*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK 40139 ***

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes have been converted to endnotes.//Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.Οι υποσημειώσεις των σελίδων μεταφέρθηκαν στο τέλος του βιβλίου


Πρώτη σελίδα

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΦΗΓΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΒΙΟΥ
ΤΟΥ

ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ

ΥΠΟ

Λ. Σ. BΡΟΚΙΝΗ


Σχήμα

Είτε υπό τινος πόλεως επιθυμείς τιμάσθαι, την
πόλιν ωφελητέον, είτε υπό της Ελλάδος πάσης α-
ξιοίς επ' αρετή θαυμάζεσθαι, την Ελλάδα πειρα-
τέον ευ ποιείν». Ξενοφ. Απομν. Β'. 1.


Σχήμα

ΕΝ ΚΕΡΚΥΡΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ «Ε Ρ Μ Η Σ»

1886

ΑΓΓΕΛΙΑ.

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΑΦΗΓΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΒΙΟΥ
ΤΟΥ

Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ


Προ πολλού αφιερωθείς αποκλειστικώς εις τας μελέτας της πατρίου ιστορίας και κυρίως εις τας βιογραφίας των διαπρεπών Κερκυραίων, συνέγραψα και την βιογραφίαν του διαπρεπούς ημών συμπολίτου Ιωάννου Καποδιστρίου. Εκ του ογκώδους τούτου πονήματος έκρινα δέον ν' απανθίσω μικράν αφήγησιν περί της πολιτείας του ανδρός, ίνα δημοσιεύσω αυτήν, υπό τον ανωτέρω τίτλον, κατά την τελετήν των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντος αυτού. Τούτο δε έπραξα όπως καταστήσω, ως εν μικρογραφία, γνωστόν τον βίον του Κυβερνήτου εις τους πολλούς, τους στερουμένους τοιούτου αναγνώσματος.

Το περί ου ο λόγος πονημάτιον αποτελεσθησόμενον εκ τριών περίπου τυπογραφικών φύλλων θέλει τιμάται Λεπ. Πεντήκοντα.

                    Κέρκυρα τη 6 Οκτωβρίου 1886.

Λ. Σ. ΒΡΟΚΙΝΗΣ.

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ


Σχήμα

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ανήκει εις αρχαίαν Κερκυραϊκήν οικογένειαν αποκατασταθείσαν εις Κέρκυραν εις τα τέλη του 14ου αιώνος. Η οικογένειά του εγράφη μεταξύ των οικογενειών αι οποίαι είχον δικαίωμα ψήφου εις τα πράγματα της πατρίδος κατά το 1477. Ο τρίπαππος του Ιωάννου Βιάρος κατά το έτος 1689 ένεκα εκδουλεύσεών του προς Κάρολον Εμμανουήλ Δούκα της Σαβόιας και επίτιτλον Βασιλέα της Κύπρου, ετιμήθη παρ' αυτού με τον κληρονομικόν τίτλον του Κόμητος ον ύστερον ανεγνώρισαν εις τους απογόνους εκείνου οι Ενετοί και η Αγγλοϊόνιος Κυβέρνησις. Ο πατήρ του ωνομάζετο Αντώνιος Μαρίας· ήτο δε είς εκ των καλλιτέρων νομολόγων της πατρίδος του, και ένεκα της παιδείας του και του αγνού πατριωτισμού του υπηρετών την πατρίδα του ανυψώθη εις τα υψηλώτερα αυτής αξιώματα. Η Τουρκική Αυτοκρατορική αυλή τον εγνώρισεν εκ του πλησίον και έλαβε παρά ταύτης πλείστας τιμάς. Ο δε αυτοκράτωρ Παύλος της Ρωσσίας τον ετίμησε διά του παρασήμου του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Ο Αντώνιος Μαρίας ούτος, νυμφευθείς την Αδαμαντίνην κόρην του Κόμητος Χριστοπούλου Γονέμη εγέννησεν αυτής 5 τέκνα, των οποίων ο δευτερότοκος ήτο ο Ιωάννης, ο είτα Κυβερνήτης της Ελλάδος, όστις, συμφώνως προς το βαπτιστικόν του, το οποίον υπάρχει γεγραμμένον εις τα βιβλία της εκκλησίας Αντιβουνιωτίσσης, ότε εβαπτίσθη, τη 11 Φεβρουαρίου 1776, ήτο δώδεκα ημερών. Αφού ηυξήθη η ηλικία του εσπούδασε πρώτον εις τα κοινά σχολεία της πατρίδος του, άτινα διετήρουν ιδίως τινές Ιερείς κατά την εποχήν εκείνην. Δέκα δε και επτά ετών γενόμενος (τω 1794), μετέβη εις το Πανεπιστήμιον του Παταυίου της Ιταλίας, ίνα σπουδάση εκεί την Ιατρικήν. Κατά δε τα τέλη του έτους 1797 τελειώσας τας σπουδάς του επέστρεψεν εις την πατρίδα με το δίπλωμα της Ιατρικής, αφού προηγουμένως μεταβάς εις διαφόρους πόλεις της Ιταλίας, επεσκέφθη τα διάφορα Νοσοκομεία. Κατά το έτος 1797 η Κέρκυρα ήτον εις δεινάς μεταπολευτικάς περιπλοκάς, διότι οι Δημοκρατικοί Γάλλοι πολεμώντες την Ενετικήν Αριστοκρατίαν, έθηκαν τέρμα εις την ύπαρξιν αυτής, και κυριεύσαντες την Ενετίαν και τας κτήσεις αυτής, ήλθον κατά συνέπειαν εις τας έξ νήσους και εις την Κέρκυραν όπου πανταχού έγιναν αίτιοι πολλών κακών, θέλοντες διά του πυρός και του σιδήρου να υποτάξωσι και αναγκάσωσι πάντας, μάλιστα δε τους Αριστοκρατικούς, οίτινες επί Ενετοκρατίας είχον προνόμια, να παραδεχθώσι τας αρχάς των. Τότε ανηρπάγησαν περιουσίαι, εφυλακίσθησαν αδίκως έντιμοι πολίται, κατεγυμνώθησαν ναοί και μοναστήρια, εφονεύθησαν αθώοι άνθρωποι και άλλα δεινά ηκολούθησαν, τα οποία διηγείται η πάτριος Ιστορία. Μετά των φυλακισθέντων εις τα κάτεργα, ήτο και ο πατήρ του Ιωάννου Καποδιστρίου επί προφάσει, ότι με άλλους αντέπραττε κρυφίως εις τους Γάλλους. Αφού παρήλθον δύο έτη από τον ερχομόν των Γάλλων (1799), συμμαχήσασαι αι δύο δυνάμεις Ρωσσία και Τουρκία επολέμησαν τους Γάλλους και εκδιώξασαι τούτους από τας έξ νήσους, έλαβον αυτάς εις την κυριαρχίαν των ως προστάται. Η δε Κέρκυρα, επειδή οι εις αυτήν Γάλλοι δεν υπεχώρησαν αλλ' επί τέσσαρας σχεδόν μήνας εναντιούντο, πολιορκηθείσα ηναγκάσθη τέλος, ένεκα ελλείψεως τροφών, να παραδοθή εις τους συμμάχους Ρωσσο-τούρκους. Αρχηγός των στρατιών των δύο συμμάχων δυνάμεων ήσαν, ο Ρώσσος Ναύαρχος Ουζακώφ και ο Τούρκος Ναύαρχος Κατήρ Μπέης, έκαστος των οποίων αξιών να εξουσιάση μόνος την Κέρκυραν, υπέθαλπε μεταξύ των κατοίκων αυτής τα σπέρματα πολιτικής διχονοίας ως προς τον τρόπον της κυβερνήσεως των νήσων. Από κοινού δε μετά των κατοίκων έθηκαν πολιτικήν ύπαρξιν εις τας νήσους ορίσασαι δημοκρατικήν κυβέρνησιν. Και οι μεν Τούρκοι, τηρήσαντες μόνον την επί ψιλώ ονόματι κυριαρχίαν (1) αμφότεροι δε την προστασίαν των επτά νήσων, επρόσεξαν εις άλλας επιχειρήσεις και αναχωρήσαντες εγκατέλειψαν ναι μεν ελευθέρας τας νήσους, αλλ' εις πλήρη διοικητικήν αναρχίαν και άνευ των μέσων προς συντήρησιν της ελευθερίας των. Κατά την εποχήν ταύτην ο Καποδίστριας ήρχισε να μετέρχηται με πολλήν επιτυχίαν την επιστήμην του. Μετ' ολίγον δε από τον ερχομόν του Κατήρ-Μπεη, διωρίσθη παρά τούτου Έφορος του Τουρκικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου επί μισθώ όστις προσελαμβάνετο εκ των εγχωρίων χρημάτων (1799).

Μετά τριετή παρέλευσιν πολιτικής αστασίας, η Ρωσσία ενδιαφερθείσα υπέρ του κλυδωνιζομένου μικρού τούτου σκάφους, απέστειλε πληρεξούσιον τον Ζακύνθιον Κόμητα Γ. Μοτζενίγου μετά Ρωσσικού στρατού, διά να οργανώση και φέρη εις τάξιν και ασφάλειαν αυτό.

Κατά τον Ιούλιον του 1801, στάσεως γενομένης εν Κεφαλληνία υπό των μη βουλομένων να παραδεχθώσι το δοθέν εις τας νήσου Βυζαντινόν σύνταγμα, ο Καποδίστριας εστάλη υπό του Μοτζενίγου μετά του Γραδενίγου Συγούρου καί τινων Ρώσσων στρατιωτών, όπως καταπαύση τας ανησυχίας. Αρκετά δε έδωκε τότε ο Καποδίστριας δείγματα δραστηριότητος και διοικητικής συνέσεως. Μετά παρέλευσιν δε ενός έτους πάλιν εστάλη εις Κεφαλληνίαν μετ' εγχωρίου Στρατού διοικουμένου υπό του Ταγματάρχου Νικολάου Πιέρη (2) προς κατάπαυσιν νέων ταραχών. Τότε έδωκε περισσότερα πολιτικής δεξιότητος και μάλιστα αμεροληψίας δείγματα, αποστείλας αλυσόδετον εις Κέρκυραν και συγγενή του τινά μακρινόν, μετ' άλλων πρωταιτίων της ταραχής, ύποπτον του ότι απέδωκε την ελευθερίαν είς τινα των ταραχοποιών, ούτινος η φυλακή είχεν εμπιστευθή εις αυτόν. Έκτοτε ο Καποδίστριας είχε συνειθίσει να θέτη εις κίνδυνον την ιδίαν ζωήν υπέρ της λειτουργίας των νόμων και της τιμής του Κράτους. Και εν μέσω τοιούτων φροντίδων, ο τότε νεαρός Καποδίστριας περισσότερον παντός άλλου διακρινόμενος διά τας ευεργετικάς του υπέρ της πατρίδος και του Γένους διαθέσεις, ανεδεικνύετο υποκινητής και πρωτουργός παντός ωφελίμου πράγματος εις το Κράτος, ιδίως δε προς προαγωγήν των γραμμάτων και επιστημών, διότι τον φωτισμόν του Ελληνικού λαού προετίμα παντός άλλου, όπως «πρώτον μορφωθούν Έλληνες και ύστερον ιδρυθή Ελλάς». Κατά τον Μάιον μήνα του 1802 συνενωθείς μετά 10 ή 12 συνομιλήκων φίλων του, οι οποίοι βραδύτερον διεκρίθησαν διά την παιδείαν των, παρεκίνησε τούτους να συστήσωσι, και συνέστησαν, ιδιωτικόν φιλολογικόν συνεταιρισμόν υπό το όνομα «Εταιρίας των φίλων», ένθα εμελέτων και διεσκέπτοντο περί πολλών και ωφελίμων εις την πατρίδα πραγμάτων, μάλιστα δε περί του τρόπου της επιδόσεως και προαγωγής των Γραμμάτων. Εκ του Συνεταιρισμού τούτου προήλθεν ο μετ' ολίγον χρόνον συστηθείς και περιώνυμος καταστάς εις τα πάτρια ιστορικά χρονικά Εθνικός Ιατρικός Σύλλογος, ούτινος η σύστασις αποδίδεται εις τον Καποδίστριαν όστις εξελέχθη αμέσως και Γραμματεύς του Συλλόγου.

Εις τον Σύλλογον δε τούτον ανέγνωσε διάφορα επιστημονικά μελετήματα άτινα είχε γράψει ιταλιστί. Σπουδαιότερα δε πάντων τούτων εκρίθησαν υπό των αρμοδίων το «Περί της αρχής των ατομικών διαφορών του οργανισμού», αναγνωσθέν τον Μάιον του 1803, και το «Επί τη περιπτώσει του τοκετού Ισραηλίτιδος γεννησάσης ομού 5 επταμηνιαία τέκνα», όπερ ανεγνώσθη κατά το έτος 1806.

Αφ' ού τέλος πάντων συνέστη Κυβέρνησις, ο I. Καποδίστριας αν και ήτον Ιατρός του Ορφανοτροφείου, εξελέχθη (1802) υπό του Μοτζενίγου Γενικός Γραμματεύς της Επικρατείας, σπουδαιότατον υπούργημα και μάλιστα εις αυτάς εκείνας τας ανωμάλους περιστάσεις της νέας διοργανώσεως του Κράτους. Ο Καποδίστριας νέος τότε, δραστηριότατος και ευφυέστατος, υπέρ πάντα άλλον των τότε επισήμων πολιτών της Επτανήσου διακρινόμενος, μετά δυσκολίας δεχθείς το προσφερθέν εις αυτόν υπούργημα, μόνον προς τον σκοπόν του να ωφελήση την πατρίδα, έδωκε μορφήν και ψυχήν εις την κυβέρνησιν κανονίσας πάντα εις τρόπον ώστε, από της στιγμής εκείνης ήρχισεν αύτη να λειτουργή θαυμασίως, προετοιμάζουσα τα προς σύγκλησιν Συντακτικής Συνελεύσεως μελλούσης νέον να καταρτίση Πολίτευμα (1803) εις αντικατάστασιν του Βυζαντινού. Τότε εσχεδίασε και το νέον τούτο Πολίτευμα, όπερ εντελέστερον του προηγουμένου, προέβλεπε περί της συστάσεως και διαρκούς συντηρήσεως Δημοσίας Ελληνικής σχολής, αν και εις την μέριμναν του Καποδιστρίου εχρεωστείτο ο ψηφισθείς από της εποχής της εν Κωνσταντινουπόλει συνθήκης της 21 Μαρτίου 1800 αξιομνημόνευτος νόμος περί ενισχύσεως της σπουδής της Ελληνικής γλώσσης, όστις κατήργει τας μονάς, και τα εισοδήματα αυτών ώριζε προς συντήρησιν σχολείων. Τον αληθή φωτισμόν του λαού εθεώρει ο Καποδίστριας ως το πρώτιστον στοιχείον προς ευημερίαν κράτους τινός. Από δε της ειρημένης εποχής διέκρινε τις εις πάντα τα έργα του Καποδιστρίου, τον μέγαν και ιερόν σκοπόν της ελευθερίας της όλης Ελλάδος.

Αλλά αι υπό του νέου τούτου συντάγματος καθιερωθείσαι αρχαί, δυσαρεστήσασαι σφόδρα τους ολιγαρχικούς, εγένοντο αίτιοι νέων πολιτικών σκευωριών, αίτινες προεκάλεσαν την νέαν διαρρύθμισιν του Συντάγματος γενομένην το έτος 1806. Επί τοσούτον ελυπήθη ο Καποδίστριας διά τούτο, ώστε αφού ακουσίως ένεκα της θέσεως του καθυπέβαλεν εκ μέρους της Γερουσίας το μεταρρυθμισμένον σύνταγμα προς το Νομοθετικόν σώμα, παρήτησε όχι μόνον την θέσιν του Αρχιγραμματέως, αλλά και την Εφορείαν των Δημοσίων Σχολείων, αντικαταστάτην κατάλληλον υποδείξας (Μάρτ. 1807) εις την τελευταίαν ταύτην, τον φιλοεθνή και αγχίνουν Εμμανουήλ Θεοτόκην.

Πλην ο της εφαρμογής του νέου τούτου Συντάγματος χρόνος εξέλιπε, διότι νικηθείς εν Φρειδλάνδη ο Αλέξανδρος, εζήτησε την μετά του Ναπολέοντος ειρήνην ήτις και συνωμολογήθη εν Τιλσίτζ με συνθήκην, (7 Ιουλίου 1807) δυνάμει της οποίας, παραχωρηθεισών των νήσων εις την Γαλλίαν, κατέλαβον αυτάς τα της Γαλλίας στρατεύματα κατά τον Αύγουστον του έτους 1807. Εν τω μεταξύ τούτω ιδιωτεύων ο Καποδίστριας εξηκολούθει να μετέρχηται την Ιατρικήν τραπείς και εις άλλας επιστημονικάς μελέτας. Ολίγω δε χρόνω προ της αναχωρήσεως των Γάλλων εξ Επτανήσου, υπεκινείτο, τη συμπράξει της Ρωσσίας, εις Κέρκυραν, ήτις ήτο τότε κέντρον των εν Ελλάδι Ρωσσικών ενεργειών, επαναστατικόν κίνημα κατά των μεσημβρινών τόπων της Τουρκίας, εις το οποίον δεν ήτον αμέτοχος ο Καποδίστριας. Ούτος εις τους μετά τας ηρωικάς εις Ζάλογγον και Σέλτσον μάχας (Απριλ. 1804) εναπομείναντας και εις Κέρκυραν πανοικεί καταφυγόντας ανδρείους οπλαρχηγούς Σουλλιώτας, τας εαυτού αγκάλας ανοίξας και πάσαν συνδρομήν παράσχων, από του 1804 είχεν οργανώσει εις ίδια Ελληνικά σώματα, εις την υπηρεσίαν της Ρωσσίας, ήτις τη ενεργεία του Καποδιστρίου προσέλαβεν άπαντας και εμισθοδότει αυτούς. Ούτοι δε τότε ωρκίσθησαν συμμετοχήν εις το κίνημα. Κατά τον Μάιον του 1807 ο των Ιωαννίνων σατράπης Αλή-Πασάς, ωφελούμενος εκ του μεταξύ Ρώσσων και του Σουλτάνου πολέμου, προς εκδίκησιν τούτου στρατεύσας εις Μπερατιάν με 5,000 πεζούς και 6,000 ιππείς, σκοπόν είχε να επιπέση και κατά της απροστατεύτου Αγίας Μαύρας. Τότε ο εν Κερκύρα Ρώσσος πληρεξούσιος Κο. Μοτζενίγος λαβών ανάγκην του Καποδιστρίου, εναπέθηκεν εις αυτόν στρατιωτικήν μάλλον ή πολιτικήν εντολήν και τούτον έστειλεν εις Αγίαν Μαύραν προς άμυναν αυτής επί κεφαλής των τε οπλαρχηγών και άλλου Ρωσσικού στρατού. Τον περαιτέρω κατά της Αγίας Μαύρας πόλεμον και τα κατακτητικά σχέδια του Αλή Πασά ο Καποδίστριας μετά ένδοξον νίκην εματαίωσε. Ψυχή δε και κέντρον τότε γενόμενος των ηρώων τούτων ο Καποδίστριας, ως λέγει ο εθνικός ποιητής Βαλαωρίτης, κατόπιν είς τι συμπόσιον υπό την σκιάν των δένδρων, προέπινεν υπέρ της ανεγέρσεως απάσης της Ελληνικής φυλής δους του 1821 το σύνθημα, οι δε ήρωες ενώπιον του συμπαρακαθεζομένου εις το συμπόσιον Επισκόπου Άρτης Ιγνατίου του Σκαλιόρα ορκισθέντες ανέλαβον την εκτέλεσιν. «Η οικία του», λέγει ο Φιλήμων εις το «Ιστορικόν» του «Δοκίμιον περί της Φιλικής Εταιρίας», «ήτο το πανδοχείον όλων των εθελοντών και προσφύγων πολεμιστών της Ρούμελης και της Πελοποννήσου, με τους οποίους συνέδεσε σχέσεις στενοτάτας και ωφελιμωτάτας διά το μέλλον της Πατρίδος».

«Όταν η Ελληνική νεολαία — λέγει ο Εθνικός Ποιητής — συναισθανθή την ανάγκην να συμπληρώση πάντα τα κενά της ημετέρας Εθνικής Ιστορίας, τότε θέλει αναντιρρήτως αποδειχθή εκ της δημοσιεύσεως επισήμων εγγράφων, ότι π ρ ό λ ο γ ο ς της επαναστάσεως του 1821 είναι τα περί τα τέλη της παρελθούσης και τας αρχάς της ενεστώσης εκατονταετηρίδος γενόμενα εν Ηπείρω, και ότι προς τον κοινόν και μέγαν σκοπόν ου σμικρόν συνέτεινε και η εις Λευκάδα αποστολή του αειμνήστου Κυβερνήτου, ελθόντος εις επαφήν προς τους μάλιστα εμπειροπολέμους Έλληνας και ενισχύσαντος την καρδίαν αυτών εις επιδίωξιν της μεγάλης και Ιεράς ιδέας». Επανελθών ο Καποδίστριας εις Κέρκυραν και ταύτην ευρών κατεχομένην υπό των Γαλλικών στρατιών αρχηγουμένων υπό του στρατηγού Βερτιέ, ουδέν μέρος έλαβεν εις τα πολιτικά, μ' όλον ότι εκ μέρους του Βερτιέ τω προσεφέρθη η εν τη υπηρεσία της Γαλλίας υψηλή θέσις Παρέδρου εν τω Συμβουλίω της Επικρατείας. Έλαβε δε μέρος ενεργότατον εις την κατά τα μέσα του 1808 θεμελιωθείσαν Ιόνιον Ακαδημίαν, τη πρωτοβουλία των τότε λογίων Κερκυραίων, συμπράξει δε μερικών αξιωματικών του Γαλλικού επιτελείου. Μετά παρέλευσιν ενός έτους ιδιωτικού βίου, ο Καποδίστριας κατά τα τέλη του 1808 ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν προσκληθείς εν ονόματι του Αυτοκράτορος παρά του τότε Αρχικαγγελαρίου του Κόμητος Ρωμαντζώφ. Φθάσας εκεί τον Ιανουάριον 1809 έτυχε φιλοφρονεστάτης υποδοχής υπό του Ρωμαντζώφ, και μετ' ού πολύ εγένετο παρά του Αυτοκράτορος, εις ανταμοιβήν των εν Κερκύρα προτέρων υπηρεσιών του, Σύμβουλος της Επικρατείας. Δύο έτη διατρίψας εκεί ο Καποδίστριας διήρχετο τας ώρας αργίας ενασχολούμενος εις πολιτικάς μελέτας εν ταις Βιβλιοθήκαις της μητρός του Αυτοκράτορος και του Αρχικαγγελαρίου. Μη ευχαριστουμένου δε του Καποδιστρίου να διαμείνη επί πλέον εις Πετρούπολιν διά το δυσκραές του κλίματος και ζητήσαντος παρά του Αυτοκράτορος την χάριν ίνα εξ άλλου μέρους υπηρετή αυτόν, τω επροτάθη η πρεσβευτικού Συμβούλου εν τη Ρωσσική Αμερική θέσις, ην θα εδέχετο ευαρέστως εάν δεν εμπόδιζεν αυτόν η από της πατρίδος απόστασις. Και το 1811, επειδή δεν υπήρχεν άλλη διαθέσιμος θέσις, διωρίσθη υπεράριθμος εις την εν Βιέννη Ρωσσικήν πρεσβείαν. Φθάσας ο Καποδίστριας εις Βιέννην, έλαβε παρά του εκεί Ρώσσου πρέσβεως Κόμητος Στάκελβεργ ψυχροτάτην δεξίωσιν. Η Βιέννη ήτο τότε κέντρον των κατά του Ναπολέοντος αντιπαθειών. Ανάγκην βραδύτερον λαβών ο Στάκελβεργ της συνδρομής του Καποδιστρίου ενεπιστεύθη αυτώ σπουδαίαν εργασίαν ως εκ της επιδεξίου αποπερατώσεως της οποίας, ο Στάκελβεργ εκτιμήσας την πολιτικήν και διπλωματικήν δεξιότητα του Καποδιστρίου, ήρξατο να τιμά αυτόν υπερβολικά. Περί τα μέσα του 1821, ο Ναύαρχος Σχιτσκαρώφ στρατάρχης ων των εις τον Δούναβιν Ρωσσικών στρατευμάτων, εξουσιοδοτημένος υπό του Αυτοκράτορος να καταπείση προς διευκόλυνσιν των εν Πετρουπόλει σχεδιασθέντων, την Τουρκίαν να στρέψη τα όπλα της από κοινού μετά των συμμάχων δυνάμεων κατά του Ναπολέοντος, και εννοήσας ότι ανάγκην είχε προς τούτο νου επιδεξίου και ενθυμηθείς του Καποδιστρίου, εζήτησε τούτον παρά του Αυτοκράτορος ως βοηθόν. Πράγματι δε ο Αυτοκράτωρ γνωρίσας τον έξοχον νουν του Καποδιστρίου επροβίβασε και έστειλεν αυτόν Διευθυντήν της εις Βουκουρέστιον Διπλωματικής Γραμματείας. Εκεί δε περατώσας το εμπιστευθέν αυτώ έργον μετ' επιτυχίας, διά το οποίον ήλθε μάλιστα εις σχέσεις μετά πάντων των Ευρωπαϊκών Ανακτοβουλίων, εκρίθη άξιος ευγνωμοσύνης και ιδίως διά το φιλάνθρωπον ενδιαφέρον του υπέρ βελτιώσεως της τύχης του Σερβικού λαού προ του υπό των Τούρκων αφανισμού του, και ετιμήθη υπό του Αυτοκράτορος διά του Μεγαλοσταύρου της Άγιας Άννης. Μάρτυς δε αυτόπτης των κατά το 1813 έτος εις Λίτζεν, Βάουζεν, Δρέσδην και Κούλμην μαχών και της αξιομνημονεύτου καταστροφής της Λειψίας ο Καποδίστριας, συνυπηρέτησε και μετά του Βάρχλαϋ δε Τολύ, διαδεχθέντος εις την αρχηγίαν τον Τχιτσκαρόφ, υπέρ του δικαίου της ανεξαρτησίας των λαών. Μετά την εν Λειψία μάχην οι νικηταί περί τον Νοέμβριον του 1813 ηνάγκασαν την Γαλλίαν να χωρίση τα συμφέροντά της από τα του Ναπολέοντος. Επίσης αναγκαία ήσαν τότε η άρσις των εις διαφόρους Ελβετικάς χώρας εσωτερικών διχονοιών, και η μετά την μεταξύ των συνδιαλλαγήν διαρρύθμισις των ορίων αυτών, ο των ομοσπόνδων τούτων λαών αποχωρισμός από των Γάλλων και η προσέλκυσις αυτών εις την ισχυράν Ευρωπαϊκήν συμμαχίαν. Ταύτα πάντα τα ζητήματα, άτινα μεγάλας διήγειρον τότε συζητήσεις μεταξύ των συμμάχων, ο Κζάρος εναπέθηκεν εις τον Καποδίστριαν τον οποίον έπεμψεν εις Ζυρίχην της Ελβετίας. Θαυμασίως δε τότε επιτυχών τους σκοπούς του Αυτοκράτορος έλαβε καιρόν να επισκεφθή και το εις Χοφβίλην (πλησίον της Βέρνης) περιώνυμον του Φίλλεμβεργ Κατάστημα πρακτικής, Γεωργίας και Ηθικής, Θρησκευτικής και Επιστημονικής παιδεύσεως. Τούτο παρά τας προσδοκίας του ο Καποδίστριας εύρεν ελλιπέστατον και κατά συνέπειαν ολίγον ωφέλιμον, ενώ εις όλην την Ευρώπην εθεωρείτο μοναδικόν. Όπως δε συντελέση εις την κατάλληλον ρύθμισιν αυτού, ωμίλησε περί τούτου εις τον Αυτοκράτορα, όστις εζήτησε παρά του Καποδιστρίου έγγραφον περί του εν λόγω καθιδρύματος έκθεσιν, ήτις παρά τούτου εγράφη (3) . Τότε ο μεν Φέλλεμβεργ ετιμήθη παρά του Κζάρου με το παράσημον του Αγίου Βλαδιμήρου, ο δε Καποδίστριας κατά την νέαν του 1814 εκστρατείαν εστάλη πληρεξούσιος αυτού πρέσβυς εν Ελβετία. Αι σπουδαιότεραι των Ελβετικών χωρών, ευγνωμονούσαι τω Καποδιστρίω, μοχθήσαντι τω 1814 όπως συμβιβάση τα στοιχεία του νέου Ελβετικού πολιτεύματος εξ ού επήγαζεν η ευδαιμονία αυτών προς τα διανοήματα των Συμμάχων, ανέγραψαν τον Καποδίστριαν ίδιον πολίτην (4) . Κατόπιν ο Καποδίστριας εζήτησε παρά του Αυτοκράτορος την άδειαν να πορευθή εις Παρισίους όπου Σύνοδος έμελλε να συγκληθή, ίνα διά συνθήκης ορίση τα περί αποκαταστάσεως της Ευρωπαϊκής ειρήνης και αποφασίση και την τύχην της Επτανήσου (1814). Αλλ' επειδή η άδεια ένεκεν απροόπτων περιστάσεων δεν ελήφθη εγκαίρως, ο Καποδίστριας έφθασεν εις Παρισίους ότε είχε πλέον ανεκκλήτως αποφασισθή η εις την προστασίαν της Αγγλίας εναπόθεσις της Επτανήσου, (παρά την γνώμην αυτού επιθυμούντος την ανίδρυσιν της εν έτει 1807 καταλυθείσης Επτανήσου Δημοκρατίας). Διότι εις την εν Παρισίοις Σύνοδον, καθ' ην εγένετο η της 5 9βρίου 1815 ε. ν. συνθήκη την οποίαν υπέγραψεν ο Καποδίστριας ως πληρεξούσιος της Ρωσσίας, δεν επρόκειτο πλέον περί της ουσίας του πράγματος, αποκλεισθέντος παντός λόγου αφορώντος την πραγματικήν ανεξαρτησίαν της Επτανήσου, αλλά περί του τύπου. Περί τον χρόνον εκείνον ετιμήθη υπό του Αυτοκράτορος χάριν των εν Ελβετία κατορθωμάτων του με το παράσημον β'. τάξεως του Αγίου Βλαδιμήρου, και διετάχθη ν' αποτελέση μέρος ως αντιπρόσωπός του εις την εν Βιέννη α'. Σύνοδον (8βριος 1814). Ενταύθα έλαβεν εντολάς παρά του Κζάρου ν' απαντήση προς τον διάσημον διπλωμάτην Καστελερύ, πληρεξούσιον της Μεγάλης Βρεταννίας όστις αντέπραττεν εις την υπό της Ρωσσίας επιθυμουμένην ανόρθωσιν του Βασιλείου της Πολωνίας, ενώ αντιπάλους είχε τους επίσης περιωνύμους διπλωμάτας του αιώνος μας τον Αυστριακόν πληρεξούσιον Μετερνίκ και τον Γάλλον Ταλλεϋράν, δεινούς υπερμάχους της Σαξωνίας και εναντίους της ανορθώσεως του Πολωνικού Βασιλείου. Εις την σύνοδον ταύτην, ο Καποδίστριας υπέδειξε την ανάγκην του να κυρώνται αι διάφοροι συνθήκαι ευθύς άμα γίνονται παραδεκταί αι βάσεις, χωρίς να περιμένηται η διεκπεραίωσις της γενικής συμφωνίας ήτις έμελλε να συμπεριλάβη όλας τας πράξεις της Βιενναίας Συνόδου. Εν τοσούτω ο Ναπολέων επέστρεφεν εις Παρισίους ανενοχλήτως. Αλλά μετ' ολίγον προέκυψεν η πολυθρύλλητος προκήρυξις, δι' ής εξωρίζετο υπό των συμμάχων εις την Αγίαν Ελένην νήσον του δυτικού ωκεανού και ταύτην παρηκολούθησεν η Συμμαχική συνθήκη της 25 Μαρτίου 1815, και η Σύνοδος αποπεράτωσε τας συνεδριάσεις αυτής διά της αποχωρητικής ανακεφαλαιώσεως της 9 Ιουνίου 1815. Μεταξύ των τότε συμφωνηθέντων αξιολογωτέρων ζητημάτων, ων η λύσις οφείλεται εις την διπλωματικήν αγχίνοιαν του Καποδιστρίου, είναι η κατά τύπους αναγνώρισις της ανεξαρτησίας της Επτανήσου, περί ης είχεν ορισθή να προστατεύηται μεν υφ' όλων των δυνάμεων, να καταληφθή δε προσωρινώς υπό της Αγγλίας προτεινάσης να δοθή εις την Αυστρίαν. Ότε δε μετά την εν Βατερλώ μάχην και την εισβολήν του Ρωσσικού και Αυστριακού στρατού εις την Γαλλίαν, ο μεν Ναπολέων εκομίζετο αιχμάλωτος εις το άλλο ημισφαίριον, ο δε Κζάρος κατώκησεν εις το εν Παρισίοις Βουρβωνικόν παλάτιον του Ναπολέοντος, ο Καποδίστριας μη απομακρυνθείς του Τζάρου διωρίζετο παρά τούτου τρίτος πληρεξούσιός του εις Παρισίους, όπου νέαι πολιτικαί διαπραγματεύσεις έμελλον να αρχίσωσιν, ομού με τον Ρώσσον πρίγγιπα Ραζουμόφσκην και τον κορυφαίον των Ρώσσων διπλωματών του αιώνος μας Κόμητα Νεσελρώδ. Λέγεται δε ότι τότε, ο Καποδίστριας προκειμένου να συμπληρωθώσι τα εις το προηγούμενον Συνέδριον της Βιέννης προσχεδιασθέντα και ιδίως περί των προθέσεων του να επιβληθώσιν εις την Γαλλίαν όροι ειρήνης ατιμωτικοί και υβριστικοί διά το Γαλλικόν έθνος, συνεβούλευσε τον Δούκα του Ρισχελιέ, να καταπείση τον Λουδοβίκον 18.ον, ίνα δι' εγγράφου γνωστοποιήσεως του προς τον Κζάρον, κηρύξη, ότι, παρά να υπογράψη τον όλεθρον και την ατίμωσιν της Γαλλίας, προτιμά την εκ του θρόνου παραίτησίν του, το οποίον και παρά του Λουδοβίκου, γενόμενον έφερεν εις την Γαλλίαν του Συνεδρίου επικρατεστέραν την ευμένειαν. Τότε προεβλήθη πάλιν το ζήτημα της Επτανήσου και ο Καποδίστριας δεν εδίστασε ποσώς να προτιμήση μεταξύ της Αυστριακής και Αγγλικής προστασίας την τελευταίαν, μη αντιστρατευθείς ποσώς εις τα συμφέροντα της τε πατρίδος του και της Ρωσσίας.

Ητοιμάζετο τότε ο Κζάρος να αναχωρήση εκ του εις Βερτούς (πλησίον των Παρισίων) στρατοπέδου του διά τους Παρισίους και εντεύθεν εις Πετρούπολιν, αφού είχε πλέον σχεδιάσει τα της επονειδίστου μεν πλην Ι ε ρ ά ς ονομασθείσης μεταξύ Ρωσσίας, Αυστρίας και Πρωσσίας Συμμαχίας, υποστηριζούσης τους τυράννους κατά των δικαίων των τυραννουμένων λαών. Προ δε της εκ Βερτούς αναχωρήσεως του Κζάρου, ο Καποδίστριας εις την προς αποχαιρετισμόν μακράν συνέντευξιν μετ' εκείνου, υπενθυμίζων αυτώ τους ταλαιπωρουμένους δούλους Έλληνας, εζήτησε την άδειαν ίνα δύναται να συνηγορή αείποτε υπέρ αυτών, αν δεν ήθελε παρά του Κζάρου θεωρηθή η αίτησις αύτη ως κατάχρησις της Αυτοκρατορικής ανοχής και καλοσύνης, και εάν δεν ήθελε προκαλέσει η χάρις αύτη τα εκ μέρους άλλων παράπονα και επρόσθεσε. «Ούτος είναι ο μέγας σκόπελος επί του οποίου θέλει κατασυντριβή η εκ της Υμετέρας Υψηλής ευνοίας εις εμέ προερχομένη ευτυχία». «Η θερμαίνουσα την καρδίαν μου στοργή διά την πατρίδα μου, δεν θέλει ποτέ ούτε κατ' ελάχιστον τρόπον βλάψη την Υμετ. Αυτοκρ. Μεγαλειότητα, και την Αυτής Επικράτειαν και εις τούτο επικαλούμαι μάρτυρα τον Ύψιστον τον νεφρούς και καρδίας ετάζοντα». Η προς την Μεγαλειότητά σας και το Κράτος Αυτής αφοσίωσίς μου, θέλει είναι ανυπέρβλητος. Είθε οι λόγοι μου ούτοι, Μεγαλειότατε, να καταστώσιν ικανοί ή να μεταβάλωσι την γνώμην σας, ή να προκαλέσωσι την συγχώρησίν σας όταν η συκοφαντία στρέψη εναντίον μου τα βέλη.

Εις ταύτα δε απεκρίνατο ο Κζάρος «Εγώ δεν μεταβάλλω γνώμην. Αι υπηρεσίαι σας, επαναλαμβάνω, εισί πλείσται, μέγισται, ειλιλικρινείς, τα δε αισθήματά σας σάς περιποιούσι τιμήν και συντελούσιν εις το να επισφραγίσωσι την εκλογήν ην εποίησα εις σας. Το βλέμμα σας φθάνει εις πολύ μακρινά μέλλοντα. Τίποτε ίσως δεν θα συμβή απ' εκείνο το οποίον φοβείσθε. Πεποίθατε εις την Θείαν πρόνοιαν και εις την εύνοιάν μου της οποίας νέαν απόδειξιν παρευθύς θέλει σας δώσω, δίδων τον λόγον μου προς σας, ότι από τούδε και εις το εξής πάσα υπόθεσις αφορώσα τους Έλληνας, εις σας μόνον θέλει εμπιστεύηται. Υγίαινε, θάρσει και αφεύκτως καλήν αντάμωσιν εις Πετρούπολιν». Μετά ταύτα ο Κζάρος άμα φθάσας εις Παρισίους υπέγραψε το περί προβιβασμού του Καποδιστρίου διάταγμα και τη εφεξής ημέρα ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν. Τότε δε έλαβεν ο Καποδίστριας πολλά δώρα παρά των Βασιλέων και Πριγγίπων, οίον ταμβακοθήκας πολυτίμους, συγχαρητήρια γράμματα, και παρά του Βασιλέως της Πρωσσίας ετιμήθη με τον Ιπποτικόν σταυρόν του ερυθρού αετού, παρά του της Αυστρίας Αυτοκράτορος με τον μεγαλόσταυρον του τάγματος του Λεοπόλδου, παρά του Βασιλέως της Σαρδηνίας με τον μεγαλόσταυρον των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου, παρά του Μεγάλου Δουκός του Βάδεν με το παράσημον της Εμπιστοσύνης και του Λέοντος του Χάριγγεν (5) .

Άμα δε κατά τον Ιανουάριον του 1816 ο Κόμης Καποδίστριας επανελθών εις Πετρούπολιν ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Γραμματεύς της Επικρατείας, παρουσίασεν εις τον Κζάρον Υπόμνημα με το οποίον παρίστανε εν γένει μεν, την κατάστασιν της Ευρώπης κατ' ιδίαν δε, περί ενός εκάστου των Κρατών άτινα μετά τα εις Παρισίους και Βιέννην Συνέδρια αποκαθίστων αυτήν, υπεδείκνυε την πορείαν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση το Ρωσσικόν Ανακτοβούλιον, συνίστα δε μάλιστα το υπό του Βασιλέως Λουδοβίκου δοθέν εις τους Γάλλους σύνταγμα, και εν τέλει προσέθετε παρατηρήσεις περί των πραγμάτων εν τη Ανατολή και ιδίως περί Βασαραβίας, η διοίκησις της οποίας έπρεπε να ήναι τοιαύτη, ώστε να εξασφαλίζη την ευδαιμονίαν των υπό το κράτος των Τούρκων χριστιανικών επαρχιών. Το έργον ικανοποίησε τοσούτον τον Αυτοκράτορα ώστε ηξίωσε τον Κόμητα της τε διευθύνσεως των περί Βασαραβίας υποθέσεων, και του υψηλού βαθμού του Μυστικοσυμβούλου αυτού. Έκτοτε επί επταετίαν συνεργασθείς μετά του Κόμητος Νεσελρώδ ο Καποδίστριας, απέδειξεν εαυτόν άνδρα ν ο υ μεγάλου, ιδιάζοντος προορατικού και ουχί κοινών πεποιθήσεων.

Εντοσούτω η διά τας διαφοράς μεταξύ Ρωσσίας και Τουρκίας βραδύτης των διαπραγματεύσεων προς διαρκή ειρηνοποίησιν αυτών τούτων, εγέννα εις το κέντρον της Ελλάδος κολακευτικάς ελπίδας ότι η Ρωσσία θα έδιδε το τελευταίον κτύπημα εις τους τυράννους κατακτητάς αυτής (1817). Οι Έλληνες εγγόγυζον ζώντες ακόμη υπό τον Τουρκικόν ζυγόν, τα δε πολλά δεινά άτινα επί μακράν περίοδον υπέφερε το έθνος, εζωογόνουν εις το Ελληνικόν έδαφος τα σπέρματα επαναστάσεως. Προείδεν ο Καποδίστριας την επικειμένην αναπόφευκτον κρίσιν, και προσεπάθησε ίνα μεταπείση τους Έλληνας εκ της ιδέας της επαναστάσεως, διότι αφ' ενός μεν, ασύνετον ενόμιζε το διάβημα και πρόωρον, καθ' ήν στιγμήν δεν θα εστηρίζετο τούτο υπό της Ρωσσίας, αφ' ετέρου, δε εθεώρει την Ελλάδα όχι αρκετά προητοιμασμένην εις την πολιτικήν αυτής ανεξαρτησίαν, και διά ταύτα την επιρροήν του όλην, τας σχέσεις του, και αυτά τα χρήματά του έκτοτε ενησχόλησεν όπως προμηθεύση εις αυτήν άνδρας των οποίων θα ελάμβανεν ανάγκην εις το μέλλον, προς πραγμάτωσιν του μεγάλου έργου. Μ' όλα ταύτα αι του Αλεξάνδρου υπόνοιαι και τα σφάλματα, επροκάλεσαν ταχύτερον του δέοντος την επανάστασιν, ένεκα της οποίας, ως θελομεν ίδει παρακατιόντες, ο Καποδίστριας ηναγκάσθη να απομακρυνθή της Ρωσσίας.

Κατά το έτος 1818 ο Καποδίστριας εστάλη εις το εν Ακουισγράνω της Πρωσσίας (Α- la-Chapelle) συνέδριον, αφού προηγουμένως είχε κατά το αυτό έτος μεταβεί, χάριν θεραπείας ιατρικής, εις Καρλσβάδ και εκείθεν εις Μόσχαν προς συνάντησιν του Αυτοκράτορος παρά του οποίου έλαβε το παράσημον του Αγίου Αλεξάνδρου του Νεύσκη (6) . Εις το ειρημένον Συνέδριον ο Καποδίστριας δραστηρίως ειργάσθη όπως η Γαλλία ελευθερωθή του στρατού της καταλήψεως. Προ δε της αναχωρήσεώς του εκ της Πρωσσίας, ετιμήθη παρά του Βασιλέως με τον Μεγαλόσταυρον του Μαύρου Αετού, παρά του Βασιλέως της Βυρτεμβέργης με τον της εμπιστοσύνης, και παρά του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου με τον Μεγαλόσταυρον του Αγίου Βλαδιμήρου. Πρός δε τούτοις έλαβε τους Μεγαλοσταύρους, της Γαλλικής Λεγεώνος της Τιμής και του Λευκού αετού της Πολωνίας, και παρά της αυτονόμου ελευθέρας πόλεως Κρακοβίας ενεγράφη μεταξύ των πολιτών αυτής. Αναχωρήσας εξ Ακουισγράνου επέστρεψεν εις Πετρούπολιν οπόθεν επεσκέφθη την Κέρκυραν, αδεία του Αυτοκράτορος παρά του γονέως του Κόμητος προς τούτο παρακληθέντος. Έφθασε δε εις Κέρκυραν διά μικρού πλοιαρίου εκ Βαρλέτας την 23 Μαρτίου 1819 ε. ν. ως ιδιώτης, διά τούτο και δεν εγένετο εις αυτόν επίσημος δεξίωσις. Την γεννέτειραν επισκεφθείς ο Καποδίστριας ησθάνθη τοσαύτην ευχαρίστησιν διά την συνάντησιν των συγγενών και οικείων του, όσην απεναντίας θλίψιν ιδών την μετοίκισιν των ατυχών Παργίων. Διαμείνας δ' εκεί έξ εβδομάδας, τη 30 Απριλίου ανεχώρησε διά του Αγγλικού πολεμικού «Γανυμήδης» εις Βαρλέταν, και εκείθεν διά του αυτού πλοίου εις Βενετίαν, οπόθεν επορεύθη εις Ρεκοάρον. Εντεύθεν εζήτησε παρά του Αυτοκράτορος την άδειαν όπως μεταβή εις Αγγλίαν, ταύτην λαβών και δρομαίως διελθών την Ιταλίαν επορεύθη εις Παρισίους ένθα τη προτροπή του Βασιλέως Λουδοβίκου έλαβε συνέντευξιν μετά του υπουργού του Δεκάζ. Φθάσας εις Λονδίνον εγένετο δεκτός φιλοφρονέστατα παρά των Λόρδων Καστελρύ και Βαρθρούστ, προσκληθείς εις τα εξοχικά κτήματά των. Είτα επιβάς Ρωσσικής φρεγάτας αναμενούσης αυτόν εις τον Τάμεσιν (7) κατηυθύνθη εις Κοπεγχάγγην, ένθα ο Βασιλεύς, αν και ενθυμούμενος την διά μέσου της Ρωσσίας αποστέρησιν της Νορβεγίας, (8) τούτον υπεδέξατο με τιμάς πολλάς και προσέφερεν εις αυτόν τον Μεγαλόσταυρον του Ελέφαντος. Κατόπιν επορεύθη εις Βαρσαβίαν της Πολωνίας, ένθα έμελλε να υπάγη ο Κζάρος. Εκεί διεσκέφθη μετ' αυτού περί της απαντήσεως ήτις επρόκειτο να δοθή τη Αυστρία, η οποία εζήτει την συναίνεσιν του Τζάρου, προς εξάσκησιν αυστηροτέρας διοικήσεως εις την Γερμανίαν. Ταύτης δοθείσης, κατ' Αύγουστον του 1819 επέστρεψαν αμφότεροι εις Πετρούπολιν ένθα ο Καποδίστριας εξηκολούθησε την σειράν των ενασχολήσεών του. Τότε έλαβεν εις δώρον παρά του Πρίγγιπος Ευγενίου Αντιβασιλέως της Ιταλίας, πολύτιμον αργιλλόπλαστον δοχείον (Πορτζελάνα) φέρον την εικόνα του Πρίγγιπος και συνοδευμένον με επιστολήν. Το Ιησουητικόν τάγμα και πάλιν πανούργως αποκατασταθέν εν Ρωσσία, ήρξατο τον συνήθη προσηλυτισμόν. Διό ο Αυτοκράτωρ αποφασίσας να λάβη κατ' αυτού μέτρα, διέταξε τον Καποδίστριαν, όστις διεξήγε συνήθως τας δυσκόλους διπλωματικάς υποθέσεις αίτινες απέβλεπον τους Δυτικούς υπηκόους και ιδίως την Πολωνικήν Εκκλησίαν, να δικαιολογήση την έξωσιν αυτών εκ της Ρωσσίας. Ούτος δε διά τε της δεξιότητός του και της διαλλακτικής πολιτικής του, συνεννοούμενος μετά του Καρδινάλη Γονζάλβη και πολλάς δυσκολίας υπερνικήσας, κατώρθωσε να προκαλέση την προς εκδίωξιν αυτών εκ Ρωσσίας συνέργειαν της Ρώμης, τηρήσας μεταξύ των δύο Αυλών κατά τας αμοιβαίας διαπραγματεύσεις, λίαν αξιοθαύμαστον λεπτότητος τρόπον. Τα κατά τα μέσα του 1820 επαναστατικά κινήματα εις Νεάπολιν, Πεδεμόντιον, Ισπανίαν και Πορτογαλλίαν προς απολαυήν Βασιλέων και Συνταγματικών θεσμών, προεκάλεσαν κατά το αυτό έτος δύο Συνέδρια των πληρεξουσίων Ρωσσίας, Πρωσσίας, Αυστρίας, Γαλλίας και Αγγλίας το εν Τροπαβία (9) (8βρ. 10βρ. 1820) και το εν Λουβιάνη (10) . Σκοπόν δε είχον ταύτα ν' αποκαταστήσωσιν εις τας χώρας εκείνας την τάξιν, και να συμμαχήσωσι προς καταστολήν όλων των εις την Ευρώπην ενδεχομένων επαναστάσεων. Ο Κζάρος δειχθείς πρότερον των ελευθεριών φίλος, και υπέρ τούτων το 1814 πολεμήσας, και Συνταγματικόν χάρτην δόσας εις την Γαλλίαν, τότε παρά του Καποδιστρίου εμπνεόμενος εθεώρει τους λαούς τούτους δικαίως αγανακτούντας και απέφευγε του να καταπιέση αυτούς. Αλλά διαρκούντος του εν Τροπαβία συνεδρίου, όπερ εσκόπει την περιστολήν της εν Νεαπόλει επαναστάσεως τοσούτον εκλονίσθη υπό του Αυστριακού Μέτερνιχ, καταπείσαντος αυτόν ότι μέγαν κίνδυνον διέτρεχεν η Ευρωπαϊκή ειρήνη, ώστε κατέστη άσπονδος των Συνταγματικών θεσμών εχθρός και πρωτουργός της καταπιέσεως των ειρημένων λαών, ου μόνον, αλλά και εν γένει αμείλικτος παντός υπέρ της ιδίας ανεξαρτησίας αγωνιζομένου λαού. Ο Καποδίστριας αντιπροσώπευε τον υπό τοιούτων αρχών εμφορούμενον Κζάρον εις την εν Λουβιάννη Σύνοδον ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης καταβάς εκ της Ρωσσίας εις Μολδαυίαν, (10 Φεβρουαρίου 1821) με στίφος Ελλήνων διέβη τον ποταμόν Προύθον, και εισελθών εις το Ιάσιον εκήρυξε την Ελληνικήν επανάστασιν και μετά έξ ημέρας μεταβάς εις Βλαχίαν συνέστησε τον Ιερόν Λόχον. Μετ' ού πολύ δε (25 Μαρτίου 1821) οι προύχοντες της Πελοποννήσου, επαναστάντες κατά των εις Καλάβρυτα Τούρκων, διέδωκαν την επανάστασιν εις όλην την Πελοπόννησον και Στερεάν Ελλάδα. Ο Καποδίστριας ως αντιπρόσωπος μεν του Κζάρου, αποδοκιμάζοντος το παράτολμον κίνημα του Υψηλάντου, αλλά μη κατακρίνοντος το Ελληνικόν έθνος διά τούτο, συνέταξε το καταδικάζον την προκήρυξιν του Υψηλάντου έγγραφον, ως Έλλην δε και ακραιφνής πατριώτης, εις την εν Λουβιάνη Σύνοδον εδείχθη συμπαθέστατος υπέρ των πραγμάτων της τε Ελλάδος και Ιταλίας ων την έμμεσον ή άμεσον σωτηρίαν επεθύμει. Τούτου δ' ένεκα, μη δυνάμενος να λάβη μέρος εις άλλα Συνέδρια, άτινα σκοπόν είχον να σφίγξωσι περισσότερον τους ζυγούς των δύο τούτων εθνών, εμελέτα έκτοτε όπως μη δεσμεύη πλέον τας πεποιθήσεις του, να παραιτήση την παρά τω Αυτοκράτορι Αλεξάνδρω υψηλήν θέσιν του και ν' απομακρυνθή της Ρωσσίας.

Εν τω μεταξύ τούτω, οι Τούρκοι όπως καταβάλωσι την Ελληνικήν επανάστασιν απηγχόνιζον τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον και άλλους επισκόπους και προύχοντας, και άνευ διακρίσεως ηλικίας ή φύλου, ενόπλων ή αόπλων, αθώων ή πταιστών, κατέσφαζον αναριθμήτους Πελοποννησίους και άλλα πολλά φρικώδη διέπραττον. Ο Καποδίστριας αδυνατών πλέον να μένη ως απαθής θεατής τοσούτων και τοιούτων σκληροτήτων, εναντίον αδελφών Ελλήνων διαπραττομένων, κατώρθωσε να πείση τον Αλέξανδρον αν όχι να ευνοήση την επανάστασιν μεταβάλων γνώμην, τουλάχιστον να επιτρέψη εις αυτόν, την σύνταξιν Υπουργικής διακοινώσεως προς την Πύλην, διά της οποίας να διαταχθή αύτη, ίνα αναντιρρήτως ποιήται διάκρισιν μεταξύ αθώων και υποκινητών της επαναστάσεως. Πράγματι δε επεδόθη τότε παρά του εν Κωνσταντινουπόλει Ρώσσου Πρεσβευτού Κόμ. Στρογανώφ προς το Διβάνιον, η από 8 Ιουλίου 1821 διακοίνωσις ήτις διαλαμβάνουσα τα κατά της Τουρκίας παράπονα της Ρωσσίας, ειδοποίει συγχρόνως την άμεσον εκ Κ[πόλεως του Ρώσσου Πρεσβευτού αναχώρησιν, εν ή περιπτώσει δεν εδίδετο παρά του Διβανίου εντός οκταημέρου προθεσμίας αρέσκουσα απάντησις. Επειδή όμως το Διβάνιον αφήκε να παρέλθη η ταχθείσα προθεσμία χωρίς να δώση απάντησιν, ο Στρογανώφ ανεχώρησεν εις Οδησσόν.

Μετ' ολίγον ο πρίγγιψ Μέτερνικ και ο Λόρδος Καστελρύ, επιθυμούντες ίνα η Αυστρία και η Αγγλία εξασφαλίσωσι την επιρροήν των εις την Ανατολήν και αφ' ετέρου δώσωσι καιρόν εις την Τουρκίαν να εξοντώση τους αγωνιζομένους Έλληνας, ους ο πρώτος των δύο διπλωματών ωνόμαζε «Ταραχοποιούς», προεσχεδίασαν νέον Συνέδριον εν Βιέννη, μέλλον να ενασχοληθή περί των πραγμάτων της Ανατολής, και ιδίως των Ελληνικών. Βεβαιούται δε ότι, τότε, προς τον παραστήσαντα εις τον Μέτερνικ τα εν Ελλάδι γινόμενα υπό την φιλανθρωπικήν έποψιν και ειπόντα εις αυτόν, περί των εμποδίων α προέβαλλεν εις τα Ελληνικά πράγματα, ότι διηυκόλυνεν ούτω τους Τούρκους να εξαφανίσωσι το Ελληνικόν έθνος, ούτος απήντησεν αποτόμως, ότι «ο θάνατος ενός ή δύο εκατομμυρίων ανθρώπων ολίγον ζημιόνει τον κόσμον», και «ότι η διατήρησις της ειρήνης είναι μάλλον αναγκαία». Ερωτηθείς δε ο Καποδίστριας παρά του Κζάρου περί της εκείνου γνώμης ως προς τα Ανατολικά πράγματα και απαντήσας εγγράφως μεθ' όλης της πεποιθήσεως και ειλικρινείας, ως υπηγόρευουν εις αυτόν η μη προκατειλημμένη κρίσις του, το συμφέρον της Αυτοκρατορίας και η προς τον Κύριόν του αφοσίωσις, απέδειξεν ύπουλον και διπρόσωπον την πολιτικήν της Αυστρίας. Γνωματεύσας δε κατά των προτάσεων αυτής υπέδειξε παν ό,τι η κραταιά και ένδοξος Ρωσσία έπρεπε, μόνη και αφ' εαυτής να επιχειρήση χωρίς να υποβάλληται εις την ταπεινόφρονα και επιβούλως αργοπορούσαν Αυστριακήν πολιτικήν. Ο Κζάρος εν μυστικοσυμβουλίω εξετάσας λεπτομερώς το έγγραφον του Καποδιστρίου το απεδοκίμασε. Επιμένων δε εις την προτέραν γνώμην του, υπεστήριξε τας προτάσεις του Αυστριακού Μέτερνικ και του υπό τούτου παρασυρθέντος Ρώσσου Πληρεξουσίου εν Βιέννη Τατίσιεφ. Τότε ο Καποδίστριας εις ζητηθείσαν παρ' αυτού μυστικήν ακρόασιν του Αυτοκράτορος, υπέβαλεν εις αυτόν την εκ του υπουργήματός του παραίτησιν. Αλλά παρακληθείς υπό του Αυτοκράτορος έμεινεν εις αυτό δύο έτι μήνας, μετά παρέλευσιν των οποίων εζήτησε πάλιν την άφεσίν του εκ της υπηρεσίας, ην και δι' αορίστου αδείας έλαβε δηλώσας την εις Γενεύην αναχώρησίν του.

Ο Καποδίστριας παρήτησε την εις Πετρούπολιν υψηλήν θέσιν του, κατά τα μέσα Αυγούστου 1822. Συγκεκινημένος δε σφόδρα, ότε κατά την αναχώρησίν του απεχαιρέτιζε τον Αυτοκράτορα, βαθείαν επροξένησε συγκίνησιν εις τε τούτον και όλην την οικογένειάν του. Σφίγξας δε αυτόν ο Αυτοκράτωρ εις τας αγκάλας του, «θα ανταμωθώμεν», τω είπε «και γράφε μοι τουλάχιστον περί σου». «Βεβαιώθητι, ότι η αγάπη και η υπόληψις τας οποίας μοι ενέπνευσας δεν θα ελαττωθώσι ποσώς». «Υγίαινε, Υγίαινε και ενθυμού, ότι εγώ δεν σοι έδωκα την παραίτησίν σου». Πράγματι δε ο Αυτοκράτωρ δεν είχε δώσει εις τον Καποδίστριαν ειμή αόριστον άδειαν προς αποκατάστασιν της υγείας του.

Ο Καποδίστριας μετέβη τότε εις Εμς της Πρωσσίας οπόθεν κατά το φθινόπωρον του επομένου έτους επορεύθη εις τα περίχωρα της Γενεύης. Ασθενήσας δ' ενταύθα επικινδύνως εισήλθεν εντός της Γενεύης εν ή διέτριψε πέντε περίπου έτη. Καθ' όλην την εις Γενεύην διαμονήν του ο Καποδίστριας αφιερώθη όλως διόλου εις έργα αφορώντα την ευόδωσιν του Ελληνικού αγώνος. Ουδέ στιγμή διήρχετο καθ' ήν να ήτο αμέριμνος και αμέτοχος πρωτοβούλου ενεργείας υπέρ των Ελληνικών πραγμάτων. Και την μεν μικράν του περιουσίαν μετεχειρίζετο εις βοήθειαν των ενδεών ομογενών του, και εκπαίδευσιν Ελληνοπαίδων μελλόντων να χρησιμεύσωσιν εις το έθνος, τον δε νουν και την καρδίαν του διέτεινε προς τας αιματηράς φάσεις του εθνικού αγώνος, τα λάθη των αρχηγών και τας επιβουλάς των του έθνους εχθρών γράφων και δημοσιεύων διαρκώς υπέρ Ελλάδος. Οι επισημότεροι άνδρες της Ευρώπης, Πρίγγιπες, Δούκες, Επίσκοποι, Ομότιμοι, Υπουργοί, Πρέσβεις, Στρατηγοί και Λόγιοι, φίλοι όντες του Καποδιστρίου εγένοντο αναγκαίως φίλοι και υπέρμαχοι της Ελλάδος και συνέστησαν βραδύτερον τα Φιλελληνικά Κομητάτα άτινα, χάρις εις τας συμβουλάς του Καποδιστρίου, κέντρον έσχον τους Παρισίους. Μεταξύ δε τούτων πρωτεύει ο Ελβετός Ιππότης Εϋνάρδος ούτινος αι υπέρ Ελλάδος χρηματικαί συνδρομαί είναι σπουδαιόταται. (11) Εκ Γενεύης δε ο Καποδίστριας διά των επιστολών του, κατεθέρμανεν υπέρ της Ελλάδος, την ψυχήν του τότε φιλελευθέρου πρωθυπουργού της Αγγλίας Κάνιγκος, όστις αν και νικήσας εις την μεταξύ Ισπανίας και των Υπεραλπείων αυτής αποικιών έριδα, δεν επρόσμενε νίκην και εις τα της Ανατολής, άμα αποφασιζούσης της Ρωσσίας να ισχυροποιήση την εκεί θέσιν και τα δικαιώματά της εντός του κύκλου της αμέσου και ευνόμου επιρροής της. Επειδή δε συνέφερεν εις τον Κάνιγκα να προφθάση πάσαν απομεμονωμένην του νέου Μονάρχου Νικολάου (12) παρέμβασιν υπέρ της αγωνιζομένης Ελλάδος, έπεμψεν αμέσως τον Λόρδον Ουελιγκτώνα εις Πετρούπολιν με συνδιαλλακτικάς προτάσεις και συγχαριτήρια. Έκτοτε δε ο Καποδίστριας δεν εβράδυνε να ίδη ικανοποιουμένας τας προσπαθείας του, διότι τότε γενομένων εκεί διαπραγματεύσεων περί των Ελληνικών πραγμάτων, υπεγράφη το μεταξύ Ρωσσίας και Αγγλίας Πρωτόκολλον της 23 Μαρτίου έ. π. 4 Απριλίου έ. ν. 1826, όπως αι Δυνάμεις αύται μεσιτεύσωσιν υπέρ Ελλάδος. Μετά τούτο ο Καποδίστριας καταλιπών αίφνης την Γενεύην, επορεύθη εις Παρισίους ίνα διεγείρη την άμιλλαν του Πρωθυπουργού της Γαλλίας, παρά του οποίου έλαβε πολλάς διαβεβαιώσεις, περί της εις το εξής συμμετοχής της Γαλλίας εις τα Ελληνικά πράγματα μετά μεγάλης ενεργητικότητος. Επιστρέψας εις Γενεύην ενώ ητοιμάζετο να ταξειδεύση εις Πετρούπολιν (1827), έμαθεν, ότι η εν Τροιζήνι Γ'. των Ελλήνων Συνέλευσις, αισθανθείσα την ανάγκην της συγκεντρώσεως της νομοτελεστικής εξουσίας εις Έλληνα θεωρητικώς τε και πρακτικώς ενησκημένον εις το κυβερνάν, διά ψηφίσματος της από 2 Απριλίου 1827 εξέλεξεν αυτόν Κυβερνήτην της Ελλάδος δι' επταετίαν, και ότι μέχρι του ερχομού του εις την Ελλάδα εσυστήθη τριμελής επιτροπή είτε αντικυβέρνησις.


Σχήμα

1827 — 1831.


Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, πριν ή αναδεχθή την μεγίστην ευθύνην να κυβερνήση την Ελλάδα, επεθύμει να επισκεφθή τον Αυτοκράτορα Νικόλαον και τα ανακτοβούλια της Αγγλίας και Γαλλίας, όπως βεβαιούμενος περί της εκ μέρους τούτων επιδοκιμασίας της εις το πρόσωπόν του γενομένης εκλογής, καταπεισθή συγχρόνως και περί της μελλούσης ειλικρινούς συνδρομής των ιδίων, εις το να συνταχθή η Ελλάς εις Κράτος. «Διότι, έλεγεν, «η μεν Ελλάς, άνευ τοιαύτης συνδρομής δεν θα δυνηθή ποτέ να συνταχθή εις Κράτος ανεξάρτητον», εγώ δε δεν θα ηδυνάμην να υποσχεθώ περί της σωτηρίας της Ελλάδος, διά την απόλυτον έλλειψιν χρηματικών πόρων και την μικρότητα των κατά γην και θάλασσαν δυνάμεων της εξαφανισθεισών σχεδόν υπό του διαρκούς πολέμου». Όθεν ο Καποδίστριας αμέσως ανεχώρησεν εις Πετρούπολιν, ένθα έλαβε παρά του Αυτοκράτορος Νικολάου φιλοφρονεστάτην δεξίωσιν και αρκετάς μαρτυρίας της εαυτού ευνοίας (1827 Μαΐου). Μεταξύ δε των παρατηρήσεων άς τότε απηύθυνεν εις τον Καποδίστριαν η μήτηρ του Αυτοκράτορος, όπως καταπείση αυτόν ίνα μείνη εις Ρωσσίαν, προστίθενται και αι εξής αξιομνημόνευτοι λέξεις. «Μη διά το όνομα του Θεού υπάγητε εις την Ελλάδα Κύριε Κόμη, διότι ηδύναντο εκεί να αποπειραθώσι κατά της ζωής σας. Σεις δε, γνωρίζετε με ποίον τρόπον οι Έλληνες κατατρώγουσιν αλλήλους διά την επιθυμίαν του να εξουσιάζουσι πάντες, αλλά να μην υποτάσσηται ουδείς». Εις ταύτα δε ο Καποδίστριας απεκρίθη τα εξής. «Κυρία, εάν εγώ αρνηθώ και η Ελλάς καταπέση τι θα είπωσι περί εμού; Ιδού ο ανήρ ο οποίος ηδύνατο να την σώση και ο οποίος προετίμησεν επιφανή θέσιν εις την Ρωσσίαν της σωτηρίας της πατρίδος του η οποία και εχάθη. Αλλως τε — Κυρία μου, καθώς αφιέρωσα την νεότητά μου εις την υπηρεσίαν του ενδόξου ευεργέτου μου μακαρίτου υιού της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητός Σας, ομοίως δύναμαι κάλλιστα να προσφέρω εις την Ελλάδα θυσίαν το γηραλέον σώμα μου». Προ του δε εκλεχθή Κυβερνήτης ο Καποδίστριας, ερωτηθέντος του ανωτέρου Αξιωματικού εν τω Αγγλικώ Ναυτικώ περιωνύμου Λόρδου Άμιλτον, αν εκλεγομένου του Καποδιστρίου Κυβερνήτου της Ελλάδος θα δυσηρεστείτο η Αγγλία, και σπεύσαντος εκείνου να ερωτήση τον τότε εν Κωνσταντινουπόλει Πρέσβυν Κάνιγκ, ούτος, την σωτηρίαν της Ελλάδος επιθυμών και αδιαφορών περί των πολιτικών φρονημάτων του Καποδιστρίου, απεκρίθη. «Προ παντός άλλου έχομεν ανάγκην μιας Ελλάδος» Ο Καποδίστριας λοιπόν, αναχωρήσας τη 20 Ιουλίου 1827 εκ Ρωσσίας και διελθών διά διαφόρων Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, έφθασεν εις Λονδίνον κατά τον Σεπτέμβριον του αυτού έτους. Ο διάδοχος του Κάνιγγος εις την πρωθυπουργίαν της Αγγλίας Λόρδος Γόδριχ τον εδεξιώθη φιλικώτατα. Εκεί δε προετράπη ίνα ποιήση γνωστήν εις την Ελλάδα ότι δέχεται να κυβερνήση αυτήν, και να συμβουλεύση τους Έλληνας να συναινέσωσιν αμέσως εις την ανακωχήν του πολέμου την οποίαν έμελλον μετ' ολίγον να προτείνωσιν εις αυτούς οι Ναύαρχοι των συμμαχικών δυνάμεων, όπως διά της προθύμου υποταγής των ισχυροποιήσωσι πλέον την προς αυτούς εύνοιαν των συμμαχικών δυνάμεων, καθ' ήν στιγμήν η Τουρκία ηναντιούτο πεισματωδώς εις τας προτάσεις αυτών, μη θέλουσα ξένην επέμβασιν εις τα Ελληνικά πράγματα. Εις Λονδίνον δε εβεβαιώθη και παρά του Πρεσβευτού της Γαλλίας Πολινιάκ, περί της ανυπομονησίας με την οποίαν επερίμενεν αυτόν το Ελληνικόν έθνος. Ίδε δε εκεί ψυχορραγούντα τον επιστήθιον φίλον του τον Ζακύνθιον Φόσκολον (13) . Αφού δε ανήγγειλεν εις την προσωρινώς κυβερνώσαν την Ελλάδα επιτροπήν τον ερχομόν αυτού, ανεχώρησεν εκ Λονδίνου τη 20 7[βρίου 1827 και μετά 7 ημέρας έφθασεν εις Παρισίους. Πλέον του μηνός εκεί διατρίψας αδιακόπως ειργάζετο υπέρ των εθνικών συμφερόντων, συνεννοούμενος ποτέ μεν μετά του Γαλλικού Υπουργείου, ποτέ δε μετά των αρχηγών του Φιλελληνικού Κομητάτου της πρωτευούσης εκείνης και άλλων συνηγόρων της Ελλάδος. Αποτυχών δε την συνομολόγησιν δανείου με τους Τραπεζίτας του Λονδίνου και Παρισίων, υπό την εγγύησιν των προστατών της Ελλάδος, ηναγκάσθη να αρκεσθή εις γλίσχρα χορηγήματα και πρόσοδόν τινα εκ 4 ή 5 εκατομμυρίων όπως κυβερνήση την Ελλάδα. Εκ Παρισίων μετέβη εις Γενεύην όπως εις τον Καθηγητήν Ραδινόν αναθέση την εξοικονόμησιν 30 ορφανών ελληνοπαίδων εκ του επίτηδες ταμείου όπερ διά των προσπαθειών του εσυστήθη εκ των συνδρομών των ομογενών, και μετά ταύτα ανεχώρησεν εις Ενετίαν, ένθα με προσφοράς νέας των ομογενών, εκ των οποίων το πρώτιστον παράδειγμα έδωκαν, ως διηγείται ο Βρετός, οι εκεί παρεπίδημοι Κερκυραίοι, συνέστησεν άλλο Ταμείον προς περίθαλψιν και διάσωσιν των εις Ιταλίαν άνευ προστασίας περιπλανωμένων ενδεών Ελλήνων, την διαχείρισιν του οποίου παρέδωκεν εις τον εκεί φιλογενή έμπορον Αλέξιον Νικολαΐδην (14) . Αφού έπραξε ταύτα ο Καποδίστριας και εσύστησε και Ελληνικόν σχολείον όπερ επλούτισε και με βιβλιοθήκην, ανεχώρησε δι' Αγκώνα περί τον Νοέμβριον 1827. Εκ δε Αγκώνος ανεχώρησε τη 26 10[βρίου εις Μάλταν διά της Αγγλικής Φρεγάτας «Λύκου», ακολουθούμενος υπό μικράς συνοδίας 5 ή 6 προσώπων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο Κερκυραίος Σταμάτιος Βούλγαρης, Λοχαγός του Γαλλικού Επιτελείου τον οποίον προσέλαβεν όπως αναθέση εις αυτόν διαφόρους υπηρεσίας αναγομένας εις τον κλάδον του. Ενώ δε ώδευε μεταξύ Οτράντου και Αυλώνος το πλοίον, συνηντήθη υπό δικρότου όπερ προς περισσοτέραν τιμήν ο Αγγλος Ναύαρχος Κόδριγκτον έστειλεν ίνα ο Κυβερνήτης επιβιβασθή αυτού. Εν μέσω δε θαλάσσης ο Καποδίστριας από της Φρεγάτας μεταβάς εις το επί του μεσαίου Ιστού έχον αναπεπεταμένην την Ελληνικήν σημαίαν δίκροτον, έφθασεν εις Μάλταν περί τα τέλη του αυτού μηνός. Εις Μάλταν έτυχεν επισήμου υποδοχής υπό της Διοικήσεως, ήτις χάρις εις αυτόν έδωκε την ελευθερίαν εις 100 περίπου Έλληνας, οίτινες ως υπόδικοι πειρατίας κατεκρατούντο προς εκδίκασιν. Εκ Μάλτας αναχωρήσας τη 2 Ιανουαρίου έφθασε τη 6 — 7 του αυτού μηνός κατ' ανάγκην εις Ναύπλιον, εμποδισθέντος του πλοίου υπό του ανέμου να πλησιάση εις Αίγιναν. Μεταξύ των κατοίκων του κατηρειπωμένου Ναυπλίου εβασίλευον τότε η αναρχία και τα κομματικά πάθη. Μεγάλην δε προσοχήν και φρόνησιν εχρειάσθη να μεταχειρισθή ο Καποδίστριας προς φιλίωσιν των κομματαρχών, και κατάπαυσιν των καταπιέσεων και αρπαγών, αίτινες εξ ανάγκης επράττοντο υπό των καταπεπεινασμένων και εκ του αγώνος καταπεπληγωμένων στρατιωτών, εις τους όποιους έλειψεν η πειθαρχία. Η παρουσία και η φρόνησις του Καποδιστρίου, πανταχού έφερε την ειρηνοποίησιν και υποταγήν πάντων των Ναυπλιωτών. Εις τοιαύτην δε κατάστασιν εύρε κατά το μάλλον και ήττον απάσας τας τότε ελευθέρας πόλεις της Ελλάδος ο Κυβερνήτης. Τη δε 9(21 Ιανουαρίου 1828 αναχωρήσας εκ Ναυπλίου έφθασεν εις Αίγιναν τη 11[23 (15) ένθα έγινε την εφεξής ημέραν πανηγυρικώς η επίσημος υποδοχή αυτού μετά γενικής χαράς και συγκινήσεως. Η Αντικυβερνητική λεγομένη Επιτροπή συγκειμένη από τους Γεώργ. Μαυρομιχάλην, I. Μιλαΐτην και I. Νάκον, οι γραμματείς του Κράτους και η Δημογεροντία, επορεύθησαν εις το πλοίον ίνα προσφέρωσιν εις τον εκλεκτόν του Έθνους την υποταγήν των.

Εις Ναύπλιον ο Κυβερνήτης αφήκε τον Σταμάτιον Βούλγαρην (16) με διαταγάς να ανακαινίση την πόλιν τότε ερείπια ούσαν, και ένεκα των ανυποφόρων μιασματικών αναθυμιάσεων της ατμοσφαίρας της ακατοίκητον. Να θεμελιώση το προάστειόν της όπερ και θεμελιωθέν ωνομάσθη Πρόνοια. Να κτίση στρατώνας και οικήματα διά τας πολυαρίθμους πτωχάς οικογενείας, τας οποίας ο της Τουρκικής αιχμαλωσίας φόβος και τα δεινά της επαναστάσεως (άτινα προείδεν ο Καποδίστριας) ηνάγκασαν να συγκεντρωθώσιν εις μίαν μόνον πόλιν, εις την οποίαν πολλοί απέθνησκον ή εκ πείνης, ή εκ της αναπτυχθείσης κακής ατμοσφαίρας. Ταύτα δε πάντα ο Βούλγαρης κατά γράμμα εκπληρώσας εστάλη εις Παλαιάς Πάτρας υπό του Καποδιστρίου, ίνα και ταύτας ανακαινίση. Τότε δε προς τοις άλλοις εποίησε και το λαμπρότατον σχέδιον της ωραίας πόλεως των Πατρών, τη βάσει του οποίου έτι και σήμερον οικοδομείται. Ο Κυβερνήτης ανέλαβε τας ηνίας της εξουσίας πέντε ημέρας μετά την άφιξίν του εις Αίγιναν. Ηδυνήθη δε αμέσως να εννοήση την αληθή κατάστασιν του Κράτους όπερ έμελλε να κυβερνήση, εκ των προς αυτόν συνδιαλέξεων των έξ Γραμματέων της Κυβερνήσεως.

«Ο Γραμματεύς του τμήματος των Εσωτερικών είπε προς αυτόν, «Εξοχώτατε, το Κράτος δεν είναι άλλο ειμή η Αίγινα, ο Πόρος, η Σαλαμίς, η Ελευσίς και τα Μέγαρα. Έχομεν ακόμη καί τινας νήσους εις το Αρχιπέλαγος, αλλ' εις μικράς σχέσεις μεθ' ημών ευρίσκονται οι εκεί Νομάρχαι, διότι οι Ολυμπιείς και οι πειραταί έγιναν πραγματικοί δεσπόται αυτών των νήσων».

«Ο Γραμματεύς του τμήματος των Οικονομικών τω είπεν. Εξοχότατε, «Όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουν εις το ταμείον, αλλ' ούτε ταμείον είναι· ουδέποτε υπήρξεν. Η οικονομική διαχείρισις δεν συνίσταται παρά μόνον εις κονδύλια απλά. Μη θαυμάση η Υψηλότης Σας εάν εις τα βιβλία μου δεν είναι όλα γεγραμμένα. Πολλά πράγματα έγιναν εν καλή τη πίστει, άλλως τε και αι περιστάσεις ημπόδισαν να βάλη τις εις τάξιν τα κατάστιχα. Πρέπει να προσθέσω, ότι ηναγκάσθημεν να προπωλήσωμεν την δεκάτην εις το Αρχιπέλαγος προ του έτους. Τα μέλη του Νομοθετικού Σώματος ήθελον τους μισθούς των, αλλ' ημείς δεν είχομεν άλλο μέσον διά να τους πληρώσωμεν. Επί τέλους, το λέγω με εντροπήν, δεν ήμην εις θέσιν να πληρώσω εις τους κτίστας και τους ξυλουργούς, τα έξοδα των επισκευών αίτινες έγιναν εις το οίκημα το οποίον κατέχει η Υψηλότης Σας, και παρακαλώ αυτήν να ευσπλαγχνισθή αυτούς τους ανθρώπους οίτινες παραπονούνται διά την πληρωμήν των».

«Ο Γραμματεύς του Στρατιωτικού τμήματος, είπε προς τον Κυβερνήτην. «Εξοχώτατε, στρατόν δεν έχομεν, ομοίως δεν έχομεν υλικόν πολέμου, διότι το Ναύπλιον και το εκεί οπλοστάσιον είναι εις τας χείρας του Γρίβα. Ουδέν, λοιπόν έχω να είπω εις την Υψηλότητά σας όσον αφορά το τμήμα εις ό είμαι εντεταλμένος».

«Η αναφορά του επί των Ναυτικών Γραμματέως υπήρξε πλέον λακωνική. «Η φρεγάτα «Ελλάς», τω είπεν, είναι εις Πόρον ομοίως και η κορβέτα Ύδρα αμφότεραι άοπλοι».

«Ο Γραμματεύς του επί της Δικαιοσύνης τμήματος, ουδέν είπε, διότι ούτε Δικαστήρια, ούτε διαχείρισις Δικαστική υπήρχε.

Ως προς τον επί των Εξωτερικών γραμματέα, το μόνον έγγραφον όπερ ηδυνήθη να διασωθή εις τα αρχεία του, ήτο η επιστολή των Ναυάρχων» (17) .

Ότε ο Κυβερνήτης έλαβε την εξουσίαν, όχι μόνον εύρε κενά τα δημόσια ταμεία, αλλά και με εθνικόν χρέος εκ Λιρών Αγγλικών τριών εκατομμυρίων επιβεβαρυμένα, εκτός των καθυστερουμένων εις τον στρατόν και τον στόλον μισθών, και των αποζημιώσεων ας παρά της Διοικήσεως απήτουν αι κοινότητες και οι ιδιώται διά τας απωλείας διαρκούντος του πολυετούς αγώνος. Μόνοι δε οι Υδραίοι απήτουν 18 εκατομμύρια δραχμών εκ του τρίτου το οποίον δικαίως ανήκεν ίσως εις αυτούς. Με μόνον εισόδημα 5 εκατομμυρίων, καρπούς στενωτάτης οικονομίας, και με έτερα 7 1[2 εκατομμύρια δραχμών χάριν της προσωπικής εις τον Καποδίστριαν εμπιστοσύνης χορηγηθεισών εις το Κράτος παρά των προστατίδων δυνάμεων, πολλά κατωρθώθησαν τότε. Ότε δε η εις Άργος Δ'. συνέλευσις εψήφισεν εις τον Κυβερνήτην ετήσιον χορήγημα εκ Φοινίκων 180,000, ήτοι 30,000 ταλλήρων Ισπανικών, αποποιηθείς αυτό απήντησεν, ότι μέχρις ού αι μικραί ιδιαίτεραι πρόσοδοι του επήρκουν εις τας οικιακάς χρείας του, ουδέν θα εζήτει από το Δημόσιον. Προσεδάνεισε δε τότε εις αυτό εξ ιδίων του, 800,000 φράγκων. «Τοιαύτη η κατάστασις εις την οποίαν ευρίσκετο η διαχείρισις της χώρας ταύτης και ιδού εκ τίνος χάους ο Κυβερνήτης έπρεπε να εκβάλη αυτήν».

Τη 18 Ιανουαρίου ο Κυβερνήτης όπως διασκεδάση τας ένεκα των πολιτικών παθών και της φιλαρχίας αντιπαθείας, καταργήσας το εν Αιγίνη Βουλευτικόν, εσύστησε νέαν προσωρινήν κυβέρνησιν εκ προσώπων παντός πολιτικού χρώματος, το λεγόμενον Πανελλήνιον, ήτοι εικοσιεπταμελές Συμβούλιον εκ των προυχόντων της Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδος και των νήσων. Από δε του χρόνου της προκηρύξεως του περί αποδοχής της εξουσίας έως 10 Φεβρουαρίου, ήτοι εντός ολίγων ημερών, ωργάνωσε το «Πανελλήνιον», προέβλεψε διά ψηφισμάτων περί οικονομίας και φόρων, ενησχολήθη δραστηρίως προς εξάλειψιν της πειρατείας, ετακτοποίησε τα της Ναυτιλίας, ίδρυσε Χρηματιστικήν Τράπεζαν προς ανάκτησιν της εθνικής πίστεως ολοτελώς εκλιπούσης, καταθέσας εις αυτήν 25 χιλιάδας Ισπανικών δολαρίων δοθέντων εις αυτόν υπό των εν τω εξωτερικώ φίλων αυτού και της Ελλάδος, και επιπροσθέσας εξ ιδίων του και 1000 τάλληρα, εις τρόπον ώστε αφ' ού το παράδειγμά του τούτο ηκολούθησαν και άλλοι πατριώται, η Τράπεζα αντέστη εις τας αμέσους εθνικάς ανάγκας. Μετά δε παρέλευσιν ολίγου χρόνου, εκανόνισε τα στρατιωτικά, βοηθούμενος και υπό των εν Ελλάδι κατελθόντων ξένων φιλελλήνων στρατιωτικών, κατέστρεψε την κιβδηλοποιίαν τότε μαστίζουσαν το Κράτος, διετίμησε τα νομίσματα, ήρχισε να φροντίζη περί Γεωργίας, και ερρύθμισε τα Εκκλησιαστικά. Κατόπιν ωκοδόμησεν εις Αίγιναν Ορφανοτροφείον εις το οποίον εύρον άσυλον 500 ορφανοί Ελληνόπαιδες (1829 9 Μαρτίου). Συνέστησε τυπογραφεία, ίδρυσεν εις Ναύπλιον την Σχολήν των Ευελπίδων (28 Ιουλίου 1828). Υπό δε του Μουστοξίδου βοηθούμενος δραστηριότατα εφρόντισε περί της Εκπαιδεύσεως, συστήσας διάφορα σχολεία μεταξύ των οποίων και κεντρικόν Ελληνικόν Σχολείον όπερ ήρχισε να λειτουργή τη 8 Ιανουαρίου 1830, και συνέλεξε τα εδώ και εκεί διεσκορπισμένα κειμήλια της Ελληνικής αρχαιότητος συστήσας Μουσείον.

Τοιουτοτρόπως ο Καποδίστριας εντός τριετούς διαστήματος καταστήσας την Ελλάδα ήσυχον και ευνομουμένην, απέδειξεν αυτήν εις τας Ευρωπαΐκάς Μεγάλας Δυνάμεις αξίαν να αναγνωρισθή υπ' αυτών ως Ανεξάρτητον Κράτος. Αύται δε αναγνωρίσασαι πρώτον μεν την ημιανεξαρτησίαν αυτού τη 10 Μαρτίου 1829 και αποστείλασαι μετά τούτο τους εαυτών Αντιπροσώπους πλησίον της έδρας της Κυβερνήσεως, ανεγνώρισαν τέλος τη 22 Ιανουαρίου 1830 διά πρωτοκόλλου, εν Λονδίνω υπογραφέντος, την τελείαν και πραγματικήν ανεξαρτησίαν αυτού ως τα λοιπά ελεύθερα Ευρωπαϊκά Κράτη. Και εβελτιούντο μεν θαυμασίως ολίγον κατ' ολίγον τα δημόσια πράγματα, το δε έθνος εχαίρετο ύπαρξιν την οποίαν ουδέποτ' άλλοτε εγνώρισεν. Ως δε προς την αλήθειαν τούτου, ιδού τι αυτός ο σφόδρα πολέμιος του Καποδιστρίου Θείρσχιος, ομολογεί (18) . «Η αρετή του Κόμητος Καποδιστρίου (και είναι η μόνη την οποίαν είχε) συνίστατο εις το ότι διετήρησε την τάξιν και ασφάλειαν εις χώραν ήτις επεθύμει αυτάς, χωρίς όμως να δύνηται να τας αποκτήση ποτέ. Υπό την αιγίδα της δημοσίας ασφαλείας ο λιτός και φιλόπονος ούτος λαός, κατώρθωσεν εντός ολίγου χρόνου, να αποκαταστήση τας εαυτού καλύβας και τας υπό του πολέμου καταστραφείσας οικίας του, να μεταχειρίζηται ωφελίμως τους πόρους τους οποίους ωκονόμησε και εκείνους οι οποίοι έμελλον ν' αναπτυχθώσιν, όπως αγοράση γεωργικά εργαλεία, βόας, αίγας και άλλα κτήνη, και επαναλάβη την καλλιέργειαν της γης η οποία εις την γόνιμον μεν πλην κατά μέγα μέρος έρημον χώραν ταύτην, απέδιδεν εις αυτόν αρκετά, πολύ δε περισσότερον αφού ο Κυβερνήτης εφρόντιζε να μη επιβαρύνη αυτόν με νέους φόρους. Ο λαός ούτος της Ελλάδος έκλαυσε και κλαίει ακόμη αυτόν ως τον πατέρα και ευεργέτην του».

Αλλά ταύτα πάντα έμελλον να δυσαρεστήσωσιν επί τοσούτον τινάς κατά μέρος αυτόχθονας και κατά μέρος ξένους Έλληνας, υπηρέτας ξένης ανιέρου πολιτικής, οίτινες συνειθίσαντες πρότερον διά της απάτης και μυρίων άλλων μέσων να καταπιέζωσι τον λαόν, εξήσκουν εις την Ελλάδα απόλυτον δεσποτείαν, ώστε ήγειραν σφοδράν και άδικον αντιπολίτευσιν κατά του Κυβερνήτου δικαίως παραγκωνίσαντος αυτούς. Μόλις δύο έτη είχον παρέλθη από της αφίξεώς του εις την Ελλάδα, και ανεφάνησαν αι εφημερίδες «ο Απόλλων» και «Ο Ταχυδρόμος της Σμύρνης», αίτινες περισσότερον αυξήσασαι τον κατά του Κυβερνήτου πόλεμον, κατακρίνουσαι με υβριστικόν τρόπον τας πράξεις του και κατηγορούσαι αυτόν ως δήθεν Τύραννον, Μακιαβελιστήν, Ρωσσόφρονα, και άλλας ανυπάρκτους πράξεις εις αυτόν αποδίδουσαι, εσκόπουν να ρίψωσιν εις την πολυπαθή Ελλάδα τα σπέρματα της ανταρσίας, όπως προκαλέσωσιν ούτω την απ' αυτής απομάκρυνσίν του.

Εις την αύξησιν του τε πολέμου κατά του εναρέτου και συνετού Κυβερνήτου και εν γένει των άλλων δεινών, συνετέλεσαν πολύ αι μετά την Γαλλικήν επανάστασιν (Ιουλίου 1839) και εις την Ελλάδα εισαχθείσαι επαναστατικαί ιδέαι από ολίγους Έλληνας λογιωτάτους και ολίγους σπουδαστάς των Παρισίων, και από τον εις την Ελλάδα Γαλλικόν στρατόν. Αύται αι ιδέαι δραστηρίως αναπτυχθείσαι ήγειραν μικράν κατά της Κυβερνήσεως του Καποδιστρίου ανταρσίαν. Επανεστάτησε λοιπόν μία δραξ ανθρώπων, αρχηγούς έχουσα εις μεν την Μάνην (Λιμένι), τον Πέτρον Μαυρομιχάλην δυσηρεστημένον κατά του Καποδιστρίου, εις δε την Ύδραν τον καπετάνον του ατάκτου στρατού Καρατάσον. Καταδιωκομένων τούτων υπό της Εξουσίας, ο μεν Καρατάσος εξέφυγε των χειρών αυτής, ο δε Μαυρομιχάλης εφυλακίσθη. Τότε οι προύχοντες της Ύδρας εκλέγουσιν αρχηγόν τον Μιαούλην όστις καταλαμβάνει τον Ναύσταθμον εις Πόρον. Ο Ρώσσος Ναύαρχος αποκλείει την Ύδραν, απαιτών την υποταγήν των ανταρτών και την απόδοσιν των κυριευθέντων πλοίων. Τότε κατακαίονται παρά μεν των ανταρτών Ρωσσικόν βρίκιον, παρά δε του Μιαούλη η μόνη υπάρχουσα Ελληνική φρεγάτα και μετ' αυτής όλα όσα μετά θυσιών το έθνος είχεν αποκτήσει διά το Ναυτικόν.

Εν τοσούτω των θορύβων αυξανόντων, η κατά του Καποδιστρίου φατρία ενδυναμωθείσα από ολίγους δυσηρεστημένους εναντίον του, εσχεδίασε να ρίψη εφ' ολοκλήρου της Ελλάδος, πένθιμον πέπλον διά της δολοφονίας του, εκτελεστάς του εθνοκτόνου τολμήματος ευρούσα, τους Κωνσταντίνον και Γεώργιον θείον και ανεψιόν Μαυρομιχάλη εκ των προυχόντων της Πελοποννήσου ανδρών, και μάλιστα εξ εκείνων _οι οποίοι είχον συνειθίσει κανένα νόμον να μη σέβωνται, ειμή μόνον τον διατάσσοντα να αποθνήσκωσι πολεμώντες υπέρ πατρίδος._ Όθεν ούτοι, τη 6 πρωινή ώρα της 26 7βρίου 1831, τοποθετηθέντες πλησίον της εξωτερικής θύρας του εις Ναύπλιον ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, επερίμενον τον Κυβερνήτην μέλλοντα κατ' εκείνην την ημέραν να πορευθή εις την Θείαν Λειτουργίαν. Τούτον, άμα είδον πλησιάσαντα την θύραν, κτυπήσαντες ο μεν διά πιστολίου εις την κεφαλήν, ο δε διά ξιφιδίου εις την καρδίαν, κατέλιπον άπνουν. Και ο μεν Κωνσταντίνος αν και τραπείς εις φυγήν, εφονεύθη ευθύς υπό του εναντίον του ορμήσαντος λαού, ο δε Γεώργιος ήθελε φονευθή αμέσως υπό του λαού, αν δεν κατέφευγεν εις τον οίκον του Γάλλου Πρέσβεως, παρά του οποίου κατόπιν παρεδόθη εις την Δικαιοσύνην και παρά ταύτης δικασθείς εθανατώθη. Ομοίως δε δικασθέντες και οι άλλοι συνένοχοι, εις ισόβια δεσμά απεφασίσθησαν.

Το λείψανον του Κυβερνήτου εμβαλσαμωθέν και εις κρυσταλλίνην θήκην κλεισθέν, εξετέθη εντός παλατίου τινος του Δημοσίου, εις προσκύνημα κοινόν. Μετά παρέλευσιν έξ ημερών, έγινεν η επίσημος αυτού κηδεία, από του παλατίου κομισθέντος εις τον ναόν της μητροπόλεως, ένθα έμεινεν εναποτεθειμένον εν μέσω θυμιαμάτων και λαμπάδων επί έξ μήνας, όπως παρά του αδελφού του Αυγουστίνου μεταφερθή εις Κέρκυραν. Το Γένος ολόκληρον κατελυπήθη και μετ' αυτού η Ελλάς, ήτις επί έξ μήνας επενθηφόρησε διά την δεινήν συμφοράν η οποία επήλθεν εις αυτήν διά του θανάτου του Κυβερνήτου της. Ευγνώμων και γενναία αύτη, εγίνωσκε το πολύτιμον δώρον το οποίον κατείχεν εις το άτομον του Ιωάννου Καποδιστρίου, το υπερηγάπα, το εξετίμα και εις αυτό και μόνον είχεν εναποθέσει πάσαν ελπίδα αυξούσης ευτυχίας. Την δε λύπην της απέδειξεν όχι μόνον διά της εκλογής του αδελφού του Αυγουστίνου Καποδιστρίου εις την αρχηγίαν αυτής αλλά και διά των πολλών τιμών άς επισήμως απέδωκεν εις τον ένδοξον νεκρόν. Μετά παρέλευσιν έξ μηνών από της πολυκλαύστου ημέρας εκείνης, ο Αυγουστίνος παραιτήσας την Αρχήν ανεχώρησε συγκομίζων το φέρετρον του Κυβερνήτου εις Κέρκυραν, ένθα έφθασε τον Απρίλιον του 1832. Ο τότε Αρμοστής Αδάμ, ίνα μη το λείψανον του αοιδίμου Κυβερνήτου προκαλέση τας συγκινήσεις του Κερκυραϊκού λαού, παρεκάλεσε τους αδελφούς του τεθνεώτος, ίνα η αποβίβασις του λειψάνου εκ του πλοίου γίνη την νύκτα. Τωόντι εν μεσονυκτίω της αυτής ημέρας καθ' ήν έφθασε το πλοίον, αποβιβάσαντες οι αδελφοί τον νεκρόν, συνώδευσαν χωρίς ακολουθίας εις την πλησίον του Μανδουκίου Εκκλησίαν της Υ. Θ. Πλατυτέρας, εις τον περίβολον της οποίας και ετάφη, πλησίον του τάφου του γονέως αυτού και του επιστηθίου φίλου του Μουστοξύδου. Επί του ψυχρού τάφου του καλύψαντος τα οστά αυτού, εισί γεγλυμμέναι αι εξής ολίγαι λέξεις πολλών δηλωτικαί, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.

Τοιούτος ο Καποδίστριας του οποίου τον ανδριάντα, ανεγείρασα η γενέτειρα, ήδη αποκαλύπτει τιμώσα την αΐδιον μνήμην του μεγάλου ανδρός μεθ' ολοκλήρου του Έθνους, ού τινος ην ο πατήρ και ευεργέτης.

Κατ' Οκτώβριον του 1886.


Σχήμα

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ


Σχήμα


1 Βιογραφικά Σχεδάρια των εν τοις Γράμμασιν, Ωραίαις τέχναις, και άλλοις κλάδοις του κοινωνικού βίου διαπρεψάντων Κερκυραίων από των μέσων της παρελθούσης εκατονταετηρίδος, μέχρις αρχών της ενεστώσης, μετά προσθήκης πλείστων τε και ποικίλων σημειώσεων περί της καταγωγής, του τε φιλολογικού και κοινωνικού αυτών βίου. Τεύχος Α'. Κέρκυρα Τυπογρ. «Ο Κοραής» Ιωσήφ Ναχαμούλη, 1877 (Εις 8.ον μέγα εκ σελ 465 μετά δύο πινάκων των επί Ενετοκρατίας Δημοσίων εν Κερκύρα: Ελληνοδιδασκάλων και Λατινοδιδασκάλων).

2. Φόρος σεβασμού τη μνήμη του αποβιώσαντος Ιππ. Γεωργίου Μαρκορά. Κέρκυρα Τυπογραφείον «ο Κάδμος» Νεοφύτου Καραγιάννη 1878 (Εις 4.ον εις σελ 15).

3. Γεωργίου Προσαλένδου ανέκδοτα χειρόγραφα αφορώντα την κατά το δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας βάπτισιν του Αγγλου φιλέλληνος Κόμητος Γυίλφορδ, νυν το πρώτον εκδιδόμενα υπό Λαυρεντίου Σ. Βροκίνη, ταύτα συναρμολογήσαντος και προτάξαντος περί του συγγραφέως ειδήσεις και άλλας σημειώσεις. Εν Κερκύρα Τυπογραφείον «Ο Κοραής» Ιωσήφ Ναχαμούλη. 1879 εις 8.ον μέγ. εκ σελ 168.

4. «ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΠΑΛΑΤΙΝΗΣ ΚΟΜΗΤΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΣΤ'. ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΑ». Ιστορική Πραγματεία Λ. Σ. Βροκίνη καταχωρισθείσα εν τω «Φιλοπάτριδι» Κερκύρας (Φύλλ υπ' αριθ. 35, 36, 37, 38, 39 και 42.

5. «Η περί τα μέσα της ΙΣΤ'. εκατονταετηρίδος εν Κερκύρα αποίκησις των Ναυπλιέων και Μονεμβασιέων», Ιστορικόν μελέτημα καταχωρισθέν εν τοις υπ' αριθ. 14, 15, 16, 17 και 18 φύλλοις της άλλοτε εν Κερκύρα εκδιδομένης εφημερίδος «Φιλοπάτριδος».

6. Προς την Α. Ε. τον επί των Εσωτερικών Υπουργόν Χ. Τρικούπην, «Σύντομος Έκθεσις περί της καταστάσεως και σημαντικότητος των εν Κερκύρα Αρχείων των πρώην Κυβερνήσεων των Ιονίων Νήσων», συνετάχθη κατ' Απρίλιον 1882 (ταύτης δε μέρος συνεπτυγμένως κατεχωρίσθη εν τω υπ' αριθ. 40 φύλλω 10 10βρίου 1883 του «Φιλοπάτριδος».

7. Βιογραφικά Σχεδάρια των εν τοις Γράμμασιν, Ωραίαις τέχναις και άλλοις κλάδοις του κοινωνικού βίου διαπρεψάντων Κερκυραίων από των μέσων της παρελθούσης εκατονταετηρίδος κτλ μετά σημειώσεων και ειδήσεων. Τεύχος Β'. αφιερωθέν τω Κερκυραίων Δήμω — Νικηφόρος Θεοτόκης — Κέρκυρα Τυπογραφ. «Ο Κοραής» Ιωσήφ Ναχαμούλη 1884 (Όγδοον μέγ. σελ 230).

8. «Περί αρχής και ιδρύσεως της Δημοσίας εν Κερκύρα Βιβλιοθήκης» Ιστορική πραγματεία (ημιτελής) καταχωρισθείσα εν τη «Φωνή» Κερκύρας Φύλλ. υπ' αριθ. 1024 έως 1045, 1048-49-50, 52, 54. (Ιανουαρ. έως 7βρίου 1885).

9. Σύντομος αφήγησις του βίου του ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ, προς χρήσιν των πολλών συνταχθείσα διά την τελετήν των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντος αυτού. Εν Κερκύρα 1880. Τυπογραφείον «Ερμής» εις 4.ον εκ σελ 32.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΕΡΓΑ.


10. Κατάλογος των από συστάσεως της εν Κερκύρα Τυπογραφίας έως του 1821 εκδοθέντων βιβλίων φυλλαδίων και εφημερίδων, μετά διασαφητικών προσθηκών και σημειώσεων εις συμπλήρωσιν της υπό του Κ. Π. Λάμπρου εν τη Χρυσσαλίδι (1860) εκδοθείσης πραγματείας, «Περί της αρχής και προόδου της Τυπογραφίας εν Ελλάδι», προσφωνηθείς τω εν Αθήναις Κυρ. Π. Λάμπρω κατά Νοέμβριον 1882.

11. Βιογραφικόν Μελέτημα περί του κατά την ΙΣΤ'. εκατονταετηρίδα ακμάσαντος Κερκυραίου Λογίου ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ προσφωνηθέν κατά Νοέμβριον 1884 τω εν Παρισίοις διαπρεπεί λογίω και φιλέλληνι Αιμυλίω Λεγρανδίω.

12. Απάνθισμα Βιογραφικών ειδήσεων περί τινων εκ Κερκύρας Κληρικών και κοσμικών Λογίων του ΙΖ'. αιώνος, προσφωνηθέν κατά Σεπτέμβριον 1886 τω εν Παρισίοις κ. Ε. Legrand.

{τελευταία σελίδα βιβλίου, ξέχωρη διαφήμηση}

ΣΚΕΨΕΙΣ
ΕΝΟΣ ΛΗΣΤΟΥ,

Ή

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.

ΑΘΗΝΗΣI,
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Δ. ΑΘ. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ.
(Oδός Αιόλου αριθ. 33. παρά τη πλατεία της αγίας Ειρήνης).

1861.


1) Με τον όρον να πληρώνη κατ' έτος η Επτάνησος εις την Τουρκίαν 75,000 γρόσια.

2) Ούτος βραδύτερα υπηρέτησεν εις την Ελλάδα· υπήρξε δε και αρχηγός ενός μέρους του κατά την εν Ναυπάκτω εκστρατείαν στρατού.

3) Η περί ης ο λόγος έκθεσις ετυπώθη τω 1815 υπό τον εξής τίτλον. Rapport presenté á sa Majesté l' Empereur Alexandre par S. E. M.r le Comte de Capodistria sur les Etablissements de M.r de Fellenberg á Hofwill en Octobre 1814. A. Paris chez I J. Paschoud libraire Rue Mazarine N.o 22.

4) Ολόκληρος η Ελβετία εθρήνησε τον θάνατον του Καποδιστρίου· δημόσιαι δε πράξεις μαρτυρούσι την λύπην ην ησθάνθησαν επί τω θανάτω αυτού οι δημοκρατούμενοι ανεκτίμητοι Ελβετικοί λαοί.

5) Ο αριθμός των Μεγαλοσταύρων με τα οποία ετιμήθη ο Καποδίστριας παρά διαφόρων Βασιλέων «αι εστεμμένων κεφαλών ανήρχοντο εις 17.

6) Κατά τον αυτόν δε χρόνον έλαβε παρά του Βασιλέως της Ισπανίας τον Ιπποτικόν Σταυρόν του τάγματος Καρόλου του Γ'. Και εγένετο μέλος πολλών Ευρωπαϊκών Ακαδημιών.

7) Τάμεσις ποταμός εν τη Μεσημβρινή Βρεταννία όστις περνά διαφόρους πόλεις και το Λονδίνον και εκβάλλει δι' ενός ευρυχώρου στομίου εις την Γερμανικήν θάλασσαν.

8) Προσαρτηθείσης τη Σβεκία κατά τα αποφασισθέντα εις τα εν Βιέννη Συνέδρια.

9) Πόλις της Αυστριακής Σιλεσίας.

10) Πόλις της Αυστριακής Ιλλυρίας, ή και άλλως Laibaca.

11) Ούτος δι' εξόδων του, άμα ελθόντος του Καποδιστρίου εις την Ελλάδα συνέστησε το εν Αιγίνη σχολείον.

12) Ότε συνέβη ο θάνατος του Αλεξάνδρου, δηλαδή κατά Δεκέμβριον του 1825 ο Καποδίστριας ήτο εν Γενεύη. Εκείθεν έγραψε τη 3[15 Φεβρουαρίου 1826 επιστολήν προς τον Ανδρέαν Λουριώτην, αξίαν μελέτης, δια της οποίας ο μέγας πολιτικός εξέφραζε την γνώμην του περί των αρχαίων δανείων της Ελλάδος, ότι αύτη έπρεπε να εγγυηθεί την τήρησιν των υποχρεώσεών της προς τους δανειστάς του α'. και β'.ου δανείου. Εκ της χρονολογίας της επιστολής ταύτης, τυπωθείσης εν τω 17 Τόμ. Πανδώρας Νοεμβρίου 1866, εικάζεται ότι πενταετίαν διέτριψεν εν Ελβετία ο Καποδίστριας, έως δηλαδή του 1820 και ουχί έως του 1825 έτους καθ' ό ετελεύτησεν ο Αλέξανδρος, ως ο Βιογράφος του Καποδιστρίου Λ. Στούρδζας παραχρονίζων, διηγείται, ότι ο Καποδίστριας μετέβη εις Πετρούπολιν προ της εκλογής του εις Κυβερνήτην της Ελλάδος. Ως προς ταύτα, ακολουθούμεν την γνώμην του περί την χρονολογίαν των γεγονότων, ακριβεστέρου του Στούρτζα Βιογράφου του Κυβερνήτου, Βρετού. Παράδοξον πώς ο κατά πάντα ανώτερος των Βιογράφων του Κυβερνήτου Αρλιώτης, ηκολούθησε την γνώμην του Στούρδζα. Άλλως τε και εκ της επιστολής του Καποδιστρίου προς τον Λουριώτην δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι ο Καποδίστριας απέλιπε την Γενεύην προ του 1826, ή μάλλον προ της υπογραφής του Πρωτοκόλλου της 4 Απριλίου 1826, και ότι μετά ταύτην επορεύθη εκ Γενεύης εις το ως προς την Ρωσσίαν εγγύτερον τη Ελβετία μέρος, δηλαδή το Λονδίνον.

13) Ugo Foscolo Epistolario Firenze. Le Monnier Vol II σελ. 401 και III σελ 270. Ο Φόσκολος ετελεύτησε τη 14 7[βρίου 1827.

14) Ένεκα της καταστροφής και των σφαγών του Ιμπραΐμη εις Πελοπόννησον, συνεσωρεύθησαν τότε μόνον εις την νήσον Καλάμου πλησίον της Κεφαλληνίας 12,000 ταλαιπωρουμένων Ελλήνων παίδων, γερόντων και γυναικών. Εκεί ήσαν και τα ορφανά του ήρωος Καραϊσκάκη και άλλων της Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος οπλαρχηγών.

15) Αι χρονολογίαι κατά Βρετόν.

16) Ούτος εγεννήθη εις Λευκίμμην και απέθανεν εν Κερκύρα το 1842, ετάφη δε εις την Εκκλησίαν Υ. Θ. Ελεούσης εις Ποταμόν.

17) Τα περί των εξ Γραμματέων κεφάλαια μετεφράσαμεν εκ του πονήματος Renseignemens sur la Grèce et sur l'administration du Comte Capodistrias par un Grec κτλ.

18) Fréderic Thiersh De l' état actuel de la Grèce et des moyens d' arriver á sa restauration, σελ. 57. Sect trois: Δεν θεωρούμεν περιττόν να προσθέσωμεν ενταύθα και τας περί των αρετών και της αξίας του Καποδιστρίου ομολογίας του της νέας Ελλάδος Ιστορικού Τρικούπη, ενός των γραμματέων της Επικρατείας επί της εκείνου διοίκησεως διατελέσαντος, όστις λέγει περί του Καποδιστρίου και τας εξής αξίας σημειώσεως λέξεις. «Πολλαί αρεταί εκόσμουν τον άνδρα, σεμνά ήσαν τα ήθη του, ακέραιος ο χαρακτήρ του, και αγαθή η διάθεσίς του, εσέβετο την πάτριον θρησκείαν και ηγάπα να προσφέρη πάσαν Κυριακήν και πάσαν εορτήν πάνδημον αίνεσιν προς τον Θεόν, λιτός, απέριττος και ανεπίδεικτος ο βίος του· χαρίεις και ευπρεπής η ιδιωτική του συμπεριφορά και πανθομολόγητος η αφιλοκέρδειά του. Διέπρεψε μεταξύ των διπλωματών του καιρού του ως οξύνους, φιλόπονος και συνδιαλλάκτης· η γλώσσα του είχε πειθώ και ο κάλαμος του χάριν· ενώ έθελγεν ως φιλομοναρχικός τον Νικόλαον, εγοήτευεν ως φιλοδημοκρατικός τον Λαφαγέτην· ολιγοδάπανος δε ήτον η υπό την άγρυπνον κυβέρνησίν του διοίκησις του τόπου.

*** END OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK 40139 ***