. Αλλά οι μεταγενέστεροι Έλληνες εστερούντο και της παραμυθίας ταύτης. Ήδη από του πέμπτου αιώνος η θρησκεία εψυχορράγει μεταξύ των πεπαιδευμένων μετά δε τον τέταρτον δεν ήτο άξια ουδέ καν να πολεμηθή· εθεωρείτο δηλαδή μωρία χρήσιμος μόνον εις τον όχλον πας δε φιλόσοφος ηρωτάτο αν είχε τίποτε άλλο προς αντικατάστασιν αυτής· προς ικανοποίησιν δε της ζητήσεως ταύτης κατηναλώθη κατά τον τέταρτον αιώνα πολλή ευφυία. Εξ ενός αι Αθήναι επληρώθησαν περιέργων θρησκευμάτων αναζησάντων, εισαχθέντω ή εφευρεθέντων· η δεισιδαιμονία ήτο τότε σπουδαίον στοιχείον της ζωής· τούτο υποδεικνύει μεν και η επιμονή του Επικούρου εις το ζήτημα τούτο, καθώς και αι κωμωδίαι του Αντιφάνους και του Μενάνδρου, ο Οιονιστής και ο Δεισιδαίμων αλλά διαρρήδην μαρτυρούσιν αι σωθείσαι επιγραφαί. Εξ άλλου ήλθον τα μεγάλα Φιλοσοφικά συστήματα, τρία των οποίων ήσαν καθαυτό θρησκευτικά, αρμόζοντα μάλλον εις τον έκτον π. Χ. αιώνα ή τον τρίτον. Οι μεν Κυνικοί εφρόντιζον μόνον περί της αρετής και της σχέσεως της ψυχής προς τον θεόν· ο δε κόσμος και η σοφία του και αι τιμαί του δι' αυτούς ήσαν άχυρα. Οι δε Στωικοί και οι Επικούρειοι, καίπερ διαφέροντες εντελώς εκ πρώτης όψεως, ήσαν σχεδόν όμοιοι κατά τον τελικόν σκοπόν. Αυτοί κυρίως εφρόντιζον περί της ηθικής δηλαδή του πρακτικού ζητήματος, πώς πρέπει να κανονίζη ο άνθρωπος τον βίον. Και ησχολήθησαν μεν ολίγον και αι δύο σχολαί εις την επιστήμην, οι μεν Επικούρειοι εις την φυσικήν, οι δε Στωικοί την λογικήν και την ρητορικήν, αλλά μόνον ως μέσον άγον προς τον κύριον σκοπόν. Οι Στωικοί επεζήτουν να προσελκύσωσι τας καρδίας και τας συνειδήσεις των ανθρώπων διά δεξιότητος περί αφηρημένα επιχειρήματα και διά εξάρσεως των στοχασμών και της εκφράσεως, οι δ' Επικούρειοι να καθοδηγήσωσι την ανθρωπότητα εις τον προορισμόν της χωρίς να υποδουλωθή εις ιδιοτρόπους θεούς ή να θυσιάση την ελευθέραν βούλησιν.
Δύο μόνον μεγάλα συστήματα απέμειναν περισσότερον σκεπτόμενα και ολιγώτερον παθαινόμενα· η Ακαδήμεια, ήτις μετά τον θάνατον του ιδρυτού της και του Σπευσίππου εστράφη από παραδόξου μεταφυσικής εις κριτικήν και σκεπτικήν εκλεκτικότητα, και το Λύκειον ή ο Περίπατος, όπου η γνώσις ωργανώθη κατά τρόπον αποτελούντα το κυριώτατον γνώρισμα της περιόδου ταύτης. Ο ιδρυτής αυτής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ο Σταγιρίτης (384-322 π. Χ.) και κατά τον χαρακτήρα και κατά τους χρόνους ίσταται μεταξύ φιλοσόφου των Αθηνών και λογίου της Αλεξανδρείας. Ήλθεν εις τας Αθήνας δεκαεπταέτης και διέμεινεν ενταύθα είκοσιν έτη. Αλλά ηνδρώθη υπό την σκιάν του Μακεδόνος, έχων πατέρα τον ιατρόν του Αμύντα του β'· δεν ηγάπα λοιπόν τους δημοκρατικούς, ουδ' εφρόντιζε περί της πολιτικής τύρβης των Αθηνών· το πρώτον έργον, όπερ εδημοσίευσεν, επιστολή κατά το ύφος του Ισοκράτους, ήτο προτρεπτικός εις φιλοσοφίαν, όπου ο θεωρητικός βίος προκρίνεται του αντιθέτου, του πρακτικού· εις την αρχήν ταύτην παρέμεινε πιστός ο Αριστοτέλης μέχρι τέλους. Κύριον διδάσκαλον είχε τον Πλάτωνα· αλλ' ήτο ακόρεστος εραστής της γνώσεως, καταγινόμενος όχι μόνον εις την ιστορίαν της προηγουμένης φιλοσοφίας, εις τας μαθηματικάς ζητήσεις του Ευδόξου και τα μυστήρια των Πυθαγορείων, αλλά και εις λεπτομερείς σπουδάς, καθώς την συναγωγήν των δραματικών διδασκαλιών και των ειδών των πολιτευμάτων. Τας προς τον διδάσκαλόν του σχέσεις απεικονίζει καλώς η περίφημος φράσις των Ηθικών· [Α', 6 σ. 1095 α 16] «δυοίν γαρ όντοιν φίλοιν, όσιον προτιμάν την αλήθειαν» { Both being dear, I am bound to prefer Truth! } Άλλος περισσότερον αφωσιωμένος ή ολιγώτερον πρωτότυπος μαθητής, π.χ. ο Σπεύσιππος, δεν ήθελεν αντιθέσει τον Πλάτωνα προς την αλήθειαν. Μετά τον θάνατον του Πλάτωνος (347) σχολάρχης της Ακαδημείας εξελέγη ο Σπεύσιππος, τότε δε ο Αριστοτέλης ενόμισε πρέπον ν' αφήση τας Αθήνας, καθώς και ο Ξενοκράτης, ο μετέπειτα διάδοχος του Σπευσίππου. Ο Αριστοτέλης, περάσας τρία έτη εν Άσσω της Μυσίας, ενυμμεύθη την Πυθιάδα, την ανεψιάν του εκεί δυνάστου, κατά τρόπον ρωμαντικόν, αφού δηλαδή την έσωσεν από τινος οχλαγωγίας. Κατά δε το 343 π. Χ. προσεκλήθη εις την Πέλλαν υπό του Φιλίππου, και ανέλαβε την εκπαίδευσιν του Αλεξάνδρου, όστις ήτο τότε δέκα τριών ετών.
Περί των μαθημάτων εκείνων ουδέν είναι γνωστόν και πιθανώς ολίγα είχον κοινά ο ζηλωτής του Αχιλλέως και ο μέγας θεωρητικός, πλην τούτου μόνον, ότι και οι δύο ήσαν υπέροχοι. Γνήσιος φίλος του Αριστοτέλους ήτο, φαίνεται, ο Φίλιππος. Ο Αριστοτέλης είχεν ίσως ποθήσει, καθώς ο Πλάτων και ο Ισοκράτης, να προσηλυτίση κανένα ηγεμόνα· τουλάχιστον έκαμε προ του Φιλίππου δύο πειράματα επί δύο μικρών δυναστών, του Θεμίσωνος της Κύπρου και του Ερμείου, του θείου της γυναικός του. Έν έτος μετά τον θάνατον του Φιλίππου, ο μεν Αριστοτέλης επανήλθεν εις τας Αθήνας, ο δε Αλέξανδρος εξεστράτευσε κατά των Περσών. Αλλ' ο Αριστοτέλης ουδέποτε είχεν επιδοκιμάσει το σχέδιον της κατακτήσεως της Ασίας· διότι δεν ήτο «θεωρητικόν». Αλλά και την άλλην του συμβουλήν, ότι ο κατακτητής έπρεπε να είναι των μεν Ελλήνων ηγεμών, των δε βαρβάρων κύριος, απέρριψεν ο Αλέξανδρος, επιμένων να μη κάμνη διάκρισιν μεταξύ των δύο. Yπήρχεν επίσης και άλλη μεταξύ των προστριβή, ιδιαιτέρα και χειροτέρα· κάποιος Καλλισθένης, τον οποίον ο Αριστοτέλης του αφήκεν ως σύμβουλον, εθεωρήθη ως μέτοχος συνωμοσίας και εθανατώθη. Αλλά φανερά διάστασις διδασκάλου και μαθητού δεν επήλθεν. Κατ' εκείνο δε πιθανώς το έτος (335) ο Αριστοτέλης ίδρυσε την φιλοσοφικήν σχολήν του εντός οικοδομής, εχούσης «περίπατον», ήτοι στεγασμένον ηλιακόν, και κειμένης πλησίον του άλσους του Λυκείου Απόλλωνος, ολίγον έξω του άστεως (319). Τούτο ήτο ίδρυμα μάλλον ομοιάζον προς τας βιβλιοθήκας της Αλεξανδρείας ή προς την Ακαδήμειαν και πιθανώς έχον, όπως εκείναι, χορηγίαν βασιλικήν. Η παντοφάγος πολυμάθεια του Αριστοτέλους και η οργανωτική του μεγαλοφυία εύρον εκεί τον εντελή προορισμόν των. Εκεί ο φιλόσοφος περιστοιχούμενος υπό των συμφιλοσοφούντων, καθωδήγει αυτούς εις ποικίλας ερεύνας και συλλογάς· ήκουεν αντιλογίας και επέκρινεν αυτάς ελευθέρως· και τοιουτοτρόπως ανήγειρε το γιγάντειον εκείνο οικοδόμημα, της ωργανωμένης και αιτιολογουμένης γνώσεως, όπερ υπήρξε το θαύμα των έκτοτε γενεών.
Τα συγγράμματα του Αριστοτέλους οι μεταγενέστεροι περιπατητικοί διήρεσαν εις εξωτερικούς και ακροαματικούς λόγους, δηλαδή έργα προς δημοσίευσιν και υπομνήματα προς διδασκαλίαν. Η δόξα δε του φιλοσόφου κατά τους αρχαίους χρόνους εστηρίζετο εντελώς εις την πρώτην τάξιν, και ιδίως εις τους δημωδεστέρους διαλόγους· και όμως είναι πράγματι περίεργον, ότι εξαιρουμένης ίσως της Αθηναίων πολιτείας, ουδέ έν έργον της σειράς εκείνης διεσώθη. Ο ημέτερος Αριστοτέλης δεν περιλαμβάνει συμπληρωμένα και προσωπικά έργα τέχνης, καθώς είναι οι διάλογοι του Πλάτωνος αλλά μόνον υπομνήματα, δηλαδή τας χάριν της σχολής σημειώσεις. Τούτο εξηγεί τους υπαινιγμούς και τας ελλείψεις του ύφους, τα ανέκδοτα και τα παραδείγματα, τα οποία μνημονεύονται χωρίς ν' αναπτύσσωνται· εξηγεί επίσης τας επαναλήψεις και παραδρομάς και τας ενιαχού αντιφάσεις. Διάφοροι συμφιλοσοφούντες, συνεκόμισαν ύλην, ποικίλοι δε σχολάρχαι επανέλαβον και επεξειργάσθησαν τα μαθήματα. Ούτως η Ρητορική του εστηρίζετο μεν επί των συλλογών του μαθητού Θεοδέκτου, επεξετάθη δε κατόπιν υπό του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα Φυσικά καταριθμούνται εις τον Αριστοτέλη· το δε Περί φυτών εις τον Θεόφραστον· αλλά προφανώς και οι δύο ειργάσθησαν και εις τα δύο. Τα Ηθικά περιέχουσιν ευδιάκριτα ίχνη τριών σχολαρχών, δηλαδή αυτού του διδασκάλου, του Ευδήμου και άλλου τινός. Των Μετά τα φυσικά πιθανώς αι κύριαι γραμμαί διεγράφησαν κατά τας αρχικάς θεωρίας του Αριστοτέλους. Το δε Περί ποιητικής φαίνεται ως προσωπική απάντησις αυτού προς την πρόκλησιν, ήν εν τη Πολιτεία (σ. 607 ό προτείνει ο Πλάτων «τοις προστάταις αυτής (της ποιήσεως), όσοι μη ποιητικοί, φιλοποιηταί δε, άνευ μέτρου λόγον υπέρ αυτής ειπείν». Αλλά πάντα τα έργα ταύτα φέρουσι προσθήκας και σχόλια άλλων διδασκάλων. Πολιτεύματα δε διάφορα η σχολή συνέλεξε και ανέλυσεν 158 εκ των τότε υπαρχόντων. Αυτός δε ο Αριστοτέλης έγραψε την Πολιτείαν των Αθηναίων και των Σπαρτιατών· αλλ' εδημοσίευσε το μέγα θεωρητικόν του σύγγραμμα, τα Πολιτικά, πριν οι συλλέκται του συμπληρώσωσι το έργον των (320).
Ήμισυν αιώνα μετά τον θάνατον του Αριστοτέλους ο Περίπατος εξέπεσεν εις ασήμαντον ίδρυμα, τα δε έργα του διδασκάλου ολίγον ανεγινώσκοντο μέχρι της ρωμαϊκής περιόδου, ότε η σπουδή αυτών ανεζωπυρήθη. Αίτιον της ολιγωρίας ήτο πρώτον μεν ότι πολλά τούτων ήσαν ρηξικέλευθα· ταύτα δε ταχέως παραμερίζονται, καθόσον άλλοι προχωρούσι πατούντες επ' αυτών. Έπειτα δε ότι εχρειάζετο χρήμα προς νέας ερεύνας, οι δε ποικίλοι «διάδοχοι» του Αλεξάνδρου τας χορηγίας των εφύλασσον χάριν των ιδικών των πόλεων. Αλλά προς τούτοις κατεφάνη ή μάλλον απεδείχθη εκ της πείρας αυτού του Αριστοτέλους, ότι η παντογνωσία υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην δύναμιν. Τα μεγάλα καθιδρύματα της Αλεξανδρείας προθύμως εδαπάνων χάριν ωρισμένων τινών κλάδων, οίον της αρχαίας ποιήσεως ή της μηχανικής, περισσότερον κόπον και χρήμα ή όσον ηδύνατο να διαθέση το Λύκειον χάριν της όλης εγκυκλοπαιδικής σοφίας. Και αυτός ο πολυμαθέστατος Ερατοσθένης μεγάλως υπελείπετο του Αριστοτέλους.
Αι Αθήναι παρέμειναν έδρα της φιλοσοφίας. Αλλ' η κυρίως λογοτεχνία προσειλκύσθη βαθμηδόν εις τόπον, όπου ηδύνατο να εύρη καλούς μισθούς και αναπαύσεις. Και κατά τους ενδόξους χρόνους οι ποιηταί είχον συναχθή εις τας αυλάς του Ιέρωνος και του Αρχελάου. Τότε δ' όμως αι Αθήναι υπερείχον των ενδιαιτημάτων εκείνων διά της ελευθερίας του λόγου και της σκέψεως και διά της συμπαθείας και της συμμέτρου αναπτύξεως των συγγραφέων και του κοινού· επί πλέον δε διότι κατά το πλείστον του πέμπτου αιώνος ήσαν ο ασφαλέστατος και ησυχώτατος εν τω κόσμω τόπος διαμονής. Αλλ' από του τετάρτου δεν ήσαν. Περισσοτέραν ασφάλειαν παρείχον αι πρωτεύουσαι πόλεις των μεγάλων μοναρχών, τας οποίας επροστάτευον στρατοί πολυάριθμοι και ησκημένοι. Ούτως ασφαλής ήτο η Πέλλα, η Αντιόχεια και μετά την εκδίωξιν των Γαλατών η Πέργαμος· ασφαλεστάτη δε η Αλεξάνδρεια. Κοινωνία δε βαθέως αισθανομένη ουδαμού υπήρχε πλέον. Ο λογογράφος έπρεπε κατ' ανάγκην να είναι λόγιος και το μέτρον της λογιότητος κατά τους χρόνους εκείνους ήτο υπερβολικόν. Διότι αδιακόπως εγράφοντο νέα βιβλία χάριν των ήδη αναγνωσάντων πάντα τα προτού, αλλά ταύτα μόλις ήσαν καταληπτά εις τους επιλοίπους. Ποιητής του τρίτου αιώνος — αλλά και πολύ πρότερον ποιητής ως ο Αντίμαχος — ήλπιζε ν' αναγνωσθή μόνον υπό τινων ομοτέχνων, δηλαδή ανθρώπων εχόντων αρκετήν άνεσιν και μάθησιν, όπως ευκόλως παρακολουθώσι τα διανοήματά του.
Μόνον έν εκ των λογοτεχνικών ειδών, η κωμωδία παρέμεινε πιστή εις την γενέθλιόν της γην. Η αττική ευφυία, η ελευθερία του λόγου, το δραματικόν πνεύμα δεν ήτο δυνατόν να μεταφυτευθώσιν. Η μέση και η νέα κωμωδία ήσαν πιθανώς υπέρ παν άλλο το αυτόματον και πρωτότυπον λογοτέχνημα των τότε χρόνων. Η διαίρεσις μεταξύ των δύο περιόδων δεν ήτο σαφής. Η μέση κωμωδία αδρομερώς χρονολογείται από του 404 μέχρι του 338, του έτους της εν Χαιρωνεία μάχης, γνωρίζεται δε εκ της προς την παρωδίαν αγάπης και της γελοιοποιήσεως των ποιητών και των μύθων. Η δε νέα, καθώς ήδη είπομεν, εξέτεινε τον κύκλον της εις πάντα τα θέματα της καθημερινής ζωής. Η πλοκή αυτής είναι έντεχνος και πολλάκις αληθοφανής. Διότι οι χρόνοι των «διαδόχων» ήσαν πλήρεις περιπετειών και ραδιουργιών, η δε πραγματική ζωή παρείχεν εις την σκηνήν πρότυπα μισθοφόρων, κλεμμένων κορών, τυχοδιωκτών μετά παραδόξων μεταβολών της τύχης, επίσης δε παρασίτων και εταιρών. Και η φράσις της νέας κωμωδίας ομοιάζει προς την ζωντανήν· διότι είναι γλώσσα βασιζομένη εις την ζωήν, και μη απομακρυνομένη της ζωής, εντελώς αντίθετος της τεχνητής καλλονής του τότε έπους και της ελεγείας, τείνουσα να φανή «αστική και καθαρά» και χαρίεσσα, αλλ' όχι επιτετηδευμένη. Ο ΑΝΤΙΦΑΝΗΣ και ο ΑΛΕΞΙΣ ανήκοντες εις την μέσην κωμωδίαν, έγραψαν πλέον των 200 κωμωδιών έκαστος (321), ο δε ΑΛΕΞΆΝΔΡΟΣ και ο ΦΙΛΗΜΟΝ πλέον των 200 ομού (322). Περί του ανηθίκου της νέας κωμωδίας ελέχθησαν πολλά, καθόλου ειπείν αδίκως. Διότι γενικώς οι ποιηταί έκλινον προς την ηθικήν, αλλά συστηματικώς απείχον από παντός υψηλού τόνου και ίσως παρέβλεπον την δραματικήν και υπέροχον όψιν των ευγενεστέρων φάσεων της ζωής. Ο Μένανδρος ήτο πιστός φίλος του Επικούρου, κατακρινόμενος και αυτός ως υπερμέτρως εγκωμιάζων την ηδονήν. Η τέχνη και η δύναμις της μέσης κωμωδίας εις την περιγραφήν συμποσίων παριστάνεται κάποτε ως σύμπτωμα της τότε αγροικίας. Αλλά το συμπόσιον ήτο ανέκαθεν έν των στοιχείων της κωμωδίας· πώς ήτο δυνατή κωμωδία χωρίς κώμον; Αλλά και αι σωζόμεναι μαρτυρίαι παραπλανώσιν ημάς, προερχόμεναι κυρίως εκ των Δειπνοσοφιστών του Αθηναίου, βιβλίου, όπερ έθελξε την αρχαιότητα διά των παρατιθεμένων περί συμποσίων περικοπών και αποφθεγμάτων. Αλλά προ πάντων πρέπει να ενθυμώμεθα ότι η μέση κωμωδία επί χρόνων απορίας και πάσα γραμματεία μαρτυρεί ότι πεινασμένοι ακροαταί καταβροχθίζουσιν απλήστως φανταστικά δείπνα. Όπισθεν των μακρών εκείνων καταλόγων των οψαρίων και των κρεάτων υπήρχε πολλή φαιδρότης, αλλά και ίση δυστυχία.
Σπουδαίον ελατήριον της πλοκής της νέας κωμωδίας απετέλει ο ρωμαντικός και περιπετειώδης έρως, τοιούτος δ' ευρίσκετο τότε μεταξύ ταραχωδών υποθέσεων και χαρακτήρων διεφθαρμένων. Των σατυρικών δραμάτων αύται αι ηρωίδες ήσαν εταίραι. Άλλων πολύ περισσοτέρων τα κύρια πρόσωπα εσώζοντο εκ των ονύχων των εταιρών και των συντρόφων των. Άλλων πάλιν, ολιγωτέρων, αι ηρωίδες είχον, ως φαίνεται, κάποιον «παρελθόν», αλλ' ουχ ήττον παριστάνοντο συμπαθητικαί. Τέλος έν ή δύο, καθώς η Άμαστρις του Διφίλου, ως ηρωίνην είχον ενάρετον, ή τουλάχιστον σεβαστήν, ηγεμονίδα, το δε έργον ήτο καθαυτό ιστορικόν δράμα. Πάντως δε το αισθηματικόν μέρος ήτο περισσότερον παρά το κωμικόν.
Ο Φιλήμων εν τέλει απήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν και ο Μάχων έζησεν εκεί· αυτοί όμως ήσαν εξαιρέσεις. Ο Μένανδρος έμεινε πάντοτε πιστός εις τας Αθήνας. Η περί του ανδρός τούτου αντίληψις ημών πηγάζει αφ' ενός μεν εκ του περιφήμου αγάλματός του και των φανταστικών επιστολών (323), άς έγραψεν εν ονόματι του Μενάνδρου ο σοφιστής Αλκίφρων (περί τα 200 μ. Χ.), αφ' ετέρου δ' εκ των πολυαρίθμων αυτού αποσπασμάτων. Αι επιστολαί εκείναι είναι δεξιώταται και καθιστώσιν αγαπητόν τον πεπαιδευμένον και εύκολον την φύσιν ποιητήν, όστις ουδέν άλλο ηγάπα παρά τα γράμματα και την ησυχίαν και ανεξαρτησίαν του και δεν εδέχετο αντί οποιουδήποτε μισθού να κατοικήση εις την αυλήν της Αλεξανδρείας ή να γράψη κωμωδίας χάριν των πολλών, όπως αποκομίση όσα ο Φιλήμων άθλα (324).
Όπως εις την κωμωδίαν, ούτω και εις την ελεγειακήν και την επικήν ποίησιν υπεισήλθε το αυτό περιπετειώδες ερωτικόν διαφέρον και ανύψωσεν αυτάς εις μεγίστην ακμήν. Η μεταγενεστέρα ελληνική ελεγεία δεν ήτο μόνον αυτή περικαλλής, αλλ' είχε και μεγάλην επίδρασιν· δηλαδή ο Καλλίμαχος, ο Ευφορίων, και ο Φιλητάς είναι οι κυρίως εμπνεύσαντες την μικρόβιον λατινικήν ελεγείαν. ΦΙΛΗΤΑΣ. [ο Τηλέφου, Κώος (περίπου 338-285 π. Χ.)] είναι ο πρώτος αντιπρόσωπος της αλεξανδρεωτικής ελεγείας· ωχρός μελετητής, τόσον ισχνός, ώστε «σφαίρας εκ μολίβου πεποιημένας είχε περί τω πόδε, ως μη υπό ανέμου ανατραπείη», κριτικός του Ομήρου, διδάσκαλος του Πτολεμαίου του β' και του Θεοκρίτου· ποιητής ερωτικών ελεγειών, εις τας οποίας έδωκε το όνομα της ερωμένης του Βιττίδος, και ενός ειδυλλίου περί Οδυσσέως και Πολυμήλης. Ο Φιλητάς και ο ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΗΣ ο Σάμιος, του οποίου πολλά χαριτωμένα επιγράμματα διέσωσεν η Ανθολογία (325), ήσαν οι μόνοι ζώντες ποιηταί, τους οποίους ο Θεόκριτος ανεγνώριζεν ως ανωτέρους του. Ο δε φίλος του Φιλητά, ΕΡΜΗΣΙΑΝΑΞ ο Κολοφώνιος μας αφήκε μόνον έν μακρόν απόσπασμα, περιέχον απλούν σχεδόν κατάλογον αρχαίων εραστών, ο οποίος θα συνεκίνησε πολλούς των αναγνωστών του Αθηναίου ως γλυκεία και μακρινή απήχησις. Αλλ' ο ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ, [ο Κυρηναίος ευπατρίδης (περίπου 310-240 π. Χ.) ο εισελθών εις την υπηρεσίαν του ανακτόρου και της βιβλιοθήκης], ο αρχαιολόγος και ποιητής, υπερηκόντισε κατά την δόξαν και την επίδρασιν πάντας ίσως τους από Πλάτωνος μέχρι Κικέρωνος λογογράφους. Διότι ενόησε και εξέφρασεν ό,τι εχρειάζοντο και ό,τι ηδύναντο να εκτιμήσωσιν οι σύγχρονοί του. Οι δημιουργικοί χρόνοι κατ' αυτόν είχον περάσει και ήτο αδύνατον να γράφη τις τότε καθώς ο Όμηρος, ο Ησίοδος ή ο Αισχύλος· όπως εκείνοι έγραψαν χάριν του καιρού των, ούτως, ενόμιζε, και ημείς πρέπει ν' ακολουθήσωμεν τον ιδικόν μας και όχι να γελωτοποιώμεθα, διαγωνιζόμενοι προς αυτούς επί του ιδικού των εδάφους. Τώρα δυνάμεθα να γράψωμεν μόνον μικρά ποιήματα κομψά και τέλεια καθ' έκαστον στίχον. Αλλά τα σωζόμενα λείψανα του Καλλιμάχου δεν είν' ευάρεστα εκτός ολίγων ωραίων επιγραμμάτων και της εις Λουτρά της Παλλάδος ελεγείας. Τα λοιπά φαίνονται κάπως ψυχρά και επιζητούντα να εκπλήξωσιν· εκ τούτου δε παραβλάπτεται η ποίησις του μεγάλου κριτικού· ίσως δε πολλοί προτιμώσι τον Απολλώνιον, όστις παρέβη την απαγόρευσιν του διδασκάλου (326).
Ο ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ επεχείρησε να γράψη έπος κατά την παλαιάν τέχνην, δηλαδή μακρόν, τολμηρόν, έχον σύνθεσιν εντελώς απλήν και γλώσσαν μη επιγραμματικήν. Τοιαύτην ποίησιν ηγάπα και ενόει αυτός να γράψη. Αλλά τα Αργοναυτικά απέτυχον εν Αλεξανδρεία και ο Απολλώνιος ανεχώρησεν εις την Ρόδον, όπου επεξειργάσθη δευτέραν έκδοσιν του έργου· [εκεί δε διδάσκων ρητορικήν, ετιμήθη και επωνομάσθη Ρόδιος]. Ζων είχε μικρόν κύκλον θαυμαστών διότι το πολύ κοινόν ηκολούθει την προς το σύντομον και λαμπρόν ύφος ροπήν του Καλλιμάχου. Και αυτός ο Κάτουλλος και ο Προπέρτιος ήσαν Καλλιμάχειοι. Εις τον Βεργίλιον απέκειτο να κατακτήση τον κόσμον διά ποιήματος, όπερ εγράφη κατά το έπος του Απολλωνίου και είχε πολλά της συνθέσεως εκείνου, γλώσσαν δε κατά στίχον δανεισθείσαν παρ' αυτού. Εννοείται δ' όμως ότι ο μεν Βεργίλιος είχεν ανωτέραν τινά «αποστολήν», όπως γράψη το εθνικόν έπος της πατρίδος του, τον δε Απολλώνιον ουδείς είχε καλέσει να εγκωμιάση τους Αργοναύτας, τούτο δε καθ' εαυτό παρέχει περισσότερον εις τον Βεργίλιον διαφέρον. Αλλά πάντως η Μήδεια και ο Ιάσων των Αργοναυτικών είναι ζωηρότεροι και φυσικώτεροι των αντιγράφων των, ήτοι της Διδούς και του Αινείου της Αινειάδος. Ο άγριος έρως της μαγίσσης φαίνεται παράδοξος επί της βασιλίσσης της φιλοπόνου Καρχηδόνος και τα δύο κύρια γνωρίσματα του Ιάσονος, η αδυναμία, η οποία τον καθιστά προδότην, και η γλυκύτης, η οποία τον αντιθέτει προς την Μήδειαν, έρχονται ασύμφωνα προς τον γενάρχην της Ρώμης. Δύο περικοπαί δύνανται ίσως να εκλεχθώσιν ως εξόχως χαρακτηρίζουσαι την αλεξανδρεωτικήν ποίησιν. Το πρώτον είναι η γνώμη του Καλλιμάχου (εν τω εις Απόλλωνα ύμνω, 107 κεξ.)
Ασσυρίου ποταμοίο μέγας ρόος, αλλά τα πολλά
λύματα γης και πολλόν εφ' ύδατι συρφετόν έλκει.
Δηοί δ' ουκ από παντός ύδευς φορέουσι μέλισσαι,
αλλ' ήτις καθαρή τε και αχράαντος ανέρπει
πίδακος εξ ιερής ολίγη λιβάς, άκρον άωτον
{ Great is the sweep of the river of Assyria ; but it bears many scourings of earth on the food of it, and much driftwood to the sea. Apollo's bees draw not their water everywhere: a little dew from a holy fount, the highest bloom of the flower }
Το δε άλλο είναι η απάντησις της Μηδείας, ότε ο Ιάσων ήθελε να ομιλήση προς τον πατέρα της Αιήτην και να συμφωνήση περί του γάμου της, καθώς ο Θησεύς εζήτησε την Αριάδνην παρά του Μίνωος. Η Μήδεια του λέγει [Αργοναυτικών Γ' 1105]
«Ελλάδι που τάδε καλά, συνημοσύνας αλεγύνειν
Αιήτης δ' ου τοίος εν ανδράσιν, οίον έειπας
Μίνω Πασιφάης πόσιν έμμεναι· ουδ' Αριάδνη
ισούμαι· τω μήτι φιλοξενίην αγόρευε.
αλλ' οίον τύνη μεν εμεύ, ότ' Ιωλκόν ίκηαι,
μνώεο· σείο δ' εγώ και εμών αέκητι τοκήων
μνήσομαί· έλθοι δ' ήμιν απόπροθεν ηέ τις όσσα,
ηέ τις άγγελος όρνις, ότ' εκλελάθοιο εμείο·
ή αυτήν γε ταχείαι υπέρ πόντοιο φέροιεν
ενθένδ' εις Ιαωλκόν αναρπάξασαι άελλαι,
όφρα σ' εν οφθαλμοίσιν ελεγχείας προφέρουσα,
μνήσω εμή ιότητι πεφυγμένον. αίθε γαρ είην
απροφάτως τότε σοίσιν εφέστιος εν μεγάροισιν».
{ Speak not of ruth nor pact. They dwell not here. Aiêtes keeps no bond, nor knows no fear, Nor walks with men as Minos walked of old; And I am no Greek princess gentle-souled. — One only thing: when thou art saved and free, Think of Medea, and I will think of thee Always, though all forbid. And be there heard Some voice from far away, or some wild bird Come crying on the day I am forgot. Or may the storm-winds hear, and spurn me not, And lift me in their arms through wastes of sky To face thee in thy falseness, and once cry, 'I saved thee! Yea, a-sudden at thy hall And hearthstone may I stand when those days fall }
Ο Απολλώνιος έχει, εννοείται, τα ελαττώμματα του καιρού του, μακράς περιγραφάς ως εικόνας, οχληρόν όγκον ψευδομηρικής γλώσσης, εκθέσεις περί του διακόσμου της Αφροδίτης και των τόξων του Έρωτος, οποίας θα έγραφεν ο Οβίδιος ή και ο Cowley. Αλλ' υπάρχει και γνησία πρωτοτυπία και δύναμις παρατηρήσεως και ευαισθησίας· τοιαύτη είναι η περιγραφή [Α' 1063] του τέλους νεαράς χήρας [της Κλείτης] ήτις μετά τον θάνατον του ανδρός της
«κακώ δ' επί κύντερον άλλο
ήνυσεν, αψαμένη βρόχον αυχένι·
η παρομοίωσις της παλλομένης καρδίας της Μηδείας προς αίγλην του ηλίου
αντανακλωμένην εντός ύδατος [Γ' 756] και πολλαί άλλαι παρομοιώσεις, πείθουσαι
ημάς ότι ο Απολλώνιος εξέφρασε πράγματα, ουδέποτε προτού περιγραφέντα εν
Ελλάδι, και εις την έκφρασιν του ρωμαντικού έρωτος ουδένα έχει ισόπαλον, ουδ'
αυτόν τον Θεόκριτον τον Συρακόσιον
(327).
Ο ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ είναι ίσως ο ελκυστικώτατος απάντων των Ελλήνων ποιητών. Πολλοί νέοι σπουδασταί τον προτιμώσι του Ομήρου, και πλείστοι ενθυμούνται την πρώτην εκ της γνωριμίας του ηδονήν. Πράγματι εντός του θελκτικού και ησύχου του βασιλείου είναι απόλυτος μονάρχης· δυνάμεθα δε σχεδόν να είπωμεν, ότι η παγκόσμιος βουκολική ποίησις ουδέν έχει καλόν μη πηγάζον εκ του Θεοκρίτου. Το πρώτον του ειδύλλιον, ο Θύρσις έχει τας περισσοτέρας παρά παν άλλο ποίημα απομιμήσεις, από του Αδώνιδος του Βίωνος, του Βίωνος Επιταφίου του Μόσχου, του Δάφνιδος του Βεργιλίου μέχρι του αγγλικού Αδώνιδος και Λυκίδα.
Η συνήθεια εκείνη της αναδρομής προς τα οπίσω, η κλίσις εκείνη προς το παρελθόν, η χαρακτηρίζουσα όλην την ποίησιν και μέρος της επιστήμης της Αλεξανδρείας, διακρίνεται και εν Θεοκρίτω. Πολλά ποιήματά του αποβλέπουσιν εις το παρόν, τινά δε και εις το μέλλον, δεικνύοντα τι ήλπιζε παρά των προστατών του ο ποιητής· αλλά το μεν παρόν είναι μάλλον άσχημον, το δε μέλλον μη αληθινόν· την γνησίαν καλλονήν του Θεοκριτείου κόσμου περιέχει η αρχαία αγροτική ζωή. Οι Σικελοί αγρόται του καιρού του παρετηρήθη ορθότατα ότι επλησίαζον να καταντήσωσιν οι γεωργικοί δούλοι του ρωμαϊκού κράτους «οι αθλιώτατοι πάντων των αστέγων»· και όμως και πολύ κατόπιν, ότε κατεπίεζεν αυτούς ο Ουέρρης, εφημίζοντο ως εύθυμοι και φιλωδοί και είναι πιθανόν ότι οι αγροτικοί «βάρδοι» του Θεοκρίτου δεν είναι εντελώς πλαστοί. Τον τύπον αυτών απεικόνισε πρώτον η παλαιά σικελική ποίησις του Στησιχόρου. Φαίνεται δε ότι ο Σικελός χωρικός, όπως ο Προβιγκιανός, ο Ρουμάνος και ο Σκώτος εθεώρει την στιχουργίαν και το άσμα ως μέρος της καθημερινής του εργασίας.
Το ύφος του Θεοκρίτου και το περιεχόμενον των ειδυλλίων είναι τόσον σύμφωνα, ώστ' ευκόλως διαφεύγει τον αναγνώστην η μεγάλη των θεμάτων του ποικιλία. Επειδή δε τα ποιήματά του ονομάζονται ειδύλλια, τα θέλομεν όλα ειδυλλιακά. Αλλά η λέξις ειδύλλιον είναι υποκοριστικόν του είδος, ήτοι μορφή ή ύφος, η δε κοινή χρήσις αυτής φαίνεται ότι προέρχεται εκ της συνηθείας του να επιγράφωνται ταύτα χάριν μουσικής οδηγίας κατά την περίστασιν «ειδύλλιον βουκολικόν ή αιπολικόν» . Των δε σωζομένων 32 ειδυλλίων του Θεοκρίτου μόνον δέκα παριστώσι βίον καθαυτό ποιμενικόν, πραγματικόν ή ιδανικόν· έξ είναι επικά, δύο εγράφησαν χάριν «ευκαιριών», δύο αποτείνονται προς προστάτας, έξ είναι καθαρώς ερωτικά και δύο είναι πραγματικαί εικόνες της καθημερινής ζωής. Τούτων περιφημόταται είν' αι Αδωνιάζουσαι, (ειδ. ιε') μίμος περιγράφων τας εντυπώσεις δύο μεσαίας τάξεως Συρακοσίων γυναικών, της Γοργούς και της Πραξινόης εκ της μεγάλης εορτής του Αδώνιδος, της εορταζομένης εν Αλεξανδρεία υπό Πτολεμαίου του β'. Το ειδύλλιον τούτο παριστάνεται κάποτε και επί παρισιανών θεάτρων, διότι περιέχει αληθινήν καλλονήν εν μέσω της κωμικής και υπέρ το δέον πιστής πραγματικότητος. Ο δε προηγούμενος μίμος, ο Κυνίσκας έρως, (ειδ. ιδ') διαγράφων συντόμως τι εκίνει τους νέους να κατατάσσωνται ως μισθοφόροι εις ξένους στρατούς, δεν είναι μεν τόσον εύμορφος, αλλ' έχει περισσότερον ίσως βάθος και αλήθειαν και, προσθετέον, πιστότερον αποδιδομένην αγροικίαν. Το β' ειδύλλιον αι Φαρμακεύτριαι, απεικονίζον τον έρωτα της Σιμαίθας και τας μαγγανείας αυτής, είναι δύσκολον να καταταχθή· είναι πραγματικόν, ωραίον, τραγικόν, ιδιαιτέρως κωμικόν και εν γένει, αλησμόνητον· διότι παρουσιάζει το βάθος της ζωής, όπως ο μίμος την επιφάνειαν· και ενώ πολλαί εγράφησαν απομιμήσεις, απέμεινε μοναδικόν αριστοτέχνημα. Τρία ποιήματα φαίνονται εκφράζοντα τα προσωπικά του ποιητού αισθήματα, αποτεινόμενα προς τον εταίρον του και παριστώντα διά του σοβαρού και ηρέμου ύφους το έπακρον ίσως της τοιαύτης συγκινήσεως. Έν τούτων, το κθ', εκφράζει το συχνά περιαδόμενον αίσθημα περί του καταλλήλου τόπου της αγάπης ή της φιλίας [στ. 12]
«ποίησον καλιάν μίαν ειν ενί δενδρίω
όππη μηδέν απίξεται άγριον όρπετον»
{ A single nest built in a single tree, Where no wild crawling thing shall ever climb }
Το εις Ιέρωνα Εγκώμιον και το προς τον Πτολεμαίον είναι τόσον καλά όσον δύνανται να είναι τοιούτου είδους ικεσίαι. Και τα μικρά έπη, τα διά της μορφής υπενθυμίζοντα τας Ηοίας, ουδέποτε στερούνται χάριτος και δρόσου, καίτοι καθόλου φαίνονται ψυχρά. Δύο άλλα ποιήματα, το ζ' τα Θαλύσια, περιγράφοντα εξοχικόν περίπατον εις την Κω εν ημέρα συγκομιδής, και το κη' η Ηλακάτη, ποιημάτιον συνοδεύον δώρον προς την Θευγενίδα, την γυναίκα του φίλου του ιατρού Νικίου, δεν είναι μόνον αυτά καθ' εαυτά πραγματικοί μαργαρίται, αλλά και αναδίδουσιν άρωμα ερασμίου χαρακτήρος.
Οι δύο άλλοι βουκολικοί ποιηταί, ο ΒΙΩΝ και ο ΜΟΣΧΟΣ, ομολογουμένως είναι μιμηταί του Θεοκρίτου. Ο Βίων ήτο νεώτερος αυτού καί πιθανώς έγραψε τον Αδώνιδος επιτάφιον χάριν της εορτής εκείνης, εις την οποίαν ανάγονται αι Αδωνιάζουσαι. Ο επιτάφιος είναι λαμπρόν τεχνικόν έργον· ανθηρόν, μονότονον, σχεδόν ανατολικόν εις την υπερβολικήν και άσωτον φαντασίαν, αρμόζει τελείως προς το θέμα του. Ίσως ουδεμίαν ενέχει πραγματικήν συγκίνησιν, αλλά παρασύρει θυελλωδώς την φαντασίαν και είναι ζυγισμένον ώστε να προκαλέση χειμάρρους δακρύων εκ μέρους προσώπων, όπως η Γοργώ και η Πραξινόη. Ο δε Μόσχος παριστάνει εαυτόν ως μαθητήν του Βίωνος, λέγεται δε ότι υπήρξε φίλος του Αριστάρχου, αν και, το ύφος φαίνεται νεώτερον. Τούτο είναι περίκοσμον ως η ρωμαϊκή ποίησις της αργυράς περιόδου, και γέμει εκ των μικρών εκείνων φράσεων, αι οποίαι όζουσι λεξικού και εμφαίνουσιν αυταρέσκειαν. Ο Βίων καλείται Δώριος Ορφεύς ο Όμηρος Καλλιόπας γλυκερόν στόμα και όμως ο τρόπος ούτος δεν ημπορεί ν' αμαυρώση τα έμφυτα χαρίσματα του ποιητού. Μεταξύ των αναριθμήτων ήχων της ελληνικής βουκολικής ποιήσεως, όσαι πλήσσουσιν ακόμη τα ώτα της νεωτέρας Ευρώπης, πολλαί προέρχονται εκ του Βίωνος επιταφίου (328).
[Εις την πρωτοτυπωτέραν αλεξανδρεωτικήν ποίησιν ανήκουσι και τα ποιήματα εκείνα] άπερ εφανέρωσεν ο υπ' αρ. 535 πάπυρος του Βρεττανικού Μουσείου (329), έργα αξιόλογα κυρίως διότι αποτελούσι τα σπουδαιότατα σωζόμενα δείγματα ενός όλου είδους, του μίμου. Ο ΗΡΩΔΑΣ ήτο πρόσωπον σχεδόν άγνωστον, αναφερόμενον μόνον τρις ή τετράκις· και αυτό το όνομά του δεν είναι ασφαλές· ο Αθηναίος τον ονομάζει Ηρώνδαν, αλλ' ο Πλίνιος και ο Στοβαίος παραλείπουσι το ν. Τα έργα του και η ζωή του μας ήσαν όλως σκοτεινά, αι δε περί των χρόνων του γνώμαι εκυμαίνοντο μεταξύ του έκτου και του τρίτου π. Χ. αιώνος! Και τα μεν ζήτημα του ν μένει ακόμη άλυτον, διότι ο πάπυρος δεν έχει επιγραφήν. Αλλ' ήδη δυνάμεθα να εικάσωμεν και την πατρίδα και τους χρόνους του ποιητού. Ο Ηρώδας φέρει όνομα δωρικόν, αλλά γράφει ιωνιστί. Τόποι δε των μίμων του είναι είτε η αναπόφευκτος Αλεξάνδρεια, είτε η Κως, και περί Κωακών πραγμάτων κάμνει πολύν λόγον. Αλλ' η Κως ήτο δωρική νήσος, όπερ ερμηνεύει το δωρικόν όνομα του ποιητού. Την δε διάλεκτον αυτού πιθανώς μεν επέβαλλεν η λογοτεχνική παράδοσις του μίμου, αξιοσημείωτος δ' όμως είναι και η επί των επιγραφών της Κως ανάμειξις ιωνικών τύπων, προερχομένη ίσως εξ ιωνικής επιμειξίας. Ούτω πατρίς του Ηρώδα ήτο πιθανώς η Κως, τους δε χρόνους αυτού καθορίζει μνεία των «θεών αδελφών», ήτοι Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου και της αδελφής αυτού Αρσινόης, οίτινες απεθεώθησαν ζώντες περί τα 268 π. Χ. Λαλεί δε περί του Απελλού, ως προ μικρού αποθανόντος, όπερ συνάδει προς την χρονολογίαν ταύτην. Μνημονεύεται δε ότι προ των μίμων έγραψεν άλλα είδη ποιήσεως· έζη λοιπόν κατά τους χρόνους του Καλλιμάχου και του Θεοκρίτου.
Οι μίμοι πάντες είναι γραμμένοι εις στίχους «σκάζοντας» ή «χωλιάμβους» και παριστάνουσι κάπως ευθύμως και γελοιογραφικώς σκηνάς της καθημερινής ζωής κατά την χυδαιοτέραν αυτής όψιν. Έχουσιν επιτυχεστάτην γλώσσαν, δεικνύουσι δε θαυμάσιον παρατηρητικόν, ήρεμον δε και αβίαστον πνεύμα, όπερ και κατά τον τρόπον και κατά το θέμα ενθυμίζει Γάλλους δραματικούς. Ο πρώτος μίμος παριστάνει νεαράν ύπανδρον γυναίκα, την Μητρίχην, δεχομένην την επίσκεψιν της γραίας Γυλλίδος, η οποία βλέπουσα, ως λέγει, την παρατεινομένην απουσίαν του ανδρός της Μητρίχης, της προτείνει κάποιον αθλητήν ως αντικαταστάτην. Αλλ' η Μητρίχη αποποιείται την παρηγορίαν ταύτην, έχει δε και άλλο προτέρημα, ότι μόνη μεταξύ των γυναικών του Ηρώδα δεν εξυβρίζει τας δούλας. Η κατά τούτο χυδαιότης των λοιπών λυπεί ημάς, καθόσον φαίνεται πιστώς αντιγράφουσα την ζωήν ως και εν ταις Αδωνιαζούσαις].
Εν τω β' μίμω αναίσχυντος αλλά κωμικός μέτοικος κατηγορεί ενώπιον των δικαστών [πλούσιον Φρυγά, ότι του επυρπόλησε το ανήθικον κατάστημά του). Εν τω γ' βλέπομεν μητέρα οδηγούσαν τον υιόν της εις το σχολείον. Εν τω δ' γυναίκες « Θυσιάζουσαι» περιέρχονται το Ασκληπιείον της Κω και θαυμάζουσι τα αγάλματα και τας ζωγραφίας. Εν τω ε' η ζηλότυπος Βίτιννα στέλλει τον Γάστρωνα να φάγη «χιλίοις μεν εις το νώτον . . . χιλίας δε τη γαστρί», και κατόπιν μετανοεί και τον ανακαλεί. Εν τω ς' δύο νεαραί γυναίκες συνομιλούσιν ιδιαιτέρως περί δούλων και φορεμάτων· η ομιλία των δεν είναι ούτε πνευματώδης ούτε κωμική, αλλ' όμως έχει εξαιρετικήν αληθοφάνειαν. Εν δε τω ζ' η Μητρώ συνιστά εις τον Σκυτέα νέας πελάτιδας, [ερχομένας ν' αγοράσωσιν υποδήματα].
Οι επτά ούτοι μίμοι του Ηώδα διατηρούνται καλώς, υπάρχουσι δε και θρύμματα εξ άλλων. Πάντες θα ήσαν διασκεδαστικότατοι παριστανόμενοι κατά πρώτον εν Κω ή εν Αλεξανδρεία, με το σκώμμα νωπόν όλον, και με τας ελαφράς σκιάς ευκόλως ορατάς. Αλλά το humour ήτο κατά μέγα μέρος πρόσκαιρον και τοπικόν. Ο δε σημερινός αναγνώστης βλέπει πιθανώς ότι οι μίμοι ήσαν έργα κάλλιστα, αλλά δεν ποθεί να τους αναγνώση πάλιν. Εάν δε πράξη τούτο, κύριος λόγος θα είναι η μεγάλη αρχαιολογική αυτών αξία, και δεύτερος η πράγματι δεξιά μίμησις. Ο Ηρώδας είναι κομψός και εις τα εγκώμια του Πτολεμαίου, ενώ και ο Καλλίμαχος και ο Θεόκριτος έφθασαν μέχρις υπερβολών (330)·
Πλην του έρωτος το άλλο μέγα χαρακτηριστικόν του Αλεξανδρεωτικού έπους και της ελεγείας ήτο η λογιότης. Υπήρχον δηλαδή πολλά αρχαιολογικά ποιήματα. Ο ΡΙΑΝΟΣ έγραψε περί μεσσηνιακών πολέμων, παριστών τον Αριστομένη ως είδος Wallace και άλλα έπη. Έτι περισσότερα ήσαν τα φιλοσοφικά ποιήματα (331). ΑΡΑΤΟΣ ο Σολεύς έγραψε Φαινόμενα μετά μετεωρολογικού παραρτήματος. Ο ΝΙΚΑΝΔΡΟΣ έγραψε Θηριακά και Αλεξιφάρμακα, σωζόμενα και *Περί κτίσεων πόλεων (332). Ουδέτερος των ποιητών τούτων αρέσκει σήμερον εις ημάς, διότι προτιμώμεν την επιστήμην καθαράν και αμιγή. Η κατά τους αρχαίους χρόνους έκτακτος επίδρασις και φήμη του Αράτου ωφείλετο, φαίνεται, εις τούτο, ότι επέτυχεν ούτως ειπείν να οικειοποιηθή μίαν των μεγάλων συγκινήσεων του ανθρώπου. Κατά τους αμέσους μετ' αυτόν αιώνας ουδείς σχεδόν πεπαιδευμένος ηδύνατο ν' ατενίση προς τα άστρα χωρίς να ψιθυρίση ένα στίχον των Φαινομένων (333). Ο πολυμαθέστατος λόγιος των Πτολεμαϊκών χρόνων, ο ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ έγραψε τα γεωγραφικά και χρονολογικά του έργα εις λόγον πεζόν, επίσης δε τα περί της αρχαίας κωμωδίας. Το δε μικρόν του έπος περί του θανάτου και της εκδικήσεως του Ησιόδου και η ελεγεία Ηριγόνη είχον μυθικάς και ως θα ελέγομεν ημείς «ποιητικάς υποθέσεις».
Εν δε τω πεζώ λόγω επεκράτουν η πολυμάθεια και η έρευνα. Αι στρατείαι του Αλεξάνδρου ήνοιξαν μεγάλην έκτασιν του κόσμου εις την ελληνικήν επιστήμην, και τα ταξείδια του ναυάρχου του Νεάρχου και άνδρες ως ο Πολέμων μετέβαλον εντελώς την παλαιάν γεωγραφίαν. Τα κυριώτατα των σωζομένων εγχειριδίων είναι ο Περίπλους του ΣΚΥΛΑΚΟΣ του Καρυανδέως και η φερομένη υπό το όνομα του ΣΚΥΜΝΟΥ του Χίου έμμετρος Περιήγησις (334). Η δ' επιστημονική κατάταξις της γεωγραφίας εξετελέσθη υπό του Ερατοσθένους και του Ιππάρχου, ευρόντων και συστήματα προς υπολογισμόν του πλάτους και του μήκους και μεταχειρισθέντων την τριγωνομετρίαν. Τα μαθηματικά, τα καθαρά και εφηρμοσμένα, ανεπτύχθησαν υπό πολλών διαπρεπών ανδρών, εν οίς ο ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ζων επί Πτολεμαίου του α' (335) και ο ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ, όστις απέθανε κατά τα 212 π. Χ. (336) Η μηχανική — τότ' αι μηχαναί κατά μέγα μέρος ήσαν ξύλιναι η δε κινητήριος δύναμις συνήθως ήτο νερόν ή απλή βαρύτης, — ανεπτύχθη και χάριν πολεμικών σκοπών και χάριν της καθημερινής ζωής. Μεταξύ των σωζομένων έργων του ΗΡΩΝΟΣ υπάρχει περίεργον χωρίον, περιγράφον μικράν μηχανήν, η οποία, κινουμένη κατ' αρχάς, ηδύνατο άνευ βοηθείας να παραστήση τετράπρακτον τραγωδίαν περιλαμβάνουσαν ναυάγιον και πυρκαϊάν (337).
Η πολυμάθεια ιδιαιτέρως εφηρμόσθη εις την λογοτεχνίαν. Υπήρχον δύο μεγάλαι βιβλιοθήκαι εν Αλεξανδρεία η μεν πρώτη πλησίον του Μουσείου και των ανακτόρων· η δε κατά χρόνον και σπουδαιότητα δευτέρα πλησίον του ναού του Σεράπιδος. Αύται ιδρύθησαν τη συνεργασία Δημητρίου του Φαληρέως, υπό του α' Πτολεμαίου, ωργανώθησαν υπό του β', του Φιλαδέλφου, και απετέλεσαν εφεξής την εστίαν των γραμμάτων. Ο Ζηνόδοτος, ο Καλλίμαχος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, και ο Αρίσταρχος προέστησαν αλληλοδιαδόχως της βιβλιοθήκης· ποιόν ποτε ίδρυμα είχεν ως προϊσταμένους ομοίους γίγαντας; Των βιβλιοθηκαρίων εκείνων πρώτος σκοπός ήτο να συνάγωσι και διασώζωσι βιβλία· προς τούτο παν πλοίον καταπλέον εις την Αλεξάνδρειαν ηρευνάτο και ούτε χρημάτων ούτε τεχνασμάτων εφείδοντο αι αρχαί· δεύτερος δε να συντάξωσι catalogues raisonnés· κύριον του Καλλιμάχου έργον ήσαν *Πίνακες των εν πάση παιδεία, διαλαμψάντων και ών συνέγραψαν { catalogue raisonné } εις 120 τόμους· τέλος δε ν' αποχωρίσωσι τα γνήσια έργα από των νόθων και να ερμηνεύσωσι τους δυσκόλους και απηρχαιωμένους συγγραφείς. Και οι άλλοι βασιλείς ίδρυον βιβλιοθήκας, περιφημοτάτη δε ήτο η εν Περγάμω των Ατταλιδών. Η Πέργαμος ήτο σπουδαιότερον και αυτής της Αλεξανδρείας κέντρον τέχνης, αλλ' ως προς τα γράμματα ήτο κατωτέρα. Διότι είχεν αρχίσει πολύ αργά, ότε η Αλεξάνδρεια είχεν αρπάσει πλείστα των μοναδικών βιβλίων. Έπειτα δε δεν είχε πάπυρον. Το φυτόν εφύετο μόνον εν Αιγύπτω, οι δε Πτολεμαίοι απηγόρευσαν την εξαγωγήν αυτού· ούτως η Πέργαμος ηναγκάσθη να χρησιμοποιή μόνον το δαπανηρόν υλικόν, το φέρον το όνομά της, την περγαμηνήν. Εις την κριτικήν η Πέργαμος ηκολούθει καθόλου την Στωικήν σχολήν [ΚΡΑΤΗΣ ο Μαλλώτης και οι μετ' αυτόν] ενέκυψαν ιδίως εις την ερμηνείαν πολλάκις φαντασιωδώς, εξετάζοντες το πνεύμα μάλλον παρά το γράμμα των παλαιών συγγραφέων, και απέκρουον την αυθεντίαν του Αριστάρχου και την τελείαν προσήλωσιν εις την ακριβή γνώσιν.
Εκ των καταλληλοτάτων προς έρευναν και γνώσιν πεδίων ήτο, φυσικά, η ιστοριογραφία. Αμέσως μετά τον θάνατον του Θουκιδίδου και πριν αποθάνη ο Ξενοφών, ο ιατρός του Αρταξέρξου ΚΤΗΣΙΑΣ έγραψε Περσικά και Ινδικά και Περίπλουν, εν μέρει μεν όπως επανορθώση πλάνας τινάς του Ηροδότου, αλλ' εν μέρει και όπως αυξήση τους μύθους αυτού. Ούτω δε κατήντησε σπουδαιότερος ως μυθιστοριογράφος ή ως ιστορικός (338). Ο δε Σικελιώτης στρατηγός ΦΙΛΙΣΤΟΣ έγραψεν εξόριστος ιστορίαν του καιρού του, λαβών ως πρότυπον τον Θουκυδίδην, κολακεύσας δε, καθώς ελέγετο, τον β' Διονύσιον, όπως ανακληθή εκ της εξορίας. Τέλος εφονεύθη κατά την στάσιν του Δίωνος (357 π. Χ.).
Των δε ιστοριογράφων όσοι ήκμασαν κατά τα τέλη του δ' αιώνος, κοινόν χαρακτηριστικόν ήτο ότι δεν ήσαν άνδρες πολιτικοί ή στρατιωτικοί, αλλ' απλοί λόγιοι. Πρώτοι δε του καταλόγου ήσαν δύο μαθηταί του Ισοκράτους. Εκ τούτων ΕΦΟΡΟΣ ο Κυμαίος έγραψε καθολικήν ιστορίαν, αρχομένην από της μεταναστάσεως των Δωριέων και λήγουσαν εις τα 340 π. Χ. Ο Έφορος ήτο συλλογεύς και κριτικός, αλλ' όχι ερευνητής· αντέγραφε δηλαδή προηγουμένους συγγραφείς ελευθέρως και πολλάκις κατά λέξιν· αλλ' απέρριπτε τας παλαιοτάτας περιόδους ως μυθικάς, και παραβάλλων τας πηγάς του, διώρθωνεν αυτάς. Ως Ισοκράτειος, επέμενε λίαν εις το ύφος και την σύνταξιν. Αλλά περιγράφων μάχας, κατά Πολύβιον «γελοίος φαίνεται»· σημειωτέον όμως ότι ο Πολύβιος λέγει περίπου τα αυτά περί πάντων των μη στρατιωτικών. Μέγα μέρος του Εφόρου αντεγράφη, μάλλον ή ήττον πιστώς εν τη σωζομένη ιστορία του Διοδώρου (339).
Ο δεύτερος Ισοκράτειος, όστις έγραψεν ιστορίαν, ήτο σπουδαιότερος ανήρ, ο ΘΕΟΠΟΜΠΟΣ (γεννηθείς κατά τα 380). Ήτο Χίος και είχε την κοινήν προκατάληψιν των νησιωτών εναντίον του αθηναϊκού κράτους, και άλλας δριμυτέρας εναντίον των στρατιωτικών δεσποτών. Τα Ελληνικά, διαιρούμενα εις δώδεκα βιβλία, και τα Φιλιππικά εις δέκα οκτώ, ήσαν τα δύο μεγάλα του έργα. Καθώς άλλοι φλύαροι, ηγάπα και αυτός να επαινή την συντομίαν και την απλότητα· ως φαίνεται δε, ήτο κυνικός· τουλάχιστον εμίσει τον κόσμον και περιεφρόνει τα μεγαλεία. Επίστευε δε ότι όλα τα κακά της Ελλάδος αφορμήν είχον τας Αθήνας, την Σπάρτην και τας Θήβας και ότι οι βασιλείς και πολιτικοί και ηγέται των λαών ήσαν τα αποβράσματα της κοινωνίας. Επαινείται δε ως ικανός να διαβλέπη τα κρύφια αίτια και τους όπισθεν των πολιτικών παραπετασμάτων κρυπτομένους πονηρούς, το δε ύφος του εθαυμάζετο σχεδόν υπό πάντων. Το Περί ύψους βιβλίον, το αποδιδόμενον εις τον Λογγίνον, περιέχει περιγραφήν του Θεοπόμπου περί της «του Πέρσου καταβάσεως επ' Αίγυπτον» αρχομένην από των στρωμνών και των χλανίδων και των σκηνών και καταλήγουσαν εις θυλάκους και σάκκους και κρέα τεταριχευμένα. { beginning with magnificent tents and chariots, ending with bundles of shoe-leather and pickled meats } Ο κριτικός δηλαδή κατακρίνει το «ανοίκειον πάθος»· αλλά το χωρίον εκείνο φαίνεται ότι μάλλον ήτο σκόπιμος σάτιρα. Αι πολεμικαί του περιγραφαί απήρεσκον εις τον Πολύβιον, είναι δε δύσκολον να δικαιώση τις τους μακρούς λόγους, ούς αποδίδει εις πολεμούντας στρατηγούς.
Ο Σικελιώτης ΤΙΜΑΙΟΣ ήτο ιστοριογράφος των αυτών τάσεων, ήτοι λόγιος, αδαής του πραγματικού πολέμου, έγραψε δε την ιστορίαν της νήσου του εις 38 βιβλία. Και αυτός έψεγεν όχι μόνον τους βασιλείς και τους πολιτικούς, αλλά και τους άλλους ιστοριογράφους (340) · αλλ' είχε την ιδιάζουσαν αρετήν ότι εξήντλησε τας ιστορικάς πηγάς του και αυτάς τας επιγραφάς και τα μνημεία και αυτά τα Καρχηδονικά και Φοινικικά αρχεία. Ο δε Πολύβιος επαινεί και των χρονολογιών του την ακρίβειαν (341).
Παραλείποντες τας ειδικάς ιστορίας, όπως την Ατθίδα του Φιλοχόρου και τους Σαμίων ώρους του Δούριδος, ευρίσκομεν την παλαιάν κριτικήν του Ηροδώρου αναζώσαν υπό ιστορικόν σχήμα. Ο ΕΥΗΜΕΡΟΣ και ο μαθητής του ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΣ μετεποίουν τον μύθον και την θρησκείαν κατά τον κοινόν νουν, διδάσκοντες ότι οι καλούμενοι θεοί πάντες ήσαν θνητοί άνθρωποι, τους οποίους μετά θάνατον ελάτρευον οι όμοιοί των είτε εκ δεισιδαιμονίας είτε εξ ευγνωμοσύνης. Ο Ευήμερος ευτύχησε να εύρη εν Κρήτη επιγραφήν, ως ενόμιζε, τάφου, λέγουσαν Ζαν Κρόνου (342). Ευρίσκομεν επίσης σπουδαία προϊόντα του κοσμοπολιτικού πνεύματος του καιρού εκείνου, του πνεύματος, όπερ εγέννησε την μετάφρασιν των Εβδομήκοντα και τα έργα του Φίλωνος· ήσαν αι ιστορίαι του ΒΗΡΩΣΟΥ, ιερέως του Βήλου εν Βαβυλώνι και του ΜΑΝΕΘΩΝΟΣ, ιερέως του Σεράπιδος εν Αλεξάνδρεια (343).
Αλλ' αναντιρρήτως ο μέγιστος των μεταγενεστέρων Ελλήνων ιστορικών ήτο ΠΟΛΥΒΙΟΣ ο Μεγαλοπολίτης (205-123 π. Χ.). Ο Πολύβιος είχε πατέρα τον στρατηγόν των Αχαιών Λυκόρταν, τα δε 40 πρώτα έτη της ζωής του εδαπάνησεν εις την στρατιωτικήν και την πολιτικήν υπηρεσίαν της Αχαϊκής συμπολιτείας, ιδίως ότε αυτή ανθίστατο κατά των Ρωμαίων. Τω 166 απήχθη εις την Ρώμην ως όμηρος και επί 16 έτη διέτριβεν εκεί, συνάψας φιλίαν μετά των Σκιπιώνων. Τοιουτοτρόπως ηκολούθησε τον νεώτερον Αφρικανόν εις τας πλείστας των εκστρατειών του και είδε την άλωσιν της Νουμαντίας και της Καρχηδόνος. Κατά δε τα τελευταία του έτη ήτο ο κύριος μεσίτης μεταξύ των Ελλήνων και Ρωμαίων, απολαμβάνων την εκτίμησιν αμφοτέρων και τελείως συνδυάζων την φιλοπατρίαν Αχαιού ιππέως προς αφιλοκερδή και ειλικρινή προς την Ρώμην θαυμασμόν. Η ιστορία του ήρχιζεν από του 264 π. Χ. όπου κατέληγεν ο Τίμαιος, και διά των δύο πρώτων βιβλίων έφθανε μέχρι των ημερών του· κατόπιν επεξετείνετο εις καθολικήν ιστορίαν, περιγράφουσαν κατά βήμα την πρόοδον της Ρώμης μέχρι της καταστροφής της Καρχηδόνος και της τελικής καταστροφής της ελληνικής ανεξαρτησίας. Ως φιλόσοφος ιστοριογράφος, ως ερευνητής των αιτίων και των αρχών, των φυσικών και των γεωγραφικών όρων, των ηθών και των τιμών, και πρώτιστα και μάλιστα των πολιτευμάτων, ουδένα έχει ο Πολύβιος ισόπαλον, ουδ' αυτόν τον Θουκυδίδην. Συνδυάζει την επιμέλειαν και την ευρύτητα της βλέψεως νεωτέρου φιλοσόφου ιστοριογράφου προς την πρακτικήν πείραν αρχαίου ιστορικού. Δυστυχώς μόνον τα πέντε πρώτα βιβλία της ιστορίας σώζονται ακέραια, των δε λοιπών δεκατριών έχομεν αποσπάσματα. Αλλά το ύφος του Πολυβίου ο Διονύσιος κατέτασσεν εις τας «συντάξεις» εκείνας, «οίας ουδείς υπομένει μέχρι κορωνίδος διελθείν». { whom no human being can expect to finish } Τούτο ήτο φυσικόν, λεγόμενον υπό διδασκάλου αττικιστού, όστις δεν ηδύνατο να συγχωρήση εις τον Πολύβιον, ότι έγραφε την κοινήν γλώσσαν του καιρού του. Είναι όμως παράδοξον ότι την εκ μέρους ρήτορος επίκρισιν ταύτην του εκφραστικού και ζωντανού λόγου του πρακτικού και συνετού ανδρός επαναλαμβάνουσι νεώτεροι λόγιοι, δυνάμενοι να παραβάλωσι το ύφος των αττικιστών και το του Πολυβίου. Βεβαίως ο Πολύβιος δεν εμποιεί την αυτήν εντύπωσιν μεγαλοφυίας ως ο Θουκυδίδης· αλλ' είναι πάντοτε ζωηρός, ακριβής, βαθύς και οξύτατος. Αναμφιβόλως έχει μίαν ή δύο προκαταλήψεις π.χ. εναντίον του Κλεομένους και των Αιτωλών. Αλλά πώς διαβλέπει τα πνεύματα και τα αισθήματα πάντων σχεδόν των μεγάλων ανδρών, ούς αναφέρει! Ο Άρατός του και ο Σκιπίων καταλέγονται μεταξύ των ζωηροτέρων χαρακτήρων της ιστορίας· ο δε Αννίβας του δεν είναι ο θεατρικός μικράνθρωπος του Λιβίου, αλλ' ευφυέστατος Σημίτης, βλεπόμενος ορθώς και δικαίως. Ο Πολύβιος είχε πεζήν ιδιοσυγκρασίαν και πολλήν κλίσιν εις την επίκρισιν άλλων ιστορικών. Αλλά πλην της επιστημονικήν του αξίας, είχε τόσην ηθικήν και πνευματικήν άμα ευγένειαν, ώστε ηδύνατο, αν και βαθυτάτα ηγάπα την πατρίδα του, να λαλή δικαίως περί των εχθρών αυτής, αν και ήτο ηττημένος, να φροντίζη μάλλον περί της αληθείας ς της ιδικής του φιλοτιμίας. Πόσον ήτο διάφορος της προκατειλημμένης κρίσεως του Τακίτου, και των καθαρών ρητορικών επιδείξεων του Ισοκρατικού Λιβίου (344)!
Η επέκτασις του ρωμαϊκού κράτους μετέθεσε το εν Ευρώπη κέντρον της βαρύτητος
και έταξεν εις την ελληνικήν ευφυίαν έργον δευτερεύον και αρκετά στενόν. Η Ελλάς
κατήντησεν ο μισθωτός διδάσκαλος του ρωμαϊκού κόσμου. Αληθές είναι ότι εν τη
ανατολή ο μέγας ελληνικός πολιτισμός, όν ίδρυσεν ο Αλέξανδρος, διέμεινεν
οπωσδήποτε αυτάρκης και ανεξάρτητος της Ρώμης, η δ' ελληνική λογοτεχνία
διετήρησεν εκεί πολλήν δημιουργικήν δύναμιν και πρωτοτυπίαν. Αλλά τα
σωζόμενα λείψανα των δύο πρώτων μ. Χ. αιώνων αποτελούνται κυρίως εκ βιβλίων
αναγινωσκομένων εν τη Ρώμη· ο δε δυτικός κόσμος τόσον επεζήτει τους Έλληνας
όπως μεταβώσι και διδάξωσιν αυτοί, ώστε ούτοι παρέρριψαν τα πάντα χάριν της
αποστολής εκείνης. Η πρωτότυπος ποίησις σχεδόν εσιώπησεν. Ο ΒΑΒΡΙΟΣ ο
μυθογράφος δεν ήτο ποιητής
(345). Του
δε ΟΠΠΙΑΝΟΥ τα Αλιευτικά σπανίως κινούσι το διαφέρον
(346).
Μόνον η αισθηματική ελεγεία, περιοριζομένη ήδη εις ολιγόστιχα επιγράμματα,
ήκμασε τω όντι. ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ ο Γαδαρηνός έγραψεν αυθορμήτως· ήτο λόγιος και
διδάσκαλος, ούτω δ' εσχημάτισε την ποιητικήν συλλογήν, ήτις υπήρξεν η βάσις της
σωζομένης Ανθολογίας του Κεφάλα· αλλ' ήτο και πραγματικός και αβρότατος
ποιητής εντός στενού κάπως κύκλου. Τα πολυάριθμα ερωτικά του επιγράμματα
είναι γλυκύτατα, τα δε θρηνητικά ελεγεία του τρυφερώτατα. Αλλά και του
Μελεάγρου τα έργα φέρουσι σημεία των χρόνων εκείνων. Η συγκίνησίς του είναι
κάπως ωχρά, η δ' ανύψωσις αυτής γίνεται πολύ συντόμως και λίαν περιτέχνως. Και
έχει μεν πολλήν χάριν της φράσεως και της στιχουργίας, αλλά και έλλειψιν
ευστροφίας, δηλούσαν τον ξένον. Όθεν υποπτεύει τις ότι εν τη πατρίδι του τα
ελληνικά ήσαν δευτέρα γλώσσα, έξω δε του σχολείου ελάλει αραμαϊκά. Το
ευφυέστατον ίσως έργον του είναι το προοίμιον της Ανθολογίας, όπου λέγει ότι
έπλεξε τον μεταφορικόν στέφανον,
πολλά μεν εμπλέξας Ανύτης κρίνα, πολλά δε Μοιρούς
λείρια, και Σαπφούς βαιά μεν, αλλά ρόδα.
{ "Whereunto many blooms brought Anytê, Wild flags; and Mœro many,—lilies white; And Sappho few, but roses.}
ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ ο Σιδώνιος ήτο σχεδόν ίσος προς αυτόν. Ο δε ΚΡΙΝΑΓΟΡΑΣ είναι πάντοτε εύμορφος. Πράγματι δ' εξηκολούθουν να παράγωνται παρόμοια επιγράμματα, πολλά μεν ωραία, πολλά δε ακόλαστα, μέχρι των χρόνων του ΠΑΛΛΑΔΑ κατά τον πέμπτον μ. Χ. αιώνα και του ΑΓΑΘΙΟΥ και του ΠΑΥΛΟΥ του Σιλεντιαρίου κατά τον έκτον.
Αλλά κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους υπήρχε σπουδαιότατον πλέον κώλυμα της ποιήσεως, ότι το μέτρον δεν συνεφώνει προς την ζώσαν προφοράν. Ο μεν Αισχύλος και ο Σοφοκλής εστήριζον τους στίχους των επί συλλαβών μακρών και βραχειών, άς διέκρινεν η ακοή των. Ο δε Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π. Χ.) πλην της ποσότητος των μακρών και των βραχέων εσημειώσε και μουσικόν τινα τόνον επί των λέξεων των αττικών φράσεων και ηύρε το σύστημα του τονισμού προς διδασκαλίαν των αλλοδαπών. Δύσκολον είναι να εκτιμήσωμεν εντελώς την φωνητικήν αξίαν του τόνου τούτου· αλλ' είναι βέβαιον ότι κατά τους χρόνους της ακμής δεν είχε σχέσιν προς την στιχουργίαν, πιθανώς δε διέφευγε και την ακοήν, μέχρι δε του τέλους του Β' π. Χ. αιώνος ήτο κάτι εντελώς διάφορον του ό,τι καλούμεν ημείς τόνον, ήτοι τον δυναμικόν. Αλλά κατά τον Δ' μ. Χ. αιώνα ο ποιητής των Διονυσιακών ΝΟΝΝΟΣ ο Πανοπολίτης, Έλλην Αιγύπτιος, αρχίζει αίφνης να λαμβάνη υπ' όψιν και τον τόνον. Διαιρών τον στίχον του διά της τομής εις δύο μέρη, φρονεί ότι εν μεν τω δευτέρω μέρει δεν πρέπει να πίπτη ο τόνος εις την προπαραλήγουσαν, εν δε τη πρώτη πρέπει. Φαίνεται λοιπόν ότι τότε ο τόνος είχεν αποβή δυναμικός, ο δε έξυπνος εκείνος άνθρωπος ηγωνίζετο «δυσί κυρίοις δουλεύειν»· στίχος, όπως ο εξής·
ουρανόν υψιμέδοντος
αιστώσαι Διός έδρην
κατά προσωδίαν μεν είναι καλός εξάμετρος, κατά τόνον δε πλησιάζει προς τον καλούμενον «πολιτικόν» στίχον, τον κανονικόν κατά τους μέσους χρόνους, χρησιμοποιούμενον δε υπό του λαού ήδη από του Δ' μ. Χ. αιώνος (347). ΚΟΪΝΤΟΣ ο Σμυρναίος, επικός ποιητής παλαιότερος του Νόννου, αγνοεί τους τονικούς τούτους κανόνας· αλλ' ο ΚΟΛΟΥΘΟΣ και ο ΤΡΥΦΙΟΔΩΡΟΣ φυλάττουσιν αυτούς (348). Τα Διονυσιακά λοιπόν ήνοιξαν νέον δρόμον.
Εν τω από των χρόνων του Αυγούστου και εξής πεζώ λόγω εγράφησαν πολλά ιστορικά και γεωγραφικά έργα, και πολλά σοφιστικά. Διόδωρον τον Σικελιώτην, Διονύσιον τον Αλικαρνασσέα, Ιώσηπον τον Ιουδαίον ακολουθούσιν ο Αρριανός, ο Αππιανός, και Δίων ο Κάσσιος. Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ είναι ο Ξενοφών της παρακμής· έγραψεν Αλεξάνδρου ανάβασιν ως εκείνος Κύρου ανάβασιν, και ανέλυσε τας θεωρίας του Επικτήτου πολύ κάλλιον ή ο Ξενοφών τας του Σωκράτους· πλην τούτου έγραψεν έργα περί γεωγραφίας και τακτικής (349). Αλλ' ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ (46-120 μ. Χ.) υπερέβαλε πάντας διά των αθανάτων αυτού Βίων, του ελκυστικωτάτου ίσως έργου, όπερ εγράφη ποτέ, και των μικρών εκείνων πραγματειών, αι οποίαι αρέσκουσιν όχι ολιγώτερον, επιγράφονται δε συνήθως Ηθικά. Δεν ήτο επιστημονικός ιστοριογράφος, και η αξία των μαρτυριών του εξαρτάται καθ' ολοκληρίαν εκ των πηγών, άς εξέλεγεν· αλλ' είχε το δώρον ν' αγαπά τους ήρωάς του και την δύναμιν να διακρίνη τι ήτο διαφέρον. Ως φιλόσοφος ίσως αποκλίνει πλέον του δέοντος εις τας συμβουλάς και βεβαίως είναι περιωρισμένος· αλλ' είναι είς των ευγενεστέρων και θελκτικωτέρων συγγραφέων, άμα δε εις των προσφιλεστάτων εξ όλης της αρχαιότητος χαρακτήρων (350).
Εις την ιδίως λογοτεχνίαν ή την «σοφιστικήν» διακρίνονται πολλοί. Δίων ο Χρυσόστομος, Ηρώδης ο Αττικός και Αριστείδης ο ρήτωρ είναι καθαροί stylistes, αλλά τούτο σημαίνει μόνον ότι ηδύναντο να μεταχειρισθώσι λεκτικόν αρκούντως ομοιάζον προς το του Πλάτωνος ή του Δημοσθένους. Αξιολογώτεροι τούτων είναι οι τέσσαρες ΦίΛΟΣΤΡΑΤΟΙ και ως ευφυής οικογένεια, και διά τα θέματα των έργων των. Του πρώτου έχομεν μόνον ένα διάλογον περί Νέρωνος και της Κορινθιακής διώρυγος, του δε δευτέρου τον θαυμάσιον διάλογον περί Απολλωνίου του Τυανέως, του νεοπυθαγορικού αγίου και φιλοσόφου, του οποίου η θρησκεία επί τινα χρόνον αντηγωνίζετο προς τον «χριστιανισμόν και τέλος τον Γυμναστικόν και τινας ερωτικάς επιστολάς. Του δε τρίτου και του τετάρτου έχομεν σειράν Εικόνων ήτοι περιγραφήν έργων τέχνης, εν ποιητική πεζογραφία. Αι Εικόνες είναι παράδοξοι και περίτεχνοι κατά το ύφος, εκτιμώνται δε υπό των αρχαιολόγων, ως μαρτυρίαι αληθινών εικόνων. Τοιαύται περιγραφαί ήσαν κοινόν σοφιστικόν γύμνασμα, όπερ ήκμασεν ιδίως κατά την επί Αντωνίνων αναγέννησιν της τέχνης και διήρκεσε μέχρι των ημερών του Λόγγου και Αχιλλέως Τατίου (351).
Εις τους σοφιστάς πρέπει να καταταχθή και ο συχνάκις μνημονευόμενος ΑΘΗΝΑΙΟΣ ο Ναυκρατίτης, ο κατά το τέλος του Β'. μ. Χ. αιώνος γράψας τους Δειπνοσοφιστάς. Οι εις το δείπνον παρακαθήμενοι πάντες είναι πεπαιδευμένοι άνδρες των χρόνων του Αυρηλίου και το βιβλίον παρέχει τον διάλογον αυτών. Παράξενος διάλογος! Συζητούσι περί παντός φαγητού και παντός πράγματος σχετικού προς τα δείπνα, εγκυκλοπαιδικοί άμα και αρχαιολόγοι. Παν ότι ήτο γνωστόν περί αγγείων, οίνων, χορών, μαγειρικών σκευών, όψων, περί αδυναμιών των φιλοσόφων και ευφυολογιών των εταιρών είναι εκεί συνηγμένον μετά προσοχής και κατά τάξιν. Οιαςδήποτε πηγάς και αν είχεν ο Αθηναίος, φαίνεται ότι είχεν αναγνώσει πάμπολλα και ότι ήτο φύσει ευθυμολόγος· το δε βιβλίον του, καίτοι φαινόμενον ως μόνον συμποσιακόν, αποτελεί πολύτιμον όργανον προς σπουδήν του όλου αρχαίου βίου (352).
Αλλά μέγιστος των σοφιστών του Β' μ. Χ. αιώνος ήτο ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. Ο Λουκιανός και ο Πλούταρχος είναι οι μόνοι συγγραφείς της περιόδου ταύτης οι έχοντες παγκόσμιον σπουδαιότητα, οι λαλούντες όπως ουδείς άλλος δύναται να λαλήση, οι και σήμερον ευαρέστως αναγινωσκόμενοι διά την πραγματικήν αξίαν. Ο Λουκιανός παρεβλήθη κατά την τάσιν του πνεύματός του προς τον Ολλανδόν Έρασμον. Ήτο δηλαδή πολυμαθής, οξυδερκής και προ πάντων εύθυμος· επεζήτει πανταχού την ειλικρίνειαν· ήτο δε τόσον φρόνιμος και πεζός, ώστε να μη παρασυρθή εις τα μεγάλα ρεύματα του καιρού του. Έζη επί Μάρκου Αυρηλίου εν τω μέσω της τότε μεγάλης μεταρρυθμίσεως και της λογοτεχνικής αναγεννήσεως, αλλά δεν φαίνεται μετέχων εις αυτήν. Εμελέτησε πολλήν φιλοσοφίαν, αλλά πάντοτε ως ξένος ερχόμενος να ανακαλύψη τα παράδοξα διά να γελάση. Εάν κρίνωμεν εκ των πολλών εν τοις έργοις αυτού απολογιών φαίνεται ότι έπαθε πολλάς επιθέσεις, ιδίως παρά των Κυνικών, εν οποίων η ακαθαρσία, η αμάθεια και η αναισθησία του ετάρασσον τα νεύρα. Ο Λουκιανός υπό του πατρός του ήτο προωρισμένος να γίνη γλύπτης, αλλ' ετράπη προς τα γράμματα, ήρχισε δε το στάδιόν του ως συνήθης σοφιστής, αλλά κατόπιν ηύρε τον δρόμον του προς τους σατιρικούς διαλόγους, των οποίων το ύφος είναι μίμησις του Πλάτωνος, αλλά το κωμικόν στοιχείον είναι υπέρτερον του φιλοσοφικού. Κατά δε τα τέλη της ζωής του έλαβε κυβερνητικήν τινα θέσιν εν Αιγύπτω, και επανέλαβε τα ρητορικά του έργα. Ο Λουκιανός είναι λογογράφος σημαντικός, και ως παριστών μίαν όψιν του ανθρωπίνου βίου, ήτις έχει μόνιμον αξίαν διά πάσαν γενεάν, αλλά και ως μαρτυρών το ανεξάρτητον σθένος του ανατολικού Ελληνισμού, οσάκις εξέφευγεν ούτος την επίσημον προστασίαν του ρωμαϊκού κράτους ή απέστεργε να εκπαιδεύη τους δυτικούς λαούς (353).
Εκ της φιλοσοφίας, όση συνδέεται προς την εκπαίδευσιν, και επομένως ήκμασεν υπό τους πρώτους αυτοκράτορας, εσώθη σπουδαίον κληροδότημα. Πρώτον υπάρχουσι δύο μεγάλοι φιλοσοφούντες ιατροί. Τούτων ο μεν ΓΑΛΗΝΟΣ ήτο πολυμαθής και σαφής, αλλά διεξοδικώτατος συγγραφεύς και ιατρός των χρόνων του Μάρκου Αυρηλίου (354). Ο δε ΣΕΞΤΟΣ ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ζων επί Καλιγόλα, ανήκεν εις την σκεπτικήν σχολήν, έγραψε δε δύο σειράς βιβλίων, προς Μαθηματικούς, ήτοι τους επαγγελλομένους γενικήν σοφίαν, και προς Δογματικούς, ήτοι τους αιρετικούς φιλοσόφους· ταύτα είναι πλήρη δυνατών στοχασμών και περιέργου ύλης (355). Έπειτα δύο φιλόσοφοι γεωγράφοι, ο ΣΤΡΑΒΩΝ και ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ επί Μάρκου. Και ο μεν Στράβων εξείχεν εις την τοπογραφίαν και την ιστορίαν (356), του δε Πτολεμαίου τα γεωγραφικά και αστρονομικά έργα είναι τα επιστημονικώς σπουδαιότατα πάντων, όσα περιήλθον αρχαιόθεν εις ημάς (357). Άλλος γεωγράφος ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ ο γράψας επί Αντωνίνων Περιήγησιν Ελλάδος εις δέκα βιβλία, φαίνεται ότι περιηγήθη χάριν διασκεδάσεως και αφού επανήλθεν εις την πατρίδα του, συνέρραψεν εκ βιβλίων πολύ παλαιοτέρων διήγησιν περί των όσα είδεν ή θα έβλεπεν αυτός! Αύτη είναι η μόνη δυνατή εξήγησις της παραδόξου αυτού συνηθείας του να παρατρέχη αμνημόνευτα και τα μάλιστα περίοπτα μνημεία, όσα ανηγέρθησαν μετά τα 150 μ. Χ. Οι δε νεώτεροί του κριτικοί διατείνονται ότι ενίοτε οσάκις λέγει ήκουσα ή είδον απλώς αντιγράφει τον ενώπιόν του περιηγητήν, ουδ' αυτό του ρήματος το πρόσωπον μεταβάλλων. Τούτο βεβαίως παραβλάπτει αυτόν τον Παυσανίαν, αλλ' επαυξάνει του βιβλίου την αξίαν, όπερ, όσον ανακριβές και ασυστηματοποίητον και αν είναι, είναι πλουσιώτατον και αρχαιοτάτη πηγή πληροφοριών μοναδικής όλως χρησιμότητος εις τε τους αρχαιολόγους και τους σπουδαστάς των θρησκευμάτων. Ο Παυσανίας π.χ. ήτο ο καθοδηγήσας τον Σλήμαν εις τας Μυκήνας (358).
Εκ της καθαράς φιλοσοφίας, την Στωικήν διδασκαλίαν κάλλιστα εις ημάς απεικονίζουσιν αι Διατριβαί και το Εγχειρίδιον του ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ. Ο εκ Φρυγίας καταγόμενος ούτος δούλος απηλευθερωθή και εδίδαξεν εν Ρώμη. Διωχθείς δ' εκείθεν κατά τα 94 μ. Χ. ένεκα του γνωστού κατά των φιλοσόφων διατάγματος του Δομιτιανού, αποκατεστάθη εις την Νικάπολιν της Ηπείρου· έπειτα δε απέλαυσε της φιλίας του Τραϊανού, λέγεται δε και του Αδριανού (117-138 μ. Χ.). Ο Επίκτητος δεικνύει την διαφοράν του καιρού εκείνου από των χρόνων του Πλάτωνος ή και του Χρυσίππου διά τούτου, ότι πραγματικώς εγκαταλείπει πάσαν θεωρίαν και περιορίζεται μόνον εις την δογματικήν και πρακτικήν ηθικήν. Και δέχεται μεν και μεταδίδει την θεωρητικήν βάσιν της ηθικής, όπως έθεσαν αυτήν οι πρώτοι Στωικοί, αλλ' η αληθινή του δύναμις ήτο το κήρυγμα και η διδασκαλία. Όθεν έλεγεν ότι «ιατρείον έστι το του φιλοσόφου σχολείον»· τοιούτον επάγγελμα δεν είν' ελληνικόν· αλλ' όμως η πνοή και η αδρότης των εμπνεύσεων του διδασκάλου, το ύψος των στοχασμών και αυτή η ευθυμία του ελκύουσι την εύνοιαν των πλείστων αναγνωστών (359) όσον περίεργοι και αν είναι αι βιοτικαί περιπέτειαι του Επικτήτου, βεβαίως αμαυρούνται ενώπιον της λάμψεως, η οποία περιβάλλει την συμπαθεστάτην μορφήν του ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΡΗΛΙΟΥ. Και το σαφές και δυνατόν ύφος του εξ επαγγέλματος διδασκάλου δεν φθάνει βαθυτάτην εντύπωσιν, ήν προξενεί το περίφημον Εις εαυτόν βιβλίον του αυτοκράτορος. Και τον Μάρκον, όπως και πολλάς άλλας μεγάλας ψυχάς δύνασαι να τον εκτιμήσης μόνον αν τον αγαπήσης. Εάν τα τρία πρώτα κεφάλαιά του σε προσελκύσωσι, κατόπιν εκάστη του λέξις φαίνεται πολύτιμος. Αλλ' υπάρχουσι και πολλοί, και όχι όλοι στενοκέφαλοι ουδέ αναίσθητοι, οίτινες ευρίσκουσιν ολόκληρον το πόνημα οχληρόν και ανόητον. Και όμως είναι δύσκολον ν' αρνηθή κανείς ότι η ηθική διδασκαλία της αρχαίας Στοάς, όπως αναπτύσσουσιν αυτήν οι δύο ούτοι άνδρες, είναι εκ των υψηλοτάτων και λεπτοτάτων και λογικωτάτων του ανθρωπίνου πνεύματος δημιουργημάτων (360). Ο Μάρκος απέθανε κατά τα 180 μ. Χ. Ο δε μέγας φιλόσοφος της επομένης εκατονταετίας, ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ, ο αρχηγός των νεοπλατωνικών εγεννήθη τω 204. Καίτοι κατά το πλείστον επαγγέλλεται μόνον ότι ερμηνεύει τον Πλάτωνα, είναι πιθανώς ο τολμηρότατος φιλόσοφος των ρωμαϊκών χρόνων, η δε φιλοσοφία του το πληρέστατον και περιληπτικώτατον σύστημα. Η διδασκαλία του είναι καθαρά ιδεολογία. Ο κόσμος όλος απορρέει εκ του πρώτου όντος, όπερ κατά πρώτον παράγει τον Νουν, ούτω δε διακρίνεται ο Λογισμός και το όν. Η φύσις είναι αποτέλεσμα των Λογισμών, θεωρούντων εαυτούς, και τα γεγονότα της φύσεως είναι αυτοθεωρίαι αυτής (361). Το σύστημα τούτο ενέχει και θρησκευτικόν στοιχείον, όπερ ανέπτυξε πρώτος μεν ο Πορφύριος, ο βιογράφος και εκδότης του διδασκάλου, έπειτα δε ο Ιάμβλιχος, εις λογικόν τι σύστημα, όπερ κατόπιν οι εθνικοί αντέτασσον κατά των επιθέσεων των χριστιανών.
Τους Χριστιανούς κρατεί συνήθεια [εν τη Δύσει] ν' αποκλείωμεν εκ της ιστορίας των ελληνικών γραμμάτων. Και όμως η εξάρτησις αυτών εκ των ελληνικών θεωριών, και του ελληνικού τρόπου του σκέπτεσθαι είναι πρόδηλος και εις επιπολαίαν ανάγνωσιν. Αλλ' εάν πραγματευθή τις περί της σχέσεως ταύτης ανάγκη να εισέλθη εις λεπτομέρειας· κατά μίαν δ' έποψιν ο θάνατος και η αποτυχία του αυτοκράτορος ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ· είναι τέλος μιας όλης περιόδου, και σχεδόν τελική απόσβεσις της αρχαίας θρησκείας δε και των αθρήσκων ιδανικών. Το στάδιον του εκτάκτου τούτου ανδρός ήρμοζε τελείως προς τον χαρακτήρα του, όστις άνευ της σχεδόν υπερβολικής ελευθεροστομίας και ειλικρινείας του θα εφαίνετο θεατρικός, και όστις συμβολίζει το αρχαίον ηρωικόν πνεύμα, μαχόμενον απεγνωσμένως εντός των χρόνων της παρακμής. Ο Ιουλιανός προσπαθεί να γίνη φιλόσοφος και καταντά μυστικιστής· σαλπίζει την ελευθερίαν του πνεύματος και γίνεται θρησκόληπτος, σχεδόν πλέον των φανατικών, ούς πολεμεί· κατακλύζει τους στρατιώτας και τους υπαλλήλους του διά παραγγελμάτων δικαιοσύνης και μετριοπαθείας και κατόπιν διαφθείρει αυτούς διά συνεχών θυσιών προς τους θεούς. Κηρύσσει την ανοχήν και εφαρμόζεται νέος διωγμός. Τοιουτοτρόπως ο ηγεμών ο διάγων ζωήν αγίου, ο προσευχόμενος και μελετών κατά τας νύκτας, ο ζων ως πένης, διότι εξεκένωσε τα θυλάκιά του προς ανακούφισιν των απόρων των επαρχιών, ο επιζητών την μόνην παραμυθίαν εις την επιδίωξιν των υψίστων και ευγενεστάτων ιδανικών, παραδόξως πλησιάζει, αν παραβλέψωμεν το πρακτικόν μέρος, προς τινας των χριστιανών εκείνων αναχωρητών, τους οποίους αυστηρότατα κατεδίωκεν. Υπήρχε πράγματι κάτι μέγα και αληθινόν, προς το οποίον καθ' όλην του την ζωήν έτεινε τας χείρας, αλλά μόνον έψαυεν ο Ιουλιανός, και όπερ ίσως θα ηδύνατο να δράξη, αν έζη κατ' ευτυχεστέρους χρόνους. Διότι ήτο μέγας και φιλάνθρωπος στρατηγός, ήτο ικανός και ανιδιοτελής πολιτικός· αλλά διανοούμενος είχε πυρετόν· έτρεμεν εκ συνειδητής αδυναμίας ενώπιον των μεγάλων του πειραμάτων. Τούτο δε είναι το αίσθημα, το κατέχον όλην την ελληνικήν ψυχήν κατά τους χρόνους της πτώσεώς της. Τω όντι, ενώ η ρωμαϊκή παρακμή έτεινε προς την υπερβολήν, την κενοδοξίαν και την ματαιότητα, η ελληνική παρακμή ήτο άτονος και ασθενής (362).
Έν λογοτεχνικόν είδος, σύγχρονον του Ιουλιανού και καταδικαζόμενον εξ ίσου υπ' αυτού και υπό των αντιπάλων του, δεικνύει περίεργον συνδυασμόν παρακμής και νέας ζωής, το μυθιστόρημα. Τα δύο αρχαιότατα λείψανα πεζού μυθιστορήματος είν' επιτομαί. Τα Ερωτικά παθήματα ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ, όστις εδίδαξε τον Βεργίλιον και συνέλεξε τους μύθους τούτους προς χρήσιν Ρωμαίων ποιητών, επιθυμούντων να μεταχειρίζωνται μυθικά ονόματα χωρίς ν' αναγινώσκωσι τα πρωτότυπα, δεν έχουσιν ίσως πολλήν ιδικήν του φαντασίαν. Αλλά πιθανόν το πρωτότυπον να ήτο διάφορον. Καθαράν εύρεσιν περιέχει το έργον του ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ περί Των υπέρ Θούλην απίστων. Ο Αντώνιος ούτος έζη προ του Λουκιανού, ο οποίος τον εμπαίζει. Το βιβλίον έγεμε περιπετειών, περιελάμβανε δε και ανάβασιν εις την σελήνην· αλλ' αν κρίνωμεν εκ της επιτομής, είχε πολλάς επαναλήψεις και χαρακτήρας ως νευρόσπαστα. Ούτω κατέθελγε τον συγγραφέα η επίνοια, ότι ο ήρως ή ηρωίς είχον εκληφθή ως φάσματα. Αλλ' έχει τέχνην τινά προς συλλογήν των φαντασιωδών της διηγήσεως πηγών. Κατά τον τρίτον μ. Χ. αιώνα το μυθιστόρημα ήτο δημοφιλέστατον, έκτοτε δε σώζονται τα Εφεσιακά του ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ του Εφεσίου. Αλλ' αναμφιβόλως οι κάλλιστοι των παλαιών μυθιστοριογράφων είναι ο ΛΟΓΓΟΣ και ο ΗΛΙΟΔΩΡΟΣ· ο μεν πρώτος διά την καθαρώς ποιητικήν και λογοτεχνικήν αυτού αξίαν ο δε δεύτερος διά την πλοκήν και την δύναμιν της διηγήσεως. Ο Ηλιόδωρος γράφει ως δημιουργός νέας κινήσεως, είναι δε αγνός και πλήρης ζήλου και πεποιθήσεως. Το έργον του δύναται ν' αναγνωσθή και τώρα, ότε η τέχνη της διηγηματογραφίας έφθασεν εις την τελειότητα. Λέγεται ότι ο Ηλιόδωρος ήτο χριστιανός και μάλιστα επίσκοπος της εν Θεσσαλία Τρίκκης, παραιτηθείς, ότε η σύνοδος της επαρχίας του τον προσεκάλεσεν ή να καύση το βιβλίον του ή ν' απέλθη. Τούτο στηρίζεται μεν επί ασθενεστάτης μαρτυρίας, αλλά δεν είναι ανάρμοστον εις τον Ηλιόδωρον, οποίον τον γνωρίζομεν. Ο Λόγγος ήτο διάφορος· ψυχρός άνθρωπος και εθνικός, αλλά όχι ανήθικος· χρειάζεται ανόητος αναγνώστης ή αδέξιος μεταφράστης, όπως ευρεθή τίποτε πονηρόν εις τα Κατά Δάφνην και Χλόην. Αλλά το βιβλίον διαπνέει κάποιον αίσθημα αποθαρρύνσεως, τάσις προς αναχώρησιν εκ του κόσμου, και άφεσιν των φιλοδοξιών και των δυσχερειών αυτού, ροπή προς την απλότητα και την ησυχίαν των αγρών. Νομίζει τις ότι είναι Θεόκριτος κουρασμένος και γράφων πεζόν λόγον. Άλλοι τινές μυθιστοριογράφοι ως Αχιλλεύς ο Τάτιος και ο Χαρίτων έγραψαν μυθιστορήματα, τα οποία, κρινόμενα διά κοινού αισθητηρίου, πιθανόν να θεωρώνται ως ανώτερα του Λόγγου· διότι είναι ζωηρότερα, μάλλον έντεχνα και περίεργα, αρκετά δε ανήθικα. Αλλά δεν έχουσι την ποίησιν του Λόγγου (363).
Ο Λόγγος, εάν μη σφάλληται ο γράφων την ιστορίαν ταύτην, είναι ο τελευταίος λατρευτής του γνησίου κάλλους, ο έχων την παλαιάν ολόψυχον αφοσίωσιν, καθώς ο Πλωτίνος έζη χάριν της θεωρίας και ο Ιουλιανός χάριν της «μεγάλης πόλεως των θεών και των ανθρώπων». Εκ των τριών εκείνων ιδανικών, προς τα οποία πλέον παντός άλλου είχεν ανοίξει η Ελλάς τα όμματα του κόσμου, το μεν ιδανικόν της ελευθερίας και της δικαιοσύνης ήτο εξωρισμένον προ πολλού εκ της ζωής εις τα βασίλεια των ονείρων, διότι οι κρατούντες δεν εφρόντιζον περί τούτου. Η δε ζήτησις της επιστημονικής αληθείας κατήντησε πλέον αδύνατος, αφότου ο κόσμος, δυσπιστήσας προς τον λόγον, και βαρυνθείς τους συλλογισμούς, αφωσιώθη περιπαθώς εις σύστημα θείας αποκαλύψεως, όπερ ανέλαβεν αυτό τον έλεγχον πάσης αληθείας. Τις δε απέμεινε πλέον να κηρύξη το αρχαίον κάλλος, το γυμνόν άμα και αγνόν εις γενεάς, αίτινες προ πολλού απέστρεψαν απ' αυτού το βλέμμα ή τον νουν των; Το πνεύμα της Ελλάδος απέθανεν εν τέλει εκ της μακράς εκείνης αποθαρρύσεως, η οποία παραλύει την δύναμιν των εθνών όπως το βραδύ δηλητήριον. Η Ελλάς έπαυσε να εκτελή τον προορισμόν της, διότι ο προορισμός αυτής δεν ήτο πλέον καρποφόρος (364). Οι δε τελευταίοι μεγάλοι εθνικοί, καθώς ο Πλωτίνος, ο Λόγγος και ο Ιουλιανός, ομολογούσιν αυτοί την ήτταν των και ζητούσι τρόπον τινά συγγνώμην, ότι δεν δημιουργούσι νέαν μελωδίαν, ουδέ δοκιμάζουσιν όλην την τάσιν της φωνής των, περιοριζόμενοι μόνον εις απηχήσεις των παλαιών ύμνων προς την Αλήθειαν, το Κάλλος, την Ελευθερίαν και την Δικαιοσύνην, των ύμνων δι' ών η Ελλάς είχεν αφυπνίσει τον κόσμον προ πολλού, ότε ο ήλιος ανέτελλεν επ' αυτήν και ήσαν ισχυρά ακόμη τα πτερά της.
Πρόλογος — Σημείωμα περί του Ομηρικού ζητήματος | ||
Α' Όμηρος | Σελ | 1 |
Β' Μικρότερα Ομηρικά ποιήματα Ησίοδος Ορφεύς | » | 44 |
Γ' Απόγονοι του Ομήρου, του Ησιόδου και του Ορφέως | » | 69 |
Δ' Το Μέλος | » | 91 |
Ε' Αι αρχαί του πεζού λόγου | » | 125 |
ΣΤ' Ηρόδοτος | » | 140 |
Ζ' Φιλοσοφικά και πολιτικά συγγράμματα μέχρι του | ||
θανάτου του Σωκράτους | » | 160 |
Η' Θουκυδίδης | » | 184 |
Θ' Το δράμα | » | 209 |
Ι' Αισχύλος | » | 222 |
ΙΑ' Σοφοκλής | » | 238 |
ΙΒ' Ευριπίδης | » | 256 |
ΙΓ' Κωμωδία | » | 281 |
ΙΔ' Πλάτων | » | 300 |
ΙΕ' Ξενοφών | » | 320 |
ΙΣΤ' Οι Ρήτορες | » | 330 |
ΙΖ' Οι χρόνοι του Δημοσθένους | » | 357 |
ΙΗ' Η μεταγενεστέρα Λογοτεχνία | ||
I Από του θανάτου του Δημοσθένους μέχρι της μάχης | ||
του Ακτίου | » | 373 |
II Η Ρωμαϊκή και η Βυζαντιακή | » | 401 |
Οι αριθμοί σημαίνουσι τας σελίδας το σημ. = σημείωσις· το πρόλ. — πρόλογος).
Άβαρις 67.
Αβιανός 2, 90
Αγίας 45.
Αγαθίας 402
Αγάθων 210, σ. 211 σ. 261, 307.
Αθηναίος 405.
Αιλιανός 103, 128 σημ.
Αινείας τακτικός 328 σημ.
αίνος 90.
Αισχίνης 17, 359,365.
Αισχίνης Σωκρατικός 179, 345, πρόλ.
Αισχρίων 90.
Αισχύλος 9, 214, 215, 216, 222-237, 241, 242, 243-296.
Αίσωπος 90.
Ακαδήμεια 309 σημ. 310
Ακουσίλαος 129.
Αλεξάνδρεια 383, 395, 396.
Άλεξις 381.
Αλκαίος 91, 92, 97 πρόλ.
Αλκιδάμας 6, 170, 335, 337, 339
Αλκίφρων 388.
Αλκμάν 101.
Αμειψίας 290, 293, 299 σημ.
Άμφων 294.
Ανακρέων 96.
Ανακρεόντεια 96
Ανάνιος 90.
Αναξαγόρας 165.
Αναξίμανδρος 160.
Αναξιμένης 161.
Ανδοκίδης 337, 341.
Ανδροτίων 129.
Αντίδωρος Κυμαίος 131.
Αντίμαχος 16, 71, 72.
Αντίοχος Συρακόσιος 130.
Αντίπατρος 402.
Αντισθένης 168, 179, 310, 317.
Αντιφάνης 381.
Αντιφών 131 σ. 327, 339.
Αντιφών σοφιστής 170, 340.
Αντώνιος Διογένης 411.
Ανύτη 72.
Άνυτος 183.
Απολλόδωρος γραμματικός 10, 46.
Απολλόδωρος Σωκρατικός 179.
Απολλώνιος Ρόδιος 71, 386.
Απολλώνιος Τυανεύς 404.
Αππιανός 403
Άρατος 73, 394.
Αρίσταρχος 11, 15, 16, 395.
Αρίσταρχος Τεγεάτης 280 σημ.
Αριστέας 67, 73.
Αριστίας 223.
Αριστείδης 404.
Αρίστιππος 168, 180, 309.
Αριστόνικος 15
Αριστοφάνης 90,147,169,220,286-299.
Αριστοφάνης Βυζάντιος 15, 335, 402.
Αριστοτέλης 18, 101. 149. 171, 176, 213, 218, 248, 262, 313, 317, 338, 355, 376-9.
Αρίων 103.
Αρκτίνος 4, 44.
Αρριανός 403.
Αρχέστρατος 73.
Αρχίλοχος 73, 80, 87, 90.
Αρχιμήδης 395.
Άρχιππος 293 σημ.
Άσιος 72
Ασκληπιάδης 384.
Αχιλλεύς Τάτιος 411.
Βάβριος 90, 401.
Βάκις 3, 67, 126.
Βακχυλίδης 111-115.
Βηρωσός 399.
βιβλιοθήκαι 258.
Βίων βουκολικός 390
Βίων Προκοννήσιος 130.
βουκολικοί 388, 390.
Γαληνός 405.
Γλαύκος 131.
Γοργίας 167, 170, 339.
γραφή 31, 125.
Δαμάστης 131
Δείναρχος 366.
Δημάδης 367.
Δημήτριος Φαληρεύς 90, 395.
Δημοδόκος 85.
Δημόκριτος 357.
διάλεκτοι 23, 98.
Δίδυμος 15.
δίγαμμα 26.
διδασκαλίαι 376.
Διευχίδας 12, 13.
διθύραμβος 100, 101, 99.
Διόδωρος Σικελιώτης 397, 403.
Διονύσιος Αλικαρνασσεύς 331, 403.
Διονύσιος κυκλογράφος 46.
Διονύσιος Μιλήσιος 130.
Διονύσου λατρεία 64.
Δίων Χρυσόστομος 404.
Δούρις 398
δράμα 2Ο9 — 12.
Ειδύλλια 389.
Εκαταίος 133-5.
Εκφαντίδης 283
ελεγεία 76.
έλεγος 79.
εμβατήρια 100.
Εμπεδοκλής 75, 164, 166.
επεισόδια 215.
επιγραφαί 125.
Επικούρειοι 375,
Επίκουρος 166.
Επίκτητος 407.
Επιμενίδης 67.
επίνικοι 100, 121.
έπος 28.
Επίχαρμος 281, 301.
Ερατοσθένης 395.
Ερμησιάναξ 384.
Έρμιππος 90.
Ερμογένης 134.
Ευγαίων 130.
Ευγάμων 5.
Εύδημος Περιπατητικός 378.
Ευήμερος 398
Ευκλείδης μαθηματικός 395.
Ευκλείδης Σωκρατικός 179
Εύμηλος 68.
Εύπολις 220, 285, 287.
Ευριπίδης 217, 220, 236, 256, 280, 294, 295.
Ευφορίων 397.
Έφορος 157, 397.
Ζαγρεύς 66.
Ζηνόδοτος 395.
Ζήνων Ελεάτης 164.
Ηγήμων 173.
Ηγησίας 44.
Ηλιόδωρος 411.
ησίαι 47
Ηρακλείδης Ποντικός 317.
Ηράκλειτος 162.
Ήριννα 92.
Ηρόδοτος 10, 135, 140, 159, 201.
Ηρόδωρος 135, 137.
Ηρωδιανός 15.
Ηρώνδας 391.
Ήρων μηχανικός 395.
Ησίοδος 3, 6, 53, 62.
Θαλής 160.
Θεαγένης 131.
θέατρον 212 σ.
«Θεμιστογένης»
Θέογνις 83
Θεοδέκτης 280 σημ.
Θεόδωρος γραμματικός 45.
Θεόκριτος 388-390
Θεόπομπος ιστορικός 188, 397
Θεόπομπος κωμικός 299 σημ.
θεός από μηχανής 274.
Θεόφραστος 378.
Θέσπις 212.
Θουκυδίδης 184-208.
Θρασύμαχος 168, 169, 176, 331.
θρήνος 100.
Ιάμβλιχος 408.
Ίαμβος 76.
Ίβυκος 167.
Ιεροκλής 53.
Ιουλιανός 408.
Ιοφών 240, 295.
Ίππαρχος 394.
Ιππίας σοφιστής 170.
Ίππυς 131.
Ιππώναξ 89.
Ισαίος 332, 346
Ισοκράτης 310, 311, 332, 336, 338, 346, 356.
Ιστορία 131.
Ίων Χίος 172.
Ιώσηπος 11, 403.
Κάδμος 120.
καθαρμοί 67.
Καικίλιος Καλακτίνος
Καλλίας 299.
Καλλίμαχος 385, 387, 395, 396.
Καλλίνος 80.
κανών ρητόρων
Καρκίνος 72.
Κερκιδάς 90, 393 σημ.
Κέρκωψ 90.
Κλείδημος 129.
Κλεοβουλίνη 85.
Κλεόβουλος 85.
Κλεόστρατος 73.
Κόιντος 402.
Κόλουθος 402.
Κόριννα 116 σημ.
Κράτης 284.
Κράτης Μαλλώτης 396.
Κρατίνος 283, 288.
Κράτιππος 188.
Κρεόφυλος 90.
Κριναγόρας 402.
Κριτίας 176.
Κτησίας 396.
κύκλος
επικός 45
Κύναιθος 27
Κυνικοί 375.
κύπρια έπη 43, 47, 48.
κωμωδία 218.
Λέσχης 5, 46.
Λεύκιππος 166.
«Λίνος» 5.
Λόβων 85
Λογγίνος 112, 398.
Λόγγος 400.
λόγοι 127.
Λουκιανός 405
λύκειον 377, 380.
Λυκούργος 363.
Λυσίας 337, 342, 346.
Μάγνης 283.
Μανέθων 399.
Μαρκελλίνος 188.
Μάτρων 73.
Μελέαγρος 401.
Μελησαγόρας 129.
μελικοί ποιηταί 92
Μέλισσος 164.
μέλος 91, 92.
Μένανδρος ζ' 298, 381, 383.
Μίμνερμος 81.
μιλήσιοι λόγοι 127.
μίμοι 391.
Μόσχος 390.
«Μουσαίος» 4.
Μουσαίος γραμματικός 373.
Μυρτίς 116.
μυστήρια 64, 173.
Νίκανδρος 394. Νικάνωρ 15.
νόμοι 77, 284 σημ.
νόστοι 47.
Νόννος 402.
Ξάνθος 130.
Ξενοφάνης 10, 71, 161.
Ξενοφών Αθηναίος 174, 182, 208, 320, 329.
Ξενοφών Εφέσιος 411.
Ξένων, 11.
«Ολιγαρχικός» 174-6, 285, 287.
«Όλυμπος» 77.
Ομηρίδαι 23.
Ομηρικοί ύμνοι 49, 68.
Όμηρος 3-51 πρόλ. ι'-κγ'.
Ονομάκριτος 11, 67, 126
Οππιανός 401.
Ορφεύς 5, 62-64.
Ορφικοί ύμνοι 66.
Ορχήστρα 213.
Παιάν 101, 121.
Παλαίφατος 398
Παλλαδάς 402.
Πανύασις 70.
πάπυροι 93, 95, 121, 130, 188, 279.
παράβασις 219.
παραχορηγήματα 214.
Παρθένιος 411, 412 σημ
Παρμενίδης 74, 163.
Παύλος Σιλεντάριος 402.
Παυσανίας 11, 72, 407.
πεζός λόγος 125.
Πείσανδρος 69
Πέργαμος 396.
περιπατητικοί 377, 379.
Πίγρης 52,
Πίνδαρος ζ', 9, 14, 106, 115-124,184.
Πιττακός 85, 91.
Πλάτων 18, 67, 71, 168, 180, 189, 300, 319-348
Πλάτων κωμικός 286.
Πλούταρχος 154, 241, 299, 403.
Πολύβιος 118, 192, 399-400.
Πλωτίνος 408.
Πολυκράτης Σοφιστής 181.
Πολυφράδμων 223.
Πορφύριος 409.
Πρατίνας 211, 212, 213, 223.
Πράξιλλα 92.
Πραξιφάνης 189.
Πρόδικος 170.
Πρόκλος 46, 47.
πρόλογος 215, 273.
Πρωταγόρας 167, 305.
Πτολεμαίος 407.
Πυθαγόρας 161.
Ραψωδοί 25.
ρήτορες 330-370.
ρητορική 33.
Ριανός 16, 80, 393.
Σαπφώ ς', 93 96.
σατυρικόν δράμα 213, 217, 244.
Σέξτος Εμπειρικός 406.
Σημωνίδης Αμοργίνος 86.
Σημωνίδης Κείος 108-11.
σκόλια 77.
Σκύλαξ 394.
Σκύμνος 394.
Σόλων 82, 212.
σοφισταί 197-171.
σοφοί επτά 72, 85.
Σοφοκλής 214, 215, 216, 238-256.
Σπεύσιππος 376.
στάσιμα 100, 210 σημ.
Στασίνος 44.
Στέφανος Βυζάντιος 198, 199.
Στησίμβροτος 172-3.
Στησίχορος 104-7.
Στράβων 406.
Στράττις 299.
συβαριτικοί λόγοι 127.
Στωικοί 375.
Σωκράτης 177, 183.
Σώφρων 281, 301.
Τεισίας 104.
Τελέσιλλα 92.
Τέρπανδρος 77.
Τζέτζης ιδ', 11.
Τίμαιος 398
Τιμόθεος 100, 284, σημ.
Τιμοκρέων 111.
Τισαμενός 126.
τραγωδία 211, 217 σημ.
Τρυφιόδωρος 402.
Τυρταίος 70, 80.
Ύμνος 49
Υπερείδης 361, 367.
υποκριταί 209, 214, 217.
Φαίδων 179.
φαλλικά 218, 219.
Φερεκράτης 284.
Φερεκύδης 129, 130.
Φιλήμων 220, 280, 383.
Φιλητάς 384.
Φίλιππος Οπούντιος 315
Φίλιστος 396.
Φιλοσοφία 160-171.
Φιλόξενος 100.
Φιλόστρατοι 404.
Φιλύλλιος 299.
Φίλων 399.
Φοίνιξ 386 σημ
Φρύνιχος τραγικός 220
Φρύνιχος νεώτερος 286.
Φωκυλίδης 85.
Φώτιος 46.
Χαιρεφών 182.
Χαιρήμων 280 σημ.
Χαρίτων 411.
Χάρων 130.
χασμωδία 336.
Χιωνίδης 283.
Χοιρίλος 70, 212.
χορηγός 214.
χορικά 98, 100, 211, 218.
χορός 101, 210, 210.
Ώροι 128, 398.
Φωνητική των σημερινών Κυπρίων, (Αθηνά, τόμ. ΣΤ' (1894), σ, 145-173).
Η γενική κατά Κυπρίους, (Αθηνά, τόμ. Η' (1896), σ. 435,-450).
Κυπριώτικα τραγούδια, (Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. Ε' (1897), σ. 327-346).
Γαλλικαί μεσαιωνικαί λέξεις εν Κύπρω, (Αθηνά τόμ. ΙΒ' (1900) σ. 360- 384).
Λεμεσός (Νέα Ημέρα, 8/21 Φεβ. 1903, αρ. 1471 (2459).
Η Ρήγαινα, (Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. ΣΤ' (1903), σ. 117-148.
Περί των ονομάτων των Κυπρίων, (Αθηνά, τόμ. ΙΣΤ' (1904). σ. 257- 294).
Θρήνος της Κύπρου, (Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. ΣΤ' (1906), σ. 405-432.
Τοπωνυμικόν της Κύπρου, (Αθηνά, τόμ. ΙΗ' (1907), σ, 315-421).
Επιγραφαί Ροδίων αμφορέων, ευρεθέντων εν Πάφω, (Παναθήναια, 15 Μαΐου 1907.
Where did Aphrodite find the body of Adonis (Journal of Hellenic Studies, Vol. XXVIII(1908), σ. 133-137).
The Value of Byzantine and Moderne Greek in Hellenic Studies, Oxford The Clarendon Press. 1909).
Ο εναρκτήριος του κ. Μενάρδου, (Παναθήναια, 15 Φεβρ. 1909).
Επιτύμβιοι επιγραφαί εκ Κύπρου, (Αθηνά, τόμ. ΚΒ' (1910), σ. 113-146.
Γολγοί και Εβραίοι, (Αθηνά, τόμ. ΚΒ' (1910) σ. 417-425).
Η Αγία Ελένη εις την Κύπρον, (Λαογραφία τόμ. Β' (1910) σ. 266-298).
Δύο Ζακυνθινοί ποιηταί, εν Αθήναις 1910.
Κυπριακή Γραμματική, (Επετηρίς Πανεπιστημίου (191-13) σ, 133-161).
Χολλά, (Επετηρίς Πανεπιστημίου (1913-14).
Η εν Κύπρω Ιερά Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά, (Επετηρίς Παρνασσού τόμ. Γ (1914), σ. 117-168).
Φουντάνα Μορώζα, (Επετηρίς Πανεπιστημίου).
Μπεργαδής, (Επετηρίς Παρνασσού).
Εμμανουήλ Ροΐδης, εν Αθήναις, 1914.
Ιστορία των λέξεων τραγωδώ και τραγωδία, (Αφιέρωμα εις Γ. Χατζιδάκιν (εν Αθήναις, 1921) σ. 15-32).
Τρεις λόγοι, 1891-1921, εν Αθήναις 1921.
Το τραούδιν της Ζωγγραφούς, (Λαογραφία τόμ. Η' 1921) σ. 180-200).
Ιστορικαί παροιμίαι των Κυπρίων, (Λαογραφία τόμ. Η' (1922)
1) Ιστορία Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων εν αλφαβητικούς πίναξι. Τόμ. Α' (Α-Ζ) εν Αθήναις 1850.↩
2) Στοιχεία Ελληνικής γραμματολογίας προς χρήσιν των γυμνασίων. Εν Αθ. 1886. ↩
3) Ελληνική Γραμματολογία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των υπό των Τούρκων αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Εν Αθήναις τόμ. Α' 1894 τόμ. Β' 1897.↩
4) Μεταφρασθείσα υπό Α. Κυπριανού, Εν Αθήναις 1867, Έκδ. β' 1884. ↩
5) Εξελληνισθείσα υπό I. Ν. Βαλέττα εις 2 τόμ. εν Λονδίνω, 1871. ↩
6) Μεταφρασθείσα υπό Χρ. I. Μαντζάκου Εν Αθήναις, 1886. ↩
7) Μεταφρασθέν και πλουτισθέν υπό Κ. Γαλάνη (δ' έκδ.). Εν Αθήναις 1889. ↩
8) Μεταφρασθείσα υπό Λ. Χ. Κώνστα (Α' τόμ. 1900) και Ν. Γ. Πολίτου (Β' τόμ. 1905. Του έργου του W. Christ εδημοσιεύθη νεωτέρα, έκτη έκδοσις unter Mitwirkung von Otto Stählin bearbeitet von Wilhelm Schmid, München, εις 2 τόμ. Ο α' 1912 ο δε β' 1911.↩
9) Δημοσιεύσας μακράν βιβλιογραφίαν εν Journal des Savants σ. 134- 141 και 193-202.↩
10) Εν τω προλόγω του Pour qu' on lit Platon↩
11) Της Σαπφούς, του Αλκαίου και του Πινδάρου εδημοσιεύθησαν και άλλα εξ Οξυρύγχου αξιόλογα κομμάτια τω 1914 και 1919. Ο υπ’ αριθ. 1281 (τόμ. Χ (1914) σ. 20) πάπυρος έφερεν εις φως μέρος του α' βιβλίου της ποιητρίας, εξ ου αναγινώσκονται σχεδόν ολόκληροι έξ στροφαί, αναφερόμεναι εις την φίλην Ανακτορίαν. Οι μεν, (λέγει η Σαπφώ, τούτο λέγουσι κάλλιστον, οι δε άλλο «εγώ δε κείν' όττω τις έραται». Άλλο απόσπασμα είναι προσευχή προς την Ήραν, όπου η ποιήτρια εύχεται (κατά την συμπλήρωσιν του Εdmonds) «άγνα και κά[λ' εν Μυτιλανάαισι] παρθ[ένοις με δραν) Εξ άλλου τεμαχίου μανθάνομεν νέαν φίλην Γογγύλαν «ταν κάλαν». Άλλος πάπυρος (αρ. 1232 σ. 44 εφανέρωσε μέρος του β' βιβλίου (Σαφύς μέλη) εν Σαπφικώ πενταμέτρω δεκατετρασυλλάβω· εκ τούτου αναγινώσκονται 20 στίχοι αναφέροντες πως ο Έκτωρ ήγαγεν [εξ ιάρας Πλακίας, άβραν Ανδρομάχαν επ' άλμυρον πόντον. Κατά τους εκδότας το α' βιβλίον της Σαπφούς περιείχε 330 στροφάς, ήτοι 1320 στίχους, ώστε τα λοιπά οκτώ θα περιελάμβανον τουλάχιστον άλλους οκτακισχιλίους.
Και του Αλκαίου τα τεμάχια είναι πολλά, (αρ. 1233 και 1234 σ. 50-81) αλλά κατά μέγα μέρος εφθαρμένα. Έν των αρτιωτέρων αποτείνεται προς τον φίλον Μελάνιππον, εις όν, ως γινώσκομεν εκ του Ηροδότου Ε' 95, ο ποιητής εξήγγειλε «το εαυτόν πάθος» δηλαδή την εν Σιγείω φυγήν του· ενταύθα προτρέπει αυτόν «αλλ' άγι, μη μεγάλων επιβάλλεο», φέρων παράδειγμα την αποτυχίαν του Σισύφου. Άλλο κομμάτιον περιέχον τέσσαρας εν Σαπφικώ μέτρω στροφάς, αναφέρεται εις την Ελένην, ήν αντιπαραβάλλει προς την Θέτιν· τάλλα τεμάχια φαίνονται διαφόρου ύλης και μέτρου, ώστε το βιβλίον τούτο του ποιητού θα ήτο συμμιγές. Αλλ' ο δεύτερος πάπυρος περιέχει μόνον «στασιωτικά», όπου πολλάκις διασύρει ο ποιητής τον «κακοπάτριδα «Φίττακον, αναφέρων τον γάμον αυτού και τας προς τον Μυρσίλον σχέσεις· εν τω 3 αποσπάσματι περιγράφων κακόν πλουν, επιφέρει «ούτων λελάθων, ω φ[ίλε, βάλλομαι], συν τ' ύμμι τέρπ[εσθαι και πεδά Βύκχιδος».
Του δε Πινδάρου ευρέθησαν διθύραμβοι, — ών εστερούμεθα μέχρι τούδε — δημοσιευθέντες εν Oxyr. Pap. XIII (1919) σ. 27-49 αρ. 1604. Εκ των πολλών στίχων αναγινώσκονται σχεδόν ακέραιοι 30, φέροντες την επιγραφήν Θρα[σύς] Ηρακλής ή Κέρβερος Θηβαίοις». Εν αυτώ μνημονεύει του «Βρομίου»· δε κηλείται χορευούσαισι κα[ι θηρών αγέλαις, εμέ δ' εξαίρετον | κάρυκα σοφών επέων | Μοίσ' ανέστησ' Ελλάδι». Εις τον Διόνυσον επίσης αναφέρεται και μέρος του 3 αποσπ. Ώστε οι διθύραμβοι του Πινδάρου είναι ό,τι αρχικώς ήσαν τα τοιαύτα ποιήματα, δηλαδή ωδαί Διονυσιακαί, ενώ οι του Βακχυλίδου έχουσιν άλλους ήρωας. Ούτω, συμπεραίνει ο Grenfell, «οι νεωτερισμοί, οι εισαχθέντες (εις τον διθύραμβον) κατά τον πέμπτον π. Χ. αιώνα δεν ήσαν του Πινδάρου».
Και του Μενάνδρου εδημοσιεύθησαν εσχάτως νέα αποσπάσματα εκ της κωμωδίας Μισουμένου υπό Wilamowitz εν Sitzungsb. der Berl. Academ. 1918, σ. 747-9 και άλλα τεμάχια της αυτής κωμωδίας υπό Grenfell εν Oxyr. Pap. τόμ XIII (1920) σ. 45 αρ. 1605. — Υπό δε του Otto Schroeder εξεδόθησαν (εν τη σειρά Κleine Texte αρ. 135) Novæ Comoediæ Fragmenta in papyris reperta exceptis Menandreis, Bonn. 1915.
Των πεζών αξιολογώτατα ίσως είναι τανακαλυφθέντα τεμάχια Αισχίνου του Σωκρατικού (βλ. σ. 181 του προκειμένου βιβλίου) εκ του διαλόγου Αλκιβιάδου. Του φιλοσόφου τούτου επαινούσι το ύφος οι αρχαίοι τεχνογράφοι, ιδίως ο Αριστείδης, ο διασώσας και το μακρότατον των τέως σωζομένων αποσπασμάτων, το περί του χαρακτήρος του Θεμιστοκλέους. Εν τω νέω ο Σωκράτης ερωτά καθώς παρά Πλάτωνι «πότερον δε δοκεί σοι τους ανθρώπους αναγκαίον είναι αμούσους ή μουσικούς γίνεσθαι και πότερον αφίππους ή ιππικούς;» μνημονεύεται δε και το όνομα του Απολλοδώρου πιθανώς ως διαλεγομένου και αυτού. Τα σωζόμενα τέως αποσπάσμ. του Αισχίνου συνέλεξεν εν τη Biblioth. Teubner, ο H. Krauss 1911. τα δε νέα εδημοσιεύθησαν εν Oxyr. Pap. XIII (1919) σ. 88 αρ. 1608. ↩
12) Αι πλείσται των μετά σχολίων εκδόσεων τούτων είναι αλλοδαπαί· αλλά περιττόν είναι να είπωμεν ότι καθώς εν Νορβεγία, Δανία, Ολλανδία, Πορτογαλία και όπου αλλαχού λαλείται περιωρισμένη γλώσσα, αδύνατος είναι και εδώ πάσα επιστημονική σπουδή χωρίς γνώσεως, έστω και θεωρητικής, μιας τουλάχιστον των τριών νεωτέρων γλωσσών, της αγγλικής της γαλλικής ή της γερμανικής.↩
13) Εμμέτρους μεταφράσεις αρχαίων ποιητών χάριν ευρυτέρου κύκλου, οποίας δημοσιεύουσιν οι πρωτεύοντες των συγχρόνων Ελληνιστών, π. χ. ο Murray καθώς είπομεν, και ο Rogers εν Αγγλία, ο Wilamowitz και Carl Robert εν Γερμανία και ο Romagnoli εν Ιταλία, ελπίζομεν να δημοσιεύσωμεν προσεχώς εις τόμον και ημείς έστω και παλαιάς, νομίζοντες αυτάς αναγκαίας εις την Ελλάδα. ↩
14) Καλλίστην μετάφρασιν της περιληπτικής λέξεως literatura θεωρούμεν και ημείς το γραμματεία. Αλλά και ο όρος γράμματα, όπου δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως, είναι χρήσιμος. Η δε λέξις λογοτεχνία, ήν ορθότερον έγραψεν ο Νικήτας ο Ευγενιανός αντί του «τέχνη του λόγου», ο δε μακαρίτης Ιω. Πανταζίδης προέτεινεν ως ισοδύναμον του literatura, δύναται να χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται ενταύθα, ως στενώτερος του γραμματεία όρος, περιλαμβάνων όχι πάντα τα γράμματα, καθώς τας επιγραφάς, τα επιστημονικά βιβλία και σήμερον τας εφημερίδας, αλλά μόνα τα έντεχνα είδη του λόγου, ποιήματα, δράματα, μυθιστορήματα κλπ. δηλαδή την «δημιουργικήν φιλολογίαν», ως γράφουσι σφαλλόμενοι πολλοί. Ότι τοιούτος όρος — μετά του επιθέτου λογοτεχνικός, του λογοτέχνης, λογοτεχνώ, λογοτέχνημα — , είναι αναγκαίος εις πλουσίαν γλώσσαν, αποδεικνύει το προκείμενον βιβλίον.↩
15) Die Hommerische Odysee (β' έκδ.) Berlin 1879.↩
16) Hommerishe Untersuchungen, Berlin 1884 ↩
17) Studien zur Ilias, Berlin, 1901.↩
18) Ηomer and the Epic, London 1893. Νεωτέρα Homer and his age 1906. The world of Homer 1910.↩
19) Ταύτα εγράφοντο προ εξαετίας. Την περαιτέρω κίνησιν ανέκοψε προσκαίρως ο μέγας πόλεμος. Αλλά την ήδη συντελουμένην πρόοδον προς την πλήρη αποκατάστασιν του Ομήρου αρκεί ν' αποδείξη ο προ τινων μηνών εκδοθείς α' τόμος της Homerische Poetik, herausgegeben von Engelbert Drerup περιλαμβάνων Das Homerproblem in der Gegenwart, Würzburg 1921 (συνεξεδόθη και ο γ', Die Rapsodien der Odyssee von Franz Sturmer). Ο Drerup, μετά μακράν εξέτασιν του προβλήματος, καταλήγει εις το πόρισμα (σ 480) ότι «Μετά ταύτα ουδεμία απομένει αμφιβολία ότι το υποκειμενικόν ποιητικόν πνεύμα του Ομήρου, όπερ εκ του έργου του συνάγεται μετά πλήρους βεβαιότητος μαρτυρεί αναντιρρήτως περί της προσωπικής υπάρξεως του ποιητού». Εις το μέγα τούτο έργον παραπέμπομεν τους βουλομένους να παρακολουθήσωσι και την νεωτάτην Ομηρικήν βιβλιογραφίαν.↩
20) Die Interpolitationen in der Odyssee (Ηalle).↩
21) Εν τη Classical Review XX (1906) σ. 267.↩
22) La Question d' Homère. Les poèmes homeriques l' archæologie et la poésie populaire; suivi d' une bibliographie critique par A. J. Reinach, Paris 1909. (η βιβλιογραφία είναι αξιόλογος). ↩
23) Die Ilias als Dichtung, Paderborn, 1910 και Die Odyssee als Dichtung und ihr Verhältiniss zur Ilias 1914.↩
24) Commentationes Homericæ, Lugduni Batavorum 1911. ↩
25) Mnemosyne XXIX (1911) σ. 342.↩
26) Erich Bethe, Homer, Dichtung und Sage, I Band Ilias (Teubner) 1914, σ. 369.↩
27) Homer. Zweite vermehrte Vuflage. Leipzig und Berlin. ↩
28) Homer in der Nenzeit Leipzig und Berlin.↩
29) Recent Homeric Literature εν τω περιοδικώ Classical Philology VII (1912) σ 190 Chicago.↩
30) L. Laurand Progrès et Recule de la Critique Paris, 1913 ↩
31) Prolegomena ad Homerum sive de operum Homericorum prisea et genuina forma variisque mutationibus et probabili ratione emendandi Scripsit Frid. Aug. Wolfius vol. I Editio tertia, quam curavit Rudolfus Peppmüller, Halis Saxonum, 1884, (σημειούνται και αι σελ. της α' εκδόσεως εις άς παραπέμπομεν).↩
32) Έν των σχολίων αναφέρει και πως Πεισίστρατος Αθηναίων στρατηγός» επί ωρισμένω μισθώ» ελάμβανε παρ' ενός εκατόν στίχους, παρ' άλλου χίλιους, παρ' άλλου διακοσίους, «των βιβλίων διασκευασθέντων και φθαρέντων ή υπό πυρός ή υπό σεισμού». Και όμως ο Wolf χρησιμοποιεί τούτο (σ. 147 σημ. 9).↩
33) Ως εσημειώσαμεν (σημ. 72) ο συγγραφεύς του προκειμένου βιβλίου εξέδωκε τω 1907 τo Rise of the Greek Epic (β' έκδ. 1911) όπου ευφυώς αλλά και τολμηρώς υποστηρίζει ότι η Ιλιάς είναι remaniement παραδιδομένου ποιήματος, συναποτελεσθέντος εκ διαφόρων εποχών, εξ ού εξεβλήθησαν δι' αλλεπαλλήλου καθαρισμού τα χονδρότερα στοιχεία, τα ασχημίζοντα τους άλλους επικούς και τον Ησίοδον.↩
34) Εξ αντιγραφής τοιούτων εξέδωκεν ο Αθαν. Σακελλάριος τα πλείστα Άσματα των Κυπριακών του. Περί δε του Τραγουδιού της Ζωγγραφούς και των χφ. αυτού βλ. Λαογραφίας τόμ. Η' (1921) — σ. 180-193. ↩
35) Ως αναντίλεκτον απόδειξιν της αγνοίας της γραφής εθεώρουν οι πολύ μεταγενέστεροι την περί γραμμάτων σιγήν του ποιητού, ο δε Wolf δεν ώκνησε να παραθέση (σημ. 54) και το ευφυολόγημα του Ρουσσώ, ότι «η Οδύσσεια θα ήτο συνύφασμα μωρολογιών, όπερ μία ή δύο επιστολαί θα διέλυον». Αλλ' ευφυέστερον αντιπαρετήρησεν ο Lang, ότι και ο Σαικσπήρος (ο δεινότατος των αναχρονιστών) απεσιώπησε το κάπνισμα, αν και τότε ήτο πολύ διαδεδομένον. Και περί λύχνων σιγά ο Όμηρος, αλλ' οι λύχνοι προφανώς ήσαν γνωστοί πολλούς προ αυτού αιώνας. Αλλά δεν αποκλείεται και τούτο, όπερ συνέβαινε κατόπιν εν ταις αραβικαίς αυλαίς, ότι οι μεγιστάνες περιεφρόνουν τους γραφείς ως ασκούντας βαναυσοτέραν τέχνην.
Αλλά το ζήτημα της υπάρξεως γραφής ελύθη σήμερον οριστικώς μετά την νεωτάτην υπό τον κ. Κεραμοπούλου εν Θήβαις ανακάλυψιν ενεπιγράφων αμφορέων της νεωτέρας μυκηναϊκής περιόδου εντός αυτών των ανακτόρων του Κάδμου, εξ ής αποδεικνύεται ότι η αρχαία παράδοσις ήτο σοφωτέρα παρά την νέαν κριτικήν. ↩
35α) Γενικώς↩
36) J. H. Mackail Lectures on Greeκ Poetry, London, ιβ' έκδ. 1911 σ. 13.↩
37) Σπ. Λάμπρου, Collection de Romans Vrecs, Paris, 1880 σ. 88 και 111-237.↩
38) Εσχάτως οι «χωρίζοντες» την Ιλιάδα και την Οδύσσειαν είναι ολίγιστοι και ζητούσιν επιχειρήματα μάλλον εκ των γλωσσικών ή των αρχαιολογικών διαφορών, (D. Monro, Odyssey, 1901). ↩
39) Περί του ζητήματος έγραψαν Δ. Ν Βερναρδάκης Τρία μαθήματα περί Ομήρου εν τω περιοδικώ Πανδώρα, (1865) φυλλ. 370-372, Άγγελος Σ. Βλάχος, το Ομηρικόν ζήτημα εν Αθ. 1886, Γεώργιος Μιστριώτης Ιστορία των Ομηρικών επών Leipzig 1867, (β' έκδ. εν Αθήναις 1903) Ι. Βαλέττας Ομήρου βίος και ποιήματα, εν Λονδίνω 1867. Ο Μιστριώτης αντικρούει τους Βολφιανούς και εν τη εκδόσει της Ιλιάδος (εις 3 τόμ. Εν Αθήναις 1875-1887). Μόνος ο Δ. Θερειανός γράψας τας άλλως αξιολόγους Νύξεις περί του Ομηρικού ζητήματος, Τεργέστη, 1886, όπου συνώψισε τας έως τότε γνώμας υπερεθαύμασε τον Wolf και (ονόμασε τα Προλεγόμενα «απαράμιλλον αριστούργημα ευσυνειδήτου ιστορικής ερεύνης), (σ. 50). Ο δε Ψυχάρης (Το ταξίδι μου, 1888, σ. 198) έβλεπε «ένα σωρό τραγουδιστάδες» που «διγούνταν παραμύθια του λαού και αθάνατες ιστορίες· είχαν όλοι τους στο μέτωπο γραμμένο το ίδιο όνομα. Όμηρος». ↩
40) [Τούτο βεβαίως αληθεύει λεγόμενον περί της Δύσεως, ίσως δε και περί των σκοτεινών χρόνων της παρ' ημίν εικονομαχίας (726-842 μ. Χ.) διότι από του Φωτίου και εφεξής μέχρι της δευτέρας αλώσεως της Πόλεως η προς την αρχαίαν λογοτεχνίαν στοργή και ο υπέρ αυτής ενθουσιασμός των λογίων λαϊκών και των ανωτέρων κληρικών εχώρει διαρκώς αυξανόμενος, η δε «αναναγέννησις των γραμμάτων» είναι απλώς η εν τη Δύσει εξακολούθησις των σπουδών της υποδουλωθείσης ελληνικής Ανατολής].↩
41) [Υπόμνημα εις το Ιπποκράτους περί άρθρων. Έκδ. H Schöne, εν Λειψία 1896].↩
42) [Πολύτιμα βιβλία και καλλιτεχνήματα κατεστράφησαν σωρηδόν κατά την άλωσιν της Αλεξανδρείας υπό των Αράβων (640) και της Πόλεως υπό των Φράγκων (1204)].↩
43) [Κατά την γνώμην του Max Müller. Πρβ. και το του Roscher Λεξικόν της ελλ. και ρωμ. μυθολογίας. Τόμ. γ' σ. 1602]. ↩
44) Crusius, Philol. LIV. ↩
45) Ιδίως θ 74, μ 70. α 351. Αι ραψωδίαι της Ιλιάδος σημειούνται διά κεφαλαίων στοιχείων, της δε Οδυσσείας διά μικρών. ↩
46) [Το κελτικόν τούτο όνομα των αρχαίων ποιητών της Γαλατίας και της Βρεττανίας, χρησιμοποιούμενον ήδη γενικώτερον εν τη Δύσει, μετεχειρίσθησαν και παρ' ημίν οι Παράσχοι και άλλοι σύγχρονοί των].↩
47) [Το παρά Στοβαίω ΣΤ? η', 29 σωθέν απόσπασμα αμφισβητείται εις ποίον Σιμωνίδην ανήκει· αλλ' ευλόγως ο Bergk, Potæ lyr. gr. ΙΙΙ σ. 1146 αρ. 85, και ο Wilamowitz· Mœllendorff, Sappho und Simonides, (Berlin, 1913) σ. 273 θεωρούσιν αυτό ως ποίημα του Αμοργίνου].↩
48) Αθηναίου Η' σελ. 347 Ε.↩
49) Αι άλλαι είναι η τριλογία Μυρμιδόνες, Νηρηίδες, Φρύγες, η Πηνελόπη και οι Ψυχαγωγοί.↩
50) Wilamowitz· Mœllendorff, Phil. Unters. 7, σ. 260. ↩
51) [σ. 228 β «και τα Ομήρου έπη πρώτος ενόμισεν εις γην ταυτηνί και ηνάγκασε τους ραψωδούς Παναθηναίοις εξ υπολήψεως εφεξή, αυτά διιέναι, ώσπερ νυν έτι οίδε ποιούσιν»]. ↩
52) [«υμών οι πατέρες». Λυκ. κατά Λεωκρ. 102].↩
53) Ηροδότου Ε' 67. «Κλεισθένης γάρ Αργείοισι πολεμήσας . . . ραψωδούς έπαυσε εν Σικυώνι αγωνίζεσθαι των Ομηρείων επέων είνεκα, ότι Αργείοι τε και Άργος τα πολλά πάντα υμνέαται».↩
54) [κατά Τιμάρχου 128].↩
55) [Εν τη συλλογή Flinders Petrie [Papyri I. London 1891], ↩
56) [Εν τη Revue de Philologie 1894 [σ. 101-111].↩
57) [Ως λέγομεν εν τω προλόγω, η θεωρία αύτη περί της εν Αθήναις συμπήξεως των Ομηρικών επών δεν επικρατεί πλέον εν τη επιστήμη]. ↩
58) Του δευτέρου Αλκιβιάδου εξαιρουμένου ως νόθου ↩
59) Grote, Plato, κεφ. VI↩
60) Kirchoff, Alphabet 4 ** σ. 92.↩
61) Βλ. την απάντησιν του Cauer εις τον Wilamowitz, Grundfragen der Homerkritik, σ. 69 κεξ.↩
62)[Και η θεωρία αύτη περί μεταγραφής των ομηρικών επών εις το αττικόν αλφάβητον δεν είναι σήμερον αποδεκτή. Βλ. τον πρόλογον]. ↩
63) [Πρβλ. το εις Πινδάρου Νεμ. β' 1 σχόλιον «επιφανείς δε (ραψωδοί) εγένοντο οι περί Κύναιθον, ούς φασι πολλά των επών ποιήσαντας εμβαλείν εις την Ομήρου ποίησιν· ήν δε ο Κύναιθος Χίος.]↩
64) θ 73 κεξ., 500 κεξ., α 326↩
65) [Πρβλ. Πλάτωνος Ίωνα σ. 530].↩
66) [Ο στίχος ούτος παραδίδεται ως η αρχή της Αιθιοπίδος του Αρκτίνου].↩
67) Π. χ. «Fρέζομεν αθθανάτοισι τοί όρρανον εύρυν έχοισιν»· «Χόλος δέ μιν άγριος άγρη» (=ήρει)·↩
68) Cauer, Grundfargen σ. 203.↩
69) Thornton Romances, Camden Soc. 1844, σ. 289.↩
70) Εθανατώθη επί της ακτής, η δε μήτηρ του καλείτο Ψαμάθη [Ησιόδου Θεογ. 1004]. ↩
71) Duncker Greece, κεφ. VIII.↩
72) [Τας θεωρίας ταύτας, στηριζομένας επί των εργασιών του Bethe και του Fick, ανέπτυξε κατόπιν ευρύτερον ο συγγραφεύς εν σειρά δέκα αναγνωσμάτων, δημοσιευθέντων υπό την επιγραφήν Gilbert Murray, The Rise of the greek epic, Oxford, 1907 και β' έκδ. 1911]. ↩
73) [Περί πάντων τούτων βλ. τα πολύτιμα έργα των Ελλήνων αρχαιολόγων Χρ. Τσούντα, Μυκήναι και Μυκηναϊκός πολιτισμός, Αθ. 1893 (αγγλική μετάφρ. London 1903) και Π. Καββαδία Προϊστορική Αρχαιολογία. Εν Αθ. 1914].↩
74) Των Λαιστρυγόνων εν τω κ. 80-86. ↩
75) Εν τη Psyche σ. 35 κεξ.↩
76) Quellen der Odyssee, 1887↩
77) [&Εκδόσεις& νέαι των Ομηρικών επών πλην των κειμένων αυτών, άπερ αναδημοσιεύει η Bibliotheca Teubneriana (υπό G. Dindorf και C. Henze) η Bibliotheca Schenkeliana (Ιλιάς υπό Α. Rzach και Οδύσσεια υπό Ρ. Cauer, 1894-5) και η Bibliotheca Oxoniensis (Ιλιάς υπό D. B. Monro και T. W. Allen. Οδύσσεια υπό Τ. W. Αllen, 1908), αξιόλογοι είναι η του Arthur Ludwig (Teubner) Ιλιάς Α-Μ. 1902, Μ-Ω 1907 και Οδύσσεια α-μ. 1889 ν-ω 1891 μετά εκτενούς αναγραφής των διαφόρων γραφών (λατιν.) και αι μετά σχολίων υπό Ameis-Henze, Ιλιάς (λατιν.) και Οδύσσεια (γερμαν.), Leipzig, η Iλιάς υπό W. Leaf, London 1900-2 (αγγλ.) η Οδύσσεια α-μ υπό W.W. Merry και J. Riddel και ν-ω υπό D. B. Monro, Oxford,, 1901, (αγγλ. Ιλιάς υπό J. Van Leeuwen, Lugduni Batavorum. Α-Μ, 1912. Μ-Ω 1918· (λατιν.).
Των εις Ιλιάδα παλαιών σχολίων G. Dindorf, Scholia græca in Iliadem (Teubner) 1875-77 εις 4 τόμους. Συμπλήρωσις υπό Ernest, Maass, Scholia græca in Homeri Illiadem Townleyana, Lipsiæ, 1988 δύο τόμοι. — J. Nicole, Les scholies génevoises de l' Illiade, Paris 1888 δύο τόμοι. Tων εις Οδύσσειαν σχολίων G. Dindorf Scholia græca in Odysseam, Oxonii 1855 δύο τόμοι. Των Ομηρικών ζητημάτων του Πορφυρίου κριτική έκδοσις Η. Schrader (Teubner) των μεν εις Ιλιάδα 1880-2, των δε εις την Οδύσσειαν 1890]. ↩
78) Jahn Michælis, Bilder-Chroniken. Η Tabula Iliaca εν Baumeister, Denkmäler [des Klassischen Alterums τόμ. 2, πιν. XIII, αρ. 775. πρβ. και τόμ. 1 σελ. 716) ↩
79) Βλ. Bethe εν Hermes, 26.↩
80) [Κατά τον O. Immisch ο Πρόκλος ούτος είναι αυτός ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος· πρβ. και F. Stein, De Procli chrestomathia, Bonn. 1907].↩
81) [Εκδόσεις του επικού κύκλου G. Kinkel, Epicorum
græcorum fragmenta (Teubner) 1877, και D. B. Monro Homeri opera,
Oxonii 1896.
Τα δε λείψανα της του Πρόκλου Γραμματικής Χρηστομαθίας εν τη παρισιανή
εκδόσει των Ομήρου ποιημάτων (Didot) 1838 σ. 581-601 και R. Westphal,
Scriptores metrici græci (Teubner) 1866 τόμ. I. σ. 229-250].↩
82) Πινδάρου Νεμ. β'. Πρβ. Οδ. θ 499.↩
83) [Υπό του Ρώσου φιλολόγου C.F, Matthæi]↩
84) [Εκδόσεις νέαι των Ομηρικών ύμνων: A. Goodwin Hymni Homerici Oxonni, 1893 — Allen Sikes, The Homeric Hymns, London, 1904. — T.W. Allen Homeri Opera, Oxonii, 1912].↩
85) [Έκδοσις κυριωτάτη της Βατραχομυομαχίας A. Ludwich. Die Homeriche Batrachomachia des Karers Pigres, (Teubner) 1896. — Ο σύντομος τύπος Βατραχομαχία είναι του αρίστου των χειρογράφων]. ↩
86) [Ποιητικής 4 σ. 1448 β 30].↩
87) [Τοσαύτη προς την παράδοσιν δυσπιστία φαίνεται υπερβολική. Ουδέν εμποδίζει να πιστεύσωμεν ότι τουλάχιστον τα Έργα παρεδίδοντο μετά του ονόματος του ποιητού των, όπερ είναι πραγματικόν όνομα. Αμφίβολος αληθώς ήτο ανέκαθεν ο χρόνος καθ' όν έζησεν ο Ησίοδος, ένεκα του προς τον Όμηρον συσχετισμού. Ο μεν Ηρόδοτος δηλ. (Β' 53) εθεώρει αυτόν σύγχρονον του Ομήρου, ο δε Έφορος (κατά τον Ομήρου βίον 1,2) πρεσβύτερον, ο δε Ερατοσθένης (κατά Στράβωνα Α' 14 σ. 23), μεταγενέστερον διότι εγίνωσκε περισσότερα του Ομήρου περί «Αίτνης και Ορτυγίας . . και Τυρρηνών» (βλ. Θεογον. 860). Η γνώμη αύτη των κριτικών της Αλεξανδρείας κατίσχυσε και υπολογίζεται ότι ο Ησίοδος έζη μετά την εν Σικελία ίδρυσιν των αποικιών της Χαλκίδος, και ουχί πολύ προ του Στησιχόρου, ήτοι 700-675 π. Χ.].↩
88) [Η περιγραφή αύτη συγκρινομένη προς την υπό του Ομήρου (εν τω Σ της Ιλιάδος) περιγραφήν της κατασκευαζομένης ασπίδος του Αχιλλέως διδάσκει πολλά περί της προόδου και της διαφοράς της καλλιτεχνίας. Αλλά και γλωσσικούς νεωτερισμούς περιέχει τόσους η Ασπίς τον Ηρακλέους, ώστε λίαν αμφιβάλλεται αν είναι του ποιητού των Έργων].↩
89) [Εκδόσεις του Ησιόδου νέαι πλην της αρίστης εν τη Ζωγραφείω ελληνική Βιβλιοθήκη του Καρόλου Σιττλ, Ησιόδου τα άπαντα, Αθήνησιν, 1889, η του Rzach Hesiodi Carmina (Teubner) 1902, και η του αυτού εν τη Biblioth. Teubner. 1908. Των σχολίων Hans Flach Glossen und Scholien zur Hesiodischen Theogonie mit Prolegomena, (Teubner) 1876]. ↩
90) [Θουκυδίδου Ζ' 50, 4).↩
91) Έκδοσις νεωτέρα των Ορφικών ύμνων μετά των του Πρόκλου υπό E. Abel, εν τη Biblioth. Schenkel. 1885]. ↩
92) [Πολιτείας Β' σελ. 364 Ε].↩
93) [Αριστοφάνους Ιππ. 1003]. ↩
94) [Ηροδότου Δ' 36].↩
95) [Ηροδότου Δ' 13-16].↩
96) Ιλ. Ζ, 132-140. [Ο Διόνυσος αναφέρεται και Ξ 325, λ 325, ω 74]. ↩
97) «Ζαγρεύ τε θεών πανυπέρτατε πάντων»]. ↩
98) [Παυσανίου Θ' 5,4].↩
99) Wilamowits Möllendorff, Euripides Herakles I, 66 (β' έκδ.).↩
100) [«Νυν δ' ότι πάντα δέδασται» παρ' Αριστοτέλει Ρήτορ. Γ' 14, σ. 1415 α 3].↩
101) [Horatii Epist. II, I, 232].↩
102) [Cicero Brut. 51. Διαφόρως ο Πλούταρχος Λυσάνδρ. 18].↩
103) [&Εκδόσεις& των αποσπασμάτων του Ασίου, Πεισάνδρου, Πανυάσιδος, Χοιρίλου και Αντιμάχου εν τη παρισιανή εκδόσει του Ησιόδου υπό Fr. Dübner (Didot) 1841 και εν τη Biblioth. Teubner υπό G. Kinkel Epicorum Græcorum Fragmenta, 1877].↩
104) [Ανθολ. Θ' 26. Τα εν τη Ανθολογία φερόμενα επιγράμματα της Ανύτης είναι 22, εξ ών ιδίως τα εις αποθανούσας κόρας είναι περιπαθή]. ↩
105) Το περί Σαμίων [παρ' Αθηναίω ΙΒ' σ. 525 e] απόσπασμα φαίνεται μάλλον άλλου ποιητού όχι Σαμίου.↩
106) [Πρβ. Lucretii De rerum natura Ι,726]↩
107) [Πρβ. Διογένους Λαερτίου Η' 69].↩
108) [Εκδόσεις. Ταποσπάσματα του Ξενοφάνους Παρμενίδου και Εμπεδοκλέους περιέχουσι πλην της παλαιωθείσης παρισιανής F. G. Mullach, Fragmenta Philosophorum Græcorum (Didot) Α' τόμ. 1860 (Ξενοφ. σελ. 101-108. Παρμ. 105-126. Εμπεδ 149, αι δυο νέαι του H. Diels, Po4etarum Philosophorum Fragmenta, Berollini, 1901 (Ξενοφ. σελ. 20-47 Παρμ 48 — 73 Εμπεδ. 74 — 168) και Die Fragmente der Vorsokratiker, Berlin, τόμ Α' (β' έκδ.) 1906 (Ξενοφ. σελ. 31-54 Εμπεδ. 105-126)Παρμ. 149-219 και γ' έκδ. τω 1912]. ↩
109) [Περί των ιαμβικών στροφών του Αισχύλου βλ. Σεμιτέλου Ελλ. Μετρικήν σ. 453]. ↩
110) [και πολλοί ρυθμοί, ως ο χορείος, ο βακχείος, και ο προσοδιακός].↩
111) [Το εκ του ονόματος του Τερπάνδρου επιχείρημα δεν φαίνεται πειστικόν· ως ορθώς παρετήρησεν ο Weil, (Journal des Savants 1902 σ. 137) ο Τ. ηδύνατο είτε να ονομασθή τοιουτοτρόπως υπό του πατρός του, εάν αυτός ήτο μουσικός, είτε να μετονομασθή κατόπιν υπό των συμπολιτών του, καθώς ο Στησίχορος· τέλος δυνατόν η σύμπτωσις του ονόματος να ήτο και τυχαία, καθώς η του Δημοσθένους].↩
112) [Κατά Πολυδεύκη Δ' 66 «αρχά, μεταρχά, κατατροπά, μετακατατροπά, ομφαλός, σφραγίς, επίλογος». Αλλά νόμους του Τερπάνδρου αναφέρει οκτώ ο Πολυδεύκης Δ' 65].↩
113) [Εκδόσεις. Τα εις τον Τέρπανδρον αποδιδόμενα αποσπασμάτια παρά Τh. Bergk, Poetæ Lyriei Gracei, III σ. 812-16. Hiller-Crusius Anthologia Lyrica (Teubner) 1911 σ. 165].↩
114) [Βλ. Πολιτείας Γ' σ. 398 α]. ↩
115) [παρ' Αθηναίω ΙΔ' σ. 625 β].↩
116) [Κατά Στράβωνα ΙΔ' 1, 35 σ. 647. Η σωζομένη πολεμική ελεγεία του Καλλίνου (Hiller σ. 1) ολίγον διαφέρει των του Τυρταίου, όθεν αμφιβάλλεται η γνησιότης αυτής]. ↩
117) [Και ο Στράβων Η' 4, 10 σ. 362 ισχυρίζεται ότι ο Τυρταίος ήτο Λακεδαιμόνιος].↩
118) [Κατά Λεωκρ.101, ήτοι το περίφημον 8. απόσπ. «Τεθνάμεναι γαρ καλόν» κλπ.].↩
119) [Εκδόσεις Τα αποσπάσματα του Τυρταίου παρά Bergk P. L. Gr. II (1882) σ. 8-22. Hiller-Crusius σ. 24-29, Buchholtz- Peppmüller, Anthologie aus den Lyriken (Teubner) 1911 τόμ I. σ. 27-36]. ↩
120) [Το παρά Στοβαίω Ζ' 11 «Ου μεν δη κείνου γε μένος» Hiller- Crusius σ.23].↩
121) [Παραβολήν του Μιμνέρμου και Προπερτίου έκαμεν ο Wilamowitz Sappho σ. 276].↩
122) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Μιμνέρμου παρά Bergk P. L. Gr. II σ. 25-33, Hiller-Crusius σ. 30-34. Bucholz- Peppmüller I σ. 38-42],↩
123) [Ηροδότου Α' 29 κεξ.].↩
124) [Αλλ' ενέχουσι καί τινα ιλαρότητα και ευσέβειαν χαρακτηριστικήν της αρχαίας αττικής τέχνης. Βλ. ιδίως την εις τας Μούσας προσευχήν].↩
125) [Εκδόσεις Τα αποσπάσματα του Σόλωνος παρά Bergk. Ρ. L. Gr. II σ. 34-61. Hiller-Crusius 42-67, Buchholz- Peppermüller I σ. 42-70. Περί των ελεγειών του Σόλωνος διέλαβεν εσχάτως ο Wilamowitz Möllendorff Sappho und Simonides, σ. 257- 275].↩
126) [Περί των χρόνων του Θεόγνιδος τα παραδιδόμενα διαφωνούσι προς τον στίχον 764, τον μνημονεύοντα «τον Μήδω πόλεμον». Όθεν πρέπει να θεωρήσωμεν αυτόν ακμάζοντα μεταξύ του 530-490 π. Χ.].↩
127) [Εκδόσεις του Θεόγνιδος παρά Bergk P. L. Gr. ΙΙ σ. 117-288. Hiller Crusius σ. 67-122, Buchholz-Peppmüller — σ. 70-115. Ιδιαιτέρα μετά σχολίων T. Hudson Williams, London, 1910]↩
128) [Βλ. τους γρίφους παρά Bergk P. L. Gr II 62-63 και Hiller Crusius σ. 46-47].↩
129) [J. Bernays Gesammelte Abhandl. I (Berlin, 1885) σ. 195- 261].↩
130) [Εκδόσεις Τα αποσπάσματα του Δημοδόκου και του Φωκυλίδου παρά Bergk P. L. Gr II σελ. 65-73 Hiller-Crusius σελ. 47 και 48. Αι Φωκυλίδου γνώμαι Bergk σ. 74-109 Hiller-Crusius σ. 337-343].↩
131) [Το μέγα Ετυμολογικόν αποδίδει την διάκρισιν εις τον Χοιροβοσκόν· αλλ' η Ορθογραφία του Χοιροβοσκού (Cramer, Anecdota Oxon. II) ουδέν τοιούτο περιέχει].↩
132) [Εκδόσεις Τα αποσπάσματα του Σημωνίδου του Αμοργίνου παρά Bergk P. L. Gr s. 449-459 Hiller Crusius σ. 16- 24. Buchholz-Peppermüller Ι σελ. 136].]↩
133) [Ευτυχώς κατά τους τελευταίους χρόνους ανεκαλύφθησαν νέα του Αρχιλόχου αποσπάσματα. Αιγυπτιακοί πάπυροι έδωκαν τεμάχια στίχων, δύο επωδών, ευλόγως αποδοθέντα εις αυτόν (υπό R. Retzenstein εν Sitzungsber d. Preuss. Akad. 1899 σ. 857) και τας αρχάς 8 ελεγειακών στίχων, ών οι 4 ήσαν ήδη γνωστοί εκ του Αθηναίου (βλ. Grenfell und Hunt, The Oxyrhynchus Papyri τόμ VI σ. 149 αρ. 854). Το δε αξιολογώτερον, επιγραφή μνημείου ιδρυμένου εν τη πατρίδι του ποιητού Πάρω, μνημονεύουσα ότι ο Δημέας είχε γράψει «ου μόνον περί τ[ης πατρίδος] ημών, αλλά κα[ι του] πολίτου αυτής Αρχιλόχου» παρέχει και τεμάχια τετραμέτρων αυτού. (FR. Hiller von Gärtringen εν Athen, Mitth. τόμ. 25 (1900) σ. 1-22 . Και οι νέοι επωδοί δεικνύουσι την αυτήν δύναμιν και το αυτό πάθος. Εν τω 2,7 εύχεται να ίδη τινά «το πριν εταίρον» ↩
ρίγει πεπηγότ' αυτόν, εκ δε του ρόθου
φυκία πόλλ' επέχοι,
κροτέοι δ' οδόντας ως κύων, επί στόμα
κείμενος ακρασίη
άκρον παρά ρηγμίνα κυμάτων. . . .]↩
134) [Εκδόσεις. Τα παλαιά αποσπάσματα του Αρχιλόχου παρά Bergk P. L. Gr. II σ. 383-440. Hiller-Crusius σ. 2-16. Buchholz- Peppmüller I σ. 124. Τα δε νέα Ernst Diehl, Supplementum Lyricum, Bonn, 1910, σ. 3-9. — Νέα περί του ποιητού μελέτη υπό A. Hauvette, Archiloque, sa vie et ses poésies, Paris, 1905].↩
135) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Ιππώνακτος παρά Bergk P. L. Gr. II σ. 460-500. Hiller-Crusius σ. 56-66].↩
136) [Σύγχρονος του Ιππώνακτος ήτο ο Ανάνιος, ού σώζονται 4 ιαμβικά αποσπάσματα και έν 10 σκαζόντων τροχαϊκών τετραμέτρων, παρά Bergk Ρ. L. (Gr. II σ. 501-3 και Hiller-Crusius σ. 66-7]. ↩
137) [Κατά Πλάτωνα εν Φαίδωνι Δ' σ. 60 d].↩
138) [Εκδόσεις. Τα λείψανα των αρχαίων δημοτικών ασμάτων παρά Bergk, Poetæ Lyrici Græci, (4 έκδ) τόμ. ΙΙΙ (1882) σ. 654-688 και Hiller-Crusius, Anthologia Lyrica (Teubner) 1911 σ. 319-325. Τα δε Σκόλια Bergkσ. 643-653, και Hiller-Crusius σ. 328-334].↩
139) Οι χρόνοι είναι αβέβαιοι. Δύσκολον δε να υποτεθή ότι αι Αθήναι κατείχον το Σίγειον προ της τυραννίδος του Πεισιστράτου, κατά Beloch, Griechische Geschichte I, 330· [ήτοι του 550 π. Χ. Αλλ' η υπό του Ηροδότου Ε' 95 μνεία του Αλκαίου αναφέρεται εις προηγουμένας περί του Σιγείου έριδας Μυτιληναίων και Αθηναίων. Ο Ευσέβιος έθετε την ακμήν του Αλκαίου εις τα 600 π. Χ. Ο δε Αθήναιος (ΙΓ' σ. 599 c) την ακμήν της Σαπφούς «κατ' Αλυάττην τον Κροίσου πατέρα») 609-560). Εκ δε του Ηροδότου Β' 135, όπου μνημονεύεται η Ροδώπις και ο αδελφός της Σαπφούς Χάραξος, εξάγεται ότι η ποιήτρια, ήτις «πολλά κατεκερτόμησέ μιν», έζη και επί Αμάσιος, ήτοι και μετά τα 570 π. Χ. Το Πάριον χρονικόν θέτει την εις Σικελίαν φυγήν αυτής μεταξύ των Ολυμπιάδων 43,4 και 47,3 ήτοι 604-590 π. Χ. Ώστε πάσαι αι χρονολογίαι αύται συμβιβάζονται]. ↩
140) [Εκδόσεις. Τα αποσπασμάτια της Τελεσίλλης, της Πραξίλλης και Ηρίννης παρά Bergk. P. L. Gr. III σ. 380, 566, 141- 6, και Hiller-Crusius σ. 233, 276,300. Περί της Μυρτίδος πρβ. Bergk σ. 542, περί δε της Κορίννης βλ. κατωτ.].↩
141) [Περί του παρ' Αριστοτέλει (σ. 1367 Ρητορ. Α' 9) διαλόγου τούτου ο Weil (Journal des Savants 1902 σ. 138) επίστευεν ότι εις την φράσιν «ειπόντος του» (=τινός) παρεισέφρησε τα σχόλιον «Αλκαίου»].↩
142) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Αλκαίου παρά Bergk Ρ. L. Gr. III σ. 147-197. Bucholz-Sitzler Anthologie aus den Lyrikern, (5 έκδ.) 1909 τόμ. II σ. 11-16. Hiller-Crusius σ. 183-193. Τα εκ παπύρων νεώτερα αποσπασμάτια παρά Ernst Diehl Supplementum Lyricuum, Bonn, 1910 σ. 10-12. Τούτων περιεργότατον είναι το 1 Β (δημοσιευθέν υπό του Τh. Reinach REGr. XVIII (1905) σ. 295), τεμάχια 10 στίχων, ών ο 7 αναφέρει Κλεανακ[τ]ίδαν μετά σχολίου Μυρσίλ(όν), ο δε 8' Α(ρ)χινακτ[ί]δαν μετά σχολίου Φητακ(όν), ήτοι Πιττακόν, πιθανώς το πρότυπον του Χ των Επωδών του Ορατίου. Πρβ. J. Μ. Edmonds. The new fragments of Alcæus, Sappho and Corinna, Cambridge, 1909 και Wilamowitz-Möllendorff, Sappho (βλ. κατ.) σ. 309, ένθα παραβάλλονται και αι απομιμήσεις του Ορατίου]. ↩
143) [Ψάπφα κατά κλητικήν ονομάζει αυτήν η Σαπφώ εν τω 1,20 και νέων αποσπ. 2, 5, Ψάπφοι (εξ ονομ. Ψάπφω) εν τω 59. Το δε όνομα φαίνεται υποκοριστικόν].↩
144) [Τα νέα της Σαπφούς αποσπάσματα είναι αντάξια της φήμης της. Εν τω 1 εύχεται ↩
Πότνιαι Νηρήιδες, αβλάβην μοι
τον κασίγνητον δότε τυίδ' ίκεσθαι.
εννοούσα βεβαίως τον αδελφόν της Χάραξον, όστις ήτο εις την Αίγυπτον. Τρυφερόν ιδίως είναι το 5, όπου υπενθυμίζει τον αποχωρισμόν και τας τότε ανταλλαγείσας περιπαθείς φράσεις
ή μαν σ' αέκοισ' απολιμπάνω,
και το 6, όπου λέγει ότι η φίλη της διαπρέπει μεταξύ των Λυδών γυναικών
«. . ως ποτ' αελίω
δύντος α βροδοδάκτυλος μήνα
πάντα περρέχοισ' άστρα, φάος δ' επί
σχει θάλασσαν επ' αλμύραν
ίσως και πολυανθέμοις αρούραις.
Το επίθετον αλμυρά περί της θαλάσσης, το τόσον κοινόν, αρμόζει εδώ τόσον τελείως, ώστε η στροφή καταντά εικών. Την αυτήν προσοχήν, την αυτήν αγάπην προς την σελήνην, τα άστρα, τον έσπερον και ιδίως τα άνθη, τα ία, τον υάκινθον, τα βρόδα, δεικνύουσι και τάλλα αποσπασμάτια της Σαπφούς. Ίσως ουδενός άλλου ποιητού στίχοι είναι τόσον βαρύτιμοι, όσον και η ελαχίστη φράσις της Λεσβίας].↩
145) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα της Σαπφούς παρά Bergk P. L. Gr. III σ. 82-140, Buchholz-Sitzer σ. 16-30, Hiller- Crusius, σ. 193-208. Τα εκ παπύρων νεώτερα παρά Εrnst Diehl, Supplementum Lyricum σ. 13-18. Νεώτατον περί της ποιητρίας έργον το του Wilamowitz-Möllendorff, Sappho und Simonides, Berlin, 1913]. ↩
146) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Ανακρέοντος παρά Bergk P. L. Gr. ΙII σ. 293-295 Buchholz-Sitzler σ. 31-46, Hiller- Crusius σ. 218-232. Τα δε Ανακρεόντεια παρά Bergk ΙΙΙ σ. 296-338 και Hiller-Crusius σ. 344-364. Νεωστί επραγματεύθη και περί τούτου ο Wilamowitz Sappho σ. 102-136].↩
147) Τι ήτο η «Ομηρική» διάλεκτος εν Βοιωτία, Λέσβω, ή Άργει δεν δυνάμεθα να είπωμεν. Το επικόν στοιχείον των σωζομένων λυρικών αποσπασμάτων ιωνίζει και αττικίζει, ακριβώς ως η Ιλιάς.↩
148) [Κατόπιν παιάν και διθύραμβος ελέγοντο και ύμνοι εις άλλους θεούς και ήρωας].↩
149) [Εκδόσεις των αποσπασμάτων του Αλκμάνος παρά Bergk P. L. Gr., III σ. 14-78, Bachholz-Sitzer I σ. 1-18, Hiller- Crusius σ. 166-182-Μελέτη περί του ποιητού υπό O. Crusius εν τη Real — Eencyclopädiæ του Pauly-Wissowa I (1894) στ. 1564-1572]. ↩
150) [Βλ. τούτο παρά Bergk Ρ. L. Gr. III σ. 71-81· και Hiller- Crusius σ. 182].↩
151) [Το πλαστόν των σωζομένων επιστολών απέδειξεν ο πολύς Άγγλος φιλόλογος R. Bentley (1662-1742) τω 1699].↩
152) Τα νομίσματα της Ιμέρας, τα φέροντα την εικόνα του, είναι μεταγενέστερα του 241 π. Χ., ότε ο Στησίχορος κατήντησεν όλως θρυλικός. ↩
153) [Ευστόχως ο Weil αντέκρουσε την κοινήν ταύτην περί της μιμήσεως του ονείρου γνώμην εν Journal des Savants 1902 σ. 138]. ↩
154) [Εκδόσεις Τα αποσπάσματα του Στησιχόρου παρά Bergk P. L. Gr. III σ. 205-234 Bucholz-Sitzler II σ. 25-31, Hiller- Crusius σ. 208-218 Περί του Στησιχόρου και των νεωτέρων ομωνύμων αυτού διέλαβεν ο Wilamowitz, Sappho σ. 288-242].↩
155) [Τον παρά &Πλουτάρχω& περί αδολεσχίας 14 (τόμ. Γ' σ. 321 Βερναρδάκη) λόγον περί της συλλήψεως των φονέων έκαμε πασίγνωστον εν Ευρώπη το ποίημα του Σχίλλερ].↩
156) [Τα σωζόμενα αποσπάσματα αναφέρουσιν (1) οινανθίδας (4) πορφυρίδας, (8) πανέλοπας, λαθιπορφυρίδας και αλκύονας].↩
157) [Εκδόσεις Τα αποσπάσματα του Ιβύκου παρά Bergk P. L. Gr. III σ. 235-252,Buchholz-Sitzler, II σ. 29-35, Hiller- Crusius 213-218].↩
158) [βλ. Σχολιαστήν Πινδάρου Ολ. β' 29 (15)]. ↩
159) [Επ' εσχάτων ανεκινήθη σφοδρώς το ζήτημα της γνησιότητος των φερομένων 101 επιγραμμάτων του Σιμωνίδου. Ευρεθείσαι επιγραφαί απέδειξαν μεταγενεστέρας προσθήκας και νοθείας (πρβ. Στεφ. Ν. Δραγούμην εν Athen. Mitt. 22 (1897) 52-58 (και πίν. IX) «Σιμωνίδου επίγραμμα και ο εν Σαλαμίνι τάφος των Κορινθίων» και A. Wilhelm, εν Jahreshefte d. öster. arch. Instit. 2 (1899) 221-244. Προφανώς εις την παλαιάν συλλογήν περιελήφθησαν και μεταγενέστεροι στίχοι Αλλά λυδίαν λίθον της γνησιότητος δεν έχομεν. Ο A. Hauvette (De l' authenticité des epigrammes de Simonide, 1896) παραδέχεται ως γνήσια μόνον 41. Μόνον δε 11 ο M. Boas, De Epigrammatis Simonideis, Groningæ, 1905].↩
160) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Σιμωνίδου παρά Bergk P. L. Gr. III σ. 382-535. Buchholz-Sitzler II σ. 52-60, Hiller- Crusius σ. 233-267. Νέον περί του Σιμωνίδου έργον το του Wilamowitz- Möllendorff, Sappho und Simonides, Berlin, 1913 σ. 137-232, όπου εξετάζεται και το ζήτημα της γνησιότητος των επιγραμμάτων].↩
161) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Τιμοκρέοντος παρά Bergk P. L. Gr. ΙΙΙ σ. 586-541 Hiller-Crusius σ. 267-9].↩
162) [Τα εξής αξιοσπούδαστα λέγει ο Λογγίνος(; «Περί ύψους» 33· τι δε; εν μέλεσι μάλλον αν είναι Βακχυλίδης έλοιο ή Πίνδαρος και εν τραγωδία Ίων ο Χίος ή νη Δία Σοφοκλής; επειδή οι μεν αδιάπτωτοι και εν τω γλαφυρώ πάντη κεκαλλιγραφημένοι, ο δε Πίνδαρος και ο Σοφοκλής, οτέ μεν οίον πάντα επιφλέγουσι τη φορά, σβέννυνται ο αλόγως πολλάκις και πίπτουσιν ατυχέστατα]. ↩
163) [Τα εξής μέχρι τέλους του κεφαλαίου εκ του προλόγου της β' εκδόσεως σ. ΧVΙ-ΧΙΧ].↩
164) [Εκδόσεις Βακχυλίδου. Αρχική F. G. Kenyon The poems of Bacchylides, London 1897. — Αρίστη έκδοσις μετά αγγλικής μεταφράσεως, μακράς εισαγωγής και σημειώσεων R. Jebb, Bacchylides, the poems and fragments, Cambridge 1906. — Fr. Blass-G. Suess εν τη Bibliotheca Teubner. δ' έκδ. 1912. (Κατόπιν ευρέθη και νέος πάπυρος περιέχων μέρος της ήδη γνωστής ις' ωδής)].↩
165) [Quintilianus Institutio oratoria Χ 1,61].↩
166) [Το ανωτέρω απόσπασμα της ΚΟΡΙΝΝΗΣ και έν άλλο παρόμοιον τετράστιχον ήσαν τα μακρότατα των τέως σωζομένων ποιημάτων αυτής. Αλλά τω 1907 πάπυρος εξ Ερμουπόλεως της Αιγύπτου, αποκείμενος ήδη εν τω Βερολινίω Μουσείω, εκδοθείς δε πρώτον υπό του Wilamowitz-Möllendorf (Berliner Κlassikertexte V 2 σ.19) εφανέρωσεν 150 περίπου νέους στίχους της ποιητρίας, ών πολλοί κατεστραμμένοι. Τούτων οι πρώτοι αναφέρονται εις ποιητικόν διαγωνισμόν μεταξύ Κιθαιρώνος και Ελικώνος, προσωποποιουμένων, εν τέλει δε κατά παράκλησιν των Μουσών οι θεοί ρίπτουσι ψήφους↩
πλίονας δ' είλε Κιθηρών
Οι δε λοιποί στίχοι είναι απάντησις μάντεως προς τον Ασωπόν περί της τύχης των θυγατέρων αυτού, άς έχουσι τρεις ο Ζευς, τρεις ο Ποσειδών, δύο ο Φοίβος,
ταν δ' ίαν Μή[ας] αγαθός
πης Ερμάς·
Ούτω τα θέματα της Κορίννης ήσαν επιχώρια βοιωττικά, περίπου βουκολικά, βοιωτική δε όλως είναι και η διάλεκτος αυτής, ής ένεκα «φαίνεταί μοι νικήσαι» Πίνδαρον. λέγει ο Παυσανίας Θ' 22,3) «ότι ήδεν ου τη φωνή τη Δωρίδι, ώσπερ Πίνδαρος, αλλά οποία, συνήσειν έμελλον Αιολείς, και ότι ην γυναικών τότε δη καλλίστη το είδος», ως συνεπέραινεν εκ της εικόνος αυτής ο περιηγητής.
Εκδόσεις των αποσπασμάτων της Κορίννης, των μεν παλαιών παρά Bergk P. L. Gr. III σ. 543-53 και Hiller-Crusius σ. 269-71, των δε νέων (πλην των εν περιοδικοίς) παρά Buchholz-Sitzler II σ. 173-7 Ernst Diehl, Supplementum Lyricum 19-22 και J. M. Edmonds, The new fragments of Alcæus, Sappho and Corinna, Cambridge 1909]↩
167) [Χαρακτηρίζων τον Πίνδαρον ο Wilamowitz-Möllendorff (Die Griechische Literatur des Altertums, 1912, σ. 53) παραβάλλει αυτόν προς τον Δάντε «Βεβαίως, (λέγει) ο Θηβαίος ως ποιητική δύναμις δεν είναι άξιος να λύση τον ιμάντα των υποδημάτων του Φλωρεντίνου· αλλά δεν είναι τάχα τούτο μέγα, ότι συνεχώς αναλογιζόμεθα τον Δάντε, θέλοντες να χαρακτηρίσωμεν τον Πίνδαρον;». Τοιούτοι παραλληλισμοί καλλιτεχνών χρονικώς τόσον απεχόντων, δύνανται μεν να διαφωτίσωσι τον αναγνώστην, αλλά δύνανται και το εναντίον. Κοινά βεβαίως έχουσιν οι δύο ποιηταί το προφητικόν μεγαλείον, την βαθείαν θρησκευτικήν πίστιν και το σκοτεινόν της φράσεως, όπερ εγέννησε το πλήθος των σχολιαστών αυτών. Αλλ' η ποιητική δύναμις του Δάντε έγκειται κυρίως εις την έντασιν του μίσους, κατά τούτο δε ο Φλωρεντίνος συγγενεύει μάλλον προς τον Αρχίλοχον, πράγματι δε ο ανωτέρω (σ. 88) παρατεθείς επωδός ενθυμίζει χωρία του Inferno (πρβ. XXXII, 35). Τον Πίνδαρον — ιδίως των νέων παιάνων — οι Έλληνες δύνανται να εννοήσωσι κάλλιον ως μέγαν τινά Ρωμανόν, όμοιον ως προς τον θρησκευτικόν τόνον, το λυρικόν ύψος, την ηθικολογίαν και μάλιστα το μέλος, όπερ ήτο εξίσου αχώριστον από της λέξεως και των δύο. Αλλ' ο μεν Πίνδαρος είναι πυκνότατος, ο δε Ρωμανός ρητορικώς μακρολόγος. Των δε νεωτέρων ο Πίνδαρος ίσως ομοιάζει μάλλον προς τους μουσουργούς ή τους ποιητάς. Η περί των λυρικών σιωπή του Αριστοτέλους εν τη Ποιητική εμφαίνει την επικράτησιν του μουσικού στοιχείου αυτών, η δ' εν τέλει των Πολιτικών 8, 7 σ. 1342 α 5) έξαρσις ιδίως «των ιερών μελών» ως προκαλούντων την κάθαρσιν της ψυχής, δεικνύει πόσην δύναμιν απέδιδον εις ταύτα οι αρχαίοι. Πινδαρικόν δε συνδυασμόν ποιήσεως, χορού και μουσικής πιθανώτατα δεν είδεν ο νέος κόσμος]. ↩
168) [Και ταύτην την έλλειψιν εθεράπευσεν η Αίγυπτος. Πάπυροι της Οξυρύγχου διέσωσαν πλην τινων αδήλων στροφών (Grenfell and Hunt III (1903) σ. 13-17 αρ. 408) δύο παρθένια του Πινδάρου (IV (1904) σ. 50 αρ. 659), ών έν των καλουμένων δαφνηφορικών, και μακρά αποσπάσματα εννέα παιάνων (V (1908) σ. 11-110 αρ. 841). Οι παιάνες απετέλουν έν των 17 βιβλίων του ποιητού, ήσαν δε άσματα θρησκευτικά. Ο β' των σωθέντων αποτεινόμενος εκ μέρους των Αβδηριτών προς τον ήρωα Άβδηρον, υιόν του Ποσειδώνος, περιέχει τρις την τυπικήν επωδόν↩
ιήιε, Παιάν, ιήιε· Παιάν
δε μηδέποτε λείποι.
Μακρότατος και κάλλιστος είναι ο ς' (στίχοι 140) ού σώζεται και η επιγραφή «Δελφοίς εις Πυθώ», αρχόμενος διά της μεγαλοπρεπούς στροφής
Προς Ολυμπίου Διός σε, χρυσέα
κλυτόμαντι Πυθοί,
λίσσομαι Χαρίτεσ-
σίν τε και συν Αφροδίτα,
εν ζαθέω με δέξαι χρόνω
αοίδιμον Πιερίδων προφάταν.
περιγράφει κατόπιν την άλωσιν της Τροίας υπό του Νεοπτολέμου και τας μετέπειτα συμφοράς αυτού, διότι εφόνευσε τον γηραιόν Πρίαμον παρά τον βωμόν. Του θ' παιάνος σώζονται λέξεις τινές και η συνέχεια της ήδη εκ του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως γνωστής α' στροφής, της αναφερομένης εις έκλειψιν του ηλίου η β' στροφή αποτείνεται περιπαθώς προς τον Απόλλωνα. Καθόλου οι παιάνες του Πινδάρου είναι μάλλον εύληπτοι των επινίκων, δεν έχουσι δε τόσον στενήν σχέσιν προς το πρόσωπον του ποιητού].↩
169) [Εκδόσεις νέαι του Πινδάρου Ο. Schröder Pindari Carmina (Teubner)1900, (ως α' μέρος της ε' εκδόσεως των Λυρικών ποιητών του Bergk). Του αυτού εν τη Bibliotheca Teubner 1908. — Μετά σχολίων Κ. Κλεάνθους, Πινδάρου τα σωζόμενα μετά μεταφράσεως σημειώσεων και πίνακος των λέξεων εις τόμους ε', εν Τεργέστη 1886-7 C. A. M. Fennell, Pindar, Cambridge I Οι Ολυμπ. και Πυθ. 1893 II. Οι Νεμ. και Ισθμ. 1899 (αγγλ.). W. Christ, Pindari carmina prolegomenis et commentariis instructa (Teubner) 1896 — Τα νέα αποσπάσματα παρά Ernst Diehl, Supplementum Lyricum, σ. 22-44. — Εκδόσεις των παλαιών σχολίων E. Abel, Scholia in Pindari Epinicia, Berolini 1884, A. B. Brachmann τόμ. Ι Scholia in Olympionicas, Teubner), 1903 II Scholia in Pythionicas, 1910. — Ειδικόν δε λεξικόν το του I. Rumpel, Lexicon Pindaricum, (Teubner) 1883]↩
170) Corpus Inscriptonum Græcarum 11 [τόμ. I σ. 26]. ↩
171) [Dittenberger, Sylloge Inscriptionum Græcarum, Lipsiæ 1883 αρ. 357 τόμ. Β' σ. 497].↩
172) Βλ. Hermes 27 σ. 161 κεξ.↩
173) Ο λίθος αναφέρεται εν τω Παρίω χρονικώ. Την δε λευκήν χελιδόνα μαρτυρούσιν ο Αριστοτέλης, [απόσπ. 531] [Αιλιανού Περί ζώων ΙΖ' 20] Αντίγονος ο Καρύστιος, Ηρακλείδης ο Ποντικός και ο Αιλιανός, αναφερόμενος εις Αλίξανδρον τον Μύνδιον [Περί ζώων I' 34. «ώφθησάν ποτε χελιδόνες λευκαί»].↩
174) [Εκδόσεις. Τα εις τον Κάδμον αναφερόμενα αποσπάσματα παρά C. Μüller, Fragmenta Historicorum Græcorum, (Didot) II σ. 2-8, τα εις τον Ακουσίλαον I σ. 100-103, και IV σ. 624· πρβ. και I σ. XXXVI].↩
175) [Κατά τον Ευσέβιον ήκμαζε κατά την Ολυμπιάδα 81,3 ήτοι 454 π. Χ.]↩
176) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Φερεκύδους παρά C. Müller F.H. Gr. I σ. 70-99 και IV σ. 637-9, και H. Diels Die Fragmente der Vorsocratiker II σ. 503-10, ένθα και το εκ παπύρου μικρόν απόσπασμα (Grenfell and Hunt Νew classical fragments, Oxford, 1897)97) το περί των γάμων Διός και Ήρας, περί ου διέλαβεν ο Weil R.E.Gr. Χ (1897) σ. 1-9. Η γλώσσα του αποσπάσματος εκείνου επιβάλλει την διάκρισιν Αθηναίου Φερεκύδους. Διατριβήν είχε γράψει ο Δ. Σπηλιωτόπουλος, Ueber Pherekydes den Syrien und seine Theogonie, Frlangen, 1890]↩
177) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Διονυσίου του Μιλησίου παρά C. Müller F. H. Gr. II σ. 5-7, του Χάρωνος Ι σ. 32-35, του Ευγαίωνος ΙΙ σ. 16 και IV σ. 653, του δε Ξάνθου Ι σ. 36- 44]↩
178) [Το έργον τούτο του Γλαύκου ανεφέρετο υπό τινων και εις τον ρήτορα Αντιφώντα κατά Πλούταρχον, Βίοι των ρητόρων, τόμ. Ε' σ. 149 Βερναρδάκη].↩
179) [Περί της λέξεως ιστορία διέλαβεν εσχάτως Χ. Χ. Χαριτωνίδης εν Αθηνάς τόμ. ΚΖ' (1915) σ. 305-319, ότι μέχρι του Αριστοτέλους «παρά τοις παλαιοίς άπασι τοις τε Ίωσι και τοις Αττικοίς» εσήμαινε «την είδησιν, επιστήμην, εμπειρίαν»].↩
180) [Ερμογένης Περί ιδεών τόμ. β' 6. Walzs Rhetores græci III σ. 399].↩
181) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Εκαταίου παρά C. Müller F. H. Gr. I σ. 1-31 IV σ. 623-7. Νέα μελετήματα *C. Tropea, εν J. H. S., 29 (1909)51. F. Jacoby εν Pauly-Wissowa Real Encyclopädie τόμ. 7 (1912) στ. 2667-2750].↩
182) [Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (προς Ρωμ. κγ' τόμ. III σ. 107,4 Bonnæ) παραπέμπει περί των δύο Ιβηριών εις τον Ηρόδωρον «εν τη δεκάτη των Καθ' Ηρακλέα»].↩
183) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Ηροδώρου παρά C. Müller F. H. Gr. II σ. 27-41. Τελευταία περί αυτού μελέτη F. Jacoby εν Pauly-Wissowa R. E. τόμ. 8 (1913) στ. 980-7].↩
184) [Το όνομα κατά τον P. Kretschmer είναι συγκοπή του Ελλανόνικος, προέρχεται δ' εκ του έτους των ελληνικών νικών, ήτοι του 480 π. Χ., καθ' ό ίσως εγεννήθη].↩
185) [Αν αληθεύη ο] Σχολιαστής των Αριστοφάνους Βατράχων 694-720.↩
186) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Ελλανίκου παρά C. Müller F. H. Gr. I σ. 45-69 και IV σ. 629-637. Νεωτάτη περί αυτού μελέτη F. Jacoby εν Pauly-Wissowa R. Ε. τόμ. 8 (1913) στ. 104-153]. ↩
187) [Βλ. Πλουτάρχου, Περί της Ηροδότου κακοηθείας 25, Βερναρδάκη Ε' σ. 229].↩
188) Ζ' 233· Θ' 73· Ζ' 137 πρβ. 91.↩
189) Αχαρν, 524 ↩
190) Meyer, Rh. Mus. 49, 146.↩
191) Χειρόγραφά τινα φέρουσιν «Ησίοδος», αλλά τούτο είναι σχεδόν αδύνατον, [ούτω δε και η παρισιανή έκδοσις του Αριστοτέλους].↩
192) Γ' 55· Δ' 76· Η' 65· Θ' 16.↩
193) Busolt, Griesch. Geschichte II 619. ↩
194) Βλ. έκδοσιν του Macan, App. XIV.↩
195) [Πλουτάρχου Περί της Ηροδότου κακοηθείας 33. Βερναδάκης Ε' σ. 243].↩
196) Μacan, LΧΧΙΙΙ.↩
197) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Ηροδότου υπό Dietsch-Kallenberg εν τη Biblioth. Teubner, 1906, και υπό C. Hude, εν τη Biblioth. Oxoniens 1908 — Μετά σχολίων (και των ολίγων αρχαίων) υπό Stein, Berlin εις 5 τόμ. 1893-1908 — Μετά λατινικών σχολίων υπό v. Herwerden, 4 τόμ. 1894-9. — Μετ' αγγλικών σχολίων αξιολόγων ιδίως διά τας παραβολάς προς τας ανατολικάς πηγάς υπό Sayce, Herodotos, Books Ι-ΙΙΙ, London 1883. R. W. Macan Herodotos Books IV-VI, 2 τόμ. 1895 Books VIΙ-ΙΧ, 2 τόμ. 1908. — Χωριστά δε σχόλια υπό W.W. How and J. Wells, A. Commentary on Herodotos, Oxford, 2 τόμ. 1912].↩
198) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Αναξιμάνδρου και του Αναξιμένους και περί αυτών χωρία παρά Μullach, Fragmenta Philosophorum græcorum I σ. 237-240 και 241-5 καιH Diels, Die Fragmente der Vorsokratiker I σ. 11-17-21].↩
199) [Περί των αποσπασμάτων του Ξενοφάνους βλ. ανωτέρω σημ. 108].↩
200) [Εκδόσεις των αποσπασμάτων του Ηρακλείτου (του Περί φύσεως και των πιθανώς νόθων επιστολών) αρίστη η υπό Ingram Bywater Heracliti Ephesii Reliquiæ Oxonii, 1877, νεωτάτη δε η του H. Diels Heraclit von Ephesus, Berlin, β' έκδ. 1909 (μετά γερμαν. μεταφράσεως). — Παρά Mullach Fr. Ph. Gr. I σ. 310-329, και H. Diels Fr. d. Vors. I, 58 — Νεωτάτη μελέτη υπό Wellmann εν τη Pauly-Wissowa R. Ε. τόμ. 8 (1912) στ. 504-508].↩
201) [Περί των αποσπασμάτων του Παρμενίδου βλ. ανωτέρω σημ. 108].↩
202) [Εκδόσεις. Τα του Μελίσσου αποσπασμάτια παρά Mullach Fr. Ph. Gr. I σ. 261-5, τα δε του Ζήνωνος σ. 269-70]. ↩
203) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Αναξαγόρου παρά Mullach Fr. Ph. Gr. I σ. 243-51 και H. Diels Fr. d. Vors. I σ. 293- 323].↩
204) [Η ανωτέρω απολογία των σοφιστών στηρίζεται εις την λαμπράν αυτών υπεράσπισιν υπό του G. Grote, του εξόχου Άγγλου ιστοριογράφου της αρχαίας Ελλάδος [1794-1871]. Αλλά και των Άγγλων πολλοί (πρβλ. H. Jackson εν En. Br, τόμ. 25 (1911) σ. 418-424) διαφωνούσι προς τον Grote κυρίως εις τούτο, ότι οι σοφισταί, οι πρώτοι πομπωδώς επαγγελλόμενοι να διδάξωσιν ανώτερα μαθήματα, αποκρούσαντες την φιλοσοφίαν, έτρεψαν την προσοχήν μάλλον εις την μορφήν παρά την ουσίαν των λόγων και των διδαγμάτων, και ότι διά τούτο το όνομα σοφιστής κατεκρίνετο και προ του Πλάτωνος. Πρέπει δε να ενθυμώμεθα ότι και αι αρεταί και αι ελείψες αυτών ήσαν ατομικαί — δεν υπήρχε σχολή σοφιστών — κοινόν δε γνώισμα είχον την διαφήμισιν της ιδίας ικανότητος και σοφίας].↩
205) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα των Επιδημιών και της Χίου Κτίσεως του Ίωνος παρά C. Müller Fragmenta Historicorum Græcorum II σ. 44-51. Τα ελεγεία και τα μέλη παρά Bergk P. L. Gr. II 251-7 και Hiller-Crusius 125-8. — Τα αποσπάσματα των τραγωδιών παρά Α. Nauck. Tragicorum Græcorum Fragmenta σ. 729-732]. ↩
206) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Στησιμβρότου παρά C. Müller, F. H. Gr. II 52-58. Βλ. Wilamowitz-Möllendorff εν Hermes 12,361].↩
207) [Εκδόσεις νέαι της Αθηναίων πολιτείας υπό A. Kirchoff Berollini, γ' έκδ. 1889 και ιδίως υπό *E. Kalinka μετά εισαγωγής, γερμαν. μεταφράσεως και σημειώσεων (Teubner) 1913. — Ανετυπώθη και εν Αθήναις κατά την έκδοσιν L. Dindorf-Fr. Ruehl χάριν του Αρχαιολογικού Φροντιστηρίου].↩
208) [Εκδόσεις. Τα πεζά αποσπάσματα του Κριτίου παρά C. Müller F.H. Gr. II, 68-71. — Τα ελεγεία παρά Bergk, P. L. Gr. σ 279-284 και Hiller-Crusius σ. 134-6. — Τα δε τραγικά (ών μέγιστον το απόσπ. του Σισύφου) παρά A. Nauck T. G. F. σ. 770-5.].↩
209) [Ο χαριέστατος έπαινος του Σωκράτους υπό του Αλκιβιάδου εν Πλάτωνος Συμποσίω, σ. 215-222].↩
210) Αριστοφάνους Ιππής 1329, Αχαρνής 637. ↩
211) Η ελληνική λέξις εραστής είναι ζωηρωτέρα και δροσερωτέρα της αγγλικής lover. ↩
212) Περικλής παρά Θουκυδίδη Β' 63. Ισχυρότερον ο Κλέων εν Γ' 37, ο Εύφημος Στ', 85 πρβ. Α' 124, Ε' 989. ↩
213) Η κατά του Θουκυδίδου δίκη κα?? εκτίθεται υπό του Grote (VI, 191·), αλλ' ούτος παραδέχεται το ιστόρημα του Μαρκελλίνου ότι κατήγορος ήτο ο Κλέων.↩
214) [Εις τον Κράτιππον αμέσως ή εμμέσως αποδίδουσί τινες τα υπό των πλείστων εις τον Θεόπομπον αποδιδόμενα νέα αποσπάσματα, άπερ εκ παπύρων της Οξυρύγχου εξέδωκαν τω 1909 ο Grenfell και Hunt υπό την επιγραφήν Hellenica Oxyrhynchia]. ↩
215) [Και ο Πλούταρχος Κίμ. 4· «μνήμα . . δείκνυται»] ↩
216) [Rudolph Hirzel εν Ερμή XIII (1878) σ. 16-49]. ↩
217) Αριστοτέλους Ρητορικής 1365 α 31, 1411 α I. Πλουτάρχου Περικλής 28. ↩
218) Wilamowitz-Möllendorff εν Ερμή XII 465 Την γνώμην ταύτην ευλόγως αντέκρουσεν ο Weil εν Journal des Savants 1902 σ. 96].↩
219) [Η κριτική του κειμένου του Θουκυδίδου, η στηριζομένη κυρίως επί επτά χειρογράφων του ι'-ιγ' αιώνος, κατά τας τελευταίας δεκαετηρίδας επλουτίσθη δι' αιγυπτιακών παπύρων και μεμβρανών, άς εσχάτως συνέλεξε Fr. Fischer. Thucydides reliquiæ in papyris et membranis Aegyptiacis servatæ (Teubner) 1913].↩
220) [Την μετά των Αργείων συμμαχίαν των Αθηναίων, ήν εξέδωκεν ο Κουμανούδης· βλ. C. I. A. τόμ. VI σ. 14 και 15 και πρβ. Θουκυδ. Ε' 47].↩
221) Ο Müller Strübling, εννοείται, θεωρεί το χωρίον ως παρέμβλημα. Ο Θουκυδίδης μετεχειρίζετο το δεκαδικόν σύστημα των αριθμών, ουχί το των αττικών επιγραφών.↩
222) [Ε', 26,3 «και τοις από χρησμών τι ισχυρισμένοις μόνον δη τούτο εχυρώς ξυμβάν].↩
223) [Ο γάλλος ούτος ιστοριογράφος, (1445-1511), όστις επωνομάσθη πατήρ της νεωτέρας Ιστορίας, επαινείται, προ πάντων υπό του Saint Beuve, διά την οξύτητα μεθ' ής ερμηνεύει τα ελατήρια των πράξεων των συγχρόνων του, ιδίως της Αυλής, και διαγράφει τους χαρακτήρας των προσώπων εντός των Απομνημονευμάτων αυτού, (Memoires»), ών νέα έκδοσις υπό de Mandrot, 1901].↩
224) [Τολμηροτάτη αλλά και ατυχεστάτη κατά του Θουκιδίδου επίκρισις είναι η του F. M. Cornford Thucydides mythistoricus, 1907, όστις εζήτησε ν' αποδείξη ότι η συγγραφή είναι απλή δραματοποιία, η «ιστορική τραγωδία» των γεγονότων].↩
225) [Ο τρόπος, καθ' όν καταλήγει η συγγραφή σχεδόν εν μέσω φράσεως — και αφικόμενος πρώτον εις Έφεσον (ο Τισσαφέρνης) θυσίαν εποιήσατο τη Αρτέμιδι — εμφαίνει ότι ο θάνατος υπήρξεν απρόοπτος, καθιστά δε πιθανήν την παράδοσιν (Πλουτάρχου Κίμ. 4) ήν απορρίπτει ο Μαρκελλίνος, ότι ο Θουκυδίδης εφονεύθη εν Σκαπτή ύλη, ως φαίνεται όχι μετά τα 399].↩
226) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Θουκυδίδου εν τη Biblioth, Oxon. υπό H. Steuart εις 2 τόμ., 1900-1 και εν τη Biblioth. Teubner υπό Car. Hude, edit. major εις 2 τόμ. 1901, edit. minor εις 2 τόμ. 1903. — Τα παλαιά σχόλια εν τέλει της παρισιανής εκδόσεως του F. Haase Didot) 1869. — Άλλα σχόλια εκ χφ. της Πάτμου εδημοσίευσεν ο Ι. Σακελλίων εν Revue de Philologie I (1877), σ. 182-8. — Άλλα παλαιά σχόλια του β' μ Χ. αιώνος εις το Β' βιβλίον εκ παπύρων εδημοσίευσαν ο Grenfell and Hunt. Oxyrhynchus Papyri VI (1908) σ. 107-149. — Εκδόσεις μετά ελλην. σημειώσεων υπό Α. Πανταζή Μισίου εις 4 τεύχη, εν Αθ. 1882-98. Των τριών πρώτων βιβλίων υπό Γ. Δ. Ζηκίδου εν Αθ. 1892-1902. — Του Α' βιβλίου υπό Γαβριήλ Σοφοκλέους εν Αθ. 1902, και υπό Κ. Κοσμά Αθ. 1915-Μετά σχολίων υπό Γ. Μιστριώτου, εις 8 τόμ. εν Αθ. 1902-07. — Χωριστά Σχόλια εις τας δημηγορίας του Θουκυδίδου υπό Γρ. Ν. Βερναρδάκη εν Αθ. β' έκδ. 1885. — Μετά γαλλ. σχολίων κριτικών και ερμηνευτικών τα δύο πρώτα βιβλία υπό Alfred Croiset, Paris, 1886. — Μετά γερμαν. σχολίων την δόκιμον έκδοσιν του J. Classen επεξειργάσθη ο J. Steup (παρά Weidmann) κατά τεύχη (1912). — Την του Got. Böhme ο Widmann (παρά Teubner) εις 9 τεύχη (1908). — Παλαιότεραι η του Ρορρο Stahl 1875-83 και η του Krüger και Pökel, 1885 — Μετά λατιν. σχολίων H. van Herwerden εις 5 τόμ. Trajecti ad Rhenum 1877-82].↩
227) [Οι αρχαίοι υποκριταί εφόρουν ενδύματα διάφορα των του χορού και πολυτελέστερα και πολυχρωμότερα των του καθημερινού βίου. Και το σώμα των υποκριτών εμεγεθύνετο ποικιλοτρόπως και εγίνετο υψηλοτέρον διά υψηλών κοθόρνων, το δε πρόσωπον εκαλύπτετο διά φοβερών προσωπείων, εχόντων μεγάλους οφθαλμούς και ανοικτόν στόμα. Τας γυναίκας υπεκρίνοντο άνδρες και μόνον κατά τους ρωμαϊκούς και ίσως τους Πτολεμαϊκούς χρόνους αναφέρονται, σκηνικαί γυναίκες. Καθόλου κατά τους ενδόξους χρόνους του Αττικού θεάτρου ουδεμία κατεβάλλετο προσπάθεια όπως οι τραγικοί υποκριταί φανώσιν, όπως θέλομεν ημείς, πρόσωπα φυσικά, αλλά μάλλον υπερφυσικά όπως ήτο η όλη τάσις του Αισχύλου, ο οποίος κατά την παράδοσιν είχεν εξεύρει την της στολής ευπρέπειαν και σεμνότητα].↩
228) Γνωστοτάτη εξαίρεσις είναι ο *Ανθεύς (όχι το *Άνθος) του Αγάθωνος [Εν ώ πάντα τα πρόσωπα είχον επινοηθή υπό του ποιητού]. Ο Αγάθων κατέλιπε τας Αθήνας περί τα 407 π Χ. τεσσαρακοντούτης, κατέχων ήδη θέσιν υποδεστέραν μόνον της του Σοφοκλέους και του Ευριπίδου, αλλά πλην της πρωτοτυπίας του και του Σωκρατικού ή Πλατωνικού πνεύματός του είχε μόνιμον επίδρασιν εις το δράμα. Ο Αριστοφάνης πικρώς επετέθη κατ' αυτού εν ταις Θεσμοφοριαζούσαις όπερ μαρτυρεί περί των εν τη τέχνη καινοτομιών αυτού.↩
229) [Η συμμετοχή του χορού εις την αρχαίαν τραγωδίαν από τινων ετών εμελετήθη βαθύτερον. Βεβαίως την παρουσίαν αυτού επέβαλλεν όχι τόσον ο μύθος του δράματος, όσον η κατά παράδοσιν τελετή της Διονυσιακής εορτής. Ομολογουμένως δε τα στάσιμα μη προάγοντα την δράσιν της τραγωδίας, πολλάκις χαλαρώνουσι το διαφέρον των θεατών. Αλλά διά της μουσικής συνετέλουν τα άσματα του χορού εις την αισθητικήν εντύπωσιν του συνόλου, δηλαδή είτε εις την μετάδοοιν του ελέου ή του φόβου είτε εις τον καλλιτεχνικόν κατευνασμόν των αισθημάτων τούτων· ούτω διά του πρώτου στασίμου της εν Ταύροις Ιφιγενείας ο χορός των Θεραπαινίδων επιτείνει τον φόβον της ηρωίδος, αλλά την φοβερωτάτην σκηνήν της Μηδείας διακόπτει χορικόν μάλλον ήρεμον (στ. 1081-1115). Ποιητικώς δε τα χορικά ηδύναντο να εξάρωσι τον ακροατήν από των περιπετειών της υποθέσεως εις γενικώτερα προβλήματα του ανθρωπίνου βίου π. χ. από του έρωτος του Αίμονος εις την αιωνίαν ισχύν του θεού τούτου. Οσάκις δε τον χορόν απετέλουν όντα υπερφυσικά, Ωκεανίδες, Ευμενίδες, Βάκχαι, ο αρχαίος θεατής ησθάνετο ότι ευρίσκετο εντός άλλου περιβάλλοντος υπό διάφορον φως. Τοιουτοτρόπως οι μεγάλοι τραγικοί κατώρθωσαν να χρησιμοποιώσι δεξιώς τον χορόν, πόσον δ' εμελέτησαν το θέμα, μαρτυρεί το γεγονός, ότι ο Σοφοκλής έγραψε κατά τον Σουΐδαν πεζήν περί χορού πραγματείαν. Αλλά περί των χορών του Ευριπίδου παρατηρεί ο Αριστοτέλης ότι δεν ήσαν «μόρια του όλου» όπως οι του Σοφοκλέους. Από δε του Αγάθωνος ήρχισαν οι λοιποί να άδωσιν «εμβόλιμα» χορικά, δηλαδή ξένα προς τον μύθον].↩
230) Ο Αριστοτέλης δεν αναφέρει τον Θέσπιν και ο ψευδοπλατωνικός διάλογος Μίνως (321 Α) λέγει ρητώς ότι η τραγωδία δεν αρχίζει «ως οίονται από Θέσπιδος ουδ' από Φρυνίχου» αλλ' ήτο πολύ παλαιοτέρα.↩
231) [Περιμάχητον κατά τα τελευταία έτη είναι το ζήτημα της σκηνής του πέμπτου π. Χ. αιώνος, ήτοι της ακμής του ελληνικού θεάτρου. Η πρώτη σημασία της λέξεως ήτο βεβαίως η του υποστέγου όπου ενεδύετο ο υποκριτής αλλ' έπειτα εσήμαινεν όλον το εστεγασμένον οικοδόμημα· (Δηλία επιγραφή του 279 π. Χ. λέγει «της σκηνής το τέγος . . . το λογείον της σκηνής») ή μόνον το λογείον, εφ' ού τότε εδίδασκον οι υποκριταί, αλλ' εσήμαινε και μόνην την όπισθεν σκηνογραφίαν, οι δε μεταγενέστεροι γραμματικοί έγραφον «εις πέντε σκηνάς διαιρεί το δράμα». Αλλ' επειδή τα παλαιότατα λείψανα σκηνής (ελληνικά θέατρα ανεσκάφησαν πολλά και εν Ελλάδι και εν Σικελία και εν Μ. Ασία) ανάγονται μόνον εις τον τέταρτον π. Χ. αιώνα, του δ' εν Αθήναις Διονυσιακού θεάτρου η σκηνή καθ' όλον τον πέμπτον αιώνα ήτο ξυλίνη, απομένει μεγάλη περί του σχήματος και της χρήσεως της σκηνής, εκείνης αμφιβολία. Επί Αυγούστου ο Βιτρούβιος (V, 7) μαρτυρεί ρητώς ότι το επί της σκηνής λογείον του Ελληνικού θεάτρου, «εφ' ού διδάσκουσιν οι τραγικοί κωμικοί υποκριταί» είχεν ύψος ουχί μικρότερον δέκα ποδών, non plus duodecim από της ορχήστρας, «όπου ήσαν οι θυμελικοί». (Το ύψος τούτο ήτο αναγκαίον, όπως βλέπωσι τους υποκριτάς οι επί των ανωτέρων κερκίδων καθήμενοι θεαταί). Αλλ' ο Dörpfeld εξερευνήσας τα σωζόμενα ερείπια, φρονεί ότι η μαρτυρία του Βιτρουβίου αναφέρεται εις τα μεταγενέστερα Ελληνικά θέατρα, ενώ κατά τους ενδόξους χρόνους οι υποκριταί, εξερχόμενοι της σκηνής, εδίδασκον εν τη ορχήστρα, όπου δηλαδή ίστατο και ο χορός, επί δε της σκηνής παρίστατο μόνον η σκηνογραφία. Αλλά την τολμηράν ταύτην θεωρίαν προσκρούουσαν και εις πολλά χωρία προ πάντων του Αριστοφάνους, απορρίπτουσι πολλοί, εν οίς και A. E. Haigh, The attic Theater, Oxford, 1907]. ↩
232) Βλ. Wilamowitz-Mœllendorf τόμ. I σ. 88. ↩
233) [Αλλ' υπάρχει και άλλη ερμηνεία, πιθανοτέρα, ότι υποκριτής σημαίνει ερμηνεύς, υποφήτης του τραγικού ποιητού (έχων προς αυτόν οίαν σχέσιν ο ραψωδός προς τον επικόν)· ωνομάσθη δε ούτω αφ' ότου ο ποιητής έπαυσε να διδάσκει αυτός τα δράματά του. Αριστοτέλους Ρήτορ. Γ' 1 σ. 1403 β' 23 «υπεκρίνοντο γαρ αυτοί τας τραγωδίας οι ποιηταί το πρώτον». Πρβ. Bywater εν τη εκδόσει της Αριστοτέλους Ποιητικής σελ. 136].↩
234) [Aριστοτέλους Αθην. Πολιτεία § 66 (ο άρχων) έπειτα χορηγούς τραγωδοίς καθίστησι τρεις εξ απάντων Αθηναίων τους πλουσιωτάτους· πρότερον δε και κωμωδοίς καθίστη πέντε, νυν δε τούτους αι φυλαί φέρουσιν]. ↩
235) [Τανωτέρω στηρίζονται εις την υπόθεσιν του Welcker (1826) ότι η τραγωδία προήλθεν εκ του σατυρικού δράματος, ού οι σάτυροι εφόρουν δέρματα τράγου, τούτο δε το δράμα εκ του διθυράμβου. Αλλ' η φράσις του Αριστοτέλους «εκ των εξαρχόντων τον διθύραμβον» ουδέν τοιούτον μεταβατικόν στάδιον υποσημαίνει. Την μαρτυρίαν του Αριστοτέλους ολοσχερώς απορρίπτων ο καθηγητής W. Ridgeway, The origin of Tragedy, Cambridge, 1910 θεωρεί ως αρχήν της τραγωδίας τους περί τους τάφους των ηρώων θρήνους, η Miss Harrison τας προς τον Δαίμονα Ενιαυτόν τελετάς κτλ. Τελευταίος ο καθηγητής R. Flickinger, The Greek Theater and its drama, Chicago, 1918 σ. 15 επανερχόμενος εις την μαρτυρίαν ότι «τοις αγωνιζομένοις τράγος εδίδοτο» εικάζει ότι ο Κλεισθένης (590 π. Χ.) προέθηκε το έπαθλον τούτο, οι δε θεαταί γινώσκοντες τους εν Κορίνθω «σατυρικούς» χορούς διέκριναν τους εν Σικυώνι ως «τραγικούς»].↩
236) Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Φρυνίχου» παρά Nauck, Tragicorum Græcorum Fragmenta (Teubner) 1889 σ. 720-5-Τα του Χαριλάου σ. 719 του δε Πρατίνα σ. 726-8.↩
237) [Παρβ. Σχολιαστήν Αριστοφάνους Θεσμοφοριάζ. 135, Αισχύλου απόσπ. 59].↩
238) [Ο Αισχύλος ουδέν τοιούτο λέγει].↩
239) [O Bergk υπώπτευεν ως διεσκευασμένον υπό μεταγενεστέρου το τέλος των Επτά από των κομμών της Αντιγόνης και της Ισμήνης (στ. 961 κεξ.) ο δε Wilamowitz από του επεισοδίου του Κήρυκος (στ. 1005 κεξ.). Άλλοι όμως, ως ο Paul Girard (εν Revue de Philologie XΧ (1896) σ. 8) και ο Max Wundt εν Philologus LXV (1906) σ. 357) υποστηρίζουσι την γνησιότητα του κειμένου].↩
240) [Ούτως οι Σχολιασταί και οι νεώτεροι, (Wilamowitz). Αλλά φυσικωτέρα μέχρις εσχάτων εθεωρείτο η σειρά Πυρφόρος, Δεσμώτης, Λυόμενος].↩
241) [Ο συγγραφεύς παραθέτει μετάφρασιν έμμετρον όλων των στίχων 855-9 Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Αισχύλου εν τη Biblioth. Teubner H. Weil 1910, εν τη Biblioth. Oxon υπό A. Sidwick, 1900 νεωτά??υπό Ud. de Wilamowitz-Mœllendorff, Berolini, apud Weidma?? 1914-Εν τη Ζωγραφείω βιβλιοθ. Αισχύλου δράματα σωζόμενα και απολω?? αποσπάσματα μετά εξηγητικών και κριτικών σημειώσεων τη συνεργασία Ζωμαρίδου υπό N. Wecklein Αθήνησι 1891-97, — Παλαιοτέρα ελλην. έκδοσις Αισχύλος παραφρασθείς σχολιασθείς τε και εκδοθείς υπό Νεοφ. Δούκα Αιγίνη, 1889. — Τραγωδίαι Αισχύλου εκδιδόμεναι μετά σχολίων υπό Γ. Μυστριώτου Προμηθεύς εν Αθήναις 1902 — Τα αρχαία σχόλια εν τω γ' τόμ. εκδόσεως G. Dindorf, Οxonii, 1851 — Π. Παπαγεωργίου Κριτικά και περιγραφικά εις τα παλαιά Αισχύλου σχόλια Teubner 1887. — Scholia in Aisch. Persas edidit O. Dahnhardt, Teubner 1894. — Lexicon Aeschyleum ?? G. Dindorfius Teubner, 1876. — Τα μέτρα των χορικών Aeschyli Ca?? edidit O. Schroeder, Teubner, 1907. — Τα αποσπάσματα των άλλων δι?? των Nauck, Tragicorum Græcorum fragmenta, Teubner, 1889 σ.1?] ↩
242) [Αλλά βλ. ανωτέρω (σημ. 162) την κρίσιν του συγγραφέως του Περί ύψους].↩
243) [Ο. I. Λ. αρ, 237 τόμ. I σ. 125].↩
244) [Πώς αν τις αίσθοιτο εαυτού προκόπτοντος επ' αρετή 7. Παρά Βερναρδάκη τόμ. Α' σ. 191 φέρεται «διαπεπαιχώς» και της αυτού, ήτοι του Αισχύλου, αλλ' ο συγγραφεύς ερμηνεύει της αυτού, ήτοι του Σοφοκλέους].↩
245) Πρώτος ο σύγχρονος του Σοφοκλέους Αρίσταρχος ο Τεγεάτης κατά Σουίδαν «εις το νυν αυτών μήκος τα δράματα κατέστησεν».↩
246) [Την Σοφόκλειον Ηλέκτραν επικρίνει και ο Δ. Βερναρδάκης εν τοις Προλεγομένοις των Φοινισσών σ. πα'-πε', αλλ' υπερασπίζει το δράμα εκτενέστατα ο Π. Παπαγεωργίου εν τοις Προλεγομένοις της εκδόσεως αυτού. Η συζήτησις αρξαμένη κυρίως από του Σλέγελ (1808) περιστρέφεται περί το ζήτημα, τις των τριών τραγικών επραγματεύθη δεξιώτερον το φοβερόν θέμα της μητροκτονίας, εννοείται δ' ότι αι γνώμαι και τα επιχειρήματα ποικίλλουσι μεγάλως].↩
247) [Σήμερον έχομεν περισσότερα λείψανα της Σοφοκλείου τέχνης. Διότι ανεκαλύφθησαν επί παπύρων πολλοί στίχοι του &Ευρυπύλου& (εξ ών αναγινώσκονται δεκάδες τινές) και 24 στίχοι του Αχαιών συλλόγου (περιέχοντες διάλογον Οδυσσέως και Αχιλλέως) και, το σπουδαιότατον, 400 περίπου στίχοι των Ιχνευτών, ήτοι σχεδόν το ήμισυ του σατυρικού τούτου δράματος. Επειδή δε προτού σατυρικών είχομεν μόνον τον Κύκλωπα του Ευριπίδου, κατανοούμεν ήδη κάλλιον τι ήτο το είδος τούτο του δράματος. Ότι δηλαδή σατυρικά ωνομάζοντο, διότι είχον χορόν Σατύρων, ών εξήρχε Σειληνός, είχον δε πάντα παλαιάν αγροίκον ευθυμίαν. Οι Ιχνευταί υπόθεσιν έχουσι την εκ του εις Ερμήν Ομηρικού ύμνου γνωστήν κλοπήν των βοών του Απόλλωνος. Ο θεός επιφαινόμενος τάσσει αμοιβήν εις όν τινα εύρη τον κλέπτην και τα κλοπιμαία. Ο χορός των Σατύρων διαιρούμενος εις δύο ημιχόρια, αναζητεί τα ίχνη, εξιχνεύει τας βους (όθεν και το όνομα Ιχνευταί) και μετά την διήγησιν της νύμφης Κυλλήνης, ότι εγεννήθη νέος ευφυέστατος θεός, όστις ανεκάλυψεν ήδη νέαν λύραν, συνάγει ότι «ουκ άλλος εστίν κλοπεύς | αντ' εκείνου». Το τέλος λείπει, αλλ' η λύσις ήτο πιθανώς, ότι ο παις χαρίζων την χελώνην, κατεπράυνε τον Απόλλωνα. Τα νέα αποσπάσματα του Σοφοκλέους συνήχθησαν (εν τη σειρά των Kleine Texte Lietzmann) υπό Ernest, Diehl, Supplementum Sophocleum, Bonn 1913, περιέχονται και εις τα (εν τη Biblioth. Oxon.) Athur Hunt, Tragicorum Græcorum Fragmenta Papyricea. Ειδικαί δ' εκδόσεις των Ιχνευτών υπό C. Robert μετά γερμαν. μετάφρ. Berlin, 1913 και Wilamowitz Mœllendorff, Teubner 1913, και N. Terzaghi ιταλιστί Firenze 1913].↩
248) [Η επίκρισις αύτη φαίνεται λίαν αυστηρά. Οι παλαιοί Έλληνες και τους μάντεις εννοούσαν ανθρώπους και μάλιστα Έλληνας, δηλαδή έχοντας το αιώνιον ελληνικόν φιλότιμον. Οι άγιοι άνθρωποι εφάνησαν πολύ μετά τον Σοφοκλή].↩
249) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου των τραγωδιών του Σοφοκλέους εν τη Biblioth. Teubner. υπό G. Dindorf επιμελεία S. Mekler και εν τη Loeb Classical Library υπό F. Storr εις 2 τόμ. 1919 μετ' αγγλ. μετάφρ. Των δε αρχαίων σχολίων Π. Παπαγεωργίου Scholia in Sophoclis Tragoedias vetera, Teubner, 1888. — Μετά σχολίων ελληνικών, πλην των πολλών σχολικών εκδόσεων, Γ. Μυστριώτου, Τραγωδίαι Σοφοκλέους εις 7 τόμους, και Εισαγωγαί εις τας τραγωδίας του Σοφοκλέους, Αθ. 1904. — Κάλλιστα έργα εν τη Ζωγραφείω βιβλιοθήκη, Δ. Σιμιτέλου Σοφοκλέους τραγωδίαι τόμ Α' Αντιγόνη. Αθ. 1887 και Πέτρου Παπαγεωργίου, Σ. δράματα τόμ. Α' Ηλέκτρα εν Αθ. 1910. — Μετ' αγγλικών σχολίων αρίστη η ανατυπουμένη R. C. Jebb. Sophocles, the plays and fragments, with critical notes. Cambridge, εις 7 τόμ. Των δε αποσπασμάτων The Fragments of Sophocles by A. C. Pearson εις 3 τόμ. Cambridge 1917. — Μετά γερμανικών η ανατυπουμένη Schneidewin-Nauck, Berlin, Weidmann εις 7 τόμ. — Ειδικόν λεξικόν, Lexicon Sophocleum composite Frid Ellendt, curavit Hermannus Genthe, Berolini, 1872. — Τα παλαιά αποσπάσματα του Σοφοκλέους παρά Nauck. Fr, Tr. Gr. σ. 129-360. Τα νέα βλ. ανωτ. σ. 244].↩
250) [Εις τα τέως περί Ευριπίδου γνωστά πάπυρος της Οξυρύγχου (δημοσιευθείς εν τόμ. IX σ. 124 αρ. 1176) προσέθηκεν εξ έργου του περιπατητικού Σατύρου — όπερ φαίνεται ότι ήτο η πηγή των σωζομένων βίων των τραγικών — νέας τινας ειδήσεις· ήτοι α') ότι ο Ευριπίδης κατηγορήθη υπό του Κλέωνος επί ασεβεία β) ότι έφυγεν εξ Αθηνών, ωργισμένος κατά των αντιτέχνων ποιητών και γ') ότι αυτός είχε ποιήσει το προοίμιον των Περσών του Τιμοθέου. Το απόσπασμα έχει μορφήν διαλόγου και φαίνεται ότι το έργον ήτο προωρισμένον προς χρήσιν των πολλών]↩
251) Το πέμπτον έθλον εδόθη μετά τον θάνατόν του. ↩
252) [Περί του βίου και των έργων του Ευριπίδου έγραψε νεώτερον ωραίον βιβλίον ο συγγραφεύς του προκειμένου έργου Gilbert Murray Euripides and his age, εξαίρετον δε άρθρον ο Dietrich εν Pauly-Wissowa R. E. τόμ. VI (1907) στ. 1241-81].↩
253) Παρομοία σκηνή υπήρχεν εν τη *Μελανίππη, όπου, η ηρωίνη πρόκειται να απολογηθή υπέρ των δύο νόθων τέκνων της λέγουσα το παν εκτός της αληθείας.↩
254) [Πρβ. Αντιόπης, απόσπ. 19 Φευ, φευ, το δούλον ως απανταχή γένος | προς την ελάσσω μοίραν ώρισεν θεός]. ↩
255) [A. W. Verrall, Euripides the rationalist, a study in the history of art and religion, Cambridge, 1895. O Verrall έγραψε και αξιόλογα Essays on four plays of Euripides, Cambridge 1905 (Ανδρ. Ελ. Ηρ. Μ. Ορ.) και The Bacchants of Euripides and other Essays, 1910]↩
256) [Την γνησιότητα του Ρήσου αμφισβητούσιν από του Valckenær οι πλείστοι. O Wilamowitz (Heracles I, 41) θεωρεί αυτόν ως έργον του τετάρτου αιώνος, άλλοι δε των Πτολεμαϊκών χρόνων. Βλέπε ανωτ. σ. 241].↩
257) Δεν έχουσιν από μηχανής θεόν η Άλκηστις (438) ο Κύκλωψ, η Μήδεια (431) οι Ηρακλείδαι (427) και η Εκάβη (427)· επίσης δ' αι Τρωάδες (415) και οι Φοίνισσαι (410). Θεόν απλώς προφητεύοντα έχουσιν η Ανδρομάχη (424) αι Ικέτιδες, ο Ίων και η Ηλέκτρα (413). Θεόν επιφέροντα περιπέτειαν η εν Ταύροις Ιφιγένεια (413) η Ελένη και ο Ορέστης(408). Και η εν Αυλίδι Ιφιγένεια και αι Βάκχαι ανήκουσι μάλλον εις την τάξιν ταύτην.↩
258) [Πλούταρχος εν βίω Κράσσου, 33].↩
259) [Το χορικόν εσώθη υπό του Πορφυρίου, περί αποχής Δ' 19].↩
260) Νέα εκ παπύρων αξιόλογα ευρήματα προσετέθησαν εις τα τέως εκ των συγγραφέων γνωστά αποσπάσματα του Ευριπίδου. Των Κρητών ανευρέθησαν νέοι 52 στίχοι, ένθα η Πασιφάη ζωηρώς απολογείται προς τον Μίνωα και τον χορόν διά τον θεήλατον έρωτά της προς τον ταύρον. Μακρά είναι τα αποσπάσματα της Αντιόπης (ήτις εδιδάχθη περί τα 410 π. Χ.) περιλαμβάνοντα την φιλονικίαν του Ζήθου και του Αμφίονος περί του αρίστου τρόπου του βίου. Επίσης ευρέθησαν πολλοί στίχοι Μελανίππης της σοφής και Μελανίππης της δεσμώτιδος, του Οινέως και του Πειρίθου (αποδιδομένου και εις τον Κριτίαν, τον ποιητήν και τύραννον) της Σθενεβοίας, (ήτις εδιδάχθη προ του 423], ήτοι μακρά ρήσις του Βελλεροφόντου. Μακρότατα δε είναι ταποσπάσματα της Υψιπύλης περιλαμβάνοντα ωραία χορικά και στιχομυθίαν του μάντεως Αμφιαράου προς την ηρωίδα, ής το τέκνον Οφέλτην εφόνευσε δράκων. Επίσης σπουδαία είναι και τανευρεθέντα μέρη του Φαέθοντος (όστις εδιδάχθη προ του 425) ιδίως τα θαυμάσια χορικά. — Τα νέα αποσπάσματα του Ευριπίδου περιλαμβάνονται, εις τα A. S. Hunt, Tragicorum Fragmenta Papyricea, Oxoni, 1912 και πληρέστερον H. v. Amim Supplementum Euripideum Bonn, 1913 εν τη σειρά Κleine Text, (αρ. 11). ↩
261) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Ευριπίδου εν τη Biblioth. Oxon. υπό του συγγραφέως του προκειμένου βιβλίου Gilbert Murray, Euripides Fabulæ, 1901 μετά σημειωμ. διαφ. γραφών εις 3 τόμ., εν δε τη Bibl. Teubner υπό Aug. Nauck εις 3 τόμ. ανατυπουμένους. Ο γ' τόμος (1912) περιέχει τα Fragmenta — Εν τη σειρά Kleine Texte (αρ. 89) η Μήδ. μετά των αρχ. σχολίων υπό E. Diehl., 1911 — Τα δε αρχαία σχόλια εξέδωκεν ο Gul. Dindorfius εις 4 τόμ. Oxonii, 1863 και E. Schwartz Berolini, εις 2 τόμ. 1887 και 1891. — Μετά σχολίων ελλην. Γ. Μιστριώτου. Τραγωδίαι Ευριπ. Μήδ. (έκδ. β') 1902, Ιφ. Αυλ. 1916 — Γ. Σακορράφου, Μήδ. εν Αθ, 1891. — Αρίστη έκδοσις η εν τη Ζωγραφ. Βιβλιοθ. Δημ. Βερναρδάκη, Ευριπίδου Δράματα, τόμ. Α' (Φοίν.) 1888. Β' (Εκ. Ιππ. Μήδ.) 1894. Γ' (Ιφ. Αυλ. Ιφ Ταυρ. Ηλ. Αλκ.) 1903. — Μετά γαλλ. σχολίων H. Weil Sept. Tragédies d' Euripide (Ιππ. Μήδ. Εκ. Ιφ. Αυλ. Ιφ. Ταύρ. Ηλ. Ορ.) Paris γ' έκδ. 1899-1907 — Μετά γερμαν. σχολίων υπό Prinz και Wecklein εις τομίδια ανατυπούμ. Ορ. 1906, Κύκλ. 1908. Αλκ. 1912, Ικ. 1912. κτλ. — Μνημειώδης έκδ. του Μαινομ. Ηρακλέους erklärt von V. v. Wilamowitz Mœllendorff εις 2 τόμ. 1895 (β' έκδ.). — Τα μέτρα των χορικών Euripidis cantica digessit Otto Schroeder (Teubner) 1910. — Τα παλαιά 1192 αποσπ. του Ευριπίδου και παρά Nauck Tr. Gr. Fr. σελ. 363-716 (β' έκδ.) Περί των νέων των εκ παπύρων βλ. ανωτ. σ. 279.]↩
262) [Ο Canoni θεωρεί τον Επίχαρμον Σικελιώτην. Πρβ. το άριστον αυτού άρθρον εν Pauly-Wissowa R. E. τόμ. 6 (1907) στ. 34-41]↩
263) [Εν αποσπάσματι, όπερ διέσωσεν ο Αθήναιος Στ' 235 F] ↩
264) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσματα του Επιχάρμου (επειδή ήτο φιλόσοφος) συνελέχθησαν εις τα G. Mullach Fragmenta Philosophorum Græcorum Didot 1860, σ. 131-147 και Diels, Vorsokratiker | σ. 87-101, και υπό G. Kaibel εις τα Roctarum Græcorum Fragmenta τόμ. VI (1889) σ. 1] ↩
265) [Εκδόσεις των αποσπασμάτων των κωμικών, παλαιοτέρα μεν η του Aug. Meineke και Fred, Bothe Poetarum Comicorum Græcorum Fragmenta (Didot) 1855, νεωτέρα δε και σπουδαιοτέρα Theod. Kock, Comicorum Atticorum Fragmenta (Teubner) εις τόμ. τρεις, 1880-88. Τα του Χιωνίδου παρά Μeineke σ. 1, και Kock 1, σ. 4. Μάγνητος παρά Meineke σ. 3 Kock σ. 7. Εκφαντίδου παρά Meineke σ. 4, Kock σ. 9].↩
266) Εάν τούτο υπονοή ο στίχος του Αριστοφάνους Βάτρ. 357. Βλ. Maass. Orpheus, σ. 106.↩
267) [Εκδόσεις των αποσπασμάτων του Κρατίνου παρά Meineke σ. 6-74 και Kock Ι, σ. 11-130].↩
268) [ΤΙΜΟΘΕΟΣ ο Μιλήσιος, ο κατ' εξοχήν μουσικός των ενδόξων χρόνων (ζήσας από 450 μέχρι περίπου 360 π. Χ .) ο τότε φημιζόμενος όσον και οι μέγιστοι ποιηταί, κατέστη γνωριμώτερος εις ημάς από του 1902, ότε πάπυρος εκ της αρχαίας Βουσίριδος (σήμερον Abousir) της Αιγύπτου απεκάλυψεν ένα των νόμων αυτού ήτοι μονωδίαν (solo) τους Πέρσας. Ο πάπυρος γραφείς κατά τον δ' π. Χ. αιώνα είναι το αρχαιότατον των σωζομένων ελλην. χειρογράφων, και περιέχει περίπου 200 στίχους, αναφερομένους εις την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν. Εν αυτοίς περιγράφονται αι φωναί των μαχομένων, ιδίως ενός πνιγομένου Φρυγός, κατά τρόπον παράδοξον, μετέχοντα εποποιίας, τραγωδίας και κωμωδίας· καταλήγει δε το ποίημα ως ύμνος προς τον Πύθιον Απόλλωνα, ζητών «ειρήναν, θάλλουσαν ευνομία». Πρώτη έκδοσις υπό Wilamowitz- Mœllendorff, Timotheos die Persen, Leipzig, 1903. Γαλλ. μετάφρασις υπό Th. Reinach εν REGr. τόμ. XVI (1903) σ. 62. Νεωτέρα μελέτη του κειμένου B. Keil εν Hermes 1913, σ. 99-140].↩
269) [Εκδόσεις των αποσπασμάτων του Φερεκράτους παρά Meineke σ. 82-122. Kock Ι σ. 145-209].↩
270) [Εκδόσεις των αποσπασμάτων του Ευπόλιδος παρά Meineke σ. 149-208. Kock Ι σ. 258-369] ↩
271) [Εκδόσεις των αποσπ. του Φρυνίχου παρά Meineke σ. 208-221. Kock Ι 369-391 του δε Πλάτωνος παρά Meineke σ. 221-362. Kock Ι σ.601-667].↩
272) Η μουσική επίκρισις, η οποία είναι μακρά, περνά, εννοείται, άνωθεν των κεφαλών μας.↩
273) Ανάλογον εν Αγγλία θα ήτο εάν π.χ. ο αποθανών ποιητής κωμωδιών και παρωδιών Calverley, ο οποίος πολλήν είχε κριτικήν καλαισθησίαν, απέστελλε τον Διόνυσον ν' ανακαλέση τον Browning, αυτός δ' επί τέλους εξέλεγε τον Κeats.↩
274) [Πλουτάρχου Συγκρίσεως Αριστοφάνους και Μενάνδρου επιτομή (έκδ. Βερναρδάκη τόμ. Ε' σ. 203) Γ' 2 «Αριστοφάνης μεν ουν ούτε τοις πολλοίς αρεστός, ούτε τοις φρονίμοις ανεκτός»].↩
275) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Αριστοφάνους εν τη Biblioth. Oxon. υπό F. W. Hall και W. M. Geldart εις 2 τόμ. και εν τη Biblioth. Teubner. υπό Th. Bergk εις 2 τόμ. Α' 1907 Β' 1913. — Εν τη σειρά Kleine Texte οι Βάτραχοι μετά των αρχαίων σχολ. υπό W. Süss 1911. — Τα αρχαία σχόλια εξεδόθησαν υπό F. Dübner (Didot) 1843 και υπό Rutherford, (Macmillan) εις 3 τόμ. 1896-1905. — Μετ' αγγλ. σχολίων και εμμέτρου μεταφράσεως υπό B. Bickley Rogers εις 6 τόμ. London 1915. Σφηκ Νεφ 1916 — Μετά σχολίων λατιν. υπό Fred. H. M. Blaydes, Halis Saxonum εις 12 τόμ. 1880-93, και Spicilegium Aristophaneum, 1902, και υπό J. v. Leeuwen Lugd. Batav. εις 12 τόμ. μετά Προλεγομένων 1908 — Τα μέτρα των χορικών Cantica υπό Otto Schröder (Teubner) 1909 - Ταποσπάσματα των απολομένων κωμωδιών του Αριστοφάνους βλ. παρά Kock I. σ. 392 600]. ↩
276) Ακολουθώ κυρίως τα γλωσσικά τεκμήρια, όπως προκύπτουσιν εκ των πινάκων του C. Ritter. Α κυριώταται κατά της μεθόδου ταύτης αντιλογίαι είναι α') ότι αι απαριθμήσεις δεν είναι επαρκείς ουδέ βάσιμοι· β') δεν είναι γενικώς αποδεκτόν το μαρτυρούμενον υπό της παραδόσεως και άλλως αποδεικνυόμενον, ότι ο Πλάτων ανεθεώρει τους εκδεδομένους διαλόγους. Αλλ' απίθανον θεωρώ ότι θα μεταβληθώσι τα πορίσματα του Campbell, Dittenberger, Schanz, Comperz, Blass και Ritter.↩
277) [Περί της σχέσεως της Πλατωνικής Απολογίας προς την αληθώς υπό του Σωκράτους γινομένην εν τω δικαστηρίω αι γνώμαι των φιλολόγων είναι διαφορώταται. Εν τη τελευταία περί του θέματος μελέτη ο ημέτερος Π. Κ. Βιζουκίδης. (Η δίκη του Σωκράτους, εν Αθ. 1916), αντικρούων ευστόχως πάσας τας αμφισβητήσεις, υποστηρίζει ότι αύται «δεν δύνανται να θίξωσι το κύρος της Πλατωνικής Απολογίας σ. 30»].↩
278) [Η Ακαδήμεια κατά την παράδοσιν έκειτο εις την και σήμερον ονομαζομένην θέσιν Καθήμεια, ολίγω δυτικώτερον του Κολωνού παρά τον ναόν του αγίου Νικολάου της Κολοκυθούς, ήτοι προς τα δεξιά του τέρματος του υπ' αρ. 11 τροχιοδρόμου].↩
279) Περί των επιστολών φρονώ ότι εκάστη πρέπει να κριθή χωριστά· π.χ. η ΙΓ' φαίνεται γνησία, η δ' Ζ' είναι παλαιά περίληψις γνησίου υλικού. Η τάσις ν' απορρίπτωνται πάσαι αι αρχαίαι επιστολαί ως πλαστογραφίαι (βλέπε π.χ. τον πρόλογον του Hercher εις τους Έλληνας επιστολογράφους) είναι απλή άρνησις, προερχομένη εκ της παλαιάς περί των επιστολών της Φαλαρίδος φιλονικίας, [Νέα μελέτη R. Hackforth, The authorship of the Platonic Epistles, Manchester, 1913] ↩
280) [Διογένης ο Λαέρτιος εν τω Γ' βιβλίω (όπερ όλον αναφέρεται εις τον βίον και την φιλοσοφίαν του Πλάτωνος) παρενείρει τα κατ' αυτού σκώμματα των κωμικών Αλέξιδος, Αναξανδρίδου και άλλων. Επιτάσσει δε καί τινα των εις τον φιλόσοφον αποδιδομένων επιγραμμάτων, ών άριστα τα ερωτικά. Έκδοσις C. G. Cobet (Didot) 1850].↩
281) [Περί της Πλατωνικής φιλοσοφίας νέον έργον το του Δανού H. Ræder Platons Philosoph. Entwickerelung (Teubner) 1905] ↩
282) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Πλάτωνος εν τη Biblioth. Oxon. υπό Joan. Burnet εις 5 τόμ. μετά κριτικών σημειωμ. 1899- 1907, εν δε τη Biblioth. Teubner, η του Car. Fr. Hermanni, εις 6 τόμ., ών τον α' και β' recognavit Martinus Wohlrab, 1908. Ο 6ος τόμ. περιέχων τας Επιστολάς, τους Όρους κλ. περιλαμβάνει (σ. 223-396) και τα ολίγα αρχαία σχόλια — Εσχάτως, Platon oevres complètes; tome I. texte établi et traduit par M. Croiset, Paris 1920. — Μετά ελλην. σχολίων Γοργίας εκδιδόντος και διορθούντος Α Κοραή. Εν Παρισίοις 1825. — Γ. Μιστριώτου Γοργίας (έκδ. β') εν Αθ. 1883. Πρωταγ. 1892. Φαίδων 1898. Χαρμίδης 1899. Μενέξ. 1899. Κρίτων (έκδ. β') 1910. Εν τη Ζωγραφείω βιβλιοθ. Πλάτων εξ ερμηνείας και διορθώσεως Σπυρ. Μωραΐτου Τόμ. Α' (εισαγωγή Απολογ. Κρίτ. Γοργ.), Αθήν. 1905. τόμ. Β' (Ευθύφ. Λάχης, Ιππ. Μείζ. Ιππ. Ελάτ. Ίων. Λύσ. Χαρμ. Πρωταγ. Ευθύδ.) 1908. τόμ. Γ' (Θεαίτ., Φίληβ., Μένων, Μενέξ.) 1913. — Μετά αγγλ. σχολίων Σοφιστής και Πολιτικός υπό Lewis Cambell Oxford 1867 και Θεαίτ. 1883 (β' έκδ.) Ιππ. μείζων υπό Smith, London 1894. Απολογ. Κρίτων υπό J. Adam Cambridge, 1888 και Ευθύφρ. 1895 και Πολιτεία εις 2 τόμ. 1902 και άνευ υπομν. εις 1 τόμ. — Απολογ. Κρίτων, Μένων υπό St. G. Stock, Oxford 1904 και Ίων 1909. — Ευθύδημος υπό E. H. Gifford, Oxford, 1905 — Φαίδων υπό John Burnet Oxford, 1911. — Μετά γερμαν. σχολίων παρά Teubner Λάχης υπό Chr. Cron (ε' έκδ.) 1891, Ευθύφ. υπό Μ. Wohlrab (δ' έκδ.) 1900. Φαίδων υπό Μ. Wohlrab(δ' έκδ.) 1908, Γοργίας υπό W. Nestle ε' έκδ.) 1909, Συμπόσιον υπό H. Schöne (ε' έκδ.) 1909, Πρωταγόρας υπό J. Deushcle και W. Nesle (στ' έκδ.) 1910. — Μετά λατιν. σχολίων υπό v. Herwerden, Quinque dialogi Platonici (Ευθ. Απολ Κρίτων, Φαίδων Πρωταγ. Lugduni Batav. 1906 Φαίδρ. υπό I.C. Vollgraff, 1912. Λεξικόν Mitchel Index Græcitatis Platonicæ εις 2 τόμ. Oxon. 1832. — Νέον σπουδαίον έργον Platon von V. v. Wilamowitz Mœllendorff, τόμ. A' Leben und Werke τόμ. B' Beillagen und Textkritik, Berlin 1920].↩
283) [Ο συγγραφεύς παρατηρεί ότι η έννοια είναι αμετάφραστος· γαλλιστί αναλογεί προς το beaux et bons, αγγλιστί δε «περιλαμβάνει το fine fellow και good man>].↩
284) Ότι ο Αινείας ήτο σύγχρονος του Ξενοφώντος και δη υπ' αυτού μνημονευόμενος (Ελληνικών Ζ' 3) Αινέας ο Στυμφάλιος είναι εικασία του Κασαυβώνος, ός εξέδωκε το κείμενον. Νεωτέρα έκδοσις της πραγματείας εν τη Biblioth. Teubner υπό Rich. Schöne 1911, και μετά λατινικών σχολίων υπό R. Hercher, Berolini 1870. Πρβλ. Schwartz εν Pauly — Wissowa R. E. τόμ. Ι (1894) στ. 1019-21.↩
285) [Εκδόσεις νέαι του κειμένου του Ξενοφώντος εν τη Biblioth. Oxon. υπό E. C. Marchant εις 5 τόμ. (I Ελλην. 1900. II Απομν. Οικονομ. Συμπ. Απολ. Σ. 1900. III Ανάβ. 1904. IV Κ. Παιδ.), εν δε τη Biblioth, Teubner. Ανάβ υπό G. Gemoll, 1909 Απομν. υπό Walther Gilbert 1911, Κ. Παιδ. υπό G. Gemoll, 1912, Scripta minora I υπό Th. Thalheim 1910 II (Λακεδ. Πολ. [Αθην. πολ] Πόροι, Ιππαρχ. Περί Ιππ. Κυνηγ.) υπό Fr. Ruchl 1912 — Μετά ελλην. σχολίων Κύρου Ανάβ. υπό Ε. Κ. Κοφινιώτου, Αθ. 1887 υπό Γ. Α. Παπαβασιλείου (β' έκδ.) 1890. υπό Γ. Ζηκίδου 1891. Εν τη Ζωγραφ. Βιβλιοθ. εκ διορθώσεως και ερμηνείας Ι. Πανταζίδου, 1908. — Ελληνικά υπό Γ. Μιστριώτου, εις 3 τόμ. 1908-10. — Μετ' αγγλ. σχολίων εν τη σειρά Pitt Press, Cambridge, Ανάβασις υπό A. Pretor Κ. Παιδεία βιβλ. Α' και Β' υπό Ε. S. Shuckburgh, Γ'-Η' υπό H. A. Holden 1903 Απομνημ. και Ελλην. υπό G. M. Edwards, Αγησίλ, υπό Η. Hailstone. — Οικον. υπό H. A. Holden (Macmillan) 1895 (ε' έκδ.). — Μετά γερμαν. σχολίων Απομν. υπό R. Mücke (Weidmann) 1889. Λακεδ. πολιτ. υπό G. Peirleoni (Weidmann) 1905. — Μετά λατιν. σχολίων τα Ελλην. υπό Cobet και L. Punt, Lugduni Batav. 1881, Ιππαρχ. υπό P. Gerocchi (Weidmann) 1901].↩
286) [Edmund Burke (1729-1767) μέγας Βρεττανός πολιτειολόγος]. ↩
287) Henry Grattan(1746-1820) ο δεινότατος των Ιρλανδών ρητόρων.↩
288) Υπάρχει πράγματι αμφιβολία περί της αποφυγής της χασμωδίας. Οι παλαιότατοι πάπυροι παρέχουσι κείμενα, δεχόμενα την χασμωδίαν. Π.χ. ο Επιτάφιος του Υπερείδου γέμει τοιούτων παραδειγμάτων, οι δε παλαιότατοι πάπυροι του Πλάτωνος έχουσι περισσοτέρας χασμωδίας παρά τα συνήθη χειρόγραφα. Τούτο άρα γε σημαίνει ότι οι γραμματικοί της Αλεξανδρείας εσκεμμένως απεσκοράκισαν αυτοί την χασμωδίαν ή ότι τα προ αυτών χειρόγραφα δεν ήσαν ακριβή. Η πρώτη ερμηνεία πρέπει να απορριφθή ως αδύνατος, αλλά και η δευτέρα παρέχει δυσκολίας.↩
289) [Περί της Αττικής ρητορικής αξιανάγνωστα γενικά έργα είναι αγγλιστί μεν R. C. Jebb, The Attic Orators from Antiphon to Isæos (Macmillan) 2 τόμ. 1883 (β' έκδ.) γαλλιστί δε J. Girard, Études sur l' éloquence Attique Paris (β' έκδ.) 1884 και O. Navarre, Essai sur la Rhétorique Greque avant Aristotle, Paris 1900, και γερμανιστί F. Blass, die Attische Beredsamkeit (Τeubner) εις 3 τόμους (ο γ' εκ 2 μερών) 1887- 98 (β' έκδ.) και το γενικώτερον E. Norden, Die antike Kunstiprosa εις 2 τόμ. (Teubner) 1898].↩
290) [Εκδόσεις του κειμένου του Αντιφώντος εν τη Biblioth Teubner υπό F. Blass, 1892 — Μετά λατιν. σημ. Herwerden, A. Orationes tres (κατά μητρ., περί του Ηρ., περί του χορευτού) Trajecti ed Rhenum, 1883. Ο Jules Nicole L. apologie d' Antiphon d' après des fragments inédits sur papyrus d' Egypte Geneve, 1907 εζήτησε ν' αποδείξη, ότι τα εκ παπύρων αποσπάσματα, άπερ εξέδωκε, περιέχουσι την πραγματικήν απολογίαν του ρήτορος την γενομένην κατά την αποτυχίαν του πραξικοπήματος του 411. Νεώτερα δ' εξ Οξυρύγχου αποσπάσματα (Oxyrh Papyri XI (1915)σ. 92-104 αρ. 1364 οι εκδόται αποδίδουσιν εις Αθηναίον Αντιφώντα, σύγχρονον του πολιτικού, τον Σοφιστήν και τερατοσκόπον (Ξενοφώντος Απομνημ. Λ' 6) περί ού ο Σουίδας εν α' άρθρω λέγει ότι εκαλείτο Λογομάγειρος και εν άλλω ότι «Περί κρίσεως ονείρων» έγραψεν. Γνωστότερα τούτων ήσαν ηθικά έργα του Αντιφώντος, το «Περί ομονοίας» όπερ επαινεί ο Φιλόστρατος (εν β Σοφιστών Α' 15) και το «Περί αληθείας»· εις ό ανήκουσιν τα ανευρεθέντα τεμάχια. Αλλά κρίνων ταύτα ο Alfred Croiset εν R. Et. Gr. XXX (1917) σ. 1-19 αποδίδει πάντα εις τον πολιτικόν Αντιφώντα, προβαίνει δε και εις αμφισβήτησιν της υπάρξεως ετέρου Αντιφώντος, φρονών ότι ο «σοφιστής και τερατοσκόπος» απεχωρίσθη ως άλλος υπό της φαντασίας των μεταγενεστέρων, καθώς ο Σενέκας ο τραγικός ως διάφορος δήθεν Σενέκα του φιλοσόφου].↩
291) [Εκδόσεις Ανδοκίδου εν τη Biblioth. Teubner υπό Fr. Βlass (γ' έκδ) 1906 Αγγλ. ο Περί των μυστ. και Της καθόδου υπό Ε. C. Marchant, London «β' έκδ.) 1906. Ο Περί της προς Λακεδ. ειρήνης αμφισβητείται υπό του K. Sittl και άλλων, υπό πλείστων δε νοθεύεται Κατ' Αλκιβιάδου, ενώ στηλιτεύεται ο βίος του πολιτικού εκείνου και προτείνεται ο εξοστρακισμός αυτού].↩
292) [Αν ο εν τω Φαίδρω αναγινωσκόμενος λόγος είναι πράγματι του Λυσίου αμφισβητήτως σφοδρώς. Το ζήτημα ανεκίνησε πάλιν ο d. Vahlen εν Πρακτικαίς της Πρωσσ. Ακαδημ. 1908 σ. 788-816, και ο προς αυτόν αντιδοξάζων Η. Weinstock de Erotico Lysiaco, 1912. — Και ο Επιτάφιος τοις Κορινθίων βοηθοίς, όν εξέδωκε μετά λατιν. σχολίων ο Μ. Erdmann (Teubner) 1881 και μετ' αγγλ. ο F. J. Snell (Clarendon) 1887, σήμερον υπό των πλείστων νοθεύεται, καίτοι ο Ζάκας (τόμ. Β' σ. 412-30 της εκδόσ.) διά μακρών υπερασπίζει την γνησιότητα].↩
293) Wilamowitz-Mœllendorff, Aristoteles und Athen, ΙΙ 226.↩
294) [Εκδόσεις του Λυσίου εν μεν Biblioth. Teubner Th. Thalheim 1901 εν δε τη Biblioth. Oxon Car. Hude, 1912. — Μετά λατιν. σημειωμ. υπό Cobet Hartmann, Lugd. Batav, 1905. Μετά ελλην. σχολίων εν τη Ζωγραφ. Βιβλιοθ. Λυσίου λόγοι και αποσπάσματα, εκδιδόμ. υπό Α. I Ζάκκα τόμ. α' Αθήν. 1908 κα β' 1910. — Μετά γερμαν. σχολίων υπό R. Rauchenstein και K. Fuhr εκλεκτοί λόγοι ανατυπούνται παρά Weidmann — Holmes Index Lysiacus, Bonnæ 1895].↩
295) [Εκδόσεις του Ισαίου εν τη Biblioth. Teubner υπό Th. Thalheim 1913 — μετ' αγγλ. δε σχολ. υπό W. Wyse, The Speeches of Isæus, Cambridge 1904].↩
296) Παρά Διον. Αλικαρνασσεί, περί των αρχαίων ρητόρων 18 (σελ. 576 Reiske).↩
297) Ει και ο Ευθύδημος αποδεικνύεται πρώιμον έργον του Πλάτωνος, ο επίλογος είναι προδήλως χωριστός, περιέχων τεκμήρια μεταγενέστας συνθέσεως.↩
298) Αρεοπαγητικός, κβ'.↩
299) [Φίλιππος, λδ' «θρασύτερόν σοι διείλεγμαι»].↩
300) Σωκρατικών Επιστολών λ' [Herscher Ελληνικοί Επιστολογράφοι σ. 629]. ↩
301) Δεν πιστεύω ότι διά του εν τη Πολιτεία [495 ε'] λεγομένου «φαλακρού και σμικρού» ο Πλάτων υπαινίσσεται τον Ισοκράτη. ↩
302) [Εκδόσεις του Ισοκράτους εν τη Biblioth. Teubner υπό G. E. Benseler curante Fr. Blass εις 2 τόμ. 1907 και 1910. — Τα παλαιά Scholia in Aeschinem et Isocratem edidit G. Dindorfius (Clarendon). Των Ελληνικών εκδόσεων αξιομνημόνευτοι αι παλαιαί, Ισοκράτους λόγοι και επιστολαί υπό Αδ. Κοραή (Ελλ. Βιβλιοθ. τόμ. Α' και Β') εν Παρισίοις αωζ' και Ισοκράτους λόγος περί αντιδόσεως ήδη πρώτον διασκευασθείς και επαυξηθείς σπουδή Ανδρέου Μουστοξύδου, εν Μεδιολάνω 1812, Isocrates Cyprian Orations (Ευαγ. προς Νικοκλ. Νικ.) μετά σχολ. αγγλ. υπό E. S. Forster (Clarendon) 1912-S. Preuss Index Isocrateus (Teubner) 1904].↩
303) [Τας πηγάς βλ. παρά Westermann, Biographi Græci σ. 281-312]↩
304) [βλ. Λογγίνου (;) περί ύψους 34]. ↩
305) [βλ. Αθηναίου ΙΙ' 341 Ε και ΙΓ' 590]. ↩
306) [Έκδοσις τελευταία η του Kenyon εν τη Biblioth. Oxon, 1906 μετά πάντων των αποσπασμάτων].↩
307) [περί ύψους 15, 10]. ↩
308) [Ο σωζόμενος λύγος είναι νόθος], ↩
309) [Τούτο ήτο ψήφισμα του δήμου].↩
310) [Εκδόσεις του λόγου του Λυκούργου εν Biblioth. Teubner υπό Fr. Blass, minor 1902 και major 1899, και μετά σχολ. υπό E. Sofer (Teubner) 1905]↩
311) [Εκδόσεις του Αισχίνου εν τη Biblioth. Teubner υπό Fr. Blass minor, 1918 και major, 1894] ↩
312) [Έκδοσις του Δεινάρχου εν τη Biblioth. Teubner, υπό Fr. Blass, 1888].↩
313) Αλλά τα σωζόμενα 10 του λόγου αποσπάσματα δεν έχουσι πάντα τον αυτόν τόνον. Βλ. (ιδίως το 5)↩
314) Π.χ. ο Rochrmoser, ο Weidner και αυτός ο Βeloch και ο Holm· Τεχνικοί κριτικοί είναι ο Sgengel και ο Blass.↩
315) [Περί του στεφάνου 129 «ως η μήτηρ τοις μεθημερινοίς γάμοις εν τω κλεισίω ως προς τω Καλαμίτη χρεωμένη, τον καλόν ανδριάντα και τριταγωνιστήν άκρον εξέθρεψέ σε] αλλά πάντες ίσασι ταύτα, καν εγώ μη λέγω». Αλλά και ο Αισχίνης είχε διασύρει αρκετά την μητέρα του Δημοσθένους. Βλ. τον Κτησιφ. 171].↩
316) 6 [Εκδόσεις Δημοσθένους εν τη Biblioth. Teubner. υπό G. Dindorf (έκδ. δ') curante Fr. Blass εις 3 τόμ 1901-4, εν δε τη Biblioth. Oxon. υπό S. H. Butcher εις 3 τόμ. 1903. — Μετά σχολ. ελλην. (πλην των σχολικών εκδόσεων και των παλαιών) οι Φιλιππικοί μετά προλεγομένων κλ. υπό Κ. Ηροκλέους Βασιάδου εν Αθ. 1895, ο Κατά Φιλίππου Γ' υπό Γεωργίου Κωνσταντινίδου. Αθ. 1898 και οι Ολυνθιακοί 1899. — Μετ' αγγλ. σχολ. ο Περί του στεφ. υπό W. W. Goodwin with historical sketch and essays, Cambridge 1904. Του αυτού o Κατά Μειδίου, notes and appendix. Ο προς Λεπτίνην υπό G. F. Sandys with Introduction, notes etc. Cambridge. Του αυτού οι Ολυνθιακοί (Macmillan) 1897. Ο Κατ' Ανδροτ. και Τιμοκρ. υπό Ed. W. Wayte Cambridge 1893. Οι Φιλιππικοί υπό Gilbert Davies, Cambridge 1907. — Μετά γαλλ. σχολίων υπό H. Weil, Les Harangues, 3 éd revue par G. Dalmeyda, (Hachette) 1912 (ήτοι Περί συμμορ., Υπέρ Μεγαλοπ., Ροδίων ελευθ. Α' Φιλιπ. Α' Β' Γ' Ολυνθ., Περί της ειρ. Β' Φιλιπ, Περί Αλονν., Περί των εν Χερρ., Γ' Δ' Φιλιπ. και άλ.) και Les Plaidoyers politiques, I β' έκδ. 1883 (ήτοι Προς Λεπτ., Κατά Μειδ. Περί παραπρεσβ., Περί στεφ.) ΙΙ, 1886 (κατ' Ανδρ., Τιμοκρ., Αριστοκρ., Αριστογ. Α' και Β'). — Μετά γερμαν. σχολ. von C. Rehdantz und F. Blass οι Ολυνθ., αι Φιλιππ., Περί Αλονν., Περί των εν Χερρ. κλ. ανατυπούμ. (Teubner). Ο Περί στεφ. και υπό K. Fuhr, 1910. Επί παπύρων ανευρέθησαν και σχόλια του Διδύμου εις τους Φιλιππικούς δημοσιευθέντα πρώτον υπό Η. Diels και W. Schubart Berliner Klassiker Texte I. Berlin, 1904 και εν τη Biblioth. Teubner υπό των αυτών Didymi de Demosthene commenta, 1904]. ↩
317) Ολυνθ. β' 10. ↩
318) Περί του στεφάνου 208.↩
319) [Μεταξύ του ανακτορικού κήπου και της Ριζαρείου Σχολής]. ↩
320) [Εκδόσεις νέαι πάντων των έργων του Αριστοτέλους α) υπό της Β. Πρωσσικής Ακαδημ. εις 5 τόμ., ών ο α' και β' περιέχει το κείμενον ex recensione Imm Bekkeri, Berolini 1831, o γ' λατιν. μετάφρ., ο δε δ' ταρχαία Scholia in Ar. collegit Ch. A. Brandis 1836, εν δε τω ε' τα Fragmenta και ο Index Aristotelicus, edidit H. Bonitz (Εις την έκδοσιν ταύτην, ής αι σελ. είναι δίστηλοι μετ' αριθμουμ. στίχων, γίνονται συνήθως αι παραπομπαί)· β') η Παρισινή (Didot) εις 3 τόμ. ο I περιέχων Όργανον, Ρητορ. Ποιητ. Πολιτ. 1818, ο II (Ηθ. Φυσ. ακρόασ. Περί ουρ. Μετά τα φυσ.) 1850 ο III (τας Περί τα ζώα ιστορ. κλ.) 1854. — γ') και εν τη Biblioth. Teubner. εξεδόθησαν Ρητορ. υπό A. Roemer, 1898, Ποιητ. υπό G. Christ 1903, Πολιτ. υπό O. Immisch, 1899. Μεγάλα Ηθ. υπό Fr. Susemihl,18-3. Ηθ. Ευδήμ. υπό του αυτού. 1884. Ηθ. Νικομ. υπό Susemihl και O. Apelt 1902. Περί ουρ. υπό C. Plantl, 1881. Μετά τα φυσ. υπό W. Christ, 1906. Περί ζώων μορίων υπό B. Langkavel 1868. Περί τα ζώα ιστορ. υπό L. Dittmeyer, 1907 Περί ψυχής υπό G. Biehl και O. Appelt, 1901 Περί φυτ. θαυμασ. άκουσμ. κλ. υπό O. Appelt, 1888, τα μικρά Φυσ. υπό G. Biehl 1898, τα δε Fragmenta collegit V. Rose, 1886. — Εν δε τη Biblioth. Oxon. τα Νικομ. I. Bywater, 1890 — Μετά σχολ. ελλην. αξιόλογος η των Πολιτικών εκδίδοντος και διορθούντος Α. Κοραή εν Παρισίoις, αωκ' — Γ. Μπαρτ, Σχόλια εις την Α. Πολιτείαν Αθηναίων, Αθ. 1899. Μετ' αγγλ. σχολ. τα Πολιτικά υπό W. L. Newman (Clarendon) εις 4 τόμ 1887-1902, η Αθην. Πολιτ. υπό J. E. Sandys (Macmillan) 1912. τα Νικομ. Ηθ. υπό J. Burnet London. 1900 και σχόλ. υπό J. A. Stewart. Clarendon) εις 2 τόμ. 1892. η Ρητορική υπό Cope και J. Sandys εις 3 τόμ., Cambridge, 1897 και μετά μετάφρ. υπό R. Jebb και σημ. υπό J. Sandys Cambridge 1909, η Ποιητική Text with critical introduction, translation and commentary by I. Bywater Clarendon) 1909 και The Poetics of Art translated from Greek into English and from Arabic into Latin by D. S. Margoliouth, London 1911, Το περί ψυχής υπό E. Wallace Clarendon) 1882 και υπό R. D. Hicks Cambridge 1907. — Μετά γαλλ. σχολ. η Φυσική ακρόασις υπό O. Hamelin, Paris, 1907 το περί ψυχής υπό G. Rodier εις 2 τόμ. Paris 1900-2 — Μετά γερμ. σχολ., μετάφρ. αι Περί ζώων ιστορίαι von Dr H. Aubert und Dr. Fr. Wimmer Leipzig, 1868 — Μετά λατιν. σχολ. η Αθην. πολιτ. υπό H. v. Herwerden και J. v. Leeuwen, Lugduni Bat 1891. Τα Νικομ. Ηθ. υπό G. Ramsauer Teubner) 1898 κτλ] ↩
321) [Εκδόσεις. Ταποσπάσμ. του Αντιφάνους παρά Μeineke — Bothe [βλ. ανωτ. σημ 265) σ. 345-418, και Kock τόμ. II μέρ. Ι σ. 11-135, το δε του Αλέξιδος παρά Meineke σ. 517-584 και Kock σ. 297-408].↩
322) Εκδόσεις του Φιλήμονος Menandri et Philemonis fragmenta υπό Fr. Dübner (Didot) s. 107-132 και Koch τόμ. ΙΙ μέρ. I σ 478-539).↩
323) [Εκδόσεις. Αι επιστολαί του Αλκίφρονος εν Epistolographi Græci R. Hrecher (Didot) 1873 σ. 44-97, και χωριστά υπό A. Schepers, Gronongæ 1901 και του αυτού εν Biblioth. Teubner 1905].↩
324) [Του Μενάνδρου εσώζοντο μόνον πολυάριθμα αποσπάσματα εκ συγγραφέων, είχομεν δε και τας λατινικάς απομιμήσεις υπό του Πλαύτου και του Τερεντίου. Αλλ' από του 1907 ανευρέθησαν εν Αιγύπτω και πάπυροι, περιέχοντες μεγάλα συνεχή κομμάτια του Μενάνδρου, εξ ών οπωσδήποτε αποκαθίστανται τρεις κωμωδίαι· α') οι Επιτρέποντες, ευρέθησαν 585 στίχοι), όπου ο Δάος, ευρών έκθετον βρέφος, και ο Συρίσκος, ο αναλαβών ν' αναθρέψη αυτό, επιτρέπουσι τω Σμικρίνη, ήτοι εκλέγουσιν αυτόν διαιτητήν) να κρίνη εις πότερον ανήκει ο μετά του παιδίου ανευρεθείς υπόχρυσος δακτύλιος, δι' ού κατόπιν πιστοποιείται ότι το βρέφος ανήκεν εις την Παμφίλην, νεόγαμον σύζυγον του Χαρισίου, εξ ού προ του γάμου κατά τινα νυκτερινήν εορτήν είχεν εκείνη συλλάβει το παιδίον. Η οικονομία είναι δεξιωτάτη· β') η Σαμία (ευρέθησαν 340 στίχοι), όπου παρίστανται δύο γειτονικοί εν Αθήναις οίκοι, του πλουσίου Δημέου και του πτωχού Νικαρέτου, και ο μεταξύ του Μοσχίωνος, θετού υιού του Δημέου, και της Πλαγγόνος, κόρης του Νικαρέτου, έρως και η τύχη του τέκνου των γ') η Περικειρομένη (324 στίχοι), ένθα προλογίζει η Άγνοια, η δε σκηνή υπόκειται εν Κορίνθω, υπόθεσις δε είναι η τύχη δύο εκθέτων διδύμων, υιού και κόρης του εμπόρου Παταίκου. Ευρέθησαν επίσης μέρη μικρά του Γεωργού (τω 1898) του Ήρωος. του Κιθαριστού, του Κόλακος, της Περινθίας και άλλων κωμωδιών. ↩
Εκδόσεις των νέων αποσπ. (εν τη Biblioth. Teubner) Menandrea iterum edid. Alf. Koerte 1912, και Menandri reliquiæ nuper repertæ. Iterum edidit S. Sudhaus (εν τη σειρά Kleine Texte von ΙΙ. Lietzmann 44-46) Bonn 1914. — Μετά σχολ. αγγλ. υπό E. Capps, Four Plays of Menander (Ήρως, Επιτρέπ., Περικειρ., Σαμ.) Boston 1910 — Μετά σχολ. γαλλ. υπό Μ. Croiset, L' Arbitrage (Επιτρ.) Paris 1908. — Μετά σχολ. γερμαν. C. Robert, Der Neue Menander, Berlin 1908. — Μετά σχολ. λατιν. Menandri fabularum reliquiæ cum notis criticis commentariis tertium edidit J. van Leeuwen Lugduni Batavorum 1919. — Τα δε παλαιά Μenandri et Philemonis fragmenta υπό Fr. Dübner (Didot) σ. 1-106 και Kock, τόμ. II μ. II σ. 3-272]. ↩
325) [Τα έργα των επιγραμματοποιών σώζονται εν τη «Ανθολογία», τη μεγάλη του Πρωτοπαπά Κωνσταντίνου Κεφαλά, ού το αυτόγραφον (917 μ. Χ.) ευρισκόμενον (σήμερον μόνα τα 12 βιβλία) εν τω παλατίω της Αϊδελβέργης, ονομάζεται «Παλατίνη Ανθολογία» και εν τη μικροτέρα του Μαξίμου Πλανούδη (1250-1310 μ. Χ.) ού το αυτόγραφον σώζεται εν τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. — Εκδόσεις Μετά την παλαιάν του F. Jacobs(1813-17) η Anthologia Palatina cum Planudeis et appendice υπό Fred. Dübner (Didot) εις 3 τόμ. Ι (βιβλ. α'-η') 1871 ΙΙ (θ'-ς') 1888 ΙΙΙ (Appendix nova υπό Ed. Cougny) 1890. Εν Biblioth. Teubner, συνεκδίδ, Anthologia Græca Palatina cum Planudea edidit Hugo Stadtimueller τόμ. I (Πάλατ. 1-5 βιβλ. Πλαν. ε'-ζ') 1894 τόμ. II μέρ. I (Παλατ. ζ' Πλαν. γ') 1899 τόμ. III μέρ. I (Παλατ. θ') 1906 (έμεινεν ατελής)].↩
326) [Σήμερον έχομεν περισσοτέρα ποιήματα του Καλλιμάχου πλην των 6 σωθέντων ύμνων και των 74 επιγραμμάτων (και της λατινικής μεταφράσεως της Κόμης της Βερενίκης και του Θέτιδος Επιθαλαμίου υπό του Κατούλλου και του ιαμβικού ποιήματος Ίβις υπό του Οβιδίου). Τω 1893 ευρέθησαν επί ξυλίνου πίνακος αποσπάσματα της Εκάλης, όπου διηγείτο πώς η αγαθή αυτή γραία εξένισε τον Θησέα. Τω δε 1906 ευρέθησαν επί παπύρων της Οξυρύγχου (τόμ. VII 1910 σ. II κεξ.) 80 στίχοι των Αιτίων, εκ της περιφήμου ελεγείας Κυδίππης, όπου επραγματεύετο κομψώς τον προς την Ναξίαν ταύτην κόρην έρωτα του Κείου νεανίου Ακοντίου, και χωλίαμβοι (σ. 31) εν ιωνική διαλέκτω, όπου παριστά τον Ιππώνακτα ανερχόμενον εκ του Άιδου, και διηγούμενον παλαιούς μύθους. Εκ των νέων αποσπασμάτων ο Καλλίμαχος αναφαίνεται ποιητής έχων ιδίαν τέχνην, ήτοι νέον τρόπον διηγήσεως, άμοιρον αισθηματικότητος, αλλά μεστόν χάριτος, κομψότητος και εναργείας. Τα δε χωλιαμβικά κομμάτια, συνδυαζόμενα μετά των επίσης εν Οξυρύγχω ανευρεθέντων ιάμβων άλλου ποιητού ΦΟΙΝΙΚΟΣ του Κολοφωνίου, δεικνύουσι ποία ήσαν τα αλεξανδρεωτικά πρότυπα της ρωμαϊκής σατίρας.↩
Εκδόσεις. U. v. Wilamowitz-Mœllendorff Callimachi Hymni et epigrammata Berolini, 3η έκδ. 1907 και μετά λατιν. σχολ. O. Schneider Callimachea, εις 2 τόμ. (Teubner) 1870, και μετά γαλλ. μετάφρ. A Hauvette Les epigrammes de C. εν R. É. Gr. XX. (1907) σ. 295-355. — Τα δε νέα αποσπ. Th. Gomperz, Aus der Hekale des K. Wien 1893 και A. Puech, Acontios et Cydippé εν R. É. Gr. XXI1I (1910) σ. 255-275 και K. Kuider περί των ιάμβων εν R. E. Gr. XXIX (1916) 404].↩
327) [Εκδόσεις Απολλωνίου. Εν τη Biblioth. Teubner, υπό R. Merkel, ανατυπ. 1905, και εν τη Biblioth. Oxon. υπό R. C. Seaton. [1900]. — Μετά των αρχαίων σχολ. προλεγόμ. κλπ. υπό R. Merkel και H. Keil (Teubner) 2 τόμ. 1854.]↩
328) Ούτω π.χ. το όνειρον του Mathew Arnold.↩
«Make leap up with joy the beauteous head
Of Prosperpine, among whose crowned hair
Are flowers, first opened on Sicilian air
And flute his friend, like Orpheus, from the dead».
[Eκδόσεις Βουκολικών (Θεοκρίτου Βίωνος και Μόσχου) εν τη Biblioth. Teubner η υπό H. L. Ahrens ανετυπ. 1909, εν δε τη Biblioth. Oxon. υπό U. de Wilamowitz-Mœllendorff. — Τα αρχαία σχόλ. Scholia in Theocritum υπό Fr. Dübner (Didot) 1849, Μετά νέων ελλην. σχολ. Ειδύλλια, τα διδασκόμενα εν τω Γυμνασίω υπό Π. Ηρειώτου (1914) Εμμ. Γενεράλι (1915) Χρ. Β. Λώλου (1916). — Μετά σχολ. αγγλ. υπό R. J. Cholmeley, London, 1901. — Μετά λατιν. σχολ υπό Fritxsche και Hiller (Teubner) 1881. Αξιόλογος Ph. E. Légrand Étude sur Théocrite, Paris, 1889].↩
329) [Τα εξής περί Ηρώδα εκ του προλόγου της β' έκδ. του βιβλίου σ. XX-XXII]. ↩
330) [Εκδόσεις. Μετά την αρχικήν του F. H. Kenyon, Classical texts from papyri London, 1891 αξιοσημείωτοι αι εν τη Biblioth. Teubner. ανατυπούμεναι υπό του O. Crusius μεγάλη 1905 και μικρά 1908, και η μετ' αγγλ. σημειώσεων και εισαγωγής του J. A. Nairn, (Clarendon) 1904 — Μετά γερμαν. σημ. S. Meckler Wien 1891, μετά γαλλικών του E. Ragon. Ρaris 1898 (μόνον του γ' και δ' μίμου)↩
Μετά τον Ηρώδαν η Αίγυπτος απεκάλυψεν εις ημάς τον Μεγαλοπολίτην ποιητήν και φιλόσοφον ΚΕΡΚΙΔΑΝ (βλ. ανωτ. σ. 90) ζήσαντα κατά τους χρόνους του Φιλίππου. Πάπυρος της Οξυρύγχου (δημοσιευθείς εν τόμ. VIII (1191) σ. 20 αρ. 1082) περιέχει «μελιάμβους» τινάς αυτού, παραπονουμένους ότι ο Κροκίδας «των μεν πατρωός, των δε πέφηνα πατήρ»].↩
331) [Εκδόσεις. Ταποσπάσματα του Ριανού εν Meineke, Analecta Alexandrina, σ. 170-212].]. ↩
332) [Εκδόσεις του Νικάνδρου υπό K. Lears εν Bucolici Græci (Didot) 1846 και υπό O. Schneider μετά των αρχ. σχολ. υπό H. Keil (Teubner) 1856].↩
333) [Εκδόσεις Arati Phænomena recensuit Ern. Maas, Berolini 1893. Ο αυτός τα αρχαία σχόλια, Commentariorum in Aratum reliquiæ (Weidmann) 1898].↩
334) [Έκδοσις του Σκύλακος παρά C. Müller, Geographi minores (Didot) 1885, τόμ. I σ. 15-96. Της δε περιηγήσεως του Σκύμνου (;) σ. 196-243].↩
335) [Έκδοσις εν τη Biblioth. Teubner. Euclidis Elementa edidit et latine interpretatus est I. L. Heiberg εις 7 τόμ, 1883-1895· οι 5 περιέχουσι τα Στοιχεία, ο ς' τα Δεδομένα, ο ζ' τα Οπτικά και Κατοπτρικά). Elementorum Euclidis Commentarii edidit M. Gurtze 1899]. ↩
336) [Έκδοσις Αρχιμήδους εν τη Biblioth. Teubner υπό J.L. Heiberg εις 3 τόμ. ο α' (περί σφαίρας και κυλίνδρου και περί κωνωειδέων και σφαιροειδέων) 1910 ο β' (Περί Ελίκων, επιπέδων ισορροπιών, ψαμμίτης κλ.) 1913].↩
337) [Έκδοσις εν Biblioth. Teubner νέα Heronis Alexandrini Opera (quæ supersunt omnia μετά γερμαν. μετάφρ. εις 5 τόμ. Ο α' (Πνευματικά, Αυτοματοποιητική) και Supplementum υπό W. Schmidt, 1899. Ο β' περιέχων την αραβιστί σωζομ. Μηχανικήν υπό L. Nix και W. Schmidt o 1900. Ο γ' (Μετρικά και Περί διόπτρας) υπό Hern. Schöne 1903. Ο δ' (Όροι. Γεωμετρικά) υπό J. L. Heilberg 1912. Ο ε' (Στερεομετρούμενα και Περί μέτρων) υπό του αυτού 1914].↩
338) [Εκδόσεις Ο Κτησίας συνεκδίδεται μετά του Ηροδότου του G. Dindorf υπό C. Müller (Didot) 1844-Ctesias Persica with introduction and notes by J. Gilmore (Macmillan 1888]. ↩
339) [Πάπυρος της Οξυρύγχου, δημοσιευθείς εσχάτως (εν τόμ. XIII (1919) σ. 98-127 υπ. αρ. 1910) θεωρείται ως απόσπασμα του Εφόρου και δεκνύει α') ότι ο Διόδωρος αντέγραφε σχεδόν αυτολεξεί τον Έφορον και β) ότι και ο υπ' αρ. 842 πάπυρος, όστις εξεδόθη υπό την επιγραφήν Hellenica Oxyrhynchia βλ. ανωτ. σημ. 214) και ημφισβητείτο, πιθανώς ανήκει και αυτός εις τας ιστορίας του Εφόρου].↩
340) Όθεν επωνομάσθη Επιτίμιος· βλ. Διοδώρου Ε' 1. Αθηναίου σ. 272↩
341) [Εκδόσεις. Τα αποσπάσμ, του Φιλίστου εν C. Muller Fragmenta Historicorum Græcorum (Didot) τόμ. Ι σ. 185-192. — Του Εφόρου Ι σ. 234-277. Του Θερμόμπου [σ. 278-333 και IV σ. 643-5. Του Τιμαίου σ. 192-233].↩
342) [Έκδοσις νέα Euemeri reliquiæ colllegit G. Nemethy Budapest]. ↩
343) [Εκδόσεις Τα αποσπάσμ. του Βυρωρού ή Βηρώσσου παρά C. Müller Fr. H. Gr. II. σ. 495-510, του δε Μενεθώνος του Σεβεννύτου σ. 511-616].↩
344) [Εκδόσεις Πολυβίου εν Biblioth, Teubner. την υπό L. Dindorf retractavit Th. Büttner-Wolst εις 4 τόμ. (ο α' ανετυπ. 1906 Appendix 1904. Και της υπό Frider, Hultch εις 4 τόμ. (Weidmann) ανετυπ. τόμ. I (βιβλ. α, γ')1888 και ΙΙ (βιβλ. δ', ε,') 1892. Ο γ' (θ', ιθ') 1870 και IV (κ΄-μ΄) 1872].↩
345) [Εκδόσεις νέαι των μύθων του Βαβρίου. (ών το πληρέστερον χφ, ανεκάλυψεν εν Άθω τω 1843 ο Μινωίδης Μηνάς, υπό M. Croiset, Paris 1892 και A.M. Desrousseaux, avec des notes, Paris, 1902 (δ' έκδ.)].↩
346) [Εκδόσεις Οππιανού Κυνηγετικά και Αλιευτικά emendavit Ιο. Cot. Schneider, 1813. (μετά λατιν. μετάφρ.) — υπό K. Lehrs. — Νεωτέρα P. Boudreaux, Oppien d' Apamée, Chasse, Paris 1908]. ↩
347) [Εκδόσεις των Διονυσιακών του Νόννου η Παρισιανή (Didot) μετά γαλλ. μεταφράσ. par le Compte de Marcellus (1856) και η δίτομος υπό Armin Koechly (Teubner) 1857-8].↩
348) [Εκδόσεις. Κοΐντου Σμυρναίου Τα μεθ' Όμηρον, Κολούθου Ελένης Αρπαγή και Τρυφιοδώρου Άλωσις Ιλίου εν τη παρισιανή εκδόσει του Ησιόδου υπό Fr. Dübner (Didot) 1841. — Εν Biblioth. Teubner. Κοΐντου των μεθ' Όμηρον λόγοι, recognovit Alb. Zimmermann 1891].↩
349) [Εκδόσεις Αρριανού. Την Παρισιανήν (Didot) emendavit Fr. Dübner, Fragmenta collegit Carolus Müller, 1846. — Εν τη — Εν τη Biblioth. Teubner edidit G. Goos (ο α' τόμ. περιέχον την Ανάβασιν, 1907] Τα Scripta minora recognovit Rud. Hercher 1854]. ↩
350) [Εκδόσεις Πλουτάρχου η Παρισιανή (Didot) εις 5 τόμ. Τόμ. α' και β' (Βίοι] recognovit Theod. Doehner, 1846, τον γ' και δ' (Ηθικά) emendavit Fred Dübner, 1856, ο αυτός τον ε' (αποσπάσμ. και ψευδεπίγρ.) 1855. — Εν τη Biblioth. Teubner, τους Βίους iterum recognovit Carolus Sintenisεις 5 τόμ. 1877-81, τα δε Ηθικά recοgnovit Gregorius N. Bernardakis εις 7 τόμ, 1888-96. Ο ζ' περιέχει λεπτομερέστατον πίνακα των ονομάτων]↩
351) [Εκδόσεις Flavii Philostrati opera auctiora edidit C. L. Cayser εις 2 τόμ. (Teubner) 1870. — Philostrati majoris Imagines recensuerunt Seminariorum Vindobonensium sodales (Teubner). 1893]. ↩
352) [Έκδοσις τελευταία του Αθηναίου εν τη Biblioth. Teubner υπό Georg Kaibel εις 3 τόμ. α' β' 1887, γ' 1890]↩
353) [Εκδόσεις νέαι Λουκιανού υπό Julius Sommerbrodt. (Weidmann) εις 3 τόμ (έκαστον εκ δύο μερών) 1886-99, εν δε τη Biblioth. Teubner ex recognitione Caroli Jacobitz εις 3 τόμ., ών ο α' εκ 2 μερών ανετυπ. 1894, β' και γ' 1887].↩
354) [Έκδοσις Γαληνού νέα εν τη Biblioth. Teubner τα Περί χρείας Μορίων υπό Georg. Helmreich, εις 2 τόμ. Ο α' (βιβλ. α'-η') 1907, ο β' (βιβλ. θ'-ιζ') 1909. Τα Scripta minora recensuerunt Ioannes Marquardt. Iwanus Müller, Georg. Helmreich, εις 3 τόμ. α' 1884. β' 1891, γ' 1893. Η Διαλεκτική εισαγωγή υπό Car. Kalbfleisch, 1896, το Περί λεπτυνούσης διαίτης υπό του αυτού 1898 και τα Περί κράσεων τρία υπό Georg. Helmreich 1904]↩
355) [Εκδόσεις Σέξτου ex recensione Imm. Bekkeri, Berolini, 1842, εν τη Biblioth. Teubner υπό Hermann Mutschmann, τόμ. α' (Πυρρώνειοι υποτυπώσεις) 1912)].↩
356) [Εκδόσεις Στράβωνος. Γεωγραφικών βιβλία επτακαίδεκα εκδίδοντος και διορθούντος A. Κοραή εν Παρισίοις Μέρ Α' (βιβλ. α'-ς') αωιε'. Β' (βιβλ. ζ'-ιγ') αωιζ', Γ' (βιβλ. ιδ'-ιζ'), αωιζ'. (Δ' σημειώσεις και πίναξ) αωθ'. — Μετά λατιν. μετάφρ. curantibus C. Müllero et F. Dübnero (Didot) εις 2 τόμ. 1853 και 1857. — Εν τη Biblioth. Teubner υπό Aug. Meineke εις 3 τόμ. α' (βιβλ. α'-ς') 1899, β' (ζ'-ιβ') 1907, γ' (ιγ'-ιζ') 1904 — Μετά σχολ. ελληνικών υπό Π. Καρολίδου, Στράβωνος τα περί Μικράς Ασίας, Αθ. 1889 — Μετά σχολ. αγγλ. H. F. Tozer, Selections from Strabo (Clarendon) 1893].↩
357) [Εκδόσεις Claudii Ptolemæi Geographia recognovit C. Müllerus (Didot) εις 2 τόμ. 1883 και 1901 και tabulæ 1901 και εν τη Biblioth. Teubner υπό L. Heillerg εις 2 τόμ. ο α' (Μαθηματική Σύνταξις) εις 2 μέρη (βιβλ. α'-ς' 1888, ζ'-ιγ' 1903) ο β' (Αστρονομ.) 1907]↩
358) [Εκδόσεις Παυσανίου εν τη Biblioth. Teubner υπό J. H. Ch. Schubart εις 2 τόμ. 1889 και 1891 και νεωτέρα Fr. Spiro εις 3 τόμ 1903. Το κείμ. emendavit. apparatum criticum adjecit Herm. Hitzig commentarium germanice scriptum addiderunt Herm. Hitzig et Hugo Blümer εις 3 τόμ. Leipzig 1896-1910. — Αγγλική μετάφρ. by Sir J. G. Frazer with commentary, illustrations and maps εις 6 τόμ. (Macmillan) 1898] ↩
359) [Εκδόσεις Επικτήτου εν τη Biblioth. Teubner υπό Henr. Schenkl, major 1894 minor 1898. — Μετά σχολ. ελην. εκδόντος και διορθώσαντος Α. Κοραής μετά γαλλ. μετάφρ. εν Παρισίοις 1826. — Μετά γερμαν. σχολίων υπό W. Capelle Epiktet, Jenn 1906.]↩
360) [Εκδόσεις εν τη Biblioth. Oxon. υπό J. H. Leopold, M. Antoninus Imperator ad se ipsum (1908) εν δε τη Biblioth. Teubner, υπό Joann, Stich 1887 και υπό Henr. Schenkl, 1913].↩
361) [Εκδόσεις του Πλωτίνου εν τη Biblioth. Teubner υπό A. Kirchoff εις 2 τόμ. 1856 και νεωτέρα υπό R. Volkmann εις 2 τόμ. 1883 και υπό H. Fr. Müller, Plotini Enneades (Weidmann) εις 2 τόμ. 1878-80]. ↩
362) [Εκδόσεις Ιουλιανού εν τη Biblioth. Teubner F. C. Hertlein εις 2 τόμ. 1875-6 C. J. Neumann librorum contra Christanos quæ supersunt, 1888]. ↩
363) [Εκδόσεις. Οι ερωτικών λόγων συγγραφείς, Erotici scriptores ex nova recensione G. A. Hirshig (Didot 1856 (Παρθένιος σ. 3-23, Αχιλλεύς Τάτιος σ. 27-127, Λόγγος σ. 131-179, Ξενοφών Εφέσιος σ. 183-222, Ηλιόδωρος σ. 225-412, Χαρίτων Αφροδισιεύς σ. 415-503, Αντώνιος Διογένης σ. 507-522. — Εν Biblioth. Teubner Partheninii quæ supersunt edidit Ed. Martini 1902. — Μετά σημειώσ. ελλην. εξέδωκεν Ηλιοδώρου Αιθιοπικών βιβλία δέκα ο Α. Κοραής εν Παρισίοις αωδ' (εις 2 τόμ.). — Μετ' αγγλ. μετάφρ. εν τη Loeb Classical Library ο Λόγγος υπό J. Μ. Edmonds μετά του Παρθενίου και άλλων ερωτ. αποσπασμ. (νεωστί ευρεθ.) υπό S. Gaselee 1906 υπό του αυτού ο Αχιλλεύς Τάτιος 1907].↩
364) [Τούτο πιθανώς αληθεύει λεγόμενον περί της Κυρίως Ελλάδος, ήν είχε διαφθείρει η ρωμαϊκή δουλεία. Αλλ' η ασιατική Ελλάς ανεγεννήθη διά του χριστιανισμού και επί του Μ. Κωνσταντίνου επέβαλε διά της εν Νικαία συνόδου εις τον κόσμον τα δόγματά της. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπήρξαν αληθινοί Τιτάνες, μετ' ολίγον δε τον Ιουστινιανόν περιεστοίχισαν Έλληνες νομικοί, ιστορικοί, ποιηταί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, όχι κατώτεροι των αρχαίων, το δ' ελληνικόν Έθνος απέκτησε και διετήρησεν επί πολλούς αιώνας πολιτικήν δύναμιν, όσην παροδικώς μόνον εγνώρισε προτού. Αλλά ταύτα πρέπει να ιστορίσωμεν ημείς]. ↩
This eBook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.